1.
Ο Όσιος Λουκάς γεννήθηκε το καλοκαίρι του 896 μ.Χ. από τον Στέφανο και την Ευφροσύνη. Καταγόταν από την Αίγινα, αλλά η οικογένεια του μετακόμισε στη Φωκίδα. Εκεί αγόρασαν χωράφια και έβοσκαν ζώα. Και το παιδάκι τους, αφού φοίτησε στο σχολείο, βοήθησε και αυτό στη φύλαξη των ζώων τους. Ο μικρός Λουκάς, ενώ έβοσκε τα ζώα, συγχρόνως εντρυφούσε και σε κάποιο θρησκευτικό βιβλίο. Από τότε καρδιά συμπονετική και ευεργετική ο Λουκάς, όταν περνούσαν από τη βοσκή του παιδάκια φτωχά και του ζητούσαν λίγο ψωμί, εκείνος τους έδινε και το προσφάγι του.
Όταν πέθανε ο πατέρας του, συγκινητικότατη ήταν η φροντίδα του για την παρηγοριά της μητέρας του. Όταν δε πέθανε και αύτη, τότε μοίρασε όλα τα υπάρχοντα τους στους φτωχούς και έστησε μια καλύβα στους πρόποδες ενός βουνού κοντά στη θάλασσα.
Όταν όμως εισέβαλαν οι Βούλγαροι στην κεντρική Ελλάδα, ο Λουκάς κατέφυγε στην Πελοπόννησο. Επανήλθε στη Φωκίδα το 927 μ.Χ. και εγκαταστάθηκε οριστικά στο όρος Στείριον (Στείρι) κοντά στην ομώνυμη σημερινή Κοινότητα της επαρχίας Λεβαδείας. Εκεί με άλλους μοναχούς έκτισε Μονή, και η μεγάλη του πνευματικότητα τον έκανε ν’ αποκτήσει φήμη Άγιου σ’ όλη την περιοχή. Πέθανε στις 7 Φεβρουαρίου του 953 μ.Χ.
Το αδιάφθορο Λείψανο του Οσίου Λουκά του Στειριώτη φυγαδεύτηκε στη Δύση μέσω Άρτας και Βοσνίας, λόγω της προελάσεως των Οθωμανών. Τον Αύγουστο του 1463 μ.Χ. έφθασε στη Βενετία, όπου έγινε δεκτό ως Λείψανο του Ευαγγελιστού Λουκά. Η απόδοση του Λειψάνου στον Όσιο Λουκά τον Στειριώτη άρχισε τον 19ο μ.Χ. αιώνα και κορυφώθηκε το 2001 μ.Χ. με την εγγραφή του Αγίου στο Νέο Ρωμαϊκό Μαρτυρολόγιο από τον Πάπα Ιωάννη Παύλο Β’. Το 1986 μ.Χ., μετά από ενέργειες του τότε Μητροπολίτη Θηβών και Λεβαδείας Ιερωνύμου, η ρωμαιοκαθολική Εκκλησία επέστρεψε το Λείψανο στην Εκκλησία της Ελλάδος και κατατέθηκε στη Μονή του. Πάντως το πρόβλημα της γνησιότητας του Λειψάνου του Οσίου Λουκά παραμένει εφ’ όσον το λείψανο που επιστράφηκε φέρει Κάρα και στη Μονή Φιλοθέου Αγίου Όρους φυλάσσεται Κάρα που αποδίδεται στον ίδιο Άγιο.
2.
Ο όσιος Παρθένιος καταγόταν από κάποια κωμόπολη της Βιθυνίας και έζησε κατά τους χρόνους του Μ. Κωνσταντίνου (324 – 337 μ.Χ.). Ήταν υιός του διακόνου της Εκκλησίας της Μελιτοπόλεως Χριστοφόρου, από τον οποίο εδιδάχθηκε την ορθόδοξη πίστη.
Ο Άγιος από την παιδική του ηλικία προέκοπτε στην αρετή και την ευσέβεια. Ο τρόπος με τον οποίο ο Κύριος αλίευσε τους αποστόλους, που ήσαν ψαράδες, τον έκανε να αγαπήσει την αλιεία. Κα όταν έριχνε τα δίχτυα του στην Απολλωνιάδα λίμνη και τα ανέσυρε γεμάτα ψάρια, αισθανόταν ότι εργαζόταν σε ένα από τα πλοιάρια του Αποστόλου Πέτρου ή του Ιωάννου.
Τα χρήματα που εισέπραττε από την πώληση των ψαριών δεν τα κρατούσε για τον εαυτό του αλλά τα εμοίραζε στους πτωχούς από αγάπη προς αυτούς. Γι αυτό κι όταν τον ευχαριστούσαν έλεγε: « Διατί με ευχαριστείτε; Δεν έχω καμία τέτοια αξίωση. Μήπως είμαστε ξένοι; Εμείς είμαστε αδελφοί. Τι δε απλούστερο και φυσικότερο από το να βοηθά αδελφός τους αδελφούς;»
Για την ενάρετη αυτού παρουσία ο Επίσκοπος Μελιτοπόλεως Φίλιππος (ή Φιλητός) τον εχειροτόνησε πρεσβύτερο. Αργότερα ο Επίσκοπος Κυζίκου Αχίλλιος (ή Ασχόλιος) τον εχειροτόνησε Επίσκοπο Λαμψάκου.
Η αρετή και η ευσέβεια που έκρυβε στην ψυχή του ήταν τόσο μεγάλη, ώστε ο Θεός τον προίκισε με το χάρισμα της θαυματουργίας, για να μπορέσει να εκδιώκει τους δαίμονες από τους ανθρώπους και να θεραπεύει κάθε είδους ασθένεια. Γι αυτό προσφεύγουν σε αυτόν ιδιαίτερα οι πάσχοντες από την επάρατη νόσο του καρκίνου. Ο Άγιος ήταν ο πράος, ο υπομονετικός, ο φιλόξενος, ο μακρόθυμος, ο άγγελος της ομόνοιας, ο ενθαρρύνων τους μετανοούντες, ο πρόθυμος για το ποίμνιό του. Ο Όσιος Παρθένιος εκοιμήθηκε εν ειρήνη. Τμήμα της τιμίας κάρας αυτού φυλάσσεται στην ιερά μονή Μακρυμάλλη, της Ι. Μητροπόλεως Χαλκίδος.