Μελέτιος Καλαμαρᾶς (Μητροπολίτης Νικοπόλεως καί Πρεβέζης)
-Τί κρατᾶς στό χέρι, Ἄβελ;
-Ἕνα μικρό ἀρνάκι, Κύριε. Ἀπό τό κοπάδι μου. Τό διάλεξα. Θυσία σέ Σένα!…
Αὐτό ἔκαμε ὁ Ἄβελ. Καί ἀπό τότε δέν σταμάτησαν ποτέ οἱ ἄνθρωποι νά προσφέρουν στόν Κύριο κάποια μικρή «θυσία αἰνέσεως».
* * *
Τί κρατᾶς στό χέρι σύ, Μωϋσῆ;
-Τό ραβδί μου, Κύριε. Τό χρησιμοποιῶ νά ὁδηγῶ τά πρόβατά μου.
-Ἀπό ἐδῶ καί πέρα νά τό χρησιμοποιεῖς γιά μένα.
Ὑπάκουσε ὁ Μωϋσῆς. Καί μέ ἐκεῖνο τό ἁπλό ραβδί, ἔκαμε τά πιό μεγάλα θαύματα στόν κόσμο, πού ἄφησαν κατάπληκτους τούς μάγους τῆς Αἰγύπτου καί τόν ἀλόγιστο βασιλιά τους, τόν Φαραώ.
* * *
-Καί σύ, Μαρία, τί κρατᾶς;
-Ἕνα μπουκάλι μέ πολύτιμο μύρο, Κύριε. Καί θέλω νά ἀλείψω μέ αὐτό τό ζωηφόρο σῶμα Σου.
Καί τό ἔκαμε. Καί ἀπό τότε μέχρι σήμερα, γεμίζει μέ τήν εὐωδία του, ὄχι μόνο τό σπίτι, μέσα στό ὁποῖο ἄλειψε μέ αὐτό τά πόδια τοῦ Κυρίου, ἀλλά καί ὁ κόσμος ὅλος! Καί, πιό πολύ, οἱ ψυχές ἐκείνων, πού ἀγαποῦν τόν Κύριο! Καί, ἀπό τότε, ὅλος ὁ κόσμος μιλάει γιά αὐτό πού ἔκαμε ἐκείνη ἡ ἁμαρτωλή γυναίκα. Μέ θαυμασμό.
* * *
-Σύ τί κρατᾶς στό χέρι, δούλη μου Ταβιθά;
-Τήν βελόνα μου, Κύριε.
-Κάνε καί σύ, μέ τήν βελόνα σου, ὅ,τι μπορεῖς, γιά Μένα!…
Καί ἡ Ταβιθά, ἔκανε, ὅ,τι μποροῦσε. Καί ἔντυνε τήν ἐποχή ἐκείνη τά ὀρφανά καί τίς χῆρες στήν Ἰόππη! Καί ὅλος ὁ κόσμος τήν θυμόμαστε. Καί τήν θαυμάζουμε. Καί θέλουμε νά ἀκολουθοῦμε τό παράδειγμά της.
* * *
Ὁ καθένας ἔκανε, μέ ἐκεῖνα πού εἶχε, ἀπό ἐκεῖνα πού εἶχε, ὅ,τι μποροῦσε.
Κάμε καί σύ, μέ ἐκεῖνα πού ἔχεις, ἀπό ἐκεῖνα πού ἔχεις, ΚΑΤΙ. Κάτι. Ὅ,τι μπορεῖς. Καί φθάνει.