ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΟ ΕΓΚΥΚΛΙΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ

Ψαλμός 20ος

Ὕμνος στόν βασιλέα

  1. Στόν προηγούμενο 19ο Ψαλμό, ἀδελφοί χριστιανοί, εἴδαμε τήν ἰσραηλιτική κοινότητα νά εὔχεται στόν βασιλέα τήν νίκη κατά τῶν ἐχθρῶν του. Στόν παρόντα 20ο Ψαλμό ἕνας ἄγνωστος ποιητής ἐγκωμιάζει ἕναν βασιλέα, ἴσως τόν Δαυΐδ, γιά τήν εὐτυχισμένη καί ἔνδοξη βασιλεία του, ἀλλά λέγει ὅτι ὅλα αὐτά πού ἀπολαμβάνει ὀφείλονται στήν «δύναμη» καί στό «σωτήριο», στήν βοήθεια δηλαδή τοῦ Θεοῦ (στίχ. 2). Ἔχουμε λοιπόν ἐδῶ ἕνα ἐγκώμιο πρός τόν βασιλέα ἤ γιατί αὐτός ἦρθε νικητής ἀπό τόν πόλεμο ἤ γιά κάποια ἑορταστική ἐκδήλωσή του, ὅπως γιά τήν ἀνάρρησή του στόν θρόνο του ἤ καί γιά τά γενέθλιά του ἀκόμη.

 

  1. Μιλώντας γιά τήν εὔνοια τοῦ Θεοῦ πρός τόν βασιλέα ὁ ποιητής μας λέγει ὅτι ὁ Θεός ἐκπλήρωσε τήν «ἐπιθυμίαν τῆς ψυχῆς» του καί δέν τοῦ στέρησε τήν «θέλησιν τῶν χειλέων» του (στίχ. 3). Καί τήν ἐσωτερική, δηλαδή, ἐπιθυμία τοῦ βασιλέως, ἀλλά καί ὅσα διατύπωσε μέ τά χείλη του στήν προσευχή του, τά ἐκπλήρωσε ὁ Θεός. Ὁ βασιλεύς εἶναι εὐτυχισμένος κατά πάντα. «Ἐν εὐλογίαις χρηστότητος προέφθασας αὐτόν», λέγει ὁ ποιητής περί αὐτοῦ (στίχ. 4). Καί λέγει μερικές ἀπό τίς εὐλογίες του: Πρῶτα ἀπ᾽ ὅλα ἦταν τό βασιλικό στέμμα, τό ὁποῖο λάμπει καί ἀπαστράπτει ἀπό τούς πολύτιμους λίθους (στίχ. 4). Δεύτερο ἀγαθό πού χάρισε ὁ Θεός στόν βασιλέα, τόν ὁποῖον ἐγκωμιάζει ὁ ποιητής μας, εἶναι ἡ μακρότητα τῶν ἐτῶν του (στίχ. 5). Ἄρα πρέπει νά ἦταν μεγάλος στήν ἡλικία. Μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ («ἐν τῷ σωτηρίῳ σου»), λοιπόν, ὁ βασιλεύς ἀπέκτησε μεγάλη δόξα καί μεγαλοπρέπεια (στίχ. 6). Εὐλογημένον καί εὐτυχισμένον κατέστησε ὁ Θεός τόν βασιλέα διά παντός (στίχ. 7).

Ἀλλά γιατί ἡ τόση εὔνοια καί βοήθεια τοῦ Θεοῦ πρός τόν βασιλέα; Γιατί ὁ βασιλεύς, λέει στήν συνέχεια ὁ ποιητής μας, ἔχει σταθερή πίστη καί ἐλπίδα στόν Κύριο, στόν Γιαχβέ Θεό (στίχ. 8). Ἔτσι μέ τήν παροχή τῆς βοηθείας Του ὁ Θεός καί τήν παροχή τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν ἀμείβει τήν πίστη καί τήν εὐσέβεια τῶν ἀνθρώπων.

  1. Στό δεύτερο μέρος τοῦ Ψαλμοῦ ὁ ποιητής μας ἀπευθύνεται σέ β´ πρόσωπο στόν ἴδιο τόν βασιλέα καί τοῦ εὔχεται τήν νίκη κατά τῶν ἐχθρῶν του (στίχ. 9). Πρόκειται περί τῶν ἐξωτερικῶν ἐχθρῶν τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ. Τοῦ εὔχεται νά τούς κατακαύσει, ὅπως καίει ὁ κλίβανος τοῦ πυρός. Τοῦ εὔχεται ὁ Κύριος νά τούς συνταράξει καί φωτιά νά τούς καταφάγει (στίχ. 10). Καί ἀκόμη περισσότερο ὁ ποιητής μας εὔχεται ἡ καταστροφή τῶν ἐχθρῶν τοῦ βασιλέων νά ἀποβεῖ ριζική. Γιατί εὔχεται τήν ἐξαφάνιση τῶν παιδιῶν τους καί ὅλων τῶν ἀπογόνων τους (στίχ. 11). Ἀλλά αἰτιολογεῖ ὁ ποιητής στήν συνέχεια γιατί εὔχεται τήν τέλεια ἐκρίζωση τῶν ἐχθρῶν τοῦ βασιλέως. Γιατί αὐτοί ὅλοι τους σχεδίασαν κακά («ἔκλιναν εἰς σέ κακά») καί σκέφθηκαν πανοῦργα πράγματα («διελογίσαντο βουλήν») ἐναντίον του (στίχ. 12). Ἀλλά βεβαιώνει ὁ ποιητής μας ὅτι ὅλα αὐτά τά κατά τοῦ βασιλέως κακά διαβούλια δέν πρόκειται νά ἐκπληρωθοῦν: «Διελογίσαντο βουλάς, αἷς οὐ μή δύνωνται στῆναι» (στίχ. 12). Καί δέν θά ἐκπληρωθοῦν τά κατά τοῦ βασιλέως πονηρά σχέδια τῶν ἐχθρῶν του, γιατί ὁ βασιλεύς ἔχει ὑπερασπιστή τόν Θεό (βλ. στίχ. 8) καί ὁ Θεός θά τόν ἀναδείξει δυνατόν καί ἐπιδέξιον πολεμιστήν. Ἔτσι παριστάνει τόν βασιλέα ὁ ποιητής μας τώρα στό τέλος κατά τό Ἑβραϊκό κείμενο: «Θά τρέψεις αὐτούς (τούς ἐχθρούς σου) σέ φυγή, μέ τά βέλη σου θά πληγώσεις τό πρόσωπό τους» (στίχ. 13). Ἡ σκηνή εἶναι πολεμική (βλ. Ψαλμ. 44,6. 109,5 ἑξ.).

Τέλος ὁ ποιητής μας καλεῖ τόν Θεό νά ἀναδειχθεῖ μέγας καί ἔνδοξος (στίχ. 14), ἐπιδεικνύοντας τήν βοήθειά Του βέβαιη πρός τόν βασιλέα. Καί τότε βλέποντας ὅλοι τίς νίκες τοῦ βασιλέως κατά τῶν ἐχθρῶν τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ θά ὑμνήσουν τήν δόξα τοῦ Θεοῦ: «ᾌσομεν καί ψαλοῦμεν τάς δυναστείας σου» (στίχ. 14)!

Μέ πολλές εὐχές,

† Ὁ Μητροπολίτης Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως Ἰερεμίας