1.
π. Ιουστίνου Πόποβιτς
Ιδού ευαγγέλιο που αφορα στο νου και το σώμα του καθενός μας. Είναι το ευαγγέλιο της ευσπλαχνίας. Είναι η θαυμαστή παραβολή του Σωτήρος, στην οποία απεικονίζεται ολόκληρη η ζωή μας. Η δική μου, η δική σου, του καθενός ανθρωπίνου όντος επάνω στην γη. Όλους τους αφορα το σημερινό άγιο Ευαγγέλιο. Όλους.
Ο άνθρωπος! Αυτός ο θεϊκός πλούτος επάνω στην γη! Κύτταξε το σώμα του, το μάτι, το αυτί, την γλώσσα. Τι θαυμαστός πλούτος. Το μάτι! Ὑπάρχει τίποτε πιο τέλειο που να ημπορή ο άνθρωπος να επινοήσῃ σ’ αυτόν τον κόσμο; Κι όμως, το μάτι αυτό το εδημιούργησε ο Κύριος, όπως και την ψυχή και το σώμα. Η ψυχή μάλιστα είναι ολόκληρη εξ ουρανού. Οποίος πλούτος! Το σώμα! Θαυμαστός θείος πλούτος που σου δόθηκε για την αιωνιότητα και όχι μόνο για την πρόσκαιρη αυτή γήινη ζωή. Και ψυχή δοσμενη για την αιωνιότητα.
Ακούσατε τι ευαγγελίζεται ο Άγιος Απόστολος Παύλος σήμερα. «Το δε σώμα τω Κυρίῳ» (Α΄ Κορ. 6, 13). Ο Κύριος έπλασε το ανθρώπινο σώμα για την αιώνια ζωή, για την αθανασία, για την καθαρότητα. Το έπλασε για την αιώνια αλήθεια, για την αιώνια δικαιοσύνη και για την αιώνια αγάπη: όπως το σώμα, έτσι και την ψυχή. Όλα αυτά είναι δώρα του Θεού, ανεκδιήγητα και μεγάλα και πλούσια, και –το πιο σπουδαίο– αθάνατα και αιώνια δώρα του Θεού.
Εμείς όμως οι άνθρωποι τι κάνομε μ’ όλα αυτά τα δώρα; Τι οικοδομούμε με αυτά; Παραδίδουμε το σώμα στις ηδονές και στα πάθη αυτου του κόσμου, και την ψυχή στους ακαθάρτους λογισμούς, τις ακάθαρτες επιθυμίες, τις ακάθαρτες ηδονές. Δια των αμαρτιών και η ψυχή και το σώμα απομακρύνονται από τον Θεό, φεύγουν από το Θεό, φεύγουν «εις χώραν μακράν». Τίνος είναι αυτή η «μακρυνή χώρα;»
Ακούσατε που ο άσωτος υιός βόσκει χοίρους. Στην χώρα του διαβόλου. Στην χώρα, όπου ο διάβολος έχει εξουσία πάνω στον άνθρωπο δια των παθών, δια των αμαρτιών, και τον κρατάει σε φρικτή τρέλλα, στον παραλογισμό και την παραφροσύνη.
Λοιπόν, η αμαρτία; Κάθε αμαρτία είναι τρέλλα. Και ο άνθρωπος θα είναι πάντα μεσα σ’ αυτή την τρέλλα, μεχρις ότου συναντηθή με τον Κύριο Ιησού Χριστό. Και θα συναντηθή με την μετάνοια.
Ακούσατε πώς ο άσωτος υιός, αισθανόμενος τι σημαίνει ζωή μεσα στην αμαρτία, ζωή μεσα στίς ηδονές και τα πάθη αυτου του κόσμου, λέγει: «Πόσοι μίσθιοι του πατρός μου περισσεύουσιν άρτων, εγώ δέ λιμώ απόλλυμαι» σε ξένη και μακρυνή χώρα. «Αναστάς πορεύσομαι προς τον πατέρα μου». Σηκώθηκε και πήγε προς τον πατέρα. Και ο ουράνιος Πατήρ, ο Θεός και Ελεήμων Κύριος, «έτι αυτου μακρὰν απέχοντος είδεν αυτον καὶ εσπλαγχνίσθη και δραμὼν επέπεσεν επὶ τον τράχηλον αυτου καὶ κατεφίλησεν αυτον», ενώ συγχρόνως ο υιός με λυγμούς έλεγε: «πάτερ ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν σου, ουκέτι ειμί άξιος κληθήναι υιός σου». Αμάρτησα στον ουρανό και σ’ όλα τα αστέρια. Όλα τα εμόλυνα με το πύον των παθών μου, και με το σκοτάδι των παθών μου τα ημαύρωσα όλα. «Ήμαρτον ενώπιόν σου»! Φεύγοντας από σένα, σε ποιόν προσκολλήθηκα; Δίπλα σε ποιόν ήμουν; Τίνος χοίρους εγώ έβοσκα; Του διαβόλου! Εγώ διαβολοποίησα την ψυχή μου, την οποία εσύ μού έδωσες να γίνῃ αγία και αθάνατη. Εγώ εβρώμισα το σώμα, εθανάτωσα το σώμα, εξαθλίωσα το σώμα!
Όταν ο άσωτος υιός «ήλθεν εις εαυτόν» –αφού ήταν εκτός εαυτου, στην τρέλλα, στίς ηδονές και στα πάθη αυτου του κόσμου– δια της μετανοίας έτρεξε προς τον πατέρα. Και ο πατέρας τον αγκαλιάζει και τον φιλεί. Δεν είχε τελειώσει ακόμη ο υιός την εξομολόγησί του, δεν είχε εκφράσει ακόμη την επιθυμία του να τον δεχθή ο πατέρας του σάν δούλο, και ο πατέρας λέγει στούς υπηρέτες του: «Φέρετε την στολή την πρώτη και ενδύσατέ τον και δώστε δακτυλίδι στο χέρι του και υποδήματα στα πόδια του και αφού φέρετε τον μόσχο τον σιτευτό, σφάξτε τον για να φάγωμεν και ευφρανθώμεν».
Για πιό λόγο ευφραίνεται ο ουρανός; Για ποιό λόγο ο Θεός ευφραίνεται στον ουρανό; Για ποιό λόγο ευφραίνονται οι άγγελοι; Σε ποιόν ο Κύριος λέγει να ευφρανθώμεν; Στους αγγέλους!
Ο άνθρωπος ο οποίος χάθηκε μεσα στίς αμαρτίες, θυμήθηκε ότι ήταν αδελφός των αγγέλων και έσπευσε πρός τον ουρανό. «Ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν Σου». Αμάρτησα στους αγγέλους, στους αρχαγγέλους. Εγώ εδιαβολοποίησα τον εαυτό μου. Έρριξα τον εαυτό μου στην αγέλη των χοίρων, στην αγέλη των παθών. Και να, τώρα είμαι όλος ξεσχισμενος, όλος κουρελιασμενος. Και η ψυχή και το σώμα κουρελιασμενα. Όλα εξαθλιωμενα.
Λοιπόν, τι είναι μετάνοια; Ο Κύριος τρέχει να συναντήσῃ τον μετανοήσαντα υιό. Τον αγκαλιάζει και τον ασπάζεται και όλος ο ουρανός συγκινείται. Όλοι οι άγγελοι ευφραίνονται. «Και ήρξαντο ευφραίνεσθαι» αναφέρεται στην θαυμαστή περικοπή του Σωτήρος. Για ποιό λόγο χαίρεσθε εσείς άγιοι άγγελοι, άγιοι αρχάγγελοι; Εσείς, οι οποίοι παντοτινά πενθήτε για τον γήινο αυτό κόσμο βλέποντας τα δικά σας πεσμενα αδέλφια, τους ανθρώπους, πώς πνίγονται μεσα στίς αμαρτίες και τις ηδονές και τα πάθη και τους διαφόρους θανάτους αυτου του κόσμου, γιατί ευφραίνεσθε; «Ευφραινόμαστε για την ανάστασι, την ζωοποίησι του νεκρού αδελφού μας ανθρώπου, ότι νεκρός ήν και ανέζησε». Νεκρός ήταν ο άσωτος υιός, όταν ήταν μακράν του Θεού, της πηγής της Ζωής, μακρυά από τον ουρανό. Ιδού, ανάστασις εκ νεκρών φαίνεται [η επιστροφή του ασώτου] στα μάτια όλων των ουρανίων δυνάμεων. Όλες οι ουράνιες δυνάμεις γι’ αυτό χαίρονται, «ότι απολωλώς ήν και ευρέθη». Πράγματι, όταν ο άνθρωπος είναι μεσα στις αμαρτίες και τα πάθη, χάνει τον εαυτό του, δηλαδή δεν έχει αυτογνωσία, είναι εκτός εαυτου.
«Εις εαυτόν δέ ελθών», λέγει ο Σωτήρ. Ο άνθρωπος συνέρχεται, όταν σκεφθή τίνος είναι, δηλ. του Θεού. Το σώμα σου τίνος είναι; Του Θεού. Η ψυχή και αυτή του Θεού. Όλα δώρα, δώρα του Θεού. Εγώ, ποιός είμαι σαν άνθρωπος; Του Θεού, όλος του Θεού! Το σώμα μου είναι δοξασμενο από τον Θεό. Γι’ αυτό το εδημιούργησε ο Θεός, λέγει ο άγιος Απόστολος στο σημερινό αποστολικό ανάγνωσμα. Και το σώμα για τον Κύριο, και η ψυχή για τον Κύριο. Δοξάζομε τον Κύριο και με το σώμα και με την ψυχή. Του Θεού είναι και το ένα και το άλλο. Μή νομίζεις ότι είναι τίποτε δικό σου, όχι. Όλα είναι αιωνίως του Θεού. Και συ είσαι αιωνίως του Θεού. Αλλά τότε μόνο, όταν εσύ το συνειδητοποιής.
Λοιπόν η αμαρτία; Δεν επιτρέπει ο διάβολος στον άνθρωπο να συναισθανθή ότι είναι υιός του Θεού. Ο διάβολος εξουσιάζει με την καρδιά και δεν αφήνει στον άνθρωπο να σκεφθή τον Θεό, να θυμηθή, ότι είναι υιός του Θεού, ότι είναι πλούσιος, ανεκδιήγητα πλούσιος. Ότι αυτός είναι αδελφός των αγίων αγγέλων. Ο διάβολος όλα τα σκοτίζει, όλα τα απομακρύνει από τον άνθρωπο, τα διαστρεβλώνει, και του δίνει ψεύτικες ηδονές μεσω των αμαρτιών. Πράγματι έχει δίκαιο ο Απόστολος Παύλος όταν λέει στον άγιο Επίσκοπο και μαθητή του, Απόστολο Τίτο: «ήμεν γάρ ποτέ και ημείς ανόητοι» (Τίτ γ΄, 3) Κοιτάξτε τι λέει ο Απόστολος. Πότε άγιε Απόστολε; Υποδουλωμενοι στίς διάφορες επιθυμίες και στα διάφορα πάθη, τότε είμασταν τρελλοί και ανόητοι.
Δεν θέλει ο Κύριος δια της βίας να σε αναστήση εκ των θανάτων σου, να σε αρπάξη από την αμαρτία. Εσύ πρέπει πρώτος να το πης στον ἴδιο: «Κύριε, αυτή η αμαρτία με βασανίζει. Δεν την θέλω, έχει όμως εξουσία επάνω μου. Ελευθέρωσε με!» Τότε γίνεται θαύμα. Πάντα. Ποτέ ο Κύριος δεν αφήνει χωρίς απάντησι την προσευχή, έστω και του μεγαλυτέρου αμαρτωλού. Δεν υπάρχει φρικτή αμαρτία για τον άνθρωπο, ο οποίος αγρυπνεί επάνω στη δική του συνείδηση, επάνω στη ζωή του. Ξέρει ο άνθρωπος, ότι μετά την προσέλευση του Κυρίου Ιησού Χριστου στον κόσμο, ότι δεν υπάρχη αμαρτία, από την οποία ο Κύριος δεν μπορεί να μας ελευθερώση. Δεν υπάρχει αμαρτία, την οποία ο άνθρωπος δεν μπορεί να νικήση, δεν υπάρχει αμαρτία, την οποία ο άνθρωπος δεν μπορεί να διώξη. Ο Κύριος δίνει την δύναμη. Μόνο κάνε την αρχή. Μόνο αναβόησε, όπως ο άσωτος υιός: «Πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν Σου». Όταν αμαρτάνης, αμαρτάνης όχι μόνο στον Θεό, αλλά σ’ όλα τα ουράνια κτίσματα, σ’ όλα τα επίγεια κτίσματα. Αμαρτάνεις στα πουλιά, αμαρτάνης στα λουλούδια, τα δένδρα. Αμαρτάνεις σ’ όλα τα ζωντανά όντα. Η αμαρτία είναι πραγματικά φοβερή, άνευ της μετανοίας. Τόσο φοβερή, ώστε να σκοτώνη και να ρίχνη σ’ εκατό θανάτους. Να ρίχνη στην αγκαλιά του διαβόλου και στην αιώνια φρικωδεστάτη κόλαση. Χωρίς αμφιβολία. Γι’ αυτό ο Θεός ήλθε σ’ αυτόν τον κόσμο. Να εξολοθρεύση τον φοβερό δράκοντα, ο οποίος λέγεται αμαρτία. Ήλθε ο Θεάνθρωπος Κύριος Ιησούς Χριστός και μας έδωσε όλα τα μεσα να εξολοθρεύσομε την αμαρτία, την κάθε αμαρτία. Εδημιούργησε την Εκκλησία Του επάνω στη γη και της έδωσε όλες τις ουράνιες δυνάμεις, για να νικάμε και εμείς οι άνθρωποι όλες τις αμαρτίες, όλους τους θανάτους μέσα μας και γύρω μας.
Ο Κύριος μας έδωσε τα θαυμαστά Άγια Μυστήρια. Το άγιο Βάπτισμα, τη Θεία Κοινωνία, τα οποία εξολοθρεύουν την αμαρτία. Μας έδωσε και τις θαυμάσιες αρετές, πίστη, ελπίδα, αγάπη, προσευχή, νηστεία, αγρυπνία, πραότητα και όλες τις υπόλοιπες ευαγγελικές αρετές. Γι’ αυτό δεν υπάρχει απόγνωση στον Χριστιανό άνθρωπο σ’ αυτόν τον κόσμο.
Ας ξυπνήση ο Αγαθός Θεός όλους τους αθέους, όλους τους απίστους. Ας κτυπήση τον καθένα με τον κεραυνό του Ουρανίου Ελέους. Με τον κεραυνό του Ουρανίου Ελέους μεσα στη συνείδηση, μεσα στη ψυχή. Ας ξυπνήση ο καθένας και πορευθή στην ουράνια πατρίδα του, στην ουράνια τράπεζα ανάμεσα στους αγίους αδελφούς του, τους αγγέλους. Ας ζήση εκεί μαζί τους δια της αιωνίας Θείας Αληθείας, αιωνίας Θείας Διακαιοσύνης και όλων των αιωνίων ουρανίων χαρών.
Κύριε, Σ’ ευχαριστουμε για το άγιο Ευαγγέλιο αυτό. Σ’ ευχαριστουμε για την αγαθή εἴδηση αυτή. Γιατί δημιούργησες τον άνθρωπο, να μπορή να νικήση κάθε αμαρτία και κάθε διάβολο. Σε Σένα δόξα και ευχαριστία, πάντοτε νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
2.
Θεοφυλάκτου Ἀρχιεπισκόπου Βουλγαρίας
Περὶ τοῦ ἀποδημήσαντος εἰς χώραν μακράν, κεφάλαιον ιε΄
«Εἶπε ὁ Χριστός· Ἕνας ἄνθρωπος εἶχε δύο γιοὺς κι ὁ πιὸ μικρὸς εἶπε στὸν πατέρα του· Πατέρα, δῶσε μου τὸ μερίδιο ἀπὸ τὴν περιουσία μας. Κι ὁ πατέρας τοὺς μοίρασε τ’ ἀγαθά του. Σὲ λίγες μέρες μάζεψε ὅ,τι τοῦ ἀναλογοῦσε ὁ μικρὸς γιὸς κι ἔφυγε σὲ χώρα μακρυνή. Ἐκεῖ σκόρπισε τὴν περιουσία του σὲ ἀσωτεῖες. Τὰ εἶχε σπαταλήσει ὅλα, ὅταν ἔπεσε μεγάλη πεῖνα σ’ ἐκείνη τή χώρα. Ἔπεσε τότε σὲ στέρηση κι ἔγινε μισθωτὸς ἑνὸς πολίτη τῆς χώρας ἐκείνης, ποὺ τὸν ἔστειλε στὰ χωράφια του νὰ βόσκη χοίρους. Ἔφτασε στὸ σημεῖο νὰ ἐπιθυμῆ νὰ χορτάσῃ μὲ τὰ χαρούπια ποὺ ἔτρωγαν οἱ χοῖροι καὶ κανένας δὲν τοῦ ἔδινε».
Καὶ τούτη ἡ παραβολὴ εἶναι ὅμοια μὲ τὶς προηγούμενες. Παρουσιάζει τὸ Θεὸ σὰν ἄνθρωπο, τὸν ἀληθινὰ φιλάνθρωπο καὶ τοὺς δύο γιούς, καθῶς τὶς δύο κατηγορίες τῶν ἀνθρώπων, τοὺς δίκαιους καὶ τοὺς ἁμαρτωλούς. Κι ὁ μικρὸς εἶπε· δῶσε μου τὸ μερίδιό μου ἀπὸ τὴν περιουσία μας. Ἡ δικαιοσύνη εἶναι ἀρχικὴ κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου, γι’ αὐτὸ κι ὁ μεγάλος δὲν παρεκκλίνει· ὑστερογέννητο κακὸ ἡ ἁμαρτία, γι’ αὐτὸ καὶ παρεκκλίνει ὁ μικρὸς, αὐτὸς, δηλαδὴ ποὺ συναυξήθηκε μὲ τὴν ἁμαρτία ποὺ μπῆκε στὸν κόσμο ἔπειτα. Καὶ μὲ ἄλλο νόημα λέγεται ὁ ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος «νεώτερος γιός», σὰν νεωτεριστὴς κι ἀποστάτης στὸ πατρικὸ θέλημα. «Πατέρα, δῶσε μου τὸ μερίδιό μου ἀπὸ τὴν περιουσία μας». Περιουσία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι τὸ λογικό, μ’ ἐπακολούθημα τὴν αὐτεξούσιοτητα γιατὶ κάθε λογικὸ εἶναι αὐτεξούσιο. Μᾶς παραχωρεῖ ὁ Κύριος τὸ λόγο, γιὰ νὰ τὸν χρησιμοποιοῦμε κατὰ τὸ θέλημά μας, σὰ δικό μας κτῆμα. Καὶ τὸν παραχωρεῖ σ’ ὅλους ἐξ ἴσου, γιατὶ ὅλοι εἴμαστε ἐξ ἴσου λογικοί, ἐξ ἴσου αὐτεξούσιοι. Ἄλλοι ὅμως κάνομε λογικὴ χρήση τῆς τιμητικῆς παραχώρησης κι ἄλλοι ἐξευτελίζομε τὸ θεῖο δῶρο. Κι ὅλα γενικὰ ὅσα μᾶς ἔχει δώσει Θεός, ἄς τὰ θεωρήσωμε περιουσία μας, τὸν οὐρανό, τῆ γῆ, τὴν πλάση ὅλη, τὸ νόμο, τοὺς προφῆτες. Ἀλλὰ ὁ μικρὸς γιὸς ἐνῶ εἶδε τὸν οὐρανό, καὶ τὸν ἐθεοποίησε, τὴ γῆ καὶ τὴν προσκύνησε, δὲ θέλησε νὰ πορευτῆ στὶς γραμμὲς τοῦ νόμου, δολιεύτηκε τοὺς λόγους τῶν προφητῶν. Ὁ μεγαλύτερος ὅμως γιὸς τὰ χρησιμοποίησε ὅλα γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ. Στὸ ἴδιο μέτρο τοὺς τὰ παραχώρησε καὶ τοὺς ἄφησε νὰ πορευτοῦν κατὰ τὸ θέλημά τους· δὲν ὑποχρεώνει κανένα ποὺ δὲ θέλει νὰ τὸν ὑπηρετῆ. Ἄν ἤθελε νὰ μᾶς ὑποχρεώση, οὔτε λογικοὺς θὰ μᾶς δημιουργοῦσε οὔτε αὐτεξούσιους. Ὅλα αὐτὰ ὁ μικρὸς τὰ σπατάλησε μονοχεριά. Κι ὁ λόγος, ἡ ἀποδημία του στὰ μακρινά. Ὅταν δηλαδὴ ὁ ἄνθρωπος ἀπομακρυνθῆ ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ θέση τὸν ἑαυτὸ του πέρα ἀπὸ τὸ θεῖο φόβο ἐξαντλεῖ ὅλα τὰ θεία δῶρα. Ὅταν μένωμε κοντὰ στὸ Θεό, τίποτα τέτοιο δὲν κάνομε ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἀπώλεια κατὰ τὸ λόγο «ἀπ’ τὴν ἀρχὴ ἔβλεπα τὸν Κύριο δίπλα μου, στὰ δεξιά μου παντοτινὰ γιὰ νὰ μὴν ταραχτῶ». Ὅταν ὅμως ἀπομακρυνθοῦμε ἀπ’ αὐτὸν κι ἀποστρατήσωμε ἀπὸ τὸ θέλημά του, πράττομε καὶ πάσχομε τὰ χειρότερα, πάλι κατὰ τὸ λόγο «ὅσοι ἀπομακρύνονται ἀπὸ σένα θὰ χαθοῦν». «Σκόρπισε» λοιπὸν τὴν περιουσία του κι ἦταν φυσικό. Γιατὶ ἡ ἀρετῆ ἔχει ἕνα ὄνομα κι εἶναι κάτι ἁπλό. Ἡ κακία ὅμως εἶναι ποικίλη καὶ προκαλεῖ πολλὲς πλάνες. Ἡ ἀνδρεία λόγου χάρη ἔχει ἕνα ὄνομα κι ἀναφέρεται στὸ πότε, πῶς καὶ σὲ ποιοὺς πρέπει νὰ λειτουργεῖ τὸ θυμικό μας. Τῆς κακίας, ὅμως εἶναι δύο τά εἴδη, ἡ δειλία καὶ ἡ θρασύτητα. Βλέπεις ὅτι ἡ λέξη διασπᾶται καὶ χάνεται ἡ ἑνότητα τῆς ἀρετῆς; Κι ὅταν ἐξάντλησε τὴν περιουσία του καὶ δὲν περπατοῦσε πιὰ ὁ ἄνθρωπος σύμφωνα μὲ τὸ λόγο, ἐνοοῶ τὶς διατάξεις τοῦ φυσικοῦ νόμου, ἀλλὰ μήτε τὸ γραπτὸ νόμο ἀκολουθοῦσε, μήτε τοὺς προφῆτες ἄκουγε, πέφτει μεγάλη πεῖνα, ὄχι πεῖν τροφῶν ἀλλὰ πεῖνα τοῦ λόγου τοῦ Κυρίου. Κι ἀρχίζει νὰ στερεῖται, γιατὶ δὲ φοβόταν τὸν Κύριο παρὰ ἦταν μακρυά του -ἐπειδὴ γιὰ ὅσους φοβοῦνται τὸν Κύριο δὲν ὑπάρχει στέρηση. Καὶ πῶς δὲν ὑπάρχει στέρηση γιὰ ὅσους φοβοῦνται; Γιατὶ ὅποιος φοβᾶται τὸν Κύριο θὰ θέση τὴν ἱκανοποίηση του μέσα στὸν κύκλο τῶν ἐντολῶν του. Γι’ αὐτὸ καὶ βασιλεύει στὸ σπίτι του τιμὴ καὶ πλοῦτος καὶ ἀντίθετα, σκορπίζει αὐτὸς καὶ μοιράζει στοὺς φτωχούς· τόσο πολὺ ἀπέχει ὁ ἴδιος ἀπὸ τὴ στέρηση. Αὐτὸς λοιπὸν ποὺ ἀποδήμησε μακριὰ ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ δὲν ἔχει μπροστὰ στὰ μάτια του τὸ φοβερὸ του πρόσωπο, στερεῖται κατὰ φυσικὸ λόγο, ἀφοῦ καμμιὰ θεϊκὴ καταβολὴ δὲν ἐνεργεῖ μέσα του. Κι ἀφοῦ πῆγε, δηλαδὴ ἀφοῦ προώδεψε καὶ πρόκοψε στὴν κακία, ἔγινε, μισθωτός, σ’ ἕνα πολίτη τῆς χώρας ἐκείνης. Ὁ μισθωτὸς τοῦ Κυρίου γίνεται ἕνα πνεῦμα μαζί του· ὁ μισθωτὸς τῆς πορνικῆς φύσεως τῶν δαιμόνων γίνεται ἕνα σῶμα μ αὐτούς, ὅλος σάρκα, χωρὶς νὰ γίνεται μέσα του καμμιὰ εἰσχώρηση τοῦ πνεύματος, ὅπως στοὺς ἀνθρώπους πρὶν ἀπὸ τὸν κατακλυσμό. Γιατὶ ὅπως νἆναι πολῖτες τῆς χώρας ποὺ ἀπέχει ἀπὸ τὸ Θεὸ εἶναι οἱ δαίμονες. Κι αὐτὸς, ἀφοῦ πρόκοψε κι ἔγινε δυνατὸς στὴν κακία, βόσκει χοίρους, γίνεται δηλαδὴ καὶ στοὺς ἄλλους δάσκαλος τῆς κακίας καὶ τῶν βρώμικων πράξεων. Γιατὶ ὅλοι ποὺ δοκιμάζουν εὐχαρίστηση μὲ τὴν ἀκαθαρσία τῶν αἰσχρῶν πράξεων καὶ τῶν ὑλικῶν παθῶν εἶναι χοῖροι. Γιατὶ τοῦ χοίρου τὰ μάτια ποτὲ δὲν μποροῦνε νὰ κοιτάξουν πρὸς τὰ ἐπάνω, ἐπειδὴ ἔχουν μιὰ ἀλλόκοτη διάπλαση. Γι’ αὐτὸ κι οἱ χοιροβοσκοί, ὅταν δὲν μποροῦν νὰ σταματήσουν τὶς κραυγὲς τοῦ χοίρου ποὺ κρατοῦν, τὸν γυρίζουν ἀνάσκελα καὶ τὸν κάνουν ἔτσι νὰ μετριάζη τὶς κραυγὲς του. Γιατὶ αὐτὸς ξαφνιάζεται καὶ σωπαίνει βλέποντας ψηλὰ καὶ πράγματα ποὺ δὲν εἶδε ποτέ. Τέτοια εἶναι τὰ μάτια ὅσων τρέφονται μὲ τὰ αἰσχρὰ, ποτὲ δὲ βλέπουν ψηλά. Χοίρους λοιπὸν βόσκει ὅποιος νικᾶ πολλοὺς στὴν αἰσχρότητα, ὅπως οἱ πορνοβοσκοί, οἱ ἀρχιληστές, οἱ ἀρχιτελῶνες. Ὅλοι αὐτοὶ βόσκουν χοίρους. Κι ἐπιθυμεῖ τοῦτος ὁ ἀξιοθρήνητος νὰ χορτάση ἀπὸ ἁμαρτία καὶ κανένας δὲν τοῦ δίνει τὸ χορτασμό της. Κανένας δὲ χορταίνει τὴν αἰσχρότητα, ὅποιος ἐξοικειώθηκε μαζί της. Μήπως καὶ ἡ ἡδονὴ μένει; Ἤ τὴν ἴδια στιγμὴ ποὺ τὴ νιώθει κανένας περνᾶ κιόλα, καὶ βρίσκεται ὁ ἀξιοθρήνητος μ’ ἄδεια χέρια. Μὲ χαρούπια παρομοιάζεται ἡ ἁμαρτία, ποὺ ἔχει γλυκύτητα καὶ σκληράδα· ἡ εὐχαρίστησή της προσωρινή, ἐνῶ ἡ τιμωρία της αἰώνια. Κανένας λοιπὸν δὲν δίνει χορτασμὸ ἀπὸ τὶς αἰσχρότητες σ’ ὅποιον ἐντρυφᾶ μέσα σ’ αὐτές. Γιατὶ ποιός θὰ τοῦ δώση τὸν κορεσμὸ καὶ θὰ παύσῃ τὴν πεῖνα του; Ὁ Θεός; Μὰ δὲν εἶναι κοντά, γιατὶ βρίσκεται σὲ μακρινὴ ἀποδημία ἀπὸ τὸ Θεὸ αὐτὸς ποὺ τρώει τὰ χαρούπια. Μήπως οἱ δαίμονες; Πῶς ὅμως, ἀφοῦ αὐτοὶ ἐπιδιώκουν περισσότερο νὰ μὴ γίνη ποτὲ σταμάτημα τῆς κακίας καὶ χορτασμός της;
«Κι ἀφοῦ ἦρθε στὸν ἑαυτὸ του, εἶπε· πόσοι μισθωτοὶ τοῦ πατέρα μου πετοῦνε τὰ τρόφιμά τους κι ἐγὼ πεθαίνω τῆς πείνας. Θὰ σηκωθῶ καὶ θὰ πάω στὸν πατέρα μου καὶ θὰ του πῶ· Πατέρα, ἁμάρτησα μπροστὰ στὸν οὐρανό καὶ σὲ σένα καὶ δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ ὀνομαστῶ γιό σου. Κάνε με σὰν ἕνα ἀπὸ τοὺς μισθωτούς σου. Καὶ σηκώθηκε καὶ πῆγε στὸν Πατέρα του. Ἦταν ἀκόμα μακριά, ὅταν τὸν εἶδε ὁ πατέρας του. Γέμισε λύπη ἡ ψυχή του καὶ τρέχοντας ἔπεσε στὴν ἀγκαλιά του καὶ τὸν γέμισε φιλήματα. Καὶ τοῦ εἶπε ὁ γιός· Πατέρα, ἁμάρτησα μπροστὰ στὸνν οὐρανὸ καὶ σὲ σένα καὶ δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ ὀνομαστῶ γιός σου». Ἦρθε στὸν ἑαυτό του ὁ ὡς τότε ἄσωτος. Ὥσπου ἔπραττε τὶς αἰσχρότητες ἦταν ἔξω ἀπὸ τὸν ἑαυτὸ του, λέγεται ὅτι κατασπατάλησε τὴν περιουσία του, κι εἶναι φυσικό. Γι’ αὐτὸ εἶναι ἔξω ἀπὸ τὸν ἑαυτό του. Γιατὶ αὐτὸς ποὺ δὲν καθοδηγεῖται ἀπὸ τὸ λόγο ἀλλὰ ζῇ σὰν ἄλογος καὶ γίνεται ὁδηγὸς τῆς ἀλογίας τῶν ἄλλων, εἶναι ἔξω ἀπὸ τὸν ἑαυτό του καὶ δὲ μένει πάνω στὴν οὐσία του, τὸ λόγο. Κι ὅταν ἀναλογιστῆ ποιός ἦταν καὶ σὲ ποιά ἀθλιότητα κατάντησε, τότε ἔρχεται στὸν ἑαυτό του μὲ τὸν ἀναλογισμὸ καὶ τὴ μετάνοια ἀπὸ τὴν περιπλάνησή του. Μισθωτοὺς πάλι ἐννοεῖ τοὺς κατηχουμένους ποὺ δὲν ἔφτασαν ἀκόμα νὰ γίνουνε γιοί, ἐπειδὴ ἀκόμα δὲ φωτίστηκαν. Ὅμως οἱ κατηχουμένοι ἔχουν περισσεύματα ἀπὸ λογικὲς τροφές, ἀκούοντας τὰ ἀναγνώσματα καθημερινά. Ἄκουσε τὰ ἐξῆς γιὰ νὰ μάθης τὴ διαφορὰ γιοῦ καὶ μισθωτοῦ. Ἐκείνων ποὺ σώζονται οἱ κατηγορίες εἶναι τρεῖς. Οἱ πρῶτοι ἀσκοῦν τὴν ἀρετή, ἐπειδὴ φοβοῦνται τὴν τιμωρία. Γιὰ τοῦτο κάνει ὑπαινιγμὸ κι ὁ Δαυΐδ λέγοντας· «καθήλωσε μὲ τὸ φόβο σου τὴ σάρκα μου· μὲ παραλύει τῆς τιμωρίας σου ὁ φόβος». Οἱ δεύτεροι φαίνονται ὅτι εἶναι μισθωτοί, ἐπειδὴ τρέχουν νὰ εὐαρεστήσουν τὸ Θεὸ ἀπὸ ἐπιθυμία τῆς ἀμοιβῆς. «Ἐπίεσα τὸν ἑαυτό μου νὰ ἐκτελέσω τὸ θέλημά σου γιὰ τὴν αἰώνια ἀνταμοιβὴ μου». Ὅσοι ὅμως εἶναι γιοὶ ἐκτελοῦν τὶς ἐντολὲς του ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸ Θεὸ καθὼς πάλι ὁ ἴδιος ὁ Δαυΐδ λέει· «Πόσο Κύριε, ἀγάπησα τὸ νόμο σου· ὅλη τὴν ἡμέρα εἶναι τὸ μελέτημά μου». Καὶ πάλι· «Ἅπλωσα τὰ χέρια μου στὶς ἐντολὲς σου, ποὺ τὶς ἀγάπησα, καὶ ὄχι ποὺ τὶς ἐφοβήθηκα». Καὶ πάλι· «Μὲ γεμίζουν ἀπὸ θαυμασμὸ τὰ ἔργα σου, κι ἐπειδὴ εἶναι θαυμαστά, γι’ αὐτὸ τὰ ἐρεύνησε ἡ ψυχή μου». Καὶ δὲν πρέπει νὰ νομίζωμε ὅτι οἱ κατηχούμενοι μόνο λέγονται μισθωτοὶ ἀλλὰ καὶ ὅσοι μέσα στὴν Ἐκκλησία δὲν εἶναι πιὸ δοκιμασμένοι. Ὅταν λοιπὸν κάποιος, ποὺ ἦταν στὴν τάξη τῶν γιῶν κι ἔπειτα ἀποκηρύχτηκε γιὰ τὶς ἁμαρτίες του, βλέπη ν’ ἀπολαμβάνουν ἄλλοι τὰ δῶρα τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ μετέχουν στὰ θεῖα μυστήρια καὶ στὸν θεῖο ἄρτο, τότε εἶναι ἡ ὥρα γι’ αὐτὸν τὸ θλιβερὸν ἐπίλογο. «Πόσοι μισθωτοὶ τοῦ Πατέρα μου ἔχουν περισσεύματα στὰ τρόφιμά τους κι ἐγὼ πεθαίνω τῆς πείνας. Ἀλλὰ θὰ σηκωθῶ, ἀπὸ τὴν πτώση δηλαδὴ τῆς ἁμαρτίας, καὶ θὰ πάω στὸν Πατέρα μου καὶ θὰ τοῦ πῶ Πατέρα, ἁμάρτησα μπροστὰ στὸν οὐρανό, ἐπειδὴ τὸν ἐγκατάλειψα καὶ προτίμησα τὴ σιχαμερὴ ἡδονὴ κι ἀπὸ τὴν πατρί΄δα μου τὸν οὐρανὸ πρόκρινα τὴ χώρα τοῦ λιμοῦ. Ἁμαρτάνει ἀπέναντι τοῦ χρυσοῦ κατὰ κάποιο τρόπο ὅποιος προτιμᾶ τὸ μολὺβι κι ἁμαρτάνει στὸν οὐρανό, ὅποιος προτιμήση τὴ γῆ. Ἀστοχεῖ πάντως ἀπὸ τὸ δρόμο ποὺ ὁδηγεῖ στὸν οὐρανό. Σημείωσε ὅτι ὅταν ἔκαμε τὴν ἁμαρτία, δὲν ἔνιωθε ὅτι βρισκόταν μπροστὰ στὸ Θεό, ὅταν ὅμως κάνη τὴν ἐξομολόγησή του, αἰσθάνεται ὅτι ἔχει ἁμαρτήση μπροστά του. Σηκώθηκε κι ἦρθε στὸν Πατέρα του. Δὲν πρέπει μόνο νὰ ἐπιθυμοῦμε, ὅ,τι ἀρέσει στὸ Θεὸ ἀλλὰ καὶ νὰ τὸ πράττωμε. Καὶ καθὼς εἶδες τὴ θερμὴ μετάνοια, κοίταξε καὶ τὴν εὐσπλχανία τοῦ Πατέρα του. Δὲν περίμενε τὸ γιὸ νὰ ἔρθη κοντά του. Τρέχει καὶ τὸν ἀγκαλιάζει. Ἔχοντας τὸ πατρικὸ φίλτρο, ἄν καὶ Θεός, μὲ ὅλο του τὸ εἶναι, ὁλόκληρο τὸν ἀγκαλιάζει, γιὰ νὰ τὸν σφιχτοπεριπλέξη ἀπὸ παντοῦ μὲ τὸν ἐαυτό του, ὅπως ἔχει λεχθῆ· «Καὶ θὰ σὲ περιντύση, ἡ δόαξα τοῦ Θεοῦ». Καὶ πρῶτα, ὅταν ὁ γιὸς ἀπομακρύνθηκε, ἦταν καιρὸς ν’ ἀπομακρυνθῆ κι ὁ Πατέρας ἀπὸ τὸ σφιχταγκάλιασμα. Ὅταν τὸν πλησίασε μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴν ἐπιστροφή του, ἦρθε ἡ ὧρα νὰ τὸν ἀγκαλιάση. Πέφτει λοιπὸν στὸν τράχηλό του, δείχνοντας στὸν παλαιὸ ἀποστάτη νὰ γίνη ὑπάκουος. Καὶ γιὰ νὰ ἐπιβεβαιώση τὴ συμφιλίωση τὸν καταφιλεῖ, ἐξαγνιζοντας πρῶτα τὸ στόμα τοῦ ἀκάθαρτου, καθὼς τὸ πρόθυρο τοῦ σπιτιοῦ κι ἔπειτα προχωρεῖ τὸν ἐξαγνισμὸ καὶ στὸν ἐσωτερικό του κόσμο.
Κι εἶπε στοὺς δούλους του ὁ Πατέρας. Φέρετε τὴν πρώτη στολή του καὶ ντύσετέ τον καὶ βάλτε του δαχτυλίδι στὸ χέρι καὶ στὰ πόδια του παπούτσια. Φέρετε καὶ τὸ μοσχάρι τὸ σιτευτὸ καὶ θυσιάστε τὸ κι ἄς φᾶμε κι ἄς εὐχαριστηθοῦμε, γιατὶ αὐτὸς ὁ γιός μου ἦταν νεκρὸς καὶ ξαναέζησε καὶ εἶχε χαθῆ καὶ βρέθηκε. Κι ἄρχισαν νὰ διασκεδάζουν». Δούλους μπορεῖς νὰ θεωρήσης ἤ τοὺς ἀγγέλους, τὰ λειτουργικὰ πνεύματα ποὺ ἀποστέλλονται στὴ διακονία τῆς σωτηρίας τῶν ἄξιων. Γιατὶ αὐτοὶ στολίζουν ὅποιον ἐπιστρέφει ἀπὸ τὴν κακια μὲ τὴν πρώτη στολή, τὴν παλατιά, ποὺ φορούσαμε πρὶν ἁμαρτήσωμε, τὸ ροῦχο τῆς ἀφθαρίας ἤ τὴν πολυτιμότερη ἀπ’ ὅλες τὶς ἄλλες, ποὺ εἶναι ἡ στολὴ του βαπτίσματος. Γιατὶ αὐτὴν πρώτη φορῶ κι αὐτῆ μοῦ σκεπάζει τὴν ἀσκήμια μου. Ἤ τοὺς ἀγγέλους λοιπὸν μπορεῖς νὰ θεωρήσης δούλους, ποὺ διακονοῦν σ’ ὅσα ἐμεῖς τελοῦμε καὶ μ’ ὅσα παίρνομε τὸν ἁγιασμό. Μπορεῖς νὰ θεωρήσης καὶ τοὺς ἱερεῖς, ποὺ καὶ μὲ τὸ βάπτισμα καὶ μὲ τὴν διδασκαλία ντύνουν ἐκεῖνον ποὺ ἐπιστρέφει καὶ τὸ Χριστό μᾶς φοροῦν σὰν πρώτη στολὴ – ὅσοι βαφτισήκαμε στ’ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, τὸ Χριστὸ ντυθήκαμε. Μᾶς δίνουν ἔπειτα δαχτυλίδι στὸ χέρι, τὴ σφραγίδα τοῦ χριστιανισμοῦ, ποὺ μὲ τὰ ἔργα μας ἐπήραμε, γιατὶ τὸ χέρι εἶναι τῆς πράξης σύμβολο καὶ τῆς σφραγίδας τὸ δαχτυλίδι. Ὅποιος λοιπὸν βαφτίζεται καὶ καθένας ποὺ ἐπιστρέφει ἀπὸ τὴν κακία χρεωστεῖ νὰ ἔχη πάνω στὸ χέρι του, δηλαδὴ πρακτικὴ δύναμη τὴ σφραγίδα καὶ τὸ γνώρισμα τοῦ Χριστιανοῦ, γιὰ νὰ μπορῆ νὰ δείχνη ὅτι κατὰ τὴν εἰκόνα τοῦ πλάστη του ἀνανεώθηκε. Μπορεῖς κι ἀλλιῶς νὰ θεωρήσης τὸ δαχτυλίδι, σὰν ἀρραβῶνα τοῦ Πνεύματος, ὅτι ὁ Θεὸς δίνει τὰ πιὸ τέλεια ἀγαθά, ὅταν εἶναι ἡ ὧρα τους. Ἀλλὰ τώρα σὰν ἐγγύηση μᾶς δίνει τὰ χαρίσματα ἐκεῖνα, σὰν ἀρραβῶνα τῶν μελλοντικῶν, σὲ ἄλλους θαυματουργικὴ ἱκανότητα, σὲ ἄλλους δύναμη διδασκαλίας, σὲ ἄλλους κάτι ἄλλο κι ἔπειται ἀπ’ αὐτὰ ἐλπίζομε θετικὰ καὶ τὰ πιὸ τέλεια. «’Υποδήματα στὰ πόδια του», γιὰ νὰ προφυλάγωνται ἀπὸ τοὺς σκορπιούς, τὰ ἁμαρτήματα ποὺ θεωροῦσαν μικρὰ καὶ κρυφά, ὅπως εἶπε ὁ Δαυΐδ ἀλλὰ θανατηφόρα και αὐτά. Ἀλλὰ βέβαια κι ἀπὸ τὰ φίδια, τὶς ἁμαρτίες ποὺ πιστεύεται ὅτι βλάπτουν φανερά. Καὶ μὲ ἄλλο νόημα, δίδονται παπούτσια σ’ αὐτὸν ποὺ ἀξιώθηκε τὴν πρώτη στολή, ἐπειδὴ ὁ Θεὸς τὸν ἑτοιμάζει γιὰ τὸ κήρυγμα καὶ τὴν ὠφέλεια τῶν ἄλλων. Ὁ χριστιανισμὸς εἶναι ὠφέλεια τοῦ διπλανοῦ του. Δὲν εἶναι ἄγνωστο ποιό εἶναι τὸ μοσχάρι τὸ σιτευτό, ποὺ θυσιάζεται καὶ τρώγεται. Χωρὶς ἀμφιβολία εἶναι ὁ ἀληθινὸς γιὸς τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ ἔγινε ἄνθρωπος κι ἔλαβε σάρκα ποὺ εἶναι ἄλογη καὶ κτηνώδης, μόλο ποὺ τὴν ἔχει γεμίσει μὲ τὶς δικές τους ἰδιότητες. Ἀπ’ αὐτὴ τὴν ἄποψη θεωρεῖται μοσχάρι, ἄπειρος ἀπὸ τὸ ζυγο τῆς ἁμαρτίας καὶ σιτευτό, ἐπειδὴ εἶχε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τοῦ κόσμου ὁριστῆ γι’ αὐτὸ τὸ μυστήριο. Καὶ θὰ φανῆ ἴσως ἀκομα πιὸ παράδοξο αὐτὸ ποὺ θὰ πῶ ἀλλὰ θὰ τὸ πῶ. Ὁ ἄρτος τῆς κονωνίας, ἐπειδὴ κατά τὸ φιανόμενο ἀποτελεῖται ἀπὸ σιτάρι, μπορεῖ νὰ λεχτῆ σιτευτός. Κατ’ ἄλλο νόημά του ὅμως ἐπειδὴ εἶναι σάρκα θὰ μποροῦσε νὰ λεχθῆ μοσχάρι. Ὁπότε μόσχος καὶ σιτευτὸς εἶναι τὸ ἴδιο. Καθένας λοιπὸν ποὺ βαπτίζεται καὶ γίνεται γιὸς τοῦ Θεοῦ ἤ καλύτερα ἀποκαθίσταται στὴ θέση τοῦ γιοῦ καὶ γενικὰ καθένας ποὺ καθαρίζεται ἀπὸ τὴν ἁμαρτία κοινωνεῖ αὐτὸ τὸ σιτευτὸ μοσχάρι καὶ γίνεται αἰτία χαρᾶς καὶ στὸν Πατέρα καὶ στοὺς δούλους του, ἀγγέλους καὶ ἱερεῖς, ἐπειδὴ ἐπέστρεψε ἀπὸ τὸ θάνατο στὴ ζωὴ καὶ ἀπὸ τὴν ἀπώλεια βρέθηκε. Ὅσο βρισκόταν μέσα στὴ κακία, ἦταν νεκρός, δὲν ὑπῆρχε γι’ αὐτὸν ἐλπίδα. Ὅσον εἶχε ἀνθρώπινη φύση τὴ μεταβλητή, ποὺ μπορεῖ ἀπὸ τὴν κακία νὰ μεταπέση στὴν ἀρετὴ, λέγεται ὅτι εἶχε χαθῆ. Αὐτὴ εἶναι μετριώτερη ἔκφραση ἀπὸ τὴν πρώτη.
Ὁ μεγάλος γιὸς ἦταν στὸ χωράφι. Στὸ γυρισμὸ καθὼς πλησιάζοντας στὸ σπίτι ἄκουσε τραγούδια καὶ χορούς, κάλεσε κάποιο παιδὶ ἀπὸ τοὺς ὑπηρέτες καὶ ρωτοῦσε τί γινόταν. Κι αὐτὸ τοῦ εἶπε ὅτι γύρισε ὁ ἀδελφός σου κι ὁ πατέρας σου ἔσφαξε τὸ σιτευτὸ μοσχάρι, ἐπειδὴ τοῦ ἦρθε γερός. Θύμωσε καὶ δὲν ἤθελε νὰ μπῆ. Βγῆκε ὁ Πατέρας καὶ τὸν παρακαλοῦσε κι ἐκεῖνος τοῦ εἶπε· Σκέψου πόσα χρόνια σὲ ὑπηρετῶ χωρὶς ποτὲ νὰ παρακούσω τὸ λόγο σου καὶ ποτὲ δὲ μοὔδωσες ἕνα ἐρίφι νὰ διασκεδάσω μὲ τοὺς φίλους μου. Ὅταν ὅμως ἦρθε τοῦτος ἐδῶ ὁ γιὸς του, ποὺ σπατάλησε τὴ περιουσία σου μὲ τὶς πόρνες, τοῦ ἔσφαξαν τὸ μοσχάρι τὸ σιτευτό. Καὶ τοῦ εἶπε· Παιδί μου, σὺ εἶσαι πάντα μαζί μου κι ὅλα τὰ δικά μου εἶναι δικά σου· ἔπρεπε ὅμως νὰ διασκεδάσης καὶ νὰ χαρῆς, γιατὶ ὁ ἀδελφός σου ἦταν νεκρὸς καὶ ξανάζησε κι εἶχε χαθῆ καὶ βρέθηκε». Ἐδῶ εἶναι πολυθρύλητο ζήτημα. Πῶς παρουσιάζεται φθονερὸς ὁ γιὸς ὁ ἐνάρεττος στὰ ἄλλα κι ὑπάκουος στὸν πατέρα του; Τοῦτο θὰ εὕρη τὴ λύση του, ἄν κανένας ἀναλογιστῆ, γιατὶ ἐλέχτηκε ἡ παραβολλή. Χωρὶς ἀμφιβολία, ἐπειδὴ οἱ καθαροὶ κι αὐτοδικαιολόγητοι Φαρισαῖοι διαμαρτύρονται, ποὺ ὁ Χριστὸς δεχόταν τὶς πόρνες καὶ τοὺς τελῶνες. Γι’ αὐτὸ ἡ παραβολὴ αὐτὴ μπῆε στὴ σειρὰ τῶν προηγουμένων της. Λέχτηκε λοιπόν, γιατὶ οἱ Φαρισαῖοι ἐγόγγυζαν, ἐπειδὴ ἦσαν, ὅπως ἐνόμιζαν, πιὸ δίκαιοι ἀπὸ τοὺς τελῶνες. Πρόσεξε ὅτι τὸ πρόσωπο τοῦ γιοῦ, ποὺ φαίνεται ὅτι γογγύζει, ἀντιπροσωπεύει ὅλους ἐκείνους ποὺ σκανδαλίζονται γιὰ τὴ γενικὴ εὐτυχία καὶ σωτηρία τῶν ἁματωλῶν. Τοῦτο ὅμως δὲν εἶναι φθόνος ἀλλὰ ξεχείλισμα τῆς φιλανθρωπίας τοῦ Θεοῦ, ποὺ δὲ γνωρίζομε τὸ λόγο της καὶ γι’ αὐτὸ γεννᾶ τὸ γογγυσμό. Μήπως κι ὁ Δαυΐδ δὲν παρουσιάζει κάποιον ποὺ σκανδαλίζεται γιὰ τὴν εἰρήνη τῶν ἁμαρτωλῶν; Τὸ ἴδιο καὶ ὁ Ἱερεμίας λέει· «Γιατὶ προχωρεῖ ὁ δρόμος τῶν ἀσεβῶν; Σὰ φυτὰ τούς ἐφύτευψες κι ἔκαμαν ρίζες». Αὐτὰ ὅλα εἶναι σημάδια τῆς αδύνατης καὶ φτωχῆς διάνοιας τῶν ἀνθρώπων, ποὺ ἀνάβει κι ἀπορεῖ γιὰ τὴν ἀνάξια τάχα εὐτυχία τῶν πονηρῶν. Μὲ τὴν παραβολὴ αὐτὴ ὁ Κύριος μιλάει κάπως ἔτσι στοὺς Φαρισαίους. Ἄς εἶναι. Σεῖς εἴστε δίκαιοι κατὰ τὸ παράδειγμα τοῦ γιοῦ ἐκείνου κι ἀρεστοὶ στὸν Πατέρα. Σᾶς παρακαλῶ, ἐσᾶς τοὺς δίκαιους καὶ καθαροὺς, νὰ μὴ γογγύζεται γιὰ τὴ χαρὰ ποὺ κάνομε γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ ἁμαρτωλοῦ, γιατὶ κι αὐτὸς εἶναι γιός. Δὲν ἐμφανίζεται λοιπὸν ἐδῶ φθόνος, ἀλλὰ διορθώνει ὀ Κύριος τὸ φρόνημα τῶν Φαρισαίων μὲ τὴν παραβολή, ὥστε ἄν αὐτοὶ εἶναι δίκαιοι κι ἔχουν ἐκτελέσει κάθε ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ, νὰ μὴ θυμώνουν γιὰ τὸ δέξιμο τῶν ἁμαρτωλῶν. Καὶ δὲν εἶναι παράδοξο ἄν θυμώνωμε γιὰ ὅσα νομίζομε πὼς γίνονται ἀνάξια. Εἶναι τόση ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ καὶ τόσο ἄφθονα μᾶς μεταδίδει τ’ ἀγαθά του, ὥστε μπορεῖ ἀπ’ αὐτὸ νὰ γεννηθῆ γογγυσμός. Τοῦτο τὸ λέμε στὶς καθημερινὲς συναναστροφές. Πολλὲς φορές, εὐεργετοῦμε κάποιον κι ὅταν μᾶς δείχνει ἀχαριστία τοῦ λέμε ὅτι μὲ κατηγοροῦν ὅλοι γιατὶ σοῦ ἔκαμα τόσες εὐεργεσίες. Μπορεῖ νᾶ μὴ μᾶς κατηγόρησε κανένας ἀλλὰ πλάθομε τὸ περιστατικό, ἐπειδὴ θέλομε νὰ παρουσιάσωμεν τὸ μέγεθος τῆς φιλανθρωπίας. Ἄς δοῦμε ὅμως ἰδιαίτερα καὶ κάπως περιληπτικὰ τὴν παραβολή. Ὁ μεγάλος γιὸς ἦταν στὸ χωράφι, σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο, καλλιεργῶντας τὴ γῆ του, δηλαδή τὴ σάρκα, γιὰ νὰ χορτάση ψωμί, νὰ σπείρη μὲ δάκρυα καὶ μὲ χαρὰ νὰ θερίση. Ὅταν ὅμως ἔμαθε ὅ,τι ἔγινε, δὲν ἤθελε νὰ πάρη μέρος στὴν κοινὴ χαρά. Κι ὁ φιλάνθρωπος πατέρας βγαίνει καὶ τὸν παρακαλεῖ καὶ τοῦ ἐπανλαμβάνει τὸ λόγο τῆς χαρᾶς, εἶναι τὸ ξαναζωντάνεμα ἑνὸς νεκροῦ. Αὐτὸ γιατὶ ἐκεῖνος δὲν ἐγνώριζε καὶ σκανδαλιζόταν καὶ τὸν κατηγοροῦσε ὅτι οὔτε ἕνα ἐρίφι δὲν τοῦ εἶχε δώσει, ἐνῶ στὸν ἄσωτο εἶχε σφάξει τὸ μοσχάρι τὸ σιτευτό. Καὶ τί θέλει νὰ φανερώση μὲ τὸ ἐρίφι; Κάθε ἐρίφι πηγαίνει μὲ τὴν κοινὴ καὶ ἁμαρτωλὴ μερίδα. Παρατηρεῖ λοιπὸν ὁ γιὸς ποὺ εὐαρέστησε τὸν πατέρα· Μὲ κάθε ταλαιπωρία περνοῦσα τὴ ζωή μου· μὲ καταδίωκαν, μὲ κακομεταχειρίζονταν, μὲ ἔθλιβαν οἱ ἁμαρτωλοὶ καὶ ποτὲ γιὰ χάρη μου δὲν ἔσφαξες οὔτε ἐσκότωσες ἕνα ἐρίφι, ἕναν ἁμαρτωλὸ δηλαδὴ ποὺ μὲ ἔθλιβε, γιὰ νὰ δοκιμάσω κι ἐγὼ μιὰ μικρὴ ἱκανοποίηση. Ἐρίφι ἦταν ὁ Ἀχαὰβ λόγου χάρη γιὰ τὸν Ἠλιοῦ. Καταδίωκε τὸν Ἠλιοῦ ἀλλὰ ὁ Κύριος δὲν παρέδωσε αὐτὸ τὸ ἐρίφι ἀμέσως στὴ σφαγή, γιὰ νὰ ξαποστάση μιὰ στιγμὴ ὁ Ἠλιοῦ καὶ ν’ ἀναπαυθῆ μὲ τοὺς φίλους του τοὺς προφῆτες. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀπευθύνεται στὸ Θεό· «Κύριε, σκότωσαν τοὺς προφῆτες σου καὶ ξεθεμέλιωσαν τὰ θυσιαστήριά σου». Ἐρίφι ἦταν ὁ Σαοὺλ γιὰ τὸν Δαυΐδ κι ὅλοι ποὺ τὸν συκοφαντοῦσαν. Τοὺς ἄφησε ὁ Κύριος νὰ τὸν πειράζουν καὶ δὲν τοὺς ἔσφαξε, γιὰ νὰ εὐχαριστηθῆ ὁ Δαυΐδ κι ἔλεγε ἐκεῖνος· «Ὡς πότε οἱ ἁμαρτωλοί θὰ καυχιοῦνται;» Ὅμοια μιλάει καὶ ὁ γιὸς τοῦ Εὑαγγελίου. Πάντα ἐκοπίαζα καὶ γιὰ καμμιὰ ἱκανοποίηση δὲ μ’ ἔκρινες ἄξιο, οὔτε κανένα ἀπ’ ὅσους μὲ ἔθλιβαν δὲν μου παρέδωσες γιὰ σφαγή, ἐνῶ τώρα χωρὶς κανένα κόπο ἀπὸ μέρος του σώζει τὸν ἄσωτο. Αὐτὸς εἶναι ἀποκλειστικὰ ὁ σκοπὸς τῆς παραβολῆς. Ἀφορᾶ τοὺς Φαρισαίους ποὺ γόγγυζαν γιὰ τοὺς ἁμαρτωλοὺς ποὺ δεχόταν ὁ Κύριος καὶ διδάσκει ἄν εἴμαστε δίκαιοι, νὰ μὴν ἀποδιώκωμε τοὺς ἁματωλοὺς μήτε νὰ γογγύζωμε, ὅταν γοὺς δέχεται ὁ Θεός. Μικρὸς γιὸς οἱ πόρνες κι οἱ τελῶνες· ὁ μεγαλύτερος, οἱ Φαρισαῖοι καὶ οἱ Γραμματεῖς ποὺ θεωροῦνταν καθ’ ὑπόθεση δίκαιοι, σὰ νὰ λέη ὁ Θεός. Ἄς ὑποθέσουμε ὅτι σεῖς εἴστε ἀληθηνὰ δίκαιοι καὶ δὲν ἔχετε παραβιάσει καμμιὰ ἐντολή μου· δὲν πρέπει λοιπὸν νὰ δέχεστε ὅσους ἐπιστρέφουν ἀπὸ τὴν ἁμαρτία; Αὐτοῦ τοῦ εἴδους τοὺς γογγυστὰς διδάσκει μὲ τὴ παραβολή. Δὲν μοῦ εἶναι ἄγνωστο ὅτι μερικοὶ ἀναφέρουν στοὺς ἀγγέλους τὸν μεγαλύτερο γιὸ καὶ τὸ μικρὸ στὴν ἀνθρώινη φύση, ποὺ ἀποστάτησε κατὰ τῆς ἐντολῆς ποὺ δόθηκε καὶ πέταξε τὸ χαλινό. Ἄλλοι βλέπουν τούς Ἰσραηλῖτες καὶ τοὺς εἰδωλολάτρες. Τὸ μόνο ἀληθινὸ εἶναι αὐτὸ ποὺ εἴπαμε, ὁ μεγάλος γιὸς ἀντιπροσωπεύει τοὺς δίκαιους καὶ ὁ μικρὸς ὅσους ἁμαρτάνουν καὶ ἐπιστρέφουν. Ἡ οἰκονομία ὁλόκληρη τῆς παραβολῆς ἔγινε γιὰ τοὺς Φαρισαίους· τοὺς διδάσκει ὁ Κύριος νὰ μὴ δυστροποῦν γιὰ τὸ δέξιμο τῶν ἁμαρτωλῶν κι ἄς ἦσαν αὐτοὶ δίκαιοι. Κανένας λοιπὸν ἄς μὴ δυστροπῆ μὲ τὶς ἀποφάσεις τοῦ Θεοῦ ἀλλὰ ἄς ἀνέχεται νὰ εὐτυχοῦν καὶ νὰ σώζωνται ὅσοι θεωροῦνται ἁμαρτωλοί. Πῶς ξαίρεις ἐσὺ ἄν δὲ μετανόησε κάποιος, ποὺ ἐσὺ νομίζεις ἁμαρτωλό, καὶ γι’ αὐτὸ ἔγινε δεκτός; Καὶ ποῦ γνωρίζεις ἄν ἔχη ἀρετὲς ἀφανέρωτες, ποὺ γιὰ χάρη τους τὸν βλέπει ὁ Θεὸς μὲ ἀγάπη;
Μητροπολίτου Τρίκκης καὶ Σταγῶν Διονυσίου
Πατερικὸν Κυριακοδρόμιον
Τόμος Δεύτερος
Ἀθῆναι 1969
σελ.130-141
3.
Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς: “Ομιλία στην παραβολή του Κυρίου περί του ασώτου”
«Θά γίνη κάποτε λιμός», είπε o προφήτης θρηνώντας την Ιερουσαλήμ, «ὄχι πεῖνα ἄρτου καί ὕδατος, αλλά πεῖνα για τόν λόγο τοῦ Κυρίου». Είναι δo ο λιμός στέρησις και συγχρόνως όρεξις της αναγκαίας τροφής. Υπάρχει όμως και κάτι χειρότερο και αθλιώτερο από αυτήν την πείνα· όταν δηλαδή κάποιος, ενώ στερείται τ’ αναγκαία για την σωτηρία, δεν έχει συναίσθησι της συμφοράς, επειδή δεν έχει όρεξι για τη σωτηρία.
Όποιος πεινά και δεν διαθέτει τ’ αναγκαία, τριγυρίζει αναζητώντας ένα κομμάτι ψωμιού οπουδήποτε· κι’ αν εύρει μουχλιασμένο ζυμάρι, ή του προσφέρει κάποιος άρτο από κεχρί ή από πίτουρα ή κάτι άλλο από τα ευτελέστατα είδη τροφής, χαίρεται τόσο πολύ, όσο επονούσε προηγουμένως που δεν εύρισκε.
Όποιος επίσης έχει πνευματική πείνα, δηλαδή στέρηση και συγχρόνως όρεξη για πνευματικές τροφές, τριγυρίζει αναζητώντας αυτόν που έχει από τον Θεό το χάρισμα της διδασκαλίας· κι’ αν εύρει, τρέφεται ευφρόσυνα με τον άρτο της ζωής της ψυχής, δηλαδή με τον σωτήριο λόγο, που όποιος τον αναζητεί έως το τέλος δεν πρόκειται να μη τον εύρει· «διότι όποιος αιτεί λαμβάνει και όποιος αναζητεί ευρίσκει, και στον κρούοντα θ’ ανοιγεί η θύρα», είπε ο Χριστός.
2. Υπάρχουν όμως μερικοί που με την πολυήμερη ατροφία κατά νουν έχασαν και την όρεξη τής τροφής· γι’ αυτό δεν αντιλαμβάνονται τη ζημία. Και αν έχουν τον διδάσκαλο, δυσανασχετούν ακόμη και στην ακρόαση της διδασκαλίας, ενώ αν δεν έχουν, δεν ζητούν τον διδάσκαλο, διάγοντας ζωή αμαρτωλότερη από τον άσωτο.
Διότι εκείνος, αν και με την απομάκρυνσή του εστερήθηκε του κοινού τροφέως και πατρός και κυρίου, περιέπεσε σε φοβερό λιμό και συναισθανόμενος την στέρηση μετενόησε και επανήλθε, επεζήτησε και επέτυχε την θεία και αθάνατη τροφή, και τόσο απήλαυσε δια της μετανοίας των χαρισμάτων του Πνεύματος, ώστε να προκαλέσει και τον φθόνο για τον πλούτο του.
3. Είναι όμως προτιμότερο να πάρωμε το θέμα από την αρχή, για να εξηγήσωμε προς την αγάπη σας την ευαγγελική αυτή παραβολή του Κυρίου, αφού και σήμερα είναι διατεταγμένο να διαβάζεται στην εκκλησία.
4. «Κάποιος άνθρωπος είχε δυό υιούς», λέγει. Ο Κύριος καλεί εδώ τον εαυτό του άνθρωπο παραβολικώς, κι’ αυτό δεν έχει τίποτε το παράξενο. Διότι, αν έγινε πραγματικά άνθρωπος για τη σωτηρία μας, τι το παράδοξο να προβάλλει τον εαυτό του ως ένα άνθρωπο για την ωφέλειά μας, αυτός που είναι πάντοτε κηδεμών και της ψυχής και του σώματός μας, ως κύριος και δημιουργός και των δύο, αυτός που είναι ο μόνος που έδειξε σε μας έργα υπερβολικής αγάπης και κηδεμονίας, και πριν ακόμη εμφανισθούμε;
5. Διότι πριν από μας μάς ετοίμασε αιώνια κληρονομία βασιλείας, όπως λέγει ο ίδιος, από καταβολής κόσμου. Πριν από εμάς για χάρη μας έπλασε τους αγγέλους για ν’ αποστέλλωνται ως διάκονοι, όπως λέγει ο Παύλος, στους μέλλοντας να κληρονομήσουν τη σωτηρία.
Πριν από εμάς για χάρη μας άπλωσε τον ουρανό σ’ όλον τον αισθητό τούτον κόσμο, σαν να έστησε κάποια κοινή και ομότιμη σκηνή σε όλους εμάς κατά την παροδική τούτη ζωή, τον ίδιο αεικίνητο καί πολυκίνητο και ακίνητο· ακίνητον, για να μη προκαλεί στους ενοικούντας φθορά με τις μεταπτώσεις του, πολυκίνητον, για να συγκρατείται στον χώρο του με τις αντίρροπες κινήσεις του, αεικίνητον δε καθ’ εαυτόν και περιφέροντα μαζί του ευτάκτως το πλήθος των άστρων, ώστε εμείς αφ’ ενός μεν να διδασκώμαστε το πρόσκαιρο της ζωής μας και ν’ απολαύωμε όλων των σωμάτων του, που φθάνουν επάνω από την κεφαλή μας, κάθε φορά άλλα.
Για μας πριν από εμάς κατασκεύασε τον μεγάλο φωστήρα για να κυριαρχεί στην ημέρα, και τον μικρό για να κυριαρχεί της νύκτας. Κι’ ετοποθέτησε αυτούς και τα άλλα άστρα στο στερέωμα, για να κινούνται με αυτό, συνυπάρχοντα και παραλλάσσοντα πολυειδώς, για να είναι σημάδια των καιρών και των χρόνων. Από αυτά κανένα δεν χρειάζεται ούτε η νοερά φύσις, που είναι υπεραι-σθητή, ούτε η φύσις των άλογων ζώων, που ζεί μόνο κατά αίσθηση. Για μας λοιπόν έγιναν, που με την αίσθησι μεν απολαύομε και τις άλλες δωρεές και το κάλλος των βλεπομένων, με τον νουν δε αντιλαμβανόμαστε τα σημεία αυτά.
6. Για μας πριν από εμάς εθεμελίωσε τη γη, άπλωσε τη θάλασσα, εξέχυσε αφθόνως επάνω από αυτά τον αέρα, κι’ επάνω από αυτόν παραπέρα άναψε πανσόφως την φύσι του πυρός, ώστε και το υπερβολικό ψύχος των κάτω να μετριάζει περιγυρίζοντας και να μένει στον τόπο του συγκρατώντας τα άπλωμά του. Αν δε και τα άλογα ζώα τα χρειάζονται αυτά για τη συντήρησή τους, αλλά κι’ αυτά εδημιουργήθηκαν πριν από μας για υπηρεσία προς τους ανθρώπους, όπως ψάλλει και ο προφήτης Δαβίδ.
7. Αυτόν λοιπόν τον σύμπαντα κόσμο παρήγαγε από το μηδέν ο πλάστης μας πριν από τη δική μας πλάση, για την σύσταση του σώματός μας. Για την βελτίωση δε των ηθών και την καθοδήγη-σι προς την αρετή τι δεν έκαμε ο φιλάγαθος δεσπότης; Τον ίδιον αυτόν αισθητό κόσμο επεξεργάσθηκε σαν κάτοπτρο των υπερκοσμίων, ώστε δια της πνευματικής θεωρίας γύρω από αυτόν, σαν δια μέσου μιας θαυμασίας κλίμακος, να φθάνωμε προς εκείνα.
Ενέβαλε μέσα μας έμφυτο νόμο, σαν απαρέγκλιτη στάθμη, ανεξαπάτητο κριτή και αδιάψευστο διδάσκαλο, την ατομική στον καθένα συνείδηση. Έτσι, αν είμαστε με την διάνοια συγκεντρωμένοι στον εαυτό μας, δεν θα χρειασθούμε άλλον διδάσκαλο για την κατανόηση του αγαθού· αν με την αίσθηση διαπορθμεύσωμε καλώς τον νου προς τα έξω, τα αόρατα του Θεού καθορώνται νοούμενα δια των ποιημάτων, λέγει ο απόστολος.
8. Αφού λοιπόν δια της φύσεως και της κτίσεως άνοιξε το διδασκαλείο των αρετών, ο ίδιος ετοποθέτησε αγγέλους ως φύλακες, ανύψωσε πατέρες και προφήτες προς καθοδήγηση, έδειξε σημεία και τέρατα οδηγούντα προς την πίστη, μας έδωσε τον γραπτό νόμο, βοηθητικό στο νόμο της λογικής μας φύσεως και στη διδασκαλία από την κτίση.
Τέλος, επειδή τα περιφρονήσαμε όλα (ω, τι ραθυμία δική μας και τι μακροθυμία και έγνοια του υπερβολικά αγαπώντος εμάς!), μας έδωσε τον εαυτό του για χάρη μας, και, κενώνοντας τον πλούτο της θεότητος στο έσχατο κατάντημά μας επήρε την φύση μας και, γενόμενος άνθρωπος σαν εμάς, διετέλεσε διδάσκαλος μας.
Αυτός μας διδάσκει για το μέγεθος της φιλανθρωπίας του, επιδεικνύοντάς την με έργο και λόγο, συγχρόνως δε οδηγεί σε μίμηση της συμπαθείας του, ενώ αποτρέπει από την σκληροκαρδία τους οπαδούς του.
9. Επειδή δε η αγάπη γεννάται και μέσα στους επιμελητάς των πραγμάτων, όπως και στους ποιμένες των προβάτων, ενυπάρχει δε και στους κυρίους των κτημάτων, όχι όμως τόσο όσο στους συνδεόμενους με αίμα και συγγένεια, και από αυτούς πάλι περισσότερο στους πατέρες προς τα παιδιά τους, από αυτούς προσφέρει ένδειξη της φιλανθρωπίας του, λέγοντας τον εαυτό του άνθρωπο και πατέρα όλων μας· επειδή αφ’ ενός μεν για μας έγινε πραγματικά άνθρωπος, αφ’ ετέρου δε μας αναγέννησε δια του θείου βαπτίσματος και της σ’ αυτό χάριτος του θείου Πνεύματος.
10. «Κάποιος άνθρωπος λοιπόν», λέγει,«είχε δυό υιούς». Διότι η διαφορά της γνώμης εχώρισε σε δύο την μία φύση και η διάκρισις μεταξύ αρετής καί κακίας συνήγαγε τους πολλούς σε δύο. Κι’ εμείς εξ άλλου μερικές φορές λέγομε διπλόν τον ένα κατά την υπόσταση, όταν έχει την διπλότητα του ήθους, και λέγομε επίσης τους πολλούς ένα, όταν συμφωνούν μεταξύ τους. «Προσελθών λοιπόν ο νεώτερος υιός είπε στον πατέρα»»· ευλόγως παρουσιάζεται νεώτερος· διότι προβάλλει αίτημα παιδαριώδες και γεμάτο αφροσύνη.
Και η αμαρτία δε, την οποία είχε στο νου του σχεδιάζοντας την αποστασία, είναι νεωτέρα, εφ’ όσον είναι υστερογενές εύρημα της κακής προαιρέσεώς μας· η δε αρετή είναι πρωτογενής, αφού στον Θεό μεν ήταν αϊδίως, στην ψυχή μας δε εμβλήθηκε από την αρχή από τον Θεό κατά χάρη.
11. Προσήλθε δε, λέγει, ο νεώτερος υιός και είπε στον πατέρα· «δος μου το ανάλογο μέρος της περιουσίας». Ω, ποια αφροσύνη! Δεν εγονάτισε, δεν ικέτευσε, αλλ’ απλώς είπε· και όχι μόνο αυτό, αλλ’ απαιτεί το μερίδιο και ως οφειλή από εκείνον που δίδει σε όλους κατά χάριν. Δος μου το ανάλογο μέρος της περιουσίας, που μου ανήκει κατά το νόμο, την μερίδα μου σύμφωνα με το δίκαιο. Και ποιος νόμος υπάρχει και από που προέρχεται αυτό το δίκαιο, να είναι οι πατέρες οφειλέτες στα παιδιά; Το αντίθετο μάλιστα συμβαίνει· τα παιδιά οφείλουν στους πατέρες, όπως η ίδια η φύσις δεικνύει, αφού έλαβαν από εκείνους την ύπαρξη. Αλλ’ είναι και αυτό δείγμα του νεωτερικού φρονήματος.
12. Τι κάμνει λοιπόν αυτός που βρέχει σε δικαίους και αδίκους, που ανατέλλει τον ήλιο σε πονηρούς και αγαθούς; Τους διεμοίρασε την περιουσία, λέγει. Βλέπεις ότι αυτός ο «άνθρωπος» και πατέρας είναι ανενδεής; Αλλιώς δεν θα εμοίραζε την περιουσία στους δυό μόνους ούτε σε δυο μερίδια μόνο, αλλά θα εκρατούσε και για τον εαυτό του μια τρίτη μερίδα. Αυτός όμως, ως Θεός, όπως λέγει και ο προφήτης Δαβίδ, μη έχοντας ανάγκη των αγαθών του είδους αυτού, εμοίρασε, λέγει στα δυο αυτά παιδιά μόνο την περιουσία, δηλαδή τον κόσμο όλον.
Διότι, όπως διαιρείται η μια φύσις λόγω της διαφορετικής γνώμης, έτσι διαιρείται και ο ένας κόσμος λόγω της διαφορετικής χρήσεως. Πραγματικά ο ένας λέγει προς τον Θεό, «όλη την ημέρα άπλωσα προς σε τα χέρια μου», και «σε ύμνησα επτά φορές την ημέρα», και «το μεσονύκτιο εξυπνούσα», και «έκραξα πάρωρα», και «ήλπισα στα λόγια σου», και «τα πρωινά εφόνευσα όλους τους αμαρτωλούς της γης», δηλαδή απέκοψα τις ορμές της σαρκός που κινούνται προς ηδυπάθεια· ο άλλος περνά τις ημέρες του στο κρασί και κυττάζει που γίνεται πότος, διέρχεται τις νύκτες με άσεμνες και άθεσμες πράξεις, και σπεύδει σε κρυφές δολοπλοκίες ή φανερές επιβουλές, σε αρπαγές χρημάτων και πονηρά σχέδια.
Άρα δεν εμοίρασαν αυτοί την μια νύκτα και τον ένα ήλιο, και πριν από αυτά την ίδια τη φύση, αφού την κατεχράσθηκαν χωρίς συμφωνία μεταξύ τους; Ο δε Θεός διέθεσε όλη την κτίση αδιαιρέτως σε όλους, προθέτοντάς την σε χρήση κατά την βούληση του καθενός.
13. «Κι έπειτα από όχι πολλές ημέρες», λέγει, «αφού τα συγκέντρωσε όλα ο νεώτερος υιός, μετανάστευσε σε μακρινή χώρα». Πώς δεν μετανάστευσε αμέσως, αλλά έπειτα από όχι πολλές, δηλαδή μετά από λίγες ημέρες; Ο πονηρός υποβολεύς Διάβολος δεν υποβάλλει ταυτοχρόνως και την ιδιορρυθμία και την αμαρτία, αλλά με πανουργία υποκλέπτει βαθμιαίως την διάθεση, λέγοντάς μας ψιθυριστά· και συ ζώντας μόνος σου, χωρίς να παρακολουθείς την Εκκλησία του Θεού ούτε να προσέχεις τον διδάσκαλο της Εκκλησίας, μπορείς ν’ αντιληφθείς το καθήκον και μόνος σου και να μη απομακρύνεσαι από το αγαθό.
Όταν δε αποσπάσει κάποιον από την ιερά υμνωδία και από την υπακοή προς τους ιερούς διδασκάλους, τον απομακρύνει και από τη θεία επίβλεψη, παραδίνοντάς τον στα πονηρά έργα. Διότι ο Θεός ευρίσκεται παντού· ένα είναι που ευρίσκεται μακριά από τον Θεό, το κακό, στο οποίο φθάνοντας δια της αμαρτίας αποδημούμε μακριά από τον Θεό. Όπως λέγει ο Δαβίδ προς τον Θεό, «δεν θα διαμείνουν παράνομοι απέναντι στους οφθαλμούς σου».
14. Αφού λοιπόν, λέγει, ο νεώτερος υιός απομακρύνθηκε με αυτόν τον τρόπο και απεδήμησε σε μακρινή χώρα «εκεί διεσκόρπισε την περιουσία του ζώντας ασώτως». Πώς όμως διεσκόρπισε την περιουσία του; Υπεράνω όλων ουσία και περιουσία μας είναι ο έμφυτος νους μας.
Έως ότου λοιπόν εμμένομε στους τρόπους της σωτηρίας, τον έχομε συνηγμένο στον εαυτό του και στον πρώτο και ανώτατο νου, τον Θεό· όταν όμως ανοίξωμε θύρα στα πάθη, αμέσως σκορπίζεται, περιπλανώμενος διαρκώς γύρω στα σαρκικά και τα γήινα, πρός τις πολύμορφες ηδονές και τους εμπαθείς λογισμούς γι’ αυτές.
Του νου πλούτος είναι η φρόνησις, που παραμένει σ’ αυτόν και διακρίνει το καλύτερο από το χειρότερο, όσον καιρό κι αυτός παραμένει πειθαρχικός στις εντολές και συμβουλές του ανωτάτου Πατρός· όταν όμως αφηνιάσει αυτός, κι η φρόνησις σκορπίζεται σε πορνεία και αφροσύνη, μοιραζόμενη τις κακίες των δύο μερών.
15. Θα ιδείς τούτο και σε όλες τις αρετές και δυνάμεις μας, που είναι πραγματικά πλούτος μας, ο οποίος, αφού η κακία είναι πολυσχεδής, όταν κλίνη προς αυτήν, σκορπίζεται. Διότι ο ίδιος ο νους στρέφει την επιθυμία προς τον ένα και πραγματικά όντως Θεό, τον μόνον αγαθό, τον μόνον εφετό, τον μόνον παρέχοντα την ηδονή απηλλαγμένη από κάθε οδύνη.
Όταν όμως ο νους αποχαυνωθεί, η δύναμις της ψυχής προς την όντως αγάπη εκπίπτει από το όντως ορεκτό και, διασπωμένη προς τις ποικίλες ορέξεις της ηδυπαθείας, σκορπίζεται, ελκυσμένη από το ένα μέρος προς την επιθυμία τροφών μη αναγκαίων, από το άλλο προς την επιθυμία πραγμάτων αχρήστων, και από το τρίτο προς την επιθυμία της κενής και άδοξης δόξας.
Κι έτσι κατακερματιζόμενος ο άθλιος άνθρωπος και συρόμενος από τις ποικίλες γι’ αυτά φροντίδες, ούτε τον ήλιο ακόμη τον ίδιο ούτε τον αέρα, τον κοινό σε όλους πλούτο, δεν μπορεί να αναπνεύσει και να θεωρήσει ευχάριστα.
16. Αυτός ο ίδιος ο νους μας, αν δεν απομακρυνθεί από τον Θεό, διεγείρει τον θυμό που έχομε μέσα μας εναντίον μόνου του Διαβόλου και χρησιμοποιεί την ανδρεία της ψυχής κατά των πονηρών παθών, κατά των αρχόντων του σκότους, κατά των πνευμάτων της πονηρίας.
Αν όμως δεν προσηλωθεί στις θείες εντολές του Κυρίου που τον εστρατολόγησε, μάχεται προς τους πλησίον του, μαίνεται κατά των ομοφύλων, αποθηριώνεται εναντίον εκείνων που δεν συναινούν στις παράλογες ορέξεις του και γίνεται, φευ, ανθρωποκτόνος άνθρωπος, (ομοιωμένος όχι μόνο με τα κτήνη τα άλογα, αλλά και με τα ερπετά και με τα ιοβόλα ζώα, γινόμενος σκορπιός, όφις, γέννημα εχιδνών, αυτός που ωρίσθηκε να είναι στην τάξη των υιών του Θεού.
Είδες πώς διεσκόρπισε κι έχασε την περιουσία του; «Αφού τα εδαπάνησε όλα ο νεώτερος υιός, άρχισε να στερείται και έπεσε σε πείνα». Αλλά δεν εσκεπτόταν ακόμη να επιστρέψει, διότι ήταν άσωτος. Γι’ αυτό, «επήγε και προσκολλήθηκε σ’ ένα από τους πολίτες της χώρας εκείνης και εκείνος τον έστειλε στο αγρόκτημα να βόσκει χοίρους».
17. Ποιοι δε είναι οι πολίτες και πολιτάρχες της χώρας που είναι μακριά από τον Θεό; Φυσικά οι δαίμονες, από τους οποίους ο υιός του ουρανίου Πατρός κατέστη πορνοβοσκός και αρχιτελώνης και αρχιληστής και στασιάρχης. Διότι ο χοιρώδης βίος λόγω της άκρας ακαθαρσίας του υπονοεί κάθε πάθος, χοίροι δε είναι όσοι κυλίονται στον βόρβορο των παθών τούτων. Όταν εκείνος έγινε προϊστάμενος τούτων, ως πρώτος από όλους αυτούς στην ηδυπάθεια, δεν μπορούσε να χορτάσει από τα ξυλοκέρατα που έτρωγαν οι χοίροι, δηλαδή δεν ήταν δυνατό να λάβει κορεσμό της επιθυμίας του.
18. Πώς όμως δεν αρκεί η φύσις του σώματος να εξυπηρετήσει τις ορμές του ακολάστου; Ο χρυσός ή ο άργυρος, όταν περιέλθη στον φιλόχρυσο και φιλάργυρο, αυξάνει την στέρηση και όσο περισσότερος εισρεύσει, τόσο μεγαλύτερη επιθυμία προκαλεί· μόλις θ’ αρκέσει σ’ έναν πλεονέκτη και φίλαρχο όλος ο κόσμος, ίσως δε ούτε αυτός.
Επειδή λοιπόν αυτοί μεν είναι πολλοί, ο κόσμος δε ένας, πώς τότε θα μπορέσει κανείς από αυτούς να εύρει κόρο της επιθυμίας του; Έτσι λοιπόν και εκείνος ο αποστάτης από τον Θεό δεν μπορούσε να χορτασθεί. Διότι άλλωστε, λέγει, δεν του προσέφερε κανείς τόν κόρο. Ποιος θα του τον προσέφερε; Ο Θεός απουσίαζε, με του οποίου και τη θέα μόνο προκαλείται αβάρετος κόρος στον βλέποντα, σύμφωνα με εκείνον που είπε, «θα χορτάσω μόλις θεαθεί από εμένα η δόξα σου».
Ο Διάβολος δεν θέλει να προσφέρει κόρο των αισχρών επιθυμιών, επειδή εκ φύσεως ο κόρος στα τρεπτά πράγματα προκαλεί μεταβολή της σχέσεως προς αυτά. Ευλόγως λοιπόν κανένας δεν του έδιδε τον κόρο.
19. Μόλις πάντως κάποτε εκείνος ο αποστάτης από τον πατέρα ήλθε στα λογικά του και αντιλήφθηκε σε ποιο κατάντημα έφθασε, έκλαυσε τον εαυτό του λέγοντας· «πόσοι μισθωτοί του πατρός μου έχουν αφθονία άρτων, ενώ εγώ χάνομαι από την πείνα!». Ποιοι είναι οι μισθωτοί; Εκείνοι που δια των ιδρώτων της μετανοίας και της ταπεινώσεως παίρνουν σαν μισθό τη σωτηρία. Υιοί δε είναι εκείνοι που λόγω της αγάπης προς αυτόν υποτάσσονται στις εντολές του, όπως είπε και ο Κύριος, «όποιος με αγαπά, θα τηρήσει τις εντολές μου».
20. Έτσι λοιπόν ο νεώτερος υιός αφού απέπεσε από την υιοθεσία και εξέπεσε από την ιερά πατρίδα και περιέπεσε σε πείνα, αντιλαμβάνεται τη θλιβερή κατάστασή του και ταπεινώνεται και μετανοεί λέγοντας «θα σηκωθώ να υπάγω και να γονατίσω στον πατέρα μου και θα του ειπώ, πατέρα, αμάρτησα στον ουρανό και σε σένα».
Καλώς λοιπόν στην αρχή ελέγαμε ότι αυτός ο πατέρας είναι ο Θεός· διότι πώς θα αμάρτανε στον ουρανό ο νέος που απεστάτησε από τον πατέρα, αν ο πατέρας δεν ήταν ουράνιος; «Αμάρτησα λοιπόν», λέγει, «στον ουρανό», δηλαδή στους αγίους που ευρίσκονται στον ουρανό και είναι πολίτες του ουρανού, «και σε σένα», που κατοικείς μαζί με τους αγίους σου στους ουρανούς. «Και δεν είμαι πλέον άξιος να ονομάζωμαι υιός σου· κάμε με σαν ένα από τους μισθωτούς σου».
Καλώς λέγει, σωφρονισμένος από την τωρινή του ταπείνωση, «κάμε με»· διότι δεν λαμβάνει κανείς από τον εαυτό του τους βαθμούς της αρετής, αν και επίσης δεν τους λαμβάνει χωρίς την προαίρεσή του. «Αφού λοιπόν εσηκώθηκε, ήλθε στον πατέρα του. Ενώ δε απείχε ακόμη πολύ».
Πώς και ήλθε και συγχρόνως απείχε πολύ, γι’ αυτό και ο πατέρας του τον ευσπλαγχνίσθηκε και εξήλθε προς συνάντησή του; Ο άνθρωπος που μετανοεί με την ψυχή του δια μεν της αγαθής προθέσεως και της αποχής από την αμαρτία φθάνει προς τον Θεό· από την κακή όμως συνήθεια και τις προλήψεις τυραννούμενος νοερώς, απέχει ακόμη πολύ από τον Θεό, και αν πρόκειται να σωθεί, χρειάζεται μεγάλη από άνω ευσπλαγχνία και βοήθεια. ============
21. Γι’ αυτό και ο πατέρας των οικτιρμών συγκαταβαίνοντας τον προϋπάντησε, τον αγκάλιασε και τον κατεφίλησε, παρήγγειλε δε στους δούλους του, δηλαδή στους ιερείς, να τον ενδύσουν την πρώτη στολή, δηλαδή την υιοθεσία, την οποία και πρωτύτερα είχε φορέσει δια του αγίου βαπτίσματος, και να του βάλουν δακτυλίδι στο χέρι του, δηλαδή στο πρακτικό μέρος της ψυχής που δηλώνεται με το χέρι, να τοποθετήσουν σφραγίδα θεωρητικής αρετής, ως αρραβώνα της μελλοντικής κληρονομιάς, αλλά και υποδήματα στα πόδια, θεία δηλαδή φρουρά και ασφάλεια που θα τον ενδυναμώνει να πατεί επάνω σε όφεις και σκορπιούς κι επάνω σε όλη τη δύναμη του εχθρού.
Έπειτα παραγγέλλει να φέρουν και σφάξουν ένα σιτευτό μόσχο και να τον παραθέσουν σε τραπέζι. Ο δε μόσχος είναι ο ίδιος ο Κύριος, ο οποίος εξέρχεται μεν από τα κρύφια της θεότητος και από τον θρόνο που ευρίσκεται υπεράνω του παντός και όταν εφάνηκε σαν άνθρωπος επάνω στη γη θυσιάζεται ως μόσχος για χάρη ημών των αμαρτωλών και ως σιτευτός, δηλαδή ως άρτος, παρατίθεται σε μας προς βρώσιν.
22. Κάμνει δε κοινή την μ’ αυτή την ευκαιρία ευφροσύνη και ευωχία ο Θεός με τους αγίους του, αναλαμβάνοντας από άκρα φιλανθρωπία τις συνήθειές μας και λέγοντας· «έλθετε να φάγωμε κι ευφρανθούμε». Αλλά ο πρεσβύτερος υιός οργίζεται. Πρέπει να υπονοείς, παρακαλώ, πάλι τους Ιουδαίους που οργίζονται γι’ αυτήν την πρόσκλησι, τους Γραμματείς και Φαρισαίους που σκανδαλίζονται, διότι ο Κύριος υποδέχεται αμαρτωλούς καί συνεσθίει με αυτούς.
Εάν δε θέλεις να εννοήσεις τούτο και επί των δικαίων, τι παράδοξο είναι, αν και ο δίκαιος αγνοεί τον ανώτερο κάθε συλλήψεως πλούτο της χρηστότητος του Θεού; Γι’ αυτό και παρηγορείται από τον κοινό πατέρα και διδάσκεται τα κατάλληλα από αυτόν με τα λόγια, «εσύ είσαι πάντοτε μαζί μου», μετέχοντας στην αναλλοίωτη ευφροσύνη· «έπρεπε λοιπόν να ευχαριστηθείς και να χαρείς διότι αυτός ο αδελφός σου ήταν νεκρός και ανέζησε, ήταν χαμένος και ευρέθηκε».
Ήταν νεκρός από την αμαρτία και ανέζησε με την μετάνοια, ήταν δε και χαμένος, αφού δεν ήταν μαζί με τον Θεό. Αφού λοιπόν ευρέθηκε, γεμίζει τον ουρανό με χαρά, όπως έχει γραφεί, «χαρά γίνεται στον ουρανό για έναν αμαρτωλό που μετανοεί».
23. Τι δε είναι αυτό για το οποίο λυπείται ο πρεσβύτερος υιός; «Ότι εμένα», λέγει, «δεν μου έδωσες ποτέ ένα κατσίκι, για να διασκεδάσω με τους φίλους μου, όταν δε ήλθε αυτός ο υιός σου, που κατέφαγε την περιουσία σου με τις πόρνες, του έσφαξες τον μόσχο τον σιτευτό». Τόσο εξαίρετα είναι τα προς εμάς χαρίσματα του Θεού, ώστε και οι άγγελοι επεθύμησαν να κυττάξουν τα χαρισθέντα σ’ εμάς δια της ενανθρωπήσεώς του, όπως λέγει ο κορυφαίος των αποστόλων Πέτρος.
Αλλά και οι δίκαιοι επεθύμησαν να έλθει γι’ αυτά ο Χριστός και πριν από την ώρα του ακόμη, όπως και ο Αβραάμ επεθύμησε να ιδεί την ημέρα του. Αυτός βέβαια τότε δεν ήλθε, και όταν ήλθε, δεν ήλθε να καλέσει δικαίους αλλά αμαρτωλούς σε μετάνοια, και κυρίως υπέρ αυτών σταυρώνεται αυτός που απαλείφει την αμαρτία του κόσμου· διότι υπερεπερίσσευσε η χάρις, όπου επλεόνασε η αμαρτία.
24. Ότι δε δεν δίδει ούτε ένα κατσίκι στους δικαίους, όταν ζητούν, δηλαδή ούτε ένα αμαρτωλό, γίνεται σ’ εμάς σαφές και από άλλα πολλά και ιδιαιτέρως από την οπτασία του ιερού και μακαρίου Κάρπου. Διότι αυτός όχι μόνο δεν εισακούσθηκε όταν καταράσθηκε μερικούς πονηρούς άνδρες και έλεγε ότι δεν είναι δίκαιο να ζουν άνδρες άθεοι που διαστρέφουν τους ευθείς δρόμους του Κυρίου, αλλά εδοκίμασε και την θεία αγανάκτησι και άκουσε φρικώδεις λόγους που ωδηγούσαν στην επίγνωση της αρρήτου και υπέρ νουν θείας ανοχής και έπειθαν όχι μόνο να μη καταράται, αλλά και να εύχεται υπέρ αυτών που ζουν στην πονηρία, διότι ο Θεός παρέχει σ’ εκείνους ακόμη προθεσμία μετανοίας. Για να δείξει λοιπόν τούτο ο Θεός των μετανοούντων, ο εύσπλαγχνος πατήρ, και για να παραστήσει επί πλέον ότι δίδει μεγάλα καί επίφθονα δώρα στους επιστρέφοντας με μετάνοια, συνέθεσε με αυτόν τον τρόπο την παραβολή.
25. Ας επιληφθούμε λοιπόν κι εμείς, αδελφοί, της μετανοίας με έργα, ας εγκαταλείψωμε τον πονηρό και τα βοσκήματά του· ας μείνωμε μακριά από τους χοίρους και από τα ξυλοκέρατα που τους τρέφουν, δηλαδή από τα βδελυρά πάθη και τους προσκολλημένους σ’ αυτά· ας σταθούμε μακριά από την πονηρά νομή, δηλαδή την κακή συνήθεια ας αποφύγωμε την χώρα των παθών, δηλαδή την απιστία και απληστία και ακρασία, όπου συμβαίνει φοβερός λιμός αγαθών και επέρχονται πάθη χειρότερα από τον λιμό· ας τρέξωμε προς τον Πατέρα της αφθαρσίας, τον δότη της ζωής, βαδίζοντας την οδό της ζωής δια των αρετών.
Εκεί θα τον εύρωμε να έχει εξέλθει από φιλανθρωπία για προϋπάντηση και να μας χαρίζει την άφεσι των αμαρτιών μας, το σύμβολο της αφθαρσίας, τον αρραβώνα της μελλοντικής κληρονομίας. Και ο άσωτος υιός άλλωστε, όπως εδιδαχθήκαμε από τον Σωτήρα, όσον καιρό ευρισκόταν στη χώρα των παθών, αν και εσκεπτόταν και έλεγε τα λόγια της μετανοίας, δεν επέτυχε τίποτε το καλό, έως ότου αφήνοντας όλα εκείνα τα έργα της αμαρτίας ήλθε τρέχοντας προς τον πατέρα κι αφού επέτυχε τα ανέλπιστα, έμεινε οπωσδήποτε στο εξής πλησίον του με ταπείνωση, σωφρονώντας, δικαιοπραγώντας καί διατηρώντας ακέραια την ανανεωμένη από τον Θεό χάρη.
26. Αυτήν τη χάρη είθε να την επιτύχωμε όλοι μας και να την διατηρήσωμε αμείωτη, ώστε και στον μέλλοντα αιώνα να συνευφρανθούμε με τον σεσωσμένο άσωτο στην άνω Ιερουσαλήμ, την μητέρα των ζώντων, την Εκκλησία των πρωτοτόκων, εν Χριστώ τω Κυρίω ημών, στον οποίο πρέπει δόξα στους αιώνες. Γένοιτο.
4.
Γεννάδιος Κων/πολεως: “Ομιλία εις την παραβολήν του Ασώτου και περί μετανοίας”
Ο γογγυσμός των Φαρισαίων και των Γραμματέων για την επιείκεια προς τους τελώνες, οι οποίοι πρώτοι άρχισαν να πλησιάζουν τον Κύριόν μας με ευλάβεια και να απολαμβάνουν την διδασκαλία του, τους ιδίους τους αμαρτωλούς και τους τελώνες δεν τους ημπόδισε να προχωρήσουν στο συμφέρον τους, ούτε τους απεμάκρυνε από την τόσο καλή και ευτυχή εκείνην προσέγγιση. τους ωφέλησε μάλιστα, δίδοντάς τους αρκετές εγγυήσεις για την φιλανθρωπία με την οποίαν αντιμετωπίζει ο Θεός αυτούς που μετανοούν και επιστρέφουν σ’ αυτόν από τις πονηρίες τους·
παρεκίνησε δε και τον Κύριόν μας να παρηγορήση με μεγαλύτερον και πιο έντονον ζήλον εμάς, χάριν των οποίων εδιηγήθη και αυτές τις παραβολές. Διότι όχι μόνον τους τότε παρόντες αμαρτωλούς και τελώνες, αλλά βεβαίως και εμάς και ολους αυτούς που από τότε μέχρι τώρα προσέχουν με πίστη στους θείους του λόγους και θα προσέχουν μέχρι την συντέλεια, μας ψυχαγωγεί θαυμάσια με τις ελπίδες της φιλανθρωπίας του, αρκεί να προτιμήσωμε την δια της μετανοίας επιστροφή με κάθε δυνατόν τρόπο.
Και οι μεν «άγγελοι χαίρουσι επί ενί αμαρτωλώ μετανοούντι», όπως μας λέγει ο Δεσπότης, ο ιδικός μας και των αγγέλων. Οι δε Φαρισαίοι περιγελούσαν τον θείον λόγον, είχαν υποδουλωθή στην οίηση και την φιλαργυρία, και ήσαν συνηθισμένοι να οδηγούν μαζί τους στην απώλεια και στην διαφθοράν όσους εξηπατούντο από αυτούς, και τους έδιδαν προσοχή νομίζοντας ότι έχουν την δυνατότητα να ωφελήσουν και να σώσουν.
Και αφού ούτε επείθοντο στον Δεσπότη μας, αλλά με κάθε τρόπο τον επηρέαζαν φανερά και του έστηναν ενέδρες, ούτε ήθελαν να προσέξουν στα γεγονότα από τα οποία κάθε ημέρα κηρύττεται φανερά η φιλανθρωπία του Θεού, έπρεπε τουλάχιστον να πιστεύουν στα βιβλία των οποίων εθεωρούντο ερμηνευταί προς τους άλλους.
Μέσα σε αυτά όλες σχεδόν οι υποθέσεις δεικνύουν την συμπάθεια και τον οίκτο του Θεού προς εκείνους που μετανοούν, και την σφοδροτάτην ποινήν εναντίον αυτών που αμαρτάνουν αμετανόητα. Και από μύρια παραδείγματα αυτής της ουρανίου φιλανθρωπίας ήταν γεμάτος ο πριν από την θείαν οικονομία χρόνος, σαν από προδρόμους και προοίμια της μετά ταύτα σαφεστέρας και μεγαλυτέρας συμπαθείας που έδειξε.
Αλλά τώρα εμείς αφήνοντας την άλλη διδασκαλία του Σωτήρος, θα μιλήσωμε μόνο για την παραβολήν των δύο υιών, την οποία θα ακούσωμε σήμερα να διαβάζεται. Ήδη ο παραβολικός λόγος που χρησιμοποιούσε η θεία εύνοια προς χάριν των αμαρτωλών, και αφορούσε τους Γραμματείς και τους Φαρισαίους, είχεν εξαπλωθεί αρκετά, ανεφέρετο δε στο ότι απιστούσαν ακόμη και στα αυτονόητα, κλείνοντας επιμόνως τους οφθαλμούς των, ή και βλέποντας προσποιούντο ότι δεν βλέπουν.
Εδικαίωναν τους εαυτούς των ενώπιον των ανθρώπων χωρίς να εντρέπωνται Εκείνον που γνωρίζει τα πάντα, και εγίνοντο φορτικοί στα πταίσματα των ομοδούλων ή και των αδελφών τους. Επίσης, όσους μεταξύ των ανθρώπων ήσαν πατέρες και έδειχναν φιλανθρωπία για τα παιδιά τους, συγχωρώντας την προηγουμένην αναίδειάν τους, έστω και αν ήταν πολυχρόνιος, και αρκούμενοι στο ότι επέστρεφαν και ομολογούσαν την αφροσύνη τους, τους επαινούσαν, μερικές φορές μάλιστα εμεσίτευαν υπέρ αυτών.
Την φιλανθρωπίαν όμως του κοινού Δημιουργού και Πατρός των όλων την ηρνούντο. Σ’ εκείνους λοιπόν εδίδοντο γι’ αυτούς τους λόγους οι παραβολές, οι οποίες έπαιρναν αφορμές από τα καθημερινά και ανθρώπινα γεγονότα, και ήλεγχαν την απανθρωπίαν. Εμείς όμως δεν χρειαζόμεθα πλέον τις παραβολές, αφού έχουμε πιστεύσει κατ’ εξοχήν στους λόγους και στα έργα του Κυρίου, και μόνον από αυτά αντλούμε την ελπίδα της σωτηρίας.
Διότι αυτό το καλό δεν το αποκτήσαμε μόνον από τα μαθήματα των θείων μυστηρίων που αυτός μας έδωσε, αλλά τον παρακολουθήσαμε να μας βεβαιώνη και με πολύ φανερά παραδείγματα, ότι αφού πρώτα έδιδε την άφεση των αμαρτιών, αμέσως μετά την επεβεβαίωνε σ’ αυτούς που την εδέχθησαν, και την εφανέρωνε προσθέτοντας την απαλλαγήν από τα σωματικά κακά, όπως έγινε στον παραλυτικόν και σε πολλούς άλλους.
Αυτά λοιπόν, τιμώντας τον Δεσπότη, τον Πατέρα και Κηδεμόνα μας, θα τα εκθέσωμε απλώς, όχι για να επιβεβαιώσωμε την προς εμάς φιλανθρωπία του με παραβολές ή διηγήσεις, αφού αυτή είναι ανεκδιήγητος και νικά κάθε όγον, αλλά μόνον για να τον ευχαριστήσωμε, επειδή όχι μόνο την πραγματοποιεί αλλά και την φανερώνει σιωπηρώς, αυτήν που φανερώνεται κάθε ώρα με έργα απερίγραπτα.
Πατέρας λοιπόν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού κατά φύσιν είναι ο Θεός που αιωνίως τον γεννά. Από αυτόν προήλθε κατά φύσιν και όχι απλώς με την βούλησιν όπως συνέβη με τα κτίσματα. Πατέρα δε εμείς οι άνθρωποι έχουμε έναν, δηλαδή μαζί και τον Θεόν Πατέρα και τον Θεάνθρωπον Υιόν. Επειδή είναι ένας Θεός και μία φύσις, είναι ένας και σχετικώς με εμάς, έστω και αν διακρίνωνται οι υποστάσεις τους.
Επομένως ο καθένας τους είναι πατέρας μας, από την άποψη της διακρίσεως των προσώπων, και συγχρόνως ένας πατέρας μας είναι και οι τρείς, όπως είναι και ένας Θεός κατά την φύση. Ο δε Θεός είναι πατέρας μας κατά χάριν, όχι κατά φύσιν, επειδή είμεθα έργα της βουλήσεως, όχι της φύσεώς του. Και για όλα μεν τα έργα του είναι πατέρας ο Θεός, ιδιαιτέρως όμως για εμάς τους ανθρώπους, επειδή σ’ εμάς δίδει λογική, μας κάνει αυτεξουσίους, μας ορίζει άρχοντες όλης της κτίσεως.
Μας συνδέει με το σώμα σαν με εργαλείο, μας δίδει δε την δυνατότητα να ανεβούμε με το πνεύμα μέχρι τον ουρανό. Προνοεί για μας χωρίς χρονικόν περιορισμόν, όχι μόνον για την πρόσκαιρον ύπαρξη και ζωή μας, αλλά και για να ζούμε αιωνίως, συναναστρεφόμενοι άμεσα μαζί του και απολαμβάνοντας τα εκεί αγαθά. Να είμεθα μακάριοι όπως αυτός, όχι με γηίνην ευτυχίαν αλλά με την μακαριότητα που δίδεται υπερφυώς. Ω, τι ανέκφραστος αγαθότης, που νικά κάθε νουν και κάθε λόγο! Ηνέχθη να είναι και πατέρας των έργων και των δούλων του, χρησιμοποιώντας για μας όλες τις πατρικές μεθόδους, χωρίς να παραλείπη τίποτε.
Η προαίρεσις των τοιούτων τέκνων από την αρχήν ακόμη έχει διαιρεθεί σε δύο, αν και η φύσις τους είναι μία. Ας εξαιρέσωμε όμως τώρα την πρώτην δυάδα των ανθρώπων, τότε που έγινε η σπορά της φύσεώς μας, επειδή εκείνοι δεν ήσαν αδελφοί, η δε δική τους υπόθεσις είναι διαφορετική, και αρμόζει σε άλλην ευκαιρία. Σ’ αυτόν τον λόγο θα ασχοληθούμε με εκείνους που εγεννήθησαν από αυτούς. Από τότε λοιπόν διηρέθη το ανθρώπινον γένος. Και ο Θεός προεγνώριζε μεν και προτιμούσε να μείνη αδιαίρετον, αλλά ήθελε να αφήση την χρήση των καλών που τους έδωσε περισσότερο στην προαίρεσή τους.
Διότι δεν θα έπαιρνε πίσω την ελευθερία της γνώμης, το καλλίτερον από τα δώρα που τους είχε δώσει. Και εγνώριζε μεν ότι μία μερίδα των τέκνων του δεν θα χρησιμοποιήση καλώς αυτά που έλαβε” αλλά δεν ήθελε, επειδή είναι πανάγαθος, να δώση πρόφαση της φυγής από τον πατέρα, στερώντας τους από τα μέσα με τα οποία θα ημπορούσαν να ζήσουν καλά, όπως αρμόζει σε τέκνα. Γι’ αυτό εμοίρασε την περιουσία των αγαθών εξ ίσου στην καλλιτέρα και στην χειροτέρα μερίδα, πριν αποκαλυφθεί εμπράκτως η προαίρεσις του καθενός.
Η μία λοιπόν μερίδα των ανθρώπων δεν απεμακρύνετο από τον Θεόν και Πατέρα, συναναστρέφετο συνεχώς μαζί του, τον υπηρετούσε και υπετάσσετο στους πατρικούς νόμους, όπως είναι το φυσικόν, και αρκείτο για όλα στην κρίση του Πατρός, χωρίς να απαιτή τίποτε. Εγνώριζε ότι και χωρίς να του ζητήση, εκείνος θα δώση και θα προσθέση περισσότερες και μεγαλύτερες δωρεές. Όλο το υπόλοιπο μέρος των ανθρώπων επέλεξε την εντελώς αντίθετη τακτική.
Γι’ αυτό, το μέρος της ανθρωπότητος που παρέμεινε με τον Πατέρα και υπήκουε σε όλα, εύλογα δεν ήταν μόνον στην τάξη προγενέστερο και δικαίως ονομάζεται πρεσβύτερον, αλλά προπορεύεται του άλλου και σύμφωνα με τον Πατρικόν και Θείον σκοπό. Ενώ εκείνο που προετίμησε να ζη με ιδικόν του ρυθμό, και έμελλε γι’ αυτό να εκτοπισθή στην εσχάτην αθλιότητα, είναι και ονομάζεται και από τις δύο απόψεις νεώτερον. Διότι καινοτομούσε, ακυρώνοντας τον σκοπό που είχε γι’ αυτό ο Πατέρας, και εκινείτο από παιδαριώδη θελήματα.
Έτσι λοιπόν είχαν χωρισθή, και ο Πατέρας τους εδημιούργησε ολους ομοίως για να μείνουν μαζί του, να υπακούσουν σε όλα και να μην απομακρυνθούν, να προξενήσουν δε πολλήν δόξαν από αυτήν την συνετήν διαγωγήν, όχι μόνον στον εαυτόν τους άλλα και στον ίδιο τον Πατέρα.
Δύο δηλαδή είναι οι δρόμοι που σύμφωνα με το θέλημα του Πατρός και τις μεγάλες ελπίδες που προέρχονται από αυτό, οδηγούν στον ένα σκοπόν, στην άκρα μακαριότητα, οι οποίοι κατευθύνονται από αληθινήν πίστη και ήθη σύμφωνα με τους κανόνες της λογικής. Και αυτοί μεν που ηκολούθησαν τον δρόμο της πίστεως, οι οποίοι είναι και οι παλαιότεροι και ανήκουν στην μερίδα των πρεσβυτέρων, πρόσεχαν στον Θεόν και Πατέρα, και εδέχοντο την παιδαγωγία του, ενώ οι άλλοι που μετά τους παλαιούς εκείνους χρόνους επανεστάτησαν και απεστράφησαν τον Θεόν, ανήκαν στην μερίδα των νεωτέρων, και συνανεστρέφοντο με τους χοίρους.
Διότι έχοντας εκπέσει εντελώς από τα θεία χαρίσματα με την καθημερινήν αύξηση αυτής της αποστροφής, και κατοικώντας τόπους εντελώς ερήμους από θείες επισκέψεις, αφού ζούσαν μακρυά από την Ιουδαία, η οποία διετρέφετο με την ποικίλη πρόνοιαν του Θεού, προσεκολλήθησαν πλέον στον πονηρόν, στον εχθρόν της ανθρωπίνης σωτηρίας, αυτόν που εξέβαλε πρώτον η πονηρία από την πατρικήν χώρα. Αυτός παρέδωσε το ευγενές εκείνο πλάσμα στην ζωήν και την τροφήν των χοίρων. Ή μάλλον αυτό λιμοκτονούσε περισσότερο και από τους χοίρους. Διότι οι μεν δαίμονες από τότε που απεστάτησαν, ετρέφοντο με την απώλεια του θείου πλάσματος. Το δε μέρος των ανθρώπων που συνανεστρέφετο μαζί τους είχε στερηθεί και από αυτήν την τροφή, και έτσι μάλλον έτρεφε τους δαίμονες παρά αυτό ετρέφετο από εκείνους. Και αυτοί μεν, υποκρινόμενοι ότι τρώγουν, ήσαν στην πραγματικότητα πεινασμένοι, ενώ ο άνθρωπος από κάθε άποψη λιμοκτονούσε.
Έτσι λοιπόν διπλή ήταν και η πίστις της δυάδος των τέκνων του Θεού. Ως προς δε τα ήθη, οι περισσότεροι ζούσαν πολύ άσχημα. Διότι και εκείνοι που επίστευαν σωστά, ήσαν με τα έργα απομακρυσμένοι από τον ουράνιον Πατέρα.
Γι’ αυτό και εδέχοντο πολλές μαστιγώσεις, μάλλον δε μόνοι τους εταλαιπωρούντο με τις πληγές που τους έπρεπαν, αφού η πατρική κηδεμονία είχε αναχωρήσει πλέον από αυτούς. Εφ’ όσον με τα λόγια μεν επίστευαν σωστά, αλλά με τα έργα απιστούσαν παραβαίνοντας τους πατρικούς νόμους. Έτσι και οι υποτιθέμενοι ευσεβείς είχαν παραδοθεί σε διαφόρούς πειρασμούς, ενώ λίγοι ήσαν εκείνοι που μαζί με την πίστιν είχαν και την έμπρακτον ευλάβειαν. Ώστε τα τέκνα του Θεού είχαν χωρισθεί τότε σε δύο μέρη. Και εκείνοι μεν που ζούσαν με φρόνημα πρεσβυτέρου ήσαν ολίγοι, οι περισσότεροι δε ενεωτέριζαν.
Αυτά λοιπόν συνέβαιναν στους παλαιούς χρόνους. Ας ασχοληθούμε όμως τώρα για μεγαλυτέραν ωφέλεια, με τον μετά την Θείαν Οικονομίαν χρόνον, προς τον οποίον αρμόζει περισσότερο και η παραβολή. Διότι τα γεγονότα της Θείας Οικονομίας ήσαν ανάπλασις, μετά την πρώτην εκείνη πλάση, και αναγέννησις μετά την γέννηση, και αρχή δευτέρας και τελειοτέρας ζωής. Γι’ αυτό και το φάρμακο της μετανοίας προηγουμένως ήταν πολύ ασταθές και υπέσχετο την σωτηρία, χωρίς όμως να σώζη. Έσπερνε, χωρίς όμως να καρποφορή.
Και πολύ ολίγοι από τους τότε ευσεβείς το είχαν δοκιμάσει, δεν ημπορούσε δε ακόμη να απαλλάξη από την φυσικήν φθοράν η οποία προεκλήθη από την φυγή, και την απόκρυψη των πρωτοπλάστων από τον Πατέρα. Και γιατί πρέπει να απορουμε για τους κατά τα άλλα πιστούς, οι οποίοι ημάρταναν και μετανοούσαν, αφού και για εκείνους που εκτός από την πίστιν είχαν κατορθώσει και όλη την αρετή, είχε κλεισθή μετά από αυτά ο πατρικός οίκος και τους περίμενε ο ίδιος Αδης, όπως και τους διεφθαρμένους στην πίστη και την ζωή; Διότι η στέρησις αυτή της δυνατότητας ήταν ισχυροτέρα, όχι μόνον από την μετάνοια που ακολουθούσε τα πταίσματα, αλλά και από κάθε προσωπικήν αρετή.
Άνοιξε λοιπόν στα τέκνα Του την Βασιλεία των Ουρανών, και με την Θείαν Οικονομίαν ετοίμασε την αιωνίαν κληρονομίαν, αφού γι’ αυτό ήλθε και εταπεινώθη με πολλούς τρόπους, ακόμη και με τον θάνατο. Έτσι τους έκαμε πλέον, αδελφούς και συμμόρφους, όχι μόνον τέκνα του όπως πριν. Από εδώ και πέρα δεν είναι ούτε λέγονται πλέον ολοι οι άνθρωποι τέκνα του Θεού, αλλά μόνον όσοι εσφραγίσθησαν με την πίστη και το βάπτισμά του, και έγιναν μέτοχοι των άλλων χαρισμάτων που προήλθαν από την Θείαν Οίκονομία, και αυτούς αφορά. η διαιρεσις και το νόημα της παραβολής.
Ας εξετάσωμε λοιπόν το δώρο της μετανοίας, έχοντας ενώπιόν μας τους δύο αυτούς υιούς του ωραίου και φιλανθρωποτάτου Πατρός, και χρησιμοποιώντας ως διδάσκαλον εκείνον που τους έδωσε. Από αυτούς λοιπόν τους δύο υιούς, εκείνος μεν που έχει πρεσβυτικόν φρόνημα, παραμένει μαζί με τον Πατέρα, οικονομεί καλώς τα αγαθά που έλαβε και προεκτείνει την επιθυμία και την προσπάθειά του προς τα μεγαλύτερα. Μοιράζει όλη την ζωήν του μεταξύ δύο καλών.
Αφ’ ενός καρποφορεί για τον εαυτόν του και για τον Πατέρα με την επίπονον εξάσκηση των αγαθών έργων, αφ’ ετέρου στρέφεται προς το πρόσωπο του Πατρός με την θεωρία. Ο άλλος, υποδουλώνεται στη σάρκα και στις αισθήσεις, και με μίαν εντελώς παιδικήν ορμήν, απομακρύνεται από τον Πατέρα, διαβιώνει δε σε περιοχές τις οποίες ο Πατέρας δεν επιβλέπει, και οι οποίες χαρακτηρίζονται από τρόπον ζωής που δεν εναρμονίζεται με την θέλησή του. Εκεί σκορπίζει τον πλούτο των αγαθών που του εδόθη, σπαταλώντας τον για την εκπλήρωση των αλόγων του επιθυμιών.
Ο Πατέρας του έδωσε τον ηγεμόνα νου, και αυτός τον υπεδούλωσε στα πάθη του. Του όρισε νόμο για να οικονομήση καλώς την ζωή του προς ευφροσύνην του ευεργέτου, και επίτευξη των μεγαλυτέρων αγαθών, αυτός όμως τον παρέβαινε και έτσι προκαλούσε συνεχώς τον Πατέρα. Του άνοιξε την ιδία την πύλη της αιωνίου ζωής με την πίστη και το βάπτισμα, και εκείνος με τις προσωπικές του αμαρτίες την έκλεισε πάλιν αθλίως. Σωρεία αμαρτιών εσύναξε στην ψυχή του, αντί του πλήθους των ασυγκρίτων εκείνων δωρεών. Αντί στον Πατέρα υποδουλώνεται στον εχθρό, και εκείνος τον κάνει χοιροβοσκό και ομοτράπεζο με τους χοίρους. Εζητούσε από την τροφή τους και δεν ημπορούσε ούτε αυτήν να έχη, ώστε και από τους ιδίους τους χοίρους έγινε χειρότερος και αθλιώτερος.
Έτσι τιμούν οι δαίμονες εκείνους που υποδουλώνονται στα θελήματά τους. Αλλά όταν μετά πολύν χρόνον ήλθε στον εαυτόν του και συνησθάνθη την υπερβολήν των κακών, ομολόγησε μέσα στην ψυχή του αφ’ ενός την ευσπλαγχνία του Πατρός, και την μετάνοια την οποίαν η πατρική φιλανθρωπία αναγνωρίζει στα τέκνα ως πρώτον δικαίωμα, αφ’ ετέρου ότι το να απελπισθή για την συγχωρητικότητα του Πατρός, από απιστία στην αγαθότητά του και γι’ αυτό να απομακρυνθή οριστικώς από αυτόν, είναι αθεράπευτο κακό, και κορυφή των άλλων πταισμάτων. Επιστρέφει λοιπόν προς τον Πατέρα με μεγάλο θάρρος. Εξομολογείται την αμαρτία με πολλήν συντριβή, την οποία πρώτα ησθάνθη στην καρδία του, πριν προσέλθη στον Πατέρα, και έπειτα την εφανέρωσε με σχήμα και με γλώσσα.
Δεν ζητεί πλέον την τάξη του υιού, αλλά θεωρεί μεγάλο δώρο να καταταγή με τους υπηρέτας, εάν βέβαια εκρίνετο άξιος και γι’ αυτό. Προτιμά με θέρμη, σε αντικατάσταση της ελευθερίας την οποίαν ανοήτως έχασε, να υπηρετή και να αντισταθμίζη την ασεβή εκείνην ραθυμία με τους κόπους της δουλείας. Εχρησιμοποίησε κακώς τα καλά που του εδόθησαν. Διότι τα κατηνάλωσε όταν δεν έπρεπε, και προς εκείνους τους οποίους δεν έπρεπε, και με τρόπο που δεν αρμόζει . Τώρα δε υποτάσσει πάλιν όλη την θέλησή του στις πατρικές εντολές, πράγμα το οποίον είναι έργον των μισθωτών.
Ο δε φιλανθρωπότατος Πατέρας, βλέποντάς τον από μακρυά να έρχεται, δεν αγανακτεί, δεν αποστρέφει το πρόσωπόν του, δεν στέλλει να τον διώξουν, δεν κλείνει τις πύλες, δεν τον αφήνει μεν να παρουσιασθή εμπρός του και μετά, πολύ δικαίως, να τον επιπλήξη, δεν τον επικρίνει για την αδοξία που φανερά προξένησε το παιδί του όχι μόνον στον εαυτόν του αλλά και στον Πατέρα, για τίποτε εντελώς δεν τον κατηγορεί, αλλά αμέσως επιβεβαιώνει και ενισχύει την ελπίδα που είχε εμφυτευθή στην ψυχή του παιδιού για την πατρικήν ευσπλαγχνία, και την επαληθεύει τρέχοντας να τον προϋπαντήση και να τον αγκαλιάση, και να ταπεινωθή κι αυτος μαζί με την ταπείνωση του παιδιού, και να δείξη με ασπασμό την πατρική του στοργή. Και ο μεν υιός, ενώ είδε τόσην επιείκεια, δεν αξιώνει ακόμη τον εαυτόν του να ονομασθή υιός του, ο δε Πατέρας του δίδει και τα γνωρίσματα της υότητος. Του φορά δηλαδή πάλι την πρώτην στολή του βαπτίσματος, από την οποίαν απεγυμνώθη με τις προσωπικές αμαρτίες, επειδή η μετάνοια έγινε γι’ αυτήν δεύτερον βάπτισμα. Σφραγίζει το χέρι με το δακτυλίδι, για να είναι του λοιπού απρόσιτος στους δαίμονες, αναγνωριζόμενος από μακρυά.
Του ετοιμάζει υποδήματα για τον δρόμο της υπακοής, κάνοντάς τον πάλιν οδοιπόρο προς την σωτηρία. Τον αξιώνει της μυστηριώδους και πνευματικής τροφής, και τον κάνει σ’ αυτό το γεύμα ομοτράπεζόν του. Ω, τι μεγίστη συμπάθεια! τι φιλανθρωπία ανέκφραστος που νικά κάθε νουν και λόγο! Χαίρεται μ’ αυτήν και ο ουρανός, και οι δούλοι που παραστέκουν στον Πατέρα. Επειδή δούλοι του Θεού είναι και των αγγέλων οι τάξεις, αφού υπηρετούν στην διοίκησιν αυτού του σύμπαντος, και ιδιαιτέρως στην σωτηρία των ανθρώπων, που πραγματοποιούνται και τα δύο με την πρόνοια του Θεού. Και από το ένα μέρος χαίρονται μαζί του για την μετάνοια του αμαρτωλού, από δε το αλλο εκθειάζουν την ευμένεια του Δεσπότου και Πατρός, φανερώνοντας αυτήν την ηδονή με ψαλμούς και χορούς νοερούς.
Ο δε πρεσβύτερος αδελφός, αν μεν παρευρίσκετο εκεί από την αρχή, θα έχαιρε μαζί τους, θα συνέτρωγε και δεν θα δυσανασχετούσε, βλέποντας τόσην πίστη σ’ αυτόν που μετενόησε, καθώς και την γεμάτην αγαθές ελπίδες επιστροφή του, και ακούοντας την ομολογίαν του, στα οποία ηκολούθησε η ευσπλαγχνία του Πατρός. Αλλα επειδή τότε ήταν απησχολημένος με τα ιδικά του, ή μάλλον με τις πατρικές εντολές, ήλθε έξαφνα και αντίκρυσε το παράδοξον αυτό θέαμα. Και ήταν συγκρατημένος, όχι από φθόνο και οργήν, αλλά από έκπληξη για την τόσο μεγάλην εύνοια προς τον φυγάδα και άσωτο, και περισσότερον από όλα για το ότι το θαύμα ήταν τώρα μαζί τους.
Αυτό ήταν και το τελευταίο δώρο προς εκείνον που μετενόησε, και έτσι έπρεπε να είναι. Τοποθετώντας λοιπόν την δικαιοσύνην του Πατρός απέναντι στην υπερβολήν της επιεικείας του, εθαύμαζε πολύ βλέποντας την πρώτη να ηττάται παραδόξως από την δευτέρα. Διότι αυτός ποτέ δεν έφθασε να έχη εμπειρία τοιαύτης φιλανθρωπίας, αν και πρόσεχε πάντοτε στα πατρικά θελήματα, και δεν είχε παραβή καμμίαν εντολή του, γεγονός για το οποίο και πολύ τον αγαπούσε ο Πατέρας, και αποσκοπούσε μόνον στην δικαιοσύνη του με την οποίαν αντιμετωπίζει αυτούς που τον υπηρετούν.
Τον πλησιάζει δε και αυτόν ο Πατέρας και τον πείθει, και αποκαλύπτοντας την φιλανθρωπίαν του λέγει: Εάν, παιδί μου, αυτός που έχασε ένα από τα εκατό πρόβατα που είχε, αφού ασφαλίσει καλά τα άλλα, τρέχει με αγωνία σε αναζήτηση του ενός, και όταν το εύρη το επαναφέρει και το συναριθμεί με τα άλλα πλημμυρισμένος από χαρά. Και αν κάποια γυναίκα που έχασε μία από τις δέκα δραχμές την αναζητεί με κάθε τρόπο, και χαίρεται όταν την εύρη. Και μάλιστα δεν αρκούνται να χαίρωνται μόνοι τους, αλλά καλούν και φίλους και γείτονες για να ευχαριστηθούν κι αυτοί μαζί τους για την εύρεσιν αυτών που είχαν απωλεσθή. Πώς εγώ, που είμαι Πατέρας, δεν θα ευφρανθώ πολύ δεχόμενος τον αδελφό σου που ξαναέζησε από την φοβεράν εκείνη νέκρωση, και ευρέθη μετά από την πολυχρόνιον απώλειάν του; Πόσο καλλίτεροι είστε εσείς τα παιδιά μου από τις δραχμές και τα πρόβατα;
Τόσον μεγάλο θαυμασμόν προξενεί ακόμη και στους πλέον οικείους η υπερβολή της πατρικής επιεικείας. Και θαυμάζουν όχι επειδή φθονούν αυτόν που παραδόξως έτυχε τόσον καλής αντιμετωπίσεως, αλλά επειδή καίονται από ζήλον και πόθο για τον Πατέρα, τον οποίον θεωρούν ότι προσεβλήθη και είναι αδικημένος. Ίσως δε ούτε με σχήματα και λόγους έδειξε αυτήν την απορία του ο πρεσβύτερος υιός, αλλά απορούσε μόνον με τον λογισμό του, και ο Πατέρας τον εθεράπευσε εμπνέοντας το φάρμακο στον νου του παιδιού του, και εκείνα που θα του ελεγε ο Πατέρας είπε και ο ίδιος στον εαυτόν του, εμπνευσμένος από τον Πατέρα.
Από την στιγμήν εκείνην έχαιρε και απελάμβανε το τραπέζι ανυμνώντας την πατρικήν φιλανθρωπία. Διότι αν δεν γινόταν έτσι, σημαίνει ότι δεν θα ήταν πρεσβύτερος ούτε τηρητής των πατρικών εντολών, αλλά θα ήταν υποδουλωμένος στην οίηση και τον φθόνο και θα ημάρτανε πολύ χειρότερα από τον νεώτερο.
Πράγματι, το να βρούμε κάτι από αυτά που είχαμε χάσει, προξενεί πολλήν ευφροσύνην, έστω και αν τα περισσότερα είχαν διαφυλαχθεί. Επειδή για τα καλά που υπάρχουν χαιρόμεθα με την παρουσία τους, για δε τα χαμένα, όπως είναι φυσικό, πονούμε, και όταν τελικά ευρεθούν χαιρόμεθα γι’ αυτά διπλά, προσθέτοντας για την εύρεση στην προηγουμένην χαρά και δευτέραν, αυτήν που αντικατέστησε την λύπη. Αυτό αποτελεί απαράβατον νόμο και σοφήν υποκίνηση του Θεού προς την φύση.
Γι’ αυτό ούτε θα ήταν ανάγκη να ειπή ο Κύριός μας παρομοία παραβολήν, αφού είναι πολύ φανερά η θεία προς τα τέκνα φιλανθρωπία του, την οποίαν εσυνήθιζε θεοπρεπώς να χαρίζη αφειδώς στους αμαρτωλούς και στους τελώνες που προσήρχοντο τότε. Αλλά ήταν η αναίδεια των Φαρισαίων και των Γραμματέων ασφαλώς που οδήγησε σ’ αυτό, οι οποίοι, όπως είπα και πριν, εβλασφημούσαν ωμότατα τον Θεόν περισσότερο και από ό,τι τους επιγείους πατέρες, και ενώ οι ίδιοι έδειχναν φιλανθρωπία για τα τέκνα τους, ήθελαν μόνον ο Θεός να μνησικακή για τα ιδικά του, η άβυσσος της φιλανθρωπίας, το πέλαγος της αγαθότητος. Και χρησιμοποιούσαν αυτό το ψεύδος ως πρόφασιν, όχι μόνο για την απιστία τους προς τον Κύριόν μας, αλλά και για να κατασπαράζουν τους αδελφούς των, περιεργαζόμενοι και κρίνοντας πολύ αυστηρά τα άχυρα που είχαν στους οφθαλμούς των, ενώ δεν ησθάνοντο τις δοκούς που είχαν στους ιδικούς των, ή και τις εκάλυπταν με τα χρώματα της υποκρισίας.
Γιά να συμπληρώσωμε λοιπόν εδώ κλείνοντας τον λόγο για το προκείμενο θέμα, τα τέκνα του Θεού διακρίνονται σε δύο μέρη, όπως είπαμε, από τα οποία οι μεν είναι και λέγονται μακάριοι, ο ίδιος τους έδωσε αυτό το όνομα, δηλαδή με πρεσβυτικόν φρόνημα χρησιμοποιούν καλώς τις πατρικές ευεργεσίες, και για την φιλοπονία τους προκόπτουν και εδώ, αλλά και εκεί κληρονομούν την αιώνιον ζωή, συναναστρεφόμενοι άμεσα με τον Πατέρα και απολαμβάνοντας μαζί του με τρόπον υπερφυσικό την ευδαιμονία. Οι άλλοι είναι εκείνοι που απομακρύνονται προσωρινώς νεωτερίζοντας, και πολύ κακώς σκεπτόμενοι, κάνουν κατάχρησιν των πατρικών εντολών και των δώρων του Δεσπότου, παρεκλίνοντας προς την ζωήν των χοίρων. Αφού δε μετανοήσουν, επειδή έχει παραμείνει μέσα τους η σπίθα της αγάπης προς τον Πατέρα και δεν έχει σβήσει εντελώς, απολαμβάνουν πάλι την τάξη των υιών, όχι σύμφωνα με κάποιαν δικαιοσύνην, αλλά από οίκτο και φιλανθρωπία. Διότι η θερμή μετάνοιά τους έχει ως παρακίνηση και αφορμήν την πολλήν αγαθότητα, την σφοδροτάτην αγάπη και συγχωρητικότητα του Πατρός, ώστε να αποτελή καρπόν όχι μόνον φόβου αλλά και αγάπης. Γι’ αυτό και ονομάζονται ηλεημένοι. Και έτσι σώζεται η δυάδα των αδελφών, έτσι συνενώνεται όλο το πλήθος των αληθινών τέκνων του Θεού, σε μίαν ευτυχή και λαμπράν δυάδα.
Διότι εκείνοι που απιστούν και αρνούνται την δευτέρα και υπέρμετρο χάριν του Πατρός, η οποία έγινε με πρωτοφανή οικονομίαν, αχρηστεύουν την πίστη με άλλες κακοδοξίες, ή πιστεύουν μεν ορθά, αλλά παραμένουν χωρισμένοι οριστικώς από τους πατρικούς νόμους, διακινδυνεύοντας ματαίως την σωτηρία τους με την νεκρά και χωρίς έργα πίστη. Όλοι αυτοί απεδοκιμάσθησαν από την περιοχή και την ονομασία των υιών, αφού με την θέλησή τους απεστράφησαν τον Θεό και την κατάταξη μαζί με τους αδελφούς των. Γι’ αυτό άθλιοι και γυμνοί από κάθε αγαθόν, πορεύονται στην παρούσα ζωή, και πολύ περισσότερο στην μέλλουσα και αιώνιο, κατοικούν στον Άδη και υποφέρουν εκεί πικρά κατά τα έργα τους.
Ας ευχαριστήσωμε λοιπόν τον Πατέρα και Κύριόν μας, ο οποίος, για να αφήσωμε τώρα τα άλλα που ακούμε καθημερινώς, και εδώ μετρίως αναπτύξαμε, «ουχ ήλθε καλέσαι δικαίους, αλλά αμαρτωλούς εις μετάνοιαν». Και πολύ καλά έδειξε την πρόθεσή του αυτήν με τα έργα, όχι μόνον συγχωρώντας πόρνες και ληστάς και τελώνες που μετενόησαν, αλλά συγκαταλέγοντάς τους μαζί με τους καθαρούς.
Αλλά και τον τρόπο της γνησίας μετανοίας μας περιέγραψεν ο ίδιος. Βάλε στον νού σου, λέγει, ποίων αγαθών εστερήθης, και για ποία κακά έγινες ένοχος. Μίσησε την αποστασίαν, η οποία σε οδήγησε στον φοβερό λιμό των αγαθών και στην συναναστροφή με τους χοίρους. Και ενώ άλλοι που είναι προικισμένοι με ολιγώτερα χαρίσματα, απολαμβάνουνν αυτά τα αγαθά και χορταίνουν από θείον πόθο, συ λιμοκτονείς αθλίως. Επίστρεψε με όλη την διάθεση της ψυχής σου στον αρχικόν τρόπο ζωής σου, τότε που συμβίωνες με τα αληθινά τέκνα του Θεού, και πρόσεχες στους θείους νόμους.
Μη φοβηθείς την υπερβολήν των πταισμάτων, αλλά να σε ενθαρρύνη το μέγεθος της θείας ευσπλαγχνίας. Επίστρεψε γρήγορα πονώντας για τα εκούσια κακά, αλλά και ψυχαγωγούμενος από τις καλές ελπίδες. Γονάτιζε συνεχώς ενώπιον του Θεού με την καρδία και το σώμα. Ανακάλεσε με δάκρυα τον θείον οίκτον. Να παρακαλής ακατάπαυστα, ώστε να μην επιτρέψη ο Θεός να ξαναπέσης πλέον. Να είσαι έτοιμος να υπομείνης κάθε πληγήν από τον Θεόν με την οποία θα θεραπευθούν τα πταίσματά σου, και θα φύγης καθαρός από αυτήν την ζωή. Πλήγωνε και συ τον εαυτόν σου με όσην δύναμιν έχεις. Πίεζε το σώμα σου με την εγκράτειαν, ώστε να πλουτισθή το πνεύμα σου.
Θέλεις να προσθέσω και τα μεγαλύτερα; Αν μετά την αλλαγή σου εκπληρώσεις όλον τον θείο νόμο, να ονομάζης και να θεωρής τον εαυτόν σου αχρείον δούλον. Διότι έτσι ταπεινώνονται όσοι σκέπτονται σωστά, έστω και αν ευρίσκωνται σε συνεχή κοινωνία με τον Θεόν, έστω και αν δεν τους ελέγχει η συνείδησις ότι με κάποια πράξη τους έφυγαν φανερά από τον ορθόν δρόμο. Συ δε πώς θα καυχηθής μετά από όλα αυτά για κάποιο καλόν; Πρέπει να αποκρούης αμέσως με την ανάμνηση των προηγουμένων παρεκτροπών τον λογισμό της οιήσεως, και να εντρέπεσαι μάλλον για τα προηγούμενα κακά, παρά να υψηλοφρονής για τα πρόσφατα καλά. Μη προσέχης δε στις αμαρτίες των αδελφών παρά τόσον όσο να μήν αμαρτάνης με την επικοινωνία μαζί τους. Μη κρίνεις μέσα σου.
Μη κατηγορής τους άλλους, μάλλον δε να προσεύχεσαι να δώση ο Θεός και σ’ εκείνους μετάνοια, διότι και σε σένα από αυτόν ήλθε αφανώς το καλόν της μετανοίας. Μη σκανδαλίζης κανέναν, ούτε από τους μικρότερους, και να προσπαθής ούτε καν αφορμή σκανδάλων να μη δίδης, διότι θα αναγκάσης τον Θεόν να αποστρέψη το πρόσωπό Του από σε, και πάλι θα ευρεθής κενός από χάρι. Να είσαι έτοιμος να πληγωθής από τους ανθρώπους και να υπομένης, όταν με κάθε τρόπο σε πληγώνουν. Διότι εκείνος που δικαιώνει τον εαυτόν του και αντιδρά σ’ αυτούς που τον λυπούν και τον πληγώνουν, χάνει το κέρδος που είχε από την μετάνοια. Να ανταποδίδης στους αδελφούς αγαθόν αντί κακού, ενθυμούμενος τον Θεόν, ο οποίος αντί των κακών που έκαμες, άνοιξε για σε την πύλη της μετανοίας. Ο δημιουργός για το χτίσμα, ο Κύριος για τον δούλον.
Με αυτούς και παρομοίους λόγους και λογισμούς ασχολούμενος όλην την ώρα, και εκπληρώνοντας τους άλλους νόμους των Ευαγγελίων, θα ελκύσης με αυτόν τον αγαθόν τρόπο τον Θείον οίκτο, για την αληθινήν μετάνοιά σου. Διότι χωρίς τοιαύτην μετάνοιαν είναι αδύνατον να έλθουν στην Βασιλείαν των Ουρανών ακόμη και εκείνοι που ζούν πολύ προσεκτικά, όχι μόνον εκείνοι που επιστρέφουν από πολύ αμαρτωλήν ζωήν. Επειδή όλοι οι άνθρωποι οφείλουν να μετανοήσουν, αφού κανείς δεν ημπορεί να είναι εντελώς απηλλαγμένος από ακαθαρσίαν. Εκείνοι δε που με τις αρετές έχουν πλησιάσει περισσότερο τον Θεόν, αυτοί και τις μικρότερες παρεκτροπές τις θεωρούν πολύ μεγάλες, και καλά κάνουν. Έτσι αποκτούν μεγάλην ταπείνωση, προκόπτουν ασφαλώς και προσεγγίζουν περισσότερο τον Θεόν. Όπως εκείνοι που αμελούν για τις μικρότερες και ούτε πονούν γι’ αυτές ούτε διορθώνουν τον εαυτόν τους, παραχωρεί ο Θεός και πίπτουν σε μεγαλύτερες.
Εμφύτευσε και σε μας, Χριστέ Βασιλεύ, διάπυρον πόθον αληθινής μετανοίας, και χρησιμοποιώντας αυτήν ως αφορμήν, δείξε τον πατρικόν σου οίκτο για μας, και εκείνους που επιστρέφουν καλώς από πολλήν ασωτία, κατάταξέ τους μεταξύ των τέκνων σου, ότι σοί πρέπει δόξα και προσκύνησις εις τους αιώνας. Αμήν».
5.
Αγ. Ιωάννου του Χρυσοστόμου (Απόσπασμα από την Α’ Ομιλία-Περί μετανοίας) ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ
Ήταν δυό αδέλφια· τα οποία, αφού μοιράστηκαν αναμεταξύ τους την πατρική περιουσία, ο ένας έμεινε στο σπίτι, ενώ ο άλλος έφυγε σε μακρινή χώρα. Εκεί, αφού κατέφαγε όλα όσα του δόθηκαν, δυστύχησε και υπέφερε μη υπομένοντας τη ντροπή από τη φτώχεια. (Λουκά 15: 11 κ.ε.) Αυτή την παραβολή θέλησα να σάς την πω, για να μάθετε, ότι υπάρχει άφεση αμαρτημάτων και μετά το Βάπτισμα, εάν είμαστε προσεκτικοί. Και το λέγω αυτό όχι για να σάς κάνω αδιάφορους, αλλά για να σάς απομακρύνω από την απόγνωση. Γιατί η απόγνωση μας προξενεί χειρότερα κακά και από τη ραθυμία.
Αυτός λοιπόν ο υιός αποτελεί την εικόνα εκείνων που αμάρτησαν μετά το Βάπτισμα. Και ότι φανερώνει εκείνους που αμάρτησαν μετά το Βάπτισμα, αποδεικνύεται από το ότι ονομάζεται υιός. Γιατί κανένας δεν μπορεί να ονομασθεί υιός χωρίς το Βάπτισμα. Επίσης διέμενε στην πατρική οικία και μοιράστηκε όλα τα πατρικά αγαθά, ενώ πριν από το Βάπτισμα δεν μπορεί κανείς να λάβει την πατρική περιουσία, ούτε να δεχθεί κληρονομία. Ώστε μ όλα αυτά μας υπαινίσσεται το σύνολο των πιστών.
Επίσης ήταν αδελφός εκείνου που είχε προκόψει. Αδελφός όμως δεν θα μπορούσε να γίνει χωρίς την πνευματική αναγέννηση. Αυτός λοιπόν, αφού έπεσε στη χειρότερη μορφή κακίας, τι λέγει: «Θα επιστρέψω στον πατέρα μου» (Λουκά 15:18). Γι αυτό ο πατέρας του τον άφησε και δεν τον εμπόδισε να φύγει στην ξένη χώρα, για να μάθει καλά με την πείρα, πόση ευεργεσία απολάμβανε όταν βρισκόταν στο σπίτι. Γιατί πολλές φορές ο Θεός, όταν δεν πείθει με το λόγο του, αφήνει να διδαχθούμε από την πείρα των πραγμάτων, πράγμα βέβαια που έλεγε και στους Ιουδαίους.
Επειδή δηλαδή δεν τους έπεισε ούτε τους προσέλκυσε, απευθύνοντάς τους αμέτρητους λόγους με τους προφήτες, τους άφησε να διδαχθούν με την τιμωρία, λέγοντάς τους: «Θα σε διδάξει η αποστασία σου και θα σε ελέγξει η κακία σου» (Ιερ. 2, 19). Γιατί έπρεπε να Του είχαν εμπιστοσύνη από πριν. Επειδή όμως ήταν τόσο πολύ αναίσθητοι, ώστε να μη πιστεύουν στις παραινέσεις και τις συμβουλές Του, θέλωντας να προλάβει την υποδούλωσή τους στην κακία, επιτρέπει να διδαχθούν από τα ίδια τα πράγματα, ώστε έτσι να τους κερδίσει και πάλι.
Αφού λοιπόν ο άσωτος έφυγε στην ξένη χώρα και από τα ίδια τα πράγματα έμαθε πόσο μεγάλο κακό είναι να χάσει κανείς το πατρικό του σπίτι, επέστρεψε, και ο πατέρας του τότε δεν του κράτησε κακία, αλλά τον δέχτηκε με ανοιχτή αγκαλιά. Γιατί άραγε; Επειδή ήταν πατέρας και όχι δικαστής. Και στήθηκαν τότε χοροί και συμπόσια και πανηγύρια και όλο το σπίτι ήταν φαιδρό και χαρούμενο. Τι μου λες τώρα άνθρωπέ μου; Αυτές είναι οι αμοιβές της κακίας; Όχι της κακίας, άνθρωπε, αλλά της επιστροφής. Όχι της πονηρίας, αλλά της μεταβολής προς το καλύτερο.
Και ακούστε και το σπουδαιότερο: Αγανάκτησε γι αυτά ο μεγαλύτερος υιός. Ο πατέρας όμως τον έπεισε κι αυτόν μιλώντας του με πραότητα και λέγοντας, «συ πάντοτε ζούσες μαζί μου, ενώ αυτός ήταν χαμένος και βρέθηκε, ήταν νεκρός και ξαναβρήκε τη ζωή του» (Λουκά 15:31-32). Όταν πρέπει να διασώσει τον χαμένο, λέγει: «Δεν είναι ώρα τώρα για δικαστήρια, ούτε για λεπτομερή εξέταση, αλλά είναι ώρα μόνο φιλανθρωπίας και συγγνώμης.» Κανένας ιατρός, που έχει αμελήσει ο ίδιος να δώσει φάρμακο στον ασθενή, δεν ζητεί ευθύνες απ αυτόν για την αταξία του και ούτε τον τιμωρεί. Και αν ακόμα χρειαζόταν να τιμωρηθεί ο άσωτος, τιμωρήθηκε αρκετά ζώντας στην ξένη χώρα.
Τόσο λοιπόν χρόνο στερήθηκε τη συντροφιά μας και έζησε παλεύοντας με την πείνα, την ατίμωση και τα χειρότερα κακά. Γι αυτό λέγει ο πατέρας: «ήταν χαμένος και βρέθηκε, ήταν νεκρός και ξαναβρήκε τη ζωή του». Μη βλέπεις, λέγει, τα παρόντα, αλλά σκέψου το μέγεθος της προηγούμενης συμφοράς. Αδελφό βλέπεις, όχι ξένο. Στον πατέρα του επέστρεψε, που ξεχνάει τα περασμένα η καλύτερα που θυμάται εκείνα μόνο τα οποία μπορούν να τον οδηγήσουν σε συμπάθεια και έλεος, σε στοργή και ευσπλαγχνία τέτοια που ταιριάζει στους γονείς. Γι αυτό δεν είπε, εκείνα που έπραξε ο άσωτος, αλλά εκείνα που έπαθε. Δεν λυπήθηκε ότι κατέφαγε την περιουσία του, αλλ’ ότι περιέπεσε σ’ αμέτρητα κακά.
Έτσι έψαχνε με τόση προθυμία και με ακόμα μεγαλύτερη να βρει το χαμένο πρόβατο. Και εδώ βέβαια γύρισε πίσω ο ίδιος ο υιός, ενώ στην παραβολή του καλού Ποιμένος έφυγε ο ίδιος ο ποιμένας. Και αφού βρήκε το χαμένο πρόβατο το έφερε πίσω, και χαιρόταν πολύ περισσότερο γι αυτό, παρά για όλα τα άλλα τα σωσμένα. Και πρόσεχε πως έφερε πίσω το χαμένο πρόβατο: Δεν το μαστίγωσε, αλλά μεταφέροντάς το και βαστάζοντάς το στους ώμους του, το παρέδωσε πάλι στο κοπάδι.
Γνωρίζοντας λοιπόν αυτά, ότι όχι μόνο δεν μας αποστρέφεται όταν επιστρέφομε κοντά Του, αλλά μας δέχεται το ίδιο αγαπητικά με τους άλλους που έχουν προκόψει στην αρετή. Και ότι όχι μόνο δεν μας τιμωρεί, αλλά και έρχεται ν αναζητήσει τους πλανημένους. Και όταν τους βρει, χαίρεται περισσότερο απ όσο χαίρεται για εκείνους που έχουν σωθεί. Ούτε πρέπει ν απελπιζόμαστε όταν είμαστε στην κατηγορία των κακών, αλλά ούτε όταν είμαστε καλοί να έχουμε θάρρος.
Ασκώντας την αρετή να φοβόμαστε μήπως πέσομε, στηριζόμενοι στο θάρρος μας. Και όταν αμαρτάνουμε να μετανοούμε. Και εκείνο που είπα αρχίζοντας την ομιλία, αυτό λέγω και τώρα: Είναι προδοσία της σωτηρίας μας αυτά τα δύο, δηλαδή και το να έχουμε θάρρος όταν είμαστε ενάρετοι, και το ν απελπιζόμαστε όταν είμαστε πεσμένοι στην κακία.
Γι αυτό ο Παύλος, για ν’ ασφαλίσει εκείνους που ασκούν την αρετή, έλεγε: «Εκείνος που νομίζει ότι στέκεται, ας προσέχει μήπως πέσει» (Α’ Κορ. 10, 12). Και πάλι: «Φοβάμαι μήπως, ενώ κήρυξα σε άλλους, εγώ ο ίδιος βρεθώ ανάξιος» (Β’ Κορ. 11, 3). Ανορθώνοντας πάλι τους πεσμένους και διεγείροντάς τους σε μεγαλύτερη προθυμία διακήρυττε έντονα στους Κορινθίους γράφοντας τα εξής: «Μήπως πενθήσω πολλούς που αμάρτησαν προηγουμένως και δεν μετανόησαν» (Β’ Κορ. 12, 21). Για να δείξει ότι είναι άξιοι θρήνων όχι τόσο εκείνοι που αμαρτάνουν, όσο εκείνοι που δεν μετανοούν για τα αμαρτήματά τους. Και ο προφήτης πάλι λέγει: «Μήπως εκείνος που πέφτει δεν σηκώνεται, η εκείνος που παίρνει στραβό δρόμο δεν επιστρέφει;» (Ιερ. 8, 4). Γι αυτό και ο Δαυίδ παρακαλεί αυτούς ακριβώς, λέγοντας: «Σήμερα, εάν ακούσετε τη φωνή Αυτού, μη σκληρύνετε τις καρδιές σας όπως τότε που Τον παραπίκραναν οι πατέρες σας» (Ψαλμ. 94, 8).
Όσο λοιπόν θα υπάρχει το σήμερα, ας μη απελπιζόμαστε, αλλ έχοντας ελπίδα προς τον Κύριο και έχοντας κατά νουν το πέλαγος της φιλανθρωπίας Του, αφού αποτινάξουμε κάθε τι το πονηρό από τη σκέψη μας, ας ασκούμε με πολλή προθυμία και ελπίδα την αρετή, και ας επιδείξουμε μετάνοια με όλη τη δύναμή μας.
Έτσι αφού απαλλαχθούμε απ’ όλα τ αμαρτήματά μας εδώ στη γη, να μπορέσουμε με θάρρος να σταθούμε μπροστά στο βήμα του Χριστού, και να επιτύχουμε τη βασιλεία των ουρανών, την οποία εύχομαι να επιτύχουμε όλοι μας με τη χάρη και φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, μαζί με τον Οποίο στον Πατέρα και συγχρόνως στο Άγιο Πνεύμα ανήκει η δόξα, η δύναμη και η τιμή, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων.
Αμήν