Οι «ιδέες» για το Λύκειο και την εισαγωγή στα ΑΕΙ
Μπαμπινιώτης Γεώργιος
Τα θέματα τής Παιδείας δεν επιδέχονται πρόχειρο αντιπολιτευτικό λόγο, σε ό,τι καθορίζει σημαντικά το μέλλον τής χώρας. Ας συζητήσουμε, λοιπόν, νηφάλια τις απόψεις τής Επιτροπής που δημοσιεύτηκαν στο «Βήμα» (2.10.2016).
Πρόκειται για μια εξαιρετικά φιλόδοξη ιδεαλιστική (και ιδεολογική) θεωρητική σύλληψη με αρκετές σωστές θέσεις, αλλά με ένα καίριο καθοριστικό μειονέκτημα: ότι (για όσους γνωρίζουν από μέσα την Εκπαίδευση) είναι πρακτικά ανεφάρμοστη. Υπ’ αυτή την έννοια δεν πρόκειται για συγκροτημένη και επεξεργασμένη ως προς την εφαρμογή της «πρόταση», αλλά περισσότερο για ένα «σύνολο ιδεών».
Μερικές θετικές πλευρές της αξίζει, κατ’ αρχήν, να τις επαινέσουμε, πολύ περισσότερο που ταυτίζονται με τις δικές μας αντίστοιχες θέσεις τού Εθνικού Διαλόγου για την Παιδεία τού 2009 (τού οποίου είχα την ευθύνη ως πρόεδρος). Η διαφορά είναι ότι δεν γίνεται καμία πρόνοια για τον τρόπο εφαρμογής τους:
1. Σωστό ότι θα έχουν λόγο τα ΑΕΙ στη διαμόρφωση των κριτηρίων βαρύτητας των συντελεστών των μαθημάτων (κατά 20%)∙ αλλά ακατανόητο και αντιφατικό είναι ότι δεν θα έχουν τα ΑΕΙ λόγο στις «Σχολές υψηλής ζήτησης», όπου είναι εκ των πραγμάτων αναγκαίο να έχουν μείζονα λόγο!
2. Σωστό να επιλέγει ο μαθητής Λυκείου μαθήματα που τον ενδιαφέρουν (4 από τα 6 μαθήματα τεσσάρων κύκλων)∙ αλλά δεν φαίνεται να έχει υπολογισθεί το πλήθος των μαθημάτων που χρειάζονται προς επιλογή, καθώς και το πλήθος των ειδικών καθηγητών που απαιτούνται για να τα διδάξουν σε κάθε Λύκειο (άρα ή δεν θα διδάσκονται όλα τα μαθήματα σε όλα τα Λύκεια ή θα συγχωνευθούν μεταξύ τους περισσότερα Λύκεια για να βγουν πέρα ή θα συγκερασθούν οι ειδικότητες)∙ δοθέντος ότι προβλέπεται και διδασκαλία κάποιων βασικών μαθημάτων σε δύο επίπεδα (βασικό και υψηλό), ο αριθμός των διδασκόντων (και μάλιστα των ειδικοτήτων) και οι αναγκαίες υποδομές σε αίθουσες διδασκαλίας πολλαπλασιάζονται ανεξέλεγκτα.
3. Σωστό να λαμβάνεται υπόψιν η επίδοση των μαθητών στο Λύκειο (ίσχυε ήδη), με τον τελικό βαθμό να προκύπτει από τις γραπτές εξετάσεις στην Α’ και τη Β’ Λυκείου σε συνδυασμό με τους προφορικούς βαθμούς (μέσον όρο) των 4 τετραμήνων (2 τής Α’ και 2 τής Β’ Λυκείου), καθώς και τής βαθμολογίας των 2 γραπτών εργασιών κατά μάθημα (1 στην Α’ και 1 στη Β’ Λυκείου)∙ αλλά η εξέταση θα γίνεται σε διδακτέα ή διδαχθείσα ύλη και πώς εξασφαλίζεται η κάλυψη τής ύλης από όλα τα σχολεία (μέγιστη η διαφορά κατά σχολεία); πώς εξασφαλίζεται η αντικειμενικότητα τής προφορικής βαθμολόγησης (φτάνει το να μην αποκλίνει περισσότερο από 3 μονάδες); πώς εξασφαλίζεται η ποιότητα και η αντικειμενική βαθμολόγηση χιλιάδων γραπτών εργασιών; δοθέντος ότι η εισαγωγή στα ΑΕΙ θα εξαρτάται κατά 80% από τη βαθμολογία τής επίδοσης στο Λύκειο, για δε τις Σχολές υψηλής ζήτησης κατά 99%, εξασφαλίζεται η αντικειμενική αξιολόγηση σε όλη την Επικράτεια; δηλώνεται ότι τα θέματα θα ορίζονται από μια Κεντρική Επιτροπή (δηλ. από «Τράπεζα θεμάτων» η οποία ίσχυε και καταργήθηκε!), αλλά δεν δηλώνεται το ουσιώδες, ποιος διορθώνει και βαθμολογεί.
Αυτά ως προς μερικές από τις διατυπωθείσες «ιδέες» τής Επιτροπής, των οποίων όμως η εφαρμογή είναι φανερό ότι πρακτικά είναι από πολύ δύσκολη έως αδύνατη. Ωστόσο, υπάρχουν και μείζονα θέματα παιδευτικών στόχων και επιλογών:
1. Το Λύκειο στην πράξη, με τον τρόπο που συλλαμβάνει τον ρόλο του η Επιτροπήαποκτά και επισήμως φροντιστηριακό χαρακτήρα προετοιμασίας των ικανών (και μόνον) μαθητών για εισαγωγή στα ΑΕΙ. Χάνει τον κύριο χαρακτήρα του, που πρέπει να είναι η απόκτηση από τους μαθητές στην πιο γόνιμη ηλικία τους (17-18 ετών) μιας γενικής μόρφωσης, η οποία δεν προσφέρεται σε πιο πρώιμες ηλικίες και η οποία ανοίγει ορίζοντες στον μαθητή για ωριμότερες αποφάσεις ζωής καθώς και για έναν πνευματικό οπλισμό που θα χρειασθεί ό,τι κι αν κάνει επαγγελματικά. Η ειδίκευση με επαγγελματική διέξοδο είναι έργο των ΑΕΙ, όχι τού γενικού Λυκείου. Στο Λύκειο μόνο ένας αδρός προσανατολισμός (μέσα και από κάποιες επιλογές) είναι το ζητούμενο, όχι ειδίκευση. Αρα, στην πράξη η σύλληψη τής λυκειακής εκπαίδευσης από την Επιτροπή πάσχει στον πυρήνα της. Πολύ περισσότερο που πάει «άτσαλα» και πρόχειρα να μιμηθεί κάπως το Ι.Β. (International Baccalaureate), το οποίο βεβαίως έχει άλλες απαιτήσεις, άλλη φιλοσοφία και άλλον προορισμό, όντας μια πραγματικά «ελιτίστικη» μορφή εκπαίδευσης.
2. Οι γραπτές διπλωματικές εργασίες (που θα βαρύνουν μάλιστα κατά πολύ) κινδυνεύουν να ευτελισθούν σε απλή συλλογή πληροφοριών που δεν προσφέρεται για ουσιαστική απαιτητική αξιολόγηση των πραγματικών δυνατοτήτων και τής επίδοσης των μαθητών, αφού θα συντάσσονται σε ανύπαρκτες σχολικές βιβλιοθήκες και με πολύ περιορισμένη χρήση των διαδικτυακών δυνατοτήτων, με υπερφορτωμένους σε ώρες διδασκαλίας εκπαιδευτικούς, ανεκπαίδευτους στο να καθοδηγήσουν τέτοιου επιπέδου γραπτές εργασίες (ιδίως διπλωματικές). Αυτά δεν γίνονται από τη μια μέρα στην άλλη, χωρίς ουσιώδεις αλλαγές στο εκπαιδευτικό μας σύστημα και στην πανεπιστημιακή κατάρτιση των εκπαιδευτικών όλων των βαθμίδων.
3. Το σχέδιο ιδεών τής Επιτροπής ως προς το Λύκειο καθιερώνει ένα Λύκειο δύο ταχυτήτων: των «καλών» μαθητών με «εθνικό απολυτήριο» που ανοίγει τον δρόμο προς τα ΑΕΙ και των «αδύνατων» μαθητών με ένα απλό «πιστοποιητικό σπουδών» που εξασφαλίζει πιθανόν κάποια πιστοποίηση ή κάποια είσοδο σε «σχολές ερημίας» (υποβαθμισμένες με πολύ χαμηλή ζήτηση). Κι αυτά αφού θα έχουν προηγηθεί 10 χρόνια σπουδών (6 Δημοτικού και 4 Γυμνασίου) με ελάχιστες έως μηδενικές απαιτήσεις (ο μαθητής προάγεται, με το μόλις καθιερωθέν σύστημα, με μέσον όρο 8 στα 4 κύρια εξεταζόμενα μαθήματα τού Γυμνασίου ή με μέσον όρο 12 σε όλα τα μαθήματα, εξεταζόμενα και μη!…), με ένα επίπεδο σπουδών δηλ. που δεν προσφέρεται για ένα Λύκειο ειδικών γνώσεων και αναβαθμισμένων απαιτήσεων, έστω ψευδο-I.B. τύπου.
Με όσα γράφονται στις γραμμές αυτές δεν αμφισβητούμε ούτε τις καλές προθέσεις ούτε κάποιες ορθές – έστω και υπερβολικά φιλόδοξες – θέσεις τής Επιτροπής. Ο συνάδελφος κ. Αντώνης Λιάκος και οι συνεργάτες του δούλεψαν για ό,τι θεωρούν καλύτερο. Προσωπικά, συμβαίνει να γνωρίζω από πρώτο χέρι πόσο σύνθετα, πολύπλοκα και δύσκολα στη σύλληψη και την εφαρμογή τους είναι αυτά τα θέματα, ιδίως με την κατάσταση που επικρατεί στην Εκπαίδευσή μας μετά την κρίση. Και το έργο τής Επιτροπής, το ξαναλέω, δεν στερείται κάποιων θετικών επιδιώξεων, με προφανή την προσπάθεια καινοτομίας. Ωστόσο, θα πρέπει η ηγεσία τού υπουργείου Παιδείας να μελετήσει εις βάθος τα προβλήματα εφαρμογής αλλά κυρίως την ίδια την ουσία των ιδεών τής Επιτροπής, συνεργαζόμενη με μάχιμους εκπαιδευτικούς που διαθέτουν πολύτιμη πείρα. Θέλουμε ένα Λύκειο-Φροντιστήριο αντί για ένα Λύκειο γενικής μόρφωσης που ήταν πάντα η σημαία τής Αριστεράς; Τέλος, ως προς την ευαγγελισθείσα κατάργηση των εισαγωγικών εξετάσεων δεν μπορεί, νομίζω, να γίνει σοβαρός λόγος για ένα λειτουργικό και εφαρμόσιμο σύστημα εισαγωγής στα ΑΕΙ που να διαθέτει αντικειμενικότητα και αξιοπιστία ώστε να μπορεί να γίνει αποδεκτό.
ΥΓ.: Ως προς το περιεχόμενο τής διδασκαλίας των Θρησκευτικών στα Σχολεία, το να μιλάς στα παιδιά ενός ορθόδοξου χριστιανικού λαού για τη νιρβάνα, την μπούρκα ή για τις επωνυμίες τού Αλλάχ και τον πανθεϊσμό των ινδιάνικων φυλών στο όνομα μιας δήθεν θρησκειολογίας (που δεν διδάσκονται συστηματικά ούτε οι θεολόγοι) αποτελεί μια ιδιάζουσα παιδευτική σύλληψη στα όρια τού curiosum και τού absurdum, ενδιαφέρουσα αν δεν επρόκειτο να εφαρμοσθεί σε ελληνόπουλα. Ο ευφυής και ευαίσθητος θεολόγος – με ένα γενικό κατάλληλο χρηστικό βοήθημα – θα μπορούσε να εξηγεί στους μαθητές του (και το κάνει ήδη συχνά) κάποιες παράλληλες θρησκευτικές αντιλήψεις ή διαφοροποιήσεις αν βρεθεί σε τάξη με μαθητές άλλων θρησκευμάτων, διδάσκοντας την αγάπη, την ανεκτικότητα και την αλληλοκατανόηση. Αλλά το να επιστρατεύεις τους καλλιτέχνες – κατ’ εξοχήν ελεύθερα και ανεξάρτητα πνεύματα – και να χρησιμοποιείς το έργο τους για να στηρίξεις… το μάθημα των Θρησκευτικών στο σχολείο παραείναι τραβηγμένο. Ο Χατζιδάκις, ο Σαββόπουλος, ο Κηλαηδόνης, ο Τόκας και τόσοι άλλοι εκλεκτοί καλλιτέχνες πολιτισμό διδάσκουν με τον τρόπο τους. Δεν διανοήθηκαν, νομίζω, ποτέ να αποτελέσουν «ουρά» τού μαθήματος των Θρησκευτικών, φερόμενοι να συνδυάζουν το έργο τους με αρχές τού Χριστού, τού Μωάμεθ ή τού Βούδα. Σαν να ακούω τη φωνή τού αντισυμβατικού και αναρχικού Νικόλα Ασιμου να μάς φωνάζει από ψηλά: «Ρε μπαγάσηδες, τι δουλειά έχουν τα τραγούδια μου με τα Θρησκευτικά σας;».
Ο κ. Γεώργιος Μπαμπινιώτης είναι καθηγητής της Γλωσσολογίας, τ. πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών.
tovima.gr