Μελέτιος Καλαμαρᾶς (Μητροπολίτης Νικοπόλεως καί Πρεβέζης)

Ἡ ἀντιχριστιανική προπαγάνδα δέν εἶναι μιά ἰδιαιτερότητα τῶν νέων χρόνων.

Ἄρχισε τότε, πού ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός ζοῦσε ἀκόμη στόν κόσμο. Οἱ Ἀρχιερεῖς τῶν Ἑβραίων καί οἱ Φαρισαῖοι, πνευματικοί τους ἡγεσία, χάλαγαν τόν κόσμο τούς νά πείσουν, ὅτι ὁ Χριστός ἦταν «ἐχθρός τοῦ λαοῦ». Καί τό κατάφεραν. Καί ὅλος ὁ κόσμος, ἐνώπιον τοῦ Πιλάτου, ἔσκουζε ὅσο πιό δυνατά μποροῦσε:

-Ἆρον. Ἆρον. Σταύρωσον Αὐτόν.

Ἡ προπαγάνδα, τούς εἶχε ἐντελῶς τυφλώσει.

Καί ἀργότερα, οἱ Ρωμαῖοι δέν ἔσφαζαν μόνο. Συκοφαντοῦσαν. Μέ τό χειρότερο τρόπο. Ἐνῶ οἱ πιστοί Χριστιανοί εἶχαν, ὑποδειγματική ἐγκράτεια, τούς κατηγοροῦσαν, ὅτι ἔκαναν οἰδιπόδεια ὄργια (= ἔρωτα μέ τίς μανάδες τους!) καί ὅτι ἦταν ἀνθρωποφάγοι (= ἀφοῦ ἔτρωγαν «σῶμα» καί ἔπιναν «αἷμα») τάχα, ἔτρωγαν ὅποιον εὕρισκαν μπροστά τους!

Στήν ἀντιχριστιανική τους προπαγάνδα ἐπιστράτευαν ἀκόμη καί τόν ἀθλητισμό: τούς πρωταθλητές• μέ τά χρυσά μετάλλια!

* * *

Ἕνας τέτοιος ἦταν ὁ Λυαῖος. Στήν σωματική διάπλαση, γίγαντας. Καί στήν πάλη, ἀριστοτέχνης. Καί ἐκόμπαζε. Καί ἔλεγε λόγια βλάσφημα:

– Ὅποιος πιστεύει, ὅτι ὁ Χριστός εἶναι Θεός παντοδύναμος, νά ἔλθει νά παλαίψωμε! Καί ἐκεῖ θά τό ἰδοῦμε!

Τόν ἔβλεπαν οἱ ἀθλητές καί τούς ἔπιανε φρίκη καί τρόμος. Καί ἔλεγαν:

– Θά πρέπει νά εἶναι κανείς τρελλός, γιά νά πάει νά τά βάλει μέ αὐτόν!…

Ὅμως. Ἕνας νεαρός Χριστιανός, ὁ Νέστωρ, τό τόλμησε. Καί παρουσιάστηκε στήν Ἐπιτροπή, πού εἶχε πρόεδρο τόν ἴδιο τόν αὐτοκράτορα Μαξιμιανό (293-306).

Ἦταν εὐγενικός καί ὀμορφόπαιδο ὁ Νέστωρ. Καί ὁ Μαξιμιανός τόν λυπήθηκε. Καί τοῦ τό εἶπε:

– Δέν λυπᾶσαι τά νειᾶτα σου, ρέ καλό μου παιδί; Μέ αὐτόν θά πᾶς νά τά βάλεις; Θά σέ σφάξει! Καί κρῖμα τέτοια ὀμορφιά καί τέτοια νειᾶτα!… Καί ἄν ψάχνεις γιά τά χρήματα, πού παίρνουν ἔπαθλο οἱ νικητές, θά σοῦ τά δώσω ἐγώ, ρέ παιδί μου!

– Δέν εἶμαι φτωχός. Δέν ψάχνω γιά χρήματα. Ἰδεολογικά μπαίνω στήν πάλη!…

Καί ἡ ἄδεια τοῦ δόθηκε

* * *

Πέταξε τά ροῦχα του. Καί μπῆκε στήν πάλη μέ προσευχή. Ἐπικαλέσθηκε τόν μάρτυρα τοῦ Χριστοῦ. Τόν ἅγιο Δημήτριο, πού ἦταν τότε ἀκόμη στήν φυλακή:

– Ὁ Θεός τοῦ Δημητρίου, βοήθει μοι!… Δηλαδή: Βοήθα με, Θεέ μου. Μέ τήν εὐχή τοῦ ἁγίου Δημητρίου.

Καί τί θαῦμα! Μέσα σέ λίγη ὥρα, σέ πάλη σῶμα μέ σῶμα, σέ ἐλεύθερη πάλη σῶμα μέ σῶμα, ὁ Νέστωρ ἔβαλε κάτω τόν Λυαῖο. Καί ὅπως ἀπαιτοῦσαν οἱ ὅροι τῆς μονομαχίας τότε, τόν ἔσφαξε.

* * *

Ἀλλά οἱ θεατές δέν τόν ἐπικρότησαν. Ἀντίθετα ἐφρύαξαν. Γιατί ἡ πάλη εἶχε πάρει χρῶμα ἰδεολογικό-θρησκευτικό. Καί ζήτησαν, ἤ ὁ Νέστωρ νἀ ἀρνηθῆ τόν Χριστό, ἤ νά σφαγῆ.

Καί ὁ Νέστωρ τό διακήρυξε. Ὅτι ἦταν Χριστιανός. Καί ὅτι εἶχε νικήσει τόν Λυαῖο, ὄχι μέ τήν δική του δύναμη, ἀλλά μέ τήν δύναμη τοῦ Χριστοῦ• καί μέ τήν εὐχή τοῦ ἁγίου Δημητρίου.

Καί ἐσφάγη. Καί ἔγινε μάρτυρας. Καί μᾶς θυμίζει, τί μεγάλος ἅγιος εἶναι ὁ ἅγιος Δημήτριος, ἀφοῦ αὐτός, ἕνα νεαρό παιδί, ἕνας ἔφηβος, μέ τήν εὐχή του νίκησε ἕναν, καί γίγαντα καί πρωταθλητή.

Σύ, ἀδελφέ, τί κάνεις;

Τόν μιμεῖσαι τόν Ἅγιο Νέστορα;

Ζητεῖς ἀπό τόν Χριστό βοήθεια, στά ὅποια προβλήματά σου;

Τά ξεπερνᾶς αὐτά πού γίνονται γύρω σου;

Τόν παρακαλεῖς νά σέ δυναμώνει, νά τό δείχνεις ὅτι Τόν ἀγαπᾶς καί Τόν πιστεύεις;