Ήταν τότε, πρίν από χρόνια, το παιδί άρρωστο. Η μάνα σαν είδε κι απόειδε πώς οι γιατροί δεν το γιάνανε, έβγαλε την ποδιά της, εύπρέπισε τον κότσο της, στέριωσε τη μαντήλα στο κεφάλι της. Απέ άναψε την καντήλα και παρακαλέθηκε.

Χριστέ μου, να γιάνει ό Στράτος μου! Σώσε τον, Παναγία μου! Τάμα σου κάνω, εννιάχρονος να πέσει για τη χάρη Σου στη θάλασσα, να βουτήξει ανήμερα τα Φώτα να πιάσει τον τίμιο Σταυρό Σου.
Απέ ή μάνα – ή καπετάνισσα- έβαλε σαράντα μέρες το εικόνισμα της Μεγαλόχαρης πάνω στην Αγία Τράπεζα. Έκανε και το σαρανταλείτουργο. Καί τώρα πού έγιανε το παιδί καί τώρα πού τα ‘κλεισε πια τα εννιά του χρόνια, καιρός να γίνει καί το τάμα.
Τα φώτα ήταν αύριο…
Οι νοικοκυρές είχαν ασπρίσει αυλές, πρεβάζια, σκάλες, γλάστρες. Μύρισε το νησί πάστρα κι ασβέστη. Τα παιδιά ολημερίς είπαν τα κάλαντα. Τώρα πρίν καλοπέσει το σκοτάδι μαζεύτηκαν στα σπίτια τους. Απόμεινε έρημο το λιμάνι.
Τα καΐκια καλοπλυμένα, στολισμένα, γιορτινά με σημαίες λικνίζονται καθώς παίζει μαζί τους το ελαφρύ κυματάκι. Αναμμένα τα φωτάκια της πρύμνης καί της πλώρης ξενύχτησαν καθώς λαγοκοιμόταν το νησί.Ύπνος βαθύς δεν μπόραγε να πιάσει τους νησιώτες από την έγνοια του Σταυροϋ.
Γιατί το ξέρουνε άπ’ τους πατέρες τους, κι αυτοί άπ’ τους δικούς τους τους πατέρες: Καλότυχο το σπιτικό, καλότυχο καί το καΐκι ό καπετάνιος καί το τσούρμο καλότυχο αν δικός ήταν αυτός πού θα ‘πιανε τον Σταυρό από τη θάλασσα αυτή τη μέρα!
Γιατί μεγάλη ή μέρα «των Θεοφανείων» για το νησί… Κατά τα μεσάνυχτα γύρισε ό καιρός. Ένας μανιασμένος μαΐστρος ήρθε καί σβούρηξε το νησί.Λυσσοκόπησε ό τόπος, αναστέναξε.
Ό Στρατής κάτω άπ’ τη βελέντζα αφουγκράστηκε τον καιρό, το τριζοβόλημα του σπιτιού,τον βόγγο της θάλασσας. Το νησί δεν είναι απάνεμο. Το χτυπούν οι άγέρηδες. Μ’ αυτούς τους ήχους μεγάλωσαν τα παιδιά του νησιού. Όπως καί τα γονικά τους. Ή φύτρα είναι μουσκεμένη στην αρμύρα. Άνεμοδαρμένη φύτρα, περήφανη.
Αφουγκράστηκε το παιδί καί φοβήθηκε. Ξέρει για το τάμα της μάνας του, για την τιμή καί για την ευλογία. Μα όσο να πεις, παιδί πράμα είναι, φοβάται. Καί με τούτον τον καιρό…
Αξημέρωτα πετάχτηκε επάνω. Έσπρωξε τα παντζούρια καί λιγοστό αχνό φως μπήκε στην κάμαρη. Ό καιρός είχε αγριέψει κι άλλο. Ή θάλασσα έβραζε, δερνότανε στους βράχους, καβαλούσε τα καΐκια, τις ψαρόβαρκες. Ή καπετάνισσα άναψε την καντήλα της,θύμιασε, έκανε τίς μετάνοιες της, ετοίμασε τις γιορτινές άλλαξιές. Καί τότε ακούστηκε ό πρώτος ήχος της καμπάνας. Στήν αρχή απόμακρος. Ήταν σαν ή καμπάνα να δοκίμαζε τη φωνή μα καί τη δύναμη της. Γλυκός σαν βραχνός ό πρώτος ήχος. Μετά θαρρείς ξεθάρρεψε. Καί άρχισαν παρέα να της κάνουν οι καμπάνες άπ’ όλο το νησί. Να παραβγαίνουν σε φωνή, σε κάλεσμα, σε μελωδία. Σκεπάσαν έτσι τη βοή της θάλασσας. Το καταλάβανε τούτο το παιχνίδι τα κύματα κι αγρίεψαν. Μα οι καμπάνες δυνατότερα χτυπήσανε. Κι ό ουρανός χαμογέλασε καί σαν να μέρωσε λίγο…
Του καπετάνιου ό γιος, ό Στρατής, γονατιστός στην εκκλησιά παρακαλούσε: «Χριστέ μου, φέτος, μονάχα φέτος να τον πιάσω τον τιμημένο Σου Σταυρό». Κι ή καπετάνισσα -ή μάνα- το ϊδιο παρακάλαγε τον “Αη-Νικόλα. Έχει καί μία σφίξη στην καρδιά” τόσο μικρό παιδί δεν πέφτει τέτοια μέρα μέσ’ στη θάλασσα! Πολύ φοβάται ή καπετάνισσα. Μα το ‘χει τάμα! Έφτασε ή ώρα πού κατεβαίνουνε στη θάλασσα, να ρίξουν τον Σταυρό.
Μπροστά ό Δεσπότης, οι παπάδες, τα έξαπτέρυγα, μετά όλα τα τσούρμα, όλοι οί νησιώτες. Γιόμισε το νησί ψαλμωδία καί θυμίαμα.
Ή θάλασσα άναρριγάει από προσμονή. Να πέσει ό Σταυρός, να αγιάσει το νερό, να ημερέψει. Να πέσει ό Σταυρός! Έτοιμοι οί βουτηχτάδες κοιτάν στο στόμα τον Δεσπότη. Άπόσωστα, πρίν καλοπεί το «Εν Ιορδάνη» να πέσουν, να παλαίψουν για τη Χάρη του Χρίστου.
Σηκώνει ό Δεσπότης το χέρι του, στράφτει στο φως της μέρας ό Σταυρός. Μεγαλόπρεπα, με δυνατό τίναγμα πετάει ό Δεσπότης στο αφρισμένο κύμα τον Σταυρό. Σφυρίζουν τα καράβια, τρελλαίνονται οί καμπάνες καί τραγουδάνε, τραγουδάνε. Ό κόσμος μόλις πρόκανε κι είδε τα παλληκάρια πού χώθηκαν στη μανιασμένη θάλασσα κάτω άπ’ τους αφρούς.
Προκάνει ή καπετάνισσα καί βλέπει τον Στρατή πρίν χαθεί κάτω από το κύμα. Σφίγγει το εικόνισμα -αυτό πού σαραντάμερο βλογήθηκε στην “Αγια Τράπεζα- στις χούφτες της, πού ίδρωσαν.
Άνασεμιά δεν παίρνει ό κόσμος. Να τα κεφάλια, σα να βγήκαν άπ’ τη θάλασσα. Όχι, είναι να πάρουν μια ανάσα να κάνουνε πιο βαθιά βουτιά. Κι εκεί πού είχανε όλοι παγώσει από το κρύο, μα κι άπ’ την αγωνία, ένα κεφάλι φάνηκε μέσα άπ’ τους αφρούς. Ό Στρατής! Σταυροκοπήθηκε ή μάνα.
Το κεφάλι του παιδιού σκεπάσθηκε άπ’ το κύμα. Το χέρι μόνο φαίνεται πού κρατάει τον Σταυρό. Παλεύει το καπετανόπουλο, ή θάλασσα θέλει να το αρπάξει, δύσκολο με το ένα χέρι να κολυμπήσει. Ώρες φανήκανε στην καπετάνισσα ότι περάσανε. Το φως λιγόστεψε άπ’ τα μάτια της, στηρίζεται στον πιο μεγάλο γιο της. Σάν τα ξανάνοιξε τα βλέφαρα, τον είδε τον Στρατή της εκεί, πλάι στον Δέσποτα να του δίνει τον Σταυρό. Μετά να κάνει μια βαθιά μετάνοια καί πρώτος να τον ασπάζεται.
Ξανασφυρίζουν τα καράβια, οί καμπάνες δεν σταμάτησαν στιγμή. «Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου Κύριε», ψέλνει το νησί ολόκληρο. Κι ό Στρατής, το μικρό καπετανόπουλο, νοιώθει πώς μπλέχτηκε ή αρμύρα με το δάκρυ του καί βιάζεται για να μη το δει κανείς, να ξανακάνει μια μετάνοια.