1.

Anthony Bloom (Metropolitan of Sourozh (1914- 2003))

 

Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος

Τὸ τέλος τῆς σημερινῆς Εὐαγγελικῆς περικοπῆς εἶναι μιὰ προειδοποιήση γιὰ κάτι ποὺ ὅλοι μας θὰ μπορούσαμε νὰ ἔχουμε συνειδητοποιήσει, – ὅτι ὁ θάνατος εἶναι δίπλα μας, ὅτι πολλά, πάρα πολλὰ ἀπὸ αὐτὰ ποὺ κάνουμε θὰ χαθοῦν μ’ ἐμᾶς ἐπειδὴ εἶναι περιττὰ, θνητά.

Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ προειδοποιήση τοῦ Χριστοῦ γιὰ τὸ πόσο κοντὰ εἶναι ὁ θάνατος θὰ μᾶς τρομοκρατοῦσε καὶ θὰ μᾶς στεροῦσε ἀπὸ τὴν δημιουργική μας δύναμη; Ὄχι, ἀντίθετα• οἱ Πατέρες συνήθιζαν νὰ λένε, «νὰ ἔχουμε συνεχῆ μνήμη θανάτου» ὄχι μὲ τὴν ἔννοια τοῦ νὰ φοβόμαστε τὸν θάνατο καὶ νὰ ζοῦμε κάτω ἀπὸ τὴν σκιά του, ἀλλὰ μᾶλλον ἐπειδὴ τίποτα ἄλλο παρὰ ἡ γνώση ὅτι ἡ ζωὴ εἶναι σύντομη, ὅτι μπορεῖ ὁποιαδήποτε στιγμὴ νὰ τελειώσει, μπορεῖ νὰ δώσει στὴν κάθε στιγμὴ τὸ τελικό της νόημα, καὶ σὲ ὁλόκληρη τὴ ζωὴ τὴν αἴσθηση ὅτι πρέπει νὰ βιαστοῦμε νὰ κάνουμε τὸ καλό, ὅτι πρέπει νὰ βιαστοῦμε νὰ ζήσουμε ὅπως θὰ ζούσαμε γνωρίζοντας ὅτι ἀνὰ πάσα στιγμὴ ὁ θάνατος μᾶς ὑπερβαίνει, ἡ ζωή μας θὰ εἶναι μιὰ ζωὴ θριαμβευτική. Ἄν μοναχὰ εἴχαμε συνεχῶς αὐτὸ κατὰ νοῦ, θὰ ζούσαμε τόσο βαθιά, τόσο ἔντονα. Ἄν γνωρίζαμε ὅτι τὰ λόγια ποὺ τώρα σᾶς λέω ἦταν τὰ τελευταῖα, πόσο διαφορετικὰ θὰ τὰ ἔλεγα, καὶ πόσο διαφοτετικὰ θὰ τ’ ἀκούγατε!

Ἄν ἐπρόκειτο νὰ νοιώσουμε ὅτι τὸ πρόσωπο ποὺ μιλούσαμε μπορεῖ νὰ εἶναι νεκρὸ σὲ λίγα λεπτά, πόσο προσεκτικοὶ θὰ εἴμασταν ὥστε τὰ λόγια καὶ οἱ πράξεις μας θὰ ἦταν τὸ ἀποκορύφωμα ὅλης μας τῆς ἀγάπης καὶ τῆς φροντίδας, ὁ θρίαμβος σὲ ὅ,τι ἄριστο καὶ ὑψηλὸ χαρακτηρίζει τὶς σχέσεις μας.

Ὁ λόγος ποὺ ζοῦμε τὸσο ἄσχημα, ποὺ λέμε τόσα πολλὰ κούφια λόγια, λόγια χωρὶς ζωή, ποὺ διαπράτουμε τόσες πράξεις ποὺ ἀργότερα καῖνε σὰν πληγὲς τὴν ψυχή μας, εἶναι ὅτι ζοῦμε σὰν νὰ εἶναι αὐτὴ ἡ ζωὴ μονάχα ἕνα πρόχειρο σχέδιο τῆς ζωῆς ποὺ θὰ ζοῦμε μιὰν ἡμέρα, ὅταν θὰ ἔχουμε χρόνο νὰ διαμορφώσουμε τὸ σχέδιο στὴν τελικὴ ἱστορία. Ἀλλὰ δὲν λειτουργοῦν ἔτσι τὰ πράγματα• ἔρχεται ὁ θάνατος καὶ τὸ σχέδιο μένει ἀδούλευτο, ἁπλῶς μουτζουρωμένο, καὶ αὐτὸ ποὺ μένει εἶναι μιὰ θλίψη γιὰ τὸ πρόσωπο ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι σπουδαῖο, ἀλλὰ ποὺ ἀποδείχτηκε ἐπιπόλαιο καὶ ἀσήμαντο.

Γι’ αὐτὸ μιλάει τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο, ὄχι γιὰ τὸ ὅτι θὰ πρέπει νὰ φοβόμαστε τὸν θάνατο, ἀλλὰ γνωρίζοντας ὅτι μπορεῖ νὰ ἔλθει ὁποιαδήποτε στιγμή, κάθε στιγμή πρέπει νὰ εἶναι τέλεια, κάθε λόγος πρέπει νὰ εἶναι λόγος ζωῆς, γεμάτος ἀπὸ πνεῦμα, νὰ ταιριάζει στὴν αἰωνιότητα. Καὶ κάθε μας πράξη σὲ σχέση μὲ μᾶς θὰ εἶναι τέτοια ποὺ θὰ γεννᾶ ζωὴ καὶ θὰ ἐκφράζει τὴν πληρότητα, τὸ μέγεθος, τὴν δύναμη τῆς ἀγάπης καὶ τῆς εὐλάβειας ποὺ θὰ πρέπει νὰ νοιώθουμε ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλον καὶ γιὰ τὸ κάθε τι. Ἄς τὸ σκεφτοῦμε, καὶ τότε ἄν μποροῦμε νὰ ἐνεργήσουμε σύμφωνα μ’ αὐτὸ, κάθε λόγος καὶ πράξη μας θ’ ἀποκτήσει τὴν διάσταση τῆς αἰωνιότητας καὶ θὰ λάμψει στὸ φῶς της. Ἀμήν.

2.

Τὸ πάθος τῆς ἀπληστίας (Λουκ. ιβ΄16-21)

Ἰωὴλ Φραγκᾶκος (Μητροπολίτης Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλμωπίας)

«Τί ποιήσω, ὅτι οὐκ ἔχω ποῦ συνάξω τοὺς καρπούς μου;»

Ὁ Κύριος ἐξαιτίας μιᾶς ἐρωτήσεως κάποιου γιὰ κληρονομικὲς ὑποθέσεις μὲ τὸν ἀδελφό του εἶπε «ὅτι οὐκ ἐν τῷ περισσεύειν τινὶ ἡ ζωὴ αὐτοῦ ἐστιν ἐκ τῶν ὑπαρχόντων αὐτοῦ» (Λουκ. 12,15), δηλ. κι ἂν ἔχει κάποιος ἀφθονία, τὰ πλούτη του δὲν τοῦ δίνουν ζωή. Ἡ ἀνθρώπινη ζωὴ δὲ συμπαρεκτείνεται μὲ τὰ ἀνθρώπινα πλούτη. Στὴ συνέχεια γιὰ νὰ στηρίξει τὴ διαπίστωσή Του αὐτὴ ὁ Κύριος εἶπε τὴν παραβολὴ τοῦ ἄφρονος καὶ ἄπληστου πλουσίου. Ἂς δοῦμε τὰ σημεῖα τῆς ἀπληστίας του.

Τὰ σημεῖα τῆς ἀπληστίας τοῦ πλουσίου.

Πρῶτα πρῶτα στὴν παραβολὴ φαίνεται ἡ εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ. Δὲν εὐφόρησε κάποιο χωράφι τοῦ πλουσίου, ἀλλὰ «ἡ χώρα» (ὅπ. π. στίχ. 16). Ὅλα τὰ κτήματά του τὴ χρονιὰ ἐκείνη ἦταν καρποφόρα. Μπροστὰ στὰ ἀναμενόμενα ἀγαθὰ ποὺ ἐπρόκειτο νὰ λάβει ὁ ἄπληστος ἐκεῖνος ἄνθρωπος, συμπεριφέρθηκε ἀνόητα. Καταλήφθηκε ἀπὸ ἄπληστους λογισμούς. Θέλοντας νὰ μαζέψει ὅλους τοὺς καρποὺς του ἐξαιτίας τῆς πλεονεξίας του καὶ μὴν μπορώντας, ἐπειδὴ ὁ ὄγκος τῶν ἀγαθῶν ἦταν μεγάλος, «ἑξαπορεῖται καὶ στεναχωρεῖται, ὡς ἄγαν πένης, ὁ ἄγαν πλούσιος», δηλ. στενοχωριέται σὰν εἶναι πάρα πολὺ φτωχός, ἐκεῖνος ποὺ ἦταν πολὺ πλούσιος, τονίζει ὁ Εὐθύμιος Ζιγαβηνός. Ἔπρεπε ἢ νὰ δώσει τοὺς παλαιοὺς καρποὺς στοὺς πτωχοὺς ἢ νὰ εὐχαριστήσει τὸ Θεὸ γιὰ τὴν εὐφορία. Τίποτε ἀπὸ τὰ δύο δὲν ἔκανε. Δὲν κατάλαβε πὼς ὁ Θεὸς τοῦ ἔδωσε τόσα ἀγαθὰ ὄχι γιὰ νὰ τρώγει αὐτός, ἀλλὰ καὶ γιὰ τοὺς ἐνδεεῖς καὶ τοὺς ἀνήμπορους. Τὸ ὅτι εὐφόρησε ἡ χώρα του δείχνει τὸ βάθος τοῦ πλούτου του. Αὐτὸς ποὺ εἶχε τόσο πλοῦτο, φωνάζει σὰν φτωχός. Ὁ Θεὸς ἔδωσε ἀγαθὰ κι ὁ ἄνθρωπος ἀπάντησε μὲ ἀπληστία.

Ἐντύπωση προκαλεῖ καὶ ὁ τρόπος ποὺ ὁμιλεῖ. Λέγει: «Οἱ ἀποθῆκες μου, οἱ καρποί μου, τὰ ἀγαθά μου, τὰ γεννήματά μου• «ἡ ψυχή μου, φάγε, πίε, εὐφραίνου» (ὅπ. π. στίχ. 17 καὶ ἑξ.). Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς φαίνεται στὴν παραβολὴ σὰν νὰ μὴν ἔχει συγγενεῖς, οἰκογένεια, παιδιά, γνωστοὺς καὶ οἰκείους. Μόνο γιὰ τὸν ἑαυτὸ του κάνει λόγο. Σὰν νὰ λέγει: «Οὐδένα ἔχω κοινωνόν, οὐδένα μεριστὴν ποιοῦμαι, οὐ τοῦ Θεοῦ εἰσιν, ἀλλ’ ἐμά, μόνος οὖν ἀπολαύσω» (ἅγιος Θεοφύλακτος), δηλ. «δὲν ἔχω κανέναν ποὺ νὰ συμμεριστεῖ τὰ πλούτη μου, κανένας δὲ θὰ τὰ μοιραστεῖ μαζί μου, δὲν εἶναι τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ δικά μου, μόνος μου θὰ τὰ ἀπολαύσω». Ἡ ἀπληστία κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ στεγνώσει ἀπὸ κάθε ἀνθρώπινο αἴσθημα. Διαλύει συγγενικοὺς δεσμοὺς καὶ ἀποξενώνει τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὸ κοινωνικὸ σύνολο.

Ἄλλο σημεῖο τῆς ἀπληστίας τοῦ πλουσίου εἶναι οἱ ἐπιθυμίες του γιὰ τὸ μέλλον. Τὸ φαγητό, ἡ εὐωχία καὶ ἡ ἀπόλαυση ἦταν τὰ μόνα ποὺ ἐπιθυμοῦσε, ὅταν θὰ μάζευε τὸν πλοῦτο. Σημειώνει ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας πὼς μὲ τὴ λέξη «εὐφραίνου» ὑποδηλώνονται τὰ ὑπογάστρια πάθη• «ἀκολουθεῖ γὰρ τῷ κόρῳ τὰ ἀφροδίσια», δηλ. ἀκολουθοῦν τὸν κόρο (τὴν πληθώρα τῶν ἀγαθῶν) τὰ ἀφροδίσια πάθη. Πράγματι τὰ σαρκικὰ πάθη πολλὲς φορὲς συμβαδίζουν μὲ τὴν πλησμονὴ (χόρτασμα) τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν καὶ μάλιστα τῆς γαστριμαργίας. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μᾶς λέγουν πὼς ἡ γαστριμαργία εἶναι ἡ μητέρα τῆς πορνείας. Μετὰ ἀπὸ φαγοπότια καὶ κραιπάλες καὶ μέθες εἶναι συνηθισμένο φαινόμενο νὰ πέφτουν οἱ συμμετέχοντες σὲ τέτοιες καταστάσεις στὴν πορνεία. Ἡ ἀπληστία καταστρέφει τὸν ἄνθρωπο.

Εἶναι μεγάλο πάθος ἡ ἀπληστία.

Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος σὲ μία ὁμιλία του γράφει πὼς τὰ πάθη ποὺ πολεμοῦν τὸν ἄνθρωπο εἶναι ἡ πλεονεξία, ἡ ἀκολασία καὶ ἡ κακὴ ἐπιθυμία• «Τὰ τυραννοῦντα μάλιστα τὸ τῶν ἀνθρώπων γένος,ταῦτά ἐστι• πλεονεξία καὶ ἀκολασία καὶ ἐπιθυμία κακή». Ὁ πλεονέκτης, ποὺ εἶναι εἰδωλολάτρης (Ἐφεσ. 5,5), δὲν εἶναι ποτὲ εἰρηνικός. Πάντοτε εἶναι στὴν ταραχή. Μηχανεύεται τρόπους νόμιμους ἤ ἀνόμους γιὰ νὰ συλλέξει περισσότερα ἀγαθὰ στὴ ζωή του. Εἶναι καχύποπτος γιατί δὲν ἐμπιστεύεται κανέναν ἀπὸ τοὺς οἰκείους του ἢ γνωστοὺς ἤ, ἀκόμη, κι ἐκείνους ποὺ τὸν πλησιάζουν μὲ καλὴ πρόθεση. Ὅλους τοὺς ὑποψιάζεται καὶ τοὺς ἀντιμετωπίζει μὲ ἀμφιβολία. Φοβᾶται μήπως τὸν ἀδικήσουν ἢ τὸν ζημιώσουν. Ὁ ἄπληστος δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει καθαρὰ νοήματα καὶ καρδιά. Ὁ Κύριος εἶπε πὼς μέσα ἀπὸ τὴν καρδιὰ τοῦ ἁμαρτωλοῦ ἀνθρώπου ἐκπορεύονται μεταξὺ ἄλλων καὶ «πλεονεξίαι» (Μάρκ. 7,22). Μάλιστα τονίζει πὼς ὅλα αὐτὰ «κοινοῖ τὸν ἀνθρωπον» (ὅπ. π. στίχ. 23), δηλ. μολύνουν τὸν ἄνθρωπο. Ἡ πλεονεξία μᾶς ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους, μᾶς ἀποθηριώνει.
Ἀδελφοί μου,

Τὸ πάθος τῆς ἀπληστίας κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ μὴν ἔχει ἐμπιστοσύνη στὸ Θεό, ἀλλὰ στὰ χρήματα καὶ τὰ ὑλικὰ ἀγαθά. Ἡ πλεονεξία εἶναι ὄντως μιὰ εἰδωλολατρία. Σὲ πολλοὺς ἔχει ὑποκαταστήσει τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Ἂς ἐπαναστήσουμε ἐναντίον τοῦ ἑαυτοῦ μας καὶ ἂς ἀναζητήσουμε τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι πλοῦτος ἄσυλος καὶ θησαυρὸς «ἀνέκλειπτος» (Λουκ. 12,33). Εἶναι ἀγαθὸ ποὺ ἔχει πάντοτε τὴν ἀξία του καὶ ἐκεῖνο ποὺ κατ’ ἐξοχὴν πάντοτε ἔχουμε ἀνάγκη.

3.

Γιαννακόπουλος Ἰωήλ (Ἀρχιμανδρίτης)

Ἡ Παραβολὴ τοῦ Ἄφρονος πλουσίου, Λουκ. 12,13—21.

Εἶναι ἡ στιγμὴ κατὰ τὴν ὁποίαν ὁ Κύριος δίδει εἰς τοὺς μαθητάς Του τὰς ἀνωτέρω ἀναφερθείσας συμβουλάς, ὅτε «εἶπε τις ἐκ τοῦ ὄχλου αὐτῷ. Διδάσκαλε, εἰπὲ τῷ ἀδελφῷ μου μερίσασθαι μετ’ ἐμοῦ τὴν κληρονομίαν». Ὁ παραπονούμενος οὗτος ἀδελφὸς ἦτο προφανῶς ὁ νεώτερος. Παρεπονεῖτο, διότι ὁ πρεσβύτερος ἀδελφός του δὲν ἤθελε νὰ μοιρασθῇ τὴν περιουσίαν μαζί του καὶ τὴν ἐξεμεταλλεύετο. Ὁ νεώτερος οὗτος ἀδελφὸς θέλων νὰ ἐκμεταλλευθῇ τὴν ἠθικὴν ἐπιρροὴν τοῦ Κυρίου, παρακαλεῖ νὰ τὸν βοηθήσῃ εἰς τὴν διανομὴν τῆς πατρικῆς κληρονομιᾶς. Ὁ Κύριος δηλῶν, ὅτι ὁ σκοπὸς διὰ τὸν ὁποῖον ἦλθεν εἰς τὸν κόσμον, δὲν εἶναι ν’ ἀναμιγνύεται εἰς οἰκονομικὰ ζητήματα, λέγει πρὸς αὐτόν: «Ἄνθρωπε, τίς μὲ κατέστησε κριτὴν ἢ μεριστὴν ἐφ’ ὑμᾶς;» Ἡ προσφώνησις τοῦ Κυρίου πρὸς τὸν παραπονούμενον ἀδελφὸν «ἄνθρωπε» δεικνύει ἀποδοκιμασίαν Του πρὸς αὐτόν, διότι μέσα εἰς τόσα πνευματικὰ λόγια τοῦ Κυρίου ὁ νοῦς τούτου ἦτο κολλημένος εἰς ὑλικὰ ζητήματα. Ποῖος Μὲ διώρισε, λέγει ὁ Κύριος, κριτήν, ὥστε νὰ δικάσω τὴν διαφοράν σας καὶ μεριστήν, ὥστε νὰ διανείμω τὴν περιουσίαν μεταξύ σας; Αὐτὸ δὲν εἶναι δουλειὰ ἰδική Μου, εἶναι δουλειὰ τῶν ἐπιγείων ἀρχῶν.

Ὁ Κύριος ἀντιληφθείς, ὅτι αἰτία τῆς διαφορᾶς τῶν δύο ἀδελφῶν ἦτο ἡ πλεονεξία καὶ τῶν δύο ἀδελφῶν, διορθώνων βαθύτερον τὰ πράγματα καὶ στραφεὶς πρὸς τὸν λαὸν «εἶπε πρὸς αὐτούς˙ ὁρᾶτε» προσέχετε «καὶ φυλάσσεστε ἀπὸ πάσης πλεονεξίας, ὅτι οὐκ ἐν τῷ περισσεύειν τινὶ ἡ ζωὴ αὐτοῦ ἐστιν ἐκ τῶν ὑπαρχόντων αὐτῷ ». Δὲν ἐξαρτᾶται δηλαδή, λέγει ὁ Κύριος, ἡ ζωὴ τοῦ ἄνθρωπου ἐκ τῶν πολλῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν, τὰ ὁποῖα δυνατὸν νὰ ἔχῃ, ἀλλὰ ἐκ τοῦ Θεοῦ. Πρὸς τοῦτο φέρει τὴν ὡραίαν παραβολὴν καὶ λέγει τὰ ἑξῆς.

« Ἀνθρώπου τινὸς πλουσίου εὐφόρησεν ἡ χώρα». Ἑνὸς πλουσίου ἐκαρποφόρησαν τὰ χωράφια του πολύ. Ἔγινε πλούσιος οὐχὶ ἐξ ἀδικιῶν ἢ δικαίων μόχθων ἀλλὰ διὰ τῆς εὐλογίας τοῦ Θεοῦ. Ἡ εὐλογία αὕτη ἔγινεν εἰς αὐτὸν σκάνδαλον, «καὶ διελογίζετο ἐν ἑαυτῷ» ἐσκέπτετο καθ’ ἑαυτὸν «λέγων τί ποιήσω, ὅτι οὐκ ἔχω ποῦ συνάξω τοὺς καρπούς μου;». Αἱ ἀποθῆκαι του ἦσαν μικραὶ καὶ δὲν ἐχώρουν τοὺς καρπούς. Σκέπτεται ποῦ νὰ τοποθέτησῃ τὰ ἀγαθά του. Κατόπιν σκέψεως «εἶπε˙ τοῦτο ποιήσω» αὐτὸ θὰ κάμω «καθελῶ μου τὰς ἀποθήκας» θὰ κρημνίσω τὰς ἀποθήκας «καὶ μείζονας οἰκοδομήσω» καὶ θὰ τὰς μεγαλώσω. «Καὶ συνάξω ἐκεῖ πάντα τὰ γεννήματά μου καὶ τὰ ἀγαθά μου» ἐκεῖ θὰ συγκεντρώσω ὅλους τοὺς καρποὺς καὶ λοιπὰ κινητὰ ἀγαθά μου, ποίμνια, ἀντικείμενα κ.λπ. καὶ τότε «ἐρῶ τῇ ψυχῇ μου» θὰ εἴπω εἰς τὸν ἑαυτόν μου «ψυχή μου ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ κείμενα εἰς ἔτη πολλὰ» πολλὰ ἀγαθὰ διὰ πολλὰ χρόνια. «Ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου. Εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Θεός˙ ἄφρον, ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου» τὴν ζωήν σου «ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ» ἀπροσδόκητοι ἐχθροί σου˙ «ἃ δὲ ἡτοίμασας τίνι ἔσται;» ὅσα ἐμάζευσες, εἰς ποῖον θὰ μείνουν; «Οὕτως ὁ θυσαυρίζων ἑαυτῷ καὶ μὴ εἰς Θεὸν πλουτῶν». Τὸ ἴδιον θὰ πάθῃ καὶ ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος θησαυρίζει οὐχὶ κατὰ Θεὸν ὑλικὰ ἀγαθά.

Ἡ κυρία ἰδέα ἐδῶ εἶναι ἡ ἑξῆς: Ἡ πλεονεξία δὲν κάμνει τὴν ζωήν μας μεγαλυτέραν καὶ εὐτυχεστέραν, διότι ὁ θάνατος ἀναμένεται ἀπὸ στιγμῆς εἰς στιγμήν. Ἐπίσης ἡ πλεονεξία θέτει τὴν ψυχὴν εἰς κίνδυνον, διότι πνίγει τὸν ἀγαθὸν σπόρον τοῦ θείου λόγου καὶ δυσκολεύει τὴν σωτηρίαν μας.
Θέμα: Ἡ ἀφροσύνη τῶν πλουσίων

Δύο πρόσωπα ἐν τῇ παραβολῇ βλέπομεν. Τὸν ἀνώνυμον πλούσιον καὶ τὸν πολυώνυμον Θεόν. Τὸν πλούσιον σκεπτόμενον καὶ τὸν Θεὸν ἀπαντῶντα εἰς τὰς ἐνδομύχους σκέψεις καὶ ἀποφάσεις τοῦ πλουσίου. Μὲ βαθεῖαν ὁ πλούσιος, ὡς νομίζει, σκέψιν καὶ σύνεσιν ἀρχίζει τοὺς συλλογισμούς του «διελογίζετο», μὲ μομφὴν ἀφροσύνης ἀπαντᾷ ὁ Θεὸς εἰς τὰς σκέψεις τοῦ πλουσίου λέγων αὐτὸν ἄφρονα. Ἂς ἴδωμεν λοιπὸν ποία ἡ ἀφροσύνη τοῦ πλουσίου καὶ ἡ τοῦ Κυρίου ἀπάντησις καὶ ἡ ἐξ αὐτῶν ὠφέλεια.

Α’. Ἡ ἀφροσύνη τοῦ πλουσίου. Διὰ πάντα ἄνθρωπον τοῦ κόσμου τούτου δύο εἶναι τὰ πολύτιμα ἀγαθά: ἡ ζωή του καὶ τὰ πρὸς συντήρησιν ταύτης ἀγαθά. Καὶ τὰ δύο ἀνήκουσιν εἰς τὸν Θεόν. Διὰ τὸν πλούσιον ὅμως καὶ τὰ δύο ἀνήκουσιν εἰς τὸν ἑαυτόν του, εἰς τὴν ἐξουσίαν του, διότι λέγει «τὰ γεννήματά μου», «τὰ ἀγαθά μου», «τὰς ἀποθήκας μ ο υ» «τῇ ψυχῇ μ ο υ», «τοὺς καρπούς μ ο υ». Ἡ ἐσφαλμένη αὕτη βάσις γίνεται πηγὴ πολλῶν ἀνοησιῶν. Καὶ πρῶτον ὁ πλεονέκτης λέγει: «τί ποιήσω;» Πρὶν ἀποκτήσῃ τὰ ἀγαθά του, ἐνόμιζε, ὅτι ὅταν τὰ ἀπέκτα, θὰ εἶχεν εἰρήνην. Καὶ ὅμως! Τώρα ἀρχίζουν αἱ φροντίδες, αἱ σκοτοῦρες. Πρὶν εἶχε τὴν φροντίδα τῆς ἀποκτήσεως ἢ τῆς ὑπομονῆς τῆς στερήσεως. Τώρα μὲ τὸν πλουτισμὸν περιπίπτει καὶ εἰς φροντίδας διατηρήσεως. Βηματισμοὶ ἐν τῷ δωματίῳ, στριφογυρίσματα ἐν τῇ κλίνῃ, ἀνησυχία! «Τί ποιήσω;» Πόση ἀνησυχία καὶ ἀνοησία!

Δευτέρα ἀνοησία. «Εἶπε˙ τοῦτο ποιήσω˙ καθελῶ μου τὰς ἀποθήκας…καὶ τότε ἐρῶ τῇ ψυχῇ μου…». Αἱ πρὶν θεωρητικαὶ σκοτοῦρες γίνονται πραγματικαί. Γκρεμίζονται αἱ ἀποθῆκαι πρὸς ἀνοικοδόμησιν ἄλλων. Ἡ ἀπόλαυσις τῶν ἀγαθῶν ἀναβάλλεται. «Τότε ἐρῶ…». Λύεται ἡ μία σκοτοῦρα, ἀφοῦ γεννηθοῦν ἄλλες μεγαλύτερες κατὰ τὸν τρόπον τῆς Λερναίας ὕδρας καὶ ἀναβάλλεται ἡ ἀπόκτησις τῆς εὐτυχίας του. Πόσον τρομερὰ ἡ δευτέρα διπλῆ αὕτη ἀνοησία! Τρίτη ἀνοησία. Ὁ πλούσιος λέγει. «Ἔχεις ἀγαθὰ κείμενα εἰς ἔτη πολλά.» Ἡ ἀνοησία αὕτη ἀφορᾷ τὰ ἀγαθά του. Ἰδικά σου, λέγει, εἶναι αὐτὰ καὶ οὐδενὸς ἄλλου ἀνθρώπου ἢ Θεοῦ. Πολλὰ εἶναι τὰ ἀγαθά, μεγάλη θὰ εἶναι καὶ ἡ ἰδική σου ἐπίγειος διάρκεια. Πόσον μεγάλη εἶναι ἡ διπλῆ αὕτη ἀνοησία, ὅταν νομίζῃ, ὅτι ἰδικά του εἶναι τὰ ἀγαθὰ καὶ δι’ αὐτῶν θὰ παρατείνῃ τὴν ζωήν!

Ἀποτέλεσμα τῶν βασικῶν τούτων ἀνοησιῶν τοῦ πλουσίου ἐπὶ τῆς ζωῆς καὶ τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν εἶναι τετάρτη ἀνοησία˙ «φάγε, πίε, εὐφραίνου. Ἰδικά σου εἶναι ταῦτα καὶ οὐδενὸς ἄλλου. Ἀπόλαυσέ τα! Οὔτε ὁ πλούσιος Θεὸς oὔτε οἱ πτωχοὶ συνάνθρωποί σου ἔχουν δικαίωμά τι ἐπ’ αὐτῶν. Κάμε τα ὡραῖα φαγητά, οἰνοπνευματώδη ποτὰ καὶ πᾶν ὅ,τι σὲ εὐφραίνει καὶ ἀπόλαυσέ τα. Ἐκεῖ θὰ εὕρῃς τὴν εὐτυχίαν σου.» Πόση ἀνοησία εἶναι νὰ νομίζῃ, ὅτι μὲ τὴν ἀπόλαυσιν τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν θὰ εὕρῃ τὴν εὐτυχίαν του!

Β’. Ἡ Σοφία τ ο ῦ Θ ε ο ῦ. «Ἄφρον» λέγει ὁ Θεὸς πρὸς τὸν πλούσιον. Ποῦ εἶναι ἡ ἀφροσύνη τοῦ πλουσίου, εἴπομεν ἀνωτέρω. Ποῦ ὅμως εἶναι ἡ εὐφυΐα τοῦ ἐρωτοῦντος αὐτὸν Θεοῦ; Ἰδού˙ «ψυχὴ» λέγει ὁ πλούσιος «ἔχεις ἀγαθά…». «Τὴν ψυχήν σου ἀπὸ σοῦ αἰτοῦσι» λέγει ὁ Θεός. «Κείμενα εἰς ἔτη πολλὰ» λέγει ὁ πλούσιος. «Ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσι» λέγει ὁ Θεός. «Φάγε, πίε, εὐφραίνου » λέγει ὁ πλούσιος. «Ἃ δὲ ἡτοίμασας τίνι ἔσται», λέγει ὁ Θεός. Ἰδοὺ ἡ λακωνικωτάτη ἀπάντησις τοῦ Θεοῦ. Πόσον βάθος νοημάτων! Καὶ συγκεκριμένως: «Τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ» λέγει ὁ Θεὸς πρὸς αὐτόν. Ἔναντι τῆς νομιζομένης ὑπὸ τοῦ πλουσίου ἀπολύτου κυριότητος ἐπὶ τοῦ ἑαυτοῦ του, ὁ Θεὸς προβάλλει εἰς αὐτὸν τοὺς μύριους κινδύνους «ἀπαιτοῦσι», τοὺς ὁποίους διατρέχει ἡ ζωή, ἰδιαιτέρως τοῦ πλουσίου, θάνατος αἰφνίδιος δι’ ἀποπληξίας λόγῳ τῶν πολλῶν φροντίδων, θάνατος βίαιος διὰ τῶν λῃστῶν τῶν ὀρέων καὶ τῶν κοινωνικῶν ἐπαναστάσεων τῶν πόλεων, δολοφονίαι, ἀπαγωγαί.

Διὰ δὲ τὰ ἀγαθά του πόσοι κίνδυνοι! Ἦσαν ὑποκείμενοι εἰς κατάρρευσιν ἐκ σεισμοῦ, εἰς ἀποτέφρωσιν ἐκ κεραυνοῦ ἢ ἐκ πυρκαϊᾶς. «Ταύτῃ τῇ νυκτί». Ἔναντι τῆς νομιζομένης μακροβιότητας τοῦ πλουσίου ὁ Κύριος ἀπαντᾷ: «ταύτῃ τῇ νυκτί». Ὄχι ἔτη πολλὰ ἀλλ’ οὐδὲ ὀλίγα, ὄχι μῆνες ἀλλ’ οὐδὲ ἑβδομάδες, ὄχι ἑβδομάδες ἀλλ’ οὐδὲ ἡμέραι, οὐδὲ ἓν εἰκοσιτετράωρον θὰ ζήσῃ, θὰ ἀποθάνῃ ταύτῃ τῇ νυκτί. Ἡ ὀνειρευομένη νὺξ εὐτυχίας θὰ γίνῃ νὺξ δυστυχίας. Ἔναντι τῆς τοῦ πλουσίου ἀνοησίας «φάγε, πίε, εὐφραίνου, προβάλλεται ἡ τρίτη αὕτη ἀπάντησις τοῦ Κυρίου» ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τὸ κορύφωμα τῆς σοφίας τοῦ Κυρίου καὶ τῆς μωρίας τοῦ πλουσίου. «Ἃ δὲ ἡτοίμασας τίνι ἔσται;» Εἶναι σὰν νὰ ἔλεγεν εἰς τὸν πλούσιον. Τὰ ἀγαθά σου δὲν θὰ τὰ χαρῇς. Αὐτὸ σὲ πικραίνει εἰς τὸ σῶμα καὶ σὲ πειράζει εἰς τὴν ψυχήν, διότι τὸ μὲν σῶμα σου στερεῖται τῆς ἀπολαύσεως αὐτῶν, ἡ δὲ ψυχὴ πικραίνεται, διότι τὴν ὥραν κατὰ τὴν ὁποίαν ἔκαμες τὸ εὐφρόσυνον μέλλον, αἰφνιδίως σοῦ ἀφαιρεῖται ἐκ τῆς ψυχῆς σου πᾶσα ἐλπὶς ἀπολαύσεως. Εἰς ποίους θὰ περιέλθουν;

Φίλους ἢ ἐχθρούς;

Γ’. Ἡ μ ε ῖ ς; Τὸ βάθος τῶν νοημάτων, τὸ ὁποῖον ἔχουν αἱ ἐρωτήσεις αὗται τοῦ Θεοῦ, κλείει μὲν τὸ στόμα τοῦ πλουσίου πρὸς ἀπάντησιν, ἀνοίγει ὅμως τὴν ψυχήν σου, ἀναγνῶστα μου, εἰς σκέψεις. Καὶ ἰδού! Ὁ αἰώνιος Λόγος τοῦ Κυρίου ἔχει πάντοτε τὴν ἐφαρμογήν του, περισσότερον ὅμως σήμερον. Καὶ σήμερον αἱ αὐταὶ ἀνοησίαι τῶν ἀνθρώπων καὶ ἡ αὐτὴ ἀπάντησις τοῦ Θεοῦ. Ἡ εὐφορία τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν γεννᾷ πολλὰς ἀνοησίας καὶ ἀνησυχίας. «Τί ποιήσω;» Τί νὰ κάμω; λέγει ὁ πτωχός, διότι δὲν ἔχει τί νὰ φάγῃ˙ τί νὰ κάμω; λέγει καὶ ὁ πλούσιος, διότι δὲν γνωρίζει τί νὰ πρωτοφάγῃ καὶ τί νὰ κάμῃ τὸν πλοῦτον του, χρῆμα ἢ εἶδος; «Ἔχεις ἀγαθὰ» λέγει ὁ πλούσιος εἰς τὸν ἑαυτόν του, ὡς ἐὰν ἦτο ἀπόλυτος κύριος τῶν ὑλικῶν του ἀγαθῶν. Καὶ ὅμως σήμερον πόσον ἄπιστος δοῦλος εἶναι ὁ πλοῦτος! Φεύγει χωρὶς νὰ τὸ ἐννοήσωμεν. «Κείμενα εἰς ἔτη πολλὰ» λέγει διὰ τὰ ἀγαθά του ὁ πλούσιος σήμερον. Καὶ ὅμως πόσοι πλούσιοι ἀποθνῄσκουν ἐν μέσῳ τόσων ἀγαθῶν χωρὶς νὰ δυνηθοῦν τὰ ἀγαθὰ νὰ βοηθήσουν αὐτούς! «Φάγε, πίε, εὐφραίνου» φωνάζουν οἱ σημερινοὶ πλούσιοι, ὡς ἐὰν τὸ φαγητὸν καὶ τὸ ποτόν, τὰ ὁποῖα διέρχονται διὰ τοῦ λάρυγγος καὶ εἰσέρχονται εἰς τὴν κοιλίαν δύνανται νὰ δώσουν χαρὰν καὶ εὐτυχίαν εἰς τὴν ψυχήν. Οἱ πλούσιοι γενικῶς λησμονοῦν, ὅτι εἶναι πρόσκαιροι αὐτοὶ οἱ ἴδιοι, πολὺ περισσότερον τὰ ὑλικά των ἀγαθά. Ἐπίσης οἱ πλούσιοι λησμονοῦν, ὅτι εἶναι ταμίαι ἐπὶ τῶν ὑλικῶν των ἀγαθῶν, διὰ τὰ ὁποῖα θὰ δώσουν λόγον, πῶς διεχειρίσθησαν αὐτά. Ἔχουν τὴν νομὴν καὶ ὄχι τὴν κυριότητα ἐπ’ αὐτῶν. Πόσας ἀνησυχίας καὶ ἀνοησίας γεννοῦν ταῦτα!

Καὶ σήμερον ὁ Κύριος ἀπαντᾷ ὡς ἑξῆς: «Τί ποιήσω» λέγει ὁ πλούσιος, ὅταν ζῇ, «ἃ δὲ ἡτοίμασας τίνι ἔσται» ἐρωτᾷ ὁ Θεὸς κάθε πλεονέκτην πλούσιον, ὅταν ἀποθνῄσκῃ. Τί νὰ κάμω δηλαδή, ἐρωτᾷ, ὅταν ζῇ, ὁ πλούσιος τὸν ἑαυτόν του. Τί θὰ τὰ κάμῃς, ἐρωτᾷ ὁ Θεὸς κάθε πλούσιον, ὅταν ἀποθνῄσκῃ. Ἀνησυχίαν καὶ ἀνοησίαν εἶχεν ὁ πλούσιος, ὅταν ἔζη, τρομερωτέραν ἀνησυχίαν καὶ ἀνοησίαν αἰσθάνεται, ὅταν ἀποθνῄσκῃ, διότι δὲν ἀποκλείεται νὰ μείνουν τὰ ἀγαθά του εἰς τοὺς ἐχθρούς του.

Παράδειγμα ἀφροσύνης πλουσίου εἶναι τὰ ἑξῆς: Κάποιος, πολὺ φιλάργυρος, εἶχε κατασκευάσει εἰς τὸ ὑπόγειον τοῦ σπιτιοῦ του ἕνα διαμέρισμα, ὅπου ἔθετε τὰ χρήματά του. Τὸ διαμέρισμα τοῦτο ἔκλεινε μὲ μία σιδερένια πόρτα, ἡ ὁποία ἦτο ἀφανής. Μία ἡμέρα κατέβηκε ἐκεῖ φέρων πολλὰ χρήματα. Ὅταν εἰσῆλθεν, ἐλησμόνησε νὰ βγάλῃ τὸ κλειδὶ ἀπὸ τὴν κλειδαριὰ ἀπερροφημένος ὅπως ἦτο ἀπὸ τὰ χρήματά του. Ἔκλεισε τὴν πόρτα, ἔμεινε τὸ κλειδὶ πρὸς τὰ ἔξω καὶ ἤρχισε νὰ μετρᾷ μὲ ἡδονὴ τὸν θησαυρόν του. Ἦλθεν ἡ στιγμὴ νὰ ἐξέλθῃ, ἀλλὰ ἦτο ἀδύνατον νὰ ἐξέλθῃ. Φωνάζει, κτυπᾷ τὴν πόρτα, ἀλλὰ εἰς μάτην. Οὐδεὶς ὑποπτεύεται τὸ μέρος ἐκεῖνο. Ἐπειδὴ ὅμως πέρασαν ὧρες, ἡμέρες καὶ δὲν ἐνεφανίσθη, ἡ οἰκογένειά του τὸν ἀναζητεῖ, ἀλλὰ δὲν δύναται νὰ τὸν εὕρῃ. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἐπληροφορήθηκεν ἕνας σιδηρουργός. Οὗτος ἐνεθυμήθη, ὅτι κατὰ παραγγελίαν του εἶχε κατασκευάσει μία πόρτα μὲ κλειδαριὰ σούστινη. Ἴσως νὰ ἦτο ἐκεῖ. Πράγματι μεταβαίνουν, ὁ σιδηρουργὸς καὶ ἡ οἰκογένεια τοῦ πλουσίου, εἰς τὸ μέρος ἐκεῖνο, ἀνοίγουν τὴν πόρτα καὶ βλέπουν τὸν φιλάργυρον νεκρὸν ἀπὸ τὴν πεῖναν!

Ὅλαι αἱ ἀνησυχίαι καὶ ἀνοησίαι τοῦ πλουσίου ἔγκεινται εἰς τὸ ὅτι δὲν ἤθελε οὗτος νὰ κάμῃ ἐλεημοσύνην, ὥστε νὰ στείλῃ τὰ ἀγαθά του εἰς τὴν ἄλλην ζωήν.

4.

Ἡ ὀλέθρια ἀφροσύνη (Λουκ. ιβ΄ 16-21)

Καραβιδόπουλος Ἰωάννης (Καθηγητής Πανεπιστημίου)

«Κάποιος ἀπὸ τὸ πλῆθος εἶπε στὸν Ἰησοῦ: «Διδάσκαλε, πὲς στὸν ἀδερφό μου νὰ μοιράσουμε τὴν κληρονομιά μας». Κι ὁ Ἰησοῦς τοῦ ἀπάντησε: «’Ἀνθρωπέ μου, ἐγὼ δὲν εἶμαι δικαστὴς γιὰ νὰ χωρίζω τὴν περιουσία σας». Καὶ στὸ πλῆθος εἶπε: «Νὰ προσέχετε καὶ νὰ φυλάγεστε ἀπὸ κάθε εἴδους πλεονεξία, γιατί τὰ πλούτη, ὅσο περίσσια κι ἂν εἶναι, δὲ δίνουν στὸν ἄνθρωπο τὴν ἀληθινὴ ζωή». Τοὺς εἶπε μάλιστα τὴν ἑξῆς παραβολή: «Κάποιου πλούσιου ἀνθρώπου τὰ χωράφια ἔδωσαν ἄφθονη σοδειά. Τότε ἐκεῖνος σκεφτόταν καὶ ἔλεγε: “τί νὰ κάνω; Δὲν ἔχω μέρος νὰ συγκεντρώσω τὰ γεννήματά μου! Ἀλλὰ νὰ τί θὰ κάνω”, εἶπε. “Θα γκρεμίσω τὶς ἀποθῆκες μου καὶ θὰ χτίσω μεγαλύτερες γιὰ νὰ συγκεντρώσω ἐκεῖ ὅλη τὴ σοδειά μου καὶ τ’ ἀγαθά μου. Μετὰ θὰ πῶ στὸν ἑαυτό μου: τώρα ἔχεις πολλὰ ἀγαθά, ποὺ ἀρκοῦν γιὰ χρόνια πολλά• ξεκουράσου, τρῶγε, πίνε, διασκέδαζε”. Τότε τοῦ εἶπε ὁ Θεός: “ἀνόητε. Αὐτὴ τὴ νύχτα θὰ παραδώσεις τὴ ζωή σου. Αὐτά, λοιπόν, ποὺ ἑτοίμασες σὲ ποιὸν θὰ ἀνήκουν;” Αὐτά, λοιπόν, παθαίνει ὅποιος μαζεύει πρόσκαιρους θησαυροὺς καὶ δὲν πλουτίζει τὸν ἑαυτό του μὲ ὅ,τι θέλει ὁ Θεὸς» (Λουκ. 12, 16-21).

Ἡ συγκέντρωση ἀγαθῶν ποὺ ἐξυπηρετοῦν τὴ ζωὴ ἀποτελεῖ μία πολὺ φρόνιμη καὶ λογικὴ ἐνέργεια γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ μάλιστα γιὰ τὸν οἰκογενειάρχη ποὺ ἀπὸ τὴν ἐργατικότητα καὶ προνοητικότητά του ἐξαρτᾶται ἡ ζωὴ τῶν μελῶν τῆς οἰκογένειάς του. Τὴν ὀκνηρία καὶ ἀπρονοησία κανεὶς ποτὲ δὲν ἐπαίνεσε. Γιατί λοιπὸν παρ’ ὅλα αὐτὰ ὁ πλούσιος τῆς σημερινῆς παραβολῆς χαρακτηρίζεται ὡς «ἄφρων»; Γιὰ τοὺς ἑξῆς λόγους: α) Πρῶτα-πρῶτα γιατί ὁ ὁρίζοντας τοῦ κόσμου γι’ αὐτὸν τελειώνει στὰ ὅρια τοῦ ἑαυτοῦ του. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι στὴ διήγησή μας ἐπικρατεῖ ἡ κτητικὴ ἀντωνυμία «μου». Ὁ πλησίον εἶναι ἀνύπαρκτος γιὰ τὴ σκέψη καὶ τὴ ζωὴ τοῦ πλουσίου μας. β) Γιατί νομίζει ὅτι ἡ ὑλικὴ εὐδαιμονία του εἶναι ἀτέρμονη καὶ ὅτι δὲν πρόκειται νὰ τοῦ τὴν ἀφαιρέσει κανείς. Ἔτσι καταστρώνει μακρόπνοα σχέδια λέγοντας στὸν ἑαυτό του: «ψυχή, ἔχεις, πολλὰ ἀγαθὰ κείμενα εἰς ἔτη πολλὰ- ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου». Καὶ γ) γιατί καταπίεσε τελείως μέσα στὰ βάθη τοῦ ὑποσυνειδήτου του τὸν Θεό, νομίζοντας ὅτι τὸν ἀφάνισε καὶ γλύτωσε ἀπὸ τὸν ἔλεγχό του.

Νὰ λοιπὸν ποὺ βρίσκονται τὰ ὅρια ἀνάμεσα στὴ φρόνηση καὶ στὴν ἀφροσύνη, ἀνάμεσα στὴ λογικὴ προνοητικότητα καὶ στὴν παράλογη ἀποθεματοποίηση ἀγαθῶν. Στὴ μία περίπτωση διευκολύνει κανεὶς καὶ ἐξυπηρετεῖ τὴ ζωὴ τὴ δική του καὶ τῶν οἰκείων του, στὴν ἄλλη τὴν καταστρέφει, γιατί δημιουργεῖ ἀγχώδεις καταστάσεις ἀπὸ τὶς ὁποῖες δύσκολα ἐλευθερώνεται. Πραγματικά, ἡ χωρὶς λόγο συσσώρευση ἀγαθῶν προκαλεῖ ἄγχος καὶ προβλήματα, ὀφείλεται δὲ κατὰ βάση στὸν πόθο τοῦ ἀνθρώπου νὰ ξεφύγει ἀπὸ τὴ σκέψη τοῦ θανάτου. Ἔτσι μαζεύει ὑλικὰ ἀγαθά, ὀχυρώνεται μέσα σ’ αὐτά, γιὰ νὰ αἰσθανθεῖ ἀσφαλὴς καὶ σίγουρος, μὲ συνέπεια νὰ πετρώσει ἡ καρδιά του γιὰ τὸν διπλανό του, ὁ ὁποῖος τοῦ εἶναι τελείως ἀδιάφορος ἢ καὶ ἀνύπαρκτος. Κι ὅταν λέμε ἀγαθά, ἂς μὴ πηγαίνει ὁ νοῦς μας μόνο στὰ χρήματα. Ὑπάρχουν τόσα ἄλλα πράγματα ποὺ θεωροῦνται σὰν μέσα ποὺ ἐξασφαλίζουν τὸν ἄνθρωπο. Εἶναι οἱ γνώσεις, ἡ ἐπιστήμη, τὰ ἀξιώματα, οἱ τίτλοι, οἱ γνωριμίες, οἱ δεσμοί. Καὶ ἐδῶ πρέπει νὰ χαράξει κανεὶς τὰ ὅρια ἀνάμεσα στὴ φρόνιμη ἱεράρχηση τῶν ἀγαθῶν καὶ στὴν ἄφρονα ἢ ἀγχώδη ἀναζήτηση στηριγμάτων γιὰ μία ζωὴ χωρὶς τὸ φόβο τοῦ τερματισμοῦ της. Εἶναι πράγματι ἀφροσύνη νὰ ξεχάσει κανεὶς ὅτι ὅλα αὐτὰ ποὺ ἀναφέραμε προηγουμένως δὲν εἶναι τρόποι ἐξασφαλίσεως τοῦ ἐγὼ ἔναντι τῶν ἄλλων ἀλλὰ μέσα ἐξυπηρετήσεως εἴτε τοῦ ἐγὼ εἴτε τῶν ἄλλων κι εἶναι ἀφροσύνη ἀκόμη νὰ νομίζουμε ὅτι μ’ αὐτὰ γίναμε πανίσχυροι, ἐκθρονίσαμε τὸν Θεὸ καὶ ξεφύγαμε τὸ θάνατο.

Ἔρχονται στιγμὲς ποὺ σ’ ἕνα ξέσπασμα τῆς καταπιεσμένης συνειδήσεώς μας ἀκούγεται ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ καὶ θυμίζει ἀλήθειες ξεχασμένες καὶ πραγματικότητες ποὺ θελήσαμε νὰ τὶς παρακάμψουμε. Σ’ αὐτὲς τὶς στιγμὲς βλέπει κανεὶς τὴ γύμνια καὶ τὴν ἀφροσύνη του παρ’ ὅλο ποὺ νόμιζε ὅτι ἦταν θωρακισμένος μὲ πολλὰ ἀγαθὰ καὶ ὅτι ἡ ὀργάνωση τῆς ζωῆς του ἦταν ἄρτια καὶ ἀπρόσβλητη. Πολὺ εὔκολα ξεγελιέται κανείς! Κι αὐτὸ ἀκριβῶς θέλει νὰ τονίσει ἡ σημερινὴ παραβολή: Ἡ ἀνασφάλεια ποὺ αἰσθάνεται ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ τὴ φθορὰ ποὺ βασιλεύουν μέσα στὸν κόσμο δὲν θεραπεύεται μὲ τὴ συσσώρευση ὑλικῶν ἀγαθῶν, μὲ τὴ δημιουργία ὑποκατάστατων τοῦ Θεοῦ, μὲ τὴν ὀχύρωση τοῦ ἑαυτοῦ μας σὲ ψεύτικα καὶ εὐπρόσβλητα χαρακώματα. Ἀσφαλὴς καὶ σώφρων εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος, χωρὶς νὰ παραμελεῖ τὶς βιοτικὲς ἀνάγκες του, βλέπει τὸν Θεὸ σὰν πηγὴ τῆς ζωῆς καὶ δωρητὴ τῶν ἀγαθῶν. Ἀλλιῶς, μόνο ὡς ἄφρων μπορεῖ νὰ χαρακτηρισθεῖ, μὲ ὅλες τὶς τραγικὲς συνέπειες τῆς ἀφροσύνης του.

5.

Εἶπε δὲ ὁ Θεός: Ἄφρων (Λουκ. ιβ΄16-21)

Δορμπαράκης Γεώργιος (Πρωτοπρεσβύτερος)

α. Ἂν ἡ προηγουμένη Κυριακὴ πρόβαλε ὡς πρότυπο ζωῆς πρὸς ἔνταξη στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ τὸν εὔσπλαχνο Σαμαρείτη, τὸν ἀνιδιοτελῆ ἄνθρωπο τῆς ἔμπρακτης ἀγάπης, ἡ σημερινὴ Κυριακὴ προβάλλει τὸ ἀρνητικὸ κακέκτυπο: τὸν ἄφρονα πλούσιο, τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἡ μόνη ἔγνοια του ἦταν πῶς νὰ ἔχει καὶ νὰ κατέχει τὰ ὑλικά του ἀγαθά, πῶς νὰ αὐξάνει τὰ γεννήματά του, σὲ βαθμὸ τέτοιο, ποὺ τελικῶς νὰ δυστυχεῖ μέσα στὴν ὑποτιθέμενη «εὐτυχία» του: ἡ καρποφορία τῶν χωραφιῶν του τὸν κάνει νὰ γεμίζει ἀπὸ ἄγχος καὶ στενοχώρια. Μέχρις ὅτου ἐμφανίζεται ἀπὸ τὸ «πουθενὰ» ὁ παράγων Θεός, γιὰ νὰ βάλει τέλος στοὺς προβληματισμοὺς καὶ τὶς λύσεις του: «σήμερα θὰ πεθάνεις! Ζητᾶνε τὴν ψυχή σου!» Κι ὁ θάνατος ἔρχεται ὡς τὸ ὅριο ποὺ φωτίζει τὴν ποιότητα τῆς ὅλης προγενέστερης ζωῆς του, ποὺ τοῦ ἀνοίγει τὰ μάτια γιὰ νὰ δεῖ ὅτι τελικῶς ὅλα τὰ χρόνια ποὺ πέρασαν ἦταν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ μία ἀνοησία. «Εἶπε δὲ ὁ Θεός: Ἄφρων!»

β. 1. Δὲν πρόκειται γιὰ ἐκτίμηση καὶ ἀξιολόγηση ἑνὸς ἀνθρώπου, ποὺ θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ ἀμφισβητήσει τὸ περιεχόμενό της. Ποιὸς ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ κατέχει τὸ ἀλάθητο; «Ὁ νόμος τοῦ ἀνθρώπινου μυαλοῦ εἶναι ἡ πλάνη» σημειώνουν οἱ ἅγιοι Πατέρες μας. Οὔτε πρόκειται γιὰ μία κρίση, ποὺ μπορεῖ νὰ κινεῖται στὸ ἐπίπεδο τῆς κατάκρισης, καρποῦ ζηλοφθονίας καὶ ἐμπάθειας. Μία τέτοια ἐμπαθὴς κρίση δὲν ἐπιτρέπεται ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ, διότι ὑφαρπάζει δικαίωμα ποὺ ἀνήκει μόνον σ’ Ἐκεῖνον. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος τὸ ἐπισημαίνει: «Μὴ κρίνετε, ἵνα μὴ κριθῆτε». «Ἐὰν δὲ κάποιος χαρακτηρίσει τὸν ἀδελφό του «ἀνόητο» εἶναι ἔνοχος ἐνώπιον τῆς κρίσεως τοῦ Θεοῦ».

Ἐδῶ, στὸ περιστατικὸ ποὺ περιγράφει ὁ Κύριος γιὰ τὸν πλούσιο, ἔχουμε τὴν κρίση τοῦ ἴδιου του Θεοῦ, δηλαδὴ Ἐκείνου ποὺ ἡ κρίση Του εἶναι ἀπολύτως δίκαιη, διότι «γυμνὰ καὶ τετραχηλισμένα τὰ πάντα ἐνώπιόν Του», συνεπῶς ἀνοίγει τὰ μάτια τοῦ ἀνθρώπου, ὥστε νὰ δεῖ κι αὐτὸς τὸ ἀποτέλεσμα τῶν ἐπιλογῶν καὶ τῶν συμπεριφορῶν τῆς ζωῆς του. Κι εἶναι ἡ μόνη ἀληθινὴ κρίση, διότι πηγάζει ἀπὸ Ἐκεῖνον ποὺ ἡ ἀγάπη Του πρὸς τὰ πλάσματά Του εἶναι ἄπειρη καὶ συνεπῶς ἔχει πάντοτε γνήσιο ἐνδιαφέρον γι’ αὐτά. Μόνον ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾶ μπορεῖ καὶ νὰ κρίνει ὀρθά, πέρα ἀπὸ στρεβλώσεις τῶν ἐμπαθῶν κινημάτων τῆς καρδιᾶς του. Ὅπως τὸ λέει καὶ πάλι ὁ Κύριος: «Μὴ κρίνετε κατ’ ὄψιν, ἀλλὰ τὴν δικαίαν κρίσιν κρίνατε». Καὶ δικαία κρίση εἶναι αὐτὴ ποὺ πηγάζει ἀπὸ καρδιὰ ποὺ ἀγαπᾶ. Ἡ ἄπειρη ἀγάπη λοιπὸν τοῦ Θεοῦ ἀποδεικνύει καὶ τὴν ἀληθινότητα τῆς κρίσεώς Του.

2. Κι ἀκόμη περισσότερο: ἡ κρίση αὐτὴ τοῦ Θεοῦ, ὅπως φαίνεται στὸ περιστατικὸ τῆς παραβολῆς, ἠχεῖ πολὺ πένθιμα, σὰν καμπάνα ποὺ σημαίνει τὸν θάνατο κάποιου, διότι ὄχι μόνον εἶναι ἀληθινή, ἀλλὰ καὶ τελεσίδικη καὶ ἀμετάκλητη: λέγεται τὴν ὥρα τοῦ θανάτου, ποὺ ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔχει ἄλλο περιθώριο ἀλλαγῆς του. Ὁ θάνατος συνιστᾶ τὸ ἀπόλυτο ὅριο, μετὰ τὸ ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος ἁπλῶς κρίνεται γιὰ ὅλο τὸ περιεχόμενο τῆς ζωῆς του, γιὰ ὅ,τι ἔπραξε, γιὰ ὅ,τι εἶπε, γιὰ ὅ,τι σκέφτηκε ἀκόμη. «Ἀπόκειται τοῖς ἀνθρώποις ἅπαξ ἀποθανεῖν, καὶ μετὰ τοῦτο κρίσις» κατὰ τὸν ἀπόστολο. Ὅ,τι διάφορες φιλοσοφίες καὶ θρησκεῖες ἔχουν διδάξει περὶ μεταλλαγῆς τοῦ ἀνθρώπου, περὶ μετενσάρκωσης ἢ μετεμψύχωσής του σὲ ἄλλες καταστάσεις, μέσα στὸν κόσμο τοῦτο, ἀποτελοῦν φληναφήματα καὶ ἀνοησίες, ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὸν σκοτισμένο λόγω τῆς ἁμαρτίας καὶ τῶν παθῶν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ἀλήθεια ποὺ ἀπεκάλυψε ὁ Κύριος εἶναι κρυστάλλινη: ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸν θάνατό του κρίνεται ἀπὸ τὸν Θεό, κατὰ μερικὸ πρῶτα τρόπο, λόγω τῆς συνέχειας μόνο τῆς ψυχῆς του, κι ἔπειτα, κατὰ τὴ Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου, θὰ κριθεῖ καὶ γενικά, διότι τότε μὲ τὴν Παρουσία αὐτὴ τοῦ Κυρίου θὰ ἀναστηθεῖ καὶ τὸ σῶμα του, ὥστε ἑνωμένο μὲ τὴν ψυχὴ νὰ σταθεῖ ἐνώπιον τοῦ φοβεροῦ βήματός Του. Ἡ γενικὴ αὐτὴ ὅμως κρίση δὲν θὰ εἶναι διαφορετικὴ ἀπὸ τὴν πρώτη. Ἁπλῶς θὰ εἶναι ἐπιτεταμένη, διότι θὰ συνυπάρχει μαζὶ μὲ τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα. Καὶ βεβαίως ἡ κρίση αὐτὴ ὁδηγεῖ εἴτε στὴν αἰώνια ζωὴ εἴτε στὴν αἰώνια κόλαση, μὲ τὴν ἔννοια τοῦ πῶς «εἰσπράττει» ὁ ἄνθρωπος τὴ μία καὶ ἑνιαία ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρὸς ὅλους: εἴτε θετικά, ἂν φεύγει ἀπὸ τὴ ζωὴ αὐτὴ ἐν μετανοίᾳ εἴτε ἀρνητικά, ἂν φεύγει ἐναντιωμένος πρὸς τὸν Θεὸ ἢ μὲ ἀδιαφορία πρὸς Αὐτόν.

3. Ποιὰ ἦταν τὰ γνωρίσματα τῆς ζωῆς τοῦ ἄφρονος πλουσίου, ποὺ ὁδήγησαν στὸν χαρακτηρισμό του ὡς ἄφρονος καὶ ἀνοήτου; Πότε συνεπῶς κάποιος ζεῖ ἀνόητα, κατὰ τὴν κρίση τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ;

(α) Ὄχι ἀσφαλῶς ἐπειδὴ «εὐφόρησεν ἡ χώρα του». Ἡ εὐφορία αὐτὴ τῶν χωραφιῶν του ὑπῆρξε μία εὐλογία ποὺ τοῦ δόθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ – δὲν φαίνεται νὰ κοπίασε γι’ αὐτὴν ὁ πλούσιος· ὁ Θεὸς ἁπλῶς ἐπέτρεψε νὰ συμβεῖ, προφανῶς γιὰ νὰ τοῦ δώσει εὐκαιρία νὰ ἀνοιχτεῖ στὸν συνάνθρωπο. Ἀλλὰ ἐκεῖνος πῶς τὴν ἀντιμετώπισε; Μ’ ἕναν ἀπόλυτα ἐγωιστικὸ τρόπο. Πέντε «μου» τῆς προσωπικῆς ἀντωνυμίας μετρᾶμε στὸν προβληματισμό του: «ποῦ συνάξω τοὺς καρπούς μου;..Καθελῶ μου τὰς ἀποθήκας…καὶ συνάξω ἐκεῖ πάντα τὰ γεννήματά μου καὶ τὰ ἀγαθά μου, καὶ ἐρῶ τὴ ψυχή μου». Τὰ πάντα περιστρέφονται γύρω ἀπὸ τὸν ἑαυτό του. Δὲν ὑπάρχει ἴχνος προβληματισμοῦ γιὰ τὸν ὁποιονδήποτε συνάνθρωπό του, ἔστω καὶ συγγενῆ του. Ἔτσι ἡ ἀφροσύνη του ἦταν ὁ ἐγωιστικὸς τρόπος σκέψεως καὶ ζωῆς του.

(β) Αὐτὸς ὁ ἐγωισμός του, ὡς νοσηρὴ στροφὴ μόνον στὸν ἑαυτό του, δὲν περιέχει ἴχνος ἀναφορᾶς καὶ πρὸς τὸν Θεό. Συνήθως, ἀκόμη καὶ σὲ ἀσχέτους πρὸς τὴν πίστη τοῦ Θεοῦ ἀνθρώπους, σὲ στιγμὲς εὐτυχίας τοὺς ἀκοῦμε καὶ ἕνα «δόξα τῷ Θεῷ». Ἐδῶ, δὲν ὑπάρχει τίποτε τέτοιο: καμία δοξολογικὴ ἐνατένιση τοῦ Θεοῦ, γιὰ κάτι ποὺ ἐξώφθαλμα σχετιζόταν μ’ Ἐκεῖνον: εἴπαμε ὅτι ἡ εὐφορία τῆς γῆς του δὲν εἶχε νὰ κάνει μὲ καμία ἀπὸ τὶς δικές του προσπάθειες. Ἦταν μία δωρεὰ τοῦ Θεοῦ. Τί σημαίνει αὐτό; Ὅτι ἡ ἀφροσύνη του δὲν ἔχει ἀποκλείσει μόνον τὸν συνάνθρωπο, ἀλλὰ καὶ τὸν ἴδιο τὸν Θεό, τὸν χορηγό τοῦ πλούτου του. Κι εἶναι τοῦτο πράγματι ποὺ ἐπισημαίνει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ: «εἶπεν ἄφρων ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ· οὐκ ἔστιν Θεός». Μπορεῖ θεωρητικὰ νὰ μὴν ἀκούγεται στὴν παραβολὴ ἡ ἀθεΐα τοῦ πλουσίου, διαπρυσίως ὅμως καταγγέλλεται αὐτὴ στὸ ἐπίπεδο τῆς ζωῆς του. Κι αὐτὸ εἶναι τὸ πιὸ καθοριστικό.

(γ) Ἡ διαγραφὴ τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ ἀνθρώπου ὅμως φέρνει ἄγχος. Ἀντὶ ὁ πλουτισμὸς νὰ τοῦ δίνει χαρὰ – ὡς εὐκαιρία, εἴπαμε, προσφορᾶς χαρᾶς σὲ ἄλλους – τοῦ προσθέτει θλίψη καὶ στενοχώρια. Ἀλλὰ πάντοτε αὐτὸ εἶναι τὸ τίμημα τοῦ ἐπιλέγοντος τὸν ἐγωιστικό, δηλαδὴ τὸν ἁμαρτωλό, τρόπο ζωῆς. Τὸ σημειώνει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «θλίψις καὶ στενοχωρία παντὶ τῷ ἐργαζομένῳ τὸ κακόν». Ὁ ἄφρων πλούσιος, δηλαδή, ἤδη ἀπὸ τὴ ζωὴ αὐτὴ ζοῦσε μὲ στοιχεῖα κόλασης. Ἡ πορεία του ἦταν προδιαγεγραμμένη, ἐφόσον δὲν ἔδειχνε σημεῖα μετάνοιας. Κι ἐπιπλέον: τὸ ἄγχος του γιὰ τὸ «ἔχει» του, σὰν τοῦ «ἔκλεβε» καὶ τὸ μυαλό του: τὸν ἔκανε νὰ ἀδυνατεῖ νὰ σκεφτεῖ τὸ αὐτονόητο, ὅτι δηλαδὴ τὰ γεννήματά του, κλεισμένα σὲ ἀποθῆκες, θὰ σάπιζαν. Συνήθως ὁ ἐγωιστὴς ἄνθρωπος χάνει καὶ τὴν ὅποια «ἐξυπνάδα» του.

(δ) Ἡ ἀφροσύνη του ὅμως ἔγκειται καὶ στὴν ψευδαίσθηση τῆς ἀληθινῆς ζωῆς. Ὁ πλούσιος δὲν ἐλάμβανε ὑπόψη του τὸ πιὸ βέβαιο γεγονὸς τῆς ζωῆς: τὴν ὕπαρξη τοῦ θανάτου. Ὁ προβληματισμός του, βλέπουμε, κινεῖται σὲ ἐπίπεδο σχεδὸν «αἰωνιότητας» γι’ αὐτὸν τῆς παρούσας ζωῆς. «Ψυχή, ἔχεις πολλὰ ἀγαθά, κείμενα εἰς ἔτη πολλά». Πράγματι, θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι κυριολεκτικὰ «πετάει στὰ σύννεφα». Τὸ φαντασιακὸ ἐπίπεδο εἶναι ὁ χῶρος τῆς ζωῆς του. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ «προσγείωση» ἔρχεται τόσο ἀπότομα καὶ «ἀνώμαλα» γι’ αὐτόν.

4. Τὰ κύρια αὐτὰ στοιχεῖα τῆς ἀφροσύνης τοῦ πλουσίου, ποὺ ὁδηγοῦν, ὅπως εἴπαμε, σ’ ἕνα τέλος τραγικὸ – ὄχι μόνον ἔρχεται ὁ θάνατος, ἀλλὰ ἔρχεται μὲ μία συνοδεία «δυνάμεων» ξένων πρὸς τὸν Θεό: «τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπό σοῦ», ἄρα δείχνουν καὶ τὴν αἰώνια συνέχεια ἐκτὸς Θεοῦ – μᾶς ὁδηγοῦν ἐκ τοῦ ἀντιθέτου στὴν ἐπισήμανση τῶν στοιχείων ποὺ ἐπαινοῦνται ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ μποροῦν νὰ χαρακτηριστοῦν ὡς ἐμφροσύνη καὶ σωφροσύνη. Πρόκειται γιὰ τὸν «πλουτισμὸν κατὰ Θεόν», ποὺ λέει ὁ Κύριος στὴν κατακλείδα τῆς παραβολῆς, ποὺ κάνει τὸν ἄνθρωπο ποὺ τὸν ἔχει νὰ βρίσκεται μὲ τὸν Θεὸ καὶ νὰ χαίρεται ἀενάως τὴ χαρὰ τῆς παρουσίας Του. Πῶς λοιπὸν πρέπει νὰ ζεῖ ὁ ἄνθρωπος, ὥστε στὸ τέλος του νὰ ἀκούσει μὲ χαρὰ ὅτι εὐαρέστησε τὸν Θεό; Μά, ἀσφαλῶς, πρῶτον, νὰ στέκεται καλὰ ἔναντι τοῦ συνανθρώπου του, δηλαδὴ μὲ ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη καὶ εἰλικρινὲς ἐνδιαφέρον, ἔστω κι ἂν τοῦτο μπορεῖ νὰ σημαίνει καὶ θυσία γι’ αὐτόν. Τὸ παράδειγμα τοῦ καλοῦ Σαμαρείτη, ὅπως εἴπαμε, συνιστᾶ καθοδηγητικὸ στοιχεῖο ἐπ’ αὐτοῦ. Δεύτερον, νὰ πιστεύει καὶ νὰ ἀγαπᾶ τὸν Θεό. Γιὰ τὸν σώφρονα ἄνθρωπο, ὁ Θεὸς δὲν εἶναι ἀμελητέα ἢ ἀνύπαρκτη κατάσταση, ἀλλὰ τὸ κέντρο τῆς ζωῆς του. Προτεραιότητά του συνεπῶς εἶναι τὸ πῶς θὰ θεμελιώνει ἀδιάκοπα τὴ ζωή του, τὶς σκέψεις του, τὰ λόγια του, τὴ συμπεριφορά του, στὸ θέλημα Ἐκείνου. Μὲ ἀποτέλεσμα νὰ νιώθει ὡς τὸ παιδὶ στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Πατέρα του. Ὁ σώφρων ἄνθρωπος, ἔτσι, τρίτον, δὲν ζεῖ μὲ ἄγχη καὶ ἀνασφάλειες, ἀλλὰ ἡ πάντα νοῦν ὑπερέχουσα εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ βραβεύει τὸν νοῦ καὶ τὴν καρδιά του. Καὶ βεβαίως, τέλος, ὁ σώφρων, στὸν ὁποῖο εὐαρεστεῖται ὁ Θεός, ἔχει συναίσθηση τῆς προσωρινότητας καὶ τῆς φθαρτότητάς του. «Καθ’ ἡμέραν ἀποθνήσκει», ὅπως λέει καὶ ὁ ἀπόστολος, μὲ τὴν ἔννοια ὅτι δὲν τρέμει τὸν θάνατο, ἀλλὰ τὸν προσδοκᾶ μὲ χαρά, γνωρίζοντας ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς θὰ παραλάβει τὴν ψυχή του καὶ ὄχι κάποιοι ποὺ τὸ μόνο ποὺ ἐπιζητοῦν εἶναι ἡ δυστυχία του.

γ. Τί ἄραγε ἐπιθυμοῦμε νὰ ἀκούσουμε καὶ ἐμεῖς στὸ τέλος τῆς ζωῆς μας ὡς κριτικὴ γι’ αὐτὴν ἀπὸ τὸν Θεό; «Ἄφρων» ἢ «σώφρων καὶ ἔμφρων;» Τὸ ἐρώτημα μεταφράζεται: θησαυρίζουμε γιὰ τὸν ἑαυτό μας ἢ πλουτίζουμε κατὰ Θεόν; Κι εἶναι τοῦτο ἡ καθημερινὴ καὶ ἀδιάκοπη πρόκληση ἐπιλογῆς μας σὲ κάθε κίνηση τῆς ὕπαρξής μας. Στὴ μία περίπτωση, τὸ κέντρο βάρους εἶναι ὁ κόσμος μὲ τὴ φθαρτότητά του καὶ τὴ διαρκῆ ταραχή του, ὑπὸ τὴν κυριαρχία τοῦ διαβόλου, τοῦ ἄρχοντος τοῦ κόσμου τούτου. Στὴν ἄλλη, τὸ κέντρο βάρους εἶναι ὁ Θεὸς καὶ τὸ ἅγιο θέλημά Του, μὲ ὅλες τὶς χαρὲς καὶ τὴ δόξα ποὺ συνοδεύουν τὴν παρουσία Του. Ὁ Χριστιανὸς βεβαίως δὲν προβληματίζεται: ἐπιλέγει πάντοτε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἐπιλέγει δηλαδὴ ὄχι μόνον τὸ αἰώνιο, ἀλλὰ καὶ τοῦ κόσμου τούτου ἀληθινὸ συμφέρον του.

6.

 Μοναξιὰ καὶ ἀγωνία (Λουκ. ιβ΄16-21)

Νικολόπουλος Ἱερώνυμος (Ἀρχιμανδρίτης)

Οἱ ἄνθρωποι δέν δικαιοῦνται νά κατηγοροῦν τήν Ἐκκλησία. Καί τοῦτο διότι ὡς στοργική μητέρα ὅλων, ἀσχέτως ἄν κάποιοι ἐπιμένουν νά τήν ἀρνοῦνται, ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία φροντίζει καί παρέχει ὑποθῆκες ζωῆς, τόσο μέσω τῶν ἁγιογραφικῶν κειμένων, ὅσο καί μέσω τῆς ἑρμηνείας τους. Μάλιστα δέ οἱ ὑποθῆκες εἶναι τέτοιες πού γίνονται ἀντικειμενικά παραδεκτές καί ἔχουν γενικότερη ἐφαρμογή. Βεβαίως, πολλοί ἀντιπαρέρχονται τό γεγονός ὅτι οἱ προτάσεις ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας ἔχουν ὡς προοπτική τήν οὐσιαστική σχέση καί βίωση τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, συνομολογοῦν ὅμως, ὅτι ἀποτελοῦν τήν ὑγιέστερη βάση γιά τήν ὀργάνωση καί διάρθρωση τῆς ἀνθρώπινης κοινωνίας.

Τό παράξενο εἶναι πώς ἐνῶ παραδέχονται τήν ὠφέλεια τοῦ ὀρθόδοξου τρόπου ζωῆς, ἤ ἔστω αἰσθάνονται ἀνομολόγητα τό ὀρθό τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἤθους, ἐπιμένουν νά ἀρνοῦνται τήν υἱοθέτησή του ἐμμένοντας σέ ἀγκυλώδη πιστεύματα καί ἀνάδελφες πρακτικές, ὑπεύθυνες γιά τήν πολλαπλή ὑπονόμευση καί διάβρωση τοῦ κοινωνικοῦ ἱστοῦ καί τῶν ἀνθρώπινων σχέσεων. Ἔτσι, ἡ Ἐκκλησία μέ τήν προαιώνια πείρα της δέν παύει νά προειδοποιεῖ, καί οἱ ἄνθρωποι ὡς ἄτακτα παιδιά δέν παύουν νά πιστεύουν ὅτι «ξέρουν καλύτερα». Κι ἡ Ἐκκλησία αὐτό τό σέβεται, γιατί σκοπός της δέν εἶναι νά ὑποχρεώσει, νά πειθαναγκάσει καί νά ἐπιβάλλει, ἀλλά νά πείσει σεβόμενη τήν ἀνθρώπινη ἐλευθερία, νά ἐμπνεύσει ξυπνώντας τόν ἄνθρωπο ἀπό τόν λήθαργό του καί νά ὑποστηρίξει τήν πορεία πρός τήν αἰωνιότητα τῆς θείας Βασιλείας.
Τό κυνήγι τοῦ πλούτου

Κομβικό σημεῖο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἠθικῆς, πρωταρχικό μέλημα στή διαπαιδαγώγηση τοῦ ἀνθρώπου, καταλύτη στή λήψη τῶν ὅποιων ἀποφάσεων θεωρεῖ ἡ Ἐκκλησία τήν τοποθέτηση τοῦ πλούτου. Ὄχι γενικότερα ἔναντι τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν ἤ τῆς ὕλης αὐτῆς καθ’ ἑαυτῆς, τά ὁποῖα ὡς δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ ἀντιμετωπίζονται ἀναλόγως. Ἀλλά τοῦ πλούτου εἰδικά. Δηλαδή, τῆς διάθεσης τοῦ ἀνθρώπου νά κατοχυρώσει ὑπέρ του μέ ὅποιον τρόπο καί σέ ὅποια μορφή, πλεονάσματα ὑλικῶν ἀγαθῶν, τά ὁποῖα δέν τοῦ χρειάζονται γιά νά καλύψει ἄμεσες καί πρωταρχικές του ἀνάγκες. Καί μάλιστα μέ τρόπο ὑποβολιμαῖο, συναρτώμενο πολλές φορές μέ ἀθέμιτα μέσα στήν ἀπόκτησή του καί ἀνήθικους σκοπούς στή διάθεσή του.

Στή σημερινή εὐαγγελική περικοπή ὁ Κύριος διηγεῖται τήν παραβολή τοῦ ἄφρονος πλουσίου. Τί παράξενο ἀλήθεια. «Ἄφρων» στήν Ἁγία Γραφή χαρακτηρίζεται ἀφ’ ἑνός ἐκεῖνος πού στρέφει τά νῶτα του στόν Θεό καί ἀφ’ ἑτέρου ἐκεῖνος πού προσκολλᾶται στόν πλοῦτο, ἴσως γιατί τό ἕνα δέν εἶναι ἄσχετο μέ τό ἄλλο. Εἶναι κοινή διαπίστωση τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, τῶν Οἰκουμενικῶν Διδασκάλων τοῦ ἀνθρώπινου γένους, ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἀρνεῖται τή σχέση μέ τόν Θεό, πιστεύοντας ὅτι «δέν τόν συμφέρει», γιατί συνήθως ἡ καρδιά του εἶναι κολλημένη ἀλλοῦ, συνήθως στό κυνήγι τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν, στό ἐδῶ καί τώρα.

Τί κάνει ὁ ἄφρων πλούσιος; Ταλαιπωρεῖται. Ἤ καλύτερα, αὐτοταλαιπωρεῖται, μιᾶς πού εἶναι ὑπεύθυνος γιά τή δυστυχία του. Τό πρῶτο πού μποροῦμε εὔκολα νά παρατηρήσουμε στήν εὐαγγελική διήγηση εἶναι τό προφανές της ἀγωνίας τοῦ πλουσίου νά ἐξασφαλίσει τόν πλοῦτο του. Παράξενο. Κοινό πίστευμα τῆς πλειοψηφίας τῶν ἀνθρώπων εἶναι ὅτι ὁ πλοῦτος ἐξασφαλίζει, γι’ αὐτό καί ἔχουν ἀγωνία νά τόν ἀποκτήσουν καί νά τόν κατοχυρώσουν. Κι ἐδῶ ἔρχεται ἡ Ἐκκλησία γιά νά τονίσει τήν ἀλήθεια ὅτι ὁ πλοῦτος εἶναι κακός ἀφέντης, πού ὑποδουλώνει τόν ἄνθρωπο καί τόν ταλαιπωρεῖ ὅσο περισσότερο προσκολλᾶται σέ αὐτόν. Ἡ ἀγωνία τοῦ πλουσίου νά μή χάσει οὔτε τό ἐλάχιστο ἀπό τά ἀποκτήματά του, τόν ὑποβάλλει σέ σωρεία φροντίδων, περιττῶν ἐνεργειῶν, ἔμπονων προσπαθειῶν γιά νά τά ἐξασφαλίσει ὑπέρ τοῦ ἑαυτοῦ του, «ἀπολαμβάνοντας» μόνο ἀνασφάλεια καί φοβία γιά τήν ἀπώλειά τους.
Τό τελικό ἀποτέλεσμα

Κάτι πού δέν ἀναφέρεται ρητά στό Εὐαγγέλιο, παρατηρεῖται ὅμως εὔκολα στήν ὅλη διήγηση, εἶναι ἡ μοναξιά πού χαρακτηρίζει τόν ἄφρονα πλούσιο. Δέν κάνει κανένα διάλογο, δέν συμβουλεύεται κανέναν, ἀποφασίζει γιά ὅλα μόνος του μέ ἀπόλυτη αὐτοπεποίθηση καί μοναδικό προσανατολισμό τή διαφύλαξη τοῦ πλούτου του γιά τόν ἐαυτό του. Τελικά, ἡ ὅλη μοναξιά ὑπαγορεύεται, δημιουργεῖται καί ἐπιβάλλεται ἀπό τόν πλοῦτο. Ὁ πλούσιος εἶναι ἀνίκανος γιά σχέση ὄχι μέ τόν Θεό πού δέν βλέπει, ἀλλά μέ τούς ἀνθρώπους πού βλέπει, καθώς ὅλοι θεωροῦνται ὡς ὕποπτοι ὑφαρπαγῆς τοῦ πλούτου του. Καί ὀχυρώνεται στή μοναξιά του νομίζοντας ἐπαρκῆ συντροφιά τόν πλοῦτο.

Ἀκριβῶς στή στιγμή πού πιστεύει ὅτι ἐπιτέλους κατοχύρωσε τόν πλοῦτο καί μπορεῖ ν’ ἀρχίσει ν’ ἀπολαμβάνει τή σχέση του μαζί του, ἀκούει κάποιον ἄλλον πού ὡς ἐκείνη τή στιγμή συνειδητά παραθεωροῦσε, σκόπιμα ἀγνοοῦσε καί ἐμπρόθετα ξεχνοῦσε, νά τοῦ κάνει μιά ἐρώτηση: Ἀνόητε, ἐσύ πού ζήτησες τήν ἐξασφάλιση στόν πλοῦτο καί τοῦ ἀφιερώθηκες, αὐτή τή νύκτα πού νόμιζες ὅτι θά ξεκινοῦσε ἡ ἀναπαυτική καί ἀπολαυστική ζωή σου, αὐτή τήν ἴδια νύκτα ἔρχονται καί ζητοῦν νά πάρουν τήν ψυχή σου. Πεθαίνεις, καί αὐτά πού ἑτοίμασες, ἀκριβῶς ἐπειδή δέν μποροῦν νά σέ συνοδεύσουν, ποιοί θά τά χαροῦν;

Αὐτός πού ρωτᾶ εἶναι ὁ Κύριος της ζωῆς καί τοῦ θανάτου. Ἡ ἐρώτηση δέν ἐπιδέχεται ἀπάντηση, παρά μόνον εἶναι ἐκφραστική τοῦ ἀδιεξόδου μιᾶς ζωῆς προσκολλημένης στόν πλοῦτο. Διαζωγραφίζεται ἀνάγλυφη ἡ ἀνικανότητα τοῦ πλούτου ὄχι νά δώσει ἀπάντηση στό μυστήριο τοῦ θανάτου, ἀλλά νά δικαιολογήσει τήν ἀνάλωση ὑπέρ του μιᾶς ὁλόκληρης ζωῆς. Ἀποτυπώνεται ἡ ματαιότητα στό κυνήγι τῆς σπουδαιότερης χίμαιρας τοῦ ἀνθρώπου πού λέγεται πλοῦτος. Γι’ αὐτό καί σέ κάθε περίπτωση ἡ ἐρώτηση προκαλεῖ μόνο θλίψη.

Μιά παρατήρηση ἀκόμη. Ὁ Κύριος τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου δέν ζητᾶ τήν ψυχή τοῦ πλουσίου. Ἄλλοι προσδιορίζονται ὅτι τήν «ἀπαιτοῦν». Οἱ Πατέρες ἀντιδιαστέλλουν μεταξύ τῶν τρόπων ἐκδημίας ἑνός δικαίου καί ἑνός ἁμαρτωλοῦ. Γιά τόν δίκαιο συνήθως λέγεται ὅτι παραθέτει τήν ψυχή του στά χέρια τοῦ Θεοῦ, δηλαδή τήν καταθέτει ὡς κάτι τό ὁλοκληρωμένο, τό ὁποῖο ὁ Ἅγιος Θεός παραλαμβάνει μέ πολύ σεβασμό ὡς κάτι ἱερό.

Γιά τόν ἁμαρτωλό χρησιμοποιεῖται ἡ ἔκφραση «ἀπαιτοῦν» καί ἐννοοῦνται συνήθως οἱ δαίμονες, γιά νά φανεῖ τό δισυπόστατό της ψυχῆς ὅταν δέν ἔχει αἰώνιο προσανατολισμό, ἀλλά ἐπίγεια προσκόλληση, καθώς ἡ διαδικασία τῆς ἀποχώρησης εἶναι μεγάλο μαρτύριο. Ἀλλά καί κάτι ἄλλο διευκρινίζεται. Ἡ ψυχή τοῦ πλούτου, τήν ὁποία νόμιζε δική του, ἀποδεικνύεται ὅτι δέν εἶναι, καθώς ἔρχονται οἱ κύριοί της, αὐτοί στούς ὁποίους παραδόθηκε, αὐτοί τούς ὁποίους ὑπήκουε ἐπί γῆς, νά τήν ἀπαιτήσουν. Πόσος πόνος καί «ἐν ζωῇ καί μετά θάνατον».

Ἀδελφοί μου, ἡ σημερινή εὐαγγελική περικοπή διαβάζεται δυό χιλιάδες χρόνια τώρα σαλπίζοντας στήν ἀνθρωπότητα τή μοναξιά καί τήν ἀγωνία πού προξενεῖ ἡ παράδοση στή διεκδίκηση τοῦ πλούτου. Καί ἡ ἀνθρωπότητα ἐθελοτυφλώντας ἀδικαιολόγητα ἀφοσιώνεται σ’ αὐτή τή διεκδίκηση ἀγνοώντας τήν προειδοποίηση τῆς Ἐκκλησίας, εἰσπράττοντας πόνο, ἀδικία καί μαῦρες σελίδες ἱστορίας. Προσευχή, νά φωτίζει ὁ Ἅγιος Θεός ποῦ ἀξίζει νά προσκολληθεῖ ἡ καρδιά μας καί πῶς θά τόν ἐξασφαλίσουμε ὡς τήν αἰώνια εἰρηνική συντροφιά μας.

7.

Κυριακή Θ΄ Λουκά – Η μεγαλύτερη αφροσύνη

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ: Λουκ. ιβ΄ 16-21
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ: ΚΒ΄Κυριακῆς: Γαλ. ς΄ 11-18
Η ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΑΦΡΟΣΥΝΗ
«Ψυχή, ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ κείμενα εἰς ἔτη πολλά· ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου»
Ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς μὲ μιὰ σύν¬τομη δραματικὴ Παραβολὴ μᾶς παρουσίασε τὴ ζωὴ ἑνὸς πλουσίου, τὸν ὁ¬¬¬¬ποῖο ὁ Ἴδιος χαρακτήρισε «ἄφρονα». Καὶ ἦ¬¬¬¬ταν πράγματι «ἄφρων» ὁ ἄν¬θρωπος αὐ¬¬¬τός, ποὺ ἔζησε ὅλη του τὴ ζωὴ προσ¬κολλημένος στὰ πλούτη του καὶ τελικὰ πέθανε πρὶν προλάβει νὰ τὰ ἀπολαύσει.
Ἀξίζει λοιπὸν νὰ δοῦμε σήμερα γιατί ἡ ἐπιδίωξη ἀποκτήσεως πολλῶν ἐπίγειων ἀγαθῶν εἶναι ἀφροσύνη.
1. Διότι γεμίζει μὲ ἄγχος καὶ ἀγωνία τὸν ἄνθρωπο
Αὐτοὶ ποὺ ἐνδιαφέρονται μόνο γιὰ τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ καὶ τὶς κοσμικὲς ἀπολαύσεις, νομίζουν ὅτι μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ χαίρονται τὴ ζωή τους. Ἡ ἀλήθεια ὅμως εἶναι ἐντελῶς διαφορετική. Ἂς δοῦμε τὸν πλούσιο τῆς Παραβολῆς: τὴν ἐξαιρετικὴ εὐφορία καὶ τὴν πλούσια σοδειά του ἀκολούθησαν βασανιστικὲς σκέψεις καὶ ἀγωνιώδεις μέριμνες: «Τί ποιήσω;» ἔλεγε… Καὶ στὴ συνέχεια ἡ πλεονεξία του τὸν ὁδήγησε σὲ μιὰ ἀπόφαση ποὺ τὸν περιέπλεξε σὲ ¬μεγαλύτε¬ρες περιπέτειες: «Καθελῶ μου τὰς ἀ¬ποθή-κας καὶ μείζονας οἰκοδομήσω», εἶπε. Ἀποφάσισε δηλαδὴ νὰ -γκρεμίσει τὶς ἀποθῆκες του καὶ νὰ κτίσει καινούργιες, ἐνῶ στὸ μεταξὺ ἔπρεπε νὰ ἀσφαλίσει καὶ τὰ ἤδη ὑπάρχοντα. Στ’ ἀλήθεια, πό¬σες φασαρίες, ἔξοδα, πονοκεφάλους, προβλήματα καὶ ἐντάσεις προκάλεσε αὐ¬τὴ ἡ ἀπόφασή του!

Κάτι παρόμοιο συμβαίνει μὲ κάθε ἄν¬θρωπο ποὺ μπαίνει στὴ λογικὴ τῆς ὑλιστικῆς καὶ καταναλωτικῆς ζωῆς. Ἀρχίζει ἕνα ἀσταμάτητο κυνήγι χρημάτων μὲ ὅλα τὰ ἔννομα καὶ ἄνομα μέσα, καὶ πשּׁ¬τὲ δὲν ἡσυχάζει! Ἂν μάλιστα σὲ αὐτὰ προσ¬θέσουμε τὸ ἐνδεχόμενο κλοπῆς ἢ ἀ¬¬¬κόμη τὴν ἀπειλὴ μιᾶς οἰκονομικῆς κρίσεως, τότε εὔκολα -καταλαβαίνουμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ζεῖ μονίμως στὴν ἀβεβαιότητα, στὸν φόβο καὶ τὴν ¬ἀ¬¬¬¬γω¬νία. Κάτω ἀπὸ τέτοιες συνθῆκες εἶ¬¬¬ναι ¬δυ¬νατὸν κανεὶς νὰ ἀπολαύσει τὰ ἀγα¬θά του;
2. Διότι ἠ ψυχὴ δὲν χορταίνει μὲ ὑλικὰ ἀγαθὰ
Ἐπιπλέον δὲν πρέπει νὰ ξεχνοῦμε ὅτι ἡ ψυχή, τὴν ὁποία μόνο στὸν ἄνθρωπο ἔχει χαρίσει ὁ Θεός, εἶναι πνεῦμα καὶ δὲν χορταίνει μὲ ὑλικὰ ἀγαθά. Οἱ πόθοι της εἶναι ἄπειροι καὶ μόνο ὁ ἄπειρος καὶ τέλειος Θεὸς μπορεῖ νὰ τοὺς ἱκανοποιήσει. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἱερὸς Ψαλμωδὸς λέει: «Ἐδίψησεν ἡ ψυχή μου πρὸς τὸν Θεὸν τὸν ἰσχυρόν, τὸν ζῶντα» (Ψαλμ. μα΄ [41] 3) Δηλαδή, ἡ ψυχή μου διψάει τὴν ἕνωσή της μὲ τὸν Θεό. Τίποτα ἄλλο δὲν μπορεῖ νὰ τὴν ἱκανοποιήσει πραγματι¬κὰ παρὰ μόνο τὸ «ὄντως ἐφετόν», τὸ ἀ¬¬¬ληθινὰ ἐπιθυμητὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου.
3. Διότι ὁ ἄνθρωπος λησμονεῖ τὸν θάνατο
Ἐκεῖνο ὅμως ποὺ φανερώνει κατεξο¬χὴν τὴν ἀφροσύνη τῶν ὑλιστῶν εἶναι ἡ πεποίθηση ὅτι τὰ πλούτη τους θὰ τὰ ἔ¬¬¬χουν διαρκῶς μαζί τους. Τὸν θάνατο οὔτε κὰν τὸν σκέπτονται. Αὐτὸ ἔπαθε κι ὁ δυστυχὴς πλούσιος τῆς Παραβολῆς, ὁ ὁποῖος ὀνειρευόταν φαγοπότια, ἀνέσεις καὶ ἀπολαύσεις, ὅταν ἐντελῶς ξαφνικὰ κι ἀπρόσμενα τὸν ἐπισκέφθηκε ὁ θάνατος. Τότε ἄκουσε ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Δικαιοκρίτου Κυρίου τὸ ἀδυ¬σώ¬πητο ἐρώτημα: «Ἃ δὲ ἡτοίμασας τίνι ἔσται;» Ἀνόητε ἄνθρωπε, ὅλα αὐτὰ ποὺ ἑτοίμασες, τὰ ἀγαθὰ ποὺ ἀσφάλισες στὶς νέες ἀποθῆκες σου, σὲ ποιὸν θὰ περιέλθουν; Αὐτὸς ἦταν ὁ θησαυρός σου• τώρα τί θὰ σοῦ μείνει;…
Δυστυχῶς πολλοὶ ἄνθρωποι πέφτουν στὴν ἴδια παγίδα. Καὶ προσκολ¬λῶνται σὲ χρήματα, κτήματα καὶ πρά¬γματα, χωρὶς νὰ ἐννοοῦν ὅτι κάποτε θὰ τὰ ἀποχωριστοῦν. Διότι, ὅπως τίποτε δὲν φέραμε μαζί μας ὅταν γεννηθήκαμε, ἔτσι «οὐδὲ ἐξενεγκεῖν τι δυνάμεθα» (Α΄ Τιμ. ς΄ 7). Ὅταν θὰ ¬πεθάνουμε, τίποτα δὲν μποροῦμε νὰ πάρουμε μαζί μας. Δὲν εἶναι ἀφροσύνη λοιπὸν νὰ ἀγωνιοῦμε καὶ νὰ κοπιάζουμε γιὰ πράγματα ποὺ εἶναι ἐπίγεια καὶ φθαρτά;
Ζοῦμε σὲ μιὰ κοινωνία ποὺ προβάλ¬λει τὸ χρῆμα καὶ τὴν ὕλη ὡς ἀπαραίτητα γιὰ τὴν εὐτυχία τοῦ ¬ἀνθρώπου. Κι ὅμως ὅλα αὐτὰ εἶναι μιὰ ἀπάτη! Δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερη ¬ἀφροσύνη ἀ¬¬¬¬πὸ τὸ νὰ στηρίζεται κανεὶς στὸν πλοῦτο καὶ τὴν ὕλη. Ἂς μὴ μᾶς -ἐντυπωσιάζουν λοιπὸν τὰ ¬ἐφήμερα πλούτη, οἱ γήινες ἀ¬¬πολαύσεις καὶ τὰ πρόσ¬καιρα ἀγαθά. Ἂς ποθήσουμε τὰ ὑ¬¬ψηλά, τὰ ἅγια, τὰ αἰώνια. Αὐτὰ ποὺ ἱκανοποιοῦν πρα-γματικὰ τὴν ψυχή μας καὶ ἀποτελοῦν τὴν καλύτερη ἐπένδυση γιὰ τὸ αἰώνιο μέλλον μας!

Ορθόδοξο Περιοδικό “Ο ΣΩΤΗΡ”