Μπαμπινιώτης Γεώργιος (Καθηγητής Γλωσσολογίας Πανεπιστημίου ‘Αθηνῶν)

Ἀπὸ τὶς μικρὲς πνευματικὲς χαρὲς ποὺ βιώνει κάθε ἄνθρωπος εἶναι νὰ ἀνακαλύπτει μόνος του, ξαφνικά, μὲ κάποια εὐκαιρία σκέψης ἢ ἐπικοινωνίας τὴν ἀρχικὴ καὶ συγχρόνως βασικὴ σημασία μιᾶς λέξης ποὺ χρησιμοποιεῖ. Νὰ ἀνακαλύπτει, ἔτσι σὰν ἔκλαμψη, τὴν «πρώτη ἔννοια» μιᾶς λέξης, τὴν πρωταρχικὴ σημασία της, δοκιμάζοντας τὴ χαρὰ τῆς ἔκπληξης ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἀνακάλυψη. Πρόκειται γιὰ λέξεις ποὺ χρησιμοποιεῖ κανεὶς καθημερινῶς χωρὶς νὰ ἔχει συνείδηση τῆς πρώτης σημασίας τους.

Ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα προσφέρεται γιὰ τέτοιες λεκτικὲς ἀνιχνεύσεις καὶ τὶς συνακόλουθες «λεκτικὲς ἀπολαύσεις», γιατί ἡ συνέχεια στὴ χρήση τῶν λέξεων, εἴτε ὡς ἐπιβίωσή τους ἀπὸ τὴν ἀρχαία εἴτε ὡς ἀναβίωσή τους στοὺς νεότερους χρόνους, ἐπιτρέπει εὔκολα τέτοιες ἀναγωγὲς στὶς πρῶτες ἔννοιες τῶν λέξεων ἀκόμη καὶ στὸν μὴ εἰδικό. Ἡ «ἐτυμολογικὴ διαφάνεια» τῶν συνθέτων λέξεων, τῶν ὁποίων τὰ συνθετικὰ μέρη εἶναι γενικῶς οἰκεῖα στὸν ὁμιλητή τῆς γλώσσας μας, διευρύνουν τὸν κύκλο τέτοιων ἐτυμολογικῶν ἀνιχνεύσεων καὶ τὴ δυνατότητα εὔκολης ἀναγωγῆς στὴν πρώτη ἔννοια. Σὲ τέτοιες ἀναγωγὲς κύριο ρόλο παίζουν οἱ «μαγικὲς λέξεις» τῆς Ἑλληνικῆς, αὐτὲς ποὺ ξέρουμε ἀπὸ τὴ γραμματικὴ ὡς προθέσεις. Εἶναι τὰ λεξίδια τῆς γλώσσας μας, πολὺ παλιά, ποὺ «προ-τίθενται», ποὺ χρησιμοποιοῦνται μπροστὰ ἀπὸ ἄλλες λέξεις, τροποποιώντας τὴν ἀρχικὴ σημασία τους καὶ δημιουργώντας νέες λέξεις. Ἡ ἀρχικὴ σημασία τέτοιων σύνθετων λέξεων μὲ προθέσεις (ἢ «προρρηματικά», ἐφόσον προ-τίθενται ρημάτων) ἀνακαλύπτεται εὔκολα, ἐκπλήσσει καί, τελικά, διδάσκει.

Ὅλοι γνωρίζουμε λ.χ. τὶς σημασίες τῶν λέξεων συμφωνῶ, συμβαίνει, συγνώμη, συγχωρῶ, συζητῶ, συγκρίνω ἢ λέξεων ὅπως σύζυγος, συγχρωτίζομαι κ.τ.ο. Ἂν σταθοῦμε καὶ τὶς ἀναλύσουμε γλωσσικά, μποροῦμε σχετικὰ εὔκολα νὰ ἀναχθοῦμε καὶ στὶς πρῶτες τους ἔννοιες.

Ἔτσι τὸ συμ-φωνῶ (ἀπὸ τὸ σὺμ-φωνος) σημαίνει ἀρχικὰ «ἐκφέρω ἤχους μαζὶ καὶ συγχρόνως μὲ κάποιον», ἤχους ποὺ εἶναι ὁμόηχοι, ποὺ συνηχοῦν, ἄρα «βρίσκομαι σὲ ἁρμονία, ἐναρμονίζομαι, συμπίπτω μὲ κάποιον, συμφωνῶ». Ἐξάλλου καὶ τὰ γνωστὰ ἀπὸ τὴ γραμματικὴ σύμφωνα δὲν εἶναι παρὰ «οἱ φθόγγοι ποὺ συμ-φωνοῦνται, ποὺ προφέρονται μαζὶ μὲ ἄλλους (τὰ φωνήεντα)», οἱ φθόγγοι δηλαδὴ ποὺ δὲν ὑπάρχουν μόνοι τους στὸν λόγο. Αὐτὸ ποὺ συμβαδίζει, ποὺ συνεμφανίζεται, ποὺ συμπίπτει μὲ συγκεκριμένες συνθῆκες (χρόνο, πρόσωπα, καταστάσεις) λέμε ὅτι συμ-βαίνει (σὺν + βαίνει). Κι ἂν καλέσεις κάποιον νὰ δεχθεῖ νὰ μοιρασθεῖ μαζί σου τὴ γνώμη σου γιὰ κάτι, νὰ δείξει κατανόηση γιὰ κάτι «συγγνωστὸ» καὶ νὰ δεχθεῖ νὰ σὲ καταλάβει, τότε βρίσκεσαι στὴν πρώτη ἔννοια τῆς συγ-γνώμης (σὺν + γνώμη). Κι ἂν δεχθεῖ νὰ συγ-χωρήσει, νὰ συμβαδίσει μὲ τὴ σκέψη σου, τότε μπορεῖ νὰ περάσει ἀπὸ τὴν ἁπλὴ συγγνώμη (συμφωνία) στὴν ἔμπρακτη συγ-χώρηση (ὑπέρβαση τῆς παράβασής σου καὶ ἀπάλειψή της). Βέβαια, τέτοιες γενναιόδωρες στάσεις προαπαιτοῦν νὰ ἔχεις μιλήσει καὶ ἀνταλλάξει σκέψεις μὲ κάποιον, νὰ ἔχεις συν-ζητήσει, νὰ ἔχεις ζητήσει νὰ βρεῖτε μαζὶ μὲ κάποιον τὴν ἀλήθεια τῶν πραγμάτων, νὰ ἔχετε ἐξετάσει καὶ ἐρευνήσει ἀπὸ κοινοῦ τί συμβαίνει. Αὐτὴ εἶναι καὶ ἡ πρώτη ἔννοια τοῦ συν-ζητῶ (συζητῶ). Καὶ ἐν πάσῃ περιπτώσει, προτοῦ κρίνεις ὁτιδήποτε, ὀφείλεις νὰ τὸ παραβάλεις, νὰ τὸ κρίνεις μαζὶ μὲ ἄλλα ὁμοειδῆ, νὰ τὸ συγ-κρίνεις. Γιατί τίποτε δὲν μπορεῖς νὰ ξεχωρίσεις, νὰ διαχωρίσεις, νὰ δια-κρίνεις, ἂν δὲν τὸ συγ-κρίνεις πρῶτα. Γενικά, ἡ ἀναζήτηση αὐτῶν ποὺ συν-ὑπάρχουν, συν-δέονται, συμ-βαίνουν, ἡ ἀναζήτηση «τῶν συνθέτων τοῦ σὺν- μπορεῖ νὰ σὲ ὁδηγήσει, μεταξὺ πολλῶν ἄλλων, σ’ αὐτοὺς «ποὺ τελοῦν ἀπὸ κοινοῦ στὸν ἴδιο ζυγὸ» (συν + ζυγὸς = σύζυγος), σ’ αὐτοὺς «ποὺ διατηροῦν σχέσεις καὶ κάνουν συντροφιὰ σὰν σῶμα μὲ σῶμα», ποὺ συγ-χρωτίζονται (σὺν + χρώς, χρωτὸς «δέρμα, σῶμα») κ.ο.κ.

Θὰ μποροῦσε μάλιστα νὰ δεῖ κανεὶς τί πλοῦτο πρώτων ἐννοιῶν, δηλαδὴ τί μεγάλο ἀριθμὸ σημασιῶν, δημιουργοῦν καὶ κωδικοποιοῦν στὴν ἑλληνικὴ γλώσσα τὰ ἴδια λεξίδια (προθέσεις – προρρηματικὰ) στὸ παράδειγμα μιᾶς καὶ τῆς αὐτῆς βασικῆς λέξης, τῆς λέξης νοῶ. Ὅ,τι βάζω μέσα καὶ καλὰ στὸ μυαλό μου, ὅ,τι ἀντιλαμβάνομαι καὶ καταλαβαίνω, μὲ ὁδηγεῖ στὸ ἐν-νοῶ. Ὅ,τι καταλαβαίνω καλά, τὸ κατὰ-νοῶ. Ἂν προλαμβάνω πράγματα καὶ καταστάσεις μὲ τὴ σκέψη μου, τότε πρὸ-νοῶ. Ἂν συλλαμβάνω πρωτότυπα μὲ τὸν νοῦ μου κάτι ἢ καὶ τὸ ἐμφανίζω γιὰ πρώτη φορὰ ὅτι ὑπάρχει, τὸ ἐπὶ-νοῶ. Ἂν δὲν τὸ λέω καθαρά, ἀλλὰ ἀφήνω νὰ τὸ καταλάβουν οἱ ἄλλοι, τὸ ὑπὸ-νοῶ. Ἂν ἐπεξεργάζομαι ἀκόμη στὸ μυαλό μου διάφορες σκέψεις, τότε διὰ-νοοῦμαι. Ἂν καταλαβαίνω τὸ ἴδιο καὶ ὑπάρχει πεδίο συναντήσεως μὲ τοὺς ἄλλους, τότε σὺν-εν-νοοῦμαι. Ἂν δὲν καταλάβω καλὰ ἢ παρερμηνεύσω κάτι, τὸ παρὰ-νοῶ. Ἂν ἀλλάξω γνώμη καὶ παραδεχθῶ ὅτι κάτι δὲν ἔγινε σωστὰ καὶ δὲν πρέπει νὰ ἐπαναληφθεῖ, τότε μετὰ-νοῶ. Αὐτὴ ἡ ἀναδίφηση εἶναι φανερὸ ὅτι πάει κατ’ εὐθείαν στὶς ἀρχικές, βασικές, πρῶτες ἔννοιες-σημασίες τῶν λέξεων. Καὶ φυσικὰ σ’ ἕνα πλῆθος ὁμορρίζων: ἔννοια, πρόνοια, ἐπίνοια, ὑπόνοια, διάνοια, παράνοια, μετάνοια – ἐπινόηση, διανόηση, παρανόηση, κατανόηση – ἐπινόημα, ὑπονόημα, διανόημα – ἀδιανόητος, ἀκατανόητος, ἀσυνεννόητος, ἀμετανόητος κ.λπ.

Γιὰ σκεφθεῖτε αὐτὴ ἡ περιπέτεια τῆς ἀναζήτησης, ἁπλὴ καὶ ἐφικτή, σίγουρα ἑλκυστικὴ καὶ ἀποκαλυπτικὴ καὶ διδακτικὴ ἀκόμη, πόσο χρήσιμη θὰ ἦταν στὴ διδασκαλία τῆς γλώσσας, στὴ διατύπωση ἑνὸς κειμένου, στὴ διαδικασία τῆς σκέψης καὶ τῆς ἔκφρασης, στὴν κατανόηση γενικά τῆς γλώσσας καὶ τοῦ κόσμου μας… ὁδός, ἀν-ὁδός, κάθ-οδος, ἒφ-οδος, πρὸσ-οδος, περὶ-οδος, δὶ-οδος, εἲσ-οδος, ἔξ-οδος, δι-ἔξοδος, πὰρ-οδος, σὺν-οδος, μὲθ-οδος, πρὸ-οδος. Ναί, μὲθ-οδος καὶ πρὸ-οδος… Μήπως ἀξίζει νὰ δοκιμάζουμε, ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρόν, τέτοιες προσεγγίσεις καὶ ἀναγωγὲς στὶς πρῶτες ἔννοιες τῶν λέξεων τῆς γλώσσας μας;