Απόστολος: Β΄ Τιμ. γ΄ 10-15
Ευαγγέλιο: Λουκ. ιη΄ 10-14
1.
«Άνθρωποι δύο ανέβησαν εις το ιερόν προσεύξασθαι »
Πίσω από την λαμπρότητα και αίγλη του σημερινού τρόπου ζωής, πίσω από τη φαινομενική ευτυχία και ευημερία, ο σημερινός άνθρωπος ζει ένα μεγάλο δράμα που του καθιστά μαρτυρική τη ζωή. Είναι το δράμα των ψυχικών συγκρούσεων. Βλέπεις τον συνάνθρωπο σου πάντα χαρούμενο, ευχάριστο και χαμογελαστό, ευδιάθετο και αεράτο; Αν τον συναναστραφείς περισσότερο και του αφαιρέσεις το προσωπείο θα φρίξεις από το θέαμα που θα συναντήσεις. Κάτω από την εξωτερική ευτυχία θα διακρίνεις τη θλίψη, τον φόβο και το άγχος. Και το δράμα δεν βρίσκεται μόνο εδώ αλλά κυρίως στην επιμονή του ανθρώπου να αγνοεί τη νευρωτική του κατάσταση και να αποδίδει την ύπαρξη των ψυχικών του συγκρούσεων σε άλλα αίτια.
Η σημερινή παραβολή δεν μας μιλάει μόνο για την απεχθή υπερηφάνεια του Φαρισαίου και την συμπαθή ταπεινοφροσύνη του τελώνη. Μας υποδεικνύει μέθοδο απαλλαγής μας από τη νευρωτική κατάσταση που δημιουργεί στην ψυχή μας η αμαρτία. Σοφά η Εκκλησία τοποθέτησε σήμερα στην αρχή του Τριωδίου αυτή την περικοπή για να υποδείξει σε όσους θέλουν να ελευθερωθούν μια για πάντα από τα ψυχολογικά τους συμπλέγματα, ψυχολογική μέθοδο θεραπείας. Η ασκητική του Τριωδίου με τη νηστεία και την προσευχή τότε θα έχει ευεργετικά αποτελέσματα για κάθε αγωνιζόμενο άνθρωπο αν συνοδεύεται από την τελωνική αυτογνωσία.
Ο Φαρισαίος ήταν ευσεβής, προσηλωμένος στο Μωσαϊκό Νόμο, ακριβοδίκαιος, τυπικός, παραδοσιακός ανυποχώρητος, άνθρωπος προσευχής. Ζητούσε με την πιστή εφαρμογή του Νόμου να εξαγοράσει τον Παράδεισο. Δεν τον ενδιέφερε η αθέατη πλευρά της ψυχής του. Ότι έπραττε, το έπραττε «προς το θεαθήναι», για να βλέπουν και παραδειγματίζονται οι άνθρωποι. Ήταν με ένα λόγο
υποκριτής. Η εσωτερική του κουφότητα εκφράζεται στην στάση του στο ναό. «Σταθείς προς εαυτόν», αγέρωχος, χωριστά από τους άλλους, μπροστά στο ιερό θυσιαστήριο, άρχισε να επαινεί τον εαυτό του και να κατακρίνει τους άλλους. Δεν αισθάνθηκε την ανάγκη να ζητήσει κάτι από το Θεό. Δεν βλέπει καμιά έλλειψη στον εαυτό του. Παρατηρεί μόνο τον αμαρτωλό Τελώνη, τον οποίο εξευτελίζει:«Ουκ ειμί ώσπερ οι λοιποί των ανθρώπων, άρπαγες, άδικοι, μοιχοί, ή και ως ούτος ο τελώνης». Ο Τελώνης ήταν αμαρτωλός, όπως τον περιέγραψε ο Φαρισαίος. Στην εξάσκηση του επαγγέλματος του είχε αδικήσει, είχε αρπάξει, είχε εξαπατήσει. Γι’ αυτό με πλήρη συναίσθηση της αμαρτωλότητάς του εισέρχεται με φόβο στο Ναό και στέκεται σε μια γωνιά για να ζητήσει το έλεος του Θεού. Όπως οι λεπροί μένουν μακριά από τους υγιείς έτσι και εκείνος. Δεν πλησιάζει, τρέμει από δέος, δεν τολμά ούτε τα μάτια του να σηκώσει στο Θεό,. Γονατίζει, σκύβει, ενδοσκοπεί τα κρυφά της ψυχής του και μετανοημένος για ότι κακό έπραξε, κτυπά το στήθος του λέγοντας με δάκρυα στο Θεό: «Ο Θεός, ιλάσθητι μοι τω αμαρτωλώ» Αναγνωρίζει και ομολογεί την αμαρτωλότητά του και καταφεύγει στο έλεος του Θεού.
Και οι δυο είναι άνθρωποι με ψυχικές συγκρούσεις που ακολουθούν δυο αντίθετους δρόμους. Ο Φαρισαίος απωθεί τις εσωτερικές συγκρούσεις που σαν άνθρωπος αδύναμος οπωσδήποτε έχει, ενώ ο τελώνης αναγνωρίζει και ομολογεί. Ο Φαρισαίος είναι εσωτερικά διχασμένος, άλλα λέει και άλλα ζει, ενώ ο Τελώνης δεν συγκρούεται με τον εαυτό του, αλλά απόλυτα βεβαιωμένος για την αμαρτωλότητά του λέει εκείνο, όπου ζει. Ο Φαρισαίος ζητεί να ελαφρύνει τν ενοχή του συγκρίνοντας τον εαυτό του με άλλους. Ο Τελώνης δεν κάνει συγκρίσεις, αλλά επιτίθεται εναντίον του εαυτού του και βεβαιώνει την ενοχή του με τρόπο καθολικό. Δεν αρκείται να ζήσει τη μετάνοια του μόνο εσωτερικά, αλλά αποβάλλοντας τη μάσκα της αξιοπρέπειας και με το κτύπημα στο στήθος τη διακηρύττει στους γύρω ανθρώπους που τον παρατηρούν. Ο Φαρισαίος με ότι λέει ζητεί να εντυπωσιάσει τον κόσμο από τον οποίο αναμένει αναγνώριση της αγιότητας του. Ο Τελώνης αδιαφορεί για τον κόσμο και στρέφει το νου στον εσωτερικό του κόσμο μέσα από τον οποίο αναζητεί το Θεό.
Ήταν φυσικό με το δρόμο που ακολούθησε ο Φαρισαίος να μη αισθάνθηκε καμιά χαρά από την προσευχή του. Αυτή δεν ήταν προσευχή, ήταν βλασφημία. Ο Τελώνης όμως με τη σιωπηλή του μετάνοια ελευθερώθηκε από τον όγκο της ενοχής. Αυτό βεβαιώνει και ο ίδιος ο Κύριος: «λέγω υμίν, κατέβη ούτος δεδικαιωμένος εις τον οίκον αυτού ή γαρ εκείνος· ότι πας ο υψών εαυτόν ταπεινωθήσεται, ο δε ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται».
Από όλους ομολογείται, ότι το άγχος είναι το κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα της εποχής μας. Μικροί και μεγάλοι υποφέρουν από νευρωτικές διαταραχές που όταν δεν αντιμετωπιστούν έγκαιρα οδηγούν τον άνθρωπο στο νευροψυχίατρο και στην κλινική. Υπαίτιος αυτή της αφόρητης κατάστασης είναι ο ίδιος ο άνθρωπος που απομακρύνθηκε από το Θεό και άφησε την αμαρτία να περάσει ανενόχλητη σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής του. Πανανθρώπινο επιτακτικό αίτημα είναι η απελευθέρωση από τις ψυχονευρωτικές συγκρούσεις. Πως όμως; Με ποιο τρόπο θα ξαναβρεί ο αγχώδης άνθρωπος την ηρεμία του; Πως θα ειρηνεύσει την επαναστατημένη συνείδησή του; Πως θα ελευθερωθεί από τις ενοχικές συγκρούσεις; Με τα ψυχοφάρμακα και τις εκδρομές. Ή μήπως με τη διασκέδαση και την ανεμελιά; Η προσευχή και η νηστεία φτάνουν για να του τακτοποιήσουν τον εσωτερικό κόσμο, ή μήπως απαραίτητες είναι οι εσωτερικές μυστικές διεργασίες της αυτογνωσίας και της μετάνοιας; Αναμφισβήτητα ναι. Γι’ αυτό πριν τη νηστεία και την προσευχή έρχεται σήμερα η Εκκλησία να μας πει: Θέλεις να απαλλαγείς από τη συνειδησιακή σου αγωνία; Πρώτα συνειδητοποίησε τα λάθη σου. Αναγνώρισε τον πραγματικό σου χαρακτήρα. Παραδέξου την προσωπική σου ενοχή. Όσο κι αν είσαι ευσεβής και καλός μην αφήσεις να σχηματιστεί στην ψυχή σου η υποκριτική φαρισαϊκή εντύπωση. Αν ερευνήσεις περισσότερο θα ανακαλύψεις πολλές ελλείψεις και πολλά λάθη.
Από τη στιγμή που θα παραδεχθείς και θα αναγνωρίσεις τα αμαρτήματα σου ήδη εισήλθες στη διαδικασία της λύσεως του Θεού. Είσελθε στην Εκκλησία.
Γονάτισε στα πόδια του Εσταυρωμένου του εξομολογητηρίου και σαν τον Τελώνη με δάκρυα παρακάλεσε τον πολυέλεο Ιησού: «Ο θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ».
Ο Τελώνης σήμερα μας παραδίδει μια τέλεια ψυχολογική μέθοδο απαλλαγής μας από τις ενοχικές καταστάσεις της ψυχής που συνοψίζεται σε τρεις λέξεις: αυτογνωσία – ομολογία – συντριβή.
Γιώργος Σαββίδης
2.
Η ΘΕΑΡΕΣΤΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ
Τελώνου καὶ Φαρισαίου: Λουκ. ιη΄10-14
Εἶπεν ὁ Κύριος τὴν παραβολὴν ταύτην· ἄνθρωποι δύο ἀνέβησαν εἰς τὸ ἱερὸν προσεύξασθαι, ὁ εἷς Φαρισαῖος καὶ ὁ ἕτερος τελώνης. ὁ Φαρισαῖος σταθεὶς πρὸς ἑαυτὸν ταῦτα προσηύχετο· ὁ Θεός, εὐχαριστῶ σοι ὅτι οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων, ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί, ἢ καὶ ὡς οὗτος ὁ τελώνης· νηστεύω δὶς τοῦ σαββάτου, ἀποδεκατῶ πάντα ὅσα κτῶμαι. καὶ ὁ τελώνης μακρόθεν ἑστὼς οὐκ ἤθελεν οὐδὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς εἰς τὸν οὐρανὸν ἐπᾶραι, ἀλλ᾿ ἔτυπτεν εἰς τὸ στῆθος αὐτοῦ λέγων· ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ. λέγω ὑμῖν, κατέβη οὗτος δεδικαιωμένος εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ ἢ γὰρ ἐκεῖνος· ὅτι πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, ὁ δὲ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται.
Η ΘΕΑΡΕΣΤΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ
«Κατέβη οὗτος δεδικαιωμένος εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ ἢ γὰρ ἐκεῖνος»
Κυριακὴ τοῦ Τελώνου καὶ Φαρισαίου σήμερα καὶ στὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο ἀκούσαμε τὴν Παραβολὴ ποὺ μᾶς παρουσιάζει ἀκριβῶς αὐτὰ τὰ δύο πρόσωπα: τὸν Φαρισαῖο καὶ τὸν τελώνη. Καὶ οἱ δύο ἀνέβηκαν στὸ Ναὸ τῶν Ἱεροσολύμων γιὰ νὰ προσευχηθοῦν. Στὸν ἴδιο Ναὸ πῆγαν. Ὄχι ὅμως μὲ τὴν ἴδια διάθεση. Τὸ ἀπέδειξαν αὐτὸ μὲ τὴ στάση τους καὶ τὰ λόγια τους. Καὶ τελικὰ ὁ τελώνης ἔφυγε δικαιωμένος, συγχωρημένος, ὄχι ὅμως καὶ ὁ Φαρισαῖος. «Κατέβη οὖτος δεδικαιωμένος εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ ἢ γὰρ ἐκεῖνος». Ἂς μαθητεύσουμε λοιπὸν στὸν τρόπο τῆς προσευχῆς τοῦ τελώνου, ὑπογραμμίζοντας τρία στοιχεῖα τῆς θεάρεστης προσευχῆς του.
- ΦΟΒΟΣ ΘΕΟΥ
Ὁ τελώνης ἀπὸ σεβασμὸ καὶ εὐλάβεια στεκόταν «μακρόθεν», μακριὰ ἀπὸ τὸ ἱερὸ θυσιαστήριο καὶ «οὐκ ἤθελεν οὐδὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς εἰς τὸν οὐρανὸν ἐπᾶραι». Δὲν εἶχε τὴν τόλμη ὄχι μόνο τὰ χέρια του ἀλλ’ οὔτε τὰ μάτια του νὰ ὑψώσει πρὸς τὸν οὐρανό. Μὲ κατεβασμένο τὸ βλέμμα καὶ συγκεντρωμένο τὸ νοῦ προσευχόταν στὸν Θεὸ νὰ τὸν λυπηθεῖ γιὰ τὸ κατάντημά του. Οὔτε ἔλεγε περιττοὺς λόγους, οὔτε ἔκανε ἐπιδεικτικὲς κινήσεις, οὔτε περιέφερε τὸ βλέμμα του δεξιὰ κι ἀριστερά. Ἡ ὅλη στάση του φανέρωνε εὐλάβεια, συστολή, φόβο Θεοῦ.
Ἂν ὁ τελώνης αἰσθανόταν ἔτσι στὸ Ναὸ τῶν Ἱεροσολύμων, ὅπου ὅλα ἦταν τύπος καὶ σκιὰ τῆς ἀληθινῆς λατρείας, πῶς πρέπει ἄραγε νὰ αἰσθανόμαστε ἐμεῖς μέσα στοὺς χριστιανικοὺς Ναούς μας, ὅπου φανερώνεται αὐτὸς ὁ Τριαδικὸς Θεός; Τὸ ψάλλουμε στὴν ἐκκλησία: «Ἐν τῷ ναῷ ἑστῶτες τῆς δόξης σου ἐν οὐρανῷ ἑστάναι νομίζομεν». Ἂν μέσα στὸ ναὸ συναισθανόμασταν ὅτι βρισκόμαστε στὸν οὐρανό, τότε μὲ πολὺ φόβο Θεοῦ καὶ περισσὴ εὐλάβεια θὰ πλησιάζαμε καὶ θὰ προσφέραμε τὴν ταπεινὴ λατρεία μας.
- ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΟΣΥΝΗ
Τὸ δεύτερο στοιχεῖο ποὺ εἶχε ἡ προσευχή του ἦταν ἡ ταπεινοφροσύνη. Ὁ τελώνης συναισθανόταν βαθιὰ τὴν ἁμαρτωλότητά του. Τὸ ὁμολογοῦσε: «Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ». Τὰ λόγια αὐτὰ δὲν τὰ ἔλεγε τυπικά. Αἰσθανόταν ἔνοχος καὶ ἐξαρτοῦσε τὴ σωτηρία του ἐξ ὁλοκλήρου ἀπὸ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ἡ ταπείνωσή του ἦταν εἰλικρινής. Γι’ αὐτό, σημειώνει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, ὁ τελώνης «οὐκ ἤλγησεν ἐπὶ τῇ κατηγορίᾳ, ἀλλὰ κατεδέξατο τὸ εἰρημένον μετ’ εὐγνωμοσύνης»· δὲν ἀντέδρασε στὰ περιφρονητικὰ λόγια τοῦ Φαρισαίου, οὔτε πόνεσε ἀπὸ τὴν κατηγορία, ἀλλὰ δέχθηκε μὲ εὐγνωμοσύνη τὸν πικρὸ λόγο, διότι πίστευε ὅτι τοῦ ἄξιζε. Τόσο μεγάλο ἀγαθὸ εἶναι ἡ ταπεινοφροσύνη!
Πόσο πολὺ μᾶς διδάσκει τὸ ταπεινό του φρόνημα! Μπορεῖ κι ἐμεῖς νὰ ὀνομάζουμε τὸν ἑαυτό μας ἁμαρτωλό, νὰ ἀπαγγέλλουμε στὴν προσευχή μας τὰ ἴδια λόγια «Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ», ἀλλὰ ὅταν μᾶς ὑποδείξουν ἕνα λάθος, ὅταν μᾶς κατηγορήσουν, ἀμέσως ἀντιδροῦμε καὶ στενοχωριόμαστε. Μήπως τελικὰ δὲν τὸ πιστεύουμε αὐτὸ τὸ «ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ»; Ἡ ταπεινοφροσύνη ἀπαιτεῖ τόλμη καὶ εἰλικρίνεια κι εἶναι αὐτὴ ποὺ ἑλκύει τὴ χάρη καὶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ.
- ΜΕΤΑΝΟΙΑ
Τὸ τρίτο στοιχεῖο ποὺ εἶχε ἡ προσευχή του ἦταν ἡ μετάνοια. Καὶ μάλιστα μετάνοια βαθιὰ καὶ εἰλικρινής. Ὁ τελώνης «ἔτυπτεν εἰς τὸ στῆθος αὐτοῦ λέγων· ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ». Χτυποῦσε τὸ στῆθος του διότι ἐκεῖ βρίσκεται ἡ καρδιά, τὸ κέντρο ὅλων τῶν ἁμαρτωλῶν ἐπιθυμιῶν καὶ διαθέσεων τοῦ ἀνθρώπου. Δὲν κατηγοροῦσε τοὺς ἄλλους, δὲν μεταβίβαζε εὐθύνες, οὔτε πρόβαλλε δικαιολογίες γιὰ τὶς πράξεις του. Δὲν ἔλεγε «παρασύρθηκα», «εἶναι ἡ φύση τοῦ ἐπαγγέλματός μου τέτοια ποὺ μὲ ἀναγκάζει νὰ παρανομήσω» καὶ ἄλλα παρόμοια. Παραδεχόταν ὅτι αὐτὸς καὶ μόνο αὐτὸς ἔφταιγε γιὰ τὸ κατάντημά του καὶ κατηγοροῦσε τὸν ἑαυτό του.
Αὐτὴ εἶναι πραγματικὴ μετάνοια. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ μὲ τέτοια εἰλικρινὴ διάθεση καταφεύγει στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀπολύτως βέβαιο ὅτι θὰ βρεῖ συγχώρηση ἀπὸ τὸν Θεό. «Καρδίαν συντετριμμένην καὶ τεταπεινωμένην ὁ Θεὸς οὐκ ἐξουδενώσει» (Ψαλμ. ν΄ [50] 19). Τὴ συντετριμμένη καρδιὰ ὁ Θεὸς ποτὲ δὲν θὰ τὴν ἀπορρίψει. Ὁ φιλάνθρωπος Θεὸς ποὺ ἐπιθυμεῖ τὴ σωτηρία ὅλων τῶν ἀνθρώπων δέχεται τὴ μετάνοια κάθε ἁμαρτωλοῦ, ὅπως ἀκριβῶς καὶ τοῦ τελώνη τῆς σημερινῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς.
Καθὼς σήμερα ἀνοίγει ἡ κατανυκτικὴ περίοδος τοῦ Τριωδίου, κατὰ τὴν ὁποία ὅλο καὶ πιὸ συχνὰ θὰ ἔχουμε τὴν εὐκαιρία νὰ προσερχόμαστε στοὺς ἱεροὺς Ναούς μας γιὰ νὰ προσευχηθοῦμε καὶ νὰ λατρεύσουμε τὸν Κύριο, ἂς φέρνουμε συχνὰ στὸ νοῦ μας τὴν Παραβολὴ αὐτὴ τοῦ Κυρίου. Κι ἂς ἀκολουθήσουμε τὴν προτροπὴ τοῦ ἱεροῦ ὑμνογράφου: «Μὴ προσευξώμεθα φαρισαϊκῶς, ἀδελφοί» ἀλλὰ «τελωνικῶς διὰ νηστείας κράζοντες· ἱλάσθητι ἡμῖν ὁ Θεὸς τοῖς ἁμαρτωλοῖς». Ἂς συμμετέχουμε κι ἐμεῖς στὶς ἱερὲς Ἀκολουθίες μὲ φόβο Θεοῦ, μὲ ταπεινοφροσύνη καὶ εἰλικρινὴ μετάνοια γιὰ νὰ χαρίσει καὶ σ’ ἐμᾶς ὁ πανάγαθος Θεὸς αὐτὸ ποὺ ἔλαβε καὶ ὁ τελώνης: τὴ δικαίωση καὶ τὴ σωτηρία.
3
ΙΣΤ΄ ΛΟΥΚΑ – ΤΕΛΩΝΟΥ ΚΑΙ ΦΑΡΙΣΑΙΟΥ
«Ο Θεός, ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ»
Εισερχόμαστε με τη δύναμη του Πανάγαθου Θεού στο ευλογημένο στάδιο του Τριωδίου, το οποίο αποτελεί ευκαιρία για να εγκολπωθούμε στη ζωή μας βασικές πνευματικές αρετές και να αποκομίσουμε πλούσια εν Χριστώ καρποφορία. Ειδικότερα, τη σημαντική αυτή περίοδο του Τριωδίου ανοίγει η Εκκλησία μας με λατρευτικές ευκαιρίες που εκτοξεύουν τον άνθρωπο σε αναβάσεις πνευματικής ωφέλειας και καλλιέργειας. Άξονας βασικότατος γύρω από τον οποίο περιστρέφεται η πνευματική ζωή είναι η μετάνοια του ανθρώπου, η οποία περνά μέσα από την αρετή της ταπεινοφροσύνης και την απόταξη της κακίας και του εγωισμού.
Η εμβέλεια της παραβολής
Η σημερινή πρώτη Κυριακή του Τριωδίου ονομάζεται του Τελώνου και του Φαρισαίου από την ομώνυμη παραβολή. Θέλει ακριβώς να στείλει ξεκάθαρο το μήνυμα ότι η πνευματική πορεία που διακλαδώνεται μέσα από τη μετάνοια περνά απαραιτήτως και από το κανάλι της συναίσθησης της αμαρτωλότητάς μας.
Ο Φαρισαίος της παραβολής ήταν, ο κατά τα άλλα, «θρησκευτικός» και «ενάρετος» άνθρωπος της εποχής του. Εφάρμοζε τις εντολές του Θεού, αλλά μόνο εξωτερικά, τυπικά και επιφανειακά. Η θρησκευτικότητά του ήταν μια αποθέωση της τυπολατρίας. Η προσευχή του δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια στείρα επίδειξη ικανοτήτων και κατορθωμάτων, για τα οποία και καμάρωνε τον εαυτό του. Ακριβώς, αυτός ο εγκλωβισμός στον εαυτό του δεν του επέτρεπε να κοιτάξει καθαρά κανένα άλλο. Η υπερηφάνεια του τον μετέβαλε σε μια εσωτερικά διχασμένη και δυστυχισμένη ύπαρξη. Δυστυχώς και ο κόσμος σήμερα αντανακλά εν πολλοίς την παθογένεια του Φαρισαίου.
Έξοδος από αδιέξοδα
Πώς μπορεί όμως ο άνθρωπος να αποφύγει τις πιο πάνω παγίδες; Ακριβώς, με τη στάση του Τελώνη η Εκκλησία μάς βοηθά να εξέλθουμε από αυτό τον φαύλο κύκλο και τα φοβερά αδιέξοδα της ζωής. Ο Τελώνης συναισθανόταν την αμαρτωλότητά του. Για την όποια κατάντια του που συναισθανόταν μεμφόταν μόνο τον εαυτό του. Παρά την αμαρτωλότητά του αναγνώριζε την παρουσία του Θεού μέσα από τους άλλους ανθρώπους. Η σωτήρια ελπίδα που εμφιλοχωρούσε στην καρδιά του ήταν η συμπάθεια, το έλεος, η αγάπη και η συγχώρηση του Θεού. Γι’ αυτό, εκείνο που έβγαινε μέσα από το στόμα του δεν ήταν λόγος εγωιστικός, αλλά λόγος ταπείνωσης: «ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ».
Βλέπουμε ακριβώς μέσα από το πρόσωπο του Τελώνη ν’ αποκαλύπτεται ένα μεγάλο θαύμα που είχε συντελεσθεί στο βάθος της ψυχής του. Είχε εγκολπωθεί την υψοποιό αρετή της ταπεινοφροσύνης. «Στολή της θεότητος εστίν η ταπεινοφροσύνη», τονίζουν οι Πατέρες της Εκκλησίας μας. Η ταπείνωση είναι τελικά το θεμέλιο της μετάνοιας που προβάλλει σαν κύριο στοιχείο της πνευματικής ζωής που ξανοίγεται μπροστά μας την περίοδο του Τριωδίου.
Αγαπητοί αδελφοί, ο υπερήφανος Φαρισαίος, που η περίπτωσή του αποτυπώνεται με διάφορες μορφές σε όλες τις εποχές, αναγκάζεται να προσγειωθεί οδυνηρά γιατί εξαρτά την ύπαρξή του μόνο από τις επιδοκιμασίες, τα χειροκροτήματα και τις επευφημίες των άλλων ανθρώπων. Η Εκκλησία πολύ σοφά μάς προτρέπει ν’ ακολουθήσουμε το παράδειγμα του Τελώνη: «Φαρισαίου φύγωμεν υψηγορίαν και τελώνου μάθωμεν το ταπεινόν εν στεναγμοίς, προς τον Σωτήρα κραυγάζοντες «ίλαθι μόνε ημίν ευδιάλλακτε».
Χριστάκης Ευσταθίου, Θεολόγος
4.
«Ἄνθρωποι δύο ἀνέβησαν εἰς
τὸ ἱερὸν προσεύξασθαι…».
(†) ἐπισκόπου Γεωργίου Παυλίδου Μητροπολίτου Νικαίας
Ἡ σημερινὴ παραβολὴ, ἀγαπητοί μου, εἶναι μιὰ ὁλοζώντανη ζωγραφιά. Μιὰ ζωγραφιὰ ψυχῶν. Ἐπῆρε τὸ πινέλο ὁ Χριστὸς καὶ παρουσίασε μὲ μιὰ καταπληκτικὴ παραστατικότητα δύο τύπους. τὸν Φαρισαῖον καὶ τὸν Τελώνη.
Εἶναι δύο ἄνθρωποι τελείως διαφορετικοί. Δύο ξεχωριστοί κόσμοι. Ἡ μελέτη αὐτῶν τῶν τύπων θὰ μᾶς ὠφελήσῃ πολὺ. Θὰ μᾶς ἀποκαλύψῃ πολλὰ μυστικὰ τῆς ψυχῆς. Θὰ μᾶς προφυλάξῃ, ἴσως, ἀπὸ παρόμοια λάθη.
Δι’ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία μας ἀρχίζει τὸ Τριώδιον, τὴν περίοδον τῆς αὐτοπερισυλλογῆς, μὲ τὴν παραβολὴν αὐτή. Διὰ νὰ μᾶς διξάξῃ.
Ἄς τὴν παρακολουθήσουμε.
1.«…ὁ εἰς Φαρισαῖος…»
Εἶναι ὁ διδάσκαλος τοῦ λαοῦ. Εἶναι ἐπίσημον πρόσωπον, ποὺ τιμᾷ ἰδιαιτέρως ὁ κόσμος. Μὲ ὕφος, λοιπόν, ἐγωϊστικόν· μὲ κινήσεις ἐπιδεικτικές, μὲ βῆμα ἀλύγιστον, διασχίζει τὸ πλῆθος, ἀνεβαίνει εἰς τὸ ἱερὸν καὶ στέκεται εἰς τὸ ὑψηλότερον σημεῖον διὰ νὰ φαίνεται ἀπὸ παντοῦ. Σηκώνει τὰ χέρια του πρὸς τὸν οὐρανὸν καὶ ἀρχίζει μὲ δυνατὴν φωνήν, διὰ νὰ τὸν ἀκοῦνε ὅλοι, νὰ ἀπαριθμῇ τὶς ἀρετὲς του.
«Νηστεύω, λέγει, δυὸ φορὲς τὴν ἑβδομάδα (Δευτέρα καὶ Πέμπτην)· κάνω ἐλεημοσύνες· μοιράζω στοὺς πτωχοὺς τὸ δέκατον τῶν εἰσοδημάτων μου». Πρῶτον, λοιπόν, στοιχεῖον τοῦ Φαρισαίου:
α) Ἡ α ὐ τ ο δ ι α φ ή μ ι σ ι ς.
Τὸ ἴδιο ὅμως, ἀδελφέ μου, κάνει καὶ ὁ σύγχρονος Φαρισαῖος. Δημιουργεῖ θόρυβον γύρω ἀπὸ τὸ ὄνομά του. Ὅ,τι καὶ νὰ κάμῃ, θέλει νὰ τὸ γράψουν αἱ ἐφημερίδες. Διαφημίζει τὴν ἀρετὴν του. Καυχᾶται διὰ τὰς ἐπιτυχίας του. Θέλει καὶ ὅλοι οἱ ἄλλοι νὰ τὸν ἀναγνωρίζουν ὡς ἄνθρωπον ἀρετῆς καὶ δυνάμεως καὶ δραστηριότητος.
Καὶ λησμονεῖ ὁ ταλαίπωρος, ὅτι εἶναι αἱ ἁμαρτίαι μας βουνὸ ἑνώπιον τοῦ Θεοῦ. «Ἐὰν ἀνομίας παρατηρήσῃς Κύριε, Κύριε, τίς ὑποστήσεται;» λέγει ὁ Ψαλμωδός. Ἐὰν ὁ Θεὸς ἤθελε νὰ μᾶς κρίνῃ ὄχι μὲ τὴν ἀγάπη Του, ἀλλὰ μὲ τὴν δικαιοσύνη Του, ἀλλοίμονόν μας τότε. Δὲν θὰ ἐσώζετο κανεὶς ἀπολύτως.
Καὶ ἐὰν ὅλοι οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας ἠσθάνοντο τὸν ἑαυτόν των μηδαμινὸν καὶ σκώληκα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ· ἐὰν ὁ Ἀπ. Παῦλος ὠνόμαζε τὸν ἑαυτὸν του «ἔκτρωμα» (Α΄ Κορ. ιε΄, 8), ποῖοι εἴμεθα τώρα ἡμεῖς νὰ καυχώμεθα καὶ νὰ ὑπερηφανευθῶμεν διὰ τὰς ἀρετὰς μας καὶ τὶς καλωσύνες μας;
Θεέ μου! Πῶς γίνεται, ἀλήθεια, ὁ ἄνθρωπος, ὅταν παύσῃ νὰ ζῇ μέσα στὸ δικό Σου πνεῦμα!
Μωραίνεται, ἐξευτελίζεται, καταστρέφεται τελείως.
β) Ἡ κ α τ ά κ ρ ι σ ι ς
Ἀλλ’ ὁ Φαρισαῖος δὲν σταματᾷ ἐκεῖ. Προχωρεῖ. Κατακρίνει τοὺς πάντας μὲ δριμύτητα καὶ σκληρότητα. «Ὅλοι, λέγει, εἶναι ἅρπαγες, ἄδικοι, ἀνήθικοι, ὅπως καὶ αὐτὸς ἐδῶ ὁ Τελώνης. Μόνον ἐγὼ εἶμαι δίκαιος καὶ ἐνάρετος. Σὲ εὐχαριστῶ, διότι δὲν ἔγινε ὡσὰν αὐτούς».
Μαχαῖρι, ἀδελφέ μου, ἡ γλῶσσά του. Ὅλοι οἱ ἄλλοι ἁμαρτωλοί… Μόνον αὐτὸς εἶναι ὁ ἄγγελος! …
Φαρισαῖε!
Τί σοῦ ἔκαμαν οἱ ἄλλοι καὶ τοὺς κατηγορεῖς; Τί σοῦ ἔφταιξε καὶ ὁ ταλαίπωρος Τελώνης, ποὺ θρηνεῖ τὴ δυστυχία του; Γιατὶ κατηγορεῖς τόσο σκληρά; Γιατί δὲν συμπονᾶς τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους; Γιατὶ δὲν προσεύχεται γι’ αὐτούς; Ποιός εἶσαι ἔπειτα ἐσύ, ποὺ κατακρίνεις; Ποιός σοῦ ἔδωσε αὐτὸ τὸ δικαίωμα;
«Σὺ τίς εἶ ὁ κρίνων ἀλλότριον οἰκέτην;» (Ρωμ. ιδ΄4). Ταλαίπωρε Φαρισαῖε! Ὁ Θεὸς συγχωρεῖ τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ τοὺς χαρίζει τὴν εὐτυχίαν Του. Σὺ εἶσαι ὑπὲρ τὸν Θεόν; Σκληρὲ καὶ ἀνάγλητε ὑποκριτά!
Γεμάτη, ἀδελφέ, ἡ κοινωνία, δυστυχῶς, ἀπὸ Φαρισαίους. Κόλακες, θορυβοποιοί, ἐγωϊσταί, φίλαυτοι, συμφεροντολόγοι, καιροσκόποι, δουλοπρεπεῖς, ὑποκριταί, φυγόπονοι, διαλυτικὰ στοιχεῖα, φθονεροί, ἀσεβεῖς, ποὺ στὸ τέλος ταπεινώνονται καὶ συντρίβονται. Διότι τὸ εἶπε σαφῶς ὁ Κύριος:
«Πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται….»
Κύριε! Ἀπάλλαξε μας ἀπὸ τὸν φαρισαϊσμὸν καὶ χάρισε εἰς τὴν κοινωνίαν μας ἁγίους!
2. «….καὶ ὁ ἕτερος Τελώνης»
Σκυμμένος σὲ μιὰ γωνιὰ ὁ Τελώνης, θλιμμένος, θρηνεῖ χωρὶς νὰ ἠμπορῇ νὰ ὁμιλήσῃ. Οὔτε τὰ μάτια του δὲν τολμᾷ νὰ ὑψώσῃ πρὸς τὸν οὐρανόν. Δὲν κατηγορεῖ κανένα. Χτυπάει μόνον μὲ ὀδύνη τὰ στήθη του καὶ ζητεῖ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ὁ σκλαβωμένος ἀετός. Τὸν ἐπλήγωσεν ἡ ἁμαρτία μὲ τὸ φαρμεακερό της βέλος. Τοῦ ἔσπασε τὰ φτερὰ. Ὑποφέρει. Καὶ κράζει:
«Ὁ Θεὸς ἱλάσθητι μοι τῷ ἁματωλῷ!»
Μόνον αὐτὸ λέγει.
Ἀλήθεια, πῶς τὸν συμαπαθοῦμε;
Ἀδελφέ, ἡμεῖς εἴμεθα οἱ Τελῶναι. Ὁ ἕνας ἔφταιξεν εἰς τοῦτο· ὁ ἄλλος εἰς ἐκεῖνο. Ὅλοι εἴμεθα ὑπόλογοι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Ὅμως!
Ἄς μὴ λιποψυχήσωμε!
Ψηλὰ τὰ μάτια! Ἀνοιγμένες οἱ καρδιὲς!
Ὁ Κύριος εἶναι σπλαχνικός. Μᾶς δέχεται ὅλους. Δὲν τὸν ἀκοῦτε; «Δεῦτε πρὸς Μὲ πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι, κἀγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς» (Ματθ. ια΄ 28).
Ἐλᾶτε κοντά μου οἱ κουρασμένοι, οἱ φορτωμένοι μὲ ἀμαρτίες. Ἐγὼ θὰ σᾶς ξεκουράσω. Ναί. Ἐκεῖ ψηλά, μὴ λησμονοῦμεν, εἶναι στημένος ὁ Σταυρός. Γιὰ μένα καὶ γιὰ σᾶς ἐστήθηκε.
Γιὰ νὰ μᾶς σώσῃ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία.
Κουράγιο, λοιπόν. Οἱ Τελῶναι θὰ γεμίσουν τὸν Παράδεισον. Οἱ μετανοήσαντες Τελῶναι.
Διότι πρὶν τελειώσῃ ἡ παραβολή, ὁ Κύριος ἔκαμε τὴν πιὸ βαρυσήμαντη δήλωσι:
Ὅτι ἀπὸ τοὺς δύο, κατέβηκε δικαιωμένος στὸ σπίτι του ὄχι ὁ Φαρισαῖος, ἀλλ’ ὁ μετανοήσας ἁμαρτωλὸς Τελώνης. Διότι: «Ὁ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται».
Δὲν τὸν ἔσωσαν τὸν Φαρισαῖον αἱ νηστεῖαί του, οὔτε αἱ ἐλεημοσύναι του. Ἐδικαιώθη ὁ ἄλλος, ὁ ἁμαρτωλος, ἀλλὰ ταπεινὸς καὶ μεταμεληθεὶς Τελώνης. Πόσες τέτοιες ἐκπλήξεις θὰ ἴδῃ ὁ κόσμος εἰς τὴν ἄλλην ζωήν! Ἄνθρωποι, ποὺ ἐθεωροῦντο ἅγιοι, θὰ καταδικασθοῦν. Καὶ ἄλλοι πάλιν ποὺ ἐνομίζοντο ἁμαρτωλοί, θὰ κερδίσουν τὸ στεφάνι, διότι εἶχαν ἀληθινά μετανοήσει.
Ἀγαπητοί,
Ἦταν κάπου ἕνα ποτάμι. Μεγάλο καὶ πλατύ. Συχνὰ βάρκες ἔπλεαν καὶ μετέφεραν ἐμπορεύματα στὰ χωριά, ποὺ ἦσαν κτισμένα κατὰ μῆκος τοῦ ποταμοῦ. Κάποτε ἔπλεαν τρεῖς ἐπιβάτες μὲ μιὰ τέτοια βάρκα. Εἶχε βρέξει στὸ βουνό. Καὶ ξαφνινὰ κατέβασε πολὺ θολό, ὁρμητικό νερό. Ἡ βάρκα παρεσύρετο, τὰ κουπιὰ ἦσαν ἀνίσχυρα νὰ τὴν κατευθύνουν. Οἱ τρεῖς ἐκαλοῦσαν ἀπελπισμένοι εἰς βοήθειαν. Λίγο πιὸ κάτω ἦτο ἕνας τρομερὸς καταρράκτης. Ποιός ὅμως καὶ πῶς θὰ βοηθησῃ; Τότε κάποιοι ἐσκέφθηκαν νὰ ρίξουν μίαν ἁλυσίδα. Ἦταν μεγάλη. Ἔφθασε μέχρι τὴ βάρκα. Τὴν ἔπιασαν οἱ ἐπιβάται. Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ οἱ χωρικοὶ ἄρχισαν νὰ τὴν σύρουν.
Ἡ βάρκα ὅλο καὶ ἐπλησίαζεν εἰς τὴν ὄχθην.
Αἴφνης ὅμως…..τρομερόν ! Ἡ ἁλυσίδα ἐκόπηκε. Ἡ βάρκα βρέθηκε στὴ διάθεσι πάλιν τῶν ὑδάτων. Σὲ λίγο ὁ καταρράκτης εἶχε ρουφήξει τὴ βάρκα μὲ τοὺς ἀτυχεῖς ἐπιβάτας.
Τί εἶχε συμβεῖ; Ἡ ἁλυσίδα ἦταν γερή.
Ἕνας μόνον κρίκος ἦταν χαλασμένος. Ἄνοιξε αὐτὸς ἀπὸ τὴν πίεσι. Καὶ ἡ ἁλυσίδα ….ἐκόπηκε.
Ἀδελφέ,
Ἡ ζωὴ εἶναι ὁρμητικὸ ποτάμι. Κινδυνεύουμε ὅλοι ἀπὸ στιγμῆς εἰς στιγμήν. Εἶναι ἆρά γε οἱ κρίκοι τῆς ψυχῆς μας γεροί; Μήπως ἔχωμεν καμμίαν ἀδυναμίαν, κανένα ἐλάττωμα; Μήπως νομίζωμεν ὅτι ὅλα πᾶνε καλά, ἐνῷ δὲν εἶναι ἔτσι;
Καὶ ἄν ἕνα κρίκος εἶναι χαλασμένος;
Καὶ ἄν ἁμαρτίαι εἶναι μέσα μας ὅπως τοῦ Φαρισαίου;
Καὶ ἄν κοπῇ ἡ ἁλυσίδα;
Καὶ ἄν δὲν μετανοήσωμεν ὅπως ὁ Τελώνης;
Τότε τί θά γίνῃ ἡ ψυχή μας, ἀλήθεια, τότε;
Ἐπισκόπου Γεωργίου Παυλίδου
Μητροπολίτου Νικαίας
Λύχνος τοῖς ποσί μου
Λόγοι εἰς τὰ Εὐαγγέλια τῶν Κυριακῶν
Ἐκδόσεις Β΄
Ἀποστολική διακονία
τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
5.
Ο ΟΛΕΘΡΟΣ ΤΗΣ ΕΓΩΠΑΘΕΙΑΣ ΚΑΙ Η ΕΥΛΟΓΙΑ ΤΑΠΕΙΝΩΣΕΩΣ (Θεολογικό σχόλιο στην Κυριακή του Τελώνου και του Φαρισαίου) ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητού
Με τη χάρη και την ευσπλαχνία του Αγίου Θεού φθάσαμε για μια ακόμα φορά στο άγιο Τριώδιο, στην ιερότερη και κατανυκτικότερη εορτολογική περίοδο του εκκλησιαστικού έτους. Η μακρά αυτή περίοδος, η οποία αρχίζει την Κυριακή του Τελώνου και του Φαρισαίου και τελειώνει το Μεγάλο Σάββατο, είναι η πιο σημαντική χρονική περίοδος της Εκκλησίας μας, διότι δίνει την ευκαιρία σε μας τους πιστούς να συναισθανθούμε τη λαθεμένη πορεία της ζωής μας, να τη διορθώσουμε και να επανακαθορίσουμε τη στάση μας απέναντι στο Θεό και τους συνανθρώπους μας. Αυτή η προσωπική κάθαρση και διόρθωση της γήινης πορείας μας είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να μπορέσουμε, κεκαθαρμένοι και αλλαγμένοι, να εορτάσουμε το άγιο Πάσχα, σύμφωνα με την παύλειο προτροπή, όχι όπως οι Ιουδαίοι, τυπικά, «άλλ’ εν αζύμοις ειλικρινείας και αληθείας», αποβάλλοντας την παλαιά ζύμη της κακίας και της πονηρίας μας (Α΄ Κορ.5,8).
Η πρώτη Κυριακή του Τριωδίου είναι αφιερωμένη στην πολύ διδακτική παραβολή του Τελώνου και του Φαρισαίου, την οποία ο Κύριος διηγήθηκε, προκειμένου να διδάξει την θεοφιλή αρετή της ταπεινώσεως και να στηλιτεύσει την
εωσφορική έπαρση. Δίδαξε την παραβολή αυτή «προς τινας τους πεποιθότας αφ’ εαυτοίς ότι εισί δίκαιοι, και εξουθενούντας τους λοιπούς» (Λουκ.18,9). Δηλαδή πήρε αφορμή ο Χριστός από την υποκριτική στάση των Φαρισαίων, οι οποίοι ήθελαν να φαίνονται ως εκλεκτοί και αγαπητοί του Θεού, περιφρονώντας όσους δεν ανήκαν στην τάξη τους, ως ελεεινούς και μισητούς του Θεού.
Ο ευαγγελιστής Λουκάς, με τρόπο λιτό, αλλά σαφέστατο, διέσωσε την παραβολή αυτή ως εξής: «Άνθρωποι δύο ανέβησαν εις το ιερόν προσεύξασθαι, ο εις Φαρισαίος και ο έτερος τελώνης. Ο Φαρισαίος σταθείς προς ευατόν ταύτα προσηύχετο΄ ο Θεός ευχαριστώ σοι ότι ουκ ειμί ώσπερ οι λοιποί των ανθρώπων, άρπαγες, άδικοι, μοιχοί, ή και ως ούτος ο τελώνης΄ νηστεύω δις του σαββάτου, αποδεκατώ πάντα όσα κτώμαι. Και ο τελώνης μακρόθεν εστώς ουκ ήθελεν ουδέ τους οφθαλμούς εις τον ουρανόν επάραι, αλλ’ έτυπτεν εις το στήθος αυτού λέγων΄ ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ. Λέγω υμίν, κατέβη ούτος δεδικαιωμένος εις τον οίκον αυτού ή γαρ εκείνος΄ ότι πας ο υψών εαυτόν ταπεινωθήσεται, ο δε ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται» (Λουκ.18,10-14).
Η τάξη των Φαρισαίων εκπροσωπούσε την υποκρισία και την εγωιστική αυτάρκεια. Τα μέλη της, απόλυτα αποκομμένα από την υπόλοιπη ιουδαϊκή κοινωνία, αποτελούσαν, λαθεμένα, το μέτρο σύγκρισης της ευσέβειας και της ηθικής για τους Ιουδαίους. Ήταν δε τέτοια η ατομική τους έπαρση και αλαζονεία, ώστε είχαν καταντήσει αληθινοί τύραννοι του λαού. Ο Κύριος δεν παρέλειπε να κατακεραυνώνει τους Φαρισαίους στο κήρυγμά του και να στηλιτεύει την τυραννική τους επιβολή στο λαό. «Τότε ο Ιησούς ελάλησε τοις όχλοις και τοις μαθηταίς αυτού λέγων· επὶ της Μωσέως καθέδρας εκάθισαν οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι. πάντα ουν όσα εὰν είπωσιν υμίν τηρείν, τηρείτε και ποιείτε, κατὰ δε τα έργα αυτών μη ποιείτε· λέγουσι γαρ, και ου ποιούσι. δεσμεύουσι γαρ φορτία βαρέα καὶ δυσβάστακτα και επιτιθέασιν επὶ τους ώμους των ανθρώπων, τω δε δακτύλῳ αυτών ου θέλουσι κινήσαι αυτά. πάντα δε τα έργα αυτών ποιούσι προς το θεαθήναι τοις ανθρώποις» (Ματθ.23,1-5).
Αντίθετα οι τελώνες ήταν η προσωποποίηση της αδικίας και της αμαρτωλότητας. Ως φοροεισπράκτορες των κατακτητών Ρωμαίων διέπρατταν αδικίες, κλοπές, εκβιασμούς, τοκογλυφίες και άλλες ειδεχθείς ανομίες και γι’ αυτό τους μισούσε
δικαιολογημένα ο λαός. Ήταν πλούσιοι από τις άνομες και άδικες δραστηριότητές τους και αυτό επέτεινε το φθόνο και την αγανάκτηση του λαού προς αυτούς.
Δύο αντίθετοι αντιπροσωπευτικοί τύποι της κοινωνίας, εκπρόσωποι των δύο αυτών κοινωνικών τάξεων, ανέβηκαν στο ναό να προσευχηθούν. Ο πρώτος ο νομιζόμενος ευσεβής, έχοντας την αυτάρκεια της δήθεν ευσέβειάς του ως δεδομένη, στάθηκε με έπαρση μπροστά στο Θεό και άρχισε να απαριθμεί τις αρετές του, οι οποίες ήταν πραγματικές. Τις εξέθετε προκλητικότατα, εις τρόπον ώστε απαιτούσε από το Θεό να τον επιβραβεύσει γι’ αυτές. Τις απαριθμούσε μία – μία, φωναχτά, να τις ακούνε και οι παραβρισκόμενοι στους χώρους του ναού, κάνοντας επίσης αήθη σύγκρισή του με άλλους ανθρώπους και ιδιαίτερα με τον συμπροσευχόμενό του τελώνη.
Αντίθετα ο όντως αμαρτωλός τελώνης συναισθανόμενος τη δεινή του αμαρτωλή κατάσταση, με συντριβή και ταπείνωση ζητεί το έλεος του Θεού. Δεν έχει να απαριθμήσει αρετές, αλλά και αν είχε, αυτές θα ήταν πνιγμένες στο πέλαγος των αμαρτιών του. Δεν έχει την τόλμη να κοιτάξει ψηλά το ουρανό, όπου βρίσκεται ο θρόνος του Θεού, αλλά κοιτά χαμηλά τη γη, όπου διαπράττεται η αμαρτία. Τα μάτια του τρέχουν δάκρια, ως ξεχείλισμα των κριμάτων της καρδιάς του. Ο τόνος της φωνής του είναι χαμηλός, τόσο χαμηλός ώστε να τον ακούει μόνο ο Θεός. Το μόνο που ακουγόταν ήταν οι αναστεναγμοί του, ως κραυγή απόγνωσης και απελπισίας. Δεν έχει το κουράγιο να υψώσει τα χέρια του, αλλά με αυτά χτυπά το στήθος του, σαν να δέρνει τον παλιό κακό εαυτό του για τις τόσες και μεγάλες αμαρτίες του. Μέσα στη συντριβή του δε μπορεί να δει τον εγωιστικά στεκάμενο δίπλα του Φαρισαίο και να ακούσει τις εγωιστικές φλυαρίες του . Ίσως να άκουσε μόνο την τελευταία φράση του, ότι δεν είναι σαν εκείνον δίκαιος, και ασφαλώς θα συμφώνησε μαζί του. Αυτή όμως η μετάνοιά του, η αληθινή συντριβή του, τον δικαιώνει μπροστά στο Θεό. Γίνεται δεκτή η προσευχή του, σε αντίθεση με τον υποκριτή Φαρισαίο, ο οποίος όχι μόνο δεν έγινε δεκτή η προσευχή του, αλλά σώρευσε στον εαυτό του περισσότερο κρίμα, εξαιτίας της εγωπάθειάς του.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας μας όρισαν να είναι αφιερωμένη η πρώτη Κυριακή του Τριωδίου στη διδακτική αυτή παραβολή του Κυρίου για να συνειδητοποιήσουν οι πιστοί πως η υπερηφάνεια είναι η αγιάτρευτη ρίζα του κακού στον άνθρωπο, η οποία τον κρατά μακριά από την αγιαστική χάρη του Θεού. Πως η ταπείνωση είναι το σωτήριο αντίδοτο της καταστροφικής πορείας, που οδηγεί τον άνθρωπο η εγωπάθεια, η οποία είναι το χειρότερο εμπόδιο για τη σωτηρία του ανθρώπου. Αυτή η εγωιστική αυτάρκεια, ως μια λίαν νοσηρή πνευματική κατάσταση, εμποδίζει τη συναίσθηση της αμαρτωλότητας και τη διάθεση για μετάνοια. Εγωισμός και μετάνοια είναι δυο έννοιες εντελώς αντίθετες και ασυμβίβαστες μεταξύ τους. Η μία αναιρεί την άλλη. Οι πύλες της ψυχής του εγωπαθούς ανθρώπου είναι ερμητικά κλειστές για τη θεία χάρη και κατά συνέπεια είναι αδύνατη η σωτηρία του, όσο εμμένει στην εγωιστική του περιχάραξη.
Η υπερηφάνεια και ο εγωισμός είναι καταστάσεις εωσφορικές. Πρώτος διδάξας ο Εωσφόρος, ο οποίος δε μπορούσε να θεωρεί τον εαυτό του κατώτερο από το Θεό και δημιουργό του και γι’ αυτό διανοήθηκε να στήσει το θρόνο του πάνω από το θρόνο της μεγαλοσύνης Του, «εις τον ουρανόν αναβήσομαι, επάνω των αστέρων του ουρανού θήσω τον θρόνον μου, αναβήσομαι επάνω των νεφών, έσομαι όμοιος τω Υψίστω» (Ησ.14,13-14). Αλλά αυτή η αλαζονική του απόφαση είχε ως αποτέλεσμα όχι μόνο να μην πραγματοποιήσει το σκοπό του, αλλά να χάσει τη δόξα και την τιμή που του είχε χαριστεί από το Θεό και να καταπέσει στην έσχατη απαξία. Και ακόμη, από ανείπωτο μίσος και φθόνο, θέλησε να μεταδώσει και στον άνθρωπο, το κορυφαίο δημιούργημα του Θεού, τη φθοροποιά και καταστροφική έξη του εγωισμού. Έπεισε
τους πρωτοπλάστους ότι δήθεν ήταν ικανοί από μόνοι τους να γίνουν θεοί (Γεν. 3οκεφ.), συμπαρασύροντάς τους στη δική του δίνη και καταστροφή.
Αυτή ακριβώς την κατάσταση έχει υπόψη της η Εκκλησία μας και θέσπισε την κατανυκτική περίοδο του Τριωδίου, η οποία σηματοδοτεί την μεταπτωτική κατάσταση του ανθρωπίνου γένους, αρχίζοντας από τη στηλίτευση του εγωισμού, ως την πρωταρχική αιτία της πτώσεως και της κατοπινής δραματικής πορείας του ανθρώπου. Μας καλεί να κάνουμε μια μεγάλη θυσία αυτές τις αγιασμένες μέρες που ακολουθούν. Να θυσιάσουμε τον εγωισμό μας, ως την πλέον ευάρεστη θυσία στο Θεό, διότι «θυσία τω Θεώ, πνεύμα συντετριμμένον, καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην ο Θεός ουκ εξουθενώσει» (Ψαλμ.50,19). Να θεωρήσουμε τον εγωιστικό εαυτό μας ως το χειρότερο και τον πλέον επικίνδυνο εχθρό μας, διότι αν δεν τον νικήσουμε, θα μας νικήσει εκείνος και θα μας στείλει εξάπαντος στην απώλεια.
Είναι θεμελιώδους σημασίας ο λόγος του Κυρίου μας: «ο μείζων υμών έσται υμών διάκονος. όστις δε υψώσει εαυτὸν ταπεινωθήσεται, και όστις ταπεινώσει εαυτὸν υψωθήσεται» (Ματθ.23,11-12)! Ο πραγματικά σπουδαίος, για το Χριστό, είναι αυτός που θέτει τον εαυτό του υπηρέτη των άλλων και τον θεωρεί κατώτερο από εκείνους. Εξίσου θεμελιώδους σημασίας είναι και η διαβεβαίωσή Του: «αμὴν λέγω υμίν ότι οι τελώναι και αι πόρναι προάγουσιν υμάς εις την βασιλείαν του Θεού»(Ματθ.21,32), που σημαίνει πως συγκάτοικοί μας στον παράδεισο θα είναι μετανοούντες αμαρτωλοί, ενώ θα απουσιάζουν οι αμετανόητοι νομιζόμενοι δίκαιοι!
Η περίοδος του Τριωδίου είναι κατ’ εξοχήν περίοδος αγώνα κατά της εγωπάθειας και άσκηση της αρετής της ταπείνωσης, ως μονόδρομος της σωτηρία μας. Αποτελεί το προπαρασκευαστικό χρονικό διάστημα πριν το Πάσχα, για την οντολογική προετοιμασία ημών των πιστών για την ύπατη και λαμπρότατη εορτή της Εκκλησίας μας. Για την ψυχοσωματική μας κάθαρση από όλους εκείνους τους ρίπους, που μολύνουν την ύπαρξή μας και μας καθιστούν οντότητες νοσηρές, έκπτωτες από την αυθεντικότητά μας. Η μετοχή μας στη φωτοφόρο πανήγυρη των πανηγύρεων απαιτεί προσωπική ανακαίνιση και ιδιαίτερα απόρριψη του εγωισμού μας, ειδάλλως το ανέσπερο αναστάσιμο φως θα καταδείξει την ψυχική μας ρυπαρότητα και δε θα δυνηθούμε να γίνουμε κοινωνοί του Αναστάντος Λυτρωτή μας, αφήνοντάς μας ανέγγιχτους οι άρρητες δωρεές της Αναστάσεως. Είναι ανάγκη, λοιπόν, όπως μας παροτρύνει ο απόστολος Παύλος, να «μορφωθεί ο Χριστός» στην ύπαρξή μας (Γαλ.4,19). Και η μόρφωσή μας εν Χριστώ ξεκινά με την αποβολή της εγωπάθειάς μας και την απόκτηση της ταπείνωσης, η οποία, μόνη αυτή, μπορεί να μας υψώσει ως το θρόνο του Θεού.
6.
Κυριακή Τελώνου & Φαρισαίου(Λουκ. 18,10-14) ΦΑΡΙΣΑΙΟΙ ΤΑΠΕΙΝΩΘΕΙΤΕ + Μητροπολίτης Φλωρίνης Αυγουστίνος
ΦΑΡΙΣΑΙΟΙ ΤΑΠΕΙΝΩΘΕΙΤΕ
ΕΑΝ, αγαπητοί μου, ρίξουμε μια ματιά γύρω στη φύση, θα δούμε κάτι εκπληκτικό ότι όλα τα δημιουργήματα προσεύχονται, καθένα με τον τρόπο του.
Ή θάλασσα ευχαριστεί το Θεό με το φλοίσβο των κυμάτων της, το ρυάκι με το κελάρυσμά του, τα δέντρα με το θρόισμα των φύλλων τους, τα πουλιά με τη μελωδία τους, τα άστρα με το φως τους πού τρεμοσβήνει…
Είδατε και την όρνιθα όταν πίνη νερό; σε κάθε γουλιά σηκώνει το κεφάλι ψηλά, σα να λέει «Θεέ μου, σ’ ευχαριστώ».
Από το ιερό αυτό προσκλητήριο μπορούσε ν’ απουσιάζει Ο άνθρωπος; Και ό άνθρωπος προσεύχεται.
Από τα παιδικά μας χρόνια ή καλή μητέρα μας έμαθε να σταυρώνουμε τα χεράκια μπροστά στο εικόνισμα της Παναγιάς και να ψελλίζουμε μια απλή προσευχή στον ουράνιο Πατέρα – αλησμόνητες στιγμές.
Αργότερα μάθαμε κοντά στ’ άλλα παιδιά να απαγγέλλουμε στην εκκλησία το «Πάτερ ημών» και το «Πιστεύω» και μαζί με όλο το εκκλησίασμα να παρακαλούμε τον Κύριο μας.
Ή ευγενεστέρα εκδήλωση της ανθρωπινής καρδίας είναι ή ώρα της προσευχής.
Το κτίσμα επικοινωνεί με το Δημιουργό του. είναι ή στιγμή πού ό άνθρωπος αισθάνεται την ανάγκη να ευχαρίστηση για τις τόσες ευεργεσίες, άλλα και ή στιγμή πού, γεμάτος θλίψη και μη έχοντας ελπίδα βοηθείας, καταφεύγει στην παντοδυναμία του και ζητάει βοήθεια και προστασία.
Άλλα, αδελφοί μου, τι βλέπω, τι ακούω;
Ό άνθρωπος και την ώρα αύτη τη βεβηλώνει την ώρα της προσευχής αμαρτάνει.
Μα πώς;
Την απάντηση μας δίδει ό Χριστός με τη σημερινή παραβολή
του τελώνου και του φαρισαίου.
Ό Κύριος μας μεταφέρει στο ναό του Σολομώντος εν ώρα προσευχής
των Ιουδαίων. Ό άνθρωπος εκεί ένιωθε την παρουσία του
Θεού, ότι ό Θεός κατεβαίνει σ’ αυτόν και αυτός ανυψώνεται
στο Θεό. Πλήθη, λοιπόν, μπαίνουν στο ναό με ευλάβεια,
για να προσευχηθούν. Οι κινήσεις και ή στάσι τους είναι αθόρυβες.
Την ιερότητα όμως αυτή διαταράσσει κάποιος. είναι ό φαρισαίος.
τι κάνει αυτός; Αποφεύγει τους άλλους, βαδίζει μόνος.
Το βάδισμα του υπερήφανο, το παράστημα του αγέρωχο.
Θεωρεί, ότι αυτός είναι άγιος, δίκαιος,
καθαρός δέ’ συμφύρετε με άλλους, μη τυχόν τον μολύνουν.
Επί τέλους εισέρχεται με θόρυβο.
Πρέπει οι άλλοι να σταματήσουν και να στρέψουν το
βλέμμα σ’ αυτόν.
Μία προσευχή πρέπει ν’ ακουστή, ή δική του.
Κατευθύνεται λοιπόν στο μέσον του ναού και σηκώνει τα
χέρια για ν’ αρχίσει να προσεύχεται σε τόνο υψηλό.
Άλλ’ αυτό δεν είναι προσευχή.
Ή προσευχή του φαρισαίου είναι εμπαιγμός του Θεού.
Δεν σκέφθηκε, ότι απέναντι του δεν έχει κανένα απλοϊκό
Ιουδαίο άλλ’ εκείνον πού τρέμουν τα σύμπαντα.
Φουσκωμένος από εγωισμό δεν εννοεί να σκύψει το κεφάλι,
να γονατίσει και να ζήτηση έλεος. Και αρχίζει λοιπόν.
Αρχίζει με το «ευχαριστώ» (Λουκ. 18,11).
Για ποιο πράγμα άραγε ευχαριστεί το Θεό;
Για την υγεία, για τα πλούσια αγαθά πού σκόρπισε
στο σπίτι του, γιατί τον φύλαξε από την αμαρτία;
για ποιο ευχαριστεί;
Ακούστε τον «Ευχαριστώ σοι ότι ουκ ειμί ώσπερ οι λοιποί
των ανθρώπων, άρπαγες, άδικοι, μοιχοί, ή και ως ούτος
ό τελώνης• νηστεύω δις του Σαββάτου, αποδεκατώ πάντα
όσα κτώμαι»(έ.ά. 18,11-12).
Σ’ ευχαριστώ, Θεέ μου, γιατί δεν είμαι σαν τους άλλους ανθρώπους•
δεν αρπάζω τα ξένα πράγματα και χρήματα, δεν είμαι άδικος,
δεν είμαι μοιχός, δεν είμαι σαν κι αυτό τον αμαρτωλό τελώνη
επί πλέον νηστεύω δύο μέρες τη βδομάδα, κι από τα αγαθά
μου δίνω το ένα δέκατο…
Την προσευχή αυτή την έκανε στο Θεό;
Την έκαμε για τους ανθρώπους, ν’ ακούσουν τις
αρετές του και να τον θαυμάσουν.
Μετέτρεψε δηλαδή και τη στάση της προσευχής σε βήμα
επιδείξεως. Που ή συναίσθηση, που ή κατάνυξη,
που ή ταπεινή στάση, που ή συνείδηση της αμαρτωλότητας
του και ή εκζήτηση του ελέους του Θεού;
Αυτός περιστρέφεται στον εαυτό του.
«Δεν είμαι άρπαξ, δεν είμαι άδικος, δεν είμαι μοιχός…».
Δεν είσαι αυτά, αλλ είσαι εγωιστής και υπερήφανος.
Και στο Θεό περισσότερο μισητή από κάθε άλλο πάθος
και κακία είναι ή υπερηφάνεια.
Μακάρι να ήσουν άρπαξ άδικος μοιχός, και να μην ήσουν υπερήφανος.
Διότι τότε ή ταπείνωση θα σε οδηγούσε σε μετάνοια και έτσι
θα είλκυες το έλεος του Θεού.
Ω φαρισαίε’ έφυγες φουσκωμένος από το ναό,
γιατί κατόρθωσες ν’ απόσπασης το θαυμασμό των
ανθρώπων σε μακάρισαν και σε έκριναν ως καλόν.
Συμφώνησε όμως με την κρίση αυτή και ό Θεός;
σου είπε μπράβο ό Θεός; δέχτηκε την προσευχή σου;
Τέτοια προσευχή δέ’ φτάνει στ’ αυτιά του Θεού.
Για αυτό ό Χριστός, έχοντας ύπ’ όψιν του αυτές τις καταστάσεις,
είπε πώς πρέπει να προσευχώμεθα•
Θέλεις, άνθρωπε, να επικοινωνήσεις με τον ουρανό;
Κλείσου στο ταμείων σου, στην κάμαρα σου,
κ’ εκεί Ενώπιος ενωπίω πες στο Θεό τα αιτήματα σου (βλ. Ματθ. 6,6).
Προσευχές φαρισαϊκές πηγαίνουν χαμένες.
Να λοιπόν πώς, με την υπερηφάνεια, είναι δυνατόν ακόμα και
κατά την ώρα της προσευχής ό άνθρωπος να αμαρτήσει φοβερά.
Μα γιατί να μείνουμε με την θλιβερά εικόνα του φαρισαίου;
Ό Κύριος στην παραβολή μας παρουσιάζει, στον ίδιο ναό,
και την ιδανική εικόνα προσευχομένου ανθρώπου.
Εκεί είχαμε έναν εγωιστή και υπερήφανο, εδώ έχουμε ένα
ταπεινό και συνετό άνθρωπο.
Ποιος είναι αυτός;
Ό τελώνης.
Εξετάζει κι αυτός τον εαυτό του
. Ό φαρισαίος έβλεπε όλο αρετές• ό τελώνης βλέπει όλο αμαρτίες.
Από τα χείλη του φαρισαίου έβγαινε ένα ευχαριστώ γεμάτο αυταρέσκεια•
από τα χείλη του τελώνη βγαίνει ένα
«Ίλάσθητί μοι τω άμαρτωλώ» (έ.ά. 18,13)
γεμάτο πόνο καρδιάς.
Εκείνος κόμπαζε, τούτος χτυπά τα στήθη του.
Εκείνος δεν ένιωθε ποιόν έχει απέναντι του,
τούτος νιώθει ότι απέναντι του είναι ό Θεός,
ό μόνος άγιος και τέλειος, εκείνος πού ή αρετή του
«εκάλυψεν ουρανούς» (Άμβ. 3,3).
Νιώθει πώς είναι ένας άθλιος και ελεεινός αμαρτωλός.
Ούτε καν τα μάτια του σηκώνει.
Πώς τα βλαμμένα μάτια ν’ αντικρίσουν τον ήλιο;
και πώς ό αμαρτωλός άνθρωπος ν’ αντικρίσει τον άγιο Θεό;
Πονά, κλαίει, οδύρεται, χτυπά τα στήθη του και φωνάζει•
«Ό Θεός, ίλάσθητί μοι τω άμαρτωλώ».
Ω καρδιά ταπεινή, πού κατάλαβες τα ύψη του Θεού,
και τη δική σου αθλιότητα! πού δεν ήρθες για επίδειξη,
ούτε για ν’ απόσπασης το θαυμασμό ανθρώπων,
αλλά ήρθες να πεις τον πόνο σου, να εξομολογηθείς
την κατάσταση σου, να ζήτησης το έλεος του Θεού και την αγάπη του!
Γι’ αυτό η προσευχή του τελώνη δεν πήγε χαμένη.
Θα νόμιζε κανείς, ότι ό άνθρωπος αυτός, σαν αμαρτωλός,
δεν θα εισακούετο από το Θεό, αφού όλοι τον
περιφρόνησαν και περισσότερο ό φαρισαίος.
Ω, ή κρίση των ανθρώπων τις περισσότερες φορές είναι λανθασμένη.
Δεν ξέρουμε τι γίνεται στο εσωτερικό της καρδιάς του καθενός.
Ή κρίση των ανθρώπων ήταν καταδίκη του τελώνη, ή κρίση όμως
του Θεού δικαιώσεις. Οι άνθρωποι τον περιφρόνησαν,
μα ό Θεός δέχθηκε την προσευχή του.
Ή ταπείνωση του τελώνη είλκυσε την αγάπη του Θεού.
Και σήμερα, αγαπητοί μου, υπάρχουν φαρισαίοι και τελώνες.
και σήμερα άνθρωποι έρχονται στην εκκλησία να προσευχηθούν.
Πόσοι, όπως ό φαρισαίος, δεν έρχονται με ύφος υπερήφανο,
με παράστημα αγέρωχο!
Πόσοι καί πόσες δεν κάνουν μεγάλους σταυρούς για να επιδειχθούν.
Πόσες δεν έρχονται όχι για να προσευχηθούν,
αλλά για να επιδείξουν το φόρεμα, το επανωφόρι, τα βραχιόλια τους,
με σκοπό ν’ αποσπάσουν το θαυμασμό, να γίνουν θέμα συζητήσεως!
Πόσοι δέ’ λένε
«Σ’ ευχαριστούμε, Θεέ, γιατί είμαστε καλύτεροι άπ’ τους άλλους»!
Πόσοι δέ’ λένε, ότι Εγώ είμαι καλός χριστιανός!
Άλλ’ υπάρχουν πάντοτε και οι τελώνες.
Εκείνη ή γερόντισσα, πού κάθεται στη γωνιά της εκκλησίας
καί με συντετριμμένη καρδιά λέει, Παναγία μου σώσε με,
στον τελώνη μοιάζει.
Ω άγιες ψυχές!
Απευθύνομαι στους φαρισαίους. φαρισαίοι της εποχής μας, μην επαναπαύεστε
στο τι λένε οι άνθρωποι για σας. Εξετάστε τον εαυτό σας, μήπως ό όφις της
υπερηφάνειας σας δάγκασε καί νοσείτε.
Εξετάστε να δείτε αν ό Θεός είναι μαζί σας. Και αν όχι, κλάψτε, πενθήστε και
πέστε κ’ εσείς «Ίλάσθητί ημίν τοις αμαρτωλοίς», για να δικαιωθείτε.
Διότι ουδείς αναμάρτητος. Σε όσα ύψη αρετής και αν φθάσετε,
σε κάτι θα υστερείτε. Για αυτό ταπεινωθείτε ενώπιον του Θεού,
για να σας ύψωση (βλ. Ίακ. 4,10′ Α’ Πέτρ. 5,6). Διότι ό Θεός
«υπερηφάνοις αντιτάσσεται, ταπεινοίς δε δίδωσι χάριν»
(Παροιμ. 3,34′ Ίακ. 4,6′ Α’ Πέτρ. 5,5).
7.
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΞΑΝΘΗΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΘΕΩΡΙΟΥ.
«Η Επικίνδυνη Αυτάρκεια»
Δύο χαρακτηριστικοὺς τύπους ἀνθρώπων μᾶς παρουσιάζει ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπή: Ἕνα Φαρισαῖο καὶ ἕναν Τελώνη ποὺ προσεύχονται στὸ Ναό. Ἀποτελοῦν τοὺς δύο ἀντίθετους πόλους τῆς κοινωνίας τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Ὁ ἕνας εἶναι ὁ εὐσεβὴς καὶ δίκαιος στὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων, ὁ γνώστης τοῦ Νόμου, ὁ ἀνήκων στὴν ὁμάδα τῶν Φαρισαίων ποὺ ἦταν ἡ ἄρχουσα θρησκευτικὴ τάξη. Ὁ ἄλλος εἶναι ὁ ἐκπρόσωπος τῆς τάξεως τῶν ἁμαρτωλῶν, τῶν ἀνθρώπων ποὺ τὸ ἐπάγγελμά τους ἦταν συνυφασμένο μὲ τὴν ἁρπαγή, τὴ βιαιότητα, τὴν ἀπομύζηση τῶν ὑπαρχόντων τοῦ λαοῦ. Τελώνης στὴ συνείδηση ὅλης τῆς κοινωνίας τῆς ἐποχῆς εἶναι ὁ ἔσχατος τῶν ἁμαρτωλῶν.
Τί λέγουν οἱ δύο αὐτοί ἄνθρωποι στήν προσευχή τους; «Ὁ Θεός, εὐχαριστώ σοι ὅτι οὔκ εἰμί ὥσπερ οἱ λοιποί τῶν ἀνθρώπων, ἅρπαγες, ἅδικοι, μοίχοι, ἤ καί ὡς οὗτος ὁ τελώνης, νηστεύω δίς τοῦ σαββάτου, ἀποδεκατῶ πάντα ὅσα κτῶμαι». Ἡ προσευχὴ τοῦ φαρισαίου εἶναι ἕνας ἔπαινος τοῦ ἑαυτοῦ του καὶ τῶν ἀρετῶν του. Ἀπαριθμεῖ τά ἔργα του καί αἰσθάνεται τὴν θρησκευτική του ὑπεροχή ἔναντι τῶν ἄλλων ἀνθρώπων, τούς ὁποίους γενικά τούς χαρακτηρίζει ὡς ἁμαρτωλούς. Δέν αἰσθάνεται νά τοῦ λείπει τίποτα, εἶναι αὐτάρκης καί δέν φαίνεται νά ἐξαρτάται καθόλου ἀπό τόν Θεό, ἀφοῦ ἔχει τόσα δικά του ἔργα στά ὁποῖα μπορεῖ νά στηριχθεῖ καί γιά τά ὁποῖα μπορεῖ νά καυχηθεῖ.
Ἡ προσευχὴ τοῦ τελώνη εἶναι ταπεινὴ καὶ ἀθόρυβη. Συντετριμμένος ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες του ζητεῖ, κτυπώντας τὸ στῆθος του, τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Δὲν κρίνει κανένα, κατακρίνει μόνο τὸν ἑαυτό του, τὸν ὁποῖο βλέπει τελείως χαμένο χωρὶς τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. «Ὁ Θεός ἰλάσθητι μοι, τῷ ἁμαρτωλῷ». Στὸ τέλος τῆς εὐαγγελικῆς διηγήσεως τῆς παραβολῆς δικαιώνεται ὁ ταπεινὸς τελώνης καὶ ὄχι ὁ ὑψηλόφρων φαρισαῖος. Διότι «πᾶς ὁ ὑψών ἑαυτόν ταπεινωθήσεται, ὁ δέ ταπεινῶν Ἑαυτόν ὑψωθήσεται» Ὁ Χριστὸς ἀνατρέπει τὴν ἐπικρατοῦσα γνώμη ποὺ βλέπει τελείως ἐξωτερικὰ τὶς ἀνθρώπινες ἐκδηλώσεις καὶ θέλει νὰ δείξει ὅτι τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς, ποὺ τὰ βλέπει μόνο ὁ Θεός, δὲν συμφωνοῦν πάντα μὲ τὴ φαινομενικὴ ζωή.
Φυσικὰ ὁ Χριστὸς δὲν κατηγορεῖ τὸ φαρισαῖο γιατὶ εἶναι ἐνάρετος ἄνθρωπος καὶ ἐκτελεῖ τὰ θρησκευτικά του καθήκοντα. Τὸν κατηγορεῖ γιατὶ σ’ αὐτὰ στηρίζει τὴν ζωή του καὶ ὄχι στὸ Θεό, γιατὶ αἰσθάνεται αὐτάρκεια καὶ δὲν στηρίζεται στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ.
Ἡ Ἐκκλησία τοποθετώντας τήν περικοπή αὐτή σάν ἀνάγνωσμα στήν ἀρχή τῆς νέας ἐκκλησιαστικῆς περιόδου τοῦ Τριωδίου, θέλει νὰ μᾶς προφυλάξει ἀπὸ τὸν «ὑψηλόφρονα λογισμὸ» τοῦ φαρισαίου ποὺ μπορεῖ νὰ φωλιάζει σὲ κάθε εὐσεβὴ χριστιανὸ.
8.
Κυριακὴ Τελώνου καὶ Φαρισαίου
(Λουκ. Β΄ 22-40)
Ἀπὸ σήμερα, Κυριακὴ τοῦ Τελώνου καὶ τοῦ Φαρισαίου, ἀρχίζει μία περίοδος ποὺ διαρκεῖ δέκα ἑβδομάδες καὶ ποὺ σκοπὸ ἔχει νὰ προετοιμάσει ὅλους μας, ὡς μέλη τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, γιὰ τὸ μεγάλο γεγονὸς τῆς Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι, ἢ πρέπει νὰ εἶναι, τὸ κέντρο τῆς ζωῆς κάθε Χριστιανοῦ. Εἶναι τὸ γεγονὸς τὸ ὁποῖο ἑορτάζεται μία φορὰ τὸ χρόνο, ὡστόσο, βιώνεται καθημερινά, καὶ κυρίως μέσα ἀπὸ κάθε Θεία Λειτουργία. Ὅπως ἀναφέρεται καὶ στὴν τελευταία εὐχὴ τῆς Λειτουργίας τοῦ Μ. Βασιλείου: «ἔσχομεν τοῦ θανάτου σου τὴν μνήμην, εἴδομεν τῆς Ἀναστάσεώς σου τὸν τύπον, ἐνεπλήσθημεν τῆς ἀτελευτήτου σου ζωῆς». Ἄρα, ἡ Ἀνάσταση δὲν εἶναι – ἁπλῶς – μία ἐτήσια ἑορτὴ ἀλλὰ – κυρίως – ἡ ἐνσάρκωση τῆς προσδοκίας καὶ τὸ ἐπιστέγασμα τοῦ βιώματος ὅσων λαχταροῦν νὰ κοινωνοῦν τὸν Θεό: τόσο ἀπὸ τὸ ἅγιο Ποτήριο, ὅσο καὶ μέσα ἀπὸ τὸ πρόσωπο κάθε ἀδελφοῦ, συγγενοῦς ἢ ἄγνωστου, συμπατριώτη ἢ ἀλλοδαποῦ, δίκαιου ἢ ἁμαρτωλοῦ.
Συνεπῶς, «προσδοκῶ τὴν Ἀνάσταση» δὲ σημαίνει ὅτι περιμένω νὰ ἀνακουφιστῶ ἀπὸ τὴ νηστεία οὔτε, πάλι, νὰ χαϊδέψω τὸν ἐγωισμό μου ὅτι τὰ κατάφερα στὴν τήρηση μερικῶν τύπων, ἐνῷ ἄλλοι σκόνταψαν. Ἀντίθετα! Σημαίνει ὅτι ἐπιθυμῶ νὰ ἐκδηλώσω τὴν ἑνότητά μου ὡς μέλος τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ κοινωνῶντας μαζί Του, καί, ἐξίσου, μὲ τοὺς ἀδελφούς Του καὶ ἀδελφούς μου. Νὰ ἑνωθῶ μαζί τους ὄχι συμβολικὰ ἢ ρητορικά, ἀλλὰ ὑποστατικὰ καὶ οὐσιαστικά. Ὅπως τονίζει κι ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὸ προοίμιο τοῦ ὕμνου τῆς ἀγάπης στοὺς Κορινθίους: ἀδελφοὶ «Ὑμεῖς ἐστε σῶμα Χριστοῦ καὶ μέλη ἐκ μέρους».
Αὐτὴν τὴν ἑνότητα καλούμαστε ὅλοι ποὺ γίναμε ἀδέλφια μέσα ἀπὸ τὴ μήτρα τῆς κολυμβήθρας, νὰ ἐπιδιώκουμε καὶ νὰ βιώνουμε κάθε μέρα καὶ κατ’ ἐξοχὴν τὴν περίοδο τῆς προετοιμασίας μας γιὰ τὸ Πάσχα. Ὡστόσο, ἐπειδή, ὡς ἄνθρωποι «σάρκα φοροῦντες καὶ τὸν κόσμον οἰκοῦντες», σκοντάφτουμε στὴ σκέψη, τὰ λόγια καὶ τὴν πράξη, ἔρχεται ἡ Ἐκκλησία νὰ μᾶς βοηθήσει στὸν ἀγῶνα μας. Πῶς; Προβάλλοντάς μας πρότυπα καὶ ἀντιπρότυπα συμπεριφορᾶς καὶ ζωῆς, ὥστε μιμούμενοι τὰ πρῶτα καὶ ἀποστρεφόμενοι τὰ δεύτερα νὰ καλλιεργοῦμε τὴ μεταξὺ μας ἑνότητα – ὄχι ὡς ἀτομικὴ ἀρετὴ ἀλλὰ ὡς οὐσία τῆς ἴδιας της ὕπαρξής μας.
Σήμερα, ποὺ ξεκινᾶ αὐτὴ ἡ πορεία τῶν δέκα ἑβδομάδων, τὸ ζευγάρι πρότυπου-ἀντιπρότυπου εἶναι ὁ ταπεινὸς Τελώνης καὶ ὁ ὑπερήφανος Φαρισαῖος. Μία πρώτη ἀνάγνωση τῆς περικοπῆς καταλήγει καὶ στὸ αὐτονόητο ἠθικὸ δίδαγμα, ποὺ καταγράφεται στὸ τέλος της: «πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, ὁ δὲ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται». Μὲ ἄλλα λόγια, μὴ λὲς πολλὰ γιὰ τὸν ἑαυτό σου, γιατί σύντομα θὰ προσγειωθεῖς στὴν πραγματικότητα τῆς ρηχότητάς σου. Ἀντιθέτως, θέλεις νὰ ὑψωθεῖς πνευματικά; Ταπεινώσου, στέναξε ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς σου, δεῖξε συντριβὴ γιὰ τὰ ἁμαρτήματά σου, ζήτα συγχώρεση ἀπὸ τὸ Θεό. Ἀλλά, γιὰ νὰ γίνει πράξη τὸ συμπέρασμα, καλὸ εἶναι νὰ δοῦμε καὶ πῶς ὁδηγούμαστε σὲ αὐτό.
Ὁ Φαρισαῖος, ὅπως λέει καὶ ἡ περικοπή, δὲν ἐπέστρεψε στὸ σπίτι τοῦ «δικαιωμένος», δηλαδή, καθαρισμένος ἀπὸ ἁμαρτίες καὶ εἰρηνικός. Ὄχι γιατί ψευδόταν γιὰ ὅσα καλὰ ἀπαριθμοῦσε, ἀλλὰ γιατί τὰ μόλυνε συγκρίνοντας τὸν ἑαυτό του μὲ ὅσους δὲν ἔκαναν ὅ,τι καὶ ἐκεῖνος. Ἔβρισκε, μάλιστα, εὔκολο παράδειγμα τὸν Τελώνη, ποὺ προσευχόταν πιὸ πίσω. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ἔδειχνε σὲ ἕναν ὁμοεθνῆ καὶ ὁμόθρησκο ἀδελφό του, καὶ μάλιστα δημόσια καὶ ἀπροκάλυπτα, ὅτι τὸν ἀπέρριπτε, τὸν ἀπέκοπτε ἀπὸ κάθε σχέση καὶ κοινωνία μαζί του. Τὸν θεωροῦσε ὡς ἕνα ξένο σῶμα, τοῦ ὁποίου ἡ συνύπαρξη στὸ σῶμα τῆς ἑβραϊκῆς συναγωγῆς ἦταν ἀπαράδεκτη καὶ ἐνοχλητική. Γεμᾶτος ἀπὸ τὸν ἑαυτό του καὶ τὴν ὑποτιθέμενη ἀρετή του δὲ μποροῦσε νὰ δεῖ καὶ νὰ ἀναγνωρίσει ὅτι ὁ Τελώνης, ἂν καὶ βουτηγμένος στὴν ἁμαρτία, τὶς ἀδικίες καί, ἴσως, τὰ ἐγκλήματα, ἔβρισκε τὴ δύναμη νὰ τὰ παραδεχτεῖ καὶ νὰ ζητήσει συγχώρεση δημόσια καὶ ταπεινά. Δὲ μποροῦσε νὰ ἀποδεχθεῖ, ἔστω καὶ ὑποθετικά, ὅτι ἴσως κάποτε κι αὐτὸς νὰ βρεθεῖ στὴ θέση τοῦ Τελώνη κι ὁ Τελώνης στὴ δική του. Ἦταν πεπεισμένος ὅτι, ἤδη, εἶχε κερδίσει μία θέση στὸν Παράδεισο, ἐνῶ ὁ Τελώνης μία στὴν Κόλαση.
Ὡστόσο, εἶναι ὁ Τελώνης ποὺ ἐπιστρέφει σπίτι τοῦ «δικαιωμένος», δηλαδή, ἐξαγνισμένος καὶ εἰρηνικός. Γνωρίζει τί τὸν ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸν Θεό: οἱ πολλὲς καὶ σοβαρὲς ἁμαρτίες του! Καὶ σπεύδει νὰ τὶς καταγγείλει καὶ νὰ ἀναλάβει τὴν εὐθύνη! Στὴν προσευχή του ξεγυμνώνεται ἐξομολογητικὰ καὶ χωρὶς περιστροφές: εἶναι «ἁμαρτωλός»! Καὶ μὲ τὸ «ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι» δέεται, ὥστε ὁ Θεὸς νὰ τὸν ἐλεήσει, δηλαδή, νὰ τοῦ συγχωρέσει τὶς ἁμαρτίες του καὶ νὰ τὸν ἀγκαλιάσει καὶ πάλι ὡς παιδί Του. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, δὲ δίνει σημασία στὰ λεγόμενα τοῦ Φαρισαίου γιὰ αὐτόν. Οὔτε ὁ ἴδιος θίγεται οὔτε ἡ προσευχή του κάμπτεται. Ξέρει ὅτι εἶναι ὅπως τὸν περιγράφει ὁ Φαρισαῖος. Ἐπιπλέον, ἡ περιφρόνηση τοῦ Φαρισαίου γίνεται κίνητρο γιὰ θερμότερη προσευχή. Κατ’ οὐσίαν, ἐνδόμυχα, εὐχαριστεῖ τὸν Φαρισαῖο ποὺ τὸν ἐξουθενώνει, χωρὶς νὰ ἐξοργιστεῖ ἢ νὰ τὸν κατακρίνει. Τὸν θεωρεῖ ἕναν καλὸ ἀδελφὸ ποὺ τὸν φέρνει, ἔστω ἄκομψα, ἐνώπιον τῶν λαθῶν καὶ τῶν ἁμαρτιῶν του. Ἡ μετανοημένη καρδιά του κλείνει μέσα της καὶ τὸν Φαρισαῖο καὶ βιώνει τὶς εὐλογίες τῆς χαρᾶς καὶ τῆς εἰρήνευσης πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὸν ἀδελφό. Ἀντίθετα μὲ τὸν Φαρισαῖο, εἶναι πεπεισμένος ὅτι, ἤδη, ἔχει «κλειδωθεῖ» μία θέση στὴν Κόλαση γιὰ αὐτὸν καὶ μία στὸν Παράδεισο γιὰ ὅλους τους ἄλλους, συμπεριλαμβανομένου καὶ τοῦ Φαρισαίου. Ὡστόσο, ἐλπίζει ὅτι, τελικά, ὁ ἐλεήμων Θεὸς θὰ τὸν σώσει.
Ἡ ἀντιπαραβολὴ τῆς πνευματικῆς κατάστασης Φαρισαίου καὶ Τελώνη φανερώνει, σὲ ἠθικὸ ἐπίπεδο, τὴν ὑπερηφάνεια ὡς ἀντιπαράδειγμα καὶ τὴν ταπείνωση ὡς παράδειγμα. Ὡστόσο, καὶ τὸ σημαντικότερο, σὲ ἐπίπεδο ἐκκλησιαστικοῦ βιώματος ὑποδηλώνει, ἀφ’ ἑνὸς τὰ τραγικὰ ἀποτελέσματα τῆς ὑποτιθέμενης πνευματικότητας, ἀφ’ ἑτέρου τὶς λυτρωτικὲς συνέπειες τῆς ὑποχώρησης τοῦ «ἐγὼ» στὸ «ἐμεῖς» μέσα ἀπὸ εἰλικρινῆ ἀγώνα κάθαρσης, ὁ ὁποῖος, χωρὶς νὰ γίνεται αὐτοσκοπός, πληροῖ τὶς προϋποθέσεις τῆς ἀληθινῆς κοινωνίας μὲ Θεὸ καὶ ἀδελφό. Ὁ Φαρισαῖος στάθηκε «καθ’ ἑαυτὸν»-μιλοῦσε μὲ τὸν ἑαυτό του καὶ γιὰ τὸν ἑαυτό του: δὲν προσευχόταν στὸν ἀληθινὸ Θεὸ ἀλλὰ στὸ δικό του θεό, τὸ «ἐγώ» του. Ὁ Τελώνης, ἀντίθετα, στάθηκε «μακρόθεν». Τοποθέτησε τὸν ἑαυτό του ὡς τὸν τελευταῖο τῆς σύναξης, ὥστε νὰ ἀγκαλιάζει μὲ τὴ ματιά του καὶ τὴν καρδιά του ὅλους ὅσοι ἦταν μπροστά του, ἀφοῦ τοὺς θεωροῦσε πολὺ πιὸ ἄξιους τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν ἀπὸ ὅ,τι τὴν ἁμαρτωλότητά του.
Ὁ Χριστὸς ἀφηγήθηκε τὴν παραβολὴ τοῦ Τελώνου καὶ τοῦ Φαρισαίου λίγες ἡμέρες πρὶν τὸ πάθος Του, βαδίζοντας πρὸς τὰ Ἱεροσόλυμα, καὶ ἔχοντας ἤδη πικρὴ ἐμπειρία τῆς μοχθηρίας τῶν δῆθεν δίκαιων Φαρισαίων καὶ Γραμματέων. Κάνει, ὡστόσο, μία ὕστατη προσπάθεια νὰ τοὺς συνετίσει, μήπως καὶ ἀναρωτηθοῦν ἂν πράγματι εἶναι δίκαιοι, ὅπως νομίζουν, ἢ ἁπλῶς ὑπερήφανοι, ἐγωκεντρικοὶ καὶ ἄδειοι ἀπὸ ἀληθινὴ ἀρετή. Βαδίζοντας καὶ ἐμεῖς πρὸς τὴ νοητὴ Ἱερουσαλὴμ τοῦ φετινοῦ Πάσχα, ἂς ἐλέγξουμε τὸν ἑαυτό μας μὲ εἰλικρίνεια, ὥστε νὰ δοῦμε σὲ ποιὸν μοιάζουμε περισσότερο, τὸν Τελώνη ἢ τὸν Φαρισαῖο, καὶ – κυρίως – πόσο στοχεύουμε καὶ καλλιεργοῦμε τὴν ἑνότητά μας μὲ τοὺς ἐν Χριστῷ ἀδελφούς μας, τοὺς «ἐγγὺς» καὶ τοὺς «μακράν». Καὶ ἂς ἔχουμε μόνιμα σὲ νοῦ καὶ καρδιὰ τὸν ὕμνο ποὺ σήμερα ψάλλαμε: «Φαρισαίου φύγωμεν ὑψηγορίαν, καὶ Τελώνου μάθωμεν, τὸ ταπεινὸν ἐν στεναγμοῖς, πρὸς τὸν Σωτῆρα κραυγάζοντες·· Ἵλαθι μόνε ἡμῖν εὐδιάλλακτε».
π.Στ.Μπ.