Ο Ακεψιμάς, ο Ιωσήφ και ο Αειθαλάς, οι τρεις αυτοί μάρτυρες του Χριστού, έζησαν την εποχή πού βασίλευε στην Περσία, ο σκληρός και απάνθρωπος τύραννος ο Σαβώριος, και ήταν φοβερός διώκτης των Χριστιανών. Την εποχή εκείνη συνέλαβαν και φυλάκισαν τον γηραιόν Επίσκοπο Ακεψιμά. Καταγόταν από την πόλη Ανίθα. Ήταν πολύ ενάρετος άνθρωπος, εγκρατής, πράος, ελεήμων, με μια ψυχή αγνή και αγία. Ο Ακεψιμάς δίδασκε την ευσέβεια στους Χριστιανούς, όχι μόνο με λόγια, αλλά και με έργα. Κάποια ήμερα πριν τον φυλακίσουν, χάιδευε το κεφάλι του Δεσπότη ένα παιδάκι και καθώς το φιλούσε είπε:
-Καλότυχη είναι η φαλακρή αυτή κεφαλή, διότι πρόκειται να μαρτυρήσει για τον Κύριο.
Όταν το άκουσε ο Ακεψιμάς, χάρηκε και ευχήθηκε να αληθεύσει η προφητεία του παιδιού. Όταν λοιπόν έπιασαν τον Ακεψιμά και τον έφεραν στον άρχοντα των μάγων, πού λέγονταν Αδροχοσχάρ, ο μάγος τον ρώτησε, αν ήταν Χριστιανός και ο Ακεψιμάς ομολόγησε με θάρρος την αλήθεια. Αφού ο μάγος είδε ότι δεν καταφέρνει τίποτα θύμωσε και έδειρε τόσο σκληρά τον ιερότατο γέροντα, ώστε δεν έμεινε κανένα μέρος του σώματος του χωρίς πληγή. Όλη δε η γη κοκκίνισε από τα αίματα. Την άλλη ημέρα έφεραν άλλους δύο χριστιανούς στο δικαστήριο. Ο ένας ήταν ο Ιωσήφ, πού ήταν ιερεύς ενός χωρίου, γηραιός άνθρωπος, αφοσιωμένος στον Κύριο, με σωφροσύνη και φόβο Θεού. Ο άλλος ήταν ο Αειθαλάς διάκονος, ωραίος την όψη, με ζήλο Θεού, και θερμότατος στην πίστη. Ο δικαστής αφού πρώτα τους εξέτασε και αφού είδε ότι επιμένουν στην πίστη τους έδωσε διαταγή να μαστιγώσουν τον μάρτυρα Ιωσήφ, καταξεσχίζοντας άπονα τις σάρκες του με ραβδιά αγκαθωτά. Έπειτα από αρκετή ώρα λιποθύμησε από δαρμούς και έμεινε άφωνος. Γι αυτό τον έδεσαν με δυο αλυσίδες και τον φυλάκισαν μαζί με τον Ακεψιμά. Κατόπιν αφού είδε και ότι ο Αειθαλάς έμενε σταθερός στην πίστη του παρ’ όλο το μαρτύριο του Ιωσήφ έδωσε διαταγή να τον δέσουν από τα χέρια στο ξύλο και να τον δέρνουν δυνατά έξι άνδρες τόσον, ώστε να του σπάσουν όλα τα κόκκαλα. Οι στρατιώτες εξετέλεσαν το πρόσταγμα του απάνθρωπου άρχοντα, ενώ ο γενναίος αθλητής υπέμεινε τα κτυπήματα, βρίζοντας τον άρχοντα. Τον αποκαλούσε σκύλο και κόρακα, γιατί χαίρονται να βλέπουν σάρκες και αίματα. Στα λόγια αυτά προστάζει να δέρνουν ακόμη σκληρότερα, ώστε σχίσθηκαν όλες οι σάρκες του και έσπασαν όλα του τα κόκκαλα ώστε, έπεσε κάτω, χωρίς να μπορεί να σταθεί και να περπατήσει. Σε αυτή την κατάσταση τον πήραν και τον έριξαν στην φυλακή, όπου ήσαν και οι άλλοι δύο άγιοι. Έμειναν λοιπόν εκεί φυλακισμένοι οι Άγιοι τρία χρόνια σε μεγάλη στενοχώρια και στέρηση, διότι δεν είχαν από πουθενά παρηγοριά. Οι φύλακες απ έξω ελυπούντο τούς μακαρίους, επειδή ήταν και γέροι, αλλά εφοβούντο τον τύραννο και δεν τολμούσαν να τούς βοηθήσουν. Οι άλλοι όμως φυλακισμένοι καίτοι ειδωλολάτρες τούς έδιναν τρόφιμα και αυτό απόκρυφα. Ύστερα από αυτά τούς έβαλαν να τούς δικάσει άλλος δικαστής, πιο αιμοβόρος, πού λέγονταν Αρδαβασάριος. Αυτός ήταν πρώτος από όλους τούς άρχοντες. Μόλις τούς είδε αυτός τόσο κακοπαθημένους, αδύνατους και ηλικιωμένους, άρχισε με γλυκά λόγια να τούς δίδει συμβουλές, δήθεν προς το συμφέρον τους να προσκυνήσουν, πριν τούς δώσει πικρά κολαστήρια. Εκείνοι, όμως έμειναν σταθεροί στην πίστη τους. Αμέσως ο θηριώδης μάγος πολύ θυμωμένος, διατάζει να φέρουν λουριά από φρέσκο δέρμα ζώου και να αρχίσουν να κτυπούν τον Άγιο Ακεψιμά στη πλάτη και στο στήθος σκληρότατα. Οι σάρκες του ξεσχίζονταν, το αίμα του έβαφε το χώμα, και ο Άγιος μέσα στους φρικτούς πόνους ευχαριστούσε τον Θεό, πού τον αξίωσε να περάσει αυτό το μαρτύριο. Τέλος οι δυνάμεις του εξασθένησαν και παρέδωσε την αγία του ψυχή στα χέρια του Θεού. Όταν τελείωσαν με τον Άγιο Ακεψιμά, έφεραν στο κριτήριο τον Μάρτυρα Ιωσήφ, είδε ο τύραννος ότι δεν καταφέρνει τίποτα με του να του μιλάει και αμέσως πρόσταξε να τον δέρνουν με βούνευρα. Εν τούτοις, ο Άγιος, καίτοι τόσον άγρια τον κτυπούσαν, φώναζε με μεγάλη φωνή και έλεγε: -Ένας είναι ο αληθινός Θεός, τον οποίον εμείς λατρεύομε, και περιφρονούμε τα διατάγματα του βασιλέως. Τον έδερναν λοιπόν ώρες ώσπου έμεινε ακίνητος σαν νεκρός. Νομίζοντας, λοιπόν, ότι απέθανε τον έσυραν και τον έριξαν στην αγορά. Σε λίγο έμαθαν, ότι ανέπνεε ακόμη, και επήγαν και τον έριξαν στη φυλακή. Κατόπιν έφεραν στο δικαστήριο τον Αειθαλά. Ο τύραννος και μ’ αυτόν, όπως και με τούς άλλους, του υποσχόταν διάφορες δωρεές Συγχρόνως όμως τον απειλούσε, ότι αν δε προσκυνήσει τούς θεούς του, θα τον βασανίσει σκληρά. Ο Άγιος ούτε που τον άκουγε. Τότε ο τύραννος, διέταξε αμέσως να τον μαστιγώσουν αλύπητα. Αλλά ο Άγιος υπέμενε με καρτερία και έβριζε τα είδωλα. Έφριξε ο ασεβής τύραννος. Αμέσως κάλεσε τον άρχοντα των Αρβήλων, Αδαρχόσχαρ, και παρέδωσε σε αυτόν τούς αγίους λέγοντας για να τους βασανίσει και να τους λιθοβολήσει. Αφού επήγαν στην πόλη τους, τούς έριξαν στη φυλακή, σαν πεθαμένους, χωρίς καμιά φροντίδα. Οι πληγές μολύνθηκαν και βρωμούσαν. Υπέφεραν πάρα πολύ. Έκτος της κακοπάθειας αυτής, δεν άφηναν και κανέναν άλλον να πλησιάσει για να τούς δώσει βοήθεια. Ευτυχώς εκεί κοντά στην φυλακή κατοικούσε μια θεοσεβής γυναίκα, η οποία λυπήθηκε τους μάρτυρες, και θέλησε να χους βοηθήσει. Επήγε λοιπόν τα μεσάνυκτα στη φυλακή και έδωσε πολλά χρήματα στους φύλακες, για να την αφήσουν να πάρει τούς Μάρτυρες στο σπίτι της, να τούς περιποιηθεί, και κατόπιν να τούς ξαναπάει στη φυλακή, κρυφά κι απόκρυφα. Τα κατάφερε, λοιπόν μια χαρά. Ύστερα ψήφισαν άλλον άρχοντα και δικαστή σκληρότερο από τον πρώτον, τον Νεζερώθ. Έπειτα από αυτό ήλθαν στον νέον άρχοντα οι ιερείς των ειδώλων και του είπαν ότι οι άγιοι είναι καιρό φυλακισμένοι και αρνούνται να υπακούσουν στα διατάγματα. Τότε ο δικαστής τους εξέτασε και έδωσε εντολή να τους δέρνουν αλύπητα. Μετά από πολύ ώρα απευθύνθηκε στον Ιωσήφ και προσπαθούσε να τον κάνει να υπακούσει όμως ο Άγιος απαντούσε σε θείο ζήλο και αποφασιστικότητα ώστε έκανε τον τύραννο να τον θαυμάσει. Κατόπιν έδωσε διαταγή να φυλακίσουν τον Άγιο. Ύστερα στράφηκε προς τον Ακεψιμά αφού είδε όμως ότι και αυτός επιμένει στην πίστη του έδωσε διαταγή ο δικαστής να τον κρεμάσουν από τους αστραγάλους και να τον μαστιγώσουν όπως τον Άγιο Ιωσήφ, αλύπητα. Ο Μακάριος Ακεψιμάς δέχθηκε το μαρτύριο αυτό με υπομονή, όπως ο Ιωσήφ, δοξολογώντας τον Θεό με μεγάλη φωνή. Κατόπιν έδωσε νέα εντολή να τον δείρουν με ράβδους ροδιάς, πού έχουν αγκάθια και οι πόνοι είναι αφόρητοι. Σε λίγο ο Άγιος έμεινε άφωνος και δεν αισθανόταν τα κτυπήματα. Γι αυτό τον έσυραν αναίσθητο και τον έριξαν παράμερα. Ένας από τούς μάγους τον λυπήθηκε έτσι ολόγυμνο όπως ήταν και τον σκέπασε με ένα ρούχο. Αυτό το κατήγγειλαν στον τύραννο και τον έδειραν για να τον τιμωρήσει. Τον Άγιο τον έριξαν στη φυλακή, επειδή ανέπνεε ακόμη. Βλέποντας ο τύραννος, ότι δεν μπορεί να καταφέρει τίποτε συμβουλεύτηκε τούς συνέδρους. Αποφάσισαν λοιπόν, να συνάξουν τούς Χριστιανούς και να τούς βάλλουν με τη βία να λιθοβολήσουν τούς Αγίους. Μάζεψαν όσους Χριστιανούς μπόρεσαν και τούς διάταξαν να ρίχνουν πέτρες κατά των Αγίων. Συγχρόνως έφεραν κατά διαταγή του τυράννου και τον Άγιο Ιωσήφ. Ίσως είχε στον νου να ξαναδοκιμάσει για τελευταίοι φορά, μήπως τον διαστρέψει ο ανόητος. Ο Άγιος σε κακή κατάσταση, επειδή δεν μπορούσε να σαλέψει από τη θέση, πού τον άφησαν, έκαμε νόημα στον τύραννο, να έλθει κοντά του, ότι δήθεν ήθελε να του ειπεί κάτι μυστικό. Τότε γέμισε ο Άγιος το στόμα του με φλέγμα και με σάλιο, και έφτυσε στο πρόσωπο τον τύραννο με περιφρόνηση λέγοντας: -Δεν ντρέπεσαι, αναιδέστατε, να πολεμάς ακόμη ένα νεκρό γέροντα, πού δεν μπορεί να κινηθεί, και με έφερες πάλι για εξέταση; Ο τύραννος έγινε καταγέλαστος σε όλους. Αμέσως για να ξεπλύνει την ντροπή του διατάζει και δένουν πισθάγκωνα τα χέρια του Αγίου, και αφού έσκαψαν λάκκο, έχωσαν τον Άγιο μέχρι την ζώνη. Έπειτα έδωσαν ένα σουβλί σε μια Χριστιανή, πού είχαν φέρει εκεί μαζί με τούς άλλους, πού είπαμε, και την διέταξαν να τον σουβλίζει. Η Χριστιανή αυτή ονομαζόταν Ισδανδούλ. Όταν άκουσε την διαταγή τού τυράννου, εφώναξε: «Πού ακούστηκε ποτέ να καταδυναστεύουν γυναίκα, να θανατώσει δικαίους ανθρώπους, όπως κάνετε σεις και γεμίζεται την πατρίδα μας αίματα. Μη γένοιτο, να μολύνω τα χέρια μου. Εγώ προτιμώ να σουβλίσω την καρδιά μου πρώτα, παρά να αγγίξω το σώμα του Μάρτυρα. Αφού λοιπόν οι ασεβείς είδαν, ότι δε τούς άκουαν οι Χριστιανοί, έριξαν αυτοί τόσες πέτρες, ώστε έχωσαν τον μαρτύρα, έως τον λαιμό. Τότε ένας από τούς άρχοντες, ο οποίος είδε ότι το κεφάλι τού Αγίου κινείτο, διέταξε έναν δήμιο και τον κτύπησε με μια μεγάλη πέτρα ώσπου το έσπασε, και παρέδωσε την Αγία ψυχή του ο αοίδιμος εις χείρας του Θεού. Αμέσως έβαλαν φύλακες στο Άγιο λείψανο για να μην το κλέψουν οι χριστιανοί. Ύστερα από τρεις ημέρες γίνεται ένας μεγάλος σεισμός φοβερότατος, με αστραπές και βροντές, και φωτιά κατέβηκε από τον ουρανό και κατάκαψε τούς φύλακες και τον σωρό τις πέτρες τις σκόρπισε σαν σκόνη, το δε σώμα τού Μάρτυρος μετέθηκε όπου ο Θεός οικονόμησε. Μετά τον θάνατον του Αγίου Μάρτυρος Ιωσήφ παρέλαβαν οι ασεβείς τύραννοι τον τίμιο Αειθαλά, και τον έφεραν σε ένα χωριό, πού λεγόταν Πατριά, και εκεί τον λιθοβόλησαν. Μερικοί Μοναχοί πού ασκήτευαν στα μέρη εκείνα, και είδαν το μαρτύριο του Αγίου, ήλθαν κρυφά το βράδυ και επήραν το λείψανο του Αγίου και το έθαψαν με ευλάβεια σε μέρος επίσημο. Εκεί δε πού τον σκότωσαν, ο Θεός για να τιμήσει τον δούλο του, έκαμε ένα θαύμα. Φύτρωσε στο μέρος εκείνο όπου τελείωσαν ένα φυτό πού το λέγουν Μυρσίνη, και το οποίον θεράπευε κάθε ασθένεια. Έβλεπαν δε οι ευσεβείς πολύν καιρό σε κείνον τον τόπον, φώτα πολλά και Αγγέλους, οι οποίοι ανέβαιναν και κατέβαιναν δοξάζοντες τον Θεό. Αφού πέρασαν πέντε έτη, φθόνησαν οι ασεβείς τα θαύματα, πού γίνονταν από το φυτό εκείνο και επήγαν και το ξερίζωσαν τελείως και το έκαψαν.
Ετελειώθη δε ο Άγιος Αειθαλάς τον Ιούνιο μήνα, ημέρα Παρασκευή, της τελευταίας εβδομάδος της Πεντηκοστής. Επειδή όμως και οι τρεις Άγιοι είναι ομόσκηνοι και ομόγνμωμοι και έδειξαν ίση ανδρεία και αντίσταση, τούς έταξαν να εορτάζονται και οι τρεις συγχρόνως την 3ην του μηνός Νοεμβρίου.