της Ευαγγελίας Μπίτου, φιλολόγου
Χιονίζει έξω· το χιόνι πέφτει πυκνό, σκεπάζει στέγες και αυτοκίνητα και στρώνει αυλές, δρόμους, βουνά και κάμπους. Χρόνια είχε να χιονίσει έτσι!
Το κοιτάζουν από το παράθυρο τα παιδιά και το χαίρονται∙ εύχονται να μη σταματήσει, διότι και τα σχολεία θα παραμείνουν κλειστά και αυτά θα χαρούν το χιόνι με το δικό τους μοναδικό τρόπο. Αυτή η χαρά των παιδιών αποτελεί βιωματική εμπειρία για τους περισσοτέρους, αν όχι για όλους. Θυμάμαι το 1987, που τα Τρίκαλα ξύπνησαν με χιόνι πολύ, μικρό παιδί να λέει στη μάνα του που προσπαθούσε να ελευθερώσει την είσοδο: «Μην το διώχνεις, μαμά!». Θυμάμαι και κάποιο άλλο στην Αθήνα, που πρώτη φορά έβλεπε να πέφτει χιόνι στην αυλή τους, και οι γονείς, σκεπτόμενοι τα προβλήματα που θα δημιουργούσε, έλεγαν πότε να σταματήσει, εκείνο πετάχθηκε και είπε: «Όχι, δεν θέλω να φύγει!». Η ξεγνοιασιά της παιδικής ηλικίας, ευτυχώς, μόνο να το χαίρεται μπορεί· η λύση των προβλημάτων άλλωστε είναι υποχρέωση των μεγάλων.
Το βλέπει από το παράθυρο η γερόντισσα μητέρα και σιγοτραγουδάει:
«Όξω βρέχει και βρέχομαι, χιονίζει θα μαργώσω
Κι εγώ το έρημο πουλί, σαν πού θα μείνω βράδυ …»
Έτσι πάλλεται η καρδιά της πολιτιστικής μας παράδοσης, που άνοιξε αγκαλιές για τα έρημα πουλιά, τα προσφυγόπουλα, και τάισε πεινασμένους από το υστέρημα. Αυτή η καρδιά δεν έχει καμιά σχέση με τις Μ.Κ.Ο. –ελπίζω πως οι αρμόδιες αρχές ξέρουν πόσες, ποιες, ποιας ταυτότητας και πόθεν είναι –, που πήραν, όπως ακούμε από το Μ.Μ.Ε., εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ για τους πρόσφυγες στο όνομα της «αλληλεγγύης», αλλά τους άφησαν να ξεχειμωνιάσουν στο έλεος του χιονιά! Πρόβλημα το ξεχειμώνιασμά τους, παρά τις προ ημερών επίσημες διαβεβαιώσεις περί του αντιθέτου.
Όμως και το ξεχειμώνιασμα των Ελλήνων αστέγων, ανέργων, φτωχών δεν είναι μικρότερο πρόβλημα. Τα παγωμένα επίσης διαμερίσματα και η προβληματική θέρμανση απειλούν ζωές και δοκιμάζουν τα όρια αντοχής πολλών Ελλήνων. Οι πολιτικοί όμως, αμειβόμενοι πλουσιοπάροχα από πενόμενο λαό, τον νοιώθουν; Ξέρουν τι σημαίνει να γυρνάς σε σπίτι κρύο, να μην έχεις δεκάρα στην τσέπη, να κτυπάς πόρτες για δουλειά και δουλειά να μη βρίσκεις, να μην έχεις τίποτε στο τραπέζι χρονιάρες μέρες, να τρέχεις σε συσσίτια …; Πρόβλημα μεγάλο το ξεχειμώνιασμα για πάρα πολλούς πρόσφυγες∙ – ξέρουν αλήθεια πόσοι βρίσκονται στη χώρα μας, ποιοι και πού -, μεγαλύτερο όμως τα εκατομμύρια των Ελλήνων φτωχών και ανέργων. Να υποφέρεις σε ξένο τόπο πονάει λιγότερο, από το να σε περιφρονεί η πατρίδα σου με τις ψεύτικες υποσχέσεις και παρηγοριές.
Συνειρμικά στο νου μου έρχονται και οι πατεράδες μας στον πόλεμο του 40. Με τέτοιο καιρό και τόσο χιόνι εκείνοι έδωσαν τον αγώνα, και πολλοί το αίμα τους και τη ζωή τους ή ακρωτηριάσθηκαν για την ελευθερία και τη Δημοκρατία κόντρα στον φασισμό. «Η πατρίς ευγνωμονούσα» ακόμη δεν τακτοποίησε όλων τα σκόρπια οστά, ενώ δύο πρωθυπουργοί την 28η Οκτωβρίου δεν παρέστησαν καν στον εορτασμό της επετείου του 40! O tempora, o mores!
Τα μέσα Μ.Μ.Ε. μας βομβαρδίζουν με εικόνες περιοχών με πολύ χιόνι και μιλούν για τα προβλήματα των ανθρώπων. Όσοι έχομε σχέση με τον κόσμο της αγροτιάς και της κτηνοτροφίας, και το μέγεθος του προβλήματος κατανοούμε, και μαζί τους αγωνιούμε. Ευτυχώς ο στρατός είναι οργανωμένος και έδωσε βοήθεια, όπου χρειάσθηκε. Αξιέπαινοι και οι νέοι εθελοντές που στις δύσκολες αυτές συνθήκες εξασφάλισαν, περπατώντας μιάμιση ώρα, το οξυγόνο σε πάσχοντα. Αυτοί οι νέοι της θυσίας είναι η ελπίδα του τόπου!
Η γενιά μου όμως θυμάται και άλλα. Θυμάται πως, κρατώντας στο χέρι ένα ξύλο για τη σόμπα, πήγαινε στο σχολείο, που δεν έκλεινε! Οι γονείς εξασφάλιζαν τροφή για τα αιγοπρόβατα, κόβοντας κουμαριά και πουρνάρι που κουβαλούσαν στην πλάτη τους μέσα στο χιόνι! Ως μαθητές Γυμνασίου, κάποιες χρονιές που το χιόνι ήταν πολύ και τα σχολεία έκλεισαν, κάποιοι περπάτησαν ώρες στο χιόνι να φτάσουν στα χωριά τους, όπου υπήρχε τουλάχιστον ζεστασιά κι ένα πιάτο φαγητό. Κάποιος, όπως διηγείται, άφησε τους δυο μικρότερους μαθητές, που ήταν μαζί του, σε σπίτι του διπλανού χωριού και εκείνος πέρασε το ποτάμι, για να ειδοποιήσει τους γονείς τους να πάρουν τα παιδιά τους την άλλη μέρα. Βλέπετε τότε δεν σφάλιζε τις πόρτες η δικαιολογημένη σημερινή ανασφάλεια.
Χιόνισε κι από τη μάνα μου άκουσα αρκετά από τη σοφή λαϊκή πείρα: «Χιόνι που δεν λειώνει, καρτεράει κι άλλο» σχολιάζει, καθώς το κοιτάζει. Έμαθα και κάποια από τα πουλάκια που ο χιονιάς έφερε στο παράθυρό της. «Για να κατεβούν ”τσιτσιλιάγκοι” (κορυδαλλοί) στο χωριό, θα χιονίσει πάλι», λέει, και προσθέτει: «Μάσε (μάζεψε) ξύλα κι άχυρα να κάψεις το χειμώνα, μην κάψεις τα παλούκια» ή «φύλα (φύλαγε) ξύλα για το Μάρτη, να μην κάψεις τα παλούκια». Προνοούσαν για αυτό που χρειάζονταν τον χειμώνα και σχολίαζαν: « Ο καλός ο νοικοκύρης το χειμώνα χαίρεται».
Ήρθε το χιόνι και, με την αθωότητα του λευκού, χάρισε χαρά στην αθώα παιδική ηλικία. Πέφτει αθόρυβα και σκεπάζει τα πάντα. Αποκαλύπτει όμως κραυγαλέα τα προβλήματα ανοργανωσιάς, ξεσκεπάζει την υποκριτική «αλληλεγγύη» και την εκμετάλλευση ξεσπιτωμένων προσφύγων και ταπεινώνει μεγαλόστομες εξαγγελίες για το ξεχειμώνιασμα. Ξεσκέπασε την αδυναμία της διαχείρισης ενός προβλήματος, που πράγματι μας υπερβαίνει, είναι παγκόσμιο, αλλά που προσποιούμαστε πως το αντιμετωπίζομε, αφού έδειξε ανθρώπους στην παγωνιά σε σκηνές και με σαγιονάρες, για τους οποίους κάποιοι πήραν πολλά χρήματα! Κακό η εκμετάλλευση, αλλά η εκμετάλλευση δυστυχισμένων απάνθρωπο.
Έπεσε το χιόνι, όντως θεαματικό γι’ αυτούς που είναι στη ζεστασιά τους, χωρίς προβλήματα μετακίνησης, ηλεκτροδότησης, νερού, μεταφοράς αρρώστων, ζωοτροφών… που έχουν πολλοί Έλληνες. Έπεσαν όμως και τα προσωπεία της δήθεν αλληλεγγύης κάποιων, που συκοφαντούν ανά τη υφήλιο τη χώρα και τους πραγματικά αλληλέγγυους, αφού «οι εικόνες κάνουν τον γύρο του κόσμου».
Ενέσκηψε ο χιονιάς και μας είπε με τον δικό του ευθύ και απερίφραστο τρόπο, συνετισθείτε. Καιρός πια όχι για λόγια μεγάλα και ψεύτικα, αλλά για πράξεις υπεύθυνες. Θα ακούσομε άραγε; Ήθελα να ήξερα και κάτι άλλο: Τα συμφέροντα, που ευθύνονται για τη δυστυχία των προσφύγων, είδαν τις εικόνες; Αν ναι, πώς ένοιωσαν;