† Αρχιμ. Θεόκλητου Καρακουλίδη, Ομιλία στο Πνευματικό Κέντρο της Μητροπόλεως
Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2016

1. Περί αγιότητος
Ως πολύκαρπον και καλλίκαρπον «Γεωργίου Αμπελώνος» η Εκκλησία μέσα στο διάβα των αιώνων και στις περιπετειώδεις στροφές του ενίοτε πολυτάραχου και πολυκύμαντος ιστορικού γίγνεσθαι της όλης εν Χριστώ ζωής και πορείας της ανέδειξε και συνεχίζει αδιαλείπτως να αναδεικνύει τους ένσαρκους καρπούς του Αγίου Πνέυματος, που δεν είναι άλλοι από τους Αγίους της…

…οι οποίοι αν και υπήρξαν χοϊκοί και θνητοί άνθρωποι, πολεμούμενοι από τον αντίδικο μισάνθρωπο διαβολέα, τον πατέρα πάντος πειρασμού και λογισμού. Ψυχοφθόρου και σωματοφθόρου, εντούτοις εκείνοι υπερήραν την κτίστη νομοτέλεια και αναγκαιότητα της φθαρτής ανθρωπίνης φύσεώς τους, γενόμενοι ένσαρκες εικόνες, Ιησού Χριστού και ζώντες σε κάθε αναπνοή, σε κάθε κύτταρο τους το του Αποστόλου Παύλου «Ζω δε ουκετί εγώ, ζή δε εν εμοί Χριστός», όπως ακριβώς βίωνε τον Σωτήρα Χριστό και ο Άγιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης.

Η αγιότητα λοιπόν δεν είναι προνόμιο κάποιας κάστας ανθρώπων καθαρών και αγίων, όπως διεκήρυττε προ αιώνων η αίρεση των «αγνών ή καθαρών». Ούτε προνόμιο και ευλογία μιας κάποιας εποχής, αλλά αδαπάνητη και ατελεύτητη ευλογία και δωρεά Θεού στον κάθε εποχής αμαρτωλό άνθρωπο που με την μετάνοιά του νεκρώνει, θάπτει τα πάντα για να ζήσει οντολογικά την γέννηση και την Ανάσταση του Χριστού στο «είναι» του, να γίνει όλως ή καθ’ όλα Χριστός.

Η Αγιαστική ενέργεια του Αγίου Πνεύματος ενοικεί σε κάθε άνθρωπο αγαθής προαιρέσεως ανεξαρτήτως φυλής, φύλου, χρώματος, κοινωνικής τάξεως ή μορφωτικού επιπέδου.

Η Αγιότητα συνεπώς δεν είναι μία φιλοσοφική, νοησιαρχική ή μαγική κατάσταση αλλά η εν Χριστώ οντολογική μεταμόρφωση του αμαρτωλού ανθρώπου που ασκείται και βιώνει αδιαλείπτως τη σωστική μετάνοια ως απόλυτη έκφραση της τέλειας αγάπης προς το Χριστό.

Σε αυτό το «αγλαόκαρπο γεώργιο» της εκκλησίας αναφύονται οι κεχαριτωμένοι βλαστοί της αγιότητος του κόσμου τούτου, οι οποίοι έχουν αποκληθεί ως οι «αληθείς και γνήσιοι φίλοι του Θεού».

Οι Άγιοι ως πολύφωτοι αστέρες του νοητού στερεώματος και της υπερουράνιας ακτίστου Βασιλείας της τριαδικής θεότητος καθίστανται τα εν Αγίω πνεύματι «Αχειροποίητα Ιερά Δοχεία» της ακτίστου ανακαινιστικής ενεργείας της τριαδικής Θεότητος γενόμενοι παράκλητοι δηλαδή παρηγορητές του χοϊκού και φθαρτού ανθρωπίνου γένους.

Έτσι οι «αληθείας και γνήσιοι φίλοι του Θεού» καθίστανται συνάμα αληθείς και γνήσιοι «φίλοι των ανθρώπων», προερχόμενοι από τη ζύμη του γένους των βροτών το «σαρξ εκ της σαρκός τους και οστούν εκ των οστέων» τους.

Όταν λοιπόν γίνεται λόγος για τη δόξα της Εκκλησίας, είτε εξ αγνοίας είτε για λόγους σκοπιμότητας, και λέγονται ή γράφονται με άκρως κοσμική λογική τα διάφορα παιδαριώδη, τότε η απάντηση δίδεται ηχηρά από την ίδια την αγιοπνευματική ζωή της εκκλησίας, ότι η δόξα αυτής είναι οι εν Χριστώ μεταμορφωμένοι και ανακαινισμένοι Θεία χάριτι Άγιοι της, οι ένσαρκες αυτές εικόνες του Ιησού Χριστού στις οποίες ενοικεί ο παράκλητος της αληθείας και δι’ αυτών επενεργεί η άκτιστη αγιαστική και θαυματουργική ενέργεια της τριαδικής Θεότητος στους ανθρώπους και στην σύνολη κτίση.

Στη σύγχρονη υλιστική καταναλωτική και εγωκεντρική κοινωνία στην οποία λατρεύεται η ύλη και έχει εξοριστεί ο Θεός από τη ζωή των ανθρώπων ο περί των αγίων λόγος φαντάζει για κάποιους ως κακόγουστο και παλιομοδίτικο κατηχητικό.

Τούτο, δυστυχώς, συμβαίνει διότι ο σύγχρονος άνθρωπος θέτει ως κριτήριο πάντων τον ορθολογισμό και τον άκρατο υλισμό που νεκρώνουν τη δυνατότητα του να αναχθεί πνευματικά και να βιώσει την περί Θεού οντολογία μέσω της αγιοπνευματικής εμπειρίας.

Ο εν Χριστώ Άγιος όμως μπορεί να βρίσκεται στη διπλανή πόρτα κρυπτόμενος και εκουσίως αφανιζόμενος στην αγιοπνευματική μόνωση της κατά Θεόν απάθειας, της πάλης δηλαδή έναντι των ποικιλόμορφων παθών.

Ο Θεός δεν εξαναγκάζει ούτε βιάζει το αντεξούσιο, την ελευθερία της βουλήσεως του ανθρώπου να ενωθεί μαζί του, αλλά και ο άνθρωπος δεν μπορεί να μεταμορφωθεί σε ένσαρκο δοχείο της ακτίστου Χάριτος του Θεού μέσα από μία μηχανικά αυτοποιημένη νοησιαρχική ή ψυχολογική διαδικασία.

Η ελεύθερη και αβίαστη προαίρεση του ανθρώπου να συναντήσει και να βιώσει τον Χριστό ως πρόσωπο με κριτήριο την αγάπη του προς αυτόν αποτελεί την οντολογική προϋπόθεση για την ένθεη ανακαίνιση του και την μετά του Θεού ένωσή του.

Ο Άγιος είναι ο πλέον ελεύθερος άνθρωπος ο οποίος αποθέτει πάσα την ζωήν, την ύπαρξη και την βιοτική του μέριμνα στο Χριστό γενόμενος όλος ένσαρκη εικόνα Χριστού.

  1. Βίος Συνοπτικός Αγίου Πορφυρίου
    Με έναν τέτοιο Άγιο θα ασχοληθούμε σήμερα, με τον Άγιο Πορφύριο, κατά κόσμον, Ευάγγελο Μπαϊρακτάρη, γεννήθηκε στις 7 Φεβρουαρίου 1906 στην Ευβοία στο χωριό Αγ. Ιωάννης της Επαρχίας Καρυστίας. Οι γονείς του, Λεωνίδας και Ελένη, ήταν ευσεβείς και φιλόθεοι άνθρωποι.

Ο μικρός Ευάγγελος ήταν το τέταρτο παιδί της οικογένειας. Φύλαγε πρόβατα στο βουνό και είχε παρακολουθήσει μόνο την πρώτη τάξη του δημοτικού. Εργάστηκε τρία χρόνια σε ένα κατάστημα και μετά πήγε στον Πειραιά όπου δούλευε στο παντοπωλείο ενός συγγενούς.

Στα δώδεκα του χρόνια έφυγε κρυφά στο Άγιο Όρος, με τον πόθο να μιμηθεί τον Άγιο Ιωάννη τον Καλυβίτη, τον οποίο είχε ιδιαίτερα αγαπήσει όταν παλαιότερα είχε διαβάσει το βίο του. Η χάρις του Θεού τον οδήγησε στην Καλύβη του Αγίου Γεωργίου, του Παντελεήμονος, ο οποίος ήταν και πνευματικός, και του Ιωαννικίου, αδελφών κατά σάρκα.

Αφοσιώθηκε στους δύο Γέροντες, που κατά κοινή ομολογία ήταν ιδιαίτερα αυστηροί με μεγάλη αγάπη και με πνεύμα απόλυτης υπακοής.

Έγινε μοναχός σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών και πήρε το όνομα Νικήτας. Μετά από δύο χρόνια έγινε μεγαλόσχημος. Λίγο αργότερα ο Θεός του δώρισε το «διορατικό χάρισμα».

Στα δεκαεννιά του χρόνια, αρρώστησε πολύ σοβαρά, γεγονός που τον ανάγκασε να εγκαταλείψει οριστικά το Άγιον Όρος. Επέστρεψε στην Εύβοια όπου εγκαταβίωσε στην Μονή του Αγίου Χαραλάμπους των Λευκών. Ένα χρόνο αργότερα το 1926 σε ηλικία είκοσι ετών χειροτονήθηκε ιερέας στον Άγιο Χαράλαμπο Κύμης από τον Πορφύριο Γ’, Αρχιεπίσκοπο Σινά, ο οποίος του έδωσε το όνομα Πορφύριος. Στα είκοσι δύο του έγινε πνευματικός, εξομολόγος και λίγο αργότερα αρχιμανδρίτης.

Το 1940 παραμονές του Β’ παγκοσμίου Πολέμου ο Γέροντας Πορφύριος εγκαταστάθηκε στην Αθήνα όπου ανέλαβε καθήκοντα εφημέριου και πνευματικού στην Πολυκλινική Αθηνών.

Το 1979 είχε εγκατασταθεί στο Μήλεσι με το όνειρο να κτίσει μοναστήρι. Το 1984 μεταφέρθηκε σε κτίσμα του υπό ανέγερση μοναστηρίου, για την ολοκλήρωση του οποίου ο Άγιος παρ’ όλο που ήταν πολύ άρρωστος και τυφλός εργαζόταν ακατάπαυστα και ακαταπόνητα. Με την θεμελίωση του καθολικού της Μονής Μεταμορφώσεως, στις 26 Φεβρουαρίου 1990 αξιώθηκε να δει το όνειρο του να γίνεται πραγματικότητα.

Τα τελευταία χρόνια της επίγειας ζωής του άρχισε να προετοιμάζεται για την κοίμησή του. Επιθυμούσε να αποσυρθεί στο Άγιο Όρος, στα αγαπημένα του Καυσοκαλύβια, όπου μυστικά και αθόρυβα όπως έζησε θα έδινε την ψυχή του στον Νυμφίο της. Πολλές φορές τον άκουσαν να λέει «επιδιώκω και τώρα που εγήρασα να πάω να πεθάνω εκεί».

Πράγματι τον Ιούνιο του 1991 προαισθανόμενος το τέλος του, και μη θέλοντας να κηδευθεί με τιμές, αναχώρησε για το καλύβι του Αγίου Γεωργίου στα Καυσοκαλύβια του Αγίου Όρους, όπου είχε καρεί μοναχός πριν από περίπου 70 χρόνια και στις 4:31 το πρωί της 2ης Δεκεμβρίου 1991 παρέδωσε το πνεύμα στον Κύριο, που τόσο αγάπησε στη ζωή του.

Στην αγιοκατάταξη του Αγίου Πορφυρίου προχώρησε η Αγία και Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, κατά τη συνεδρίαση της 27ης Νοεμβρίου 2013 υπό του Οικουμενικού Πατριάρχου Βαρθολομαίου.

Πολλοί θεωρούν τους Αγίους εξωγήινα όντα με υπερφυσική φυσιογνωμία. Και όμως ήταν άνθρωποι σαν εμάς, αλλά με τον αγώνα τους ξεπέρασαν τον εαυτό τους και έγιναν ουράνιοι άνθρωποι όπως ο Άγιος Πορφύριος που τα κύρια χαρακτηριστικά του ήταν η άκρα ταπείνωση, η τέλεια αγάπη του στο Χριστό και στο συνάνθρωπο, η αίσθηση ότι ανήκει στην Εκκλησία με μία απόλυτη υπακοή σε αυτήν.

  1. Χαρακτηριστικά της προσωπικότητός του
    Σ’ αυτά πρέπει να προστεθούν η αγόγγυστη υπομονή του στους αφόρητους πόνους, η σοφή διάκρισή του, η ασύλληπτη διόρασή του, η απέραντη φιλομάθειά του, η εκπληκτική ευρύτητα των γνώσεών του που ήταν καρπός της Χάρης του Θεού κι όχι αποτέλεσμα σπουδής, η ανεξάντλητη φιλοπονία και εργατικότητά του, η αδιάλειπτη ταπεινή και για το λόγο αυτόν αποτελεσματική προσευχή του, το ακραιφνώς ορθόδοξο, αλλά όχι φανατικό, φρόνημά του, οι επιτυχείς συμβουλές του, η πολυμέρεια των διδαχών του, η βαθύτατη ευλάβεια του, το ιεροπρεπέστατο των ακολουθιών που τελούσε και η μεγάλη φροντίδα του να κρατηθεί μυστική η εκτεταμένη προσφορά του.

Τα ουσιώδη στοιχεία που συγκροτούσαν την προσωπικότητά του Αγίου Πορφυρίου ήταν:
1. Η ένταξη του στην Εκκλησία κατά έναν ουσιαστικό κι όχι τυπικό τρόπο.
2. Η απέραντη αγάπη του στο Χριστό και δι’ αυτού στο συνάνθρωπο, που συνοδευόταν από Αγία ταπείνωση.
3. Η βίωση της εν Χριστών αθανασίας.

Για την ένταξη στην Εκκλησία έλεγε μαζί με όλους τους Αγίους ότι ο Χριστός πρέπει να είναι μέσα στην Εκκλησία. Αυτό σημαίνει ενωμένος με το Χριστό και με όλους τους ανθρώπους του Χριστού και προπαντός με τον αρχιερέα του που ελέγχει τόπο και τύπο Χριστού.

Αλλά αυτό, το να είναι δηλαδή κανείς μέσα στην Εκκλησία, δεν είναι κάτι τυπικό. Αυτό άλλωστε πρέπει να σημαίνει και η διαθήκη του, στην οποία μας εύχεται να μπούμε στην επίγεια άκτιστη Εκκλησία του Θεού, παρ’ όλο που επιφανειακά σκεπτόμενοι θα του απαντούσαμε ότι είμαστε ήδη στην Εκκλησία αφού είμαστε βαπτισμένοι.

Για την αγάπη τόνιζε ότι είναι η κινητήρια δύναμη για τη δημιουργία συμμέτοχων στην ύπαρξη και στη χαρά για τη μετάδοση της ζωής.

Υπάρχουν πολλοί τρόποι με τους οποίους προσπαθεί η Εκκλησία να πείσει τους ανθρώπους να βαδίσουν στο σωστό δρόμο. Όμως ο βασιλικός δρόμος της ευαίσθητης, ποιητικής και ευγενικής ψυχής που υποδείκνυε ο Γέρων Πορφύριος είναι ο δρόμος της αγάπης του Θεού, ο έρωτας προς τον Ιησού Χριστό και η ανιδιοτέλεια, δηλαδή η αδιαφορία για το αν η αγάπη σου στο Χριστό συνεπάγεται χαρές ή οδύνες. Είναι δρόμος γεμάτος αρχοντιά και ανωτερότητα, χωρίς μιζέριες, υπολογισμούς και φόβους, λεβέντικος και άξιος του Θείου μεγαλείου και της απόλυτης εμπιστοσύνης στη φιλική διάθεση του Χριστού που μας αγαπά.

Για την αθανασία και για τη νίκη πάνω στο θάνατο ο Άγιος Πορφύριος σε μία από τις συνομιλίες του αναφέρει: «Ο άνθρωπος του Χριστού πρέπει να αγαπήσει το Χριστό κι όταν αγαπήσει το Χριστό απαλλάττεται από τον διάβολο, από την κόλαση κι από το θάνατο». Δεν είναι αυτά λόγια ειπωμένα από κάποιον που συνέλαβε αυτή την αλήθεια με τη σκέψη του. Είναι λόγια βγαλμένα από ένα αληθινό προσωπικό βίωμα, και γι’ αυτό έχουν την αξία μαρτυρίας αυτόπτη μάρτυρα.

Ο Άγιος ήταν οινοχόος του άκρατου οίνου. Τον διακατείχε μία νηφάλια μέθη. Μέθη από αγάπη για το Χριστό, από αγάπη για το συνάνθρωπο, από αγάπη για τα ορατά και τα αόρατα, για όλη τη δημιουργία.

Όταν άκουγε το κελάηδημα του αηδονιού χιλιόμετρα μακριά και όταν ανακάλυπτε στα έγκατα της γης, το γάργαρο νερό που τρέχει στο ιερό Ησυχαστήριο της Μεταμορφώσεων του Χριστού, όταν προέβλεπε τον τόπο ανεγέρσεως της Ιεράς Μονής Χρυσοπηγής Χανίων χωρίς να έχει επισκεφτεί ούτε τον τόπο ούτε τον χώρο.

Ο Άγιος Ισαάκ ο Σύρος γράφει: «ο μεθυσθείς τη αγάπη του Θεού εν τω κόσμω τούτω των πόνων και των λυπών εαυτού απασών επιλανθάνεται και γίνεται αναίσθητος εξ όλων των παθών της αμαρτίας, δια την μέθην αυτού».

Ο Άγιος έχοντας νηφάλια μέθη μεθούσε πνευματικά όσους τον πλησίαζαν. Έλεγε: «Η χαρά είναι ο ίδιος ο Χριστός. Είναι μία πνευματική τρέλα, αλλά εν Χριστώ. Σε μεθάει σαν το κρασί το ανόθευτο, αυτό το κρασί το πνευματικό».

Ο πνευματικός αυτός οίνος είναι ανόθευτος, πολύ δυνατός κι όταν τον πίνεις σε μεθάει. Αυτή η θεία μέθη είναι δώρο του Θεού που δίνεται σε όσους έχουν καθαρή καρδιά.

Ο Άγιος υπήρξε Γέροντας και πνευματικός πατέρας. Ο Γέροντας πάντοτε θέλει το καλό και τη σωτηρία των πνευματικών του παιδιών. Υπομένει, φιλοτιμείται, σταυρώνεται από απορίες, θυσιάζει και την αξιοπρέπειά του για χάρη της σωτηρίας των πνευματικών του παιδιών.

Οι άνθρωποι πολλές φορές, αν όχι πάντοτε, κατοικώντας σ’ αυτόν τον κόσμο και αντιμετωπίζοντας τις δυσκολίες τους, συνήθως αγωνιούμε, πονάμε και παραπονούμαστε. Είμαστε απαισιόδοξοι , βλέπουμε παντού σκοτάδι. Δεν μπορούμε να δούμε με συμπάθεια τους άλλους ανθρώπους και να διδαχθούμε από την αρμονία της φύσης, έτσι πληρώνουμε βαρύ τίμημα κάθε φορά.

Στην εποχή μας, γίνεται λόγος περί Γερόντων και πνευματικών οδηγών. Τι είναι όμως πραγματικά ο Γέροντας και στην περίπτωσή μας ο Γέροντας Πορφύριος για τον πιστό χριστιανό; Είναι δώρο Θεού, ένα απολυτίκιο που αρχίζει μεν, δεν έχει όμως τέλος ή μάλλον έχει τέλος τη δοξολογία του Θεού.

Είναι μία εκδήλωση φιλίας Χριστού. Είναι ο πρόδρομος της σωτηρίας, όπως ο Ιωάννης ο Πρόδρομος, της ελεύσεως της όντως ζωής, του φίλου του καθενός μας Χριστού.

Γέροντας είναι η ανιδιοτελής εκδήλωση της αγάπης, της ανεκτικότητας, της στοργής, της απλότητας, της διδασκαλίας και της σιωπής, όχι πάντοτε με το λόγο τον καλό, αλλά ενίοτε και με την αυστηρότητα και την επιτίμηση.

Είναι η απλή και ταυτόχρονα συγκλονιστική Θεία φωνή προς τον καθένα μας με το όνομά του, όπως του Αναστάντος Χριστού προς την γεμάτη λύπη και αγωνία μυροφόρο Μαρία τη Μαγδαληνή, τούτην αποκάλεσε με το όνομά της: «Μαρία» και την ίδια στιγμή «μη μου άπτου».

Είναι η απλή αφή του κρασπέδου των ιματίων του Γέροντος στην εξομολόγηση για να λυθούν οι αμαρτίες μας.

Ο Γέροντας Πορφύριος με τη Χάρη του Θεού τον παρελθόντα αιώνα κοσμήθηκε με τον Καρπό του Αγίου Πνεύματος, δηλαδή με την αγάπη, τη Χαρά, την Ειρήνη, τη μακροθυμία, τη χρηστότητα, την αγαθοσύνη, την πίστη, την πραότητα, την εγκράτεια, που είναι πνευματικές καταστάσεις που δεν υπόκεινται σε νομικές διατάξεις αλλά μόνο διδάσκουν, φωτίζουν, παραδειγματίζουν.

Ο Γέροντας έγινε αρχή ελπίδας ώστε να πράττει μεγάλα και θαυμαστά και να προσελκύει το θαυμασμό όλων μας.

Δεν έδινε ούτε επιεικείς, ούτε αυστηρές συμβουλές αλλά εξέπεμπε με την αφή του ή μόνο με το λόγο του τη Χάρη του Παναγίου Πνεύματος, η οποία «λύει τα δεσμά και δροσίζει τη φλόγα».

Είναι βεβαίως αλήθεια ότι γεγονότα τραγικά της καθημερινής ζωής δείχνουν την πτώση της ανθρώπινης φύσεως, τη φθορά του κόσμου αλλά και την πορεία της Εκκλησίας προς την αιωνιότητα. Τα γεγονότα αυτά, πόλεμοι, φυσικές καταστροφές, θάνατοι, αλλαγές συνόρων, προσωπικές συμφορές είναι στοιχεία της Αποκαλύψεως του Ιωάννη αλλά από μία άλλη σκοπιά μας αποκαλύπτουν και τη θαυματουργική παρουσία ανάμεσά μας του Οσίου Πορφυρίου, τόσο όταν ήταν στη ζωή όσο και μετά την οσιακή κοίμησή του.

Μέσα σε αυτόν τον κόσμο της αβεβαιότητας και της ανασφάλειας «εγένετο άνθρωπος Θεού πλήρης χάριτος και αληθείας» ο Γέροντας Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης που αναδείχθηκε στον παρελθόντα 20ο αιώνα είναι το αληθινό στήριγμα της κοινωνίας και του πάσχοντος ανθρώπου.

  1. Οι Νουθεσίες του Γέροντος
    Ας ακούσουμε, όμως, μερικές νουθεσίες του Αγίου Πορφυρίου, όπως αυτές διατυπώθηκαν από τον ίδιο. Έλεγε πολλές φορές να είμαστε ταπεινοί, αλλά να μην ταπεινολογούμε. Η ταπεινολογία είναι παγίδα του διαβόλου που φέρνει την απελπισία και την αδράνεια, ενώ η αληθινή ταπείνωση φέρνει την ελπίδα και την εργασία των εντολών του Χριστού.

Άλλοτε αναφερόμενος στην αγάπη για τον πλησίον έλεγε: «Όταν ο αδελφός μας σφάλλει, εμείς πρέπει να βαστάξουμε τον πειρασμό του. Η αληθινή αγάπη μας εμπνέει να κάνουμε θυσίες χάριν του πλησίον. Χωρίς όμως θυσία, με την κατάκρισή μας σπρώχνουμε τον αδελφό μας που αμάρτησε να πέσει πιο χαμηλά, ενώ με τη σιωπηλή θυσία της αγάπης μας και τη μυστική προσευχή μας για εκείνον, ξυπνάμε τη συνείδησή του που σηκώνεται και τον κατηγορεί κι έτσι μετανοεί και διορθώνεται».

Για τις άδικες κατηγορίες ανέφερε: «Για οποιαδήποτε άδικη κατηγορία εις βάρος σου να μην αγανακτείς ούτε από μέσα σου. Είναι κακό. Το κακό αρχίζει από τις κακές σκέψεις. Όταν πικραίνεσαι κι αγανακτείς, έστω μόνο με την σκέψη, χαλάς την πνευματική ατμόσφαιρα. Εμποδίζεις το Άγιο Πνεύμα να ενεργήσει και επιτρέπεις στο διάβολο να μεγαλώσει το κακό. Εσύ πάντοτε να προσεύχεσαι, να αγαπάς και να συγχωρείς διώχνοντας από μέσα σου κάθε κακό λογισμό».

Έλεγε στους ανθρώπους ότι «πρέπει να γίνουμε Άγιοι και τόνιζε παντού ότι μπορεί να αγιάσει κανείς. Και στην Πλατεία Ομονοίας μπορεί να αγιάσει κάποιος εάν το θέλει. Στην εργασία σας, όποια και να είναι, μπορείτε να γίνεται Άγιοι. Με την πραότητα, την υπομονή, την αγάπη. Να βάζετε κάθε μέρα νέα σειρά, νέα διάθεση με ενθουσιασμό και αγάπη, προσευχή και σιωπή. Όχι να έχετε άγχος και να σας πονάει το στήθος».

  1. Γάμος – Οικογενειακά τέκνα
    Υπάρχει ένα τεράστιο κεφάλαιο που αφορά την πλειονότητα των ανθρώπων. Το κεφάλαιο του έγγαμου βίου με τα πάμπολα προβλήματα και τις δυσκολίες του. Ο Άγιος ενδιαφερόταν τα μέγιστα για τη διατήρηση των σωστών συζυγικών σχέσεων και του Ιερού Θεσμού της οικογένειας. Μόνιμη δε έγνοια του ήταν η σωστή ανατροφή των παιδιών μέσα σε μια υγιή ειρηνική και αγαπημένη οικογένεια.

Όταν πήγαινε κάποιος παντρεμένος, που δεν είχε καλή σύζυγο ή μία παντρεμένη της οποίας ο σύζυγος δεν ήταν καλός και σήκωνε το σταυρό του ή το σταυρό της, με υπομονή τον αποκαλούσε άγιο κι αν ήταν γυναίκα την αποκαλούσε αγία.

Κάποια φορά πήγε να τον δει ένας παντρεμένο, που δεν ήταν καθόλου καλός σύζυγος, ενώ παράλληλα έκτιζε μία εκκλησία και του είπε: «-Γέροντα μου εγώ κτίζω μία ωραία εκκλησία. -Τι κτίζεις, ευλογημένε, αυτήν τη μικρή εκκλησία, αφού χάλασες την άλλη, τη μεγάλη εκκλησία, που είναι το σπίτι σου».

Τα παιδιά έλεγε πρέπει να μεγαλώνουν με το χάδι της μητέρας και με το χάδι του πατέρα, ο οποίος πρέπει να προσέχει, ώστε να μην είναι πολύ σκληρός. Κι αν χρειαστεί να επιβάλλει κάποτε μία τιμωρία, να το κάνει με πολλή προσοχή και πολύ μέτρο για να μη δημιουργήσει στο παιδί κανένα τραύμα.

Μια φορά είπε: «Εσύ είσαι ευλαβής. Κι αυτή σου την ευλάβεια, αυτή σου την πίστη, θέλεις να την επιβάεις στους γύρω σου. Νομίζεις ότι βγαίνει τίποτα έτσι; Κακό κάνεις. Διότι οι άνθρωποι είναι αντιδραστικοί. Λες στον άλλο να κάνει κάτι και δεν το κάνει επειδή του το είπες. Αντιδρά. Αν δει εσένα να κάνεις αυτό το πράγμα, ίσως το κάνει κι εκείνος, γιατί θα σκεφθεί αφού το κάνει αυτός θα το κάνω κι εγώ».

Και συνέχισε:
«Αν όμως θελήσεις να προσευχηθείς στο Χριστό και να του πεις «Χριστέ μου σε παρακαλώ φώτισε ή ελέησε ή κατεύθυνε αυτό το πρόσωπο» και να κάμνεις συνεχώς αυτή την προσευχή, τότε ο Χριστός αρχίζει και στέλνει στο πρόσωπο εκείνο καλούς λογισμούς. Κάθε φορά που εσύ λες, για παράδειγμα, «Κύριε ελέησον το παιδί μου», το παιδί σου παίρνει ένα αγαθό λογισμό από το Χριστό κι όσο εσύ συνεχίζεις να προσεύχεσαι, τόσο περισσότερους αγαθούς λογισμούς παίρνει το παιδί σου. Κι αν τώρα το παιδί σου είναι όπως ένα άγουρο πορτοκάλι, σιγά-σιγά θα ωριμάσει και θα γίνει όπως το θέλεις. Αυτός είναι αποδεδειγμένα, από τη δική μου πείρα ο πιο αποτελεσματικός τρόπος να λύσει ο άνθρωπος τα προβλήματά του σε οποιοδήποτε τομέα θέλει. Διότι όλοι οι άλλοι τρόποι που οι άνθρωποι εφαρμόζουν από ένστικτο, τις πιο πολλές φορές αποτυγχάνουν».

Όπως ο Χριστός έτσι κι ο Άγιος αγαπούσε πολύ τους νέους ανθρώπους! Κι εκεί που οι άλλοι έβλεπαν ανήσυχους, παραστρατημένους, αμαρτωλούς, εκείνος έβλεπε μάτια καθαρά, διέκρινε ψυχές που στο βάθος τους υπήρχε διάθεση για μετάνοια και τους καλοδεχόταν και τους στήριζε.

Γιατί ήξερε να περιμένει, να μην κρίνει με εξωτερικά κριτήρια. «Όταν η ψυχή αλλάζει, αλλάζουν κι όλα τα άλλα», έλεγε.

Και συμπλήρωνε: «Ένας είναι στόχος μας, η αγάπη στο Χριστό, η λαχτάρα, η ένωση με το Χριστό. Είναι ο επί γης παράδεισος. Η αγάπη για το Χριστό είναι η αγάπη για τον πλησίον, για όλους και για τους εχθρούς.

Όταν βρεις το Χριστό, έχεις τα πάντα, δε θέλεις τίποτα άλλο. Όπου υπάρχει η αγάπη του Χριστού, εξαφανίζεται η μοναξιά, είσαι ειρηνικός, χαρούμενος, γεμάτος, ούτε μελαγχολία, ούτε αρρώστια, ούτε άγχος, ζεις στα άστρα, στο άπειρο, στον ουρανό με τους αγγέλους, με τους αγίους, στην γη με τους ανθρώπους, με τα φυτά, με τα ζώα, με όλους, με όλα.

Όταν έρθει ο Χριστός στην καρδιά, η ζωή αλλάζει, τα πάθη εξαφανίζονται. Ο Χριστός είναι το παν».

Πονούσε ιδιαίτερα για εκείνους τους νέους, που μπλέχτηκαν στη μάστιγα των ναρκωτικών κι αγωνιζόταν για να τους βάλει στο δρόμο του Θεού. Τους στήριζε υλικά και πνευματικά. Έκλαιγε γι’ αυτούς, σα μικρό παιδί. Γιατί ο Άγιος Πορφύριος ήταν ένα «παιδί του Θεού», όλο αθωότητα και καλοσύνη.

Κι αυτά τα νέα παιδιά πάλι που έρχονταν στην Πολυκλινική, ομολογούσαν πως ον έβλεπαν πολλές φορές στο ναό να μην πατά στην γη, γιατί είχε ξεκολλήσει απ’ αυτήν κι είχε πολιτογραφηθεί πολίτης του ουρανού.

Ο π. Ανανίας Κουστένης γράφει στην εφημερίδα «Δημοκρατία» για τον Άγιο Πορφύριο και τις εμπειρίες που είχε μαζί του.

«Ο Άγιος είναι μία πολύ μεγάλη αγκαλιά. Έσπασε το φράγμα της φιλαυτίας αλλά και της ορθοδοξίας, θα λέγαμε – είναι τολμηρό αυτό – κι έγινε μία αγκαλιά για την οικουμένη ολόκληρη. Εγώ, τουλάχιστον. Όταν πήγα στην αφεντιά του το 1980, Πρωτομαγιά, με μία μεγάλη δυσκολία στη ζωή μου έτσι το εισέπραξα.

Είχε κόσμο πολύ. Και περιμέναμε. Ήτανε πασχάλιος περίοδος, Πεντηκοσταρίου, και περιμέναμε να βγει ο Γέροντας. Είχε προβλήματα, δεν μπορούσε. Σε κάποια στιγμή βγαίνει. (Ήταν στο παλιό καλυβάκι, δεν είχε φτιάξει ακόμη το μοναστήρι). Δε φορούσε ούτε ράσο. Είχε μία πατατούκα, την είχε ρίξει επάνω του.

Βγαίνει και περιμένουμε όλοι, Χριστιανού και μη, περιμέναμε να πει ο Γέροντας «Χριστός Ανέστη». Δεν είπε «Χριστός Ανέστη», είπε «καλημέρα σας!». Τι ωραία. Γιατί αργότερα μας έλεγε: «Εγώ βρε δε μιλάω για το Χριστό αν δε μου ζητήσουν. Δεν πάω γυρεύοντας. Ο Χριστός είπε «όστις θέλει». Δεν είναι πίεση, είναι αρχοντιά, είναι αγκαλιά, είναι μεγαλείο, είναι δημοκρατία». Είπε λοιπόν αυτά ο Γέροντας και κάτσαμε κει πέρα και λέει: «Ο παπάς να ρθει μέσα». Θα ‘ταν 100-150 άτομα, γιατί ήταν και αργία κι ο καθένας πήγαινε να πει τα βάσανά του, όπως και ω. Το δικό μου φαίνεται ήταν μεγαλύτερο απ’ όλων στη φάση αυτή και με κάλεσε μέσα και κάτσαμε. Εγώ δε μίλαγα, άκουγα, καθόμουν.

«Ε», μου λέει, «βρε γι’ αυτό στενοχωριέσαι. Αυτό δεν ήτανε κακό μωρέ παιδάκι. Ε ξερίζωσε από κει ο Θεός για να σε φυτέψει αλλού. Αλλά σε ξερίζωσε λίγο άγαρμπα. Γιατί αλλιώς θα σου στοίχιζε το ξερίζωμα περισσότερο» Άκου τι μου είπε. Εγώ λέω «Που τα ξέρει Αυτός Αυτά;» Δε μου είχε τύχει άλλη φορά. Είπε κι άλλα διάφορα που δε λέγονται εδώ, και με παρηγόρησε ου μετρίως. Σε λίγο μου έφυγαν όλα όσα είχα. Κινδύνευα να τρελαθώ. Ηρέμησα. Αισθάνθηκα μετά ότι είναι δικός μου αυτός. Σα να τον ήξερα χρόνια και πήγαινα πρώτη φορά. Και μετά έφυγα. Και με ακολούθησε, με συνόδευσε μέχρι κάτω ευχόμενος, σταυρώνοντας. Και νόμισα πως πήγα στον Παράδεισο. Τέτοιοι άνθρωποι γεννιούνται μετά την παρέλευση αιώνων. Είναι το μεγαλύτερο θαύμα του Θεού στην Γη».

«Ο Άγιος Πορφύριος», όπως γράφει σχετικά ο Μητροπολίτης Φιλαδελφείας Μελίτων, «υπήρξε προφήτης και περισσόν προφήτου. Υπήρξε άνθρωπος και συγχρόνως θεάνθρωπος». Σήκωσε το σταυρό της ασθενείας και της αδυναμίας μας. Μας έφερε τη Χάρι και μας καλεί με την αγάπη προς το Θεό και προς το δημιούργημά του, το συνάνθρωπο, να βλέπουμε τα αόρατα, διά να μας «χαρισθούν τα ανείπωτα ως πλησμονή αϊδίου ζωής».

«Με τα μάτια του σώματος βλέπεις περιορισμένα, ενώ με εκείνα της ψυχής μπορείς να «βλέπεις» και πίσω από το φεγγάρι. Εσείς βλέπετε εξωτερικά, εγώ βλέπω και διαβάζω την ψυχή του άλλου».

Με αυτά τα λόγια περιγράφει ο ίδιος ο Άγιος το διορατικό χάρισμα που του έσωσε ο Θεός, για να υπηρετεί με αυτό τους ανθρώπους. Σα να είχε μία πνευματική τηλεόραση μπροστά του, έβλεπε καθαρά πίσω από υλικά εμπόδια ή διάβαζε τις σκέψεις των ανθρώπων! Μετακινούνταν σωματικά κι επισκεπτόταν πνευματικά του παιδιά ακόμα και στο εξωτερικό. Ο Άγιος είχε νικήσει από αυτή τη ζωή τους νόμους της φθοράς και ζούσε στη συχνότητα του Θεού.

Το χάρισμα του δόθηκε σε μικρή ηλικία όταν ήταν στο Άγιο Όρος, για την απόλυτη υπακοή που έκανε στους Γέροντές του. Και από τότε, το χρησιμοποίησε σε όλη του τη ζωή για την πνευματική ωφέλεια των ανθρώπων και προς δόξαν Θεού.

Μια φορά πήγε στο Ναό της Πολυκλινικής για εξομολόγηση μία γυναίκα. Ο Γέροντας διέκρινε με τα μάτια της ψυχής ότι είχε καρκίνο. Την έστειλε αμέσως σε έναν γιατρό εκ μέρους του, και της είπε να γυρίσει μετά να του πει. Η γυναίκα είχε όντως καρκίνο. Έπειτα από την εξέταση κατέβηκε στον Γέροντα κι αυτός προσευχήθηκε μαζί της και τη σταύρωσε. Όταν σε τρεις μέρες ήλθε για το χειρουργείο, δεν υπήρχε όγκος! Ο γιατρός κατέβηκε εκτός εαυτού στο εκκλησάκι. «Ρε παπά τι της έκανες της γυναίκας και την έκανες καλά; Αν δεν είχα πιάσει τον όγκο με το χέρι μου, δε θα το πίστευα», φώναζε.

Ενώ όμως ήταν χαρισματούχος μεγάλου βεληνεκούς, ο Γέροντας Πορφύριος παρέμεινε όσο ζούσε, ένας αφανής κι ακτήμων ασκητής. Διότι απέφευγε την προβολή και δεν επεδίωκε να κερδίσει χρήματα και δόξα. Εδώ ακριβώς βρίσκεται η διαφορά του από κάποιους άλλους που με επήρεια δαιμονική προσπαθούν να κάνουν ψευτοθαύματα, για να κερδίσουν χρήματα και να προκαλέσουν εντυπώσεις.

Εκείνος χρησιμοποιούσε το χάρισμα του πάντα με διάκριση, με σεβασμό την ελευθερία του άλλου, και μόνον όταν είχε την πληροφορία από το Θεό ότι θα ωφελούσε.

Μια φορά τον επισκέφθηκε ένα χίπης. Είδε ό Άγιος την πληγωμένη κι επαναστατημένη του ψυχή και του μίλησε με αγάπη. Του αποκάλυψε το όνομά του και μερικά πράγματα από τη ζωή του. Ο χίπης ενθουσιάσθηκε και συγκινήθηκε. Την άλλη εβδομάδα έφερε και την παρέα του. Ήταν αρκετοί και μαζί τους μια κοπέλα. Ο Γέροντας είδε ότι ήταν έτοιμοι να ακούσουν για το Χριστό, γι’ αυτό τους μίλησε στην γλώσσα τους, μόνο για πράγματα που τους ενδιαφέρουν. Όταν σηκώθηκαν να φύγουν, ήταν ενθουσιασμένοι. Του ζήτησαν μια χάρη: να τους αφήσει να του φιλήσουν τα πόδια. Του έδωσαν δώρο μια κουβέρτα. Αργότερα τον επισκέφθηκε μόνη της η κοπέλα. Ο Γέροντας είδε τη δική της ψυχή πιο προχωρημένη πνευματικά και της πρωτομίλησε για το Χριστό. Εκείνη δέχθηκε τα λόγια του, πήρε τον καλό δρόμο και μίλησε και στον πατέρα της.

Μερικές φορές ο Άγιος σιωπούσε. Όταν όμως διέκρινε ότι οι ψυχές χρειάζονται μια βοήθεια ή ότι έπρεπε να προλάβει μεγαλύτερο κακό, δε δίσταζε να τους κάνει μία αποκάλυψη, για να κερδίσει την εμπιστοσύνη τους.

Κάποτε μπήκε μαζί με άλλους σε ένα ταξί. Ο ταξιτζής ήταν επιθετικός και συνεχώς κατηγορούσε τους ιερείς. Ο Γέροντας σιωπούσε. Όταν όμως ο οδηγός απεύθυνε προσωπικά στον ίδιο, τότε του είπε σαν απάντηση μία ιστορία όπου με καλυμμένο τρόπο του απεκάλυπτε τα σοβαρά παραπτώματα που είχε κάνει.

Ο ταξιτζής συγκλονίστηκε. Σταμάτησε το αυτοκίνητο στην άκρη του δρόμου και φώναζε: «Μην πεις τίποτα παππούλη. Αυτό το ξέρουμε μόνο εγώ και εσύ». «Το ξέρει κι ο Θεός», είπε ο Γέροντας κι εκείνος μου το είπε. Γι’ αυτό να φροντίσεις από ‘δω και εμπρός να αλλάξεις ζωή.

«Το χάρισμά μου το έδωσε ο Θεός για να γίνω καλός», έλεγε. «Πιστεύω για τον εαυτό μου ότι είναι μία παλιοσωλήνα σκουριασμένη, που όμως διοχετεύει το ύδωρ το ζων, το πεντακάθαρο. Ο κόσμος που έρχεται σε μένα δεν έχει τίποτε να πάρει από μένα… Ο Χριστός μόνο έχει το παν».

Πόθος του μοναδικός δεν ήταν άλλος από το να βρεθούν όλοι οι χριστιανού σε κοινωνία αγάπης με το Χριστό. Να αισθανθεί ο κόσμος το αγκάλιασμα που κάνει ο Χριστός σε όλους…

Ο Άγιος Πορφύριος ήταν βαθύτατα ταπεινός, γι’ αυτό ο Θεός του εμπιστεύθηκε τα χαρίσματά του. Σε όλη του τη ζωή ήταν φίλος Χριστού και αυτή η φιλία του Αγίου με το Χριστό εκπλήρωσε και την επιθυμία να έχει οσιακό τέλος με ταπείνωση και κυρίως στην αφάνεια των Καυσοκαλυβίων, αφού έξι μήνες πριν την κοίμησή του αναχώρησε οριστικά από τον κόσμο και πήγε στο Άγιο Όρος.

Η έρημη από τους ανθρώπους του κόσμου και γεμάτη αέναη προσευχή Αγιορείτικη γη, η ποτισμένη με άσκηση, με ιδρώτα, με δάκρυα, με στεναγμούς ανθρώπων κάλυψε το τίμιο σώμα του Γέροντα που με την τεράστια πνευματική και θαυματουργική προσφορά του στην ανθρωπότητα είχε ήδη καταστεί οικουμενικός και παγκόσμιος.

Στην εξόδιο και στην ταφή του Αγίου υπάρχει μία σημαδιακή λεπτομέρεια. Ο Άγιος ζήτησε το σώμα του να σκεπαστεί από φύλλα από βάγια και κυπαρίσσια. Το είχε προβλέψει χρόνια πριν λέγοντας σε ανύποπτο χρόνο: «Αυτά που θα με σκεπάσουν θα είναι κοπριά από βάγια και κυπαρίσσια. Από φύλλα βαγιών και κυπαρισσιών.

Εκεί που πηγαίνουν και ψάλλουν τα αηδόνια. Η λεπτομέρεια αυτή είναι σημαδιακή γιατί ο Άγιος Πορφύριος κόσμησε την Εκκλησία με το θαυμαστό και υπερφυσικό βίο του και με το προορατικό του χάρισμα.

Με τη συνεχή θαυματουργική παρουσία ανάμεσά μας επιβεβαίωσε ότι και στις έσχατες μέρες μας «Θαυμαστός ο Θεός εν τοις αγίοις αυτού».

Σεβασμιώτατε και Αγαπητοί αδελφοί,

Όλοι οι άνθρωποι που έχουν κάποια περιουσία ετοιμάζουν την Διαθήκη τους πριν φύγουν από αυτό τον κόσμο. Ο Άγιος δεν είχε τίποτε αλλά στα πνευματικά του παιδιά άφησε μία επιστολή – την πνευματική του Διαθήκη.

Άφησε λοιπόν κι ο Άγιος Πορφύριος Διαθήκη. Βέβαια διαθήκη του είναι όσα θαυμαστά είπε και έπραξε ο Άγιος στη ζωή του: οι συμβουλές του, από καρδιάς προτροπές του οι λόγοι του για την κάθε περίπτωση που τον έθεταν, αλλά και η ζωή του η γεμάτη πραότητα, συγχωρητικότητα, αγάπη, ταπείνωση, πόθο και λατρεία του Θεού.

Όμως υπάρχει κι η γραπτή Διαθήκη του. Την υπαγόρευσε σε μοναχό της συνοδείας του λίγο πριν φύγει για τον Ουρανό.

Ο Άγιος προαισθάνθηκε το τέλος της ζωής του και έσπευσε από το Μήλεσι, όπου βρισκόταν να γυρίσει στη Μονή της μετανοίας του, εκεί όπου είχε αρχίσει και ποτέ δεν έλειψε νοερά, στο Άγιο Όρος στα Καυσοκαλύβια. Προετοίμασε τους μοναχούς της συνοδείας του, ζήτησε να μην γίνει γνωστός ο θάνατός του στα πνευματικά του παιδιά στον κόσμο και εκοιμήθη εν ειρήνη. Τάφηκε απλά και εν αφάνεια στο κοιμητήριο της Μονής του στις 2 Δεκεμβρίου 1991. Η 2α Δεκεμβρίου αποτελεί πλέον την ημέρα της μνήμης του.

Στη Διαθήκη του αναφέρεται φιλόστοργα στα πνευματικά του παιδιά, γράφοντας: «Τώρα που ακόμα έχω τας φρένας μου σώας, θέλω να σας πω μερικές συμβουλές. Από μικρό παιδί όλο στις αμαρτίες ήμουνα. Και όταν με έστελνε η μητέρα μου να φυλάξω τα ζώα στα βουνά, γιατί ο πατέρας μου επειδή ήμασταν φτωχοί είχε πάει στην Αμερική για να εργαστεί στη Διώρυγα του Παναμά, για εμάς τα παιδιά του, εκεί , που έβοσκα τα ζώα συλλαβιστά διάβαζα το βίο του Αγίου Ιωάννου του Καλλυβίτου και πάρα πολύ αγάπησα τον Άγιο Ιωάννη κι έκανα πάρα πολλές προσευχές σα μικρό παιδί που ήμουνα 12-15 χρονών δε θυμάμαι ακριβώς καλά και θέλοντας να τον μιμηθώ με πολύ αγώνα, έφυγα από τους γονείς μου κρυφά και ήλθα στα Καυσοκαλύβια του Αγίου Όρους και υποτάχτηκα σε δύο γεροντάδες αυτάδελφους, τον Παντελεήμονα και τον Ιωαννίκιο. Μου έτυχε να είναι πολύ ευσεβείς και ενάρετοι και τους αγάπησα πάρα πολύ και γι’ αυτό με την ευχή τους έκανα άκρα υπακοή.

Αυτό με βοήθησε πάρα πολύ αισθάνθηκα και μεγάλη αγάπη και προς το Θεό και πέρασα πάρα πολύ καλά. Αλλά κατά παραχώρηση του Θεού για τις αμαρτίες μου αρρώστησα πολύ και οι Γεροντάδες μου, μου είπαν να πάω στους γονείς μου στο χωριό μου εις τον Άγιο Ιωάννη Ευβοίας.

Κι ενώ από μικρό παιδί είχα πολλές αμαρτίες όταν ξαναπήγα στον κόσμο συνέχισα τις αμαρτίες, οι οποίες μέχρι και σήμερα έγιναν πάρα πολλές. Ο κόσμος όμως με πήρε από καλό κι όλοι με φωνάζουνε ότι είμαι άγιος.

Εγώ όμως αισθάνομαι ότι είμαι ο πιο αμαρτωλός άνθρωπος του κόσμου. Όσα ενθυμόμουν βεβαίως τα εξομολογήθηκα, αλλά γνωρίζω ότι γι’ αυτά που εξομολογήθηκα με συγχώρησε ο Θεός, αλλά όμως τώρα έχω ένα συναίσθημα ότι και τα πνευματικά μου αμαρτήματα είναι πάρα πολλά και παρακαλώ όσοι με έχετε γνωρίσει να κάνετε προσευχή για μένα, διότι και εγώ όταν ζούσα πολύ ταπεινά έκανα προσευχή για σας, αλλά όμως τώρα που θα πάω για τον ουρανό έχω το συναίσθημα ότι ο Θεός θα μου πει: «τι θέλεις εσύ εδώ;» Εγώ ένα έχω να Του πω: «Δεν είμαι άξιος Κύριε για εδώ αλλά ότι θέλει η αγάπη σου ας κάμει για μένα. Από κει και πέρα δεν ξέρω τι θα γίνει».

Επιθυμώ όμως να ενεργήσει η αγάπη του Θεού. Και πάντα εύχομαι τα πνευματικά μου παιδιά να αγαπήσουν το Θεό, που είναι το παν, για να μας αξιώσει να μπούμε στην επίγειο άκτιστο Εκκλησία του. Γιατί από εδώ πρέπει να αρχίσουμε.

Εγώ πάντα είχα την προσπάθεια να προσεύχομαι και να διαβάζω τους ύμνους της εκκλησίας, την Αγία Γραφή και τους Βίους των Αγίων μας και εύχομαι και σεις να κάνετε το ίδιο.

Εγώ προσπάθησα με τη χάρη του Θεού να πλησιάσω το Θεό και εύχομαι και σεις να κάνετε το ίδιο. Παρακαλώ όλους σας να με συγχωρέσετε για ότι σας στενοχώρησα.

Ιερομόναχος Πορφύριος
Εν Καυσοκαλυβίοις 4 Ιουνίου 1991