Μεταλληνός Γεώργιος (Πρεσβύτερος)
Κοσμογονική τομή στήν παγκόσμια ἱστορία ὑπῆρξε ἡ συνάντηση τοῦ Χριστιανισμοῦ, ὡς νέας δυνάμεως, πού ἔμελλε νά μεταστοιχειώσει ριζικά τόν κόσμο, καί τοῦ Ἑλληνισμοῦ ὡς τρόπου ζωῆς καί σκέψεως. Τό θεῖο (Ἄκτιστο), πού ὡς αὐθεντικός ἁγιοπατερικός Χριστιανισμός (Ὀρθοδοξία) εἰσβάλλει λυτρωτικά στήν ἱστορία, ἑνώνεται «ἀσύγχυτα καί ἀδιαίρετα» μέ ὅ,τι ὑπεροχότερο γέννησε ποτέ ἡ ἀνθρωπότητα στήν ἱστορική της πορεία, τήν Ἑλληνικότητα. Ἡ Θεανθρώπινη αὐτή ἕνωση, πού συντελέσθηκε στό ἱστορικό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τήν Ἐκκλησία, προσδιορίζει ὄχι μόνο τόν τρόπο τῆς ἑνώσεως τῶν δύο αὐτῶν μεγεθῶν (ἱεράρχηση τοῦ ἀνθρωπίνου στό θεῖο), ἀλλά καί τό ἀκατάλυτό της (ἀδύνατο διαλύσεώς της).
1.Τό ἄνοιγμα τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας πρός τά «Ἔθνη» φαίνεται ἤδη στό κατά Ἰωάννην Εὐαγγέλιο καί καταφάσκεται ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεάνθρωπο, μέ βάση τήν ἤδη συντελεσθεῖσα ἀκατάλυτη ἕνωση θείου καί ἀνθρωπίνου στό θεανθρώπινο Πρόσωπό Του (Ἰω. 12, 20-24): «Ἦσαν δέ τινες Ἕλληνες ἐκ τῶν ἀναβαινόντων, ἵνα προσκυνήσωσιν ἐν τῇ ἑορτῇ. Οὗτοι οὖν προσῆλθον τῷ Φιλίππῳ… καί ἠρώτων αὐτόν λέγοντες· κύριε, θέλομεν τόν Ἰησοῦν ἰδεῖν. Ἔρχεται Φίλιππος καί λέγει τῷ Ἀνδρέᾳ, ἔρχεται Ἀνδρέας καί Φίλιππος καί λέγουσι τῷ Ἰησοῦ. Ὁ δέ Ἰησοῦς ἀποκρίνεται αὐτοῖς λέγων· ἐλήλυθεν ἡ ὥρα, ἵνα δοξασθῇ ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου».
Τό χωρίο αὐτό —σημαντικότατο ὁπωσδήποτε— κακοποιεῖται συχνά ἀπό μία ἀκραία «ἐθνικιστική» (ρατσιστική) ἑρμηνεία, καρπό ἀντιεπιστημονικῆς (χωρίς δηλαδή ὁλόκληρη καί τεκμηριωμένη γνώση) συνθηματολογίας, ἐγκλωβισμένης σέ ἰδεοληπτικᾶ στερεότυπα γιά τήν ἐξυπηρέτηση παραταξιακῶν σκοπιμοτήτων καί ἀναιρετικά ὁπωσδήποτε τῆς Ἀλήθειας. «Ἕλληνες» ἐδῶ κατά τινας ἐρμηνευτὰς μπορεῖ νά μή σημαίνει «ἐκ καταγωγῆς», ἀλλά «ἐθνικούς» τοῦ ἑλληνιστικοῦ περιβάλλοντος, προσηλύτους τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ, ἕτοιμους νά δεχθοῦν τήν ἰουδαϊκή πίστη. Γι’ αὐτό τιμοῦν τό Ἰουδαϊκό «πάσχα». Προσωπικά δέχομαι ὅτι ἦσαν ὄντως Ἕλληνες. Τό «ἐλήλυθεν ἡ ὥρα» ἀναφέρεται στήν (ἐγγίζουσα) διάρρηξη κάθε σχέσεως τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τόν φαρισαϊκό ἐθνικισμό (φυλετισμό) (πρβλ. Ματθ. 15, 21 ἕ.). «Δόξα» δέ τοῦ Χριστοῦ εἶναι τό «πάθος», ὁ σταυρικός Του θάνατος, πού φανέρωσε τή θεότητά Του. Τό θαῦμα στόν Θεάνθρωπο δέν εἶναι ἡ Ἀνάσταση, ἀλλά ὁ θάνατος: «Ἡ ζωή, πῶς θνήσκει· πῶς καί τάφον οἰκεῖ…»; Ἡ συνέχεια τοῦ κειμένου θεμελιώνει αὐτή τήν ἑρμηνεία: Στίχ. 24: «Ἀμήν ἀμήν λέγω ὑμῖν· ἐάν μή ὁ κόκκος τοῦ σίτου, πεσῶν εἰς τήν γῆν, ἀποθάνῃ, αὐτός μόνος μένει. Ἐάν δέ ἀποθάνῃ, πολύν καρπόν φέρει». Ὁ θάνατος τοῦ Χριστοῦ, μέ ὅλη τή συνέχειά του (ἀνάσταση, ἀνάληψη, πεντηκοστή), ἔγινε ἀστείρευτη πηγή δυνάμεως γιά τήν Ἐκκλησία.
Ἡ «ἐθνικιστική» ἑρμηνεία αὐτοῦ τοῦ χωρίου μιλεῖ γιά «δόξα» τοῦ Ἑλληνισμοῦ καί ὄχι «δόξα» τοῦ Χριστοῦ, μέ τήν παραπάνω σημασία. Ἐδῶ θεμελιώνουν οἱ φυλετικά-ρατσιστικά σκεπτόμενοι τήν ἐντελῶς λανθασμένη ἀντίληψη γιά σωτηρία δῆθεν τῆς Ὀρθοδοξίας μέσα στόν Ἑλληνισμό. Ὅπως ὀρθά ἔχει ὅμως λεχθεῖ, ἡ Ὀρθοδοξία σώζει τόν Ἑλληνισμό. Ὅσο ὑπάρχει Ὀρθοδοξία, θά ἀκούγεται παγκόσμια ἡ Ἑλληνική γλώσσα. Ἡ Ἐκκλησία, μέ τή θεολογία καί τή λατρεία της, παραμένει διαιώνια ὁ μόνος χῶρος ἀπόλυτης κυριαρχίας τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας καί κατά συνέπεια τοῦ ἑλληνικοῦ πνεύματος.
Ἔτσι ὅμως, ἀποκρούεται μέν ὁ Ἰουδαϊκός φυλετισμός, ἀλλά γιά νά ὁδηγηθοῦμε σέ ἕνα ἑλληνικό φυλετισμό. Τό ἴδιο γίνεται μέ τήν ἑρμηνευτική κακοποίηση τοῦ χωρίου Ματθ. 21, 43: «ἀρθήσεται ἀφ’ ὑμῶν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί δοθήσεται ἔθνει, ποιοῦντι τούς καρπούς αὐτῆς». Ἡ ἄγνοια μᾶλλον καί ἐδῶ διαστρέφει τά πράγματα. «Βασιλεία τοῦ Θεοῦ» εἶναι ἡ ἄκτιστη – πνευματική δεσποτεία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καί ὄχι κάποιο ἐνδοκοσμικό κυριαρχικό ἐξουσιαστικό σχῆμα (πρβλ. Ἰω. 18, 36: «ἡ βασιλεία ἡ ἐμή οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου»). Τό «ἔθνος» ἐξ ἄλλου, πού θά λάβει τή «βασιλεία», δέν εἶναι τό (φυλετικά) ἑλληνικό, ἄλλα τό «χριστιανικό», τό «Γένος τῶν Ὀρθοδόξων», στό ὁποῖο φυσικά ἀνήκουν καί οἱ φυλετικά Ἕλληνες, πού μέ τήν αὐτοπαράδοσή τους στό Χριστό καί τό Εὐαγγέλιό Του θά ἀναδεχθοῦν σέ «πρωτοτόκους ἐν πολλοῖς ἀδελφοῖς», ὡς ἐπιφανέστερο καί ἐκλεκτότερο στοιχεῖο τοῦ πολυεθνικοῦ χριστιανικοῦ ἀμαλγάματος (πρβλ. αὐτοκρατορία τῆς Νέας Ρώμης ἀπό τό 330 μ.Χ. καί μετά).
2. Μέ τήν ἀποστολική σύνοδο (Πράξ. 15, 6 ἕ.), συντελεῖται τό ἐπίσημο —καί ἀποφασιστικό— ἄνοιγμα τῆς Ἐκκλησίας στόν ἐθνικό κόσμο. Δύο ἐπισημάνσεις ἐδῶ ἔχουν τεράστια σημασία. Τό νέο θεανθρώπινο μέγεθος, πού ἀρδρεύει καί μεταστοιχειώνει ὁλόκληρη τήν οἰκουμένη, αὐτοκαλεῖται μέ τό ἑλληνικό ὄνομα «Ἐκκλησία». Ἐξ ἄλλου, ὁ πρῶτος Ἀπόστολος τῆς νέας πίστεως, ὁ πρώην διώκτης τῆς Ἐκκλησίας Παῦλος, θά ἀναδειχθεῖ σέ κατ’ ἐξοχήν «ἀπόστολο τῶν Ἐθνῶν», τοῦ ἑλληνικοῦ καί ἑλληνίζοντος κόσμου καί ἕνας ἀπό τούς μεγαλυτέρους ἑλληνιστές τῆς ἐποχῆς του. Ἀπό τό 70 μ.Χ. (καταστροφή τῶν Ἱεροσολύμων ἀπό τόν ρωμαῖο αὐτοκράτορα Τίτο) οἱ Ἕλληνες ἀναλαμβάνουν οὐσιαστικά τήν ἡγεσία τῆς Ἐκκλησίας. Ἔκτοτε ὁ σύνδεσμος Ἑλληνισμοῦ καί Χριστιανισμοῦ θά ἀποβεῖ ἀστασίαστος καί ἀδιάσπαστος.
Μέ τή συναδέλφωση Ἑλληνισμοῦ — Χριστιανισμοῦ, στά ὅρια τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, πραγματοποιοῦνται κάποιες τολμηρές καί σωτήριες ὑπερβάσεις. Πρῶτα ἡ ὑπέρβαση τοῦ ἰουδαϊκοῦ ἐθνικισμοῦ μέ τήν ἀποδοχή ἀπό τό ἰουδαϊκό στοιχεῖο, πού συναδελφώθηκε μέ τό ἑλληνικό μέσα στήν Ἐκκλησία (Κολ. 3, 11: «οὐκ ἔνι Ἕλλην καί Ἰουδαῖος»), τοῦ κόσμου τῶν Ἐθνῶν. Αὐτό σήμαινε ταυτόχρονα ἀπόρριψη τοῦ «φαρισαϊσμοῦ», πού γέννησε τό πνεῦμα τοῦ μισέλληνα σιωνισμοῦ (Ἡ πατερική Ὀρθοδοξία δέν διακατέχεται ἀπό ἀντισημιτισμό, ἀλλά γνωρίζει τήν ἐχθρότητα τοῦ σιωνισμοῦ). Οἱ χριστιανοί Ἰουδαῖοι δέχονται τόν Θεό «σωτῆρα πάντων ἀνθρώπων, μάλιστα πιστῶν» (Ἀπ. Παῦλος, Α’ Τιμ. 4, 10). Εἶναι ἀξιοπρόσεκτο, ὅτι (πρώην) Ἰουδαῖοι, ὅπως ὁ Ἰωάννης καί ὁ Παῦλος, ἀναφερόμενοι ὡς χριστιανοί στούς ὁμοεθνεῖς τους, χρησιμοποιοῦν τρίτο πρόσωπο, δείχνοντας τή χριστιανική ταυτότητά τους, πού τούς συναδελφώνει μέ τούς χριστιανούς Ἕλληνες, ἀλλά τούς διαφοροποιεῖ ἀπό τούς ἐχθρούς τοῦ Σταυροῦ Ἰουδαίους. Ἀλλά καί ὁ Ἑλληνισμός, ἐνοφθαλμιζόμενος στήν Ἐκκλησία, πραγματοποιεῖ τή μεγαλειωδέστερη αὐθυπέρβασή του, τό πέρασμά του δηλαδή ἀπό τόν κτιστό (ἀνθρώπινο) λόγο στόν ἄκτιστο Θεῖο Λόγο (Χριστό) καί ἀπό τόν ἐνάρετο ἄνθρωπο τῆς φιλοσοφίας (ἀνθρωπισμός) στόν κατά χάρη θεούμενο, ὡς «καινή κτίση» (ἀναδημιουργία ἀνθρώπου καί κόσμου Β’ Κορ. 5, 17).
3. Μιλώντας ὅμως γιά τόν Ἰουδαϊκό κόσμο καί τήν ἐν Χριστῷ διάσπασή του (Χριστιανοί Ἰουδαῖοι – διῶκτες τοῦ Χριστιανισμοῦ, φαρισαΐζοντες/σιωνιστές), μποροῦμε νά σταθοῦμε γιά λίγο καί στό θέμα τῆς Π. Διαθήκης. Μέ τήν ἀπόρριψη τοῦ Χριστοῦ ὁ ἑβραϊκός κόσμος συναπορρίπτει στήν πράξη καί τήν Παλαιά Διαθήκη, πού εἶναι τό ἱερό βιβλίο τῶν χριστιανῶν, ἀφοῦ κατά τή δήλωση τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ (Ἰω. 5, 46), ἀλλά καί τοῦ Ἀπ. Παύλου (βλ. λ.χ. Α’ Κορ. 2, 8 κλπ.), ἡ ἀναφορά ὅλης τῆς Π.Δ. εἶναι στό πρόσωπο τοῦ Μεσσία – Χριστοῦ. Οἱ Ἑβραῖοι περιμένουν ἀκόμη τόν «Μεσσία» τους ἤ προχωροῦν σέ ἄλλες ταυτίσεις. Ἔστω, λοιπόν, καί ἀπό πλευρᾶς ἑρμηνευτικῆς προσεγγίσεως, ἡ Π.Δ. τῶν Χριστιανῶν διαφοροποιεῖται ἀπό ἐκείνη τῶν Ἑβραίων. Τό ἱστορικό πλαίσιο, μέσα στό ὁποῖο ἐκδιπλώνεται τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιά τή σωτηρία τοῦ κόσμου, ἔχει δευτερεύουσα σημασία. Καί τό ἰουδαϊκό (τῆς Π.Δ.) καί τό ἑλληνορωμαϊκό (τῆς Κ.Δ.). Γι’ αὐτό καί οἱ Ἅγιοι Πατέρες μας, ἑρμηνεύοντας τήν Π.Δ., δίνουν στά ἱστορικά της γεγονότα «τυπολογικό» χαρακτήρα. Δέν τά βλέπουν ἁπλῶς ὡς ἱστορία, ἀλλά κυρίως ὡς τυπολογική ἀναφορά στόν Χριστό (προτύπωση – ἐκπλήρωση). Ἔτσι κατανοοῦμε οἱ (Ἕλληνες) Ὀρθόδοξοι τήν Π.Δ. καί ὄχι ἑβραϊκά.
Ἄς ἀφήσουμε ὅτι ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι δεχόμεθα τόν εὐρύτερο «κανόνα» τῆς Π.Δ., δηλαδή 49 βιβλία καί ὄχι 36, ὅπως οἱ Ἑβραῖοι. Διότι συγκαταλέγουμε καί τά παλαιοδιαθηκικά βιβλία, πού ἔχουν γραφεῖ πρωτοτύπως στά ἑλληνικά. Η Π.Δ. τοῦ Χριστοῦ, τῶν Ἀποστόλων Του καί τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας (ὡς σήμερα) εἶναι ἡ ἑλληνική Μετάφραση τῶν Ο’, πού μπορεῖ —κατά μία ἐκδοχή— νά ἔγινε γιά νά προσηλυτισθεῖ ὁ ἑλληνιστικός κόσμο, οἱ Ἅγιοι Πατέρες μας ὅμως τήν ἑρμηνεύουν μέ τρόπο, πού ἀναιρεῖ κάθε ἰουδαΐζουσα τάση, μέσα στήν ἐν Χριστῷ παγκοσμιότητα τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Π.Δ. μόνο τυπικά ὑπάρχει στόν ἑβραϊσμό, ἀφοῦ οἱ Ἑβραῖοι οὐσιαστικά καταφεύγουν στίς παραπαραδόσεις τους (Ταλμούδ καί Ταργκούμ), τίς «παραδόσεις τῶν ἀνθρώπων» (Μάρκ. 7, 8).
4. Τήν αὐθεντική ἕνωση Ἑλληνισμοῦ καί Ὀρθοδοξίας διασώζουν διαχρονικά οἱ Ἅγιοί μας, Πατέρες καί Μητέρες, δίνοντας στή σύζευξη αὐτή προτεραιότητα στό σωτηριολογικό περιεχόμενο τῆς Ὀρθοδοξίας καί ἀποφεύγοντας ἔτσι τή νόθο συζυγία (αἵρεση). Μέσῳ τῶν Ἑλλήνων Πατέρων ἡ Ὀρθοδοξία προσέλαβε τόν Ἑλληνισμό χωρίς νά ὑποδουλωθεῖ στό πρόσλημμα. Προσέλαβε ἔτσι τόν ἑλληνικό λόγο, ἄλλα ἀνανοηματοδοτώντας τον καί μεταβάλλοντάς τον σέ ἐκκλησιαστικό λόγο. Αὐτό διακηρύσσει ὁ Ἕλληνας Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς: «Κἄν τις τῶν Πατέρων τά αὐτά τοῖς ἔξω φθέγγηται, ἀλλ’ ἐπί τῶν ρημάτων μόνον· ἐπί δέ τῶν νοημάτων πολύ τό μεταξύ» (ἡ ταύτιση περιορίζεται στούς ὅρους, στά νοήματα ὑπάρχει μεγάλη διαφορά). Ἐδῶ ἀναδύεται καί τό σκανδαλιστικό γιά τόν μή πλήρως ἐκχριστιανισμένο Ἑλληνισμό τῆς (αἱρετίζουσας ἤ παγανίζουσας) διανόησης, ὅτι —παρά τήν πανηγυρική κατάφαση τῆς ἑλληνικῆς παιδείας— ἡ ὀρθόδοξη θεολόγηση εἶναι συνέχεια τῆς προφητικῆς θεολογικῆς παραδόσεως τῆς Π.Δ. καί ὄχι τῆς ἑλληνικῆς (θεολογοῦσας) σκέψεως, χωρίς βέβαια νά μπορεῖ νά χαρακτηρισθεῖ (τουλάχιστον ἀφελῶς) ἑβραϊκή, ἀφοῦ, ὅπως ἐλέχθη, ἡ Π.Δ., χριστοκεντρικά θεωρούμενη, ἀνήκει στούς Χριστιανούς καί ὄχι στούς Ἑβραίους. Ὁ Ἕλλην λόγος, σ’ ὅλο τό πλάτος καί τό δυναμισμό του, γίνεται βασικό ὄργανο ἐκφράσεως τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλά ἡ Ἑλληνική Φιλοσοφία μόνο παιδευτικό χαρακτήρα ἔχει στήν Ὀρθοδοξία· τό περιεχόμενό της μένει τελείως ἔξω ἀπό τή θεολογία τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος. Αὐτό διατυπώνει, συγκεφαλαιώνοντας ὅλη τή σχετική πατερική παράδοση, τό «Συνοδικόν τῆς Ὀρθοδοξίας» (9-14ος αἰ.): «Τοῖς τά ἑλληνικά διεξιοῦσι μαθήματα καί μή διά παίδευσιν μόνον ταῦτα παιδευομένοις, ἀλλά καί ταῖς ματαίαις αὐτῶν δόξαις ἑπομένοις καί ὡς ἀληθέσι πιστεύουσιν… ἀνάθεμα».
5. Ἔτσι, μένει ἔξω ἀπό τήν Ὀρθόδοξη – πατερική θεολογία ἡ μυθολογοῦσα ἑλληνική σκέψη, ὁ διονυσιακός αἰσθησιασμός καί γενικά ὅ,τι ἐμποδίζει τόν ἄνθρωπο στήν ἔνταξή του στήν ἐν Χριστῷ ὕπαρξη. Ἡ ζήτηση ὅμως τῆς ἀλήθειας (παιδεία – ἐπιστήμη), ἡ ἀγάπη πρός τό ὡραῖο (φιλοκαλία), ἡ πολιτική ὡς διευθέτηση τῶν κοινῶν καί γενικά ἡ «ζήτηση τῆς ἀλήθειας», ὡς θεμελιώδης ἑλληνική ἀρετή, καταξιώνονται χριστιανικά καί συνεχίζονται στά πρόσωπα τῶν ἐξ ἴσου Ἑλλήνων, ὅπως καί οἱ ἀρχαῖοι, Πατέρων. Συνείδηση τῆς ἑλληνικῆς κληρονομιᾶς τους ἔχουν ἔντονα ὅλοι οἱ Ἕλληνες Πατέρες (ὁ Μ. Βασίλειος ἐκαυχάτο ὅτι ἡ μητέρα του Ἐμμέλεια καταγόταν ἀπό τούς Ἠρακλεῖδες), βλέποντας ὅμως ταυτόχρονα τήν ἑλληνικότητά τους ἀναγεννημένη στήν ἁγιοτριαδική χάρη. Εἶναι ἐντυπωσιακό, ὅτι ἡ σύγχρονη ἐπιστήμη (Ἀρχαιολογία) ἔχει ἀναθεωρήσει παλαιότερες ἑρμηνεῖες γιά τήν ἀνέγερση χριστιανικῶν Ἱ. Ναῶν στή θέση ἀρχαίων. Σήμερα οἱ «βυζαντινοί» ἀρχαιολόγοι στίς περιπτώσεις αὐτές βλέπουν ὄχι διάθεση καταστροφῆς, ἀλλά συνείδηση τῆς συνέχειας ὡς ὑπέρβαση καί εἴσοδο στό βασίλειο τῆς χάρης (χωρίς νά λείπουν φυσικά καί οἱ καταδικαστέες περιπτώσεις ἄλογου φανατισμοῦ καί στίς δύο πλευρές). Ἐκφραστικό καί πρόχειρο γιά μᾶς παράδειγμα: ἡ μικρή μητρόπολη (Ἅγιος Ἐλευθέριος) δίπλα στή Μητρόπολη τῶν Ἀθηνῶν. Πλάκες μέ ἀρχαῖες παραστάσεις ἀπό τόν ἀρχαῖο ναό σώζονται ἐμφανέστατα, περιγεγραμμένες στήν ἐξωτερική ἐπιφάνεια τοῦ χριστιανικοῦ. Ἀκόμη: στήν Καταπολιανή τῆς Πάρου ὁ ἀρχαῖος ναός σώζεται κάτω ἀπό τά θεμέλια του χριστιανικοῦ (ἔκφραση τῆς ὑπερβάσεως, γιά τήν ὁποία μιλήσαμε παραπάνω). Οἱ Χριστιανοί Ἕλληνες πού ἔκτισαν τήν Ἁγιά Σοφιά, ἤξεραν πῶς οἱ προγονοί τους εἶχαν κτίσει τόν Παρθενώνα!
Ὁ Ἑλληνισμός στίς θεόνομες καί λυτρωτικές ἀναζητήσεις του δέν ἀπορρίφθηκε. Αὐτό πού ἀποκρούεται ἀπό τούς Ἕλληνες Πατέρες (Μ. Βασίλειος, Γρηγόριος Θεολόγος, Γρηγόριος Νύσσης, Ἰω. Χρυσόστομος κ.λπ.) εἶναι ἡ ἐκφιλοσόφηση τῆς πίστεως (μεταφυσική θεολόγηση) ἤ ἡ ἐκνομίκευσή της. Ἀντίθετα, ἐξελληνισμό τοῦ Χριστιανισμοῦ συνιστᾶ ἡ αἵρεση καί ἡ αἱρετίζουσα διανόηση (ἐμμονή στό μή ἀνακαινισμένο ἀνθρώπινο). Ὁ Χριστιανικός Ἑλληνισμός ἐκφράζεται μέ τόν ὅρο (ἀπό τόν 4ο αἰ.) Ὀρθοδοξία καί γι’ αὐτό ἱστορικά ὄχι νομικά ὁ Ἕλληνας μόνο ὡς ὀρθόδοξος χριστιανός μπορεῖ νά νοηθεῖ. Ὁ ἀείμνηστος π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, ρῶσος κληρικός τῆς διασπορᾶς, πού ἐντάχθηκε ὅμως ἑκούσια στή δικαιοδοσία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου (!), καθηγητής τοῦ Χάρβαρντ καί τοῦ Πρίστον, ὁ μεγαλύτερος ὀρθόδοξος θεολόγος τοῦ 20ου αἰώνα, ἄφησε στήν ἐποχή μας δύο ὑπέροχες γιά μᾶς τούς κατά σάρκα Ἕλληνες ὁμολογίες: α) Ὁ Ἑλληνισμός ὁλοκληρώθηκε μέσα στήν Ἐκκλησία, ὡς αἰωνία κατηγορία τῆς χριστιανικῆς ὑπάρξεως· καί β) δέν μπορεῖ κανείς νά γίνει χριστιανός (ὀρθόδοξος), ἄν δέν γίνει πρῶτα Ἕλληνας. Ἄν δέν κυριαρχεῖται δηλαδή ἀπό τή «ζήτηση τῆς ἀλήθειας», πού εἶναι τό κύριο στοιχεῖο τῆς Ἑλληνικότητας (Κλήμης ὁ Ἀλεξανδρεύς). Σέ τελευταία ἀνάλυση, γιά τόν Ὀρθόδοξο Ἕλληνα ὅλων τῶν αἰώνων αὐτή εἶναι ἡ μεγαλύτερη τιμή· ἡ καταξίωσή του ἀπό τή Θεία Χάρη, στήν ὑμνογραφία τῶν Χριστουγέννων, γραμμένη στήν Ἑλληνική γλῶσσα, νά διατρανώνει σ’ ὅλη τήν κτίση: «Εὕρομεν τήν Ἀλήθειαν»! Ἐν Χριστῷ τό ζητούμενο ἀπό τήν ἑλληνική ψυχή ἔχει τελεσίδικα βρεθεῖ. Γι’ αὐτό ὁ μεγάλος γερμανός Θεολόγος ΑΙ Jeremias ἔλεγε ὅτι, ἄν ὁ Πλάτων συναντοῦσε τό Χριστό, θά γονάτιζε ἐνώπιόν του, λέγοντας: «Ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου»! Ὁ σημερινός παγανιστικός «Ἑλληνισμός» (Julianus Redivivus) —ὅπου ὑπάρχει— δέν εἶναι συνέχεια τοῦ ἀρχαίου, ἀλλά ἄρνησή του. Διότι ἀρνεῖται αὐτό, πού ὁ Ἑλληνισμός βρῆκε στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, τή σωτηρία.