Μπούσιας Χαράλαμπος (Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας)
Ὀκνηρία καὶ πολυπραγμοσύνη• Δύο παγίδες τοῦ διαβόλου
Ὅσο εἶναι ἡμέρα καὶ βλέπουμε καὶ μποροῦμε νὰ ἐργασθοῦμε ἂς μὴν χάνουμε χρόνο, μᾶς προτρέπει ὁ Κύριός μας. Ἡ νύχτα μὲ τὸ σκοτάδι ἔρχεται σύντομα, ὁπότε καὶ νὰ θέλουμε δὲν θὰ μποροῦμε νὰ ἐργασθοῦμε. Τὰ νιάτα εἶναι ἡ ἡμέρα ποὺ μποροῦμε νὰ ἀποδώσουμε παραγωγικὰ καὶ νὰ ἀποταμιεύσουμε γιὰ τὴν ἐπερχόμενη νύχτα ποὺ εἶναι τὰ γηρατειά, ἂν αὐτὰ τὰ ἐπιτρέψει ὁ Κύριός μας, ὁ Κύριος της ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου. Ἡ ζωὴ μας ὅλη ἀπὸ ἄλλη ὀπτικὴ γωνία εἶναι μιὰ ἡμέρα, ἐνῶ ὁ θάνατος ποὺ ἀναπόφευκτα ἀκολουθεῖ εἶναι ἡ νύχτα. «Ἕως ἡμέρα ἐστὶν ἐργάζεσθαι· ἔρχεται νὺξ ὄτε οὐδεὶς δύναται ἐργάζεσθαι» (Ἰωάν. θ΄ 4) εἶπε ὁ Χριστός μας στοὺς μαθητές Του. Μὴν ἀμελεῖτε τὴν ἐργασία ὅσο βλέπετε, ὅσο ἔχετε χρόνο καὶ μάλιστα ὄχι ὁποιαδήποτε ἐργασία συμπεριλαμβανομένης τῆς ἁμαρτίας, ἀλλὰ μόνο «τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ».
Ὁ χρόνος εἶναι θεῖο δῶρο. Δὲν μᾶς ἔδωσε ὁ Θεός μας μόνο τάλαντα, δηλαδὴ προσόντα, μᾶς ἔδωσε καὶ χρόνο γιὰ νὰ τὰ ἀξιοποιήσουμε. Χωρὶς χρόνο ὁποιοδήποτε τάλαντο ἤ γνώση πᾶνε χαμένα. Σκεφθεῖτε ἕναν πολὺ καλὰ διαβασμένο μαθητὴ νὰ καθήσει γιὰ ἐξετάσεις, ἀλλὰ ὁ ἐξεταστὴς νὰ τοῦ πάρει τὸ γραπτὸ πρὶν ἐκεῖνος προφθάσει νὰ καταγράψει ὅσα γνωρίζει. Ὅλο τὸ προηγούμενο διάβασμα πάει χαμένο, ἀφοῦ γιὰ τὴν ἀνάπτυξη τῶν γνώσεών του χρειάζεται χρόνος. Καὶ ὁ χρόνος αὐτὸς εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ. Εἶναι τὸ δῶρο ποὺ μᾶς κάνει γιὰ νὰ τοῦ ἀποδείξουμε ὅτι εἴμαστε δικοί Του, ὅτι τὸν ἀγαποῦμε καὶ ἐργαζόμασθε τὰ ἔργα Του, δηλαδή, βαδίζουμε σύμφωνα μὲ τὸ θέλημά Του καὶ ὅτι εἴμαστε ἕτοιμοι ἀνὰ πάσα στιγμὴ νὰ τοῦ τὸ ἀποδείξουμε.
Στὴν τράπεζα τῆς ζωῆς μας μὲ τὴ γέννησή μας ὁ Κύριός μας, ὁ οὐράνιος Τραπεζίτης, μᾶς καταθέτει ἕνα κεφάλαιο καὶ ὀφείλουμε γι’ αὐτὸ τὸ κεφάλαιο νὰ τοῦ ἀποδώσουμε κάποια ἡμέρα τὸν ἀντίστοιχο τόκο. Τόκος εἶναι τὰ ἔργα μας καὶ ὅπως τὸ δένδρο γνωρίζεται ἀπὸ τοὺς καρπούς του, ἔτσι καὶ ἐμεῖς γνωριζόμαστε ὅτι εἴμαστε παιδιὰ τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὰ ἔργα μας. Αὐτὰ εἶναι ἡ ἀγάπη, ἡ συμπόνοια, ἡ φιλαδελφία, τὸ τρέξιμο στὶς ἀνάγκες τῶν ἄλλων. Ὅσο, λοιπόν, ἔχουμε φῶς ἡμέρας ἂς μὴν τὸ ἀφήσουμε νὰ πάει χαμένο. Ἂς ἐργασθοῦμε, γιὰ νὰ ἀπολαύσουμε τὸ φῶς, ἀλλὰ καὶ νὰ καταθέσουμε καὶ τόκο γιὰ τὴν ἐπερχόμενη νύχτα, τότε ποὺ δὲν θὰ μποροῦμε νὰ ἐργασθοῦμε καὶ νὰ τὸν πληρώσουμε. Ἕνας Γέροντας ἔλεγε στὸ νεαρὸ ὑποκακτικό του:
Στὸν κανόνα του τὸν καθημερινὸ κάνε καὶ δύο μετάνοιες πάρα πάνω. Αὐτὲς ἀποθήκευσέ τες γιὰ τὰ γεράματά σου, ὅταν δὲν θὰ μπορεῖς νὰ σκύβεις καὶ νὰ ὁλοκληρώνεις τὸν κανόνα σου!
Ἡ ἐργασία εἶναι χαρά, εἶναι ἀπόλαυση, εἶναι ὑγεία! Τὸ νοιώθουν αὐτὸ ἔντονα οἱ νέοι μας σήμερα ποὺ εἶναι ὄχι ἄεργοι, δηλαδὴ τεμπέληδες, ἀλλὰ ἄνεργοι, ἀφοῦ δὲν ὑπάρχουν στὸν κοινωνικό μας ἱστὸ θέσεις ἐργασίας γιὰ ὅλους. Καὶ βλέπουμε τοὺς ἄνεργους ὄχι μόνο νὰ στεροῦνται ὑλικὰ ἀγαθά, ἀφοῦ δὲν μποροῦν νὰ τὰ ἀποκτήσουν, ἀλλὰ καὶ νὰ καταθλίβονται καὶ νὰ πάσχουν πνευματικά, γιατί ἡ ἀπασχόληση εἶναι καὶ ἐργασιοθεραπεία.
Ἐκτός, ὅμως, ἀπὸ τὴν ἀνεργία, ποὺ εἶναι μιὰ σύγχρονη κοινωνικὴ παγίδα τοῦ διαβόλου, γιὰ τὴν καταστροφὴ μας ὑπάρχουν οἱ δύο ἄλλες παγίδες του ποὺ εἶναι προαιώνιες. Τὶς ἀναφέρει ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης. Αὐτὲς εἶναι ἡ ἀργία καὶ ἡ πολυπραγμοσύνη.
Ἡ ἀργία, δηλαδὴ ἡ τεμπελιά, εἶναι μισητὴ ἀπὸ τὸ Θεό, ἀφοῦ ὁ τεμπέλης κάθεται συνεχῶς καὶ σαπίζει σὲ μιὰ ἀξιοκατάκριτη ἀπραξία, σὲ μιὰ ἀκηδία ἤ ραστώνη, ὅπως ἀνεφέρεται στὰ ἐκκλησιαστικὰ κείμενα. Ἡ ἀργία εἶναι ἡ ἐξ ἀριστερῶν παγίδα τοῦ πονηροῦ καὶ γίνεται ἐμφανὴς σὲ ὅλους. Ἡ ἐκ δεξιῶν παγίδα του εἶναι ἡ πολυπραγμοσύνη, δηλαδὴ τὸ μπλέξιμο τῶν ἀνθρώπων σὲ χίλιες ὑποθέσεις καὶ δουλειές, αὐτὲς ποὺ δὲν βοηθοῦν στὴν σωτηρία του, ἀλλὰ τουναντίον ἀποτελοῦν ἐμπόδιό της.
Ἡ ἀργία, ἡ ὀκνηρία εἶναι «μήτηρ πάσης κακίας» ποὺ σημαίνει ὅτι ἀπὸ τὴν ἀπραξία καὶ τὴν τεμπελιὰ προέρχονται πολλὰ δεινά. Ὁ τεμπέλης δὲν ἐπιτυγχάνει τίποτα στὴ ζωή του, ἀλλὰ μόνο κακὸ κάνει στοὺς ἄλλους, ἀφοῦ δὲν ἀσχολεῖται μὲ κάτι δημιουργικό, ἀλλὰ μηχανεύεται ἀνόητα πράγματα προκειμένου νὰ διασκεδάσει τὴν πλήξη καὶ τὴν ἀνία του. Δὲν διοχετεύει τὴν ἐνεργητικότητά του σὲ ἐργασία, ἀλλὰ ἐκτονώνεται συνήθως μὲ ἀνόητες καὶ ἐπικίνδυνες ἐκδηλώσεις.
Δυστυχῶς καὶ πολλοὶ χριστιανοί, προπαντὸς οἱ νέοι, περνοῦν τὴν ἡμέρα τους χωρὶς ἐργασία. Περπατοῦν στὶς πλατεῖες καὶ στοὺς ἐμπορικοὺς δρόμους, συζητοῦν γιὰ τὰ διάφορα νέα, σχολιάζουν τοὺς ἄλλους διαβάτες, καὶ ὅταν πηγαίνουν στὴν ἐκκλησία, τὸ κάνουν ἀπὸ συνήθεια. Ἔτσι σπαταλοῦν τὸ χρόνο τους χωρὶς κανένα κέρδος. Ἡ Σοφία Σειρὰχ μᾶς διδάσκει, ὅτι «πολλὴν κακίαν ἐδίδαξεν ἡ ἀργία» (Κεφ. 33, 28). Ὁ διάβολος εἶναι ὁ μέγας διδάσκαλος τῆς πονηρίας καὶ τῆς κακίας. Ἔχει τὸ σχολεῖο του καὶ καθημερινὰ διδάσκει.
Ἐπειδή, ὅμως, δὲν ἐπαρκεῖ γιὰ ὅλα τὰ μαθήματα ὁ ἴδιος προσέλαβε βοηθό του, γιὰ νὰ διδάσκει ὅσα αὐτὸς δὲν προλαβαίνει. Βοηθό του, λοιπόν, προσέλαβε τὴν ἀργία. Στὸ σχολεῖο αὐτὸ τοῦ διαβόλου οἱ ἄνθρωποι μαθαίνουν τὶς ἁμαρτίες γρήγορα καὶ χωρὶς κόπο. Γίνονται μαθητὲς ἄξιοι νὰ προκόψουν στὸ κακό, ἰσάξιοι τοῦ διδασκάλου τους. Μαθαίνουν πῶς νὰ ἁμαρτάνουν μὲ τὸ λογισμό, ἐπιθυμώντας μὲ τὴν καρδιὰ τους ἐκεῖνο ποὺ δὲν μποροῦν νὰ κάνουν μὲ τὰ ἔργα. «Ἐπιθυμίαι ὀκνηρὸν ἀποκτείνουσιν· οὐ γὰρ προαιροῦνται αἱ χεῖρες αὐτοῦ ποιεῖν τι» (Παρ. 21, 25). Καὶ τοῦτο γιατί οἱ ὀκνηροὶ δὲν ὑλοποιοῦν τοὺς λογισμούς, δὲν τοὺς μεταποιοῦν ἄμεσα σὲ κακὴ πράξη, ἀφοῦ ἡ ὀκνηρία τους δὲν τοὺς ἐπιτρέπει νὰ καταβάλλουν κόπο.
Ἡ ἀργία καὶ ἡ φυγοπονία μᾶς μουχλιάζουν, μᾶς βρωμίζουν, μᾶς κάνουν ἀρρωστιάρικους. Μᾶς κάνουν νὰ μοιάζουμε μὲ τὸ νερό, ποὺ ὅταν παραμένει στάσιμο βρωμίζει ἤ μὲ τὸν ἀέρα ποὺ δὲν ἀνανεώνεται καὶ σὲ λίγο γίνεται ἀνθυγιεινός. Μᾶς κάνουν ἐπίσης νὰ μοιάζουμε μὲ τοὺς στρατιῶτες ποὺ ὅταν μείνουν ἄπρακτοι καὶ ἀγύμναστοι, γίνονται μαλθακοὶ καὶ εὔκολα νικῶνται.
Ἄν, ὅμως, ἡ ἀργία, ποὺ εἶναι ἡ γεννήτρα πολλῶν κακῶν, εἶναι ἡ ἐξ ἀριστερῶν παγίδα ποὺ μᾶς στήνει ὁ πονηρός, οἱ μέριμνες, οἱ πολλὲς δουλειὲς καὶ ὑποθέσεις, ποὺ δὲν γεννοῦν λιγότερα κακά, μᾶς στήνουν τὶς ἐκ δεξιῶν παγίδες, ποὺ νομίζουμε ὅτι τὶς ἀποφεύγουμε μὲ τὴ διαρκῆ ἐνασχόληση. Ὁ Χριστός, τοῦ ὁποίου ὀφείλουμε νὰ εἴμαστε διαρκῶς μιμητὲς κατὰ τὸν Παῦλο ποὺ εἶπε: «Μιμηταί μου γίνεσθε καθὼς καγὼ Χριστοῦ» (Α΄ Κορ. ια΄ 1), τόνισε, ὅτι ἐργαζόταν τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ καὶ μόνον Αὐτοῦ λέγοντας: «Ἐμὲ δεῖ ἐργάζεσθαι τὰ ἔργα τοῦ πέμψαντός με» (Ἰωάν. θ΄ 4). Ὑπάρχουν ἐργασίες ποὺ δὲν εἶναι ἀρεστὲς στὸ Θεὸ καὶ δὲν μᾶς προάγουν στὴν ἀρετή. Οἱ πολυάσχολοι, συνήθως, ἄνθρωποι δὲν ἔχουν καιρὸ γιὰ προσευχή, γιὰ ἐκκλησιασμό, γιὰ κήρυγμα, γιὰ ἀνάγνωση ἑνὸς ὠφέλιμου βιβλίου, γιὰ μιὰ ἐπίσκεψη σὲ ἕναν ἀναξιοπαθῆ συνάνθρωπό μας. Τὴ μία δουλειὰ πιάνουν, τὴν ἄλλη ἀφήνουν. Μοιάζουν μὲ ἕνα σχοινὶ δεμένο σὲ χίλιους κόμπους, ποὺ δὲν πρόκειται ποτὲ νὰ λυθεῖ. Τοὺς ἔχει δέσει μὲ τέχνασμα ὁ διάβολος καὶ τοὺς κρατάει δεμένους καὶ αἰχμαλώτους.
Ἔτσι, καὶ ἂν ἀκόμη θελήσουν αὐτοὶ νὰ ξεφύγουν ἀπὸ τὰ χέρια του, δὲν βρίσκουν διέξοδο καὶ πνίγονται στὶς ὑποθέσεις, στὶς μέριμνες, στὶς φροντίδες, στὶς οἰκονομικὲς δυσκολίες καὶ δὲν ἔχουν καιρὸ ὄχι νὰ κάνουν τὸ καλό, ἀλλὰ οὔτε κἄν νὰ τὸ σκεφθοῦν. Ἔχουν πέσει χωρὶς νὰ τὸ ἔχουν καταλάβει στὴν παγίδα τοῦ πονηροῦ ποὺ τοὺς κρατάει κολλημένους στὴ γῆ. Καὶ δὲν εἶναι ἡ παγίδα ἐμφανής, γιὰ τὴν ἀποφύγει κανείς. Ὁ δάσκαλος διάβολος ξέρει καὶ αὐτὴ νὰ τὴ συγκαλύπτει. Κανεὶς δὲν πιστεύει ὅτι ὁ ὄμορφος κισσὸς ποὺ περιπλέκεται γύρω ἀπὸ τὰ δένδρα τοὺς ἀπομυζάει τοὺς χυμοὺς καὶ σιγὰ-σιγὰ τοὺς ξηραίνει. Ἡ πολυπραγμοσύνη εἶναι ὁ κισσὸς ποὺ μᾶς ἀπομυζάει τοὺς χυμοὺς τῆς εὐσεβείας καὶ τῆς εὐλαβείας ποὺ ρέουν μέσα μας.
Ἀλλὰ καὶ ἂν βρεθεῖ λίγος χρόνος στοὺς πολυπράγμονες ἀνθρώπους, αὐτὸν δὲν τὸν ἀφιερώνουν σὲ ἐνασχόληση μὲ τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ, γιατί τὸ μυαλὸ τους ἀλλοῦ ταξιδεύει. «Ὅπου ἐστὶν ὁ θησαυρὸς ὑμῶν, ἐκεῖ ἔσται καὶ ἡ καρδία ὑμῶν» (Ματθ. στ΄ 21) μᾶς λέει ὁ Κύριος. Ὅπως οἱ μανιώδεις κυνηγοὶ θηράματα ὀνειρεύονται καὶ ὅταν κοιμοῦνται, ἔτσι καὶ ὅσοι καταγίνονται μὲ πολλὲς ὑποθέσεις καὶ φροντίδες ὁ νοῦς τους τρέχει σὲ αὐτές. Καὶ ἂν βρίσκονται στὴν ἐκκλησία ὁ νοῦς τους τρέχει ἀπὸ ἐδῶ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ. Βρίσκονται σὲ διαρκῆ περισπασμὸ καὶ ταραχή, ἔτσι ὥστε νὰ μὴν ἀκοῦν τὴ φωνὴ τοῦ Θεοῦ-Πατέρα ποὺ θέλει νὰ τοὺς κατευθύνει πρὸς τὴ σωτηρία.
Ὅταν ἐξιστοροῦμε σὲ κάποιο φίλο μας ἕνα γεγονὸς καὶ ἐκεῖνος δὲν μᾶς προσέχει συνεχίζουμε νὰ ὁμιλοῦμε γιὰ νὰ ἀκούσει κάποτε. Καί, ξέρετε, γιατί δὲν μᾶς ἀκούει; Γιατί ἔχει δικούς του λογισμοὺς ποὺ τὸν βασανίζουν. Ὅταν μᾶς μιλάει ὁ Θεὸς καὶ ἡ καρδιὰ μας εἶναι γεμάτη λογισμοὺς καὶ δὲν ἔχει ἀφήσει κενὸ χώρου πῶς ἐμεῖς θὰ ἀκούσουμε τὴ φωνὴ τοῦ Θεοῦ μας;
Ἀργία καὶ πολυπραγμοσύνη ὁδηγοῦν τελικὰ στὸ ἴδιο ἀποτέλεσμα. Στὴν καταστροφή μας. Γιὰ νὰ τὴν ἀποφύγουμε ἀρκεῖ νὰ κατανοήσουμε τὸ σκοπὸ ποὺ γεννηθήκαμε στὴ γῆ. Καὶ αὐτὸς δὲν εἶναι ἄλλος ἀπὸ τὴ σωτηρία μας ποὺ ἔρχεται μέσα ἀπὸ τὴν κερδοφόρα ἀξιοποίηση τοῦ χρόνου μας γιὰ τὴν ὠφέλεια τῆς ψυχῆς μας. Τὴν ὠφέλιμη ἐργασία μας τὴν τονίζει πάλιν ὁ Χριστὸς μας λέγοντας: «Ὁ Πατήρ μου ἐργάζεται ἕως ἄρτι. Καγὼ ἐργάζομαι» (Ἰωάν. ε΄ 17). Ἀφοῦ, λοιπόν, ὁ Θεὸς Πατέρας καὶ ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος Του ἐργάζονται συνεχῶς καὶ ἐμεῖς τὰ πλάσματα τῶν χεριῶν Του ὀφείλουμε νὰ ἐργαζόμαστε «ἕως ἡμέρα ἐστίν· ἔρχεται γὰρ νὺξ ὅτε οὐδεὶς δύναται ἐργάζεσθαι» (Ἰωάν. θ΄ 4). Ἡ πνευματική μας ἐπένδυση στὰ τάλαντα ποὺ ὁ Κύριός μας ἐμπιστεύθηκε εἶναι ἡ καλύτερη ἐπένδυση στὸ χρόνο τῆς ζωῆς μας καὶ φέρνει τὸ μεγαλύτερο τόκο. Καὶ πάντοτε νὰ θυμόμαστε ὅτι ὅταν ἔλθει ὁ Κύριος, ὅταν ἔλθει ἡ νύχτα, τότε θὰ εἶναι πολὺ ἀργὰ γιὰ πνευματικὲς ἐπενδύσεις.
Ἡ ἀνάλωση τοῦ χρόνου μας ἂς εἶναι σὲ ἔργα ἀγάπης, ἱεραποστολῆς, φιλανθρωπίας, ἀλλὰ καὶ ἔργα μετανοίας, ἐξομολογήσεως καὶ μετοχῆς μας στὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὁ πιὸ πολύτιμος χρόνος μας εἶναι αὐτὸς τῆς παρούσης ζωῆς. Μᾶς τὸν δίνει ὁ Θεός μας, γιὰ νὰ κερδίσουμε τὸν παράδεισο ἡ ἀξία τοῦ ὁποίου εἶναι ἀσύλληπτη. Μᾶς δίνει ὁ Θεὸς μας χρόνο μετανοίας καὶ ἐμεῖς εἴτε ἀδιαφοροῦμε εἴτε τὸν παραβλέπουμε.
Διηγοῦνται γιὰ ἕναν ἄρχοντα, ποὺ ἦταν πολλὰ χρόνια γραμματέας κάποιου βασιλιᾶ, ὅτι ὅταν ἔφθασε στὸ τέλος τῆς ζωῆς του, ἔκλαιγε ἀπαρηγόρητα, λέγοντας: Ἀλλοίμονο σὲ μένα, ποὺ ξόδεψα τόσες σελίδες χαρτιοῦ, γιὰ νὰ γράφω τὰ γράμματα τοῦ βασιλιᾶ, καὶ δὲν βρῆκα λίγο καιρό, γιὰ νὰ γράψω σὲ μισὸ φύλλο χαρτιοῦ τὶς ἁμαρτίες μου. Ἀλλοίμονο! Ἀλλοίμονο!».
Αὐτὸ τὸ «ἀλλοίμονο» ἂς μὴν δώσει ὁ Θεὸς νὰ τὸ ποῦμε στὸ δειλινὸ τῆς παρούσης ζωῆς μας, ὅταν θὰ ἀρχίσει νὰ βραδιάζει καὶ θὰ ἑτοιμαζόμαστε γιὰ τὸ ξημέρωμα τῆς ἀβράδιαστης ἡμέρας. Ἂς ἐξαγοράζουμε τὸν καιρὸ μᾶς ὅσο εἶναι ἡμέρα καὶ μποροῦμε νὰ ἐργασθοῦμε «μὴ ὡς ἄσοφοι ἀλλ’ ὡς σοφοί, ὅτι αἱ ἡμέραι πονηραὶ εἰσιν» ( Ἐφεσ. ε΄ 15-16).