Καρακοβούνης Εὐάγγελος
Οἱ αἱρέσεις ὡς διαστρέβλωση καὶ νόθευση τῆς «ὑγιοῦς διδασκαλίας» (Τίτ. 2, 8) τῆς χριστιανικῆς πίστεως, ἀποτέλεσαν καὶ ἀποτελοῦν τὸ σημαντικότερο καὶ κυριότερο κίνδυνο γιὰ τὴν Ἐκκλησία. Κυριότερο καὶ ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς διωγμούς, ποὺ συντάραξαν τὴν Ἐκκλησία στὸ παρελθὸν καί, ἴσως, ὅσους θὰ ἀκολουθήσουν στὸ μέλλον. Κι αὐτὸ συμβαίνει γιατί ὁ κίνδυνος ποὺ προέρχεται ἀπ’ τοὺς διωγμοὺς εἶναι ἐξωτερικὸς καὶ ὁρατός, καὶ ἐκδηλώνεται ἐναντίον τῶν χριστιανῶν ὡς μελῶν τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ αἱρέσεις ὅμως πολεμοῦν τὴν Ἐκκλησία ἐκ τῶν ἔσω, τὴν ἴδια τὴν οὐσία της, τὸ περιεχόμενό της, τὴν ἀλήθεια τῆς πίστεώς της, προσπαθώντας νὰ τὴ μεταβάλουν σὲ ψέμα, σὲ διαστροφή, ὅτι δηλαδὴ συνιστᾶ τὴν τακτική, τὴ μέθοδο, ἴσως καὶ τὴν οὐσία τοῦ διαβόλου. Γι’ αὐτὸ καὶ συνιστοῦν τεράστιο πνευματικὸ κίνδυνο, ἀφοῦ ὡς ἄλλη «γάγγραινα» (Β’ Τιμ. 2, 18) καὶ «ναυάγιον περὶ τὴν πίστιν» (Α’ Τιμ. 1, 20) παρασύρουν ψυχὲς «πρὸς τὴν ἰδίαν αὐτῶν ἀπώλειαν» (Β’ Πέτρ. 3, 16).
Εἶναι ἀξιοσημείωτο τὸ γεγονὸς πὼς ὅλες οἱ αἱρέσεις «κατοχυρώνουν» τὶς πλανεμένες δοξασίες τους στὴν Ἁγία Γραφή. Δὲν εὐθύνεται βέβαια ἡ Ἁγία Γραφὴ ἀλλὰ οἱ ἄνθρωποι ποὺ τὴν ἑρμηνεύουν κατὰ «τὶς ἴδιες (νοσηρὲς) ἐπιθυμίες» (Β’ Πέτρ. 3, 3).
Κακόδοξη διδασκαλία ὅλων σχεδὸν τῶν αἱρέσεων, κυρίως ὅμως τῶν Χιλιαστῶν, εἶναι «πὼς ἡ ἐμφάνιση τῶν αἱρέσεων στοὺς κόλπους τοῦ Χριστιανισμοῦ χρονολογεῖται στὶς ἀρχὲς τοῦ δ’ αἰώνα μὲ τὴν ἐπικράτηση στὸ ρωμαϊκὸ κόσμο τοῦ Μ. Κωνσταντίνου. Ἰσχυρίζονται μάλιστα πὼς ἡ Ἐκκλησία (ὅπως τὴ γνωρίζουμε τουλάχιστον ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι) εἶναι ἐκείνη ποὺ μὲ τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους -ποὺ στὴν πραγματικότητα συγκλήθηκαν γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τῶν αἱρέσεων-ἀλλοίωσε καὶ διαστρέβλωσε τὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν ἀποστόλων, καὶ ἐξέπεσε ἀπ’ τὴν ἀρχικὴ πίστη εἰσάγοντας ἀλλότρια πρὸς τὴ χριστιανικὴ διδασκαλία δόγματα.
Μὲ τὸν ἰσχυρισμὸ τους αὐτὸ οἱ αἱρέσεις ἐπιχειροῦν ἀφ’ ἑνὸς νὰ ἀνατρέψουν τὴν παραδεδομένη ἀλήθεια πὼς ἡ Ἐκκλησία (καὶ μάλιστα ἡ Ὀρθόδοξη) εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, ἑδραιωμένη ἀπαρασαλεύτως στὴν πίστη ποὺ παραδόθηκε σ’ αὐτὴν (στοὺς ἐπισκόπους της) ἀπὸ τὸ Χριστὸ μέσω τῶν Ἀποστόλων, καὶ ποὺ συνιστᾶ τὴν οὐσία τῆς «Ἀποστολικῆς διαδοχῆς» κι ἀφ’ ἕτερου νὰ διεκδικήσουν γιὰ τὸν ἑαυτὸ τους τὸν χαρακτηρισμὸ τῆς «ἀληθινῆς Ἐκκλησίας».
Τὰ χωρία στὰ ὁποῖα ἀναφέρονται γιὰ νὰ «κατοχυρώσουν» τὴν πλανεμένη διδασκαλία τους γιὰ τὴν «ἔκπτωση καὶ ἀποστασία» τῆς Ἐκκλησίας εἶναι:
α) «τὸ Πνεῦμα ρητῶς λέγει ὅτι ἐν ὑστέροις καιροῖς ἀποστήσονται τινὲς τῆς πίστεως, προσέχοντες πνεύμασι πλάνοις» (Α’ Τιμ. 4, 1), καὶ
β) «εἰσελεύσονται μετὰ τὴν ἄφιξίν μου λύκοι βαρεῖς εἰς ὑμᾶς … καὶ ἐξ ὑμῶν αὐτῶν ἀναστήσονται ἄνδρες λαλοῦντες διεστραμμένα» (Πράξ. 20, 29-30).
Κατὰ τοὺς αἱρετικοὺς τὰ ἀνωτέρω πραγματοποιήθηκαν στὶς ἀρχὲς τοῦ δ’ αἰώνα, ὁπότε καὶ συνέβη ἡ ἀποστασία τῆς Ἐκκλησίας.
Τὰ χωρία, ὅμως, αὐτὰ σὲ καμιὰ περίπτωση δὲ μιλοῦν γιὰ καθολικὴ ἀποστασία καὶ ἔκπτωση τῆς Ἐκκλησίας (μὴ γένοιτο!). Μιλοῦν γιὰ ὁρισμένους ἀποστάτες: «ἀποστήσονται τινὲς τῆς πίστεως», κάποιοι δηλ. θὰ ἀποστασιοποιηθοῦν ἀπὸ τὴν πίστη τους. Ἀντιστρέφουμε λοιπὸν τὸ ἐπιχείρημά τους λέγοντας ὅτι οἱ ἀποστάτες εἶναι οἱ διάφοροι αἱρετικοί. Ἄτομα μεμονωμένως εἶναι δυνατὸν νὰ πλανηθοῦν (θὰ τὸ δοῦμε αὐτὸ καὶ στὴ συνέχεια), ἡ Ἐκκλησία ὡς σῶμα Χριστοῦ δὲν πλανᾶται. Γιατί;
Γιατί ὁ Χριστὸς κήρυξε ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι αἰώνια καὶ οὔτε οἱ πύλες τοῦ Ἅδου (δηλ. ὁ διάβολος) δὲν δύναται νὰ τὴν κλονίσει. «Σὺ εἶ Πέτρος καὶ ἐπὶ ταύτῃ τῇ πέτρᾳ οἰκοδομήσω μου τὴν Ἐκκλησίαν, καὶ πύλαι Ἅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς» (Ματθ. 16, 18). Κεφαλὴ της εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς (Ἐφεσ. 1, 22-23), ὁ ὁποῖος διακήρυξε ὅτι «Ἐγὼ μεθ’ ὑμῶν εἰμὶ πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντέλειας τοῦ αἰῶνος» (Ματθ. 18, 20). Πῶς πλανήθηκε καὶ ἐξέπεσε ἡ Ἐκκλησία γιὰ 17 καὶ πλέον αἰῶνες, ἀφοῦ ὁ Κύριος δὲν τὴν ἐγκατέλειψε ποτέ; Ἑπομένως, ἢ ὁ Χριστὸς ψεύδεται ἢ οἱ αἱρετικοί. Ἐπιπλέον, τὴν Ἐκκλησία συνέχει καὶ κατευθύνει «εἰς πάσαν τὴν ἀλήθειαν» (Ἰωάν. 16, 13) ὁ Παράκλητος, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, δηλ. τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὸ ὁποῖο κατὰ τὴν ὑπόσχεση τοῦ Χριστοῦ θὰ «μένει μεθ’ ὑμῶν εἰς τὸν αἰώνα» (Ἰωάν. 14, 17). Πῶς πλανήθηκε ἡ Ἐκκλησία, ἀφοῦ ἔχει ὡς ὁδηγό της στὴν ἀλήθεια τῆς πίστεως τὸ Ἅγιο Πνεῦμα;
Δὲν ἔχουμε λοιπὸν καμία ἀποστασία καὶ ἔκπτωση τῆς Ἐκκλησίας τὸν δ’ αἰώνα. Ἀντίθετα, σύμφωνα μὲ τὴν Ἁγία Γραφή, ἔχουμε τὴν ἐμφάνιση τῶν αἱρέσεων ἤδη στοὺς χρόνους τῆς Καινῆς Διαθήκης καὶ ἑξῆς, στὴ λεγομένη ἀποστολικὴ περίοδο:
α) Ὁ ἀπ. Παῦλος ἐπισημαίνει στὸ μαθητὴ του Τιμόθεο τὴν αἵρεση τοῦ Ὑμέναιου καὶ τοῦ Φιλητοῦ «οἵτινες περὶ τὴν ἀλήθειαν ἠστόχησαν, λέγοντες τὴν ἀνάστασιν ἤδη γεγονέναι, καὶ ἀνατρέπουσιν τὴν πίστιν τινῶν» (Β’ Τιμ. 2,18). Ἀπὸ τοὺς πρώτους αἱρετικοὺς ὁ Ὑμέναιος καὶ ὁ Φιλητὸς δίδασκαν ὅτι ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν εἶχε συντελεσθεῖ, κάτι παραπλήσιο διδάσκουν καὶ οἱ σημερινοὶ Χιλιαστές. Ὁ ἀπ. Παῦλος χαρακτηρίζει τὴν αἵρεσή τους αὐτὴ ὡς «ναυάγιον περὶ τὴν πίστιν» (Α’ Τιμ. 1, 19).
Ὁ ἀπ. Πέτρος σημειώνει πὼς ἐμφανίστηκαν «ψευδοπροφῆται ἐν τῷ λαῷ … οἵτινες παρεισάξουσιν αἱρέσεις ἀπωλείας, καὶ τὸν ἀγοράσαντα αὐτοὺς δεσπότην ἀρνούμενοι» (οἱ ὁποῖοι ἔφτασαν στὸ σημεῖο νὰ ἀρνοῦνται καὶ αὐτὸν τὸν ἴδιο τους τὸ Δεσπότη, τὸ Χριστό, ποὺ τοὺς ἐξαγόρασε ἀπ’ τὴν κυριαρχία τοῦ διαβόλου) (Β’ Πέτρ. 2, 1). Οἱ αἱρετικοὶ αὐτοὶ «δυσνόητα τινα (κάποια δύσκολα ζητήματα τῆς πίστεως) ὡς ἀμαθεῖς καὶ ἀστήρικτοι στρεβλοῦσιν (τὰ διαστρέφουν) ὡς καὶ τὰς λοιπὰς γραφὰς πρὸς τὴν ἰδίαν αὐτῶν ἀπώλειαν» (Β’ Πέτρ. 3, 16).
Γιὰ τὸν ἀπόστολο καὶ Εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη οἱ αἱρετικοί τῆς ἐποχῆς καὶ τοῦ περιβάλλοντός του διακατέχονται ἀπὸ τὸ αὐτὸ πνεῦμα τοῦ Ἀντιχρίστου: «ὅτι πολλοὶ πλάνοι εἰσῆλθαν… μὴ ὁμολογοῦντες Ἰησοῦν Χριστὸν ἐρχόμενον ἐν σαρκί. Οὗτος ἐστι ὁ πλάνος καὶ ὁ Ἀντίχριστος» (Β’ Ἰωάν. 7), καὶ «πᾶν πνεῦμα ὅ μὴ ὁμολογεῖ Ἰησοῦν Χριστὸν ἐν σαρκὶ ἐληλυθότα, ἐκ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἐστι, καὶ τοῦτο ἐστὶ τοῦ Ἀντιχρίστου» (Α’ Ἰωάν. 4, 3). Ἔχουμε λοιπὸν αἱρέσεις ποὺ ἤδη ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῶν ἀποστόλων ἀμφισβητοῦν τὴν ἀνάσταση, παρερμηνεύουν τὶς Γραφὲς καὶ ἀρνοῦνται τὴν πραγματικὴ σάρκωση τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ.
β) Οἱ Ἀποστολικοὶ Πατέρες, ὡς γνήσιοι συνεχιστὲς τοῦ ἔργου τῶν Ἀποστόλων καὶ ὡς ἀληθεῖς ποιμένες ποὺ ἀγωνιοῦν γιὰ τὴ δράση τῶν αἱρετικῶν, ἐπισημαίνουν στὸ ποίμνιό τους τὸ σοβαρότατο κίνδυνο ποὺ διατρέχουν. Ὁ ἅγ. Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος, ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας, γράφει, λόγου χάρη, πρὸς τοὺς Τραλλιανοὺς «Παρακαλῶ ὑμᾶς μόνη τὴ χριστιανὴ τροφὴ χρῆσθε, ἀλλοτρίας δὲ βοτάνης ἀπέχεσθε, ἥτις ἐστὶν αἵρεσις … Φυλάττεσθε οὖν τοὺς τοιούτους (φυλαχτεῖτε ἀπ’ αὐτούς). Λέγουσιν τὸ δοκεῖν πεπονθέναι αὐτὸν (τὸν Χριστόν, ὅτι δηλαδὴ ὁ Χριστὸς ἔπαθε καὶ σταυρώθηκε ὄχι πραγματικὰ ἀλλὰ κατὰ φαντασία)… Φεύγετε οὖν τὰς κακὰς παραφυάδας (τὶς αἱρέσεις) τὰς γεννῶσας καρπὸν θανατηφόρον, οὗ ἐὰν γεύσηταί τις, παρ’ αὐτὰ ἀποθνήσκει» (ΒΕΠΕΣ, τ. 2, Ἰ, VII, X, XI, σελ. 272-3). Ἔχουμε ἐδῶ τὴν ἐμφάνιση τῆς αἵρεσης τῶν «Δοκητῶν», οἱ ὁποῖοι ἰσχυρίζοντο ὅτι ὁ Χριστὸς σαρκώθηκε, ἔπαθε, σταυρώθηκε καὶ ἀναστήθηκε ὄχι πραγματικὰ ἀλλὰ κατὰ φαντασία· πλήρης διαστρέβλωση τῶν λόγων τῆς Γραφῆς ποὺ βεβαιώνει διὰ στόματος τῶν Ἀποστόλων ὅτι ὁ Χριστὸς ὄχι μόνο «ὠράθη καὶ ἐθεάθη διὰ τῶν ὀφθαλμῶν των», ἀλλὰ καὶ ὅτι «ἐψηλαφήθη διὰ τῶν χειρῶν των» (πρβλ. Α’ Ἰωάν. 1, 1).
Σύμφωνα μὲ τὶς «Διαταγὲς τῶν Ἀποστόλων», κείμενο τῆς ἀποστολικῆς ἐποχῆς, οἱ αἱρετικοὶ «τὸν μὲν παντοκράτορα Θεὸν βλασφημεῖν… πρόνοιαν μὴ εἶναι, ἀνάστασιν μὴ πιστεύειν· κρίσιν μὴ εἶναι καὶ ἀνταπόδοσιν ψυχὴν ἀθάνατον μὴ ὑπάρχειν ἡδονὴ χαίρειν μόνη … βδελυκτὰ λέγοντες εἶναι καὶ γάμον καὶ παίδων γένεσιν … πιστεύειν δὲ εἰς Ἰησοῦν ὡς εἰς ὅσιον ἄνδρα καὶ προφήτην … οὗτοι δὲ πάντες τοῦ διαβόλου ὄργανα τυγχάνουσι καὶ υἱοὶ ὀργῆς (ΒΕΠΕΣ, τ. 1, β. ΧΤ’, Χ. σσ. 99-100). Προσπάθεια ἀνατροπῆς ὅλης σχεδὸν τῆς χριστιανικῆς πίστης ἀπὸ τὶς αἱρέσεις ἤδη ἀπὸ τὴν ἀποστολικὴ ἐποχή!
Δὲν χωράει λοιπὸν καμία ἀμφιβολία πὼς οἱ αἱρέσεις ἐμφανίσθηκαν σχεδὸν ταυτόχρονα μὲ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χρίστου («ὅτε δὲ ἐβλάστησεν ὁ χόρτος καὶ καρπὸν ἐποίησε, τότε ἐφάνη καὶ τὰ ζιζάνια», Ματθ. 13, 26) καὶ «συνυπάρχουν», κατὰ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως τὰ ζιζάνια μὲ τὸ σιτάρι, προσπαθώντας νὰ ἐμποδίσουν καὶ νὰ καταστρέψουν τὴν ἰκμάδα της. Ὡς σπορέας τῶν ζιζανίων-αἱρέσεων καταδεικνύεται, σύμφωνα μὲ τὸ λόγο τοῦ Χριστοῦ, ὁ «ἐχθρός» τοῦ ἀνθρώπου (Ματθ. 13, 25), ὁ ἴδιος ὁ διάβολος (Ματθ. 13, 39), «τὰ ζιζάνια (οἱ αἱρετικοὶ) εἰσὶν οἱ υἱοὶ τοῦ πονηροῦ (τοῦ διαβόλου)» (Ματθ. 13, 38).