Ζιάκας Θεόδωρος

 

Τὸ ἐρώτημα “γιατί νίκησε ὁ χριστιανισμός;” εἶναι ἰσοδύναμο μὲ τὸ ἐρώτημα “γιατί ἔγιναν οἱ Ἕλληνες χριστιανοί;”. Ἡ ταύτιση τῶν δύο ἐρωτημάτων δὲν εἶναι αὐθαίρετη. Ἂν δὲν γίνονταν οἱ Ἕλληνες χριστιανοὶ δὲν θὰ γίνονταν οὔτε οἱ Ρωμαῖοι. Καὶ μὲ δεδομένη τὴν ἄρνηση τῶν Ἑβραίων καὶ τὴν ἀδιαφορία τῶν ἄλλων κολεκτιβιστικῶν λαῶν τῆς Ἀνατολῆς, χριστιανισμὸς δὲν θὰ ὑπῆρχε. Ἡ ὀργανικὴ αὐτὴ συνάφεια κάνει τὸ ἐρώτημα “γιατί νίκησε ὁ χριστιανισμός;” θεμελιῶδες πρόβλημα τῆς ἑλληνικῆς ταυτότητας.

1. Ἡ νεωτερικότητα τοῦ ἐρωτήματος

Ὁ κοινὸς νοῦς τῶν χριστιανικῶν αἰώνων δὲν ἔβλεπε τίποτε τὸ παράδοξο στὴν ἐπικράτηση τοῦ χριστιανισμοῦ: Ἔγιναν οἱ Ἕλληνες χριστιανοὶ ἐπειδὴ ὁ ἀρχαῖος παγανισμὸς ἦταν μία ψεύτικη θρησκεία, ἐνῶ ὁ χριστιανισμὸς ἦταν ἡ μοναδικὴ ἀληθινὴ θρησκεία. Τὸ βάπτισμα τοῦ Ἑλληνισμοῦ γίνεται πρόβλημα μόνο στὴ νεωτερικὴ ἐποχή, ἐπειδὴ γιὰ τὸν διαφωτισμένο ἄνθρωπο ὁ χριστιανισμὸς εἶναι τὸ θεμέλιο τοῦ μισητοῦ μεσαιωνικοῦ δεσποτισμοῦ: (πῶς ἕνα τόσο καλλιεργημένο πνεῦμα, ὅπως τὸ ἑλληνικό, ὑποτάχθηκε στὸν χριστιανικὸ σκοταδισμό;).

Μὲ προκείμενη τὴν ἐξίσωση “μεσαιωνικὸς σκοταδισμὸς = χριστιανισμὸς” τρεῖς λύσεις εἶναι δυνατές: Ἡ πρώτη λύση εἶναι νὰ ὑποθέσουμε ὅτι οἱ Ἕλληνες ἔγιναν χριστιανοὶ μὲ τὸ στανιὸ (θεωρία τῆς βίας). Ἡ δεύτερη λύση εἶναι νὰ διαφοροποιήσουμε τὸν χριστιανισμὸ: (νὰ ὑποθέσουμε ὅτι στὴν ἀρχὴ ὁ χριστιανισμὸς ἦταν καλὸς ἀλλὰ ὕστερα χάλασε). Ἡ τρίτη λύση εἶναι νὰ διαφοροποιήσουμε τὸν ἴδιο τὸν Ἑλληνισμὸ: (ὁ καλὸς Ἑλληνισμὸς παρήκμαοε καὶ σὲ μία δύσκολη στιγμή, στιγμὴ παρακμῆς-ἀγωνίας, ὁ κακὸς χριστιανισμὸς τὸν ἐπίασε στὸν ὕπνο).

Συνέπεια τῆς δεύτερης ἀπάντησης εἶναι ὁ χριστιανικὸς φονταμενταλισμός: νὰ “καθαρίσουμε” τὸν χριστιανισμὸ ἀπὸ τὶς μεταγενέστερες “προσθῆκες-ἀλλοιώσεις”. Εἰδικότερα: Νὰ τὸν καθαρίσουμε ἀπὸ τὶς ἑλληνικὲς ἀλλοιώσεις. Νὰ ἐπιστρέψουμε στὸν χριστιανισμὸ τῆς “ἀρχικῆς” ἐκκλησίας. Ἡ φονταμενιαλιστικὴ αὐτὴ ἀπὸ-ἑλληνοποίηση-ἀπορωμαιοποίηση, δηλαδὴ ἑβραιοποίηση τοῦ χριστιανισμοῦ, ἔγινε ὁ πυρήνας τοῦ προτεσταντισμοῦ. Εἶναι πολὺ πιθανὸ ἡ ἐπιτυχία τῆς νεωτερικῆς ἐπιλογῆς, ποὺ χρονικὰ ἀκολούθησε τὴν προτεσταντική, νὰ συσχετίζεται μὲ τὴν ἀδυναμία τῆς Μεταρρύθμισης νὰ ξεμπερδέψει τελείως μὲ τὸν κολεκτιβιστικὸ δεσποτισμό. Οἱ διαφοροποιήσεις ὅμως ποὺ πέτυχε ὁ προτεσταντισμός, εἰσάγοντας τὴν ἐξατομικευμένη-ἰδιωτικὴ σχέση ἀνάμεσα στὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν Θεό, ἐπέτρεπαν τὴν προώθηση τῆς ρήξης μὲ τὸν μεσαιωνικὸ κολεκτιβισμὸ ἀπὸ πολὺ ριζοσπαστικότερες θέσεις. (Ἐδῶ βρίσκεται καὶ ἡ βάση τῆς θεωρίας τοῦ Μὰξ Βέμπερ, γιὰ τὶς ρίζες τοῦ καπιταλισμοῦ στὸ πνεῦμα τοῦ προτεσταντισμοῦ.)

Ἡ συνέπεια τῆς τρίτης ἐκδοχῆς (ὅτι ὁ χριστιανισμὸς βρῆκε τοὺς Ἕλληνες σὲ κακὴ στιγμὴ) εἶναι ἕνας “παγανιστικὸς” φονταμενταλισμός. Ὅπως ὅμως καὶ στὴν περίπτωση τοῦ προτεσταντισμοῦ, δὲν ἐπρόκειτο γιὰ “ἐπιστροφή” (: στὸν “καλὸ χριστιανισμὸ” ἐκεῖ, στὸν “καλὸ ἑλληνισμὸ” ἐδῶ). Τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν ἡ νεωτερικότητα, ἕνας νέος πολιτισμός, μία νέα ἱστορικὴ μορφὴ οἰκουμένης. Ὁ φυσιοκεντρισμὸς τῆς νεωτερικότητας μοιάζει παγανιστικὸς ἀλλὰ δὲν εἶναι. Σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν ἀρχαιοελληνικὴ πίστη, ὁ Κόσμος δὲν εἶναι ἐδῶ ἡ ὑπέρτατη ἀξία – πρότυπο. Περιέχεται στὴν Ἱστορία, στὸ κέντρο τῆς ὁποίας τοποθετεῖται τὸ ἀνθρώπινο ὑποκείμενο. Ἀπορρίπτοντας ριζικὰ τὸν Μεσαίωνα, ὁ νεωτερικὸς Ἄνθρωπος ὑποσκέλισε τὸν Θεό, ἀλλὰ καὶ τὸν Κόσμο. Ἀπὸ τὸν ἀρχαῖο ὀντολογικὸ κοσμοκεντρισμὸ καὶ τὸν μεσαιωνικὸ ὀντολογικὸ θεοκεντρισμό, περνοῦμε στὸν ὀντολογικὸ ἀνθρωποκεντρισμό. (Κ. Παπαϊωπαννου, Ἡ ἀποθέωση τῆς Ἱστορίας. Ἐναλλακτικὲς Ἐκδόσεις.) Ἀνθρωποκεντρισμὸς ὅμως σημαίνει ἐφαρμογὴ τῆς ἀνθρωποκεντρικῆς νοηματοδότησης πρὸς κάθε κατεύθυνση καὶ πρὶν ἀπ’ ὅλα στὴν ἑρμηνεία τοῦ δικοῦ του ἱστορικοῦ παρελθόντος. Κοντολογίς: Ἂν θέλουμε νὰ μὴ θιγεῖ τὸ ἀνθρωποκεντρικό μας πρόταγμα, οἱ ἐπιλογὲς ποὺ συζητοῦμε, θεωρία τῆς βίας καὶ θεωρία τῆς παρακμῆς-ἀγωνίας, προβάλλουν ὑποχρεωτικές.

Συναφεῖς μὲ τὸ ἐρώτημα τοῦ θέματός μας εἶναι, λοιπόν, ἡ πρώτη καὶ ἡ τρίτη λύση, τὶς ὁποῖες καὶ θὰ ἐξετάσουμε. Καὶ οἱ δύο δέχονται ὅτι ὁ χριστιανισμὸς ὑπέβαλε σὲ τόσο βαθιὰ ἀλλοίωση τοὺς Ἕλληνες, ποὺ στὸ ἑξῆς παύουν νὰ εἶναι καὶ νὰ λέγονται Ἕλληνες. Τὸ συμπέρασμα τῶν δύο προσεγγίσεων κοινό: Ὁ χριστιανικὸς Ἑλληνισμὸς δὲν ὑπῆρξε ποτέ. Εἶναι μία φανταστικὴ κατασκευή. Ἐφεύρημα τοῦ νεοελληνικοῦ ἐθνικισμοῦ.

2. Ἡ θεωρία τῆς βίας

Φαίνεται ὅτι ἡ θεωρία τῆς βίας μόνο στὴν Ἑλλάδα ἔχει ὀπαδούς. Οἱ ὀπαδοὶ της ἐπικαλοῦνται τὰ διωκτικὰ μέτρα τῶν πρώτων βυζαντινῶν αὐτοκρατόρων ἐναντίον τῶν παγανιστικῶν ἱερῶν καὶ σχολῶν. Ἐπικαλοῦνται δηλαδὴ γεγονότα ποὺ συμβαίνουν μετὰ τὸν τέταρτο αἰώνα, ὅταν ἡ νίκη τοῦ χριστιανισμοῦ ἦταν ἤδη δεδομένη.

Παραβλέπουν τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ ἐκχριστιανισμὸς τῶν μεγάλων ἀστικῶν κέντρων εἶχε ἤδη συντελεστεῖ, πρὶν ὑπάρξουν “χριστιανοὶ” αὐτοκράτορες νὰ στραφοῦν ἐναντίον τοῦ ἀρχαίου παγανισμοῦ. Ὅτι στὴν προβυζαντινὴ περίοδο συνέβη ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετο: ὅτι οἱ Ἕλληνες ἔγιναν χριστιανοὶ παρὰ τοὺς διωγμοὺς ἐκ μέρους τῆς ρωμαϊκῆς ἐξουσίας.

Ποιὰ ἦταν ἡ ἐθνικότητα τῶν προ-βυζαντινῶν χριστιανῶν μαρτύρων; Δὲν διαθέτουμε κάποια εἰδικὴ διατριβὴ πάνω στὰ μαρτυρολόγια, ἀλλὰ μᾶλλον μποροῦμε νὰ ὑποστηρίξουμε ὅτι ἡ πλειονότητά τους ἦταν Ἕλληνες. (Ἕλληνες βεβαίως μὲ κριτήριο τὴν παιδεία. Ἐφαρμόζοντας τὸ κριτήριο τῆς παιδείας συμμορφωνόμαστε ἀπολύτως μὲ τὴν κλασικὴ ἀντίληψη, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ἡ πνευματικὴ καταγωγὴ εἶναι τὸ κριτήριο τῆς ἐθνικότητας καὶ ὄχι ἡ φυλετική.) Ἑβραῖοι πάντως δὲν ἦταν οἱ προβυζαντινοὶ χριστιανοί. Γνωρίζουμε ἤδη ἀπὸ τὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, ὅτι αὐτοὶ ποὺ δημιουργοῦσαν προβλήματα στὸ ἔργο τοῦ Παύλου, ἦταν μονίμως οἱ ἰουδαῖοι συμπατριῶτες του. Ὥσπου τὸ πῆρε ἀπόφαση καὶ ἔπαψε νὰ ἀσχολεῖται μαζί τους. Στόχος του ἦταν οἱ Ἕλληνες καὶ οἱ Ρωμαῖοι.

Τὸ πότε ἔλαβε χώρα ἡ μετάβαση ἀπὸ τὸν παγανισμὸ στὸν χριστιανισμὸ εἶναι, λοιπόν, γνωστό: Ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ 1ου αἰώνα ὡς τὰ μέσα τοῦ 4ου αἰώνα. Στὸ διάστημα αὐτὸ ἔχει ὁλοκληρωθεῖ, στὶς μεγάλες ἑλληνιστικὲς πόλεις, ἡ θρησκευτικὴ μετάλλαξη τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Στὴν ἑλληνιστικὴ περίοδο, τὸ κέντρο βάρους τοῦ Ἑλληνισμοῦ εἶχε μετατοπιστεῖ στὶς μεγαλουπόλεις τῆς Ἀνατολῆς. Ἐμεῖς οἱ Ἀλεξανδρεῖς, οἱ Ἀντιοχεῖς, / οἱ Σελευκεῖς, κι οἱ πολυάριθμοι / ἐπίλοιποι Ἕλληνες Αἰγύπτου καὶ Συρίας, / κι οἱ ἐν Μηδίᾳ, κι οἱ ἐν Περσίδι, κι ὅσοι ἄλλοι. /Μὲ τὲς ἐκτεταμένες ἐπικράτειες, / μὲ τὴν ποικίλη δράση τῶν στοχαστικῶν προσαρμογῶν. / Καὶ τὴν Κοινὴν Ἑλληνικὴ Λαλιὰ /ὡς μέσα στὴν Βακτριανὴ τὴν ἐπήγαμεν, ὡς τοὺς Ἰνδούς. / Γιὰ Λακεδαιμονίους νὰ μιλοῦμε τώρα!”. (Κ. Καβάφης, 200 π.Χ.)

Ἡ κατάσταση αὐτὴ δὲν ἔχει ἀλλάξει στὴν ὑστερορωμαϊκὴ ἐποχή. Ὁ Ἑλληνισμὸς ἐκπροσωπεῖται κυρίως ἀπὸ τὸν μείζονα Ἑλληνισμὸ τῶν οἰκουμενικῶν μεγαλουπόλεων καὶ λιγότερο ἀπὸ τοὺς ἀγροτικοὺς πληθυσμοὺς τοῦ ἑλλαδικοῦ χώρου.

Αὐτὸ δὲν σημαίνει φυσικὰ ὅτι ὅλοι οἱ Ἕλληνες ἔγιναν χριστιανοὶ στοὺς τρεῖς αὐτοὺς αἰῶνες. Ὑπάρχουν ἀκόμη πολλοὶ “ἐθνικοί”. Τὸν τέταρτο αἰώνα ὁ αὐτοκράτωρ Ἰουλιανὸς στηρίζει σ’ αὐτοὺς τὶς ἐλπίδες του, γιὰ νὰ πετύχει τὴν παλινόρθωση τοῦ παγανισμοῦ. Στοὺς ἀγροτικοὺς πληθυσμοὺς τοῦ ἑλλαδικοῦ χώρου ἡ εἴσοδος τῆς νέας θρησκείας ἀκολουθεῖ, φυσικά, πιὸ ἀργοὺς ρυθμούς. Τὸ Κοινὸ τῶν Ἐλευθερολακώνων θὰ ἐκχριστιανιστεῖ μόλις τὸν δέκατο αἰώνα, ἀπὸ τὸν ἅγιο Νίκωνα. Ἀλλὰ τί ποσοστὸ ἀντιπροσώπευαν οἱ ἀγροτικοὶ ἑλλαδικοὶ πληθυσμοὶ ἔναντι τοῦ μείζονος Ἑλληνισμοῦ: Ποσοτικὰ μικρὸ καὶ ποιοτικὰ (πολιτισμικὰ) ἀσήμαντο. (Γιὰ Λακεδαιμονίους θὰ μιλᾶμε τώρα;). Εἶναι, λοιπόν, δεδομένο ὅτι οἱ Ἕλληνες ἔγιναν χριστιανοὶ μὲ τὴ θέλησή τους. Μαρτύρησαν γιὰ τὸν χριστιανισμὸ καὶ ἡ μαρτυρία τους τοὺς ἐξασφάλισε τὴ νίκη.

Βεβαίως ὅταν ἡ ρωμαϊκὴ ἐξουσία “προσέλαβε” τὸν χριστιανισμὸ μὲ “κοπτάτσια”[1], ἡ πολιτικὴ βία ἄλλαξε κατεύθυνση καὶ στράφηκε ἐναντίον τῶν ἄλλων θρησκειῶν ἢ αἱρέσεων, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ ἐναντίον τῆς ὀλυμπιακῆς θρησκείας. Αὐτὴ ὅμως ἦταν ἤδη νεκρή. Ἀπέσβετο καὶ λάλον ὕδωρ.

3. Ἡ θεωρία τῆς παρακμῆς-ἀγωνίας

Ἀποκλεισμένης τῆς βίας μένει τὸ σχῆμα τῆς “παρακμῆς-ἀγωνίας”. Ἡ θεωρία ὅτι στοὺς τρεῖς πρώτους αἰῶνες ὁ ἑλληνορωμαϊκὸς κόσμος ἔπεσε σὲ φοβερὴ παρακμή. Χωρὶς πίστη στὸν ἑαυτό του καὶ στὶς ἀξίες του, ἦταν ἕτοιμος νὰ ἁρπαχτεῖ ἀπ’ ὁποιαδήποτε σανίδα σωτηρίας ἔβρισκε μπροστά του. Ὁ χριστιανισμὸς ἐμφανίστηκε σὲ μία τέτοια ἀκριβῶς στιγμή, σὰν ἀπὸ μηχανῆς θεός. Κι ἔτσι δὲν ἀποφύγαμε τὸ μοιραῖο. Ὅπερ ἔδει δεῖξαι.

Σ’ αὐτὴ τὴν πολὺ ἁπλῆ ἰδέα βασίζεται ἡ κυρίαρχη νεωτερικὴ προσέγγιση στὸ χριστιανικὸ φαινόμενο. Μπορεῖ νὰ τὴν παρακολουθήσει κανείς, βῆμα πρὸς βῆμα, μέσω τοῦ Ε. R. Dodds[2]. Ὁ Dodds εἶναι μία ἀναγνωρισμένη αὐθεντία. Ἡ ἀρχαιογνωσία του ἀναμφισβήτητη. Ἡ φιλολογική του κατάρτιση ἐκπληκτική. Ἡ ἔκθεσή του ἀντιπροσωπεύει τὴν “τελευταία λέξη” τῆς νεωτερικῆς ἐπιστημοσύνης πάνω στὸ θέμα. Πρέπει νὰ τὸ μελετήσει κανεὶς μὲ προσοχὴ ἂν θέλει νὰ ἀποκτήσει προσωπικὴ ἄποψη.

Σὲ τί συνίσταται ἡ “ἀγωνία”; Σὲ ὑλικὴ καὶ ἠθικὴ ἀνασφάλεια, μᾶς βεβαιώνει ὁ Dodds. Βεβαίως ἡ ἠθικὴ ἀνασφάλεια δὲν προκύπτει ὁπωσδήποτε ἀπὸ τὴν ὑλική. Ἡ ἠθικὴ καὶ πνευματικὴ ἀνασφάλεια συχνὰ προηγεῖται τῆς ὑλικῆς. Μὲ τὴ διευκρίνιση αὐτὴ ὁ Dodds παίρνει τὶς ἀποστάσεις του ἀπὸ τὴν ἀνυπόληπτη σήμερα ἱστορικὸ-ὑλιστικὴ ἰδέα τῆς ἀναγωγῆς τῆς ἠθικὸ-πνευματικῆς ἀνασφάλειας σὲ ὑλικὴ ἀνασφάλεια. Ἀναγνωρίζει δηλαδὴ μιὰ σχετικὴ αὐτονομία στὶς ἠθικὸ-πνευματικὲς συνιστῶσες τῆς “ἀγωνίας”. Ἀλλὰ ἀπὸ ποιὰ ἐμπειρικὰ δεδομένα συνάγεται ἡ διαπίστωση ὅτι στοὺς αἰῶνες τῆς “ὕστερης αὐτοκρατορίας” κυριαρχεῖ μιὰ τόσο βαθιὰ καὶ γενικευμένη ἠθικὸ-πνευματικὴ ἀνασφάλεια, ποὺ νὰ μᾶς κάνει νὰ μιλᾶμε γιὰ “ἐποχὴ ἀγωνίας”; Συνάγεται, λέει ὁ Dodds, ἀπὸ τρεῖς ἠθικὸ-πνευματικὲς στάσεις, ποὺ κυριαρχοῦσαν στὸ πνεῦμα τῆς ἐποχῆς:

α) Τὴ στροφὴ τοῦ ἐνδιαφέροντος τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τὸν Κόσμο στὸν Ἑαυτό,
β) Τὴν ἀνάπτυξη τῆς πίστης στὰ πνεύματα, στοὺς μάγους καὶ στοὺς προφῆτες,
γ) Τὴ στροφὴ στὸν μυστικισμό.

Ὁ Dodds παραλείπει νὰ μᾶς ἐξηγήσει γιατί οἱ “στάσεις” αὐτὲς μαρτυροῦν ὁπωσδήποτε “ἀνασφάλεια”. Γιατί ἡ ἀπουσία τους θὰ βεβαίωνε “ἔλλειψη ἀνασφάλειας”. Δὲν εἶναι φυσικὰ καθόλου εὔκολο νὰ ἐπιχειρηματολογηθεῖ ἡ ὕπαρξη αἰτιώδους συνάφειας ἀνάμεσα σὲ φιλοσοφικὲς καὶ θρησκευτικὲς ἐπιλογές, ἀφ’ ἑνὸς καὶ σὲ συναισθήματα ἀνασφάλειας, ἀφ’ ἑτέρου: Πῶς θὰ μποροῦσε νὰ ὑποστηρίξει κανεὶς ὅτι τὸ ἐσωστρεφὲς ἄτομο εἶναι περισσότερο ἀνασφαλὲς ἀπὸ τὸ ἐξωστρεφές; Ὅτι ἡ μελέτη τοῦ ἑαυτοῦ ὑποδηλώνει ἀνασφαλέστερα κίνητρα ἀπὸ τὴ μελέτη τοῦ κόσμου. (Στάση πρώτη). Ὅτι ἡ μὴ πίστη σὲ πνεῦμα συνοδεύεται ἀπὸ τὴν ἀπουσία ἀνασφάλειας; (Στάση δεύτερη). Ὅτι ὁ μυστικιστὴς εἶναι ὁπωσδήποτε πιὸ φοβισμένος ἀπὸ τὸν ὑλιστή. Ὁ Πλωτίνος ἀνασφαλέστερος ἀπὸ τὸν Ἐπίκουρο. (Στάση τρίτη). Ὅσο ἡ “ὑλικὴ ἀνασφάλεια” μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ πηγὴ τῆς “πνευματικῆς ἀνασφάλειας”, ἄλλο τόσο αὐθαίρετα μπορεῖ κι αὐτὴ ἡ τελευταία νὰ ἀναχθεῖ σὲ πηγὴ ἠθικοπνευματικῶν στάσεων. Καὶ μάλιστα στάσεων ποὺ ἀγκαλιάζουν μία ὁλόκληρη ἱστορικὴ ἐποχή.

Εἶναι πολὺ ἐνδιαφέρον νὰ ἐντρυφήσει κανεὶς στὴν παρουσίαση τῶν τριῶν ἑλκυστῶν ποὺ ὁρίζουν τὸ πνευματικὸ κλίμα ἐκείνης τῆς ἐποχῆς: Τὴ στροφὴ στὸν ἑαυτό• τὸν πνευματισμὸ καὶ τὸν μυστικισμὸ[3]. Ὡς σύνολο τὸ κλίμα αὐτὸ χαρακτηρίζει πιὸ ἔντονα τὶς γνωστικιστικὲς ὁμάδες, γι’ αὐτὸ μπορεῖ νὰ καλυφθεῖ κάτω ἀπὸ τὸν γενικὸ ὅρο Γνωστικισμός. Πρόκειται γιὰ μία γενικὴ τάση, ποὺ στοὺς γνωστικοὺς παίρνει ἐντελῶς ἀκραῖες μορφές. Γνωστικισμὸς εἶναι κάθε σύστημα ποὺ κηρύσσει ἕναν τρόπο ἀπόδρασης ἀπὸ τὸν κόσμο, μέσω μίας ἰδιαίτερης διαφώτισης, ἡ ὁποία δὲν εἶναι προσιτὴ σὲ ὅλους καὶ δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸν Λόγο. Ἔχουμε, αὐτὴ τὴν ἐποχή, παγανιστικὸ[4] καὶ χριστιανικὸ γνωστικισμό. Γιὰ ὅλους τοὺς γνωστικούς, παγανιστὲς καὶ χριστιανούς, ὁ ὑποσελήνιος κόσμος εἶναι μία κοσμικὴ φυλακή, ἀπὸ τὴν ὁποία θὰ πρέπει ὁ ἄνθρωπος νὰ ἀποδράσει.

3.1 Γνωστικισμὸς καὶ χριστιανισμὸς

Τὴν ὑστερορωμαϊκὴ ἐποχὴ τὴ διαποτίζει, λοιπὸν σαφῶς, πνεῦμα γνωστικισμοῦ:
α) Ὁ κόσμος εἶναι φυλακή.
β) Ματαιότης τὰ ἀνθρώπινα.
γ) Ἡ ζωὴ εἶναι ὄνειρα καὶ ἐφιάλτης.
δ) Τὸ αὐθεντικὸ (τὸ μὴ ὀνειρικὸ) βρίσκεται “κάπου ἀλλοῦ”, στὸν “ἐσωτερικὸ χῶρο”.
ε) Ἀπαξίωση τοῦ σώματος, σωτηρία τῆς ψυχῆς.

Τὸ γνωστικιστικὸ πνεῦμα δὲν εἶναι, βεβαίως, φαινόμενο μόνο τῆς ὑστερορωμαϊκῆς ἐποχῆς. Ὑπάρχει σὲ κάθε ἐποχή. Ἂν δὲν γίνεται ἀντικείμενο προσοχῆς, εἶναι γιατί ἔχει περιθωριακὸ χαρακτήρα. Τὸ θέμα εἶναι νὰ δοῦμε γιατί ὁ γνωστικισμὸς ἦταν κυριάρχη πνευματικὴ στάση τὴν ἐποχὴ ποὺ ἐξετάζουμε.

Συνιστᾶ, κατ’ ἀρχάς, ἁπλοϊκὴ ἑρμηνευτικὴ πρόταση ἡ ἀναγωγὴ τοῦ γνωστικισμοῦ σὲ ὑλικὴ “ἀνασφάλεια” γιατί εἶναι ἀνεξάρτητος ἀπὸ τὴν ὑλικὴ ἀνασφάλεια. Δὲν δείχνει καμιὰ ἰδιαίτερη προτίμηση στοὺς φτωχούς. Ἀπεναντίας οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἐμφανίζουν, αὐτὴ τὴν ἐποχή, ἰδιαίτερη δεκτικότητα σὲ γνωστικιστικὲς ἀντιλήψεις εἶναι ἄνθρωποι κορεσμένοι ἀπὸ ὑλικὲς ἀνέσεις. Μήπως ὅμως μποροῦμε, ἀντίθετα, νὰ καταφύγουμε στὴν ἠθικὸ-πνευματικὴ ἀνασφάλεια; Στὴν πραγματικότητα μία τέτοια ἀναγωγὴ θὰ μᾶς ἀπομάκρυνε ἀπὸ τὸ πρόβλημα, θὰ τὸ σκέπαζε μὲ μία ἁπλὴ ἐτικέτα. Ἡ λέξη “ἀνασφάλεια”, στὸ μέτρο μάλιστα ποὺ εἶναι ἀπογυμνωμένη ἀπὸ ὑλικὰ συμπαρομαρτοῦντα, δὲν σημαίνει τίποτα τὸ συγκεκριμένο, ἐνῶ ἡ περιγραφὴ τοῦ γνωστικιστικοῦ πνεύματος, ὅπως γίνεται στὸ βιβλίο, εἶναι πολὺ συγκεκριμένη καὶ ἀκριβής. Τὸ γνωστικιστικὸ πνεῦμα ἐκφράζει ἀσφαλῶς μία “ἀγωνία”, ἄλλα αὐτὴ ἔχει βαθὺ ὑπαρξιακὸ περιεχόμενο, ὄχι μόνο ἀτομικὸ ἀλλὰ καὶ συλλογικό. Τὸ ὑποκείμενο τοῦ γνωστικισμοῦ δὲν βρίσκει νόημα στὴ ζωή του, τὴν προσωπικὴ καὶ τὴ συλλογική. Τί πιὸ φυσιολογικό, στὴν περίπτωση αὐτή, ἀπὸ τὴ στάση τῆς “φυγῆς ἀπὸ τὸν κόσμο”; Τῆς “στροφῆς στὸν ἑαυτὸ” καὶ τῆς ἀναζήτησης νοήματος “ἐντός” του;

Ὅταν ὁ κόσμος ἔχει χάσει τὸ νόημά του, εἶναι λογικὸ νὰ τὸ ἀναζητήσω ἔξω ἀπ’ αὐτόν, γιατί ὅπως εἶπε ὁ Βιτγκενστάιν, τὸ νόημα τοῦ κόσμου βρίσκεται ἔξω ἀπὸ τὸν κόσμο. Τί σημαίνει “ἔξω ἀπὸ τὸν κόσμο” ἂν ὄχι “μέσα στὸν ἑαυτό”;

3.1.1 Ἡ κατάρρευση τοῦ Ἀτόμου

Ἀγωνία, λοιπόν, ὑπάρχει καὶ εἶναι ἐμφανής. Εἶναι ὅμως ἄλλου εἴδους. Εἶναι ἡ ἀγωνία τοῦ Ἀτόμου γιὰ τὸ νόημα τῆς ὕπαρξής του.

Ὁ Dodds συγχέει, αὐτὸ τὸ εἶδος ἀγωνίας, μὲ τὴν ἀγωνία τοῦ ξεριζωμένου ἀπὸ τὴν πατριαρχική του κοινότητα, κι ἀπὸ τὶς κολεκτιβιστικὲς δομὲς ἐν γένει. Τοῦ πεταγμένου στὰ ἀφιλόξενα σοκάκια τῶν ἑλληνορωμαϊκῶν μεγαλουπόλεων. Δὲν χωρᾶ ἀμφιβολία ὅτι αὐτὸ τὸ εἶδος ἀγωνίας, ἡ ἀγωνία τοῦ κολεκτιβιστικοῦ ἀνθρώπου, ποὺ μπαίνει στὸν δρόμο μιᾶς βίαιης ἐξατομίκευσης, παίζει ἕνα πολὺ σημαντικὸ ρόλο. Ἀλλὰ αὐτὸ τὸ εἶδος ἀγωνίας δὲν ἀφορᾶ τοὺς Ἕλληνες. Δὲν μπορεῖ νὰ συσχετιστεῖ μὲ τὴν ἐκ μέρους τους ἀποδοχὴ τοῦ χριστιανισμοῦ, ἂν ὁ χριστιανισμὸς ἔδινε ἁπλῶς διέξοδο στὴν ἀγωνία τοῦ κολεκτιβιστικοῦ ἀνθρώπου. Μιλώντας γιὰ τὸν ἐκχριστιανισμὸ τῶν Ἑλλήνων, ἀναφερόμαστε σὲ ἄτομα-πολίτες μιᾶς ἀτομοκεντρικῆς κοινότητας-πόλεως. Ἡ κοινότητα αὐτή, ἡ πόλις, εἶχε καταρρεύσει, ἀφήνοντας μετέωρη τὴν ἑλληνικὴ ἀτομικότητα. Μιλᾶμε δηλαδὴ γιὰ τὴν κρίση τῆς ἑλληνικῆς ἐξατομίκευσης.

Ἡ ἐξατομίκευση μπορεῖ νὰ κοιταχθεῖ ἀπὸ δύο σκοπιές: ἀπὸ τὴ σκοπιὰ τοῦ συλλογικοῦ καὶ ἀπὸ τὴ σκοπιὰ τοῦ ἀτομικοῦ ὑποκειμένου. Στὴν πρώτη περίπτωση ἀντιστοιχεῖ στὴ μετάβαση ἀπὸ μία κολεκτιβιστικὴ κοινότητα σὲ μία κοινότητα ἀτομοκεντρική. Στὴ δεύτερη περίπτωση ἡ σημασία ἑστιάζεται στὴ “διάλυση” τῆς ὁμάδας καὶ στὴ μετατροπὴ τῶν ἀνθρώπων σὲ “ἄσχετα ἄτομα”. Ἡ δεύτερη αὐτὴ χρήση εἶναι παραπλανητική, γιατί κρύβει τὸ εἶδος τῆς ὁμάδας, στὴν ὁποία, παρὰ ταῦτα, ἀνήκουν τὰ ἄτομα. Ἄνθρωπος ἐντελῶς μόνος ἢ θηρίο ἢ θεός, λέει ὁ Ἀριστοτέλης. Δηλαδὴ θὰ ἀνήκει πάντα σὲ ὁμάδα. Τὸ “περιθώριο” εἶναι κι αὐτὸ μία μορφὴ τοῦ “ἀνήκειν”. Ὁ “ὑπόκοσμος” π.χ. ἀνήκει στὸν “κόσμο”. Ὁ τρόπος ποὺ χρησιμοποιοῦμε ἐδῶ τὴ λέξη “ἐξατομίκευση” εἶναι μόνο ὁ πρῶτος, γιατί εἶναι ὁ μόνος πλήρης καὶ ἀκριβής. Ἔτσι ὅταν μιλοῦμε γιὰ “κρίση τῆς ἐξατομίκευσης” ἀναφερόμαστε στὸ σημεῖο ἐκεῖνο ὅπου ἡ ἐξατομίκευση ἔχει ὁλοκληρωθεῖ: ἡ ἀτομοκεντρικὴ κοινότητα ἔχει ἀντικαταστήσει τὴν κολεκτιβιστικὴ καὶ ἔχει φτάσει σὲ τέτοιο σημεῖο ἀνάπτυξης, ὥστε τὸ ἄτομο νὰ ξεπερνᾶ τὰ συλλογικὰ νοηματοδοτικὰ πλαίσια, ποὺ ρυθμίζουν τὴν προσωπικότητά του, μὲ ἀποτέλεσμα τὴν ἐσωτερική της κατάρρευση. Μιλᾶμε, δηλαδή, γιὰ ἐκείνη τὴ φάση τῆς ἐξατομίκευσης ὅπου ὁ κόσμος τῆς ἀτομοκεντρικῆς κοινότητας τείνει νὰ χάσει τὸ νόημά του. Ἡ ἑλληνικὴ ἀγωνία εἶναι διαφορετική, ἀπ’ αὐτὴ τὴν ὁποία περιγράφει ὁ Dodds, γιατί ἀφορᾶ ἀκριβῶς τὸ νόημα τῆς ἀτομικότητας καὶ τῆς πολιτικῆς κοινότητας ποὺ τῆς ἀντιστοιχεῖ.

Ἄρα, λογικὰ σκεπτόμενοι, μὲ αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν εἰδικὴ μορφὴ ἀγωνίας θὰ πρέπει νὰ συσχετίσουμε τὴν ἐκ μέρους τῶν Ἑλλήνων ἀποδοχὴ τοῦ χριστιανισμοῦ. Ἔδινε νέο νόημα στὴν ἀπὸ καιρὸ προβληματικὴ ἀτομικότητά τους; Ἰδοὺ τὸ κρίσιμο ἐρώτημα.

3.1.2 Κόντρα στὸ ρεῦμα

Στὸ σημεῖο αὐτὸ πρέπει νὰ ὑπογραμμίσουμε ὅτι ὁ χριστιανισμὸς εἶχε ἐξ ἀρχῆς ἀπολύτως ἐχθρικὴ στάση ἀπέναντι στὸν γνωστικισμό.

Πήγαινε κόντρα στὸ ρεῦμα. Καὶ ἰδοὺ γιατί:
α) Γιὰ τὸν χριστιανὸ ὁ κόσμος δὲν εἶναι φυλακή. Εἶναι καλὸς λίαν. Δημιούργημα τοῦ Θεοῦ. Δῶρο τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο.
β) Ματαιότης δὲν εἶναι συλλήβδην τὰ ἀνθρώπινα, ἀλλὰ μόνο τὰ ἔργα τοῦ κακοῦ.
γ) Τὸ αὐθεντικὸ (τὸ μὴ ὀνειρικὸ καὶ ψεύτικο) δὲν βρίσκεται “κάπου ἀλλοῦ”, σὲ ἕναν “ἐσωτερικὸ χῶρο”, ἀλλὰ στὸ ἐδῶ καὶ τώρα, στὸ ἔργο τῆς ἀγάπης καὶ τῆς δικαιοσύνης. Ἡ πραγματικότητα εἶναι μία καὶ ἀδιαίρετη. Ἡ ζωὴ δὲν εἶναι ὄνειρα καὶ ἐφιάλτης γενικά, ἀλλὰ μόνο ἡ ζωὴ ἡ βουτηγμένη στὸ κακό.
δ) Ὁ χριστιανισμὸς δὲν ἐπικεντρώνει τὸ ἐνδιαφέρον του στὴ σωτηρία τῆς ἀτομικῆς ψυχῆς. Ἀπεναντίας. Φτιάχνει κοινότητα στραμμένη στὸν εὐαγγελισμὸ τοῦ κόσμου. Ὑποτάσσει τὴ “σωτηρία” στὴν κοινωνικὴ προσφορά. Τέλος,
ε) δὲν ἀπαξιώνει τὸ σῶμα, γιατί πιστεύει στὴν ἀνάσταση. Τοὺς χριστιανοὺς δὲν τοὺς ἐνδιαφέρει τόσο ἡ σωτηρία τῆς ψυχῆς, ὅσο ἡ σωτηρία τοῦ σώματος. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Κέλσος φτάνει νὰ τοὺς κατηγορήσει γιὰ “φιλοσώματον γένος”. Ἐδῶ κι ἂν πήγαιναν κόντρα στὸ ρεῦμα.

Τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ χριστιανισμὸς πήγαινε κόντρα στὸ ρεῦμα δὲν συνάγεται μόνο ἀπὸ τὶς πεποιθήσεις τῶν χριστιανῶν, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν πρακτική τους, ἡ ὁποία βασιζόταν ἀκριβῶς στὴν ἀδιάλλακτη ἀπόρριψη ὅλων τῶν πίστεων ποὺ ἔρχονταν σὲ ἀντίθεση μὲ τὰ παραπάνω. Τὸ σημαντικὸ εἶναι ὅτι ἡ μαχητικὴ αὐτὴ ἀπόρριψη δὲν κάμφθηκε οὔτε ἀπὸ τὴ σκληρότητα τῶν διωγμῶν. Ἠθικοὶ αὐτουργοὶ τῶν διωγμῶν ἦταν, φυσικά, οἱ ἰδεολογικοί τους ἀντίπαλοι: οἱ παγανιστές, οἱ ὁποῖοι καὶ ἡττήθηκαν κατὰ κράτος. Ἔχει ἐπίσης τὴ σημασία του νὰ σημειώσουμε ὅτι οἱ χριστιανοὶ γνωστικοὶ ἑξαιρέθηκαν ἀπὸ τοὺς διωγμούς, παρ’ ὅτι “κι αὐτοὶ χριστιανοὶ ἦταν”. Δὲν διώχθηκαν, γιατί δὲν εἶχαν κανένα πρόβλημα νὰ φᾶνε ἀπὸ τὰ εἰδωλόθυτα ἢ νὰ λιβανίσουν τὴν εἰκόνα τοῦ Αὐτοκράτορα. Τὰ πογκρὸμ δὲν ἦταν καθόλου “τυφλά”, ὅπως θὰ περίμενε κανείς. Ἦταν προσεκτικὰ σχεδιασμένα καὶ ἐπιλεκτικά.

Ἐπιδίωξη τοῦ Dodds εἶναι νὰ ἀποσυνδέσει τὴν ἱστορικὴ ἐπιτυχία τοῦ χριστιανισμοῦ ἀπὸ τὴν ποιότητα τῶν ἀξιῶν του. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἀποσιωπᾶ τὴν ἄβυσσο ποὺ χωρίζει τοὺς ἐθνικοὺς καὶ τοὺς χριστιανούς, τοὺς “χριστιανοὺς” γνωστικοὺς ἀπὸ τοὺς ὀρθόδοξους χριστιανούς, παρουσιάζοντας τὰ πράγματα σὰν κατὰ βάθος νὰ συμμερίζονται ὅλοι τὸ ἴδιο γνωστικιστικὸ πνεῦμα. Καὶ τελικῶς σὰν οἱ διωγμοὶ νὰ ἦταν μία ἀκατανόητη “θλιβερὴ παρεξήγηση”. Σὰν ὑπεύθυνα γιὰ τοὺς διωγμοὺς νὰ ἦταν τὰ ἴδια τους τὰ θύματα. Οὔτε λίγο οὔτε πολύ, αὐτὸ μᾶς λέει ὁ Dodds. Χωρὶς ἐνδοιασμούς, ὁ σοφὸς μελετητὴς μας ἐνοχοποιεῖ τὰ ἴδια τὰ θύματα τῶν διωγμῶν καὶ ἀπαλλάσσει τοὺς θύτες. Σύμφωνα μὲ τὴ διάγνωσή του ἔφταιγε, κατὰ βάθος, ἡ “θανατολαγνεία” τῶν ἴδιων τῶν χριστιανῶν. Ἦταν, λέει, “ἐρωτευμένοι μὲ τὸν θάνατο” καὶ τὸν ἐπιζητοῦσαν!

3.1.3 Ἡ ἑλληνο-χριστιανικὴ συμμαχία ἐναντίον τοῦ γνωστικισμοῦ

Δὲν εἶναι εὔκολο νὰ ἀποφανθοῦμε ἂν ἡ παραπλανητικὴ χρήση τοῦ ἱστορικοῦ ὑλικοῦ, ἐκ μέρους τοῦ Dodds, εἶναι συνειδητὴ καὶ σκόπιμη. Στηρίζεται πάντως σὲ τρεῖς τρόπους χειρισμοῦ:
α) ἀφήνει τὸν ἀναγνώστη νὰ νομίζει ὅτι ὁ χριστιανισμὸς τῶν πρώτων αἰώνων εἶναι ὁ ἴδιος μὲ τὸν σημερινό, ἁπλῶς πολὺ πιὸ φανατικός,
β) συλλέγει μὲ ἐξονυχιστικὴ ἐπιμέλεια ἀπὸ τὰ χριστιανικὰ κείμενα καὶ προβάλλει ὅλες ἐκεῖνες τὶς διατυπώσεις ποὺ μοιάζουν γνωστικιστικὲς καὶ νεοπλατωνικὲς καὶ
γ) νεοπλατωνικὰ στοιχεῖα, ποὺ ἑδραιώθηκαν στὸν χριστιανισμὸ μόνο πολὺ ἀργότερα, ἀποφεύγει νὰ διευκρινίσει ὅτι αὐτὴ τὴν ἐποχὴ ἦταν ἐντελῶς περιθωριακά. Τὸ θέμα ὅμως δὲν εἶναι ἂν ὑπῆρχαν κάποιες γνωστικὲς ἢ νεοπλατωνικὲς διατυπώσεις, ἢ ἀκόμη καὶ οὐσιαστικὲς παραχωρήσεις στὸν γνωστικισμὸ (ὅπως συμβαίνει μὲ τὸν Ὠριγένη, ὁ ὁποῖος χαρακτηρίστηκε “μεταλλεῖο αἱρέσεων” ἀπὸ τὶς Συνόδους), ἀλλὰ ἂν ὑπῆρξε ἀγώνας ἐναντίον τοῦ γνωστικισμοῦ, πράγμα ποὺ εἶναι καὶ ἡ ἱστορικὴ ἀλήθεια. Οἱ τρεῖς πρῶτοι αἰῶνες τοῦ χριστιανισμοῦ εἶναι ἀκριβῶς ἕνας ἀνειρήνευτος, σκληρὸς καὶ παρατεταμένος ἀγώνας ἐναντίον τοῦ γνωστικισμοῦ.

Θὰ συμφωνήσουμε μὲ τὸν Dodds ὅτι ἡ θεμελιακὴ τάση τῆς ἐποχῆς εἶναι γνωστικίζουσα, ἀλλὰ πέρα ἀπὸ τὴ διαπίστωση χρειάζεται καὶ μία σοβαρὴ ἑρμηνεία. Ἂν τὸ γνωστικιστικὸ κλίμα τὸ θεωρήσουμε ὄχι ὡς σύμπτωμα ἀνασφάλειας, ἀλλὰ ὡς πνευματικὸ σύμπτωμα τῆς κρίσης τοῦ ἑλληνικοῦ Ἀτόμου, τότε μόνο κερδίζουμε πραγματικὰ σὲ κατανόηση. Ἡ ἀτομικὴ ὕπαρξη, ἀφοῦ εἶχε διανύσει τὴν πορεία τῆς ὁλοκλήρωσής της, ξαφνικὰ εἶδε τὸ συλλογικό της ἔδαφος νὰ φεύγει κάτω ἀπὸ τὰ πόδια της καὶ νὰ βιώνει τὴν ἀγωνία τῆς ἀποσύνθεσής της.

Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀνθρωπολογικὴ βάση τῆς “στροφῆς στὸν ἑαυτό”. Βεβαίως ἡ στροφὴ στὸν ἑαυτὸ δὲν εἶναι ἀπὸ μόνη της γνωστικισμός. Προσλαμβάνει γνωστικιστικὸ χαρακτήρα, ὅταν ξεχάσει τὸν λόγο γιὰ τὸν ὁποῖο ξεκίνησε καὶ ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ ἀνεύρεση νοήματος καὶ ἡ ἐπιστροφὴ στὸν κόσμο, μὲ στόχο τὴν ἀνανοηματοδότησή του. Ἐνῶ τὸ αὐθόρμητο γνωστικιστικὸ κλίμα ἔχει ὡς βάση τὴν κατάρρευση τοῦ νοήματος καὶ τὴν ἀπογοήτευση ἀπὸ τὴ δυσκολία ἐπανανακάλυψής του, ὁ γνωστικισμός, ὡς σύνολο ἰδεολογικῶν συστημάτων, μπορεῖ μᾶλλον νὰ ἐξηγηθεῖ σὰν γέννημα τῆς συνάντησης τοῦ χριστιανισμοῦ μὲ τὸ αὐθόρμητο γνωστικιστικὸ κλίμα τῆς ἐποχῆς. Ἂν μία τέτοια προσέγγιση εὐσταθεῖ θὰ ἦταν ἑρμηνευτικὰ λειτουργικότερο νὰ θεωρήσουμε τὴ “χριστιανικὴ” Γνώση σὰν τὸν εἰδικὸ “τρόπο”, μὲ τὸν ὁποῖο τὸ ἀποσαθρωμένο ἀτομοκεντρικὸ περιβάλλον τῆς ἑλληνιστικῆς περιμέτρου τείνει νὰ προσλάβει-ἐνσωματώσει τὸν χριστιανισμό. Ὁ “χριστιανικὸς” γνωστικισμὸς θὰ ἦταν τὸ “κέλυφος”, ποὺ αὐτόματα σχηματιζόταν γύρω ἀπὸ τὸν χριστιανισμό, καθὼς αὐτὸς εἰσχωροῦσε στὸν ἑλληνορωμαϊκὸ κόσμο. Στὴ βάση αὐτοῦ τοῦ σχήματος ἑρμηνείας, ἡ παγανιστικὴ Γνώση θὰ μποροῦσε νὰ κατανοηθεῖ σὲ μεγάλο βαθμὸ καὶ σὰν “ἀντίλαλος” τῆς “χριστιανικῆς” Γνώσης, δεδομένου ὅτι διαθέτουμε πλεῖστα ὅσα δείγματα μίας τέτοιας “ἀντήχησης”.

Ἔχει ἰδιαίτερη σημασία νὰ ἐπισημάνουμε ὅτι ὁ γνωστικὸς δυϊσμὸς στρεφόταν τόσο ἐναντίον τοῦ χριστιανισμοῦ, ὅσο καὶ ἐναντίον τῆς κυρίως ἑλληνικῆς παραδόσεως, ἡ ὁποία ἦταν κοσμοκεντρικὴ καὶ ὄχι ἀρνησίκοσμη, κοινωνιοκεντρικὴ καὶ ὄχι ἑαυτοεγκλειστική. Εἶναι χαρακτηριστικὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ πατριάρχης τοῦ νεοπλατωνικοῦ ἐσωτερισμοῦ, ὁ Πλωτίνος, γίνεται γρήγορα σφοδρὸς πολέμιος τοῦ γνωστικισμοῦ, ἐνῶ στὰ πρώιμα γραπτά του, ἐρωτοτροπεῖ μὲ τὶς γνωστικὲς ἀπόψεις. Στὴν πάλη του ἐναντίον τοῦ γνωστικισμοῦ, χριστιανικοῦ καὶ παγανιστικοῦ, ὁ νεοπλατωνισμὸς ὑπερασπίζεται οὐσιαστικὰ τὴν κλασικὴ ἑλληνικὴ παράδοση, δηλαδὴ τὴν ἑλληνικὴ ἀτομικότητα καὶ τὶς ἀξίες της. Τελικῶς εἶναι ἡ “συμμαχία” χριστιανισμοῦ καὶ νεοπλατωνισμοῦ, ποὺ θὰ καταβάλει τὸν γνωστικισμό. Ἐδῶ πρέπει νὰ ἀναχθεῖ καὶ ἡ ἐκτεταμένη χρήση νεοπλατωνικοῦ λεξιλογίου ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς ἢ τὰ ἀντίστοιχα “χριστιανικὰ” δάνεια τῶν νεοπλατωνικῶν.
Πῶς πρέπει νὰ ἀξιολογήσουμε τὸ ἀνθρωπολογικὸ περιεχόμενο αὐτῆς τῆς “μετωπικῆς” σύμπραξης; Ἡ ἀπάντηση στὸ ἐρώτημα πρέπει νὰ λάβει ὑπόψη ὅτι ὁ χριστιανισμὸς ἐμφανίζεται ἐνώπιον τοῦ ἑλληνικοῦ Ἀτόμου, ὡς πιὸ συνεπὴς ἀντιγνωστικισμὸς ἀπὸ τὸν νεοπλατωνισμὸ καὶ συνεπῶς ὡς “πιὸ ἑλληνικὸς” ἀπ’ αὐτόν, δηλαδὴ πιὸ κοντὰ στὴν κλασικὴ ἑλληνικὴ νοοτροπία.

4. Ἡ ὑπαρξιακὴ ἀνεστιότητα

Ἔχουμε, πράγματι, ἕνα “κύμα ἀπαισιοδοξίας”, ποὺ διχοτομεῖ τὸν κόσμο σὲ “ἐξωτερικὸ” καὶ “ἐσωτερικό”, γιὰ νὰ τοὺς ἀντιπαραθέσει ἀπότομα, ἀφαιρώντας κάθε ἀξία ἀπὸ τὸν πρῶτο καὶ ἀποδίδοντάς την στὸν δεύτερο.

Ἡ “πεσιμιστικὴ” αὐτὴ διάθεση συμφύρεται ὅμως μὲ τὸ μελαγχολικὸ συναίσθημα τῆς ἀνεστιότητας, ὅπου καὶ πρέπει νὰ ἀναζητηθεῖ ὁ ἀνθρωπολογικὸς πυρήνας τοῦ προβλήματος. Ὅπως ἐπισημάναμε ἡ ἀνεστιότητα εἶναι δύο τύπων: Εἶναι ἡ ἀνεστιότητα τοῦ κολεκτιβιστικοῦ ἀνθρώπου, τὴν ὁποῖο δὲν παραλείπει νὰ περιγράψει ὁ Dodds. Εἶναι ὅμως καὶ ἡ ἀνεστιότητα τοῦ ἑλληνικοῦ Ἀτόμου, τὸ ὁποῖο ἔχασε τὴν πόλιν του, ὅπου “ἔδιδε λόγο” στοὺς ὄψει γνωστοὺς του καὶ ὅπου ταύτιζε τὸ νόημα τῆς ἀτομικότητάς του μὲ τὴ διακεκριμένη-προσωπικὴ μετοχή του στὰ πολιτικὰ δρώμενα.

Τὸ ἐρώτημα τοῦ ἀνέστιου Ἀτόμου: Γιὰ ποιὸ σκοπὸ εἴμαστε ἐδῶ; Ἐπὶ τί ἐγεγόναμεν; Δὲν εἶναι φυσικὰ ἕνα ἐρώτημα ποὺ θέτει ὁ “εὐτυχισμένος ἄνθρωπος”. Ἡ “ἔλλειψη εὐτυχίας”, μία ἔκφραση σαφῶς νεωτερικὴ καὶ σὲ μεγάλο βαθμὸ παραπλανητική, ἐφαρμοζόμενη ἐδῶ, θὰ συνδεόταν ἀσφαλῶς μὲ τὴν ἀνθρωπολογικὰ ἀδιαφοροποίητη ἀνεστιότητα καὶ τῶν δύο τύπων, μὲ τὴν ἀπομόνωση, τὴν ἀποξένωση καὶ τὴ μελαγχολία, ποὺ τὶς συνοδεύουν. Στὴ συστηματικὴ ὅμως διατύπωση ὑπαρξιακῶν ἐρωτημάτων ὁδηγεῖ μόνον ἡ ἀνεστιότητα τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ἔχει ἀποκτήσει ἀτομικότητα. Βεβαίως καὶ δὲν ἔχει σχέση μὲ τὴν ἀνασφάλεια, ἡ ἀνεστιότητα αὐτή, ἐκτὸς καὶ ἂν ξεχειλώσουμε τόσο τὴ λέξη “ἀνασφάλεια”, ὥστε νὰ σημαίνει τὰ πάντα καὶ τίποτα. Τὰ μελαγχολικὰ συμπτώματα, ποὺ συνοδεύουν τὴν ἀνεστιότητα, δὲν εἶναι συμπτώματα ἀνασφάλειας. Στὸ σημεῖο αὐτὸ ὁ Dodds ἀστοχεῖ ἐντελῶς, ὄχι μόνο ἐξ αἰτίας ἑνὸς ρηχοῦ ψυχολογισμοῦ, ἀλλὰ καὶ γιατί δὲν ἀντιλαμβάνεται τὴ διαφορὰ περιεχομένου ἀνάμεσα στὶς δύο κατηγορίες ἀνεστιότητας, ποὺ συνδέονται ἡ μία μὲ τὴν κρίση τοῦ κολεκτιβισμοῦ καὶ ἡ ἄλλη μὲ τὴν κρίση τῆς ἐξατομίκευσης.

Πρέπει νὰ δεχθοῦμε ὅτι ὁ χριστιανισμὸς προσέφερε λύση στὸ ἐνδημικὸ αὐτὸ πρόβλημα τῆς ἀνεστιότητας: Οὐκ ἔχωμεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν (Παῦλος). Ξένοι εἴμαστε καὶ ὁδοιπόροι. Κάθε ξένος τόπος πατρίδα καὶ κάθε πατρίδα ξένη (Ἐπιστολὴ πρὸς Διόγνητον). Ἄλλο εἶναι τὸ δικό μας Σύστημα Πατρίδος (Ὠριγένης). Στὸ θέμα αὐτὸ ὁ χριστιανισμὸς κάθε ἄλλο παρὰ συμπορευόταν μὲ τὴν ἐποχή του: ὄχι μόνο πήγαινε κόντρα στὸ ρεῦμα, ἀλλὰ κατόρθωσε καὶ νὰ τὸ ἀναστρέψει. Βεβαίως ἀλλιῶς εἰσέπραττε τὴ χριστιανικὴ λύση ὁ κολεκτιβιστικὸς ἄνθρωπος κι ἀλλιῶς τὸ Ἄτομο. Ἄλλα προβλήματα ἔλυνε στὸν ἕνα τύπο καὶ ἄλλα στὸν ἄλλο.

Ὑπὸ “κανονικὲς συνθῆκες” μὲ ἀπορροφᾶ ἡ ἐπιβίωση. Ἡ ζωή μου δὲν ἔχει ἄλλο νόημα ἀπὸ τὴν ἀναπαραγωγή της. Ἡ ἐπιβίωση καταντᾶ αὐτοσκοπός. Ἐδῶ δὲν ὑπάρχουν ὑπαρξιακὰ προβλήματα. Ἀποτελοῦν “προβλήματα πολυτελείας”. Μερικοὶ δοκησίσοφοι ὁρίζουν τὴ “δυστυχία” ὡς τὴν “ἀπόσταση” ἀνάμεσα στὴν ἐπιθυμία καὶ στὴν ἱκανότητα κορεσμοῦ της. Δίδουν μάλιστα καὶ τὸ κοινωνικό της μέτρο: τὴν ἀπόσταση ἀπὸ τὴν ἄρχουσα τάξη. Ἀλλὰ ἀκόμα κι ὅταν συμβεῖ νὰ καλύψω τὸ “κενὸ” (μέχρι σκασμοῦ), εἴτε γιατί μπόρεσα νὰ “κάνω τὴν καλή”, εἴτε γιατί τυχάρπαστος “ἦρθα στὰ πράματα”, ἀνακαλύπτω ὅτι παραμένω “δυστυχής”, ἀλλὰ μὲ καινούργιο τρόπο: Πάλι “κάτι μοῦ λείπει”, ἀλλὰ δὲν ξέρω τί. Ἡ “εὐτυχία” δὲν συμπίπτει μὲ τὸν ἐπιθυμητικὸ κορεσμό. Τουναντίον. “Κρίση νοήματος”, λοιπόν. Καὶ νέου τύπου “δυστυχία”. Σύνηθες ἀποτέλεσμα: ἡ ψυχικὴ ἀπονέκρωση καὶ ἡ προσωπικὴ ἀποσύνθεση. Λιγότερο σύνηθες: Ἡ ἀναζήτηση πνευματικῆς διεξόδου. Καὶ τὰ ἀντίστοιχα “ὑπαρξιακὰ” ἐρωτήματα. Σ’ αὐτὴ τὴν περίπτωση ὁ κορεσμὸς μοιάζει νὰ λειτουργεῖ σὰν τὴν ἀφετηρία γιὰ τὴν ἀνάδυση νέων αἰνιγματικῶν ἀναγκῶν τῆς ψυχῆς. Σὰν νὰ ὑπάρχει δρόμος ἀκόμα καὶ πέρα ἀπὸ τὸ Ἄτομο…

Δὲν ἀνάγονται, λοιπόν, ὅλα τὰ ὑπαρξιακὰ προβλήματα στὴν ἀνεστιότητα τοῦ Ἀτόμου, στὴν πολιτικὴ κατάρρευση τοῦ οἰκοσυστήματός του. Ἂν καὶ ξεκινοῦν ἀπὸ κεῖ. Οὔτε, κατὰ συνέπεια, καὶ οἱ ἀπαντήσεις τελειώνουν ἐκεῖ. Τὴ νηστεία, γιὰ παράδειγμα, τὴν ἐπινόησαν ἄνθρωποι χορτασμένοι. Περιττὸ νὰ ἐπαναλάβουμε ὅτι ἡ “ἀνασφάλεια” εἶναι, γιὰ ὅλα αὐτά, ἕνας πολὺ ἀκατάλληλος ὅρος.

5. Οἱ “αἰτίες” τῆς ἱστορικῆς ἐπιτυχίας τοῦ χριστιανισμοῦ

Ὁ Dodds συνοψίζει σὲ τέσσερεις τοὺς λόγους πού, στὰ πλαίσια τῆς “γενικῆς παρακμῆς-ἀγωνίας”, καθόρισαν τὴ νίκη τοῦ χριστιανισμοῦ:
α) τὸν ἀδιάλλακτο σεχταρισμό του, ὁ ὁποῖος ἕλκει πάντα τὰ σαστισμένα μυαλὰ (ποὺ βρίθουν σὲ “ἐποχὲς ἀγωνίας”),
β) τὴν ἐκμετάλλευση τῆς ἐνδημικῆς τὴν ἐποχὴ αὐτὴ θανατολαγνείας (προσφέροντας πλούσιες δοξαστικὲς καὶ μεταφυσικὲς ἀντιπαροχές), καὶ
γ) τὴν εὐφυΐα τῶν χριστιανῶν ἡγετῶν νὰ ἀναπτύξουν ἕνα χωρὶς κοινωνικὲς διακρίσεις ὀργανωμένο σύστημα κοινωνικῆς πρόνοιας. Αὐτὸ ποὺ ἀποκλείει ρητὰ ὁ Dodds εἶναι ἡ πιθανότητα νὰ ὀφείλεται, ἡ νίκη τοῦ χριστιανισμοῦ, στὶς “ἐγγενεῖς ἀξίες τῆς χριστιανικῆς πίστεως”. Κοντολογίς: ἡ ἐπικράτηση τοῦ χριστιανισμοῦ ἦταν ἀνεξάρτητη ἀπὸ τὸ περιεχόμενο τῆς χριστιανικῆς πίστης!

Δὲν ἔχουμε χῶρο νὰ δοῦμε ἀπὸ κοντὰ τοὺς λόγους αὐτούς. Θὰ σταθοῦμε μόνο στὴ βασικὴ ἰδέα του: Ὁ τρόπος ποὺ διατυπώνει τὶς ἐξηγήσεις του ὁ Dodds ἀπαντᾶ μόνο στὸ ἐρώτημα γιατί οἱ κολεκτιβιστικὲς μάζες ἀγκάλιασαν τὸν χριστιανισμό. Δὲν ἀπαντᾶ στὸ ἐρώτημα γιατί τὰ ἑλληνικὰ Ἄτομα ἀσπάστηκαν τὸν χριστιανισμό. Ὁ κολεκτιβιστικὸς ἄνθρωπος, λόγω τῆς δομῆς τῆς προσωπικότητάς του, ποὺ βασίζεται στὸν φόβο, εἶναι φυσικὸ νὰ ἀναζητᾶ στὴν κοινότητα θαλπωρὴ καὶ προστασία, μὲ ἀντάλλαγμα ὑποταγὴ-ἀφοσίωση. Ὅμως τὸ Ἄτομο, ποὺ βρίσκεται σὲ ὑπαρξιακὴ ἀναζήτηση, λόγω κατάρρευσης τοῦ συλλογικοῦ οἰκοσυστήματος τῆς ἐλευθερίας του (“πολιτικὴ” ἀνεστιότητα) δὲν μπορεῖ νὰ προσχώρησε στὴ χριστιανικὴ κοινότητα γιὰ τέτοιους λόγους.

6. Γιατί ἡττήθηκε ὁ παγανισμός;

Σκοπὸς τοῦ ὅλου ἑρμηνευτικοῦ στρατηγήματος εἶναι νὰ ἀποκλειστεῖ τὸ πιθανὸ συμπέρασμα ὅτι ἡ νίκη τοῦ χριστιανισμοῦ ἐνδέχεται νὰ ἦταν συνέπεια τῆς ὑπεροχῆς τῶν ἀξιῶν του, ἔναντι τῶν παγανιστικῶν ἀξιῶν. Αὐτὸ εἶναι φανερὸ ὄχι μόνο στὴν προσπάθεια νὰ καλλιεργηθεῖ ἡ ἐντύπωση ὅτι στὰ βασικὰ θέματα οἱ ἰδέες ἦταν παραπλήσιες, ἂν ὄχι ταυτόσημες, ἀλλὰ ἀκόμα καὶ στὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο περιγράφεται ἡ ἥττα τοῦ παγανισμοῦ: Ὁ παγανισμὸς ἡττήθηκε γιατί εἶχε παρακμάσει. Εἶχε χάσει τὴν πίστη του, τόσο στὴν ἐπιστήμη ὅσο καὶ στὸν ἑαυτό του. Βρισκόταν σὲ ἀδυναμία καὶ κόπωση. Οἱ δυνάμεις του τὸν εἶχαν ἐγκαταλείψει. Ἡ ἐπιτυχία τοῦ χριστιανισμοῦ ἐξηγεῖται ἀπὸ τὴν ἀδυναμία τοῦ ἀντιπάλου του. Τὸ ἐπιχείρημα ὅμως εἶναι ἄνευ ἀξίας, ἐπειδὴ ἁπλῶς διαπιστώνει τὸ πρὸς ἐξήγηση γεγονὸς μὲ διαφορετικὰ λόγια. Οὔτε τοῦ προσθέτει βάρος ἡ ἐπίκληση τοῦ πλεονεκτήματος ὅτι ὁ νικητὴς χριστιανισμὸς δὲν φοβόταν τὸν θάνατο. Τὸ θάρρος μπρὸς στὸν θάνατο ἐντυπωσιάζει, ἀλλὰ ἀπὸ μόνο του δὲν παράγει ὀπαδούς. Ἐντυπωσιάζομαι, ἀλλὰ ὁ ἐντυπωσιασμὸς μὲ κάνει ἁπλῶς νὰ προσέξω τὴν πίστη καὶ τὴν πράξη, γιὰ χάρη τῶν ὁποίων ὁ μάρτυς ἀψηφᾶ τὸν θάνατο. Θὰ προσηλυτιστῶ μόνο ἂν βρῶ σ’ αὐτὰ κάτι τὸ πολὺ σημαντικό, ποὺ νὰ δικαιώνει τὴν αὐτοθυσία. Αὐτὸ μετατοπίζει αὐτομάτως τὴ συζήτηση ἐκεῖ ποὺ βρίσκεται καὶ τὸ πρόβλημα, δηλαδὴ στὸ πεδίο τῶν συγκρουόμενων ἀξιῶν.

Αὐτὸ ποὺ διεκδικοῦν οἱ δύο μονομάχοι, ὁ παγανισμὸς καὶ ὁ χριστιανισμός, εἶναι νὰ κερδίσουν τὸν κόσμο μὲ τὸ μέρος τους. Δὲν θὰ μποροῦσαν φυσικὰ νὰ ἐλπίζουν στὴ νίκη ἂν οἱ ἀξίες τους, οἱ ἀντιλήψεις καὶ οἱ πρακτικές τους, δὲν ἀνταποκρίνονταν σὲ ὁμόλογα στοιχεῖα-ἀναμονὲς τῆς λαϊκῆς ψυχῆς. Μὲ ἄλλα λόγια: ὁ χριστιανισμὸς δὲν θὰ μποροῦσε νὰ νικήσει τὸν παγανισμὸ ἂν δὲν ὑπῆρχε στὸν λαὸ καμία εὐνοϊκὴ “προδιάθεση”, κανένα στοιχεῖο “αὐθόρμητου χριστιανισμοῦ”. Ἀντιστοίχως: ὁ παγανισμὸς δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἡττηθεῖ ἂν μέσα στὸν λαὸ δὲν εἶχε ἤδη ξεπεραστεῖ, ἂν δὲν εἶχε καταστεῖ ἀνίκανος νὰ ἐκφράσει τὶς τάσεις τῆς λαϊκῆς ψυχῆς. Ὅταν συσχετίζουμε τὰ δύο ρεύματα πρέπει νὰ συμπεριλάβουμε στὴ δύναμή τους καὶ τὰ ἀντίστοιχα λαϊκά τους ἐρείσματα.

Ἂν δοῦμε τὴ διαμάχη “σφαιρικά”, θὰ ἀντιληφθοῦμε ὅτι εἶχαν σημειωθεῖ δύο ἀλλαγὲς κοσμοϊστορικῆς κλίμακας: Ἡ κατάρρευση τῆς ἑλληνικῆς πόλεως καὶ ἡ δημιουργία τῆς ἑλληνικῆς οἰκουμένης. Ἡ κρίση τῆς ὥριμης ἑλληνικῆς ἐξατομίκευσης, ἀφ’ ἑνός, καὶ τὸ ρίξιμο μεγάλων κολεκτιβιστικῶν μαζῶν στὴ χοάνη τῆς ἐξαναγκαστικῆς ἐξατομίκευσης, ἀπὸ τὴν ἄλλη. Καὶ βεβαίως οἱ δύο τελείως διαφορετικὲς μορφὲς ἀνεστιότητας καὶ κρίσης ταυτότητας, μὲ τὶς ὁποῖες τὰ φαινόμενα αὐτὰ συνοδεύονται. Ὑπῆρχε, λοιπόν, ἕνα διπλὸ πρόβλημα: νὰ δοθεῖ διέξοδος στὴν κρίση τῆς ἑλληνικῆς ἐξατομίκευσης καὶ συγχρόνως νὰ χειραγωγηθοῦν στὴν ἐξατομίκευση οἱ διαλυμένες κολεκτιβιστικὲς μάζες, ποὺ συσσώρευσε ἡ διαμόρφωση τῆς ἑλληνικῆς οἰκουμένης.

Πρέπει, ἑπομένως, νὰ τοποθετήσουμε τοὺς δύο “μονομάχους” σὲ σχέση μ’ αὐτὸ τὸ διπλὸ ἀνθρωπολογικὸ πρόβλημα. Ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Πλάτωνα καὶ μετά, ὁ παγανισμὸς ἐργάστηκε σκληρὰ γιὰ νὰ τὸ λύσει. Στὸν ἴδιο ἀγώνα ρίχτηκε ψυχὴ τε καὶ σώματι καὶ ὁ χριστιανισμός. Πρότεινε τὴ δική του λύση καὶ ἔπεισε τὸν ἑλληνικὸ κόσμο ὅτι ἦταν ἡ καταλληλότερη. Καὶ γι’ αὐτὸ νίκησε. Ἀνταποκρίθηκε
α) στὴν ἀνάγκη τοῦ ἑλληνικοῦ πνεύματος νὰ βγεῖ ἀπὸ τὴν κρίση του, πηγαίνοντας πέρα ἀπὸ τὸ Ἄτομο καὶ
β) στὴν ἀνάγκη τῆς ἀνθρωπολογικῆς ἀναβάθμισης τοῦ κολεκτιβιστικοῦ τοῦ περίγυρου.

7. Συμπεράσματα

Ἡ πηγὴ τῶν σφαλμάτων τοῦ μελετητῆ μας βρίσκεται στὴ νεωτερικὴ διανοητικὴ ἀφετηρία του: ὅτι ἡ “ὕστερη Αὐτοκρατορία” ἦταν μία ἐποχὴ “παρακμῆς”. Στὴν πραγματικότητα δὲν ἦταν καθόλου ἔτσι. Ἦταν μιὰ φυσιολογικὴ ἐποχὴ μὲ πρωτοφανῆ καὶ ἀναμφισβήτητα ἐπιτεύγματα, μὲ μεγαλύτερο ἀπ’ ὅλα τὸ θαῦμα τῆς ἐπέκτασης τῶν πολιτικῶν δικαιωμάτων σὲ ὅλη τὴ ρωμαϊκὴ οἰκουμένη.

Δὲν ὑπάρχουν πιὸ ὕποπτες λέξεις ἀπὸ τὴν “παρακμὴ” καὶ τὴν “πρόοδο”. Ἡ ἰδέα τῆς “παρακμῆς” ἐπιβλήθηκε ἀπὸ τὴν ἐπιτακτικὴ ἀνάγκη νὰ θεωρηθεῖ ὁ χριστιανισμὸς ὡς ὀπισθοδρόμηση ἔναντί τῆς κλασικῆς ἀρχαιότητας. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἐμβόλιμη στὸν ὅρο σκοπιμότητα καὶ αὐτὴ καθορίζει τὴ χρήση του. Ἅπαξ καὶ ἐγκαινιάστηκε ἀπὸ τοὺς διαφωτιστές, πέρασε στὰ ἱστορικὰ ἐγχειρίδια καὶ “τεκμηριώθηκε” ἀπὸ τὴν ὑψηλὴ ρητορικὴ ἱστορικῶν τύπου Γίββωνα. Γιὰ νὰ μπεῖ ἔκτοτε στὰ σχολεῖα καὶ μὲ τὸ πέρασμα τῶν γενεῶν νὰ ἐμπεδωθεῖ ὡς ἀναμφισβήτητο γεγονός.

Ἕνα μόνο εἶδος “παρακμῆς” ὑπῆρχε: ἦταν ἡ παρακμὴ τοῦ ἑλληνικοῦ Ἀτόμου. Ἀλλὰ ἂν θέλουμε νὰ κυριολεκτήσουμε αὐτὸ δὲν εἶναι “παρακμή”. Τὸ Ἄτομο καταρρέει πάντοτε, ὅταν φτάσει στὸ σημεῖο τῆς ὁλοκλήρωσής του. Ἀλλὰ αὐτὴ ἡ κατάρρευση εἶναι ἁπλῶς ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ἐκδηλώνεται ἡ ὡρίμανση τῶν ὅρων γιὰ τὴν ἀναγέννησή του σὲ ἀνώτερο ἐπίπεδο ἀτομικότητας: στὸ ἐπίπεδό τοῦ Προσώπου. Ἡ κρίση τῆς ἐξατομίκευσης δὲν εἶναι παρακμή. Παρακμὴ στὴν κυριολεξία εἶναι μόνο ἡ ὑποστροφὴ τοῦ Ἀτόμου στὴν κολεκτιβιστικὴ ἀπροσωπία.

[1] “Κοπτάτσια”: ὅρος τῆς κομμουνιστικῆς διαλέκτου. Θὰ πεῖ: τοποθετῶ κάποιον σὲ ἡγετικὴ θέση παρακάμπτοντας κάθε φυσιολογικὴ διαδικασία. Βέβαια δὲν ὑπάρχει ἄλλος τρόπος εἰρηνικῆς μεταβολῆς καθεστωτικοῦ θρησκεύματος ἀπὸ τὴν κοπτάτσια. Ὁ ἄλλος δρόμος εἶναι ἡ ἐπανάσταση, ὅπως στὴν περίπτωση τῆς κατάλυσης τῆς κυριαρχίας τοῦ καθολικισμοῦ ἀπὸ τὴ Γαλλικὴ Ἐπανάσταση καὶ τῆς ἐγκαθίδρυσης τῆς θρησκείας τῶν Φώτων.

[2] Ε. R. DODDS. Ἐθνικοὶ καὶ Χριστιανοὶ σὲ μιὰ ἐποχὴ ἀγωνίας, Ἀπὸ τὸν Μᾶρκο Αὐρήλιο ὡς τὸν Μ. Κωνσταντῖνο. Ἀλεξάνδρεια, Ἀθήνα 1995. Ἀγγλικὴ ἔκδοση 1990.

[3] Δυστυχῶς δὲν μποροῦμε ἐδῶ νὰ περιγράψουμε ἀναλυτικά τοὺς ἑλκυστὲς αὐτούς. Εἴμαστε ἀναγκασμένοι νὰ παραπέμψουμε τὸν ἀναγνώστη στὸ βιβλίο.

[4] Ἡ παγανιστικὴ Γνώση περιλαμβάνεται σὲ κείμενα ὅπως τὰ Ἐρμητικά, ἡ Λειτουργία τοῦ Μίθρα, τὰ Χαλδαϊκὰ Λόγια καὶ τὰ Ἀποσπάσματα τοῦ Νουμηνίου.