Ἀπό το «Λειμωνάριον» τοῦ μοναχοῦ Ἰωάννου Μόσχου, 

ἔκδοση Ἱερᾶς Μονῆς Σταυρονικήτα – Ἅγιον Ὅρος 1983

Κάποιος γέροντας κατοικοῦσε στην λαύρα τοῦ Καλαμῶνα, ποὺ εἶναι κοντὰ στον ἅγιο Ἰορδάνη, στὸ ὄνομα Κυριακός. Ἦταν δὲ μεγάλος ὁ γέροντας κατὰ Θεόν. Αὐτόν ἐπισκέφτηκε κάποιος ἀδελφός ξένος, ἀπὸ τὴ χώρα τοῦ Δάρας, στὸ ὄνομα Θεοφάνης, γιὰ νὰ ρωτήσει τὸ γέροντα γιὰ λογισμὸ πορνείας. Καὶ τότε ὁ γέροντας ἄρχισε νὰ τον ἐνισχύει μὲ λόγους περὶ σωφροσύνης καὶ ἁγνότητας. Ὁ ἀδελφός τότε, ἐπειδὴ ὠφελήθηκε πολύ, λέει στὸ γέροντα: «Κύριε ἀββᾶ, ἐγὼ στὴ χώρα μου ἔχω μυστηριακὴ κοινωνία μὲ τους Νεστοριανούς καὶ γι’ αὐτὸ δεν μπορῶ, ἀλλιῶς θὰ ἔμενα μαζί σου». Μόλις λοιπόν ἄκουσε ὁ γέροντας τὸ ὄνομα τοῦ Νεστορίου, ἐπειδὴ λυπήθηκε γιὰ την πλάνη τοῦ ἀδελφοῦ, τον νουθετοῦσε καὶ τον παρακαλοῦσε νὰ ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τούτη τὴ βλαβερὴ αἵρεση καὶ νὰ προσέλθει στην ἁγία καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ Ἐκκλησία. Τοῦ ἔλεγε δὲ ὅτι δεν ὑπάρχει ἄλλη σωτηρία, παρὰ τὸ νὰ ὀρθοφρονεῖ κανείς καὶ νὰ πιστεύει ὅτι εἶναι πράγματι Θεοτόκος ἡ ἁγία Παρθένος Μαρία. Ὁ ἀδελφός τότε λέει στὸ γέροντα: «Ἀναμφισβήτητα, κύριε ἀββᾶ, ὅλες οἱ αἱρέσεις τὸ ἴδιο λένε, ὅτι, ἂν δεν ἔρθεις σὲ μυστηριακὴ κοινωνία μέ μας, δεν σώζεσαι. Τί νὰ κάνω δεν ξέρω ὁ ταπεινός. Παρακάλεσε λοιπόν τον Κύριο νὰ μὲ πληροφορήσει ἔμπρακτα ποιὰ εἶναι ἡ ἀληθινὴ πίστη». Ὁ γέροντας δέχθηκε μετὰ χαρᾶς την πρόταση τοῦ ἀδελφοῦ καὶ τοῦ λέει: «Μεῖνε στὸ κελί μου καὶ ἐλπίζω στὸ Θεὸ ὅτι….

σου ἀποκαλύπτει ἡ ἀγαθότητά Του την ἀλήθεια».

Ἄφησε τον ἀδελφὸ στὸ σπήλαιό του καὶ βγῆκε στὴ Νεκρὰ Θάλασσα προσευχόμενος γιὰ τον ἀδελφό. Καὶ πράγματι, τὸ ἀπόγευμα τῆς δεύτερης μέρας, βλέπει ὁ ἀδελφός νὰ τοῦ παρουσιάζεται κάποιος φοβερός στην ὄψη καὶ νὰ τοῦ λέει: «Ἔλα καὶ δες την ἀλήθεια». Καὶ τον παίρνει καὶ τον φέρνει σ’ ἕναν τόπο σκοτεινὸ καὶ βρωμερὸ ὅλο φωτιὰ καὶ τοῦ δείχνει μέσα σ’ αὐτήν τὴ φωτιὰ τὸ Νεστόριο καὶ τὸ Θεόδωρο, τον Εὐτυχῆ καὶ τον Ἀπολινάριο, τον Εὐάγριο καὶ τὸ Δίδυμο, τὸ Διόσκορο καὶ τὸ Σεβῆρο, τον Ἄρειο καὶ τον Ὠριγένη καὶ μερικούς ἄλλους. Καὶ τοῦ λέει αὐτός ποὺ τοῦ ἐμφανίστηκε: «Αὐτός ὁ τόπος ἔχει ἑτοιμαστεῖ γιὰ τους αἱρετικούς καὶ γιὰ ὅσους μιλοῦν βλάσφημα γιὰ την ἁγία Θεοτόκο καὶ γιὰ ὅσους ἀκολουθοῦν τὰ δόγματά τους. Ἂν λοιπόν σ’ ἀρέσει ὁ τόπος, ἐπίμενε στὸ δόγμα σου. Ἂν ὅμως δεν θέλεις νὰ δοκιμάσεις αὐτήν την κόλαση, προσελθε στην ἁγία Καθολικὴ Ἐκκλησία, στην ὁποία καὶ ὁ γέροντας ἀνήκει καὶ διδάσκει.

Γιατί σὲ βεβαιώνω ὅτι, ἂν ὅλες τις ἀρετὲς κάνει ὁ ἄνθρωπος καὶ δεν πιστεύει ὀρθά, ἔρχεται στον τόπο τοῦτο. Καὶ μ’ αὐτόν τον λόγο συνῆλθε ὁ ἀδελφός. Κι ὅταν ἐπέστρεψε ὁ γέροντας, τοῦ διηγήθηκε ὅλα τα συμβάντα, καθώς τὰ εἶχε δεῖ. Κι ἦρθε σὲ μυστηριακὴ κοινωνία μὲ την ἁγία καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ Ἐκκλησία. Ἔμεινε λοιπόν μαζί του κάμποσα χρόνια καὶ κοιμήθηκε εἰρηνικά.