Ἰωάννου Κων. Νεονάκη

MD, MSc, PhD

Χειρόγραφες σημειώσεις τοῦ Νεύτωνα
στην ἑλληνική γλῶσσα, 1661-5
Βρετανικὸ Μουσεῖο

Οποτεδήποτε πέσει στὰ χέρια τοῦ σημερινοῦ Ἕλληνα κείμενο μὲ γλῶσσα κάπως διαφορετικὴ ἀπὸ τὴν τρέχουσα, αὐτὴν δηλαδὴ ποὺ χρησιμοποιεῖται στὴν τηλεόραση, στὸν τύπο καὶ στὶς παρέες αὐτομάτως καὶ ἀντανακλαστικῶς τὴ χαρακτηρίζει ὡς «ἀρχαῖα» καὶ πετάει τὸ κείμενο στὸ πλάι. Στὸ πρῶτο ἐπίρρημα μὲ κατάληξη «-ως» ἀρχίζει νὰ ἀνησυχεῖ, ὅταν δὲ δεῖ τὴν πρώτη δοτική, ὁ χαρακτηρισμὸς εἶναι ἀκαριαῖος. «Ἀρχαῖα» καὶ κατευθεῖαν στὸν κάλαθο. Τὸ χειρότερο: μόλις ἀντιληφθεῖ ὅτι ἕνα κείμενο εἶναι γραμμένο στὸ πολυτονικό, οὔτε κἂν μπαίνει στὸν κόπο νὰ διαβάσει τὴν πρώτη γραμμή. Τέτοια «ἀγάπη» γιὰ τὰ «ἀρχαῖα»!

Ἐν πολλοῖς τὸν δικαιολογῶ τὸν σημερινὸ Ἕλληνα. Εἴμαστε ὅλοι μας φορτωμένοι καὶ πολλαπλῶς καταβεβλημένοι ἀπὸ τόσα πολλὰ προβλήματα καὶ ἀνασφάλειες, ποὺ ἡ παραμικρὴ ἐπιπλέον προσπάθεια μᾶς κουράζει. Γιὰ μᾶς πλέον τὸ μόνο ἀνεκτό, τὸ ὅριο ἀντοχῆς μας δηλαδή, εἶναι ἡ ἀπαθὴς on line αἰώρηση στὸν ὑπολογιστή μας καὶ ἡ ἀπλανὴς live θέαση στὴν ἐπίπεδη τηλεόραση ἀπέναντί μας. Ὁτιδήποτε ἀπαιτεῖ ἀπὸ τὸν ἐγκέφαλό μας δυὸ τρία ντὰμπλ-κλὶκ παραπάνω (sic), ἀποτελεῖ βασανιστήριο γιὰ μᾶς καὶ τὸ πετᾶμε στὸ πλάι πάραυτα. Πόσο μᾶλλον ἂν τὸ θέμα ἔχει νὰ κάνει μὲ τὴ γλῶσσα ποὺ μᾶς ἔχει ταλαιπωρήσει τόσο. Ὄχι μόνο σὲ ἐπίπεδο συλλογικῆς μνήμης (γλωσσικὸ ζήτημα, Εὐαγγελικά, καθαρεύουσα κ.λπ.) ἀλλὰ κυρίως σὲ προσωπικὸ ἐπίπεδο, λόγῳ τοῦ τραυματικοῦ τρόπου μὲ τὸν ὁποῖο μᾶς «ἔμαθαν» «ἀρχαῖα» στὰ σχολεῖα.

Ὅλοι θυμόμαστε ἐκεῖνα τὰ δυσνόητα ἀποσπάσματα ἀπὸ ἀρχαίους συγγραφεῖς καὶ τὶς ἄπειρες ὧρες ποὺ χάθηκαν στὴν προσπάθειά μας νὰ βροῦμε τὰ ὑποκείμενα, τὰ ἀπαρέμφατα καὶ τὶς ἰδιοτροπίες τῆς ἀττικῆς διαλέκτου. Παρ᾿ ὅ,τι δὲν εἶμαι φιλόλογος, τὴ γλῶσσα μου τὴν ἀγαπῶ πολύ. Καὶ ἐπειδὴ τὴν ἀγαπῶ πολύ, τολμῶ νὰ πῶ ὅτι ἔχομε μιὰ μεγάλη παρανόηση καὶ κάνομε ἕνα σοβαρὸ λάθος στὸ κοίταγμά της, ἀπότοκο τοῦ ἐκδυτικισμοῦ μας καὶ τῆς ἀδυναμίας μας νὰ ἀντιληφθοῦμε τὸν ἑαυτό μας μὲ τὰ δικά μας κριτήρια καὶ νὰ δράσομε αὐτόνομα. Στὴ Δύση ὀρθῶς κάνουν διάκριση ἀνάμεσα στὶς σύγχρονες ζῶσες γλῶσσες καὶ στὰ Λατινικά, τὰ ὁποῖα θεωροῦν ἀρχαῖα καὶ ἐν πολλοῖς νεκρὴ γλῶσσα. Μὲ ἀντίστοιχο τρόπο καὶ ἐμεῖς θεωροῦμε ὅτι τὰ «ἀρχαῖα» εἶναι μιὰ διαφορετικὴ γλῶσσα σὲ σχέση μὲ τὰ «νέα» καὶ ὅτι ἀποτελεῖ ἕνα ἀπολίθωμα τὸ ὁποῖο ὀφείλομε σταδιακὰ νὰ τοποθετήσομε σὲ περίοπτη (φυσικὰ) θέση τοῦ μουσείου νεκρῶν γλωσσῶν. Ἁπλῶς γιὰ ἱστορικοὺς ἢ καὶ πολιτικοὺς λόγους, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ κλείσουν τὰ στόματα κάποιων φωνασκούντων ὑπάρχουν (πρὸς τὸ παρὸν) οἱ ὧρες διδασκαλίας τῶν «ἀρχαίων» στὴν ἐγκύκλιο παιδεία. Τὸ μάθημα γίνεται δὲ μὲ τέτοιο τρόπο οὕτως ὥστε ὄχι μόνο νὰ μὴν προσφέρει ἀπολύτως τίποτα στοὺς μαθητές, ἀλλὰ ἀντίθετα νὰ κάνει τὰ παιδιὰ νὰ μισήσουν κάθε τι ποὺ ἔχει σχέση μὲ τὴ γλῶσσα τῶν προγόνων τους καὶ ὁτιδήποτε εἶναι γραμμένο σ᾿ αὐτὴν μέχρι φυσικὰ τὴ δεκαετία τοῦ 1990. Ἔκτοτε ἀρχίζει ἡ πραγματικότητα τοῦ διαδικτύου καὶ τοῦ youtube, πραγματικότητα ἡ ὁποία εἶναι καὶ ἡ μόνη ποὺ ἀναγνωρίζουν οἱ νέοι. Μετὰ δὲ τὶς ἐγκύκλιες ὑποχρεώσεις τους διαγράφουν αὐτομάτως καὶ πετοῦν στὴ λήθη ὅ,τι «ἄχρηστο» τοὺς βασάνισε ἐπὶ μακρόν. Εἶναι ἐξάλλου πλέον τόσο εὔκολο. It’s just only one click away (sic).

Μετὰ τὰ χρόνια τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου διαμορφώθηκε μιὰ νέα πραγματικότητα ποὺ εἴθισται νὰ ἀποκαλοῦμε Ἑλληνιστικὸς Κόσμος. Ἀπὸ τὴν Ἰβηρικὴ χερσόνησο μέχρι τὶς παρυφὲς τῶν Ἰνδιῶν οἱ λαοὶ ζυμώθηκαν καί, ἐν πολλοῖς, βίωσαν τὸν ἑλληνικὸ πολιτισμό. Ἡ γλῶσσα ἐπικοινωνίας ὅλων αὐτῶν τῶν λαῶν, ἡ Ἑλληνική, σταδιακὰ ἁπλοποιήθηκε σὲ πολὺ μεγάλο βαθμό, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ διαμορφωθεῖ μιὰ ἑνιαία κοινὴ γλῶσσα κατανοητὴ ἀπὸ ὅλους. Οἱ ἁπλοποιήσεις ποὺ ἔγιναν ἦταν πάρα πολλές, μεταξὺ τῶν ὁποίων ἦταν ἀλλαγὲς στὴ φωνολογία (προφορὰ διφθόγγων, συμφώνων κ.λπ.), περιορισμὸς πολλῶν στοιχείων ὅπως τοῦ δυικοῦ ἀριθμοῦ, τῆς μέσης φωνῆς, τῆς εὐκτικῆς, τῶν καταλήξεων, τῶν συνδέσμων, τῶν ἀνώμαλων τύπων, τῶν ἀπαρεμφάτων κ.λπ., καθὼς καὶ πολὺ μεγάλες ἀλλαγὲς στὸ λεξιλόγιο (μὴ χρησιμοποίηση πολλῶν λέξεων ἢ χρησιμοποίησή τους μὲ ἄλλη ἔννοια, δημιουργία νέων λέξεων ἀλλὰ καὶ εἰσαγωγὴ ξένων κ.λπ.).

Ἔτσι διαμορφώθηκε μιὰ πολὺ ἰσχυρή μὲν ἀλλὰ ἀρκούντως ἁπλῆ γλῶσσα, ἡ λεγόμενη Ἑλληνιστικὴ Κοινή. Ἡ Ἑλληνιστικὴ Κοινὴ ἐπικράτησε παντοῦ καὶ ἦταν ἡ γλῶσσα ἀναφορᾶς ὅλων τῶν λαῶν τοῦ Ἑλληνιστικοῦ Κόσμου. Τὸ μεγάλο γεγονὸς γιὰ μᾶς, γεγονὸς τὸ ὁποῖο ἡ μανιχαϊκὴ διάκριση σὲ «ἀρχαία» καὶ «νέα» δὲν μᾶς ἐπιτρέπει νὰ ἀντιληφθοῦμε εἶναι ὅτι: οὐσιαστικὰ ἡ γλῶσσα ποὺ μιλᾶμε σήμερα εἶναι ἡ Ἑλληνιστικὴ Κοινή. Τὸ ξαναδιατυπώνω: μὲ ἐλαχιστότατες μικρὲς διαφοροποιήσεις (περιορισμὸς δοτικῆς, ρημάτων σὲ -μι, τῆς χρονικῆς αὐξήσεως τῶν ρημάτων, κάποιων καταλήξεων κ.λπ.), ἡ σημερινή μας καθομιλούμενη γλῶσσα εἶναι ἡ Ἑλληνιστικὴ Κοινή. Αὐτὸ φυσικὰ ἐξηγεῖ καὶ τὸ γιατὶ μὲ τόση μεγάλη εὐκολία ἀντιλαμβανόμαστε σχεδὸν πλήρως ὁτιδήποτε ἔχει γραφεῖ στὴ γλῶσσα αὐτὰ ἀπὸ περίπου τὸν δεύτερο τρίτο αἰῶνα πρὸ Χριστοῦ μέχρι τὶς ἡμέρες μας, γιὰ περισσότερα δηλαδὴ ἀπὸ δυὸ χιλιάδες χρόνια. Ἀπὸ τὰ Εὐαγγέλια (1ος αἰῶνας), τὸ Ἔπος τοῦ Διγενῆ Ἀκρίτα (11ος αἰῶνας) μέχρι τὸν Ἐρωτόκριτο (17ος αἰῶνας) καὶ τὴν ποίηση τοῦ Ἐλύτη (20ος αἰῶνας), ὅλα λίγο ὣς πολὺ μᾶς εἶναι κατανοητά. Λέμε γιὰ παράδειγμα: «Πιστεύω εἰς ἕναν Θεόν, πατέρα, παντοκράτορα, ποιητὴν οὐρανοῦ καὶ γῆς, ὁρατῶν τε πάντων καὶ ἀοράτων.» Τὸ κείμενο εἶναι τοῦ τετάρτου αἰῶνα, γράφτηκε δηλαδὴ πρὶν ἀπὸ 1700 χρόνια καὶ ὅμως δὲν ὑπάρχει οὔτε ἕνας σημερινὸς Ἕλληνας, ὁ ὁποῖος νὰ μὴν καταλαβαίνει τὴ φράση. Τὸ ὡραῖο μάλιστα εἶναι ὅτι (μὲ τὴν ἐξαίρεση τοῦ γράμματος ν στὴν αἰτιατικὴ «θεό-ν» καὶ «ποιητή-ν») οὔτε κἂν ὁ ὀρθογραφικὸς ἔλεγχος τοῦ κειμενογράφου δὲν μᾶς ὑπογραμμίζει κάποια λέξη τῆς φράσης ὡς ἄγνωστη ἢ ὡς λάθος!!! Σὰν νὰ γράφομε δηλαδὴ μιὰ φράση σημερινή, τοῦ 21ου αἰῶνα.

Μὲ βάση λοιπὸν αὐτὴν τὴ διαπίστωση, καὶ πάντα φυσικὰ κατὰ τὴν ταπεινή μου ἄποψη, ὑποπίπτομε σὲ μιὰ μεγάλη ἐκπαιδευτικὴ ἀστοχία: ἀντὶ σὲ ἐπίπεδο ἐγκυκλίου μορφώσεως νὰ ἐπικεντρώσομε τὶς ὅποιες διαθέσιμες ἀκόμη δυνάμεις μας στὴν προσέγγιση ἐκ μέρους τοῦ μαθητῆ τῆς Ἑλληνιστικῆς Κοινῆς, τῆς γλώσσας δηλαδὴ ποὺ εἶναι τόσο κοντὰ στὴ σημερινή, ποὺ ἐν πολλοῖς εἶναι οἰκεία στὸν μαθητή, ἡ ὁποία εἶναι ἡ συνεχῶς ζωντανὴ γλῶσσα καὶ καρδιὰ τοῦ γένους μας καὶ τοῦ πολιτισμοῦ μας τὰ τελευταῖα τουλάχιστον δύο χιλιάδες χρόνια, ἀναλωνόμαστε χωρὶς νόημα στὴν ἀνάλυση τοῦ συντακτικοῦ καὶ τῶν γραμματολογικῶν φαινομένων τῶν ὁμηρικῶν κειμένων καὶ τῆς ἀττικῆς διαλέκτου.

Ἀντὶ νὰ βασανίζομε τὸν μαθητὴ καὶ νὰ τὸν ὁδηγοῦμε νομοτελειακὰ στὴν ἀγανάκτηση καὶ στὴ συλλήβδην ἀποστροφὴ πρὸς τὸν πολιτισμὸ τῶν προγόνων του, θὰ ἔπρεπε νὰ τοῦ δώσομε τὴ δυνατότητα νὰ συνειδητοποιήσει καὶ νὰ αἰσθανθεῖ τὴν ταυτότητα καὶ συνέχεια τοῦ γένους του. Μὲ ὄμορφο καὶ ζωντανὸ τρόπο νὰ κατανοήσει τὶς ὅποιες λίγες καὶ μικρὲς διαφορὲς μὲ τὴ σημερινὴ γλῶσσα καὶ ἔτσι, ξεπερνῶντας αὐτὰ τὰ ἐμπόδια, νὰ μπορέσει σὲ ὅλη τὴν ὑπόλοιπη ζωή του νὰ προσεγγίζει ἄμεσα καὶ οὐσιαστικὰ ὅλο τὸν ἀπίστευτο πλοῦτο τῶν κειμένων ποὺ εἶναι στὴ διάθεσή του.

Μὲ πρῶτα καὶ σημαντικότερα, φυσικά, τὰ Εὐαγγέλια, τὴ νοηματοδότηση δηλαδὴ τοῦ γένους του καὶ τῆς ζωῆς του. Καὶ τὰ «ἀρχαῖα» τί νὰ τὰ κάνομε; Νὰ τὰ πετάξομε; Ὄχι φυσικά. Αὐτὰ ἴσα ἴσα θὰ πρέπει νὰ τὰ προσεγγίσομε μὲ ἀκόμα μεγαλύτερο σεβασμὸ καὶ ἀφοσίωση, καθὼς ἀποτελοῦν τὰ οὐσιαστικὰ θεμέλια τῆς γλώσσας μας. Ὅμως αὐτὸ θὰ πρέπει νὰ γίνει σὲ ἐπίπεδο τριτοβάθμιας ἐκπαίδευσης. Ἐπίπεδο δηλαδή, ὅπου οἱ ἄνθρωποι ποὺ θὰ τὸ ἐπιλέξουν, θὰ μποροῦν νὰ ἀντέξουν τὸν κόπο ἀλλὰ παράλληλα θὰ ἔχουν τὸ πλαίσιο καὶ τὴ δυνατότητα μιᾶς προσέγγισης μεθοδικῆς, μακροχρόνιας, συστηματικῆς καὶ σὲ μεγάλο βάθος.

Μόνο ἔτσι αὐτὴ ἡ προσέγγιση θὰ εἶναι δημιουργικὴ καὶ γόνιμη γιὰ μᾶς σήμερα. Καὶ αὐτὸ ἰσχύει ὄχι μόνο γιὰ τὰ «ἀρχαῖα» Ἑλληνικὰ ἀλλά καὶ γιὰ τὴ δεύτερη κυρίαρχη γλῶσσα τοῦ γένους μας, τὰ Λατινικά. Καὶ ἡ Λατινικὴ γραμματεία εἶναι δική μας γραμματεία, ἔργα προγόνων μας, καὶ δὲν θὰ πρέπει νὰ τὴν ἐξοβελίζομε καὶ νὰ τὴν ἀφήνομε ἄκριτα σὲ χέρια ξένα. Ἀλλὰ αὐτὸ εἶναι θέμα μιᾶς ἄλλης συζήτησης.