Ἀναστασίου Δασταυρίδη,φιλολόγου
Τοποθεσία
Στὴ «Νεωτερικὴ Γεωγραφία» ὁ Δανιὴλ Φιλιππίδης, ἱερομόναχος, καὶ ὁ Γεώργιος Κωνσταντᾶς, ἱεροδιάκονος, γράφουν: «Ἀμπελάκια, χώρα χριστιανική, εἰς τοὺς βορείους πρόποδας τῆς Ὄσσας, εἰς μίαν τοποθεσίαν κρημνώδη καὶ λακκώδη, ὡς μισὴ ὥρα μακρυὰ ἀπὸ τὴν δεξιὰν ὄχθην τοῦ Πηνειοῦ, καὶ ἕως τρεῖς ἀπὸ τὴν θάλασσαν πρὸς Δύσιν.» Τὰ Ἀμπελάκια εἶναι σήμερα σύμβολο μιᾶς λαμπρᾶς νίκης τῶν ἀνθρώπων, ποὺ ἦρθε ὡς ὥριμος καρπὸς τῆς ὀργανωμένης προσπάθειας ὅλου τοῦ χωριοῦ καὶ εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα νὰ δημιουργήσει μὲ τὸν περίφημο συνεταιρισμὸ ἕνα, μοναδικὸ στὸν κόσμο, παράδειγμα κοινωνικῆς προόδου καὶ ἀλληλεγγύης, δημιουργικῆς ἐργασίας καὶ ἀγαθοσύνης. Ὁ Μιχαὴλ Π. Ἀβραμόπουλος γράφει: «Σύμφωνα μὲ τὴν τοπικὴ παράδοση τὰ Ἀμπελάκια βρίσκονταν παλαιότερα στὴ θέση -Παληοχώρι-. Ἀναγκάστηκαν ὅμως οἱ κάτοικοι νὰ κατοικήσουν στὴ σημερινὴ θέση, γιατὶ ἕνα περίεργο καὶ φαρμακερὸ ζωύφιο τοὺς τσιμποῦσε καὶ πέθαιναν» (1).
Πληθυσμὸς Ἀμπελακίων
Στὴν ἀπογραφὴ τοῦ 2001 οἱ κάτοικοι τοῦ χωριοῦ ἦταν 435. Διάφοροι μελετητὲς καὶ περιηγητὲς τῆς ἐποχῆς μᾶς δίνουν στοιχεῖα γιὰ τὸν πληθυσμὸ τῶν Ἀμπελακίων τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, ἄλλοι μετρώντας τὰ σπίτια ἢ νοικοκυριὰ καὶ ἄλλοι τοὺς κατοίκους. Ἔτσι, γνωρίζουμε ὅτι τὸ ἔτος 1569/1570 ὑπῆρχαν στὰ Ἀμπελάκια 200 νοικοκυριά, τὸ 1779 ὑπῆρχαν 300, τὸ 1781 6.000 περίπου κάτοικοι, τὸ 1800 περίπου 4.000 κάτοικοι καὶ τὸ 1806 περίπου 600 οἰκογένειες.
Γιὰ νὰ καταλάβουμε ὅμως καλύτερα τὸ μέγεθος τῆς κοινότητας, ἀξίζει νὰ γνωρίζουμε ὅτι τὴν ἴδια ἐποχὴ ἡ Θεσσαλονίκη εἶχε 60.000 κατοίκους, ἡ Λάρισα 20.000, ἡ Βέροια 8.000, ἡ Καβάλα 3.000 καὶ ὁ Βόλος ἐπίσης 3.000 κατοίκους. Ἀπὸ τὰ στοιχεῖα αὐτὰ καταλαβαίνουμε πόσο σημαντικὰ ἦταν τὰ Ἀμπελάκια ἀπὸ πληθυσμιακὴ ἄποψη τὴν ἐποχὴ ἐκείνη (2).
Τὰ Αμπελάκια κατὰ τὴν περίοδο τῆς ὀθωμανικῆς κυριαρχίας
«Τὰ Ἀμπελάκια τὴν περίοδο τῆς ὀθωμανικῆς κυριαρχίας ἀνῆκαν στὴν κατηγορία τῶν ὀρεινῶν ἐκείνων χωριῶν, στὰ ὁποῖα κατοικοῦσαν μόνο Ἕλληνες καὶ κανένας Τοῦρκος. Τὰ χωριὰ αὐτά, τὰ ὁποῖα μέσα στὴν τουρκοκρατούμενη Ἑλλάδα ἦταν κάπως πιὸ «ἐλεύθερα» καὶ εἶχαν τὸ προνόμιο τῆς αὐτοδιοίκησης, ὀνομάζονταν «Ἐλευθεροχώρια». Στὰ χωριὰ αὐτὰ οἱ κάτοικοι μποροῦσαν πιὸ εύκολα νὰ καλλιεργοῦν καὶ νὰ ἀναπτύσσουν διάφορες τέχνες, ὅπως τὴν ὑφαντική, τὴν μεταξουργία, κ.ἄ. Ἔτσι, μὲ τὸν καιρὸ στὶς περιοχὲς αὐτὲς ἀναπτύχθηκε ἡ βιοτεχνία φθάνοντας σὲ ἀξιόλογα γιὰ τὴν ἐποχὴ ἐπίπεδα. Τέτοια βιοτεχνικὰ κέντρα ἀναπτύχθηκαν στὴν Ἤπειρο, στὴν Πελοπόννησο, στὴ Θεσσαλία καὶ ἀλλοῦ» (3).
Λόγοι ἀνάπτυξης τῶν Ἀμπελακίων
Πῶς μπόρεσαν ὅμως τὰ Ἀμπελάκια, καθὼς δὲν ἦταν χτισμένα δίπλα σὲ πλωτοὺς ποταμοὺς καὶ ἐμπορικοὺς δρόμους ἢ κοντὰ σὲ λιμάνια καὶ ἀγορὲς ἀλλὰ σὲ ὀρεινὴ τοποθεσία, νὰ ἐξελιχθοῦν καὶ νὰ ἀποκτήσουν διεθνῆ φήμη; Τί ἦταν αὐτὸ ποὺ ἔκανε τὰ Ἀμπελάκια ξεχωριστὰ καὶ πασίγνωστα σὲ ὁλόκληρη τὴν Εὐρώπη καὶ τὴν Ἀνατολή; Ὁ Γάλλος πρόξενος στὴ Θεσσαλονίκη, Φελίξ Μπωζούρ, σὲ μιὰ ἀναφορά του πρὸς τὸ Παρίσι ἔγραφε χαρακτηριστικὰ ὅτι τὰ Ἀμπελάκια, μοιάζουν «μᾶλλον μὲ κωμόπολη τῆς Ὁλλανδίας παρὰ μὲ χωριὸ τῆς Τουρκίας» (4). Οἱ Ἀμπελακιῶτες ἀσχολήθηκαν μὲ τὴ βαφὴ τῶν βαμβακερῶν νημάτων, μιὰ τέχνη ποὺ τὴν ἔμαθαν στοὺς κιρχανάδες (νηματοβαφεῖα) τῆς Λάρισας καὶ τοῦ Τυρνάβου. Γρήγορα διαπίστωσαν ὅτι αὐτὴ ἡ τέχνη δύναται νὰ καταστεῖ προσοδοφόρος καὶ τὴ μετέφεραν στὸ χωριό τους. Ἀρχικά, οἱ Ἀμπελακιῶτες ἦταν ὀργανωμένοι σὲ μικρὲς ὁμάδες (σινάφια) καὶ διέθεταν τὰ προϊόντα τους στὶς τοπικὲς ἀγορὲς τῆς περιοχῆς. Ἡ φήμη, ὅμως, τῶν Ἀμπελακίων κατὰ τὸν 18ο αἰῶνα ὀφείλεται στὴν οἰκονομική τους ἀνάπτυξη, ἡ ὁποία ἦταν ἀποτέλεσμα τῆς δράσης τῆς «Κοινῆς Συντροφίας», ἑνὸς συνεταιρισμοῦ ποὺ θεωρεῖται ὁ πρῶτος τοῦ εἴδους στὴν Εὐρώπη. Ὁ συνεταιρισμὸς αὐτὸς ἀσχολήθηκε μὲ τὴ βιοτεχνικὴ παραγωγὴ καὶ βαφὴ τῶν βαμβακερῶν νημάτων καθὼς καὶ μὲ τὸ ἐμπόριο τοῦ προϊόντος, ποὺ διοχετεύονταν στὶς σημαντικότερες ἀγορὲς τῆς Κεντρικῆς κυρίως Εὐρώπης. Χαρακτηριστικὸ τῶν νημάτων αὐτῶν ἦταν ἡ ποιοτική τους τελειότητα, προπαντὸς ἀπὸ πλευρᾶς χρωμάτων (στιλπνά, ἀνεξίτηλα χρώματα) (5).
Ὁ Συνεταιρισμός
Κατὰ τὸ 1778 ὁ Γεώργιος Μαῦρος (ἐπονομασθεὶς στὴν Αὐστρία Σβάρτς) ἐνεπνεύσθη καὶ ἐνέπνευσε τὴν συνένωση τῶν βιοτεχνιῶν καὶ τὴν ἵδρυση τοῦ πρώτου Συνεταιρισμοῦ παγκοσμίως, «τὴν Κοινὴ Συντροφία τῶν Ἀμπελακιωτῶν». Λειτούργησε ὥς τὸ 1881 ἀποδίδοντας ἐξαιρετικὰ ἀποτελέσματα καὶ ἀποτέλεσε πρόδρομο τῆς Διεθνοῦς Συνεταιριστικῆς Κινήσεως. Ἦταν ταυτόχρονα γεωργικός, βιομηχανικὸς καὶ ἐμπορικὸς συνεταιρισμός. Ὁ συνεταιρισμὸς τῶν Ἀμπελακίων χαρακτηρίζεται ὡς ἡ πρώτη εἰρηνικὴ κοινωνικὴ ἐπανάσταση στὴν Εὐρώπη. Τὰ ὑποκαταστήματά του βρίσκονταν στὴ Γερμανία (Λειψία, Δρέσδη, Ἀμβοῦργο), στὴν Αὐστρία (Βιέννη, Τεργέστη), στὴν Οὑγγαρία (Βουδαπέστη), στὴ Ρωσία (Ὀδησσός), στὴν Ὁλλανδία (Ἄμστερνταμ), στὴ Γαλλία (Λυών), στὴν Ἀγγλία (Λονδῖνο) καθὼς καὶ στὴν Τουρκία (Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη).
Οἱ λόγοι ποὺ ἐπέβαλαν τὴν ἵδρυση τῆς «Κοινῆς Συντροφίας» στὰ Ἀμπελάκια ἦταν οἱ ἀκόλουθοι : Ἡ πληρωμὴ τῶν φόρων ποὺ ἔπρεπε νὰ καταβάλλουν οἱ Ἕλληνες ραγιάδες στοὺς Τούρκους κατακτητές δημιούργησε τὴν ἀνάγκη ἱδρύσεως συνεταιρισμοῦ, διότι ἡ «Συντροφιὰ» ἔδωσε τὴν ἰδέα τῆς δίκαιης κατανομῆς τῶν κερδῶν καὶ τῶν ζημιῶν, ἀναλόγως μὲ τὴν ἐργασία, τὴν παραγωγὴ καὶ τὰ κεφάλαια ἑκάστου συνεταίρου.
- Οἱ Ἀμπελακιῶτες πρὶν ἀπὸ τὸ 1778 ἀσχολοῦνταν μὲ τὴν παραγωγὴ ἐρυθρῶν νημάτων ἐργαζόμενοι κατ’ οἶκον.
- Ἐκαλλιεργεῖτο στὸν κάμπο βαμβάκι, τὸ ὁποῖο ἔγνεθαν οἱ γυναῖκες μὲ τὴ ρόκα καὶ τὸ ἀδράχτι. Τὰ νήματα βάφονταν κόκκινα καὶ κυανᾶ. Τὸ κόκκινο χρῶμα ἦταν ἄλικο καὶ στιλπνὸ καὶ ὀφειλόταν στὸ ῥιζάρι, λιζάρι ἢ ἀλιζάρι, τὸ κοινῶς λεγόμενον Ἐρυθρόδανον τὸ βαφικόν. Τὸ φυτὸ ἦταν αὐτοφυὲς καὶ ἡ οὐσία του ἡ ἀλιζαρίνη βάφει ἀνεξίτηλα.
Ἡ Παιδεία τῶν Ἀμπελακιωτῶν
Στὰ Ἀμπελάκια λειτούργησε ἀπὸ τὸ ἔτος 1749 καὶ ἤκμασε μία ἐκ τῶν μεγαλυτέρων σχολῶν, τὸ Ἑλληνομουσεῖον. Ὑπῆρχε καὶ σφραγῖδα τῆς Ἑλληνικῆς Σχολῆς τῶν Ἀμπελακίων. Ἐκεῖ δίδαξαν ὀνομαστοὶ καθηγητὲς τῆς ἐποχῆς, ὁ Εὐγένιος Βούλγαρης, ὁ ἱεροδιάκονος Γρηγόριος Κωνσταντᾶς, ὁ μαθηματικὸς καὶ κληρικὸς Ἰωνᾶς ὁ Σπαρμιώτης, ὁ ἱστορικὸς Κωνσταντῖνος Κούμας, ὁ Δανιὴλ Μάγνης, ὁ ἱερέας Πολυζώης. Οἱ προαναφερθέντες πνευματικοὶ ταγοὶ ὀργάνωναν συγκεντρώσεις μὲ ἄλλους ἀνθρώπους τοῦ πνεύματος ἐξ Ἀμπελακίων, ὅπως οἱ ἀδερφοὶ Δρόσοι, ὁ ἰατρὸς καὶ μεταφραστὴς Σακελλάρης, ὁ ἰατροφιλόσοφος Ἀσσάνης, μὲ σκοπὸ νὰ καταστήσουν ἐφικτὴ τὴν ἀναγέννηση τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους. Τὸ Ἑλληνομουσεῖο ἔπαυσε νὰ λειτουργεῖ περὶ τὸ 1810-1815. Ἀργότερα ἰδρύθηκε ἡ Μανιάρειος Σχολὴ τοῦ εὐεργέτη Ἀδαμαντίου Θ. Μάνιαρη.
Ἡ Παιδεία τῶν Ἀμπελακιωτῶν μέσα ἀπὸ τὶς πηγές
«Στὰ Ἀμπελάκια ὑπῆρχε καὶ σχολεῖο ἀνώτερο. Ὁ Δ. Τσοποτὸς (Γῆ καὶ γεωργοὶ τῆς Θεσσαλίας κατὰ τὴν τουρκοκρατία, 1912, σ. 147) ἀναφέρει ὅτι λειτουργοῦσε σχολεῖο στὴν κωμόπολη τὸ 1737. Ἐπίσης ὁ Γ. Φιλάρετος (Συνεργατικοὶ συνεταιρισμοί, 1927, σ.18) γράφει: «Διότι ἐλειτούργησεν ἀπὸ τοῦ ἔτους 1749 καὶ ἤκμασε μία τῶν καλλιτέρων σχολῶν». Ὑπῆρχε μάλιστα καὶ σφραγῖδα τῆς «Ἑλληνικῆς Σχολῆς τῶν Ἀμπελακίων» μὲ τὴν ἴδια χρονολογία (6)». «Τὸ σχολεῖο αὐτό, ὅπως καὶ ἀλλοῦ (Ζαγορᾶ), τὸ ἔλεγαν «Ἑλληνομουσεῖον» καὶ διδάσκονταν σ’ αὐτὸ καὶ ἀνώτερα μαθηματικὰ καὶ φυσικὲς ἐπιστῆμες. Ὁ Μπγιερνστὲλ στὶς ἐπιστολές του γράφει πὼς γνώρισε τὸν καθηγητὴ Τριανταφύλλου, ποὺ ἤξερε τὴ λατινική, καὶ πὼς τοῦ δάνεισε τὸ κείμενο τοῦ Στράβωνα καὶ συζήτησε μ’ αὐτὸν γιὰ ζητήματα ἱστορικά, γλωσσολογικὰ καὶ τῶν φυσικῶν ἐπιστημῶν. Στὸ Ἑλληνομουσεῖο τῶν Ἀμπελακίων δίδαξαν καὶ μερικοὶ ἀπὸ τοὺς φημισμένους τὸν καιρὸ ἐκεῖνο Ἕλληνες λογίους καὶ δασκάλους τοῦ Γένους, ὅπως ὁ Εὐγένιος Βούλγαρης, ὁ Γρηγόριος Κωνσταντᾶς, ὁ Κωνσταντῖνος Κούμας, ὁ Ἰωνᾶς Σπαρμιώτης, ὁ Φωτήλας, ὁ Γ. Τριανταφύλλου, ὁ Πολυζώης, ὁ Γεώργιος Τρικκαλινὸς καὶ ἄλλοι» (7). «Στὸ Ἑλληνομουσεῖο τῶν Ἀμπελακίων σπούδαζαν τὰ ἑλληνικὰ γράμματα τὰ ἑλληνόπουλα τῶν Ἀμπελακίων καὶ τῆς περιοχῆς, ὄχι μόνο τοὺς ἀρχαίους συγγραφεῖς, τὶς φυσικὲς ἐπιστῆμες, τὰ μαθηματικὰ καὶ τὴν ἱστορία ἀλλὰ καὶ ἀνώτερα στοιχεῖα μαθηματικῶν καὶ φιλοσοφία. Γνωρίζουμε ἀπὸ πολλὲς μαρτυρίες ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸ καταστατικὸ τῆς περίφημης Συντροφίας τῶν Ἀμπελακίων (ἄρθρο 14) καὶ ἀπὸ διαθῆκες καὶ δωρεές ὅτι στέλνονταν πολλοὶ νέοι νὰ σπουδάσουν στὸ ἐξωτερικὸ καὶ φρόντιζαν γιὰ νὰ μάθουν καλὰ τὴν ξένη γλῶσσα καὶ νὰ σταδιοδρομήσουν σὲ διάφορες θέσεις τῶν ἀντιπροσωπειῶν τοῦ ἐξωτερικοῦ (8)». «Ἡ βιβλιοθήκη τοῦ σχολείου – ὅπως καὶ τοῦ σχολείου τῆς Ζαγορᾶς – ἦταν γεμάτη ἀπὸ τόμους τῶν ἀρχαίων Ἐλλήνων συγγραφέων καθὼς καὶ ἀπὸ νεότερα ἔργα φιλοσοφικά, ἱστορικά, καὶ ἐγχειρίδια φυσικῆς καὶ χημείας.» (9)
Ἀναφορὲς ξένων περιηγητῶν γιὰ τὰ Ἀμπελάκια
Ὁ Γάλλος πρόξενος στὴ Θεσσαλονίκη Φέλιξ Μπωζοὺρ γράφει πὼς ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες δανείστηκαν οἱ Γάλλοι τὴν τέχνη τῆς κοκκινοβαφῆς τοῦ βαμβακιοῦ. «Ἕλληνες μπογιατζῆδες ἐγκαταστάθηκαν κατὰ τὰ μέσα τοῦ 18ου αἰῶνα στὸ Μονπελλιέ (Γαλλίας) κι ἐκεῖ ἔβαφαν τὸ βαμβάκι κατὰ τὸν τρόπο τῆς πατρίδας τους. Τὴ μέθοδό τους μιμήθηκαν οἱ Γάλλοι. Κι ἔτσι ἡ ἀνατολίτικη βαφὴ διαδόθηκε στὰ ἐργοστάσιά μας τοῦ Languedoc καὶ τοῦ Béarn ὅπως στὴ Mayenne καὶ Chollet» (10).
«Τὰ Ἀμπελάκια, γράφει ὁ Γάλλος πρόξενος Φελὶξ Μπωζούρ, μὲ τὴ δραστηριότητά τους μοιάζουν πιὸ πολὺ κωμόπολη τῆς Ὁλλανδίας παρὰ ἕνα χωριὸ τῆς Τουρκίας. Ἡ κωμόπολη αὐτὴ μὲ τὴ βιομηχανία της διασκορπίζει κίνηση καὶ ζωὴ σὲ ὅλα τὰ περίχωρα, καὶ δημιουργεῖ ἕνα πολὺ μεγάλο ἐμπόριο ποὺ ἑνώνει τὴ Γερμανία μὲ τὴν Ἑλλάδα χάρις σὲ μύριες κλωστές. Ὅλος αὐτὸς ὁ πληθυσμὸς ζεῖ στὰ βαφεῖα σὰν σμῆνος ἀπὸ μελίσσια μέσα στὴν κυψέλη του. Στὴν κωμόπολη αὐτὴ εἶναι ὁλότελα ἄγνωστα τὰ κακὰ ἐλαττώματα καὶ οἱ σκοτοῦρες ποὺ γενιῶνται ἀπὸ τὴν τεμπελιά. Οἱ καρδιὲς τῶν Ἀμπελακιωτῶν εἶναι ἁγνὲς καὶ οἱ φυσιογνωμίες τους εὐχαριστημένες. Ἡ σκλαβιά, ποὺ μαραίνει κάτω ἀπὸ τὰ πόδια τους τὴν ὕπαιθρο ποὺ ποτίζεται ἀπὸ τὸν Πηνειό, δὲν ἀνέβηκε καθόλου ἕως τὶς πλαγιὲς τοῦ βουνοῦ τους. Τοῦρκος δὲν κατοικεῖ, οὔτε διαμένει ἀνάμεσά τους (11)».
Ἀπὸ τὸ 1770 λειτουργοῦσαν στὰ Ἀμπελάκια μικρὲς συντροφιὲς ποὺ διαλύθηκαν ἀργότερα. Μιὰ τέτοια συντροφιὰ ἱδρύθηκε στὶς 15 τοῦ Ἀπρίλη 1771 ἀπὸ τοὺς Ἀμπελακιῶτες Κόμη Δροσινὸ καὶ Γεώργιο Τότο, ποὺ ὅμως διαλύθηκε τὸ 1777. Σκοπὸς τῆς Συντροφίας ἦταν: «Μὲ τὸ παρὸν γράμμα μαρτυρικὸν καὶ ἐξουφλητικὸν φανερώνω ὁ κάτου ὑγεμεν ὅτι εἰς τοὺς 1771 Ἀπριλλίου 15 συμφώνησε ὁ κυρ Γιῶργος Τότου μετὰ τοῦ κυρ Κόμη Δροσινοῦ νὰ δουλεύουν τὴν κοκκιναδικὴν τέχνην, ὁ μὲν κόμις νὰ πιγένι διὰ τὴν βρόπα νὰ πολεὶ τὰ νίματα τὸ δὲ ὁ τότους νὰ κομαντάρι ἐδῶ τὰ κιρχανάδια καὶ ὅ,τι κέρδος ἤθελε ξαποστίλη ὁ πλουσιόδωρος Θεὸς νὰ μεράζουν ἴσια πρὸς ἴσια ὅσον καὶ ἀπόσον καὶ εἰς τὴν ζημίαν, τὴν δὲ τὴν σήμερον ἐθεόρισαν τὸν λογαριασμόν τους καὶ ἔδοσαν τέλος ἡ συντροφιά.
Ἐν ἔτι 1777 Ἰουνίου 27, ἀμπελλάκια (12)».
«Χώρα καλὴ καὶ μεγάλη, μέ σπήτια πολλά, ἀπαράλλακτα ἀπὸ τῆς Εὐρώπης. Ἀκουσμένα εἰς τὸν πονέντε καὶ λεβάντε διὰ τὸ καλὸν ἐμπόριον, διὰ τὴν τῶν πολλῶν νημάτων ἐξάπλωσιν παντοῦ, διὰ τὰ σπήτια [πρακτορεῖα] ὅπου εἶχε εἰς κάθε μέρος τῆς Τουρκίας καὶ Εὐρώπης, ὅπου ἔκαμναν τὴν πραγμάτιαν [ἐμπόριο]. Τὰ Ἀμπελάκια πρῶτα δὲν ἦταν τὸ οὐδέν, μία χώρα ὡσὰν τὲς ἄλλες γειτονικές. Κάποιος Δροσινὸς Χατζῆ-Ἴβος καὶ ἄλλοι μερικοὶ ἐδούλευσαν εἰς Λάρισσα καὶ Τούρναβο τὰ κόκκινα νήματα. Καὶ βλέποντας ὅτι ἦτον δουλιά, ἦλθον εἰς Ἀμπελάκια τὴν πατρίδα καὶ ἄνοιξαν ἐδῶ ἀπὸ ὀλίγον κατ’ ὀλίγον αὐτὴν τὴν φάμπρικα. Καὶ στέλνοντας εἰς τὴν Εὐρώπην εὐτύχησαν, μία καὶ δύο καὶ πολλὲς φορές. Καὶ ἀπὸ αὐτὰ ἔγιναν τὰ Ἀμπελάκια, ὡς εἴπομεν (13)».
Ὁ Φελὶξ Μπωζούρ, ὁ Γάλλος πρόξενος στὴ Θεσσαλονίκη, ἐπισκέφτηκε τὰ Ἀμπελάκια τὸ 1797 καὶ περιγράφει τὰ ὅσα εἶδε ἐκεῖ. «Ὅλες αὐτὲς οἱ ἐμπορικὲς πράξεις ἀρχικὰ καταρτίστηκαν ἀπὸ Ἐταιρεῖες ποὺ εἶχαν ἡ καθεμία ξεχωριστὰ συμφέροντα. Ὅμως, ἐπειδὴ οἱ Ἑταιρεῖες αὐτὲς ζημιώνονταν ἀπὸ τὸν ἀνάμεσά τους ἀνταγωνισμό, οἱ μέτοχοί τους ἀποφάσισαν νὰ τὶς ἑνοποιήσουν ὅλες, ὥστε νὰ ἀποτελοῦν μία καὶ μόνη.(14)». «Πρὶν ἀπὸ λίγα χρόνια, οἱ βιοτέχνες τῶν Ἀμπελακίων, μὲ μιὰ λέξη ὅλη ἡ πόλη, σχημάτισαν μιὰ μόνο ἑταιρεία, στὴν ὁποία, ὅπως καὶ στὰ πλοῖα τοῦ Αἰγαίου καὶ σὲ πολλὲς ἄλλες ἑλληνικὲς ἐμπορικὲς ἐπιχειρήσεις, ὁ κάθε ἐργάτης εἶχε τὸ μετοχικὸ μερίδιό του.Οἱ ἑταῖροι ποὺ διέμεναν στὸ ἐξωτερικὸ ἐξασφάλιζαν στὴν ἑταιρεία ὅλα τὰ κέρδη μεσιτείας καὶ πρακτόρευσης. Τίποτα δὲν μποροῦσε νὰ εἶναι οἰκονομικότερο καὶ ἐπωφελέστερο ἀπὸ ὅ,τι μία τέτοια διαχείριση (15)». «Νηματοβαφεῖα καὶ συντροφιὲς γιὰ τὴν ἐκμετάλευση τῶν ἐρυθρῶν νημάτων ὑπῆρχαν ὀργανωμένες καὶ σὲ ἄλλες περιοχὲς καὶ ἰδιαίτερα στὶς γειτονικὲς κωμοπόλεις, τὸν Τύρναβο καὶ τὴ Ῥαψάνη, ποὺ εἶχαν ἐπίσης ὀργανωμένο ἐμπόριο μὲ τὴν Εὐρώπη καὶ ὅπως φαίνεται αὐτὲς δίδαξαν στοὺς Ἀμπελακιῶτες, στὴν ἀρχή, τὴν κοκκιναδικὴ τέχνη (16). Στὰ Ἀμπελάκια ὅμως, ἂν δὲν ἦταν μία ἀπὸ τὶς ἀρχαιότερες, πάντως ἦταν μία ἀπὸ τὶς πιὸ σπουδαῖες καὶ πιὸ ὀργανωμένες κοινοπραξίες. Τὴν αἰτία τῆς προόδου τὴν ὀφείλουν τὰ Ἀμπελάκια στὴν προσωπικότητα καὶ τὴ δραστηριότητα ποὺ ἀνέπτυξαν οἱ ἀντιπρόσωποι τῆς Κοινῆς Συντροφίας στὸ ἐξωτερικό, ὅπως ὁ Δροσινὸς Χατζῆ Ἴβου καὶ ὁ Γεώργιος Μαῦρος (Σβάρτς) (17)».
Τὸ βασικὸ προϊὸν τῆς Κοινῆς Συντροφίας ἦταν τὰ κόκκινα νήματα, τὰ ὁποῖα μεταφέρονταν μὲ καραβάνια καὶ πωλοῦνταν σὲ ὁλόκληρη τὴν Εὐρώπη. Γιὰ τὴν πραγματοποίηση τῶν ἐμπορικῶν της συναλλαγῶν ἡ Κοινὴ Συντροφία εἶχε ὑποκαταστήματα μεταξὺ ἄλλων καὶ στὶς παρακάτω χῶρες καὶ πόλεις: στὴ Γερμανία (Λειψία, Δρέσδη, Ἀμβοῦργο, Καίνιξμπεργκ), Αὐστρία (Βιέννη, Τεργέστη), Οὑγγαρία (Βουδαπέστη), Ῥωσία (Ὀδησσό, Πετρούπολη), Ὁλλανδία (Ἄμστερνταμ), Ἀγγλία (Λονδίνο), Τουρκία (Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη) καὶ Γαλλία (Λυών) (18).
Ἀρχιτεκτονικὴ τῶν Ἀμπελακίων
Προχωρώντας κανεὶς στοὺς δρόμους τοῦ χωριοῦ παρατηρεῖ τὰ ὡραῖα του σπίτια μὲ τὴν ἰδιαίτερη ἀρχιτεκτονική τους. Ὑπάρχουν 17 ἀρχοντικά, τὰ ὁποῖα σώζονται μέχρι σήμερα καὶ εἶναι ἀξιόλογα δείγματα τῆς ἑλληνικῆς ἀρχιτεκτονικῆς κληρονομιᾶς, μὲ κορυφαῖο αὐτὸ τοῦ Γεωργίου Σβάρτς, τὸ ὁποῖο λειτουργεῖ ὡς μουσεῖο, ἐνῷ τὰ ὑπόλοιπα εἶναι ἰδιωτικά. Τὰ ἀρχοντικὰ τῶν Ἀμπελακίων εἶναι διώροφα ἢ τριώροφα, ἔχουν φρουριακὴ μορφὴ ἐξωτερικά, μὲ πολεμίστρες ἢ καὶ ἐλάχιστα ἀνοίγματα στὴν πέτρινη κατασκευὴ τοῦ ἰσογείου καὶ μὲ πολλὰ ἀνοίγματα στὸ ἀνώι, ὅπου προβάλλουν χαρακτηριστικὲς ἀρχιτεκτονικὲς προεξοχὲς (τὰ σαχνισιά), μὲ ἐλαφριὰ ξύλινη κατασκευὴ καὶ φεγγῖτες μὲ πολύχρωμα τζαμάκια. Ἡ στέγη εἶναι ξύλινη μὲ ἐπικεράμωση. Σὲ ἕνα ἀπὸ αὐτὰ τὰ παλιὰ ἀρχοντικὰ μετὰ τὴν ἀναστήλωσή του στεγάζεται καὶ τὸ λαογραφικὸ καὶ ἱστορικὸ μουσεῖο Ἀμπελακίων. Οἱ Ἀμπελακιῶτες μεγαλέμποροι, ἐπηρεασμένοι ἀπὸ τὸν εὐρωπαϊκὸ πολιτισμὸ καὶ ἔχοντας συγκεντρώσει πολὺ χρῆμα, διαθέσανε ἕνα μέρος ἀπ’ αὐτὸ γιὰ νὰ χτίσουν μεγάλα σπίτια μὲ ἀνέσεις καὶ ἐσωτερικὲς διακοσμήσεις. Ὁ Λεονάρδος γράφει χαρακτηριστικά: «Ἡ πόλις μὲν εἶναι μικρά, καὶ μόλις φθάνει τὸν ἀριθμὸ 500 ὀσπητίων˙ ἀλλ’ ὅμως εἰς πολλὰ τῆς Εὐρώπης μέρη ἀκουστή˙ […] εὐπρεπισμένη μὲ ὑψηλὰ ὀσπήτια˙ πύργους καὶ λαμπρὰ οἰκοδομήματα˙ τὰ ὁποῖα ἀνεβαίνουσι τὸ ἕνα πρὸς τὸ ἄλλο ἐν εἴδει πυραμίδος εἰς τὸ βουνόν˙ αὐτὰ εἶναι σχεδὸν τὰ περισσότερα κατὰ τὸν κάλλιστον νέον ἑλληνικὸν καὶ εὐρωπαϊκὸν ὡραῖον τρόπον κτισμένα, καὶ πολλὰ ἐξ αὐτῶν τριῶν πατωμάτων˙ κατ’ ἐξοχὴν ὅμως μεταξὺ αὐτῶν φαίνονται μερικὰ ἀνυψούμενα ὡς τῷ ὄντι παλάτια, τὰ ὁποῖα φιλονεικοῦν μὲ τὰ πρῶτα διὰ τὸν βαθμόν. Ταῦτα ἀνήκουσι κυρίως εἰς τὸν γενικὸν καλλωπισμὸν τῆς πόλεως, καὶ διὰ τὴν μεγαλοπρεπῆ, καὶ τὸν νέον τρόπον αὐτῶν τεκτονικὴν ἀξίζουν τὴν προσοχὴν καὶ ἐπίσκεψιν τῶν ξένων» (19).
Ὁ Ἀδ. Ἀνακατωμένος, ποὺ ἐπισκέφθηκε τὸ 1870 τὰ Ἀμπελάκια, γράφει: «Αἱ πλεῖσται τῶν οἰκοδομῶν ἔχουσι τρία πατώματα καὶ σώζουσιν εἰσέτι τὸ ἐρυθροῦν χρῶμα καὶ τὸν καλλωπισμὸν τῶν παραθύρων κατὰ τὸν βυζαντινὸν ῥυθμόν, δι’ ὅν οἱ γείτονες Τοῦρκοι ἵστανται ἐκστατικοί »(20). Ἡ εὐημερία τοῦ χωρίου προήγετο ὁσημέραι, ἄνετος δὲ καὶ πολυτελὴς βίος ἦτο τὸ ἀποτέλεσμα τῆς ὑλικῆς προαγωγῆς. Τότε ἐκτίσθησαν αἱ ὡραῖαι οἰκίαι τοῦ χωρίου· τότε ἰδρύθη ἡ περιώνυμος σχολὴ ἐν ᾗ ἐδίδαξαν ὁ Βούλγαρης, ὁ Κούμας, ὁ Κωνσταντᾶς, ὁ Ἀσάνης καὶ ἕτεροι ἀσημότεροι τούτων, τότε παρεπεδήμουν ἐνταῦθα πλεῖστοι Γερμανοὶ πρὸς ἐμπορίαν, καὶ ἐν γένει τὸ ὀρεινὸν χωρίον παρίστανεν ἀνθηρὰν ὄασιν ἐν τῷ μέσῳ τῆς ἐρημώσεως καὶ πενίας, ἥτις κατεμάστιζε τὸ Θεσσαλικὸν πεδίον. Ἀλλὰ δυστυχῶς τὰ πάντα ἐν τῷ κόσμῳ παρέρχονται· ἡ ἐμφιλοχωρήσασα διχόνοια μεταξὺ τῶν κατοίκων καὶ αἱ δικαστικαὶ ἔριδες, τοῦ Ἀλῆ πασᾶ αἱ ἐπίβουλοι ἐνέργειαι, ἡ προαγόμενη εὐρωπαϊκὴ βιομηχανία καὶ τέλος ἡ χρεωκοπία τῆς Αὐστριακῆς τραπέζης κατέστρεφε τὴν βιομηχανίαν καὶ τὸ ἐμπόριον τῶν Ἀμπελακιωτῶν (21).
Λόγοι παρακμῆς τῶν Ἀμπελακίων
- ἡ πολεμικὴ κατάσταση στὴν Εὐρώπη
- ἡ χρεωκοπία τῆς τράπεζας τῆς Βιέννης τὸ 1811, ὅπου ὑπῆρχαν κατατεθειμένα τὰ κεφάλαια τῆς Συντροφίας, ποὺ ἦταν τὴν ἐποχὴ ἐκείνη πάνω ἀπὸ 10.000.000 φράγκα
- ἡ ἐπιδημία τῆς πανώλης (πανοῦκλα) τὸ 1812-14, ἐξαιτίας τῆς ὁποίας πέθαναν πολλοὶ Ἀμπελακιῶτες καὶ ἀνάγκασε πολλοὺς κατοίκους, καὶ κυρίως στελέχη τῆς Κοινῆς Συντροφίας, νὰ ἐγκαταλείψουν τὴν κοινότητα καὶ νὰ φύγουν στὸ ἐξωτερικὸ ἢ σὲ ἄλλα μέρη τῆς Ἑλλάδας
- ἡ ἐφεύρεση τῆς «ἀνιλήνης» ποὺ εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τὴν ὡραιότερη, φθηνότερη, ἀνεξίτηλη καὶ σὲ ποικίλους χρωματισμοὺς βαφὴ τῶν νημάτων, ὥστε νὰ σταματήσει ἡ ζήτηση στὶς εὐρωπαϊκὲς ἀγορὲς τῶν ἀμπελακιώτικων ἐμπορευμάτων
- ὁ προοδευτικὰ αὐξανόμενος ἀνταγωνισμὸς τῆς ἀγγλικῆς νηματουργίας βιομηχανίας
- ἡ ἀξιοποίηση τοῦ ἀτμοῦ καὶ ἡ ἐκβιομηχάνιση τῆς παραγωγῆς
- οἱ μεταξὺ τῶν μελῶν διαφωνίες καὶ οἱ οἰκονομικὲς καταχρήσεις μερικῶν ἀντιπροσώπων μελῶν στὸ εξωτερικό
- ἡ ἀδυναμία τῶν συντροφιῶν νὰ προχωρήσουν σὲ μαζικὴ παραγωγὴ νημάτων σὲ ἐξελιγμένη τεχνολογικὴ βάση, ἔτσι ὥστε νὰ μποροῦν νὰ παράγουν προϊόντα ὁμοιόμορφα καὶ μὲ χαμηλὸ κόστος
- ἡ κατασπατάληση τῶν κερδῶν σὲ εἴδη πολυτελείας (ἀνέγερση πολυτελῶν σπιτιῶν) καὶ ἔλλειψη ἐπενδύσεων στὸν τομέα τῆς παραγωγῆς τῶν βαμβακερῶν νημάτων, ὥστε νὰ μποροῦν νὰ ἀντεπεξέλθουν στὸν αὐξανόμενο ἀνταγωνισμό
- ἡ ἐξάρτηση ἀποκλειστικὰ ἀπὸ τὴν ἐξωτερικὴ ἀγορά.
Πηγὲς γιὰ τοὺς λόγους παρακμῆς τῶν Ἀμπελακίων
Παρ’ ὅλα, ὅμως, τὰ σημεῖα τοῦ ἀνώτερου πολιτισμοῦ τους, δὲν ὑπάρχει ἄλλο μέρος ὅπου ἡ ἑλληνικὴ διχόνοια νὰ εἶναι τόσο ἔντονη ὅσο στὰ Ἀμπελάκια. Τὸ φατριαστικὸ πνεῦμα, ὁ φθόνος καὶ ἡ ζήλεια ἔχουν χωρίσει τοὺς ἀνθρώπους μεταξύ τους, τὶς οἰκογένειες καὶ γενικὰ τὶς συγγένειες. Μολονότι οἱ μικρὲς διενέξεις λύνονται γενικὰ ἀπὸ τοὺς ἄρχοντες, οἱ Ἀμπελακιῶτες συχνὰ καταφεύγουν στὴν ἄφρονα πράξη νὰ φέρουν τὰ παράπονά τους στὸν Ἀλῆ πασὰ [τῶν Ἰωαννίνων], ὁ ὁποῖος φυσικὰ τὸ ἐκμεταλλεύεται δεόντως. Ἔχουν περάσει ἀρκετὰ χρόνια ἀπὸ τότε ποὺ ὁ Ἀλῆ πασάς ἔβαλε τὸ ποδάρι του, κατὰ τὴν ἑλληνικὴ ἔκφραση, γιὰ πρώτη φορὰ στὰ Ἀμπελάκια. Αὐτὴν τὴ στιγμὴ ἔχει ἕναν ἀπὸ τοὺς προεστοὺς φυλακισμένο στὰ Ἰωάννινα, σκοπεύοντας νὰ τοῦ ἀποσπάσει ἐκβιαστικὰ χρήματα (22).
«Πέρυσι [1805] διέτρεξαν ὅλες (ἐννοεῖ οἱ ἑταιρεῖες) μεγάλο κίνδυνο ἐξαιτίας τῶν πολλῶν πτωχεύσεων στὴ Βιέννη κι ἔτσι τώρα δὲν μποροῦν νὰ λάβουν τὰ ἐμβάσματά τους ἐδῶ, λόγῳ τῆς χαμηλῆς ἀξίας τοῦ φλωρινίου καὶ ὅλοι φοβοῦνται οἰκονομικὴ κατάρρευση, ἐὰν πέσει καὶ ἄλλο ἡ ἀξία τοῦ αὐστριακοῦ νομίσματος. Ὁ Ἴβος [Δροσινός], ἡ μεγαλύτερη ἑταιρεία, ἔχει τὴ φήμη ὅτι ἀξίζει ἕνα ἑκατομμύριο πιάστρα, ποσὸ τὸ ὁποῖο, μολονότι δὲν εἶναι πάνω ἀπὸ 60.000 λίρες στερλίνες, εἶναι μεγάλο γι’ αὐτὴν τὴν ἐξαθλιωμένη οἰκονομικὴ αὐτοκρατορία (23)». Οἱ Ἀμπελακιῶτες ἀπὸ τὸ 1801 εἶχαν ἀρχίσει «νὰ αἰσθάνονται τὸ ἀποτέλεσμα τῆς προτίμησης ποὺ ὑπῆρχε στὶς γερμανικὲς ἀγορὲς γιὰ τὰ ἀγγλικὰ βαμβακερὰ νήματα». Οἱ πρῶτες ὅμως προσπάθειες ἐκμηχάνισης τῆς κατεργασίας τοῦ βαμβακιοῦ ἔγινε ἀπὸ τοὺς Ἀμπελακιῶτες στὰ 1817. Σὲ ἐπιστολὴ τοῦ ἀρχείου Δογάνη διαβάζουμε: «τρέμομεν ἕως οὗ μάθομεν τὸ πῶς ἀπεκάματε (τί κάνατε) μὲ τὰ μασίνια (μηχανές)». Ἐκτὸς ἀπὸ τὶς μηχανὲς γιὰ γνέσιμο οἱ Ἀμπελακιῶτες εἶχαν φέρει ἀπὸ τὴ Βιέννη καὶ κλωστικὴ μηχανή. Τὴ μηχανὴ αὐτὴ μάλιστα τὴ συνόδευε καὶ Γερμανὸς τεχνίτης, γιὰ νὰ τὴ χειρίζεται καὶ νὰ μάθει στοὺς Ἀμπελακιῶτες πῶς νὰ τὴ χρησιμοποιοῦν. Ὅπως μαθαίνουμε ὅμως ἀπὸ ἐπιστολὴ ποὺ γράφτηκε στὰ Ἀμπελάκια στὶς 10 τοῦ Μάη 1818, ὑπῆρχαν δυσκολίες στὴν ἐγκατάσταση τῶν μηχανῶν καὶ ὅτι ἡ ἀπόδοση τοῦ προσωπικοῦ ἦταν ἰδιαίτερα χαμηλή. Συγκεκριμένα διαβάζουμε: «τὰ τζικρίκια (μηχανές) ἐμβῆκαν τέλος πάντων εἰς δρόμον, ὅμως οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἀνάξιοι καὶ δὲν ἠμποροῦν οὔτε μίαν ὀκᾶ τὴν ἡμέραν νὰ ἐβγάλει τὸ κάθε τζικρίκι». Σὲ ἄλλη ἐπιστολὴ ὑπάρχει ἡ σύσταση «νὰ βαλθῆτε νὰ μάθετε τὸ γνέσιμον καὶ τὴν τέχνην τῶν μασσινίων». […] Ἡ χαμηλὴ ἀποδοτικότητα μπορεῖ νὰ ὀφειλόταν, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ προβλήματα προσαρμογῆς, καὶ σὲ ἀντιδράσεις τῶν ἐργαζομένων.
Βιβλιογραφικὲς Ἀναφορές
Ξύτσας Α., Κοσμάνος Δ. (1984). Τὰ ἱστορικὰ Ἀμπελάκια. Θεσσαλονίκη.
Ἀστεριάδης, Α. (1928). Τὸ σπίτι τοῦ Σφάρτς στ’ Ἀμπελάκια. Ἀθῆναι.
Βόγιας. Α. (2005). Κοινοτικὴ Ὀργάνωση 98 καὶ διεθνεῖς σχέσεις – ἡ περίπτωση τῶν Ἀμπελακίων Θεσσαλίας. (18ος – 19ος αι. μ.Χ.) καὶ ἡ γενικὴ βιβλιογραφία τους. Ἀμπελάκια: Βόγιας.
Γεωργίου, Η. (1950). Νεώτερα στοιχεῖα περὶ τῆς ἱστορίας καὶ τῆς συντροφίας τῶν Ἀμπελακίων: ἐξ ἀνεκδότου ἀρχείου. Ἀθῆναι.
Κορδᾶτος, Γ. (1955). Τ’ Ἀμπελάκια κι ὁ μῦθος γιὰ τὸν συνεταιρισμό τους: συμβολὴ στὴν οἰκονομικοκοινωνικὴ ἱστορία τῆς Ἀνατ. Θεσσαλίας στὰ χρόνια τῆς τουρκοκρατίας. Ἀθῆναι: Στρατῆς καὶ Σία.
Μαριάδης, Σ. (2003). Συνεργατισμός – Συνεταιρισμοί: Ἱστορία – Φιλοσοφία – Ἀποστολή. Θεσσαλονίκη: Γιαχούδη.
Μουτσόπουλος, Ν. (1975). Τὰ Θεσσαλικὰ Ἀμπελάκια: εἰσαγωγὴ στὴν ἱστορία, τὴν κοινοπραξία καὶ τὰ ἀρχοντικὰ τῆς κωμοπόλεως. Θεσ/νίκη: Moutsopoulos.
Νικολόπουλος, Η. (1988). Δομὲς καὶ θεσμοὶ στὴν τουρκοκρατία: Τὰ Ἀμπελάκια καὶ ὁ κοινωνικοοικονομικὸς μετασχηματισμὸς τοῦ ἑλλαδικοῦ χώρου. Ἀθῆναι: Κάλβος.
Ντρογκούλης, Γ. (2003). Τὰ Ἀμπελάκια κατὰ τοὺς γεωγράφους καὶ περιηγητὲς στὰ χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας. Πρακτικὰ ἡμερίδας μὲ θέμα «Ἀμπελάκια-Τέμπη: Ἱστορικὴ ἀναδρομή-Προοπτικές».
Σπανός, Κ. (1996). Ἡ ἵδρυση τῶν Ἀμπελακίων. Στὸ Α΄ Συνέδριο Ἀμπελακιώτικων Σπουδῶν μὲ θέμα «Ἀμπελάκια 1778-1994, διακόσια δέκα ἕξι χρόνια μετὰ τὴν ἵδρυση τοῦ πρώτου συνεταιρισμοῦ στὸν κόσμο». Λάρισα: Τερζίδης & Σία, σελ.19-22. Θερμὲς εὐχαριστίες στὴν καταγόμενη ἀπὸ τὰ Ἀμπελάκια οἰκογένεια Χασάπη Ἀθανασίου-Χαλκιᾶ Φανῆς, ὅπως ἐπίσης καὶ στὸν κύριο Μαλέκα Κωνσταντῖνο, ὑπεύθυνο – ξεναγὸ τοῦ ἀρχοντικοῦ Σβὰρτς γιὰ τὴν ξενάγηση, τὸ φωτογραφικὸ ὑλικὸ καὶ τὶς χρήσιμες πληροφορίες σχετικὰ μὲ τὴν ἱστορία καὶ τὸν πολιτισμὸ τῆς περιοχῆς.
Σημείωση: Στὶς πηγὲς διατηρεῖται ἡ ὀρθογραφία τῶν συγγραφέων.
- Τὰ Θεσσαλικὰ Ἀμπελάκια (1961), [σ. 6].
- ΒΟΓΙΑΣ. Α., (2005), [σσ. 26-27].
- ΜΑΡΙΑΔΗΣ, Σ., (2003), [σσ. 148].
- ΚΟΡΔΑΤΟΣ, Γ., (1955), [σ.45].
- ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΣ, Η., (1988), [σσ 150 155].
- ΜΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΣ, Ν., (1975), [σ.18].
- ΚΟΡΔΑΤΟΣ, Γ., (1955), [σ.121].
- ΜΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΣ, Ν., (1975), [σ.19].
- ΚΟΡΔΑΤΟΣ, Γ., (1955), [σ.123].
- ΚΟΡΔΑΤΟΣ, Γ., (1955), [σ. 44].
- ΚΟΡΔΑΤΟΣ, Γ., (1955), [σ.45].
- ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΣ, Η. «Δομὲς καὶ θεσμοὶ στὴν τουρκοκρατία: Τὰ Ἀμπελάκια καὶ ὁ κοινωνικοοικονομικὸς μετασχηματισμὸς τοῦ ἑλλαδικοῦ χώρου», (1988) [σ. 188].
- ΦΙΛΙΠΠΙΔΗΣ: «Μερικὴ Γεωγραφία» (1815), στὸ ΝΤΡΟΓΚΟΥΛΗΣ, Η., (2003), [σσ.79-80].
- ΚΟΡΔΑΤΟΣ, Γ., (1955), [σ.58].
- ΙΑΚΩΒΟΣ ΙΩΝΑΣ ΜΠΓΕΡΝΣΤΟΛ: «Τὸ ὁδοιπορικὸ τῆς Θεσσαλίας» (1779), στὸ ΝΤΡΟΓΚΟΥΛΗΣ, Γ., (2003), [σσ.78-79].
- ΜΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΣ, Ν., (1975), [σ. 52].
- ΜΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΣ, Ν., (1975), [σ. 52].
- ΜΑΡΙΑΔΗΣ, Σ., (2003), [σ.157].
- ΛΕΟΝΑΡΔΟΣ, «Νεωτάτη τῆς Θεσσαλίας Χωρογραφία» (1836), στὸ ΝΤΡΟΓΚΟΥΛΗΣ, Η., (2003), [σ.81].
- ΚΟΡΔΑΤΟΣ, Γ., (1955), [σ.118].
- ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ, Ν., (1880) : «Θεσσαλία», στὸ ΝΤΡΟΓΚΟΥΛΗΣ, Γ., (2003), [σ.87].
- ΙΑΚΩΒΟΣ ΙΩΝΑΣ ΜΠΓΕΡΝΣΤΟΛ: «Τὸ ὁδοιπορικὸ τῆς Θεσσαλίας» (1779), στὸ ΝΤΡΟΓΚΟΥΛΗΣ, Γ., (2003), [σσ. 73-75].
- ΙΑΚΩΒΟΣ ΙΩΝΑΣ ΜΠΓΕΡΝΣΤΟΛ: «Τὸ ὁδοιπορικὸ τῆς Θεσσαλίας» (1779)