Βαρνάβας Λαμπρόπουλος (Ἀρχιμανδρίτης)

Ὁ ἀπόστολος Παῦλος, γράφοντας πρός τούς Κορινθίους τήν δεύτερη ἐπιστολή του, τούς παρακινεῖ – ἐκτός τῶν ἄλλων – νά συνεισφέρουν καί σέ ἕναν ἔρανο γιά τούς χριστιανούς τῆς Ἱερουσαλήμ. Εἶναι ἡ πρώτη φορά στήν ἱστορία τοῦ Χριστιανισμοῦ, πού χρησιμοποιεῖται καί καθιερώνεται αὐτός ὁ τρόπος συγκέντρωσης οἰκονομικῆς βοήθειας γιά ἀπόρους ἀδελφούς. Καί εἶναι ἀξιοσημείωτο ὅτι ὁ Παῦλος δέν ἀρκεῖται σέ δυό μόνο λόγια προτροπῆς. Σέ δυό σχεδόν ὁλόκληρα κεφάλαια τῆς ἐπιστολῆς του προσπαθεῖ νά δείξει στούς Κορινθίους τήν μεγάλη σπουδαιότητα αὐτοῦ τοῦ ἔργου τῆς ἐλεημοσύνης.
• Τούς προβάλλει πρῶτα τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ· ὁ Ὁποῖος γιά χάρη μας, ἀπό πλούσιος ἔγινε ἑκούσια φτωχός· γιά νά μπορέσουμε ἐμεῖς, νά πλουτίσουμε μέ τήν φτώχεια τήν δική Του. Δηλαδή: ἀπό ἄδειοι τενεκέδες «γεμάτοι» μέ τόν «κοπανιστό ἀέρα» τοῦ ἐγωισμοῦ μας, νά γίνουμε δοχεῖα πλήρη χάριτος καί ἀγάπης.
• Τούς τονίζει ὅτι ἡ ἐλεημοσύνη εἶναι ἀρεστή στόν Θεό, ὅταν γίνεται ὄχι ἀναγκαστικά καί μέ στενοχώρια, ἀλλά μέ εὐχαρίστηση καί προθυμία.
• Τούς θυμίζει ὅτι ἡ ἐλημοσύνη τους, ὄχι μόνο θά καλύψει τίς ἀνάγκες τῶν πτωχῶν τῆς Ἱερουσαλήμ, ἀλλά καί θά γίνει ἀφορμή, γιά νά δοξολογεῖται τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ. Γιατί αὐτή ἡ ἐλεημοσύνη τους θά εἶναι μιά ἔμπρακτη ὁμολογία τοῦ Εὐαγγελίου τῆς δικῆς Του ἀγάπης.

* * *
Ἡ διάκριση ἀνάμεσα σέ πλούσιους καί φτωχούς θά ὑπάρχει, ὅσο ὑπάρχει ὁ κόσμος. Κανένα πολιτικό σύστημα καί καμμιά ἀνθρώπινη προσπάθεια δέν μπόρεσε, οὔτε θά μπορέσει ποτέ, νά λύσει τό κοινωνικό πρόβλημα. Στήν «καλύτερη» περίπτωση τό κράτος ἐφάρμοσε τό σύστημα: «Ἁρπάζω μέ τήν βία (ἐνίοτε σκοτώνοντας κιόλας), γιά νά μοιράσω»!… Ἡ θεραπευτική ὅμως τοῦ στύλ «πονάει κεφάλι, κόβω κεφάλι» δέν εἶναι καί τόσο … φιλάνθρωπη.
Μόνο στόν βαθμό, πού ὁ ἄνθρωπος ΕΛΕΥΘΕΡΑ ἀγαπάει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὑπάρχει ἐλπίδα νά θεραπευθῆ ὁ ἴδιος ἀπό τόν ἐγωϊσμό του, γιά νά μπορέσει νά ἀγαπήσει καί τόν διπλανό του.
Ἡ Ἐκκλησία, ἀκολουθώντας τήν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ καί τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, δέν ἔπαψε ποτέ νά φωνάζει ὅτι: ἡ ἐλεημοσύνη δέν εἶναι ἁπλῶς μιά «καλή πράξη», γιά νά εἴμαστε «καλοί ἄνθρωποι», ἀλλά εἶναι ἀπαραίτητη προϋπόθεση, γιά νά γίνουμε «μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ»· γιά νά ἀνήκουμε στόν Χριστό.
Καί γιά νά τό τονίσει αὐτό ἡ Ἐκκλησία, στήν διάρκεια τῶν αἰώνων συχνά χρησιμοποίησε ὠμή γλῶσσα. Γιά νά ταράξει κάπως τήν ἀναισθησία μας. Γιά παράδειγμα:
• Ὁ Μέγας Βασίλειος λέει, ὅτι λωποδύτης δέν εἶναι μόνο αὐτός πού γδύνει τόν ντυμένο, ἀλλά ἐκεῖνος πού δέν ντύνει τόν γυμνό! (ὁμιλία εἰς τό «Καθελῶ μου τάς ἀποθήκας»).
• Ἕνα ἄλλο ἐκκλησιαστικό βιβλίο, ὁ Νομοκάνων τοῦ Μανουήλ Νοταρίου τοῦ Μαλαξοῦ (Θήβα 1561), συγκεφαλαιώνοντας τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία περί ἐλεημοσύνης λέει: «Τά χρήματα τά δίνει (ὅσα δίνει) ὁ Θεός στούς πλουσίους, γιά ἕνα μόνο λόγο: γιά νά τά μοιράζουν στούς φτωχούς. Καί ὅσοι ἀπό τούς πλουσίους δέν τά μοιράζουν στούς φτωχούς, ὁ Θεός θά τούς κρίνει σάν φονιάδες»!
Μέ ἄλλα λόγια: τόν ἄνθρωπο, πού «ἁπλῶς» δέν ἀσκεῖ τήν ἐλεημοσύνη – ἔστω καί ἄν δέν ἔχει ποτέ «πατήσει οὔτε μηρμύγκι» – ἡ Ἐκκλησία τόν θεωρεῖ ΛΩΠΟΔΥΤΗ καί ΦΟΝΙΑ!
Αὐτά, γιά νά λέμε τά πράγματα μέ τό ὄνομά τους.

* * *
Ἄς ξαναδιαβάσουμε τό 8ο καί τό 9ο κεφάλαιο τῆς Β’ πρός Κορινθίους ἐπιστολῆς τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Ἔχουν πιό πολλά νά μᾶς ποῦν.