Μπάρλας Γιῶργος
Πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολὴ ια΄, 8-10, 32-40:
8. Μὲ τὴν πίστη ὁ Ἀβραὰμ ὑπάκουσε στὸ Θεό, ποὺ τὸν καλοῦσε νὰ φύγει γιὰ τὴ χώρα ποὺ θὰ κληρονομοῦσε, κι ἔφυγε χωρὶς νὰ ξέρει ποῦ πηγαίνει.
9. Μὲ πίστη ἐγκαταστάθηκε στὴ γῆ ποὺ τοῦ εἶχε ὑποσχεθεῖ ὁ Θεός, ξένος σὲ ἄγνωστη χώρα, ζώντας σὲ σκηνὲς μὲ τὸν Ἰσαὰκ καὶ τὸν Ἰακώβ, ποὺ κι αὐτοὶ ἦταν κληρονόμοι τῆς ἴδιας ὑποσχέσεως.
10. Κι αὐτό, γιατί περίμενε τὴν πόλη ποὺ θὰ εἶχε γερὰ θεμέλια καὶ ποὺ ἀρχιτέκτονας καὶ δημιουργός της θὰ ἦταν ὁ ἴδιος ὁ Θεός…
32. Χρειάζεται νὰ συνεχίσω; Δὲ θὰ μὲ πάρει ὁ χρόνος νὰ διηγηθῶ γιὰ τὸ Γεδεὼν, τὸ Βαράκ, τὸ Σαμψὼν, τὸν Ἰεφθάε, τὸ Δαβίδ, τὸ Σαμουὴλ καὶ τοὺς προφῆτες.
33. Μὲ τὴν πίστη κατατρόπωσαν Βασίλεια, ἐπέβαλαν τὸ δίκαιο, πέτυχαν τὴν πραγματοποίηση τῶν ὑποσχέσεων τοῦ Θεοῦ, ἔφραξαν στόματα λεόντων·
34 ἔσβησαν τὴ δύναμη τῆς φωτιᾶς, διέφυγαν τὴ σφαγή, ἔγιναν ἀπὸ ἀδύνατοι ἰσχυροί, ἀναδείχτηκαν ἥρωες στὸν πόλεμο, ἔτρεψαν σὲ φυγὴ ἐχθρικὰ στρατεύματα·
35 γυναῖκες ξαναπῆραν πίσω στὴ ζωὴ τοὺς ἀνθρώπους τους, κι ἄλλοι βασανίστηκαν ὥς τὸ θάνατο, χωρὶς νὰ δεχτοῦν τὴν ἀπελευθέρωσή τους, γιατί πίστευαν ὅτι μποροῦσαν ν΄ ἀναστηθοῦν σὲ μία καλύτερη ζωή.
36. Ἄλλοι δοκίμασαν ἐξευτελισμοὺς καὶ μαστιγώσεις, ἀκόμη καὶ δεσμὰ καὶ φυλακίσεις.
37. Λιθοβολήθηκαν, πριονίστηκαν, πέρασαν δοκιμασίες, θανατώθηκαν μὲ μαχαίρι, περιπλανήθηκαν ντυμένοι μὲ προβιὲς καὶ κατσικίσια δέρματα, ἔζησαν σὲ στερήσεις, ὑπέφεραν καταπιέσεις, θλίψεις καὶ κακουχίες –
(38) ὁ κόσμος δὲν ἦταν ἄξιος νὰ ΄χει τέτοιους ἀνθρώπους- πλανήθηκαν σὲ ἐρημιὲς καὶ βουνά, σὲ σπηλιὲς καὶ σὲ τρύπες τῆς γῆς.
39. Ὅλοι οἱ παραπάνω, παρὰ τὴν καλὴ μαρτυρία τῆς πίστης τους, δὲν πῆραν ὅ,τι τοὺς ὑποσχέθηκε ὁ Θεός.
40. Αὐτὸς εἶχε προβλέψει κάτι καλύτερο γιά μᾶς, ἔτσι ὥστε νὰ μὴ φτάσουν ἐκεῖνοι στὴν τελειότητα χωρὶς ἐμᾶς”.
Σκοπὸς τῆς κουβέντας μας σήμερα εἶναι, ἀφορμώμενοι ἁπλῶς ἀπὸ τὸν ἀπόστολο τῆς Κυριακῆς πρὸ τῆς τοῦ Χριστοῦ Γεννήσεως, νὰ καταλάβουμε ὅτι ἡ κατὰ πνεῦμα σάρκωση τοῦ Χριστοῦ συμβαίνει πάντοτε, ἀλλὰ προϋποθέτει τὴ δική μας προετοιμασία, χωρὶς ὅμως καὶ νὰ εἶναι καὶ δικό της ἀποτέλεσμα, καθὼς τὴν ξεπερνᾶ κατὰ πολύ. Ἡ δική μας προετοιμασία ἔγκειται στὸ νὰ προσλάβουμε αὐτὸ ποὺ εἶναι ὁ Χριστός, στὸ μέτρο τῶν δυνάμεών μας. Παρατηρεῖται τὸ φαινόμενο χριστιανοὶ νὰ νομίζουν, ἔστω ἀσυνείδητα, ὅτι μὲ τὶς δικές τους ἀποκλειστικὰ προσπάθειες μποροῦν νὰ φτάσουν σὲ αὐτὸ ποὺ λέμε «σωτηρία». Σὲ μία τέτοια προοπτικὴ ὁ χριστιανὸς καταλαβαίνουμε εὔκολα πὼς ὁδηγεῖται εἴτε στὴν ὑπεροψία καὶ τὸν φαρισαϊσμὸ εἴτε στὸ ἄγχος καὶ τὶς ἐνοχὲς στὴν περίπτωση βέβαια ποὺ νιώσει ὅτι ἀποτυγχάνει νὰ γίνει αὐτὸ ποὺ ἀπὸ μόνος του προσπαθεῖ.
Θὰ ποῦμε εὐθὺς ἐξαρχῆς ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ σώζει, εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἔφερε αὐτὴν τὴ δυνατότητα στὸν κόσμο. Τίποτε δικό μας δὲν ἀρκεῖ γιὰ νὰ ὑποκαταστήσει τὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ. Ἐμεῖς μὲ τὰ ἔργα μας ἁπλὰ συμμετέχουμε κατὰ τὸ δυνατὸν στὸ σωτηριῶδες ἔργο τοῦ Χριστοῦ. Κάνουμε δική μας, προσωπικὴ ἱστορία τὴν ἱστορία τῆς σωτηρίας ποὺ ἔφερε ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο. Νὰ τὸ ποῦμε πιὸ ἁπλὰ ἴσως: τὸ χάσμα ποὺ χωρίζει ἐμᾶς καὶ τὶς προσπάθειές μας ἀπὸ αὐτὸ ποὺ θέλει νὰ εἴμαστε ὁ Θεὸς γιὰ νὰ σωθοῦμε, τὸ κάλυψε ὁ Χριστός. Ἀρκεῖ πρωτευόντως ἡ πίστη σὲ αὐτὸ ποὺ ἔκανε ὁ Χριστὸς γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ θὰ ἀκολουθήσουν καὶ τὰ ἔργα τῆς πίστεως ποὺ θὰ ἀποδεικνύουν ὅτι ὄντως ὑπάρχει αὐτὴ ἡ πίστη. Τὰ ἔργα τῆς πίστης δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπὸ ἀπὸ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Τελικὰ πίστη τί ἄλλο μπορεῖ νὰ εἶναι ἀπὸ αὐτὸ τὸ τελευταῖο; Πίστη καὶ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Τὶς ἐντολὲς ἔχουμε γιὰ νὰ βροῦμε τὸν Θεό, γιὰ νὰ καλλιεργήσουμε τὴ σχέση μας μαζί του.
Στὸ ἀπόσπασμα λοιπὸν τοῦ Ἀποστόλου ποὺ σᾶς διάβασα πρίν, οἱ ἀναφερόμενοι δὲν εἶναι πρότυπα βιοτῆς, ἀλλὰ πίστεως. «Οὐκ ἐκομίσαντο τὴν ἐπαγγελίαν». Γιατί ὄχι; Δὲν στάθηκαν ἱκανὰ τὰ ἆθλα τους χάριν τῆς πίστεως γιὰ νὰ τοὺς ἐξασφαλίσουν τὴν ἐπαγγελία; Τὸ χωρίο ἴσως εἶναι προβληματικό, ἑρμηνεύεται ὅμως ἀπὸ τὴ θέση ποὺ τοῦ δίνει ἡ ἐκκλησία στὸν λειτουργικό της χρόνο. Διαβάζεται «πρὸ τῆς τοῦ Χριστοῦ γεννήσεως», ὡσὰν ἡ ἐπερχόμενη ἑορτὴ νὰ ἀποτελεῖ τὴν ἀπάντηση στὸ «κρεῖττόν τι προβλεψαμένου»: εἶναι ἡ ἐν χρόνῳ παρουσία τοῦ Θεοῦ ποὺ κομίζει τὴν ἐπαγγελία, εἶναι ἡ προσδοκία καὶ δικαίωση τῶν ἀγώνων τους καὶ τῆς πίστης τους, καὶ ἡ ἐν Χριστῷ ὅλων μας δικαίωση. Ὁ ἀγώνας τους δικαιώνεται κατὰ τοῦτο, ὅτι ὅλοι αὐτοὶ μὲ τὴν πίστη τους κράτησαν ζωντανὴ τὴν προσδοκία τοῦ Μεσσία ὡς ἐθνικὴ ἀποστολὴ καὶ ἔσχατη ἐλπίδα σωτηρίας.
Ποιὸ εἶναι τὸ συμπέρασμα; Ἡ σωτηρία μας δὲν εἶναι ἀποτέλεσμα καλῶν προθέσεων οὔτε καλῶν πράξεων ἢ μεγάλων θυσιῶν. Τὸ ζητούμενο εἶναι κάτι ποὺ τὰ ξεπερνᾶ πολὺ ὅλα αὐτά. Ἡ σωτηρία εἶναι δῶρο ἐξ οὐρανοῦ (Ἰω. Παπαδόπουλος). Ἀναφέρομαι στὴ γέννηση τοῦ Χριστοῦ.
«Ὅτε ἦλθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου, ἑξαπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸν Υἱὸν αὐτοῦ γενόμενον ἐκ γυναικός». Ποιὸ εἶναι αὐτὸ τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου; Τὸ προαιώνιο σχέδιο τῆς θείας οἰκονομίας, ἡ ἀνεξιχνίαστη θεία βουλή. Ἡ παρουσία τῆς Θεοτόκου! «Ἀνθρώπου πρὸς τῷ τέλει τῶν αἰώνων μόλις φανέντος … ὑπὲρ τούτου μοι δοκεῖ μηδὲ πρότερον ὁ Θεός, ἀλλ’ ὀψὲ τῶν αἰώνων τῆς ἀνθρωπείας φύσεως μετασχεῖν, ὡς ἂν ἀληθῶς οὔπω γενομένης, ἀλλὰ τηνικαύτα πρώτως φανείσης (Νκ Θεομήτωρ, Α΄16). Ὅταν παρουσιάστηκε στὴ γῆ ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος, τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου εἶχε ἔλθει καὶ ὁ Χριστὸς ἔπρεπε νὰ γεννηθεῖ. Δὲν εἶναι λοιπὸν τόσο ἄσχετο τὸ γεγονὸς τῆς σωτηρίας ἀπὸ τὶς δικές μας προσπάθειες. Ἡ συγκατάνευση τῆς Παναγίας στὴν πρόσκληση τοῦ Θεοῦ ἀνοίγει τὸν δρόμο στὸν Θεὸ γιὰ νὰ κατεβεῖ στὴ γῆ. Ἡ Παναγία δὲν εἶναι ἕνα τυχαῖο πρόσωπο ποὺ ἐτσιθελικὰ ὁ Θεὸς διάλεξε γιὰ νὰ γεννήσει τὸν Χριστό. Ἡ Παναγία συγκατάνευσε καὶ γι’ αὐτὸ τὴν τιμᾶμε ἰδιαιτέρως οἱ χριστιανοί.
Καί, παράλληλα μὲ αὐτά, τὸ σύμβολο τῆς πίστεως λέει: κατελθόντα ἐκ τῶν οὐρανῶν καὶ σαρκωθέντα ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς παρθένου καὶ ἐνανθρωπίσαντα. Κατελθόντα – σαρκωθέντα – ἐνανθρωπίσαντα. Ὑπάρχει μία κλιμάκωση στὴν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ, μία πορεία καθόδου. Τὸ κοσμοείδωλο τῆς ἐποχῆς ἔλεγε ὅτι ὑπεράνω ὅλων εἶναι ὁ Θεός, ἐνῶ ὁ Ἅδης ἦταν κάτω ἀπὸ τὴ γῆ. Ὁ Χριστὸς λοιπὸν διατρέχει αὐτὴ τὴν ἀπόσταση. Ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ φτάσει τὸν οὐρανό, νὰ φτάσει τὸν Θεό, μπορεῖ ὅμως ὁ Θεὸς νὰ κατέλθει καὶ νὰ πλησιάσει τὸν ἄνθρωπο.
Ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ κάνει ὁ Θεὸς γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι σκάνδαλο καὶ μωρία-ἀνοησία γιὰ κάποιους. Γιὰ τοὺς μὲν Ἰουδαίους εἶναι σκάνδαλο. Ὁ Θεὸς δὲν μπορεῖ νὰ γίνεται ἄνθρωπος ἀφοῦ ἔτσι εὐτελίζεται ἡ μεγαλωσύνη του. Ἡ Ἁγία Γραφὴ καὶ οἱ Πατέρες μιλοῦν ὅμως γιὰ κένωση. «Οὐχ ἁρπαγμὸν ἠγήσατο τὸ εἶναι ἴσα Θεῷ ἀλλ΄ ἑαυτὸν ἐκένωσε μορφὴν δούλου λαβὼν ἐν ὁμοιώματι ἀνθρώπων γενόμενος» (Φιλ. Β΄6-7). Ὁ Θεὸς ἀδειάζει κατὰ κάποιο τρόπο ἀπὸ τὴ μεγαλωσύνη του, ἀπὸ τὴ θεϊκότητά του, καὶ γιὰ κάποιο διάστημα ζεῖ σὰν ἄνθρωπος καὶ μάλιστα ὑπὸ τὶς χειρότερες δυνατὲς ἀνθρώπινες συνθῆκες. Τὰ Πάθη τοῦ Χριστοῦ ξεκινοῦν ἤδη μὲ τὴ γέννησή του. Γεννιέται σὲ ἕναν στάβλο, σὲ ἕνα χῶρο γεμάτο βρωμιά, καὶ λίγο μετὰ θὰ κυνηγηθεῖ ἀπὸ τὸν Ἡρώδη καὶ θὰ ἀναγκαστεῖ νὰ γίνει πρόσφυγας γιὰ νὰ γλιτώσει… Σᾶς καλῶ νὰ σκεφτοῦμε γιὰ λίγο τὸ ὅτι ὁ Θεὸς ἔγινε ἕνας ἀπό μᾶς, ἴδιος μέ μᾶς, χωρὶς ἁμαρτία, καὶ περπάτησε μαζί μας σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο. Ὁ Θεὸς εἶναι καὶ ἕνας ἄνθρωπος πλέον καὶ γι’ αὐτὸ μποροῦμε νὰ τὸν συναντήσουμε πιὸ εὔκολα.
Γιὰ τὴν ἑλληνικὴ σκέψη τὸ νὰ γίνει ὁ Θεὸς ἄνθρωπος εἶναι ἕνας παραλογισμός. Ἐδῶ ὑπερβαίνονται τὰ φυσικὰ ὅρια κι αὐτὸ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ συμβαίνει. Ὑπάρχει ἕνα τεράστιο χάσμα μεταξὺ κτιστοῦ καὶ ἀκτίστου. Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπερβαθεῖ αὐτὸ τὸ χάσμα; Ἂν κάποιος ἰσχυρίζεται κάτι τέτοιο δὲν ξέρει τί λέει. Καταστρατηγεῖ τὴ φυσικὴ καὶ τὴ λογικὴ ἀναγκαιότητα. Ἡ ἑλληνικὴ σκέψη δὲν περιμένει τίποτα καινούργιο. Ὅλα εἶναι ὑποταγμένα στὴ φυσικὴ ἀδήριτη ἀναγκαιότητα. Ἀλλὰ κατὰ τὸν Δαμασκηνό, μὲ τὴν ἐνσάρκωση «ἐπιτελεῖται τὸ πάντων καινῶν καινότατον, τὸ μόνον καινὸν ὑπὸ τὸν ἥλιον». Καὶ στὴ σημερινὴ ἐποχὴ ποὺ ὑμνεῖ τὸ νέο, τίποτα ἀπὸ ὅλα αὐτὰ δὲν εἶναι πραγματικὰ νέο. Ἀντιθέτως, οἱ χριστιανοὶ γιορτάζουμε χιλιάδες χρόνια αὐτὴ τὴ γιορτὴ καὶ στὴν οὐσία ἐξακολουθεῖ νὰ εἶναι τὸ κατεξοχὴν νέο, ὄχι μόνο γιατί δὲν ξανασυνέβη κάτι ἀνάλογο στὴν ἀνθρώπινη ἱστορία, ἀλλὰ καὶ γιατί κάθε πιστὸς καλεῖται νὰ ζήσει ὁ ἴδιος στὴ ζωὴ του τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου καὶ αὐτὸ εἶναι κάτι τὸ ριζικὰ καινούργιο γιὰ τὸν καθένα μας…
Στὴν ἄπειρη συγκατάβασή του λοιπὸν ὁ Θεὸς σαρκοῦται. «Ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν». Δὲν ἑνώνεται μὲ κάποιον θεοφόρο ἄνθρωπο ἀλλὰ γίνεται ἄνθρωπος καὶ τίκτεται ἀπὸ τὴν Θεοτόκο. Δὲν προϋπάρχει κάποιο ἄτομο ἀλλὰ δημιουργεῖ μία νέα καὶ μοναδικὴ ὕπαρξη στὸν κόσμο, τὸν Ἰησοῦ Χριστό, στὸν ὁποῖο ὑποστατικῶς ἑνώνονται δύο φύσεις, θεία καὶ ἀνθρώπινη.
Καὶ ἔχουμε Θεὸν ἐνανθρωπήσαντα καὶ ὄχι ἄνθρωπο θεωθέντα, θεάνθρωπο καὶ ὄχι ἀνθρωποθεό. Μὲ αὐτὸ θέλουμε νὰ ποῦμε ὅτι ἡ πρωτοβουλία ἀνήκει στὸν Θεὸ καὶ ὄχι στὸν ἄνθρωπο. Ἡ ἔξοδος ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ὄχι ἡ ἔξοδος ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο. Τὸ ἀντίθετο ἔκανε ὁ Ἀδάμ. Δὲν βγῆκε ἔξω ἀπὸ τὸν ἑαυτό του. Ἡ κίνησή του ἦταν αὐτο-θεωτικὴ καὶ αὐτὴ τὸν ὁδήγησε στὴν καταστροφή. Ὁ Ἀδὰμ ἐγκλωβίστηκε μέσα στὰ φθαρτὰ ὅρια τῆς ἀνθρώπινης φύσης. Ἀντίθετα ὁ Θεός, -κι ἐδῶ φαίνεται ἡ παντοσυναμία του-, εἶναι ἐλεύθερος ἀπὸ φυσικὲς ἀναγκαιότητες. Διορθώνει τὸ ἔργο τοῦ Ἀδὰμ ὁδηγώντας στὸ τέλος τὴ θέωση τοῦ ἀνθρώπου, ὄχι αὐτόνομα, ἀλλὰ στὴν ἕνωσή του μὲ τὸν Θεό. Κι ὅλα τοῦτα διότι ὁ Θεὸς δὲν ἔχει ἀνάγκη τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ ὁ ἄνθρωπος μόνο ἔχει ἀνάγκη τὸν Θεό. Ὁ ἄνθρωπος καθορίζεται στὴ σχέση του μὲ τὸν Θεό. Εἶναι κτίσμα καὶ ἔχει ἀπόλυτη ἀνάγκη τὸν Θεό. Κι ἐνῶ ὁ Θεὸς ἐνεργεῖ ἐλεύθερα, δὲν ὑπόκειται σὲ καμιὰ ἀνάγκη -κι αὐτὸ ἀφορᾶ καὶ στὴ Δημιουργία τοῦ κόσμου καὶ στὴν ἐνσάρκωση, εἶναι γεγονότα ἐλευθερίας. Ὁ ἄνθρωπος ὅμως ὡς κτίσμα, ἔχει ἀνάγκη τὸν Θεό. Νομίζουμε ὅτι μποροῦμε νὰ αὐτοκαθοριζόμαστε -εἰδικὰ στὴν ἐποχή μας-, ἀλλὰ στὴν οὐσία ὁ ἄνθρωπος ἐτεροκαθορίζεται. Μόνο ἔτσι θὰ καταλάβουμε πόσο χρειαζόμαστε τὸν Θεὸ καὶ τὸν Χριστό. Ὅταν προσπαθοῦμε νὰ αὐτονομηθοῦμε τόσο ἀπομακρυνόμαστε ἀπὸ τὴ μοναδικὴ ἀνάγκη ποὺ ἔχουμε: τὴ σχέση μας μὲ τὸν Θεό.
Ὁ νέος Ἀδὰμ ἑπομένως κάνει ὅ,τι δὲν πραγματοποίησε ὁ πρῶτος. Καὶ τί δὲν ἔκανε ὁ πρῶτος; Δὲν ὑποτάχθηκε στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὁ νέος Ἀδὰμ ὑποτάσσει λοιπὸν τὸ ἀνθρώπινο θέλημα στὸ Θεῖο. Ἂν παρατηρήσουμε μέσα μας θὰ βροῦμε εὔκολα δύο ἀντίθετες θελήσεις. Μία ποὺ θέλει νὰ κάνει τὸ καλὸ καὶ μία ἄλλη ποὺ θέλει καὶ μᾶς ὁδηγεῖ νὰ πράξουμε συνήθως τὸ κακό. Ἡ ἀσθένεια αὐτὴ τῆς ἀνθρώπινης φύσης θεραπεύτηκε ἀπὸ τὸν Χριστό. Ὅσο καὶ νὰ ζορίσουμε τοὺς ἑαυτούς μας δὲ θὰ μπορέσουμε νὰ θέλουμε μὲ φυσικὸ τρόπο αὐτὸ ποὺ θέλει ὁ Θεός. Ὁ Χριστὸς μόνο μπορεῖ νὰ θεραπεύσει τὴ δική μας ἁμαρτωλὴ βούληση. Γι’ αὐτὸ λέμε ὅτι ὁ χριστιανισμὸς ξεπερνᾶ τὴ θρησκεία. Δὲν εἶναι ἕνα σύστημα κανόνων, τὴν ἐφαρμογὴ τῶν ὁποίων ἀπαιτεῖ ὁ Θεός. Εἶναι μία σχέση μὲ τὸν Θεὸ ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος, σχέση ἀγάπης πού, ὅπως εἴπαμε, ξεκινάει μὲ τὴν προσπάθεια τήρησης τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ στὸ μέτρο τοῦ δυνατοῦ. Ἡ προσπάθεια τήρησης τῶν ἐντολῶν μᾶς δίνει τὸ μέτρο, οἱ ἐντολὲς μᾶς προσανατολίζουν. Ἀλλὰ μόνο μέσα ἀπὸ τὴ σχέση στὴν ὁποία μᾶς κατευθύνουν, μόνο μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, σωζόμαστε. «Ὁ ἀγώνας γιὰ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν μᾶς κρατάει σὲ ἐγρήγορση γιὰ νὰ ἀποδεχτοῦμε τὴν παρουσία τοῦ Κυρίου. Χωρὶς αὐτὴ τὴν προσπάθεια βουλιάζουμε στὶς δυνάμεις τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου» (Δ. Μαυρόπουλος/Διερχόμενοι διὰ τοῦ ναοῦ, σελ. 137).
Ἐπειδὴ νομίζουμε λοιπὸν πολὺ συχνὰ ὅτι μὲ τὸ ζόρι καὶ μὲ ἀποκλειστικὰ δικές μας προσπάθειες γινόμαστε χριστιανοὶ ἂς δοῦμε πῶς μπορεῖ νὰ γίνει αὐτὸ εὐκολότερα καὶ χωρὶς πνευματικοὺς κινδύνους.
Ὁ Χριστὸς εἶναι τέλειος Θεὸς καὶ τέλειος ἄνθρωπος. Ἔτσι, ὡς ἄνθρωπος, ἔχει δικό του φυσικὸ θέλημα καὶ ἐνέργειες φυσικὲς (φύση ἀνενέργητη = ἀνύπαρκτη). Ἡ θεία καὶ ἡ ἀνθρώπινη φύση ἔχουν ἑνωθεῖ στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Μάλιστα ἡ ἕνωση αὐτὴ δὲν εἶναι ἐπιφανειακή. Δὲν εἶναι ἐπαφὴ ἐξωτερική, σὰν δύο πράγματα ποὺ τὸ ἕνα τὸ βάζουμε πάνω στὸ ἄλλο. Ἐδῶ μιλᾶμε γιὰ ἀνακράση. Εἶναι σὰ νὰ λιώνει σὲ χωνευτήρι καὶ ξαναπλάθει τὴν ἀνθρώπινη φύση ἑνωμένη μὲ τὴ θεία, εἰς τρόπον ὥστε εἶναι πλέον ἀδιαχώριστες, ἀδιαίρετες. Πρόκειται γιὰ τὴ στενότερη, ἐγγύτερη δυνατὴ ἕνωση κτιστοῦ καὶ ἀκτίστου.
Ταυτόχρονα ἡ κάθε φύση διατηρεῖ τὰ γνωρίσματά της καὶ δὲν καταπιέζει ἢ ἐξαφανίζει ἡ μία τὴν ἄλλη. Συνυπάρχουν ἀσυγχύτως καὶ αὐτὸ μᾶς δείχνει πόσο μεγάλη εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς σέβεται τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἀγαπάει καὶ δὲν θέλει νὰ τὸν ἐξαφανίσει. Ὁ ἄνθρωπος παραμένει ἀκέραιος μέσα στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Καὶ μάλιστα σὲ μιὰ κατάσταση δόξης. Ἔτσι θὰ πρέπει νὰ εἶναι λοιπὸν ὁ ἄνθρωπος μὲ ὅλες τὶς ἐνέργειες καὶ τὰ ἰδιώματα. Ὅπως ὁ Χριστὸς στὴν ἀνθρώπινή του φύση. Μὲ ἄλλα λόγια λόγια ὁ ἄνθρωπος καλεῖται νὰ ἐγχριστωθεῖ.
Ἀλλὰ προσέξτε: ἐνῶ συνυπάρχουν καὶ οἱ δύο φύσεις στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καὶ εἶναι ἀκέραιες καὶ οἱ δύο, ὁ Χριστὸς δὲν ὑπόκειται στὴ φυσικὴ ἀναγκαιότητα, δὲν περιορίζεται ἀπὸ τὶς ἀνάγκες τῆς ἀνθρώπινης φύσης, ὅπως περιοριζόμαστε ἐμεῖς. Ὁ Χριστὸς κινεῖται ἐλεύθερα σὲ σχέση μὲ τὴ φυσικὴ ἀναγκαιότητα.
Ἀπὸ τὴ μία λοιπόν, ὁ Χριστὸς ὡς Θεὸς δὲν μᾶς ἐξαφανίζει, ἐνῶ ὡς ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ βαδίζει πάνω στὰ κύματα. Θυμηθεῖτε ὅτι ὁ Χριστὸς πεθαίνει ἐπειδὴ τὸ θέλει κι ὄχι ἐπειδὴ τὸν σταύρωσαν. Θυμηθεῖτε ὅτι ὅταν πῆγαν οἱ στρατιῶτες νὰ τὸν συλλάβουν μὲ τὸ ποὺ τὸν ἀντίκρισαν ἔπεσαν καταγῆς ἢ ὅταν οἱ ἑβραῖοι πῆγαν νὰ τὸν ρίξουν ἀπὸ ἕναν γκρεμό, ὁ Χριστὸς ξέφυγε περνώντας ἀνάμεσά τους. Οἱ εὐαγγελιστὲς μᾶς θυμίζουν μὲ διάφορους τρόπους πὼς ὁ Χριστὸς δὲν περιορίζεται ἀπὸ τὴ θνητὴ ἀνθρώπινη φύση του.
Αὐτὸ οἱ Πατέρες τὸ ὀνομάζουν μὲ τὸν ὅρο: «ἀντίδοσις ἰδιωμάτων». Ἡ ἐν ἀγάπῃ ἕνωση μὲ τὸν Θεό, ἡ τελειότητα τῆς ἀνθρώπινης φύσης, ὁδηγεῖ σὲ ἐλευθερία ἀπὸ τοὺς προκαθορισμοὺς τῆς φύσης. Καμιὰ ἀναγκαιότητα δὲν ὀρθώνεται μπροστὰ στὸν Χριστό, ποὺ νὰ μὴν μπορεῖ νὰ τὴν ξεπεράσει.
Γιὰ τὸν ἄνθρωπο δημιουργήθηκε ὅλος ὁ ὁρατὸς κόσμος καὶ πρότυπο τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὁ Χριστός. Ὁ ἄνθρωπος ἔχει μία σχέση εἰκόνος πρὸς τὸ πρωτότυπο ποὺ εἶναι ὁ Χριστός. Κατὰ τὸν Καβάσιλα ἡ σχέση τῆς εἰκόνος πρὸς τὸ πρωτότυπο εἶναι σχέσις μερική, ὡστόσο ὅμως πραγματική. Ὅ,τι συνιστᾶ τὸν προπτωτικὸ ἄνθρωπο -λέει ὁ Π. Νέλλας-, ἡ ἀρχή, ἡ δομὴ καὶ τὸ τέλος αὐτοῦ εἶναι θεοκεντρικό, καὶ μάλιστα Χριστοκεντρικό. Ἡ ἀρχὴ τοῦ ἀνθρώπου, κατὰ πρῶτον, συνίσταται στὸ κατ’ εἰκόνα. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὅ,τι εἶναι μόνο ὡς εἰκόνα Θεοῦ. Εἶναι ἐνάρετος, καλὸς ἢ δίκαιος, μόνο ἐπειδὴ εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Καὶ παραμένει τέτοιος ἐν ὅσῳ ὑπάρχει καὶ ζεῖ ὡς εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ἐν ὅσῳ βρίσκεται στὴν ὀρθὴ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ στάση καὶ διακρατεῖ τὴν ὀρθὴ μὲ τὸν Θεὸ σχέση· ἐν ὅσῳ φωτίζεται καὶ ζωοποιεῖται ἀπὸ τὸν Θεό. Ἡ δομὴ τοῦ ἀνθρώπου, κατὰ τὸν Καβάσιλα, εἶναι σαφῶς Χριστοκεντρική. Ὅλες οἱ ἀναζητήσεις καὶ ὅλες οἱ ἐπιθυμίες τοῦ ἀνθρώπου βρίσκονται στὴ σχέση του μὲ τὸν Θεό. Λέγοντας σχέση ἐννοοῦμε ἀσφαλῶς τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Αὐτὲς εἶναι ὅ,τι ἔχουμε, μαζὶ μὲ τὰ μυστήρια, γιὰ νὰ πλησιάσουμε τὸν Θεό. Σκοπὸς λοιπὸν τοῦ Ἀδὰμ ὅταν δημιουργήθηκε κατ’ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ σημαίνει, ὅτι ὀφείλει νὰ ὑψωθεῖ πρὸς τὸ ἀρχέτυπον καὶ νὰ «ὑποδεχθεῖ» τὸν Θεό. Σκοπὸς τοῦ ἀνθρώπου ἦταν νὰ ἑνωθεῖ μετ’ αὐτοῦ ὑποστατικῶς ὁ Λόγος καὶ νὰ φανερωθεῖ στὴν ἱστορία ὁ Χριστός. Πρὶν τὴν ὑποστατικὴ ἕνωση τῆς θείας καὶ τῆς ἀνθρώπινης φύσης, οἱ δύο φύσεις ἦταν χωρισμένες. Ὁ Θεὸς ἦταν Θεὸς μόνον καὶ ὁ ἄνθρωπος ἄνθρωπος. Τώρα ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος καὶ ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ γίνει θεός.
Θὰ ρωτήσετε: πῶς γίνονται ὅλα αὐτά; Θὰ πρέπει νὰ ποῦμε ὅτι ὅλα αὐτὰ εἶναι Ἀλήθειες ποὺ κατανοοῦνται μόνο ζώντας κοντὰ στὸν Θεό, τὰ κατανοεῖ κανεὶς «οὐ μόνον μαθών, ἀλλὰ καὶ παθών τὰ Θεῖα» (ΔΑ). Ὅπως καταλαβαίνετε ἐμεῖς μένουμε στὸ «μαθών τὰ Θεῖα» καὶ αὐτὸ στὴν καλύτερη περίπτωση. Στὴν πραγματικότητα ἀγνοοῦμε καὶ θεωρητικὰ τὸ δόγμα. Αὐτό, τὸ νὰ γνωρίζουμε θεωρητικὰ τὰ δόγματα, εἶναι ἀπαραίτητο ἀλλὰ δὲν ἀρκεῖ.
Πάντως δὲν εἶναι ἁπλὲς θεωρίες ἢ φιλοσοφικὰ σχήματα. Ἂς θυμηθοῦμε τοὺς αἱματηροὺς ἀγῶνες τῆς ἐκκλησίας γιὰ νὰ διασωθοῦν τὰ δόγματα αὐτὰ καὶ τοὺς πολλοὺς μάρτυρες ἐξαιτίας τῶν διαμαχῶν γιὰ τὰ δόγματα.
Ὑπῆρξαν κάποιοι αἱρετικοὶ λ.χ. ποὺ λέγονταν Δοκῆτες. Ὁ Λόγος ἰσχυρίζονταν ἐνηνθρώπησε κατὰ δόκησιν, φαινομενικά, ὄχι πραγματικά. Δὲν δέχονταν ὅτι ὁ Θεὸς μποροῦσε νὰ φορέσει τὴν ὕλη. Ἄλλοι αἱρετικοὶ δέχονταν ὅτι ὁ Χριστὸς ἦταν κτίσμα ἢ μόνο ἄνθρωπος, ἄλλοι ἔλεγαν ὅτι εἶναι μόνο Θεός.
Ὅλα ἀπορρίφθηκαν ἀπὸ τὴν ἐκκλησία γι’ αὐτὰ ποὺ λέγαμε προηγουμένως. Οἱ Πατέρες ὑπερασπίστηκαν τὸν ἄνθρωπο, διεκδικώντας τὴν ἀκεραιότητα τῆς ἀνθρώπινης φύσης τοῦ Χριστοῦ. Βασική τους θέση ἦταν: «τὸ ἀπρόσληπτον καὶ ἀθεράπευτον» (Γθ).
Ὁ Χριστὸς ἦταν λοιπὸν καὶ ἄνθρωπος καθ’ ὅλα χωρὶς ἁμαρτία. Ἄνθρωπος μὲ σῶμα ὅπως ἐμεῖς. Γιὰ νὰ σωθοῦμε λοιπὸν δὲν χρειάζεται νὰ καταφεύγουμε σὲ ἐσωτερικὲς καταστάσεις ἢ μυστικὲς ἐμπειρίες ἐξώκοσμες. Δὲ χρειάζεται νὰ περιφρονοῦμε τὸν ἄνθρωπο, δηλαδὴ τὸ ὑλικὸ σῶμα μας καὶ ὅ,τι εἶναι ἀνθρώπινο. Μόνο τὴν ἁμαρτία χρειάζεται νὰ παλέψουμε. Πῶς; Προσκολλώμενοι στὸν Χριστὸ ποὺ νίκησε τὴν ἁμαρτία, νίκησε τὸν πόλεμο μὲ τὸν Σατανᾶ καὶ μᾶς προσφέρει τὴ νίκη αὐτὴ γιὰ νὰ τὴν κάνουμε καὶ δική μας νίκη. Ὁ πόλεμος λοιπὸν ἔχει τελειώσει. Ὁ Χριστὸς νίκησε. Ἁμαρτία, Διάβολος, θάνατος ἔχουν νικηθεῖ ἀπὸ τὸν θεάνθρωπο Χριστό. Μικροαψιμαχίες γίνονται μόνο στὴν προσωπικὴ ζωὴ τοῦ καθενός. Οἱ ἁψιμαχίες αὐτὲς εἶναι πολὺ σοβαρὲς γιά μᾶς, ἀλλὰ ἂν πάρουμε εἴδηση ὅτι ὁ πόλεμος ἔχει κριθεῖ ὁριστικὰ ἀπὸ τὸν Χριστό, τότε ἁπλὰ πᾶμε μὲ τὸ μέρος τοῦ Χριστοῦ καὶ εἴμαστε νικητὲς καὶ τῆς προσωπικῆς μας μάχης. Διαφορετικὰ δὲν γίνεται νὰ νικήσουμε. Δὲν μποροῦμε νὰ ξεπεράσουμε μόνοι μας τὴ φυσικὴ ἀναγκαιότητα ποὺ μᾶς ἐγκλωβίζει στὴν ἁμαρτία καὶ τὸν Θάνατο. Δὲ χρειάζεται λοιπὸν νὰ ἀπαρνηθοῦμε τὸ σῶμα μας ἢ αὐτὴν ἐδῶ τὴ ζωή. Ὅλα εἶναι δῶρα τοῦ Θεοῦ, αὐτὸ τὸ σῶμα εἶχε ὁ Χριστός, σ’ αὐτὸ τὸν κόσμο ἔζησε, σ’ αὐτὸ τὸν κόσμο εἶναι ἡ ἐκκλησία του. Ὄχι μόνο δὲν πρέπει νὰ φοβόμαστε τὴ ζωὴ αὐτὴ ἢ νὰ μὴν τὴν ἀποδεχόμαστε, ἀλλὰ στὴν περίπτωση αὐτὴ γινόμαστε αἱρετικοί, ἀφοῦ εἶναι σὰ νὰ ἀπορρίπτουμε τὴν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτὸ οἱ Πατέρες δίνουν μάχη γιὰ τὸν ἀκέραιο ἄνθρωπο καὶ τὴν ἱστορική του ὑπόσταση. Γι’ αὐτὸ ἡ ἐκκλησία πάλεψε ἐναντίον τῶν εἰκονομάχων ποὺ ἤθελαν ἕναν Θεὸ ἀπόμακρο καὶ ἀπρόσιτο. Ἕναν Θεὸ ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ γίνει εἰκόνα.
Δὲν ἀρνούμαστε λοιπὸν τὸν κόσμο, τὴν ἱστορία, τὸ σῶμα, τὶς σκέψεις, τὶς ἐπιθυμίες, ὅ,τι εἶναι ὁ ἄνθρωπος. Ἂν κάτι ἀπὸ αὐτὰ τὸ ἀπορρίψουμε, ἀπορρίπτουμε τὸν ἄνθρωπο. Στὴν ἐκκλησία δὲν ἐρχόμαστε γιὰ νὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὰ πάθη μας, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὰ ἐξαγιάσουμε. Νὰ τὰ μεταμορφώσουμε, νὰ τὰ στρέψουμε πρὸς τὸ καλό, πρὸς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Τὰ πάθη θὰ τὰ ἔχουμε πάντα. Πάθος εἶναι μία δύναμη τῆς ψυχῆς. Ἂν γίνει ἐπιθυμία παράλογη καὶ μακριὰ ἀπὸ αὐτὸ ποὺ θέλει ὁ Θεός, τότε καταπολεμεῖται. Ἀλλὰ καταπολεμεῖται ὄχι μὲ τὴν ἐξαφάνιση τῆς ψυχικῆς δύναμης, ὄχι μὲ τὴν ἐξάλειψη τῆς ἐπιθυμίας, ἀλλὰ μὲ τὴ θεραπεία της. Στόχος δὲν εἶναι νὰ γίνουμε ἄβουλα πλάσματα, ἀλλὰ νὰ ἐξαγιασθοῦμε ὡς πρόσωπα. Τίποτα δὲν περισσεύει, τίποτα δὲν πετᾶμε ἀπὸ αὐτὸ ποὺ εἶναι ὁ ἄνθρωπος, πρέπει νὰ τὰ ἀλλάξουμε μόνο, νὰ τὰ μεταμορφώσουμε (Ἰω. Παπαδόπουλος).
Καταλαβαίνετε ὅτι τὰ δόγματα δὲν εἶναι μόνο γιὰ τοὺς θεολόγους, κάποιους ἂς ποῦμε εἰδικούς… Ἂν δὲν ξέρουμε τὶς βασικὲς ἀλήθεις της πίστης μας τότε σὲ λίγο θὰ ἐγκαταλείψουμε αὐτὴ τὴν πίστη ποὺ δὲ μᾶς λέει τίποτα πιά. Εἴπαμε σήμερα γιὰ τὸ τί εἶναι ὁ Χριστὸς καὶ ἐπιμείναμε στὸ ἀσυγχύτως. Δηλαδὴ στὸ ὅτι ὁ Θεὸς ἀνέλαβε τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ ἀγάπη χωρὶς νὰ τοῦ στερήσει τὴν ἐλευθερία. Ἂν πιστεύουμε σὲ αὐτὸν τὸν Θεό, τότε λ.χ. πρέπει ἔτσι νὰ ἐνεργοῦμε στὴν καθημερινή μας ζωή. Θὰ ἀγαπᾶμε τὸν ἄλλον χωρὶς νὰ τοῦ στεροῦμε τὴν ἐλευθερία καὶ καταντήσουμε δικτάτορες, ἀλλὰ καὶ θὰ ὑπερασπιζόμαστε μία ἐλευθερία ὅταν συνοδεύεται ἀπὸ ἀγάπη, γιατί διαφορετικὰ καταλήγουμε στὴν ἀναρχία. Κι αὐτὸ μπορεῖ νὰ γίνει καὶ γίνεται στὸν κόσμο ὄχι μόνο στὴν ἀτομικὴ ζωὴ ἀλλὰ καὶ συλλογικά. Ὁλοκληρωτικὰ καθεστῶτα ὑπάρχουν ἀκόμη καὶ σήμερα, τὴν ἀναρχία δέ, τὴ ζήσαμε καὶ πέρυσι (2008) τὸν Δεκέμβριο πολὺ ἔντονα στὴν Ἀθήνα κι ἀλλοῦ. Παντοῦ λοιπὸν μποροῦμε νὰ βροῦμε τὸν Χριστό. «Τὰ πάντα καὶ ἐν πᾶσι Χριστός», μέτρο τοῦ κόσμου εἶναι ὁ Χριστός.
«Ὁ τοῦ Θεοῦ λόγος ἐφάπαξ κατὰ σάρκα γεννηθείς, ἀεὶ γεννᾶται θέλων κατὰ πνεῦμα διὰ φιλανθρωπίαν τοῖς θέλουσι» (Μο). Ὅλοι ὅσοι δὲ ζήσαμε τὴν κατὰ σάρκα γέννση τοῦ Χριστοῦ, μποροῦμε νὲ τὴν ζήσουμε κατὰ πνεῦμα. Καὶ ἀκόμη περισσότερο: μποροῦμε νὰ τὸν βοηθήσουμε νὰ γεννηθεῖ στὸν κόσμο, γινόμενοι συνεργοὶ τῆς χάριτος, δηλαδὴ κατὰ κάποιο τρόπο Θεοτόκοι! «Μακάριος ὁ τὸ φῶς τοῦ κόσμου ἐν ἑαυτῷ μορφωθὲν θεασάμενος, ὅτι αὐτὸς ὡς ἔμβρυον ἔχων τὸν Χριστὸν μήτηρ αὐτοῦ λογισθήσεται» (Σθ). Αὐτὴ τὴ χαρὰ δὲν τὴν ἔχουμε ζήσει, ὅμως σὲ αὐτὴν μᾶς προτρέπουν οἱ πατέρες τῆς ἐκκλησίας μας, οἱ τῷ πάθει μαθόντες τὰ θεῖα. «Ἐντεῦθεν ἄρχεται βρύειν σοι ἡ χαρά. Καὶ τότε εὑρίσκεις τὰς θλίψεις γλυκυτέρας τοῦ μέλιτος» (Ἰσ).