Εὐδοξία Αὐγουστίνου. Φιλόλογος – Θεολόγος
Ὁ Ἰησοῦς Χριστός ὡς Θεάνθρωπος εἶναι μοναδικός καί ἀσύγκριτος, ὅπως ἀποδεικνύεται σέ ὅλη τήν ἐπίγεια ζωή του. Εἶναι ὁ μόνος πού ἦταν γνωστός καί ἀναμενόμενος πρίν ἀκόμη ἀπό τήν ἐμφάνισή του στή σκηνή τῆς Ἱστορίας. Ὑποσχέθηκε τήν ἔλευσή του ἀμέσως μετά τήν πτώση τῶν πρωτοπλάστων μέ τό γνωστό «πρωτευαγγέλιον» (βλ. Γέ 3,15). Ὑπῆρξε ὄντως ἡ «προσδοκία ἐθνῶν» (Γέ 49,1), ὅλου τοῦ κόσμου. Γι’ αὐτό ἡ νοσταλγία καί ἡ λαχτάρα ὁλόκληρης τῆς ἀνθρωπότητας προσανατολίσθηκε πρός τό μέλλον, στήν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ, γιά τήν ἀνασύνδεση μαζί του καί τή λύτρωσή της. Ἡ προσμονή αὐτή ἄφησε ἔντονα ἴχνη σέ ὅλο τόν κόσμο, σέ Ἀνατολή καί Δύση, ἰδιαίτερα ὅμως στούς Ἰσραηλῖτες. Οἱ θεόπνευστοι προφῆτες ἐκεῖ κηρύττουν τόσο ἔντονα καί μέ βεβαιότητα τήν ἔλευση τοῦ Μεσσία Χριστοῦ, σάν νά πρόκειται γιά ἤδη βιωμένη πραγματικότητα.
Σαφής, ὅμως, καί ξεκάθαρη εἶναι ἡ προσδοκία καί στούς ἄλλους λαούς, Ἕλληνες, Ρωμαίους, Κινέζους, Ἰνδούς, Ἰρανούς, Αἰγύπτιους. Ἀπό ὅλες αὐτές τίς μαρτυρίες θά ἀναφέρω ἐπιγραμ- ματικά τίς ἔξοχες φωνές, Ἑλλήνων καί Ρωμαίων, πού σάν ἀστραπές προσπάθησαν νά σχίσουν τό σκοτάδι τῆς εἰδωλολατρίας, στό ὁποῖο κυλιόταν ὁ ἀρχαῖος εἰδωλολατρικός κόσμος, καί νά ἀναθερμάνουν τή γλυκειά ἀπαντοχή τοῦ Σωτήρα.
Ὁ μεγάλος τραγικός ποιητής Αἰσχύλος συνέγραψε τή θαυμάσια τριλογία «Προμηθεύς Πυρφόρος», «Προμηθεύς Δεσμώτης» καί «Προμηθεύς Λυόμενος», ἀπό τήν ὁποία διασώθηκε μόνον ἡ δεύτερη τραγωδία. Ὁ Προμηθέας, λέγει, ἁμάρτησε βαρύτατα, γιατί θέλησε νά γίνει ἴσος μέ τόν Θεό. Γι’ αὐτό καταδικάζεται στήν τρομερή τιμωρία τῆς προσπασσάλωσής του σέ φαράγγι δυσχείμερο τοῦ ὄρους Καυκάσου. Ἕνας γύπας, γεννημένος ἀπό ἔχιδνα, πού κατά τό ἥμισυ ἦταν γυναίκα, καθημερινά πλησίαζε τόν δεσμώτη, βύθιζε τό ράμφος του μέσα στό στῆθος του καί κατέτρωγε τό ἧπαρ τοῦ Προμηθέα, τό ὁποῖο ἀναπληρωνόταν τή νύχτα. Ἀπό αὐτή τήν τραγική θέση ἐκφράζει πρός στιγμή τήν ἐλπίδα ὅτι θά συγχωρηθεῖ ἀπό τόν Θεό, ὁ ὁποῖος εἶναι δίκαιος, ἀλλά καί «μακρόθυμος». Λέγει ἀκόμη ὅτι ὁ λυτρωτής του θά εἶναι τό παιδί τό ὁποῖο θά γεννηθεῖ ἀπό τήν παρθένο Ἰώ καί τόν Θεό, θά εἶναι υἱός Θεοῦ καί υἱός Παρθένου, δηλαδή θεάνθρωπος, καί θά γεννηθεῖ ὑπερφυσικά. Ὁ παρθενογέννητος αὐτός θεάνθρωπος θά ἐξαφανίσει τό κράτος τῶν παλαιῶν θεῶν. Ὁ Ἑρμῆς μάλιστα προλέγει στόν Προμηθέα:
«Καί μήν προσμένεις στό μαρτύριο αὐτό σου τέλος,
πρίν νά βρεθεῖ κανείς θεός πού νά θελήσει
νά πάρει ἐπάνω του τά πάθια σου καί πάει
στοῦ ἄφεγγου τ’ Ἅδη τ’ ἄραχλα βαθιά σκοτάδια».
Μιά ἁπλή ἀντιπαραβολή τῆς μεγαλειώδους αὐτῆς εἰκόνας μέ τό 53ο κεφάλαιο τοῦ Ἠσαΐα ἀρκεῖ γιά νά μείνει κανείς ἔκπληκτος ἀπό τό θάμβος τῆς θείας Πρόνοιας, πού κυβερνᾶ τά πάντα καί ἡ ὁποία μέ τόσο θαυμαστό τρόπο προεξαγγέλλει τά θαυμάσια τῆς λύτρωσης τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν θεάνθρωπο Λυτρωτή, προετοιμάζοντας ὅλο τόν κόσμο γιά τόν ἐρχομό του.
Κατά τήν ἐποχή τοῦ Σωκράτη ἀσίγητη μένει ἡ προσμονή τοῦ Λυτρωτῆ καί ἀσίγαστη σιγοκαίει ἡ λαχτάρα γιά τήν ἔλευσή Του. Ἔτσι, ὁ μεγάλος φιλόσοφος μέ σαφήνεια ἐξαγγέλλει ἀπολογούμενος στούς δικαστές του: «Σέ πνευματικό λήθαργο θά εἶσθε, ἐάν ὁ Θεός φροντίζοντας γιά σᾶς δέν στείλει κάποιον ἄλλον πρός ἐσᾶς».
Ὁ Πλάτων στήν «Πολιτεία» του, μέ ἐνάργεια πού θυμίζει τό 40ό κεφάλαιο τοῦ μεγαλοφωνότατου προφήτη Ἠσαΐα, λέγει: «Χωρίς νά ἔχει κάμει ποτέ τήν παραμικρότερη ἀδικία, ἄς τόν θεωροῦν ὡς τόν χειρότερο κακοῦργο, γιά νά περάσει ἡ ἀρετή του ἀπό τίς μεγαλύτερες δοκιμασίες… Καί ἔτσι συμπεριφερόμενος ὁ δίκαιος θά μαστιγωθεῖ, θά ριχτεῖ στά σίδερα καί, ἀφοῦ περάσει ἀπ’ ὅλα τά βασανιστήρια, θά ἀνασκολοπιστεῖ». Τό χωρίο αὐτό ἤδη ἀπό τήν πρώτη χριστιανική γραμματεία θεωρήθηκε ὡς σαφῶς μεσσιανικό.
Καταπληκτική ἐπίσης γιά τό θέμα μας εἶναι καί ἡ μεταξύ Σωκράτη καί Ἀλκιβιάδη στιχομυθία στό ἔργο τοῦ Πλάτωνα «Ἀλκιβιάδης Δεύτερος», πού ἀφορᾶ στό θέμα τῆς προσευχῆς. Ἀπό τή συζήτηση συνάγεται τό συμπέρασμα ὅτι ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά περιμένει πότε θά φθάσει ὁ καιρός -καί δέν θά ἀργήσει- πού κάποιος θά τόν διδάξει πῶς πρέπει νά διάκειται ἀπέναντι στούς θεούς καί στούς ἀνθρώπους. Ὁ προφητικός αὐτός διάλογος βρίσκει τήν ἐκπλήρωσή του στό κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιο (11ο κεφάλαιο). Τέσσερις αἰῶνες ἀργότερα, ὁ Χριστός ἀνταποκρινόμενος στό αἴτημα τῶν μαθητῶν «Κύριε, δίδαξον ἡμᾶς προσεύχεσθαι», δίδαξε στήν ἀνθρωπότητα τί πρέπει νά ζητεῖ, ὅταν γονατίζει μπροστά στόν οὐράνιο Πατέρα.
Στόν χῶρο τῶν Ρωμαίων ὁ Κικέρων, 50 χρόνια πρίν τή γέννηση τοῦ Χριστοῦ, νοσταλγεῖ τήν ἐποχή πού θά κυβερνᾶ παντοῦ ἕνας Διδάσκαλος καί Κυρίαρχος, ὁ Θεός!
Ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον παρουσιάζει μία πρόρρηση τοῦ Βιργιλίου, πού διατυπώθηκε 41 χρόνια πρίν γεννηθεῖ ὁ Χριστός. Στήν «4η Ἐκλογή» του μιλᾶ γιά τό θεῖο Παιδί, τό ὁποῖο θά ἐπαναφέρει στήν ἀνθρωπότητα τόν χρυσό αἰώνα, καί δέεται: «Ἐλθέ, πολυτίμητε Υἱέ τοῦ Θεοῦ, μεγάλε Υἱέ τοῦ Ὑψίστου. Σέ λίγο φτάνει ἡ ἐποχή. Ρίξε τό βλέμμα σου στήν ἀνθρωπότητα, πού κλονίζεται ἀπό τό βάρος τῆς ἁμαρτίας. Ρίξε τό βλέμμα σου καί δές πῶς τά πάντα σκιρτοῦν γιά τήν ἐποχή ἡ ὁποία σύντομα φτάνει!».
Καί σήμερα ἡ ἀνθρωπότητα προσδεμένη στόν βράχο τῆς ἀποστασίας της ἀναζητεῖ ἐναγωνίως Λυτρωτή. Μοιάζει σπαρταρώντας νά κραυγάζει: «Τίς με ῥύσεται ἐκ τοῦ σώματος τοῦ θανάτου τούτου;» (Ρω 7,24). Καί φέτος, 2016 χρόνια μετά Χριστόν, θά ἀνοίξουν καί πάλι οἱ οὐρανοί, γιά νά ἀκουσθεῖ στά πέρατα τῆς οἰκουμένης τό ἀγγελικό μήνυμα «ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον σωτήρ» (Λκ 2,11). Δέν ἔχουμε παρά «ὅσοι πιστοί», ὅπως τότε οἱ ἀγραυλοῦντες ποιμένες καί οἱ ὁδοιποροῦντες μάγοι, νά σπεύσουμε στή φάτνη, νά βροῦμε καί ταπεινά νά προσκυνήσουμε τό θεῖο Βρέφος, τόν Σωτήρα τοῦ κόσμου καί προσωπικό μας Σωτήρα. Ἀμήν.