1.
Διονύσιος Ψαριανός (Μητροπολίτης Σερβίων καί Κοζάνης (+))
Ἀγαπητοὶ χριστιανοί,
Ἀκούσαμε σήμερα στὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο τὴν παραβολὴ τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ γιὰ τὸν κακὸ πλούσιο καὶ γιὰ τὸ φτωχὸ Λάζαρο. Ἡ παραβολὴ μᾶς διδάσκει πὼς ἔρχεται μιὰ ὥρα κι ἀλλάζουν τὰ πράγματα στὴ ζωή· ὁ φτωχὸς Λάζαρος, γιὰ νὰ ‘χη ὑπομονὴ στὴ φτώχεια του, πάει στὸν κόλπο τοῦ Ἀβραάμ, κι ὁ κακὸς πλούσιος γιὰ νὰ μὴν κάνη καλὴ χρήση τοῦ πλούτου, βασανίζεται στὸν Ἅδη. Αὐτὰ εἶναι λόγια ποὺ τὰ εἶπε ὁ Θεὸς κι ἂς τ’ ἀκούσουμε πάλι, ἐξηγημένα στὴ δική μας ἁπλὴ γλώσσα.
Εἶπεν ὁ Κύριος· ἦταν ἕνας ἄνθρωπος πλούσιος καὶ ντυνότανε στὰ κόκκινα καὶ στὰ βυσσινιὰ καὶ τρωγόπινε καὶ καλοπερνοῦσε κάθε μέρα μέσα σὲ μεγάλη πολυτέλεια. Κι ἦταν ἕνας φτωχὸς ποὺ τὸν ἔλεγαν Λάζαρο, ριγμένος ἔξω ἀπὸ τὴ θύρα τοῦ πλουσίου, πληγιασμένος καὶ λιμάζοντας νὰ χόρταση ἀπὸ τὰ ψίχουλα ποὺ ἔπεφταν ἀπὸ τὸ τραπέζι τοῦ πλουσίου· κι ἦταν σὲ τέτοια ἐγκατάλειψη ὅπου καὶ τὰ σκυλιὰ ἐρχόντανε κι ἔγλειφαν τὶς πληγές του. Κι ἔγινε καὶ πέθανε ὁ φτωχὸς καὶ μεταφέρθηκε ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους στὸν κόλπο τοῦ Ἀβραάμ· καὶ πέθανε κι ὁ πλούσιος καὶ θάφτηκε. Καὶ στὸν Ἅδη, ἐκεῖ ποὺ βασανιζότανε, σήκωσε τὰ μάτια του καὶ βλέπει τὸν Ἀβραὰμ ἀπὸ μακρυὰ καὶ τὸ Λάζαρο στοὺς κόλπους του. Καὶ φώναξε ὁ πλούσιος καὶ εἶπε· Πατέρα Ἀβραάμ, λυπήσου με καὶ στεῖλε τὸ Λάζαρο νὰ βουτήξη στὴν ἄκρη τὸ δάχτυλό του στὸ νερὸ καὶ νὰ δροσίση τὴ γλώσσα μου, γιατί καίγομαι καὶ λυώνω σὲ τούτη τὴ φλόγα. Κι εἶπε ὁ Ἀβραάμ· παιδί μου, θυμήσου πὼς ἐσὺ χάρηκες τὰ καλά σου στὴ ζωή σου κι ὁ Λάζαρος πάλι τὰ κακά· τώρα ἐκεῖνος ἐδῶ χαίρεται καὶ σὺ βασανίζεσαι· κι ἐξὸν ἀπ’ ὅλα τοῦτα μεταξὺ μας ἀνοίγεται βαθὺ φαράγγι, ὥστε κεῖνοι ποὺ θέλουν νὰ διαβοῦν ἀπὸ δῶ πρὸς ἐσᾶς νὰ μὴ μποροῦν μήτε ἀπ’ αὐτοῦ πρὸς ἐμᾶς νὰ περνᾶνε. Τότε ὁ πλούσιος εἶπε· σὲ παρακαλῶ λοιπόν, πατέρα, νὰ στείλης τὸ Λάζαρο στὸ σπίτι τοῦ πατέρα μου· γιατί ἔχω πέντε ἀδέρφια· νὰ πάη καὶ νὰ τοὺς βεβαίωση τί γίνετ’ ἐδῶ, γιὰ νὰ μὴν ἔρθουν κι αὐτοὶ σὲ τούτη τὴν κόλαση. Τοῦ λέγει ὁ Ἀβραάμ· ἔχουν τὸν Μωϋσῆ καὶ τοὺς προφήτες· ἂς τοὺς ἀκούσουν. Κι ἐκεῖνος εἶπε· ὄχι, πατέρα Ἀβραάμ· μόνο ἂν πάη σ’ αὐτοὺς κάποιος ἀπὸ τοὺς νεκρούς, θὰ μετανοήσουν. Τότε τοῦ εἶπε ὁ Ἀβραάμ· ἂν δὲν ἀκοῦνε τὸ Μωϋσῆ καὶ τοὺς Προφῆτες, οὔτε κι ἀπὸ τοὺς νεκροὺς ἂν κάποιος ἀναστηθῆ θὰ πεισθοῦν.
Ἐκεῖνοι ποὺ δὲν πιστεύουνε, ἀγαπητοί μου ἀδελφοὶ στὴν ἄλλη ζωή, αὐτοὶ λένε· «Ἂς φᾶμε κι ἂς πιοῦμε, γιατί αὔριο θ’ ἀποθάνουμε». Ἔχουν τὰ καλά τους, ὅπως κι ἂν τὰ ‘χουν, καὶ τὰ χαίρονται μόνοι τους. Ντύνονται καὶ στολίζονται, τρῶνε καὶ ξεφαντώνουνε, χτίζουνε σπίτια, ἀγοράζουνε χτήματα, μαζεύουνε χρήματα. Καὶ δίπλα τους εἶναι οἱ ἄλλοι, οἱ πεινασμένοι, οἱ γυμνοί, οἱ ἄστεγοι, οἱ ἄρρωστοι, τὰ γηρατειά, ἡ χηρεία, ἡ ὀρφάνια· ὅλη ἡ ἀθλιότητα τοῦ κόσμου. Μὰ πῶς λοιπὸν ἐσὺ ξεφαντώνεις, ὅταν ὁ ἄλλος δὲν ἔχη οὔτε ψωμί; Πῶς ἐσὺ στολίζεσαι, ὅταν ὁ διπλανός σου εἶναι γυμνός; Καὶ πῶς τοῦ λόγου σου χτίζεις καὶ ξαναχτίζεις, ὅταν ὁ ἀδελφός σου εἶναι στὸ δρόμο; Θὰ πῆς· Ἀπὸ τὰ δικά μου καὶ τρώγω καὶ ντύνομαι καὶ χτίζω. Δὲ λέγω πὼς δὲν εἶναι δικά σου, δὲ λέγω πὼς τὰ ‘καμες μὲ κλεψιές, μὲ τοκογλυφίες καὶ μὲ ἀπάτες, γιατ’ εἶναι καὶ πολλοὶ ποὺ ἔτσι πλουταίνουν. Μὰ ποιός σοῦ εἶπε πὼς τὰ δικά σου εἶναι μόνο γιὰ σένα; Ὁ ἴδιος Θεὸς ἀφίνει ἐσὺ νὰ ‘σαι πλούσιος κι ὁ ἄλλος φτωχός, γιὰ νὰ ‘χης ἐσὺ ἀγάπη μέσ’ στὸν πλοῦτο σου κι ἐκεῖνος ὑπομονὴ μέσ’ στὴ φτώχειά του.
Γιατί θαρρεῖτε, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, πὼς ὁ πλούσιος πῆγε στὴν κόλαση; Μόνο καὶ μόνο γιατ’ ἦταν πλούσιος; Πλούσιος ἦταν κι ὁ Ἀβραὰμ καὶ τὸν βλέπουμε πρῶτο καὶ καλύτερο μέσα στοὺς δικαίους. Πολλοὶ ποὺ βλέπουν καὶ πονοῦν γιὰ τὴν ἀνισότητα στὸν κόσμο, κι ἄλλοι ποὺ καμώνονται πὼς πονοῦν, φωνάζουν καὶ σηκώνουν ἐπανάσταση καὶ τὰ βάζουν μὲ τὸν πλοῦτο, πὼς τάχα εἶναι καταραμένος ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ πὼς δὲν πρέπει νὰ ‘χουνε τίποτα δικό τους οἱ ἄνθρωποι κι ἄλλα τέτοια. Μὰ δὲ φταῖνε, χριστιανοί μου, τὰ πράγματα· οἱ ἄνθρωποι φταῖνε. Δὲ φταῖνε τὰ ἀργύρια, μὰ ἡ φιλαργυρία. Ὁ πλοῦτος ἀπὸ λόγου του μήτε καλὸς εἶναι μήτε κακός· στὰ χέρια τῶν ἀνθρώπων γίνεται καλὸς ἤ κακός. Ὁ πλούσιος δὲν πῆγε κεῖ μόνο καὶ μόνο γιατί ἦταν πλούσιος, μὰ γιατ’ ἦταν κακὸς πλούσιος, ἄσπλαχνος καὶ σκληρόκαρδος ἄνθρωπος. Μποροῦσε μὲ τὸν πλοῦτο του ν’ ἀγοράση τὸν παράδεισο, μὰ ἐκεῖνος ἐξαιτίας τοῦ πλούτου ἔπεσε στὴν κόλαση.
Κι ὁ Λάζαρος, τί θαρρεῖτε, ἀγαπητοί μου χριστιανοί, πῆγε τάχα κοντὰ μὲ τὸν Ἀβραάμ, μόνο καὶ μόνο γιατ’ ἦταν φτωχός; Ἂν ἦταν ἔτσι, θὰ ‘πρεπε νὰ πάη κοντὰ μὲ κάποιο φτωχὸ κι ὄχι μὲ τὸν πλούσιο Ἀβραάμ. Καὶ τότε θὰ ‘πρεπε νὰ ‘ναι χωριστὴ ἡ θέση τῶν ἀνθρώπων στὴν ἄλλη ζωὴ· οἱ πλούσιοι στὴν κόλαση κι οἱ φτωχοὶ στὸν παράδεισο. Μὰ θὰ ‘ναι καὶ πλούσιοι στὸν παράδεισο καὶ θὰ ‘ναι καὶ πολλοὶ φτωχοὶ στὴν κόλαση. Γιατί, ἂν εἶναι κανένας πλούσιος, δὲν πάει νὰ πῆ πὼς εἶναι καὶ κακός, καὶ δὲ φτάνει νὰ ‘σαι φτωχὸς γιὰ νὰ ‘σαι καὶ δίκαιος. Ἡ φτώχεια εἶναι κακό· εἶναι κι αὐτὴ κληρονομιὰ τῆς ἁμαρτίας τῶν Πρωτοπλάστων κι ὕστερα καὶ τῶν δικῶν μᾶς ἁμαρτιῶν. Γιατί δὲν εἶναι λίγοι ποὺ εἶναι φτωχοὶ ἀπὸ τὴν κακοκεφαλιά τους· τοὺς ἄσωτους, ποὺ φθείρονται στὸ μεθύσι, στὰ χαρτιὰ καὶ στὰ ξενύχτια, τοὺς ἄσωτους καὶ τοὺς τεμπέληδες τοὺς περιμένει φτώχεια. Μὰ ἡ φτώχεια εἶναι καὶ καλό. Γιατί ἡ φτώχεια πρῶτ’ ἀπ’ ὅλα εἶναι τὸ γνώρισμα τῶν Ἁγίων. Οἱ Ἅγιοι ἀγαποῦνε νὰ ‘ναι φτωχοί, σηκώνουνε μὲ ὑπομονὴ καὶ καύχηση τὴ φτώχεια τους. Μὰ ἐσὺ δὲν ἀγαπᾶς καὶ φοβᾶσαι τὴ φτώχεια; Ἐργάζου λοιπὸν τίμια καὶ κάνε οἰκονομία, γιὰ νὰ ‘χης αὐτάρκεια· ἔχε καὶ εὐσέβεια, κι ἀληθινὰ θὰ ‘σαι πλούσιος. Πλούσιος εἶναι ὅποιος ἀρκεῖται στὰ λίγα καὶ φτωχὸς εἶναι ὅποιος χρειάζεται πολλά.
Ἀγαπητοὶ χριστιανοί,
Ὁ Χριστὸς γιὰ τοὺς πλουσίους καὶ τοὺς χορτάτους εἶπε· «Οὐαὶ ὑμῖν, οἱ ἐμπεπλησμένοι»· ἀλήμονό σας, οἱ χορτάτοι. Ἐννοοῦσε τοὺς κακοὺς καὶ σκληρόκαρδους πλουσίους σὰν καὶ τοῦτον τῆς παραβολῆς. Καὶ πάλι γιὰ τοὺς φτωχοὺς ὁ Χριστὸς εἶπε· «Μακάριοι οἱ πτωχοὶ» κι ἐννοοῦσε κάτι φτωχοὺς σὰν τὸ Λάζαρο· ποὺ δὲν εἶναι φτωχοὶ ἀπὸ τὴν κακοκεφαλιά τους καὶ ποὺ τὴ φτώχεια τους τὴ σηκώνουνε μὲ ὑπομονή. Ἐμεῖς, ἂν ἔχουμε ὑλικὸ πλοῦτο, ἂς ἔχουμε καὶ πλοῦτο καλωσύνης καὶ θησαυροὺς ἀγάπης. Κι ἂν εἴμαστε φτωχοί, ἂς εἴμαστε φτωχοὶ καὶ στὶς κακίες. Νὰ μὴν εἴμαστε πλούσιοι στὰ χρήματα καὶ φτωχοὶ στὴν ἀγάπη καὶ νὰ μὴν εἴμαστε φτωχοὶ στὰ χρήματα καὶ πλούσιοι στὶς κακίες. Πλούσιοι καὶ φτωχοὶ ἂς εἰμαστ’ ἐδῶ ἀδέρφια, γιὰ νὰ ‘μαστε καὶ στὴν ἄλλη ζωὴ μαζὶ στὸν παράδεισο. Ἀμήν.
2.
Ἡ Παραβολή τοῦ πλούσιου καί τοῦ Λαζάρου
Βλάχος Ἱερόθεος (Μητροπολίτης Ναυπάκτου)
Πολλά μπορεῖ κανείς νά παρατηρήσει μελετώντας τήν περίφημη αὐτή παραβολή τοῦ Χριστοῦ. Μπορεῖ νά ἀντιμετωπίσει τήν κοινωνική διάστασή της ἤ ἀκόμη νά βγάλει πολλά ἠθικά καί ἠθικολογικά συμπεράσματα. Ὅμως, θά ἐπιμείνουμε περισσότερο στά θέματα πού ἔχουν σχέση μέ τήν ζωή μετά τόν θάνατο, δηλαδή θά δοῦμε τήν ἐσχατολογική ἀνάλυση τῆς παραβολῆς.
Π ρ ῶ τ ο ν. Ὅπως φαίνεται στήν παραβολή δέν γίνεται λόγος γιά τήν ζωή μετά τήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά γιά τήν ζωή τῆς ψυχῆς πού παρεμβάλλεται μεταξύ τοῦ θανάτου τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδή τῆς ἐξόδου τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα, καί τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Χριστοῦ. Πρόκειται γιά τό διάστημα ἐκεῖνο πού λέγεται μέση κατάσταση τῶν ψυχῶν. Ἄλλοι λόγοι τοῦ Χριστοῦ ἀναφέρονται στήν Δευτέρα Παρουσία Του, ὅταν θά ἔλθει γιά νά κρίνει τούς ἀνθρώπους, ἀφοῦ προηγουμένως γίνει ἀνάσταση τῶν σωμάτων καί οἱ ψυχές εἰσέλθουν ἐκ νέου στά σώματα, ὥστε ὁ ἄνθρωπος νά ἀπολαύσει ἐκεῖνα πού ἔπραξε στήν ζωή του.
Δ ε υ τ ε ρ ο ν. Ἀναφέρεται ὅτι ὑπάρχει ὁ θάνατος στήν ζωή τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Πλούσιος καί ὁ πτωχός Λάζαρος ἀπέθαναν. Θάνατος εἶναι ὁ χωρισμός τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα. Αὐτή ἡ κατάσταση λέγεται καί ὕπνος, γιατί ὁ θάνατος καταργήθηκε μέ τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστός μέ τά Πάθη, τόν Σταυρό καί τήν Ἀνάστασή Του κατήργησε ὀντολογικά τόν θάνατο καί ἔδωσε τήν δυνατότητα στόν ἄνθρωπο νά τόν ὑπερβεῖ ζώντας μέσα στήν Ἐκκλησία. Τό ὅτι ὁ θάνατος εἶναι ὕπνος, μία προσωρινή κατάσταση, φαίνεται ἀπό τόν τρόπο πού πεθαίνουν οἱ ἅγιοι, ἀφοῦ ἔχουν ὅλοι τους τήν ἐλπίδα στόν Χριστό, καθώς ἐπίσης φαίνεται καί στά ἄφθαρτα καί θαυματουργούντα λείψανα.
Δέν δημιούργησε ὁ Θεός τόν θάνατο, ἀλλά ὁ θάνατος εἶναι παρέμβλητος στήν φύση, γιατί εἶναι καρπός τῆς ἁμαρτίας τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς ἀπομακρύνσεώς του ἀπό τόν Θεό. Ὑπάρχει σωματικός καί ψυχικός θάνατος. Ψυχικός εἶναι ἡ ἄρση τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ ἀπό τήν ψυχή, καί σωματικός εἶναι ὁ χωρισμός τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα.
Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι γεύονται τό φοβερό μυστήριο τοῦ θανάτου, ἀφοῦ ὅλοι κληρονομοῦν τήν φθαρτότητα καί τήν θνητότητα, δηλαδή, γεννιόμαστε γιά νά πεθάνουμε. Ὁ θάνατος εἶναι τό πιό σίγουρο καί βέβαιο γεγονός στήν ζωή μας. Ἀκόμη καί σύγχρονοι ὑπαρξιστές φιλόσοφοι λένε ὅτι τό πιό ἀληθινό γεγονός εἶναι “τό ὑπάρχειν πρός θάνατον”.
Ἄν καί ὁ θάνατος εἶναι τό πιό βέβαιο γεγονός, ὅμως ἀβέβαιη εἶναι ἡ ὥρα καί ἡ ἡμέρα τοῦ θανάτου. Κανείς δέν ξέρει π ό τ ε θά πεθάνει. Τό θέμα εἶναι νά ζοῦμε σωστά, ὥστε τό π ῶ ς τοῦ θανάτου νά συνιστᾶ τήν αἰώνια ζωή.
Στό κείμενο τῆς παραβολῆς λέγεται: “ἐγένετο ἀποθανεῖν τόν πτωχόν…”, καθώς ἐπίσης “ἀπέθανε καί ὁ πλούσιος καί ἐτάφη”. Ἔτσι, ὁ θάνατος εἶναι ὁ μεγαλύτερος δημοκράτης, γιατί δέν κάνει καμμιά ἐξαίρεση.
Τ ρ ί τ ο ν. Ἡ ψυχή τοῦ Λαζάρου, μετά τήν ἔξοδό της ἀπό τό σῶμα, παρελήφθη ἀπό τούς ἀγγέλους καί ὁδηγήθηκε στούς κόλπους τοῦ Ἀβραάμ. Αὐτό σημαίνει ὅτι ὑπάρχουν ἄγγελοι, καί φυσικά ὁ φύλακας ἄγγελος κάθε ἀνθρώπου, ὁ προσωπικός του φρουρός, οἱ ὁποῖοι παραλαμβάνουν τίς ψυχές τῶν δικαίων ἀνθρώπων καί τίς ὁδηγοῦν στόν Θεό.
Ἀντίθετα, σέ ἄλλη παραβολή λέγεται ὅτι τήν ψυχή τῶν ἀμετανοήτων ἁμαρτωλῶν τήν παραλαμβάνουν οἱ δαίμονες. Ὁ ἄφρων πλούσιος ἄκουσε φωνή ἀπό τόν Θεό: “Ἄφρον, ταύτῃ τῇ νυκτὶ τήν ψυχήν ἀπαιτοῦσιν ἀπό σοῦ, ἅ δέ ἡτοίμασας τίνι ἔσται;” (Λουκ. ιβ’, 20). Τό ρῆμα “ἀπαιτοῦσιν” ὑποδηλώνει τούς δαίμονας, οἱ ὁποῖοι ἀπαιτοῦν τήν ψυχή τοῦ ἁμαρτωλοῦ ἀνθρώπου, γιά νά τήν κρατοῦν αἰωνίως.
Ἑπομένως, κατά τήν φρικτή ὥρα τοῦ θανάτου, κατά τήν ὁποία ἡ ψυχή βιαίως χωρίζεται ἀπό τήν ἁρμονία μέ τό σῶμα, γίνονται φοβερά πράγματα. Τίς ψυχές τῶν ἁγίων τίς παραλαμβάνουν οἱ ἄγγελοι, καί τίς ψυχές τῶν ἁμαρτωλῶν οἱ δαίμονες. Στήν διδασκαλία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας γίνεται λόγος γιά τά λεγόμενα τελώνια, πού εἶναι οἱ δαίμονες, τά ἐναέρια πνεύματα, τά ὁποῖα θέλουν καί ἐπιδιώκουν νά κρατήσουν αἰωνίως τίς ψυχές ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Φυσικά, οἱ ψυχές τῶν ἁγίων, πού ἑνώθηκαν μέ τόν Χριστό καί ἔχουν τήν σφραγίδα τοῦ Παναγίου Πνεύματος, δέν μποροῦν νά ἐξουσιαστοῦν ἀπό τούς δαίμονες.
Μέ τά τελώνια, οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἐννοοῦν τόσο τό μίσος καί τήν ἐπιθετική μανία τῶν δαιμόνων, ὅσο καί τήν ὕπαρξη τῶν παθῶν, πού ζητοῦν ἱκανοποίηση, ἀλλά δέν μποροῦν νά ἱκανοποιηθοῦν, λόγῳ τῆς μή ὑπάρξεως τοῦ σώματος. Αὐτή ἀκριβῶς ἡ κατάσταση πνίγει τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὁποία αἰσθάνεται τρομακτική δυσφορία. Τό βασανιστήριο αὐτό τῆς ψυχῆς ὁμοιάζει μέ τήν πλήρη ἀπομόνωση ἑνός ἀνθρώπου στήν φυλακή, χωρίς νά ἔχει τήν δυνατότητα, νά κοιμηθεῖ, νά τραφεῖ, νά συναντήσει ἄνθρωπο κ.λ.π. Τότε πραγματικά ἐξαγριώνονται τά πάθη καί ὅλη ἡ ὕπαρξή του.
Τό γεγονός ὅτι οἱ ψυχές τῶν ἀνθρώπων παραλαμβάνονται τόσο ἀπό τούς ἀγγέλους ὅσο καί ἀπό τούς δαίμονες ἔχει σχέση μέ τήν κατάστασή τους. Ὅπως λέγεται ἀπό τούς Πατέρες, οἱ ἄγγελοι καί οἱ ψυχές εἶναι πνεύματα νοερά, ἐν σχέσει μέ τό ὑλικό σῶμα, ἀλλά ἐν σχέσει μέ τόν Θεό ἔχουν κάτι ὑλικό. Γι’ αὐτό οἱ ἄγγελοι λέγονται αἰθέρια ὄντα καί δέν εἶναι καθ’ ὁλοκληρίαν ἄϋλα. Ἄλλωστε, ἡ ψυχή εἶναι κτιστή, δηλαδή, δημιουργημένη ἀπό τόν Θεό. Εἶναι ἀθάνατη κατά Χάριν, ἀφοῦ ἡ ἀθανασία εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ σέ αὐτήν. Κάθε κτιστό ἔχει ἀρχή καί τέλος. Ἡ ψυχή, ὡς κτιστή, ἔχει μία συγκεκριμένη ἀρχή, ἀλλά δέν ἔχει τέλος, γιατί ἔτσι τό θέλησε ὁ Θεός.
Τ έ τ α ρ τ ο ν. Ἐνῶ ἡ ψυχή τοῦ Λαζάρου πῆγε στούς κόλπους τοῦ Ἀβραάμ καί ἡ ψυχή τοῦ Πλουσίου στόν ἅδη, ἐν τούτοις ὁ Χριστός στήν παραβολή λέγει ὅτι ὁ Λάζαρος πῆγε στούς κόλπους τοῦ Ἀβραάμ καί ὁ συγκεκριμένος Πλούσιος πῆγε στόν ἅδη. Στήν συνέχεια λέγεται ὅτι ὁ Πλούσιος “ὁρᾶ τόν Ἀβραάμ ἀπό μακρόθεν καί Λάζαρον ἐν τοῖς κόλποις αὐτοῦ”.
Αὐτό ἔχει μεγάλη σημασία, γιατί σημαίνει ὅτι παρά τόν χωρισμό τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα, ἐν τούτοις δέν καταργεῖται ἡ ὑπόσταση – πρόσωπο τοῦ ἀνθρώπου. Βέβαια, ἡ ψυχή δέν προϋπῆρχε τοῦ σώματος, ἀλλά δημιουργήθηκε ταυτόχρονα μέ τό σῶμα, καί ἀκόμη, μόνη της ἡ ψυχή δέν συνιστᾶ τόν ἄνθρωπο, οὔτε τό σῶμα μόνο του συνιστᾶ τόν ἄνθρωπο. Ὅμως, παρά τόν προσωρινό χωρισμό τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα, δέν διαλύεται ὁ ἄνθρωπος. Αὐτό φαίνεται ἀπό τό ὅτι ἡ ψυχή διατηρεῖ τήν συνείδηση, καί ἀκόμη, ὅπως ἐξηγοῦν οἱ ἅγιοι Πατέρες, ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου γνωρίζει τά στοιχεῖα τοῦ δικοῦ της σώματος, πού παρέμειναν στήν γῆ, καί ἐνδεχομένως διεσκορπίστηκαν ἤ διαλύθηκαν στά στοιχεῖα ἀπό τά ὁποῖα ἀποτελέσθηκαν. Κατά τήν Δευτέρα Παρουσία ἡ ψυχή, μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, θά ἐπανενώση τά στοιχεῖα τοῦ σώματος, θά ἀποτελεστεῖ ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος, καί, φυσικά, τότε τά σώματα τόσο τῶν δικαίων ὅσο καί τῶν ἀδίκων θά εἶναι πνευματικά, δηλαδή δέν θά ἔχουν ἀνάγκη τροφῆς, δέν θά περιορίζονται ἀπό ἀποστάσεις καί ἄλλους περιορισμούς. Ἡ ἀνάσταση εἶναι ἕνα δῶρο πού χορηγεῖται σέ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, δικαίους καί ἀδίκους.
Πρέπει νά παρατηρηθῆ ὅτι στήν παραβολή αὐτή ὁ Χριστός ἀναφέρει τό ὄνομα τοῦ πτωχοῦ, ἐνῶ τό ὄνομα τοῦ Πλουσίου τό ἀγνοεῖ. Αὐτό δείχνει ὅτι ὁ Λάζαρος, ἐπειδή ζοῦσε μέ τόν Θεό, ἦταν σωτηριολογικά πρόσωπο, ἀληθινή ὑπόσταση, ἐνῶ ὁ Πλούσιος, καίτοι ἦταν ἄνθρωπος, ἐν τούτοις δέν ἦταν ὑπόσταση σωτηριολογικά. Αὐτό σημαίνει ὅτι πραγματικός ἄνθρωπος εἶναι ἐκεῖνος πού ἔχει ψυχή, σῶμα, ἀλλά καί τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ μέσα στήν ψυχή καί τό σῶμα του. Ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος πού δέν ἔχει τό Ἅγιον Πνεῦμα, εἶναι ὀντολογικά πρόσωπο, ὅμως δέν εἶναι πρόσωπο ἐν σχέσει μέ τόν Θεό, γιά τόν ἁπλούστατο λόγο ὅτι ἔχει ὑποδουλωθεῖ στά πράγματα. Ὁ νοῦς του ἀντί νά στρέφεται στόν Θεό, στρέφεται στήν ὕλη καί ὑποδουλώνεται σέ αὐτήν.
Π έ μ π τ ο ν. Στήν παραβολή λέγεται ὅτι ὁ Πλούσιος εὑρισκόμενος στόν ἅδη εἶδε τόν Ἀβραάμ “καί Λάζαρον ἐν τοῖς κόλποις αὐτοῦ”. Μέ τό πρόσωπο τοῦ Ἀβραάμ ἐννοεῖται ὁ Θεός. Τό νά βρίσκεται κανείς στούς κόλπους τοῦ Θεοῦ σημαίνει νά ἔχει κοινωνία μέ τόν Θεό.
Στούς κόλπους, πίσω ἀπό τό στῆθος, εὑρίσκεται ἡ καρδιά τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ καρδιά, πού εἶναι ἡ πηγή τῆς βιολογικῆς ζωῆς, εἶναι σύμβολο τῆς ἀγάπης. Ὅσο μεγαλύτερη εἶναι ἡ ἀγάπη τόσο καί μεγαλύτερη εἶναι ἡ γνώση, ἀφοῦ συνδέεται στενά ἡ γνώση μέ τήν ἀγάπη. Καί, βέβαια, αὐτή ἡ ἀγάπη συνιστᾶ τήν κοινωνία καί ἕνωση. Ἔτσι, τό νά βρίσκεται κανείς στούς κόλπους δηλώνει ὅτι συνδέεται μέ τόν ἀγαπώμενο, ὑπάρχει ἑνότητα μεταξύ τους.
Ἡ ἔκφραση, λοιπόν, ὅτι ὁ Λάζαρος βρισκόταν στούς κόλπους τοῦ Ἀβραάμ δείχνει παραστατικά τήν κοινωνία του μέ τόν Θεό, ἡ ὁποία συνδέεται μέ τήν γνώση καί τήν ἀγάπη. Κάνοντας λόγο γιά τήν γνώση τοῦ Θεοῦ, ἐννοοῦμε τήν “κοινωνία ἐν τῇ ὑπάρξει”. Δέν πρόκειται γιά μία ἐγκεφαλική γνώση, ἀλλά γιά ἐκείνη πού συνδέεται μέ τήν ἀγάπη, μέ αὐτήν τήν ἴδια τήν ζωή.
Ὁ Λάζαρος δέν φαίνεται νά στενοχωρῆται γιά τήν φρικτή δοκιμασία τοῦ Πλουσίου, δέν βλέπει τήν Κόλαση, ἐνῶ ὁ Πλούσιος βλέπει τήν δόξα τοῦ Παραδείσου. Πραγματικά, ἐκεῖνος πού ζῆ μέσα στό ἄκτιστο Φῶς, στήν μεγάλη θεωρία τοῦ Θεοῦ, ὅπως λέγουν οἱ Πατέρες μας, ξεχνᾶ τόν κόσμο. Τό Φῶς εἶναι τόσο μεγάλο, τόσο ἐκτυφλωτικό πού δέν ἀφήνει νά δῆ κανείς καί κάτι ἄλλο διαφορετικό. Αὐτό δέν σημαίνει ὅτι οἱ ἅγιοι δέν προσεύχονται γιά ὁλόκληρο τόν κόσμο. Προσεύχονται καί παρακαλοῦν τόν Θεό, ἔχοντας, μάλιστα, μεγαλύτερη κοινωνία μαζί Του. Βρίσκονται ὅμως σέ μία κατάσταση πού δέν μποροῦμε νά ἐννοήσουμε. Μόνο ἄν τήν ἐξετάσουμε μέσα ἀπό τίς θεῖες ἐμπειρίες τῶν ἁγίων, τότε μποροῦμε νά τήν καταλάβουμε.
Ἕ κ τ ο ν. Ἐνῶ ὁ Λάζαρος βρισκόταν στούς κόλπους τοῦ Ἀβραάμ, ὁ Πλούσιος φλεγόταν στόν ἅδη. Μάλιστα, θά παρακαλέσει τόν Ἀβραάμ νά στείλει τόν Λάζαρο γιά νά καταψύξη τήν γλώσσα του, γιατί, ὅπως εἶπε χαρακτηριστικά, “ὀδυνῶμαι ἐν τῇ φλογὶ ταύτῃ”.
Ἐδῶ γίνεται λόγος γιά ἅδη καί ὄχι γιά Κόλαση. Γιατί ἡ Κόλαση θά ἀρχίσει μετά τήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ καί τό μελλοντικό δικαστήριο, ἐνῶ οἱ ψυχές τῶν ἁμαρτωλῶν, μετά τήν ἔξοδό τους ἀπό τό σῶμα, βιώνουν τόν ἅδη. Κατά τήν διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων, ὁ ἅδης εἶναι ἕνας νοητός τόπος, εἶναι ἡ πρόγευση τῆς Κολάσεως, ὅταν ὁ ἄνθρωπος δέχεται τήν καυστική ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ.
Ἔγινε μεγάλη συζήτηση γιά τά θέματα αὐτά στήν Σύνοδο Φερράρας – Φλωρεντίας καί διασώζονται οἱ ἀπόψεις καί ἡ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ, πού εἶναι ἀποκαλυπτικές. Τό πῦρ στό ὁποῖο φλεγόταν ὁ Πλούσιος δέν ἦταν τό λεγόμενο καθαρτήριο πῦρ τῶν Λατίνων, ἀπό τό ὁποῖο περνοῦν ὅλες οἱ ψυχές τῶν ἀνθρώπων, δέν ἦταν κτιστό πῦρ ἀλλά ἄκτιστο. Δηλαδή καί οἱ ἁμαρτωλοί δέχονται τίς ἀκτίνες τοῦ θείου Φωτός, ἀλλά ἐπειδή πέθαναν χωρίς μετάνοια, χωρίς νά θεραπευθοῦν, βιώνουν τήν καυστική ἐνέργεια τοῦ Φωτός. Ἔτσι, κατά τόν βαθμό τῆς θεραπείας ἤ τῆς ἀσθενείας, οἱ ἄνθρωποι δέχονται τήν ἴδια Χάρη ἤ ὡς φῶς ἤ ὡς πῦρ.
Πρέπει ἀκόμη νά παρατηρηθεῖ ὅτι ὁ Πλούσιος ἔβλεπε τόν Ἀβραάμ καί τόν Λάζαρο στούς κόλπους του, ἔβλεπε τήν δόξα τοῦ Ἀβραάμ, ἀλλά δέν εἶχε μέθεξη αὐτῆς τῆς δόξης. Ἀντίθετα ὁ Λάζαρος καί ἔβλεπε καί εἶχε μέθεξη. Αὐτό εἶναι πολύ σημαντικό σημεῖο, γιατί δείχνει ὅτι στήν ἄλλη ζωή ὅλοι θά δοῦν τόν Θεό, ἀλλά οἱ δίκαιοι θά ἔχουν κοινωνία, μέθεξη, ἐνῶ οἱ ἁμαρτωλοί δέν θά ἔχουν μέθεξη καί κοινωνία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα εἶναι ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ γιά τήν μελλοντική δίκη. Ἐκεῖ ὅλοι θά δοῦν τόν Κριτή, ὅλοι θά συνομιλήσουν μαζί Του, ἀλλά ἄλλοι θά ἀπολαύσουν τήν δόξα Του, καί ἄλλοι θά βιώσουν τήν καυστική ἐνέργεια τῆς θείας Χάριτος.
Ἕ β δ ο μ ο ν. Ὁ Πλούσιος ἐνδιαφερόταν γιά τούς ζώντας στόν κόσμο ἀδελφούς του καί παρακαλοῦσε τόν Ἀβραάμ νά στείλει τόν Λάζαρο γιά νά τούς κηρύξει μετάνοια. Ἑπομένως, παρά τόν χωρισμό τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν παρόντα κόσμο, ὡστόσο ὑπάρχει γνώση καί κοινωνία, ἐκδηλώνεται ἕνα ἐνδιαφέρον.
Αὐτό τό γεγονός μαζί μέ ἄλλα στοιχεῖα δείχνει ὅ,τι λέγαμε προηγουμένως, ὅτι ἡ παραβολή τοῦ Πλουσίου καί τοῦ Λαζάρου δέν ἀναφέρεται στήν μετά τήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ ζωή, ἀλλά στήν ζωή μετά θάνατο μέχρι τήν Δευτέρα Παρουσία. Σαφῶς πρόκειται γιά τήν λεγομένη μέση κατάσταση τῶν ψυχῶν.
Οἱ ἅγιοι ἐνδιαφέρονται σωτηριολογικά γιά τόν κόσμο. Διὰ τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ ἀκοῦν τίς προσευχές μας, καί τίς ἀναβιβάζουν στόν Θεό. Γι’ αὐτό καί ἐμεῖς προσευχόμαστε στούς ἁγίους μας. Μέ τίς ἑορτές πού ἔχουμε καθιερώσει στήν μνήμη τους δείχνουμε ὅτι εἶναι ἅγιοι, ἑνώθηκαν μέ τόν Θεό, ἀναμένουν καί τήν ἀνάσταση τῶν σωμάτων, τά ὁποῖα καί ἀπό τώρα δέχονται, μέ τήν ἀφθαρσία τους, τά προοίμια τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Καί ἐμεῖς ἐνδιαφερόμαστε γιά τούς κεκοιμημένους. Προσευχόμαστε στούς ἁγίους γιά νά προσεύχωνται γιά μᾶς στόν Θεό, ζητᾶμε τίς πρεσβεῖες τους, ἐνῶ προσευχόμαστε στόν Θεό γιά ὅλους τοὺς ἄλλους κεκοιμημένους γιά νά ἐλεηθοῦν. Αὐτό, ἐκτός τοῦ ὅτι εἶναι δεῖγμα κοινωνίας μεταξύ μας, συγχρόνως ἐκφράζει καί κάτι ἄλλο βαθύτερο.
Κατά τήν διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων, ὅταν ὁ ἄνθρωπος εἰσέλθει στήν μετάνοια, στό στάδιο τῆς καθάρσεως, συνεχῶς ἐξελίσσεται. Ὑπάρχει διαρκής τελείωση, τόσο στήν λεγομένη μέση κατάσταση τῶν ψυχῶν, ὅσο καί στήν μετά τήν Δευτέρα Παρουσία ζωή. Οἱ βαθμοί τῆς πνευματικῆς ζωῆς εἶναι ἡ κάθαρση, ὁ φωτισμός καί ἡ θέωση. Βέβαια, αὐτά δέν πρέπει νά νοηθοῦν ὡς στεγανοποιημένες καταστάσεις, ἀλλά ὡς μέθεξη τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ. Ἄν ὁ ἄνθρωπος ἀγωνίζεται νά καθαρθεῖ, τότε ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ πού τόν καθαρίζει λέγεται καθαρτική ἐνέργεια. Ὅταν ὁ νοῦς του εἶναι φωτισμένος, σημαίνει ὅτι δέχεται τήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ πού τόν φωτίζει καί λέγεται φωτιστική ἐνέργεια. Καί ὅταν βρίσκεται στήν θέωση, αὐτό γίνεται μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ πού λέγεται θεοποιός. Ἡ πορεία εἶναι διαρκής. Ἔτσι, ὅσοι μετανόησαν, πρίν ἐξέλθει ἡ ψυχή ἀπό τό σῶμα, αὐτοί ἐξελίσσονται καί γίνονται χωρητικότεροι στήν ἄκτιστη Χάρη. Γι’ αὐτό τελοῦμε τά μνημόσυνα καί προσευχόμαστε γιά τούς κεκοιμημένους.
Ὅσοι, ὅμως, κατά τήν ἔξοδο τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα, δέν μετανόησαν, αὐτοί, ἐπειδή δέν ἔχουν πνευματική ὅραση, βιώνουν μόνο τήν καυστική ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, καί, βέβαια, δέν πρόκειται ποτέ νά ἔχουν μέθεξη στό ἀγαθό. Προσευχόμαστε ὅμως γιά ὅλους, γιατί δέν ξέρουμε τήν ἐσωτερική τους πνευματική κατάσταση.
Ὄ γ δ ο ο ν. Στήν παραβολή λέγεται ὅτι μεταξύ τοῦ τόπου πού βρισκόταν ὁ Ἀβραάμ καί τοῦ ἅδου, ὅπου βρισκόταν ὁ Πλούσιος, ὑπῆρχε “χάσμα μέγα”, καί δέν ἦταν δυνατόν νά γίνει μετάβαση τοῦ ἑνός πρός τόν ἄλλο.
Φυσικά, δέν πρόκειται περί ἰδιαιτέρου χώρου, ἀλλά, ὅπως ἀναφέραμε προηγουμένως, ἑνός ἰδιαιτέρου τρόπου ζωῆς. Ὑπάρχει σαφής διαφορά μεταξύ Παραδείσου καί Κολάσεως, ὡς ἰδιαιτέρων τρόπων ζωῆς.
Ὁ Παράδεισος καί ἡ Κόλαση δέν ὑπάρχει ἐξ ἐπόψεως Θεοῦ, ἀλλά ἐξ ἐπόψεως ἀνθρώπου. Ὁ Θεός στέλλει τήν Χάρη Του πρός ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ἀφοῦ αὐτός “ἀνατέλλει τόν ἥλιον ἐπί δικαίους καί ἀδίκους καί βρέχει ἐπί πονηρούς καί ἀγαθούς”. Ἄν ὁ Θεός μᾶς δίνη ἐντολή νά ἀγαποῦμε ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ἀκόμη καί τούς ἐχθρούς μας, τό ἴδιο κάνει καί Ἐκεῖνος. Εἶναι ἀδύνατον νά μή ἀγαπᾶ καί τούς ἁμαρτωλούς. Ὅμως ὁ κάθε ἄνθρωπος, ἀνάλογα μέ τήν πνευματική του κατάσταση, αἰσθάνεται διαφορετικά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.
Τό φῶς ἔχει δύο ἰδιότητες, ἤτοι τήν φωτιστική καί τήν καυστική. Ἐάν κάποιος ἄνθρωπος ἔχη καλή ὅραση εὐεργετεῖται ἀπό τήν φωτιστική ἰδιότητα τοῦ ἡλίου, τοῦ φωτός, καί χαίρεται ὅλη τήν δημιουργία. Ἄν ὅμως κάποιος ἄλλος στερῆται ὀφθαλμοῦ, δέν ἔχει ὅραση, τότε αἰσθάνεται τήν καυστική ἰδιότητα τοῦ φωτός. Αὐτό θά γίνει καί στήν μέλλουσα ζωή, καθώς ἐπίσης καί στήν ζωή τῆς ψυχῆς μετά τήν ἔξοδό της ἀπό τό σῶμα. Ὁ Θεός θά ἀγαπᾶ καί τούς κολασμένους, ἀλλά αὐτοί θά ἀδυνατοῦν νά αἰσθανθοῦν αὐτήν τήν ἀγάπη ὡς φῶς. Θά τήν αἰσθάνωνται ὡς πῦρ, ἐπειδή δέν θά ἔχουν πνευματικό ὀφθαλμό καί πνευματική ὅραση.
Γίνεται κάτι ἀνάλογο μέ τήν θεία Κοινωνία. Ὅλοι μποροῦν νά κοινωνήσουν, ἀλλά γιά τούς προετοιμασμένους καί καταλλήλους γίνεται φῶς καί ζωή, γιά τούς ἀναξίως προσερχομένους γίνεται κρίμα καί κατακρίμα.
Αὐτό ἡ Ἐκκλησία τό παρουσιάζει στήν εἰκονογράφηση τῆς Δευτέρας Παρουσίας. Βλέπουμε ἐκεῖ ὅτι ἀπό τόν θρόνο τοῦ Θεοῦ ἐξέρχεται τό φῶς, μέσα στό ὁποῖο βρίσκονται οἱ ἅγιοι, καί ἀπό τόν ἴδιο θρόνο πηγάζει ὁ πύρινος ποταμός, μέσα στόν ὁποῖο βρίσκονται οἱ ἀμετανόητοι ἁμαρτωλοί.
Γι’ αὐτό στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δίνουμε μεγάλη σημασία στήν θεραπεία τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἕνα πνευματικό Νοσοκομεῖο, θεραπευτήριο, πού θεραπεύει τόν πνευματικό ὀφθαλμό, πού εἶναι ὁ νοῦς. Αὐτός νοσεῖ καί αὐτός πρέπει νά θεραπευθεῖ. Αὐτό εἶναι ὅλο τό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας.
Ἔ ν α τ ο ν. Στήν παράκληση τοῦ Πλουσίου νά στείλει ὁ Ἀβραάμ τόν Λάζαρο στήν γῆ καί νά κηρύξει στούς ἀδελφούς του μετάνοια, ὁ Ἀβραάμ δέν ἀνταποκρίθηκε καί δικαιολόγησε αὐτή τήν θέση του λέγοντας ὅτι ἐφ’ ὅσον οἱ ἄνθρωποι δέν ἀκοῦν τόν Μωϋσῆ καί τούς Προφήτας, τότε “οὐδέ ἐάν τίς ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ πεισθήσονται”.
Ὁ σαρκικός ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά μετανοήσει ὅσα θαύματα κι’ ἄν δῇ στήν ζωή του. Ζεῖ μέσα σέ θανατηφόρο ὕπνο. Αὐτή εἶναι μία πραγματικότητα. Ἄν δέν ἐνεργοποιηθεῖ ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου, δέν ὑπάρχει μετάνοια. Τά πάντα γίνονται μέ τήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ καί τήν συνέργεια τοῦ ἀνθρώπου.
Ἄλλωστε, τό μεγαλύτερο γεγονός μέσα στήν ἱστορία εἶναι ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ, ἡ Ἀνάστασή Του, καί ἡ ἵδρυση τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία εἶναι τό Σῶμα τοῦ ἀναστημένου Θεανθρώπου Χριστοῦ. Ἄν ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά ἐμπνευσθεῖ ἀπό αὐτήν τήν συγκλονιστική πραγματικότητα, ἄν δέν μπορῆ νά πεισθεῖ ἀπό τήν ζωή τόσων ἁγίων, πού εἶναι μέλη τοῦ ἀναστημένου Σώματος τοῦ Χριστοῦ, δέν θά πεισθῆ μέ τό μεγαλύτερο θαῦμα.
Ἡ σωτηρία καί ἀναγέννηση τοῦ ἀνθρώπου δέν εἶναι ὑπόθεση ταχυδακτυλουργικῶν ἐνεργειῶν, ἀλλά καρπός ἐλευθέρας ἐκφράσεως τοῦ θελήματός του, καρπός πόνου, ἀγῶνος καί ἱδρώτων πολλῶν. Δυστυχῶς, πολλοί ἄνθρωποι στήν ἐποχή μας ἀρκοῦνται στά μαγικά, τά ἐξωτερικά γεγονότα. Τό νά πεισθεῖ κανείς γιά τήν ὕπαρξη τῆς ἄλλης ζωῆς εἶναι ὑπόθεση ἐσωτερικῆς πνευματικῆς εὐαισθησίας. Γιατί, κι’ ἄν ἀκόμη ἀναστηθεῖ ἕνας ἄνθρωπος, εἶναι ἐνδεχόμενο νά ἐκληφθεῖ ὡς φάντασμα.
Γίνεται πολύς λόγος σήμερα γιά τίς λεγόμενες ἐπιθανάτιες ἐμπειρίες. Μερικοί ἰσχυρίζονται ὅτι βγῆκε ἡ ψυχή τους ἀπό τό σῶμα ἤ ἀκόμη πλησίασε πρός τήν ἔξοδό της καί στήν συνέχεια ἐπέστρεψε στό σῶμα. Διηγοῦνται τά ὅσα φοβερά εἶδαν καί ἀντιμετώπισαν.
Στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία λέμε ὅτι ὑπῆρξαν περιπτώσεις πού ἐπανῆλθε ἡ ψυχή στό σῶμα, ἀναστήθηκαν, δηλαδή, μέ τήν δύναμη τοῦ Χριστοῦ. Αὐτά, ὅμως, εἶναι ἔκτακτα γεγονότα, πού δέν συμβαίνουν στόν καθένα. Ὑπάρχουν ἅγιοι πού εἶχαν τέτοιες φοβερές ἐμπειρίες, ἀφοῦ ἔζησαν στήν προσωπική τους ζωή τί εἶναι Κόλαση καί Παράδεισος, βίωσαν τίς φλόγες τοῦ ἅδου, εἶδαν ἀγγέλους καί δαίμονες. Ὅταν ἐπανῆλθαν στόν ἑαυτό τους, ἔζησαν ζωή μετανοίας καί κήρυτταν σέ ἄλλους τήν μετάνοια. Ὅμως λέμε ὅτι οἱ περισσότερες ἀπό αὐτές τίς ἐμπειρίες ἤ εἶναι δαιμονικές ἤ εἶναι καρποί ἀπωθημένων βιωμάτων καί ἐπιθυμιῶν ἤ εἶναι φαντασίες ἤ ἀκόμη εἶναι ἀποτελέσματα τῶν ἠρεμιστικῶν καί ναρκωτικῶν φαρμάκων, πού δίνονται γιά νά μή πονοῦν στήν φρικτή δοκιμασία τῶν ἀσθενειῶν τους. Πραγματικά, χρειάζεται μεγάλη διάκριση γιά νά μπορεῖ κανείς νά διακρίνει αὐτές τίς καταστάσεις, ἐάν προέρχονται ἀπό τόν Θεό, ἀπό τόν διάβολο ἤ ἀπό ψυχολογικές καί σωματικές ἀνωμαλίες.
Ἐμεῖς στήν Ἐκκλησία δέν περιμένουμε ἀναστάσεις ἁγίων ἤ ἐμπειρίες τέτοιων καταστάσεων γιά νά πιστεύσουμε, ἀλλά ἔχουμε τήν Ἁγία Γραφή, τούς βίους τῶν Προφητῶν, Ἀποστόλων καί ἁγίων, ἔχουμε τούς λόγους τους καί τίς διδασκαλίες τους, καθώς ἐπίσης ἔχουμε καί τά ἅγια λείψανά τους καί πιστεύουμε ὅτι ὑπάρχει αἰώνια ζωή. Μερικές δέ φορές ὁ καθένας μας ἀξιώνεται ἀπό τόν Θεό νά βιώσει μέσα στήν καρδιά του τί εἶναι Κόλαση καί τί εἶναι Παράδεισος.
Πέρα ἀπό αὐτά τηροῦμε τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ γιά νά θεραπευθοῦμε, ὥστε νά λύσουμε πολλά ὑπαρξιακά, διαπροσωπικά, κοινωνικά καί οἰκολογικά προβλήματα. Ἡ ἐφαρμογή τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ μᾶς καθιστᾶ ἰσορροπημένους ἀνθρώπους.
Δ έ κ α τ ο ν. Στήν παραβολή τοῦ Πλουσίου καί τοῦ Λαζάρου ὑποδεικνύεται καί ὁ τρόπος πού πρέπει νά χρησιμοποιήσουμε γιά νά θεραπευθοῦμε, καί ἔτσι μετά τόν θάνατο καί μετά τήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ νά βιώσουμε τόν Θεό ὡς φῶς καί ὄχι ὡς πῦρ. Ὁ Ἀβραάμ εἶπε στόν Πλούσιο: “ἔχουσι Μωϋσέα καί προφήτας, ἀκουσάτωσαν αὐτῶν”. Πρέπει νά τηροῦμε τόν νόμο καί νά ὑπακούουμε στούς Προφῆτες κάθε ἐποχῆς.
Προφήτης εἶναι αὐτός πού μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ βλέπει τά μυστήρια τοῦ μέλλοντος αἰῶνος, γεύεται ἀπό τώρα τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Τέτοιοι Προφῆτες ὑπῆρχαν τόσο στήν Παλαιά ὅσο καί στήν Καινή Διαθήκη. Αὐτοί ἔλαβαν τήν Ἀποκάλυψη, αὐτοί ἔζησαν τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, γνώρισαν τά μυστήριά της καί στήν συνέχεια τά ἀπεκάλυψαν στόν λαό.
Οἱ Προφῆτες, πού ταυτίζονται μέ τούς πραγματικούς θεολόγους καί τούς πνευματικούς πατέρες, ἀναγεννοῦν τούς ἀνθρώπους καί τούς ὁδηγοῦν πρός τήν ζωή. Ἡ πνευματική καθοδήγηση συνδέεται καί ταυτίζεται μέ τήν πνευματική ἀναγέννηση τοῦ ἀνθρώπου. Πραγματικά, δέν μπορεῖ κανείς νά ἀναγεννηθεῖ, ἄν δέν συνδεθεῖ μέ ἕναν θεούμενο ἄνθρωπο, ἕναν Προφήτη.
Καί στήν ἐποχή μας ὑπάρχουν Προφῆτες πού κηρύττουν μετάνοια, στρέφουν τόν νοῦ μας πρός τόν Θεό, μᾶς ὑποδεικνύουν ἕναν ἄλλο τρόπο σκέψεως καί ζωῆς. Κι’ ἄν δέν μπορέσαμε νά συναντήσουμε ἕναν τέτοιο Προφήτη, ὅμως ὑπάρχουν οἱ λόγοι τῶν Προφητῶν καί μποροῦμε διαβάζοντάς τους νά μάθουμε τί εἶναι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί τί πρέπει νά κάνουμε γιά νά τήν ἀπολαύσουμε.
3.
Ἡ χρήση τοῦ πλούτου (Λουκ. ιστ΄19-31)
Ἰωὴλ Φραγκᾶκος (Μητροπολίτης Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλμωπίας)
«Πτωχός δὲ τις ὀνόματι Λάζαρος»
Τὸ σημερινὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα εἶναι μία παραβολή. Παρουσιάζει κάποιον ἀνώνυμο πλούσιο, ποὺ εἶναι «ἀφιλοικτίρμων», καὶ ἕναν πένητα, ποὺ ἀκούει στὸ ὄνομα Λάζαρος. Λάζαρος στὰ ἑβραϊκὰ μεταφράζεται «ὁ Θεὸς βοηθεῖ», δηλ. καὶ τὸ ὄνομά του ἀκόμη ὑποδηλώνει τὴ μεγάλη ἔνδεια ποὺ εἶχε. Ἂς μᾶς ἐπιτραπεῖ ὅμως νὰ σημειώσουμε κάποιες παρατηρήσεις τῶν ἁγίων Πατέρων, ἐὰν πράγματι ἡ Ἱστορία αὐτὴ εἶναι παραβολή. Ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας γράφει πώς, ἐνῶ γιὰ τὸν πλούσιο ὁ Κύριος ἀποφεύγει νὰ ἀναφέρει τὸ ὄνομά του καὶ ἁπλῶς μᾶς λέγει· «ἄνθρωπος δὲ τις ἦν πλούσιος» (Λουκ. 16,19), δὲν κάνει τὸ ἴδιο καὶ γιὰ τὸν πτωχό. «Διά τί γὰρ μὴ εἶπε, Πτωχὸς δὲ τις ἄνθρωπος, ἀλλά, Λάζαρος; Ἵνα τῇ προσηγορίᾳ δείξῃ πείρᾳ καὶ ἀληθείᾳ ταῦτα πεπρᾶχθαι››, δηλαδὴ γιατί νὰ μὴν πεῖ, κάποιος φτωχὸς ἄνθρωπος, ἀλλὰ Λάζαρος; Ὀνομάτισε τὸ φτωχό, ὥστε ἀπὸ τὸ ὄνομα νὰ δείξει πὼς ἀληθινὰ ἔχουν συμβεῖ αὐτὰ (τὰ ὁποῖα πρόκειται νὰ διηγηθεῖ). Ὁ Εὐθύμιος Ζιγαβηνὸς προχωρεῖ ἀκόμη πιὸ πολὺ καὶ λέγει πὼς ἀπὸ τὴν παράδοση τῶν Ἑβραίων ὁ πλούσιος ὀνομαζόταν Νινευὶς κι ὁ φτωχὸς Λάζαρος. Ὅταν πέθαναν καὶ οἱ δυό, «παραβολὴν ὁ Χριστὸς τὰ κατ’ αὐτοὺς ἐποίησε», τότε ὁ Χριστὸς ἔκανε τὴ ζωὴ τους παραβολή. Τὰ ἴδια λέγει κι ὁ ἅγιος Θεοφύλακτος. Ὑπῆρχε στὰ Ἱεροσόλυμα κάποιος Λάζαρος ὀνομαστὸς γιὰ τὴ φτώχεια του.
Ὁ πτωχὸς Λάζαρος
Τὰ χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τοῦ Λαζάρου εἶναι πολλά. Ἦταν πτωχός, ἄρρωστος, γεμάτος ἀπὸ πληγές. Ὑπάρχει περίπτωση νὰ εἶναι κάποιος ἄρρωστος, ἀλλὰ νὰ μὴν ἔχει πληγές. Αὐτὸς εἶχε καὶ τὰ δύο. Ἐπίσης, εἶχε τὸ ψυχολογικὸ βασανιστήριο νὰ βλέπει ἄλλους νὰ «ὑπερτρυφοῦν», δηλ. νὰ παραχορταίνουν, αὐτὸς δὲ «λιμώττειν», νὰ πεθαίνει ἀπὸ τὴν πείνα (ἅγιος Θεοφύλακτος). Ἦταν ξεχασμένος ἀπὸ τοὺς οἰκείους του καί, τὸ ἀκόμη πιὸ τραγικό, ἐνῶ κανεὶς ἄνθρωπος δὲν ἐρχόταν νὰ τὸν βοηθήσει, «οἱ κύνες ἐρχόμενοι ἀπέλειχον τὰ ἕλκη αὐτοῦ» (Λουκ. 16,21). Ὁ Λάζαρος μπροστὰ στὴν πύλη τοῦ σπιτιοῦ τοῦ πλουσίου ἔμοιαζε μὲ τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἔφτασε στὸ λιμάνι κι ἐκεῖ ναυάγησε. Ἦταν κοντὰ στὴν πηγὴ καὶ ὑπέφερε ἀπὸ δίψα, «δίψῃ χαλεπωτάτῃ τὴν ψυχὴν ἀγχόμενος», κατὰ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο. Κατὰ τὸν ἴδιο Ἅγιο, ὑπῆρχε καὶ μία πονηρὴ ὑπόληψη καὶ γνώμη ἀπὸ τοὺς πολλοὺς γιὰ τὸ πρόσωπο τοῦ Λαζάρου. Ἴσως ἔλεγαν: γιὰ νὰ ἔχει τόσα κακὰ ἐπάνω του, πιθανῶς νὰ εἶναι πολὺ ἁμαρτωλός.
Τί ἤθελε νὰ διδάξει ὁ Κύριος μὲ τὴν παραβολὴ ταύτη;
Πρῶτα πρῶτα ἤθελε νὰ καταρρίψει τὴν ἐσφαλμένη ἀντίληψη τῶν Ἑβραίων, πὼς καθένας ποὺ εἶναι ἄρρωστος καὶ φτωχός, εἶναι στερημένος τῆς εὔνοιας τοῦ Θεοῦ. Πέθανε ὁ φτωχὸς κι ὁδηγήθηκε ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους «εἰς τὸν κόλπον Ἀβραάμ» (Λουκ. ὅπ.π. στίχ. 22). Ἀντίθετα, μετὰ τὸ θάνατό του ὁ πλούσιος βρέθηκε νὰ εἶναι βασανιζόμενος.
Ὁ ἀδυσώπητος πλούσιος καὶ ζώντας ἦταν μέσα στὸ μνῆμα τῆς στερήσεως τῆς χάριτοςτοῦ Θεοῦ καὶ μετὰ θάνατο πάλι τὸ ἴδιο. Ἡ ψυχὴ του ἦταν θαμμένη μέσα στὰ ὑλικὰ ἀγαθά. Αὐτοὶ ποὺ διαχειρίζονται τὸν πλοῦτο ἰδιοτελῶς καὶ δὲν ἔρχονται ἀρωγοὶ στοὺς πτωχοὺς ἀδελφούς τους, δὲν θὰ ἔχουν καλὸ τέλος.
Ὁ Κύριος μὲ τὴν παραβολὴ αὐτὴ ἤθελε νὰ μᾶς διδάξει νὰ εἴμαστε φιλάλληλοι καὶ φιλόπτωχοι. Πολλὲς φορὲς τὸ εἶχε διακηρύξει: «Πωλήσατε τὰ ὑπάρχοντα ὑμῶν καὶ δότε ἐλεημοσύνην» (Λουκ. 12,33). Πράγματι, ἡ ἐντολὴ αὐτὴ εἶναι καλή, ἀγαθὴ καὶ σωτήρια, ἀλλὰ πάρα πολὺ δύσκολη στὴν ἐφαρμογή της. Δυσκολεύονται οἱ πολλοὶ νὰ τὴν παραδεχθοῦν. Ὁ ἀνθρώπινος νοῦς συναντάει ἐμπόδια στὶς ἐντολὲς αὐτὲς ποὺ ἀπαιτοῦν «βία» στὴν ἐφαρμογή τους.Ἔτσι ὁ Κύριος, λέγοντας τὴν παραβολὴ αὐτὴ καὶ δείχνοντας τὰ ἀποτελέσματα τῆς ζωῆς τῶν δύο αὐτῶν ἀντίθετων τύπων, μᾶς παρακινεῖ νὰ διαχειρισθοῦμε τὸν πλοῦτο μας μὲ πνεῦμα φιλαλληλίας. Μᾶς ὠθεῖ λέγοντας: «ποιήσατε ἐαυτοῖς φίλους ἐκ τοῦ μαμωνᾶ τῆς ἀδικίας» (Λουκ. 16,9).
Ἐντύπωση προκαλεῖ τὸ ρῆμα «ἀπέλαβες». Τὸ ρῆμα «ἀπολαμβάνω» «ἐπὶ τῶν χρεωστουμένων τάττεται», λέγει ὁ Ζιγαβηνός. Τί χρωστοῦσε στὸν πλούσιο καὶ στὸν φτωχὸ ὁ Θεός; Προφανῶς ὁ πλούσιος κάποια ἀρετὴ θὰ εἶχε. Δὲν θὰ ἦταν παντελῶς ἄμοιρος ἀρετῶν. Γι’ αὐτὴ του τὴν ἀρετὴ τοῦ ἔδωσε πλούσια τὰ ἀγαθὰ στὴ γῆ. Ἐπίσης κι ὁ πτωχὸς κάποια κακία θὰ εἶχε. Μὲ τὰ δεινὰ καὶ τὴν ὑπομονὴ του ξεπλήρωσε κάθε χρέος τῆς κακίας. Πέθαναν ἔχοντας ὁ ἕνας ἄκρατη κακία κι ὁ ἄλλος ἄκρατη ἀρετή. Ὅ,τι χρωστοῦσαν, τὸ ξεχρέωσαν στὴ γῆ. Στὴν ἄλλη ζωὴ τὸ λόγο καθ’ ὁλοκληρίαν τὸν εἶχε ὁ Θεός.
Ἀδελφοί μου,
Στὴν καθημερινή μας ζωὴ πολλοὶ εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ ζητοῦν τὴ βοήθειά μας. Ὅπως ἐπίσης καὶ πολλὲς εἶναι οἱ φορὲς ποὺ ἀρνηθήκαμε νὰ βοηθήσουμε κάποιον, ἐνῶ μπορούσαμε. Ἡ ὡραιότατη αὐτὴ παραβολὴ μᾶς βοηθεῖ πολὺ νὰ ξεπεράσουμε τὸν ἑαυτό μας καὶ νὰ νιώσουμε τὸν ἄλλο σὰν ἀδελφό μας, ποὺ θὰ μᾶς χαρίσει τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἢ θὰ γίνει αἰτία νὰ κατακριθοῦμε αἰώνια.
4.
Τοῦ πλουσίου καὶ τοῦ Λαζάρου (Λουκ. ιστ΄19-31)
Γιαννακόπουλος Ἰωήλ (Ἀρχιμανδρίτης)
Ἡ παραβολὴ αὕτη συμπληροῖ τὰ προηγούμενα περὶ πλούτου λεχθέντα ἰδίως δὲ τὴν παραβολὴν τοῦ ἀπίστου οἰκονόμου δεικνύουσα τὴν χρῆσιν τῶν περισσευόντων ὑλικῶν ἀγαθῶν, τὴν ὁποίαν πρέπει νὰ κάμωσιν οἱ πλούσιοι καὶ ποῦ θὰ καταντήσωσιν οὗτοι, ἐὰν ἀμελήσωσι τὰ πρὸς τοὺς πτωχοὺς καθήκοντά των. Ἐμμέσως δὲ δὲν παύει νὰ ὑπονοοῦνται ὑπὸ τὸν κολαζόμενον πλούσιον τῆς παραβολῆς, ὁ ὁποῖος καλεῖ τὸν Ἀβραὰμ πατέρα, οἱ πλούσιοι Φαρισαῖοι, οἱ ὁποῖοι θὰ κολασθῶσι, διότι εἶναι σκληροὶ εἰς τοὺς πτωχούς.
Ἡ παραβολὴ αὕτη ἔχει ὡς ἑξῆς: «Ἄνθρωπὸς τις ἦν» ἦτο «πλούσιος καὶ ἐνεδιδύσκετο πορφύραν καὶ βύσσον εὐφραινόμενος καθ’ ἡμέραν λαμπρῶς». Πορφύρα ἦτο τὸ ἐξωτερικὸν ἔνδυμα ἀπὸ ὕφασμα βαμμένον μὲ τὸν πανάκριβον ἐρυθρὸν χυμὸν κογχύλης τῆς θαλάσσης ἐκ Τύρου, ἡ ὁποία ὠνομάζετο πορφύρα. Βύσσος δὲ ἦτο τὸ λευκὸν σάν τὸ χιόνι ἐσωτερικὸν φόρεμα ἐκ λεπτοῦ λινοῦ Αἰγυπτιακοῦ ὑφάσματος (1). Ἑπομένως ἔνδυμα καὶ τροφὴ τοῦ πλουσίου τούτου ἦσαν πολυτελέστατα. Ἡ ζωὴ του ἦτο καθημερινὴ ἑορτή! Ὁ πλούσιος εἶναι ἀνώνυμος, διότι «γέγραπται οὐ μὴ μνησθῶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν διὰ χειλέων μου». Ψάλμ. 15,4. Τοὺς ἀσεβεῖς ὁ Θεὸς δὲν θέλει οὐδὲ νὰ ὀνομάσῃ.
Ἐν ἀντιθέσει πρὸς αὐτὸν «πτωχὸς τις ἦν ὀνόματι Λάζαρος» ἦτο κάποιος πτωχός, ὁ ὁποῖος ὠνομάζετο Λάζαρος «ὃς ἐβέβλητο πρὸς τὸν πυλῶνα αὐτοῦ ἡλκωμένος». Ἡ ἀθλιότης τοῦ πτωχοῦ τούτου συνίστατο εἰς τὸ ὅτι «ἐβέβλητο» ἦτο πεταγμένος «πρὸς τὸν πυλῶνα» εἰς τὴν μεγάλην στοὰν τοῦ ἀνακτόρου τοῦ πλουσίου καὶ «ἡλκωμένος» γεμᾶτος ἀπὸ πληγάς. Ὁ πυλών, ἡ μεγάλη στοά, εἶναι δεῖγμα τοῦ μεγαλείου του ἀνακτόρου τοῦ πλουσίου. Ἐπιτρέπων ὁ πλούσιος οὗτος νὰ μένῃ ὁ πτωχὸς Λάζαρος εἰς τὸν πυλῶνά του εἶχε πρὸς αὐτὸν κάποια συμπάθειαν, εἶχε ὅμως καὶ σκληρότητα, διότι πλὴν τῶν συμφορῶν αὐτῶν ὁ πτωχὸς οὗτος ὑπέφερε καὶ ἀπὸ τὴν πεῖναν, διότι «ἐπεθύμει χορτασθῆναι ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τοῦ πλουσίου». Τόση ἦτο ἡ περιφρόνησις τοῦ πλουσίου τούτου πρὸς τὸν πτωχόν, ὥστε οὐδὲ οἱ ὑπηρέται του ὅταν μετὰ τὸ φαγητὸν ἐτίναζαν τὰ τραπεζομάνδηλα εἰς τὸν δρόμον ἐκεῖ ὅπου ἦτο ὁ Λάζαρος, ἐφρόντιζον διὰ τὸν πτωχὸν αὐτόν. Τοὐναντίον μάλιστα! Τὰ τιναζόμενα πλησίον τοῦ Λαζάρου ἀποκόμματα, τὰ ὁποῖα δὲν ἠδύνατο νὰ λάβῃ αὐτός, εἵλκυον τὰ σκυλιά, τὰ ὁποῖα ἀφῄρουν αὐτὰ ἀπὸ αὐτόν. Μόνον ψίχαλά τινα ἠδύνατο ὁ Λάζαρος νὰ λαμβάνῃ.
Ἀλλὰ τὸ κορύφωμα τῆς δυστυχίας τοῦ Λαζάρου ἦτο ὅτι «οἱ κύνες ἐρχόμενοι ἀπέλειχον τὰ ἕλκη αὐτοῦ» τὰ σκυλιὰ ἔγλυφον τὰς πληγάς του, προφανῶς, ἵνα πίνωσι τὸ αἷμά του. Πόση ἀηδία δι’ ἡμᾶς καὶ πόση συμφορὰ δι’ ἐκεῖνον ἦτο ἡ πρᾶξις αὕτη τῶν κυνῶν! Ἀλλὰ τὸ ὕψιστον σημεῖον τῆς συμφορᾶς τοῦ πτωχοῦ Λαζάρου εἶναι, ὅτι ἑκάστη τῶν συμφορῶν του εἶχεν ἀπέναντί της ἀντίθετον μεγαλεῖον τοῦ πλουσίου. Παλάτιον εἶχεν ὁ πλούσιος, εἰς τὸ ὕπαιθρον ἦτο ὁ Λάζαρος. Χορτασμὸς ὑπῆρχεν εἰς τὸν μέν, πεῖνα εἰς τὸν δέ. Καλπάζουσα ὑγεία εἰς τὸν μέν, πληγαὶ εἰς τὸν δὲ κ.λ.π. Ὁ πτωχὸς ὅμως οὗτος Λάζαρος ὑπέμεινε τὴν συμφοράν του!
«Ἐγένετο δὲ ἀποθανεῖν τὸν πτωχὸν καὶ ἀπενεχθῆναι αὐτὸν ὑπὸ τῶν ἀγγέλων εἰς τὸν κόλπον Ἀβραάμ». Ὁ πτωχὸς ἀποθανών μετεφέρθη οὐχὶ ὑπὸ τινος ἀγγέλου ἀλλὰ ὑπὸ πολλῶν ἀγγέλων τιμῆς ἕνεκεν, εἰς τοὺς κόλπους τοῦ Ἀβραάμ. «Κόλπος» τοῦ Ἀβραὰμ εἶναι ἡ ἀγκάλη τοῦ πεφιλημένου πατριάρχου Ἀβραάμ, ὅπου ὁ πτωχὸς Λάζαρος κλίνει τὴν κεφαλήν του. Τοῦτο ἐκφράζει τὴν στενωτάτην σχέσιν καὶ τὴν τρυφερωτάτην ἀγάπην πλουσίου Ἀβραὰμ καὶ πτωχοῦ Λαζάρου, τὴν μακαριότητα τοῦ παραδείσου, ὅπου ἀναπαύονται ἐλεήμονες πλούσιοι καὶ ὑπομονητικοὶ πτωχοί. «Ἀπέθανε δὲ καὶ ὁ πλούσιος καὶ ἐτάφη». Εἰς τὸν ἀποθανόντα πλούσιον ἔγινε ἐπίσημος κηδεία, ἐνῷ διὰ τὸν Λάζαρον οὐδὲ ἁπλοῦς ἐνταφιασμός. Ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν εὐτυχίαν τοῦ πτωχοῦ Λαζάρου, ὁ πλούσιος εὑρίσκεται ἐν τῷ ᾋδη εἰς τὴν κόλασιν. «Ἐν τῷ ᾃδῃ ἐπάρας» σηκώσας «τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ, ὑπάρχων ἐν βασάνοις, ὁρᾷ» βλέπει «τὸν Ἀβραὰμ ἀπὸ μακρόθεν καὶ Λάζαρον ἐν τοῖς κόλποις αὐτοῦ» εἰς τὴν ἀγκαλιά του «καὶ αὐτὸς φωνήσας εἶπε˙ Πάτερ Ἀβραάμ, ἐλέησόν με» λυπήσου με «καὶ πέμψον» στεῖλε τὸν «Λάζαρον, ἵνα βάψῃ τὸ ἄκρον τοῦ δακτύλου αὐτοῦ ὕδατος καὶ καταψύξῃ τὴν γλῶσσάν μου, ὅτι ὀδυνῶμαι ἐν τῇ φλογί ταύτῃ». Οὐδὲν βασανιστικώτερον τοῦ διὰ πυρὸς βασανιστηρίου. Τόση ἦτο ἡ διὰ πυρὸς βάσανος ἐν τῇ κολάσει, ὥστε βάψιμον μόνον δι’ ὕδατος τοῦ ἄκρου τοῦ δακτύλου τοῦ Λαζάρου, θὰ ἐδρόσιζε τὸν τηγανιζόμενον ἐκεῖ πλούσιον! Ὁ πλήρης δούλων ἐδῶ πλούσιος, ἱκέτης ἐκεῖ γίνεται !
Ὁ Ἀβραὰμ ἀπαντᾶ˙ «τέκνον μνήσθητι» παιδί μου ἐνθυμήσου «ὅτι ἀπέλαβες σὺ τὰ ἀγαθά σου ἐν τῇ ζωῇ σου καὶ ὁ Λάζαρος ὁμοίως τὰ κακά». Σὺ ἐπέρασες καλά εἰς τὸν πρόσκαιρον κόσμον καὶ ὁ Λάζαρος ἄσχημα. Ἐκτός τῆς συμπαθοῦς κλήσεως ὁ Ἀβραὰμ ὀνομάζων αὐτὸν «τέκνον» οὐδὲν ἄλλο δύναται νὰ προσφέρῃ. Πόσον τρομερόν! Διὰ λόγους λοιπὸν δικαιοσύνης ὁ μὲν Λάζαρος «νῦν ὧδε παρακαλεῖται» παρηγορεῖται, ἀναπαύεται τώρα ἐδῶ «σὺ δὲ ὀδυνᾶσαι» σὺ δὲ ὑποφέρεις. Ὁ Ἀβραὰμ συνεχίζει: «Ἐν πᾶσι τούτοις» πλὴν αὐτῶν, ἂν δηλαδὴ εἶχον τὴν ἐπιθυμίαν νὰ σὲ βοηθήσω, δὲν δύναμαι, διότι «μεταξὺ ἡμῶν καὶ ὑμῶν χάσμα μέγα ἐστήρικται» ὑπάρχει μεταξὺ μας ἀδιάβατον χάος, «ὅπως οἱ θέλοντες διαβῆναι» ὥστε ὅσοι θέλουν νὰ περάσωσιν «ἔνθεν» ἀπὸ ἐδῶ «πρὸς ὑμᾶς» πρὸς σᾶς «μὴ δύνωνται» δὲν δύνανται «μηδὲ οἱ ἐκεῖθεν» οὔτε οἱ ἀπὸ τῆς κολάσεως «πρὸς ἡμᾶς διαπερῶσιν» δύνανται νὰ ἔλθωσι πρὸς ἡμᾶς. Ὑπάρχει χάσμα ἀνυπέρβλητον μεταξύ μας. Τὸ χάσμα, τὸ χάος τοῦτο τὸ ἐξ ἀμφοτέρων τῶν μερῶν ἀδιάβατον σημαίνει, ὅτι ἡ καταδίκη τοῦ πλουσίου εἶναι ὁριστική, διότι δὲν δύναται νὰ ἐνδιαφερθῇ οὐδεὶς τῶν ἐν τῷ Παραδείσῳ δι’ αὐτόν.
Ὁ πλούσιος ἀπαντᾷ˙ « ἐρωτῶ οὖν σε» σὲ παρακαλῶ λοιπὸν τουλάχιστον «Πάτερ, ἵνα πέμψῃς αὐτὸν» νὰ στείλῃς αὐτὸν «εἰς τὸν οἶκον τοῦ πατρός μου». Δὲν τολμᾷ νὰ παρακαλέσῃ τὸν ἴδιον τὸν Λάζαρον. «Ἔχω γὰρ πέντε ἀδελφούς, ὅπως διαμαρτύρεται αὐτοῖς» ἵνα κηρύξῃ εἰς αὐτοὺς ἐντόνως, «ἵνα μὴ καὶ αὐτοὶ ἔλθωσιν εἰς τὸν τόπον τοῦτον τῆς βασάνου». Ὁ Ἀβραὰμ ἀπαντᾷ. «Ἔχουσι Μωϋσέα καὶ τοὺς προφήτας» τὰ βιβλία τοῦ Νόμου καὶ τοὺς προφήτας «ἀκουσάτωσαν αὐτῶν» ἂς τὰ διαβάσουν. Ὁ πλούσιος ἀνταπαντᾷ καὶ λέγει: «Οὐχὶ πάτερ Ἀβραάμ, ἀλλ’ ἐὰν τις ἀπὸ νεκρῶν πορευθῇ πρὸς αὐτούς, μετανοήσουσιν». Ἡ ἀνάστασις ἐκ νεκρῶν γνωστοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἰσχυρότερα τῶν βιβλίων. Ὁ Ἀβραὰμ ἀπεστόμωσε τὸν πλούσιον καὶ ἔκλεισε τὴν παραβολὴν εἰπών. «Εἰ Μωϋσέως καὶ τῶν προφητῶν οὐκ ἀκούουσιν» ἐὰν δὲν ἀκούωσιν τὰ βιβλία τοῦ Νόμου καὶ τοὺς προφήτας «οὐδὲ ἐὰν τις ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ, πεισθήσονται». Ὅταν παρέλθῃ ἡ πρώτη ἐντύπωσις ἐκ τοῦ θαύματος, κατόπιν εἰς τοὺς μὴ ἔχοντας καλὴν διάθεσιν παραμένει ἡ ἀπιστία. Τόσην δύναμιν δηλαδὴ ἔχει ἡ Ἁγία Γραφή, ὥστε εἶναι ἰσχυρότερα καὶ τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν, διότι μετ’ ὀλίγον θὰ ἀναστήσῃ τὸν Λάζαρον, τὸν ἀδελφὸν Μαρίας καὶ Μάρθας, καὶ ὅμως οὐδόλως θὰ πιστεύσωσιν οἱ Φαρισαῖοι. Οἱ Φαρισαῖοι οἱ ἐκτιμῶντες πολὺ τὸν πλοῦτον καὶ ζητοῦντες θαῦμα ἐκ τοῦ Οὐρανοῦ, ἵνα πιστεύσωσιν εἰς τὸν Χριστόν, ἀκούοντες, ὅτι ὁ πλούσιος ἐκολάσθη καὶ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἰσχυρότερος τῶν θαυμάτων, θὰ ᾐσθάνθησαν ἀρκετὸν κτύπημα.
Θέμα: Πλούσιοι — πτωχοί.
Ὡραιότατη ἡ παραβολὴ αὕτη διὰ τὸ βάθος καὶ τὸ ὕψος τῶν νοημάτων καὶ τὴν φωτεινότητά της. Διά νὰ ἴδῃ τις τὰ βάθη τῶν θαλασσῶν πρέπει νὰ εἶναι δύτης, τὰ δὲ ὕψη τοῦ Οὐρανοῦ νὰ ἔχῃ τηλεσκόπιον.Ἡ παραβολὴ αὕτη ἔχει μεγάλην φωτεινότητα λόγῳ τῶν ὡραίων ἀντιθέσεων, ἵνα φωτίζῃ τὰ βάθη καὶ ὕψη τῶν νοημάτων. Ἴδωμεν ἀμφότερα.
Α) Ἡ Παραβολή. Ἔχομεν τὸν πτωχὸν Λάζαρον καὶ τὸν ἀνώνυμον πλούσιον.
α) Ὁ Λάζαρος. Ἦτο πτωχός, ἄρρωστος, ἄστεγος, ἔρημος. Ἦτο τόσον πτωχός, ὥστε ἐπεθύμει νὰ χορτάσῃ ἐκ τῶν ψιχίων. Ἦτο τόσον ἄρρωστος, ὥστε ἦτο καὶ πληγωμένος. Ἦτο καὶ ἀδύνατος, ὥστε « ἐπιόντας τοὺς κύνας ὁρῶν, ἀμύνασθαι δὲ οὐκ ἰσχύων » κατὰ τὸν Χρυσόστομον. Δὲν ἠδύνατο νὰ ἀποκρούσῃ τὰ σκυλιά, τὰ ὁποῖα ἐπλησίαζον αὐτόν. Ἑπομένως εἶχεν ὄχι μόνον πληγάς καὶ ἀσθένειαν, ἀλλὰ καὶ ἐσχάτην ἀδυναμίαν. Ἐπίσης ἦτο τελείως ἄστεγος, ὥστε δὲν εἶχεν οὔτε μίαν καλὺβην. Ἦτο εἰς τὸν πυλῶνα τοῦ πλουσίου δηλαδὴ εἰς τὸ ὕπαιθρον. Ἦτο τόσον ἔρημος, ὥστε δὲν ὑπῆρχε «ὁ λόγῳ παρακαλῶν, ὁ ἔργῳ παραμυθούμενος, οὐ φίλος, οὐ γείτων, οὐ συγγενής, οὐ τῶν ὁρώντων οὐδεὶς » κατὰ τὸν Χρυσόστομον. Παρηγορίαν δὲν εἶχεν ἀπὸ κανένα καὶ τὸ χειρότερον οὗτος ἔβλεπε «παρασίτους» τεμπέληδες, «κόλακας, ἱκέτας δούλους ἀναβαίνοντας, θορυβοῦντας, μεθύοντας, πηδῶντας » εἰς τὸ παλάτιον τοῦ πλουσίου, κατὰ τὸν ἱερὸν Χρυσόστομον. Ὁ Λάζαρος ἦτο ἕνας ζωντανὸς νεκρός. Ἀπέθανε! Βλέπομεν αὐτὸν μετὰ ταῦτα μεταφερόμενον οὐχὶ ὑπὸ ἑνός, ἀλλὰ ὑπὸ πολλῶν ἀγγέλων, τιμῆς ἕνεκεν, εἰς τοὺς κόλπους τοῦ Ἀβραάμ. Ὁ ὑπὸ τῶν σκυλιῶν γλυφόμενος φέρεται εἰς τὰ χέρια τῶν Ἀγγέλων, ὁ ἐν πενίᾳ τότε, ἐν τρυφῇ τώρα, ὁ ἐν ἐρημίᾳ τότε, μετὰ Ἀγγέλων τώρα, ὁ ἐν νόσῳ τότε, ἐν ὑγείᾳ καὶ αἰωνίᾳ μακαριότητι τώρα, ὁ ἀγωνιζόμενος τότε, στεφανούμενος τώρα !
β) Ὁ πλούσιος. « Ἱκέτης τοῦ πένητος ἐκεῖ ἐγένετο » ὁ πλούσιος ἔγινε ἐκεῖ ζητιάνος τοῦ ἐδῶ πτωχοῦ! « Καὶ τίνος πένητος;» καὶ τίνος πτωχοῦ ἔγινε ἐπαίτης; «Τοῦ λιμώττοντός ποτε» τοῦ πεινασμένου ἐν τῇ παρούσῃ ζωῇ «τοῦ τῆς τραπέζης τοῦ πλουσίου δεομένου» τοῦ ζητιάνου τῆς τραπέζης ἤ «τοῦ τοῖς στόμασι τῶν κυνῶν προκειμένου» τοῦ εὑρισκομένου ἐδῶ μετὰ σκυλιῶν, κατὰ τὸν ἱερὸν Χρυσόστομον. Ἐδῶ ἀπὸ συχαμάρα ὁ πλούσιος δὲν ἐκυττοῦσε τὸν πένητα, ἐκεῖ ἀπὸ ἐντροπὴν δὲν τολμᾷ νὰ ἀπευθυνθῇ εἰς τὸν ἴδιον τὸν Λάζαρον, ἀλλὰ διὰ μέσου τοῦ Ἀβραὰμ τὴν ἱκεσίαν ὑποβάλλει. Ὄχι μόνον ἱκέτης, ἀλλὰ καὶ πένης ἐκεῖ εἶναι ὁ πλούσιος. Πενέστερος πάντων καὶ τοῦ ἐδῶ Λαζάρου. Ὁ πλούσιος ἐκεῖ δὲν ἔχει ὄχι σταγόνα ὕδατος, ἀλλ’ οὐδὲ βάψιμον ἄκρου δακτύλου, ἵνα δροσισθῇ. Ὄχι μόνον δὲν ἔχει, ἀλλὰ ζητεῖ καὶ δὲν λαμβάνει.
Ὁ Λάζαρος ἐδῶ ψίχαλα ἐζήτει καὶ δὲν εἶχε. Ὁ πλούσιος ἐκεῖ βάψιμον ἄκρου δακτύλου ζητεῖ καὶ δὲν λαμβάνει. Ποῖον εἶναι πτωχότερον; Ψίχαλον ψωμιοῦ ἤ σταγόνα νεροῦ; Ψίχαλον ἐδῶ δὲν ἔδιδε ὁ πλούσιος. Σταλιὰ νερὸ ἐκεῖ δὲν ἔπαιρνε. Ἐδῶ «πλησίον ὄντα τὸν Λάζαρον παρέτρεχε. Ἐκεῖ πόρρω ὄντα καλεῖ». Πολλάκις ὁ πλούσιος, ὅταν ἔζη, εἰσερχόμενος καὶ ἐξερχόμενος τοῦ παλατιοῦ του δὲν ἔβλεπε τὸν παρὰ πόδας Λάζαρον. Ἐκεῖ μακρόθεν ὄντα καὶ τοιούτου χάους μεταξὺ τῶν εὑρισκομένου μετ’ ἀκριβείας βλέπει. Ἐδῶ ὁ πλούσιος ἐσυχαίνετο νὰ τὸν βλέπῃ. Ἐκεῖ ζητεῖ τὸν δάκτυλον τοῦ Λαζάρου, τὸν ὁποῖον πολλάκις ἔγλυψαν τὰ σκυλιά, νὰ τὸν βάλῃ εἰς τὸ ἄκρον τῆς γλώσσης του. Ὁ πλούσιος θέτων τὸν δάκτυλον τοῦ πτωχοῦ εἰς τὴν γλῶσσάν του ὄχι μόνον συχαμάρα καὶ ἐμετὸν δὲν αἰσθάνεται, ἀλλὰ δροσισμὸν τῆς γλώσσης του! Πορφύραν τότε ἐνεδύετο ὁ πλούσιος, ἐν τῇ φλογὶ τώρα ὀδυνᾶται. Φαγητὰ καὶ ποτὰ ηὔφρανον τότε τὴν γλῶσσάν του, ὀδύνη καίει αὐτὸν τώρα ἐκεῖ. Πόσον φῶς ἐκ τῶν ἀντιθέσεων αὐτῶν! Φῶς τὸ ὁποῖον κάμνει ὁρατὰ νοήματα βαθέα, ὑψηλὰ ὄχι μόνον εἰς ἐγγραμμάτους, ἀλλὰ καὶ εἰς ἀγραμμάτους.
Β) Ἡ Ζωή μας. Ποῖον τὸ βάθος τῶν νοημάτων; Ὠκεανός! Πανεπιστήμιον! Καὶ συγκεκριμένως: Ποῦ εἶναι οἱ σκληροὶ πλούσιοι καὶ ἀνυπόμονοι πτωχοί; Ποῦ εἶναι οἱ πλούσιοι, οἱ ὁποῖοι δὲν θέλουν νὰ βλέπουν ἀπὸ συχαμάρα, νὰ σκεφθοῦν κἄν ἀπὸ φιλαργυρίαν τοὺς πτωχούς; Ποῦ εἶναι οἱ πτωχοί, οἱ ὁποῖοι βλέπουν καὶ σκέπτονται ἀπὸ ζήλεια καὶ φθόνον τοὺς πλουσίους; «Ὅταν ἴδῃς τινὰ ζῶντα ἐν πονηρίᾳ μηδὲν δὲ πάσχοντα δεινὸν μηδόλως ὑποφέροντα, μὴ μακαρίσῃς, ἀλλὰ δάκρυσον» κλαῦσον, λέγει ὁ Χρυσόστομος. «Ὅταν ἴδῃς τινὰ ἀρετῆς ἐπιμελούμενον» ὅταν ἴδῃς ἐνάρετόν τινα «καὶ μυρίους ὑπομένοντα πειρασμοὺς» καὶ ὑποφέροντα πολὺ «ζήλωσον» ζήλεψέ τον, λέγει πάλιν ὁ Χρυσόστομος. «Μὴ δὲ νομίζῃς ὅτι ἀπρονόητα εἶναι τὰ καθ’ ἡμᾶς» μὴ νομίσῃς, ὅτι ὁ Θεὸς δὲν προνοεῖ. «Ὅταν ἴδῃς ἀσθενῆ ἐν ἕλκει καὶ μεθύοντα οὐ θαυμάζεις, οὐδὲ μακαρίζεις διὰ τὴν τρυφήν, ἀλλὰ δὶ’ αὐτὸ τοῦτο ταλανίζεις». Ὅταν ἴδῃς ἄρρωστον τινα μεθυσκόμενον δὲν μακαρίζεις διὰ τὴν ἀπόλαυσιν τῆς μέθης, ἀλλὰ τὸν ἐλεεινολογεῖς. «Οὕτω καὶ ἐπὶ τῆς ψυχῆς λογίζου» ταῦτα σκέψου, ὅταν ἡ ψυχὴ ἀσθενὴς οὖσα τρυφᾷ, ἀσωτεύει.
«Ἡ παραβολὴ τοὺς μὲν πλουτοῦντας σωφρονίζει, τοὺς δὲ πτωχοὺς παραμυθεῖ. Ἐκείνους μὲν παιδεύουσα» τοὺς πλουσίους διδάσκουσα «μὴ μεγαλαυχεῖν» νὰ μὴ ὑπερηφανεύωνται «ὅταν πονηρευόμενοι μὴ δῶσιν ἐνταῦθα δίκην τῶν κακῶν πεπραγμένων» ὅταν δὲν τιμωρῶνται ἐδῶ διὰ τὰς ἀδικίας των. «Τούτους δὲ παραμυθουμένη» τοὺς πτωχοὺς δὲ παρηγοροῦσα «μὴ ταῖς ἑτέρων εὐπραγίαις θορυβεῖσθαι» ὥστε νὰ μὴ ταράσσωνται ὅταν βλέπουν νὰ καλοπερνοῦν οἱ ἄδικοι. «Μηδὲ νομίζειν, ὅτι ἀπρονόητα τὰ καθ’ ἡμᾶς» φωνάζει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος εἰς τὴν ἑρμηνείαν τῆς παραβολῆς ταύτης. Ποῦ εἶναι οἱ πλούσιοι, οἱ ὁποῖοι προσκολλημένοι εἰς τὰς ἀπολαύσεις των νομίζουν, ὅτι ἡ ζωὴ των δὲν ἔχει τέλος καὶ ὅταν τελειώσῃ, δὲν ὑπάρχει τίποτα πέραν τοῦ τάφου ;
Ἂς ἴδωσι τὸν πλούσιον τῆς παραβολῆς !
Ποῦ εἶναι οἱ πτωχοὶ μὲ τὰ πολλὰ βάσανα, οἱ ὁποῖοι νομίζουν, ὅτι δὲν ἔχουν τελειωμόν; Ποῦ εἶναι οἱ πλούσιοι καὶ οἱ πτωχοί, οἱ μὲν ἀπὸ τὰς πολλάς ἀνέσεις των, οἱ δὲ ἀπὸ τὰ πολλὰ των βάσανα ἀπιστοῦντες εἰς τὸν Θεόν; Ἂς ἴδουν τὴν παροῦσαν παραβολήν, ὅπου ὅλα θὰ τελειώσουν καὶ διαφορετικὰ πέραν τοῦ τάφου θ’ ἀρχίσουν. Ποῦ εἶναι οἱ ἄδικοι ἰσχυροὶ καὶ οἱ ἀδικούμενοι ἀδύνατοι; Οἱ ἄδικοι ἰσχυροί, οἱ ὁποῖοι νομίζουσιν, ὅτι διαφυγόντες τὴν τιμωρίαν τῶν ἀνθρώπων, θὰ διαφύγωσι καὶ τὴν τιμωρίαν τοῦ Θεοῦ; Ποῦ εἶναι οἱ ἀδικούμενοι, οἱ ὁποῖοι θέλουσι νὰ εὑρίσκωσι πάντοτε τὸ δίκαιόν των ἐδῶ, ἀμέσως, τὴν αὐτὴν ἡμέραν καὶ ὥραν, κατὰ τὴν ὁποίαν ἠδικήθησαν, χειροδικοῦντες, μὴ ὑπομένοντες τὸν χρόνον, τὴν αἰωνιότητα καὶ οὐδὲν τῷ Θεῷ ἀναθέτοντες; Ποῦ εἶναι αὐτοί, οἱ ὁποῖοι πεθαίνουν γιὰ μεγαλεῖα καὶ πάσχουν ἀπὸ μαρασμόν, ὅταν δὲν δύνανται νὰ δράσουν κοινωνικῶς καὶ οὐδόλως βλέποντες τὴν ὑπομονὴν τῶν βασάνων, τὴν ἀφάνειαν, τὴν κρυφὴν ἐργασίαν, τὴν ὁποίαν εἶχεν ὁ πτωχὸς Λάζαρος; Ποίαν κοινωνικὴν δράσιν εἶχεν ὁ Λάζαρος; Ποίαν ἐμφάνισιν ὁ πλούσιος; Ποίαν τύχην ἔλαβεν ἕκαστος ἐξ αὐτῶν; Πλούσιε, τὸ ξεύρω, εἶσαι ὑψηλά. Εἶσαι τὰ μάτια τῆς κοινωνίας, διότι ὅλοι σὲ βλέπουν. Πτωχέ, εἶσαι ταπεινός. Εἶσαι ἡ πτέρνα. Τί ὡραιότερον τῶν ὀφθαλμῶν; Τί εὐτελέστερον τῆς πτέρνας; Ὅταν ὅμως δεχθῇ ἡ πτέρνα ἀγκάθι, ὁ ὀφθαλμὸς δὲν καταδέχεται νὰ κύψῃ, ἵνα ἀφαιρέσῃ τοῦτο; Καὶ σὺ πλούσιε, φρόντισε διὰ τὴν πτέρναν σου, τὸν πτωχόν!
Ἡμεῖς; Θαυμάζομεν τοὺς πλουσίους, ἀγαπῶμεν τὸν πλούσιον, ἀποστρεφόμεθα τοὺς πτωχοὺς ἴδιαν τὴν πτωχείαν. Πόσον σφάλλομεν!
Ὅτι ἡ εὐτυχία μας δὲν ὑπάρχει εἰς τὸν πλοῦτον, δεικνύει τὸ ἑξῆς : Ἕνας Ἄραψ, πρὶν ἀποθάνῃ, εἶχε συντάξει τὴν διαθήκην του καὶ μεταξὺ τῶν ἄλλων εἶχε γράψει τὰ ἑξῆς: Ἔθεσα ὅλην μου τὴν περιουσίαν εἰς τὸ μεγάλον χρηματοκιβώτιον τοῦ γραφείου μου. Ὅσα περιέχει τὰ παραχωρῶ εἰς τὸν περισσότερον εὐτυχισμένον ἄνθρωπον τῆς γῆς. Μετὰ τὸν θάνατον του 10.000 πρόσωπα ἔτρεξαν εἰς τὸν δικαστὴν νὰ βεβαιώσουν, ὅτι ἦσαν οἱ πιὸ εὐτυχισμένοι τῆς γῆς καὶ ἑπομένως εἶχον δικαίωμα εἰς τὸν θησαυρόν. Ἤρχισαν οἱ φιλονικίες, τὰ κτυπήματα,οἱ φωνές. Ὁ δικαστὴς διὰ νὰ προλάβῃ χειρότερα, ἔσπευσε νὰ δηλώσῃ, ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ πιὸ εὐτυχισμένος τῆς γῆς καὶ ἑπομένως ὁ θησαυρὸς ἀνήκει εἰς αὐτόν. Ἀνοίγει λοιπὸν τὸ χρηματοκιβώτιον καὶ εὑρίσκει μερικὰ χαλίκια μὲ ἕνα γράμμα, τὸ ὁποῖον ἔγραφε: «Ἂν ἦσο πραγματικὰ ὁ πιὸ εὐτυχισμένος τῆς γῆς θὰ εἶχες ἀνάγκην ἀπὸ τὰ χρήματά μου;»
Πράγματι ! Ἡ εὐτυχία εἶναι ἀνεξάρτητος τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν, διότι εἶναι ἐσωτερική, ψυχικὴ καὶ πέραν τοῦ τάφου. Ἑπομένως ἡ εὐτυχία ὑπάρχει πλησίον τοῦ Χριστοῦ ἰδίως μετὰ θάνατον.
(1) Ἔξοδ. 20,1-31. 16,10.
5.
Anthony Bloom (Metropolitan of Sourozh (1914- 2003))
Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ὅπως κάθε παραβολὴ τοῦ Κυρίου ποὺ μιλάει γιὰ τὴν κρίση, ἡ σημερινὴ παραβολὴ εἶναι πολὺ ἁπλὴ ὡς πρὸς τὸ νόημά της καὶ ταυτόχρονα θὰ πρέπει νὰ τὴν ἐξετάσουμε βαθύτερα.
Τὸ ἁπλὸ νόημά της εἶναι τοῦτο: Εἴχατε στὴν γῆ ὅ,τι ἦταν καλό, ὁ Λάζαρος δὲν εἶχε τίποτα· ἑπομένως ἀποκτᾶ στὴν αἰώνια ζωὴ ὅλα τ’ ἀγαθὰ ποὺ τοῦ εἶχαν λείψει στὴ γῆ καὶ ἐσεῖς τὰ στερῆστε. Ἀλλὰ αὐτὸ δὲν συνιστᾶ τὸ ἀληθινὸ καὶ βαθύτερο νόημα τῆς παραβολῆς.
Ποιὸς εἶναι ὁ πλούσιος; Εἶναι ὁ ἄνθρωπος ποὺ δὲν κατεῖχε μόνο ὅλα τὰ ἀγαθὰ ποὺ ἡ γῆ μποροῦσε νὰ τοῦ προσφέρει: πλοῦτο, καλὸ ὄνομα, κοινωνικὴ θέση ἀνάμεσα στοὺς συμπολίτες του· ἦταν ἕνας ἄνθρωπος ποὺ δὲν λαχταροῦσε κάτι ἄλλο. Ὅ,τι ἤθελε, ὅ,τι χρειαζόταν ἦταν ὁ ὑλικὸς πλοῦτος, μιὰ καλὴ θέση ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους, τὸν θαυμασμό, μιὰ δουλικὴ ὑπακοὴ ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἦταν κατώτεροί του.
Ὁ Λάζαρος δὲν κατεῖχε τίποτα· ἀλλὰ ἀπὸ τὴν παραβολὴ μαθαίνουμε ὅτι δὲν παραπονιόταν, δεχόταν ὅ,τι δὲν ἤθελε ὁ πλούσιος· ἔτρωγε τὰ ψίχουλα ἀπὸ τὸ τραπέζι του. Ἀλλὰ εἶχε μία ζωντανὴ ψυχή· ἴσως νὰ λαχταροῦσε κάτι περισσότερο: ποιὸς ἄνθρωπος δὲν θέλει νὰ ἔχει μία στέγη, νὰ ἔχει ἐξασφαλισμένη τροφή; Ἀλλὰ ἐκεῖνος δεχόταν ὅ,τι τοῦ ἔδιναν μὲ εὐγνωμοσύνη.
Καὶ ὅταν πέθαναν, τί πῆραν μαζί τους; Ὁ πλούσιος δὲν εἶχε τίποτα νὰ πάρει, ἐπειδὴ ποτὲ δὲν νοιαζόταν γιὰ ὁ,τιδήποτε δὲν μποροῦσε νὰ τοῦ προσφέρει ὁ κόσμος. Ὁ Λάζαρος πάντα ποθοῦσε περισσότερα ἀγαθὰ ἀπ’ αὐτὰ ποὺ ἡ γῆ μποροῦσε νὰ τοῦ προσφέρει: ἐπιθυμοῦσε δικαιοσύνη, εἰρήνη, ἀγάπη, συμπόνια, ἀλληλεγγύη- ὅλα ἐκεῖνα τὰ πράγματα ποὺ κάνουν τὸν ἄνθρωπο νὰ εἶναι ἄνθρωπος. Ὁ πλούσιος ζοῦσε μιὰ ζωὴ παρόμοια μ’ αὐτὴν ποὺ περιγράφεται σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς προφητεῖες: Ὁ λαὸς τοῦ Ἰσραὴλ ἐπαχύνθη ἀπὸ τὸν πλοῦτο καὶ λησμόνησε τὸν Θεό… Ὁ φτωχὸς δὲν μποροῦσε νὰ κάνει κάτι τέτοιο· ἦταν τόσο φτωχὸς γιὰ νὰ ριζώσει στὴν γῆ- ἦταν ἐλεύθερος.
Αὐτὴ ἡ παραβολὴ λοιπὸν ἀφορᾶ ὅλους μας· διότι ὅλοι μας ἔχουμε μέσα μας τὸν πλούσιο καὶ τὸν Λάζαρο. Ἀπὸ τὴ μία πλευρὰ πόσο πλούσιοι, πόσο ἀσφαλεῖς εἴμαστε. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἐὰν βρισκόμαστε τώρα ἐδῶ, πάει νὰ πεῖ ὅτι στὴν ψυχή μας, ὑπάρχει μία ἄλλη διάσταση ποὺ λαχταρᾶ κάτι ἄλλο. Ἀλλὰ μένει νὰ κάνουμε μία ἐρώτηση: Ἐὰν ἔπρεπε νὰ διαλέξουμε, τί θὰ διαλέγαμε; Τί εἶναι αὐτὸ ποὺ πραγματικὰ θεωροῦμε πολύτιμο; Εἶναι ἡ ἀσφάλεια ποὺ μέχρι τώρα ἡ γῆ μᾶς ἔχει προσφέρει- ἢ εἶναι ἡ ἀπεραντοσύνη, τὸ βάθος στὸ ὁποῖο κατανοοῦμε τὸν Θεό, ἡ κοινωνία μας μαζί Του, ἡ ἀγάπη γιὰ τὸν πλησίον, ἡ συμπόνια – τόσα ἄλλα πράγματα ποὺ μᾶς ἔχει διδάξει τὸ Εὐαγγέλιο;
Καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ σημεῖο ὅπου ἀναφέρεται ἡ παραβολή, δὲν ἀναφέρεται μόνο σὲ δύο ἄνδρες ἀπὸ τὸ παρελθόν, ἢ σὲ ἄλλους, ἀλλὰ ἀναφέρεται σὲ μᾶς προσωπικά: ποιὸς εἶμαι- ἢ ἐὰν προτιμᾶτε, καὶ ποὺ εἶναι τὸ πιὸ σωστὸ – ποιὸς ὑπερισχύει μέσα μου; Μοιάζω περισσότερο μὲ τὸν πλούσιο, τόσο ριζωμένος στὴ γῆ, ὥστε τὰ πράγματα ποὺ ἀφοροῦν τὸ πνεῦμα, τὴν αἰωνιότητα, ἢ πιὸ ἁπλὰ ὅ,τι εἶναι ἀληθινὰ ἀνθρώπινο ἔρχεται δεύτερο –ἢ εἶμαι ἀπὸ ἐκείνους γιὰ τοὺς ὁποίους σημασία ἔχει ὅ,τι εἶναι ἀνθρώπινο, περισσότερο ἀπὸ ὁτιδήποτε ἄλλο;
Κι ἔπειτα, ὑπάρχει κάτι ἄλλο στὴν παραβολή. Ὁ πλούσιος βλέποντας τὸν ἑαυτὸ του στερημένο ἀπὸ τὰ πάντα, στρέφεται στὸν Ἀβραὰμ καὶ λέει: «Στεῖλε τὸν Λάζαρο στοὺς ἀδελφούς μου ποὺ εἶναι ἀκόμα στὴ γῆ νὰ τοὺς εἰδοποιήσει, γιὰ νὰ μὴν ἔλθουν σὲ τοῦτο τὸν τόπο τῆς βασάνου». Καὶ ὁ Χριστὸς λέει ὅτι ἀκόμα καὶ ἂν κάποιος ἐπιστρέψει ἀπὸ τοὺς νεκρούς, ἐὰν δὲν ἄκουσαν ὅ,τι ἀποκαλύφθηκε στὸ παρελθόν, δὲν θὰ πιστέψουν, θὰ χαθοῦν μέσα στὶς ἁμαρτίες τους.
Πῶς, αὐτὴ ἡ παραβολὴ δὲν ταιριάζει κατὰ τρόπο τραγικὸ μὲ τὴν κατάσταση τῶν ἀνθρώπων ὅταν στέκονταν συνωστισμένοι ὅπως τὸ ἄλεσμα γύρω ἀπὸ τὸν Σταυρὸ ὅπου πέθαινε ὁ Κύριος. Κάποιοι ἦταν πιστοί, ὁ δικός Του λαὸς – ἀλλὰ ποῦ βρίσκονταν; Εἶχαν σκορπίσει. Κάποιοι ἦταν μαθητές Του, μὲ πίστη ποὺ ἔφτανε στὸ βάθος τῆς ὕπαρξής τους, μὲ καρδιακὴ πίστη, οἱ γυναῖκες ποὺ Τὸν εἶχαν ἀκολουθήσει – στάθηκαν σὲ ἀπόσταση· μοναχὰ ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ καὶ ὁ Ἰωάννης, στάθηκαν δίπλα στὸν Σταυρό.
Ἀλλὰ μέσα στὸ πλῆθος, ὑπῆρχαν ἄνθρωποι ποὺ μαζὶ μὲ τὸν Ἀρχιερέα, τοὺς Φαρισαίους ποὺ εἶχαν καταδικάσει τὸν Θεό, ἔλεγαν: «Κατέβα τώρα ἀπὸ τὸν Σταυρὸ – καὶ θὰ πιστέψουμε…» Πόσοι πολλοὶ σκέφτηκαν: μόνον ἐὰν κατέβαινε ἀπὸ τὸν Σταυρό, θὰ πιστεύαμε χωρὶς νὰ παίρναμε κανένα κίνδυνο, θὰ πιστεύαμε μὲ ἀσφάλεια, μὲ σιγουριά· θὰ πιστεύαμε καὶ θ’ ἀκολουθούσαμε Κάποιον ποὺ τώρα ἡττημένος, στιγματισμένος, ἔχοντας δεχθεῖ τὴν ἀπόρριψη τῶν ἀνθρώπων, κρέμεται στὸν Σταυρὸ ἀνάμεσα σὲ δύο ληστές; Δὲν μποροῦμε…
Αὐτὸ εἶναι τὸ νόημα τῆς παραβολῆς· καὶ ποὺ μᾶς ἀποδεικνύει ἡ ζωὴ τόσων πολλῶν ἀνθρώπων.
Ποῦ βρισκόμαστε; Εἴμαστε προετοιμασμένοι νὰ πιστέψουμε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ; Εἴμαστε ἕτοιμοι, αἰχμάλωτοι τῆς ὀμορφιᾶς, τῆς ἀνείπωτης, ἀνέκφραστης ὀμορφιᾶς τῆς προσωπικότητας τοῦ Χριστοῦ, νὰ Τὸν ἀκολουθήσουμε μὲ κάθε κίνδυνο; Καὶ γνωρίζουμε ὅτι ὁ κίνδυνος εἶναι πολὺ μεγάλος: Θὰ στιγματιστοῦμε, θὰ μᾶς κοροϊδέψουν, θὰ εἴμαστε ξένοι, οἱ ἄνθρωποι θὰ μᾶς θεωροῦν ἀλῆτες τῆς γῆς, ὄχι προσκυνητὲς τοῦ Οὐρανοῦ· εἴμαστε ὅμως ἕτοιμοι νὰ τὸ κάνουμε αὐτό;
Πρέπει νὰ σκεφτοῦμε τὶς δύο αὐτὲς ὄψεις τῆς παραβολῆς· γιατί διαφορετικὰ ἡ παραβολὴ εἶναι ἄσχετη μέ μᾶς – καὶ ὅμως, ἔχει τόσο πολὺ σχέση μὲ τὴ ζωή μας.
Ἂς τὴν σκεφτοῦμε βαθιά, κρίνοντας τὴν συνεχῶς. Ὁ Θεὸς δὲν μᾶς κρίνει μὲ σκοπὸ νὰ μᾶς καταδικάσει. Ὁ Θεὸς μᾶς προετοιμάζει πραγματικὰ καὶ μᾶς ζητᾶ ἕνα πράγμα: Ν’ ἀνταποκριθοῦμε στὴν ἀλήθεια! Δὲν ἀποδεχόμαστε ἕναν κόσμο ποὺ εἶναι μία χίμαιρα! Μὴν ἀποδέχεστε τὸν ἑαυτό σας, ἐνῶ ἡ ζωὴ σας παραμένει μιὰ ζωὴ ἀπατηλή: νὰ εἶστε ἀληθινοὶ καὶ τότε θὰ γίνετε παιδιὰ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Καὶ τί μπορεῖ νὰ εἶναι πιὸ σπουδαῖο, ἀδελφοὶ καὶ ἀδελφές τοῦ Χριστοῦ, υἱοὶ καὶ κόρες τοῦ Ζωντανοῦ Θεοῦ· καὶ ἀγγελιοφόροι τοῦ Θεοῦ στὴ γῆ. Μποροῦμε νὰ ἐλπίζουμε σὲ κάτι μεγαλύτερο; Καὶ ὅμως αὐτὸ εἶναι ποὺ προσφέρεται σὲ ὅλους μας καὶ στὸν καθένα χωριστά. Τί θαῦμα! Τί χαρά! Πῶς μποροῦμε νὰ τὸ ἀρνηθοῦμε; Ἀμὴν
6.
Ἡ λύτρωση ἀπὸ τὴν ἀπιστία (Λουκ. ιστ΄19-31)
Anthony Bloom (Metropolitan of Sourozh (1914- 2003))
Τοῦ πλούσιου καὶ τοῦ Λαζάρου
Ὁ πλούσιος της παραβολῆς αὐτῆς (Λκ.16.19-31) εἶχε ζήσει μιὰ ἄσκοπη, ἄδεια καὶ ἀνόητη ζωὴ καὶ ὅταν μπῆκε στὴν αἰωνιότητα ἀνακάλυψε ὅτι δὲν εἶχε ἀποκομίσει τίποτα ἀπὸ τὴ γῆ· μέσα του εἶχε μία ἔρημο, ἕνα κενό. Γεμάτος φρίκη γιὰ τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ μόνοι ἄνθρωποι πάνω στὴ γῆ τοὺς ὁποίους ἀγαποῦσε ἀκολουθοῦσαν τὴν ἴδια πορεία καὶ θὰ κατέληγαν στὸν ἴδιο τόπο τῆς ἀπομόνωσης, στὴν κατάσταση ἐκείνη τοῦ ἐσωτερικοῦ κενοῦ, στρέφεται στὸν Ἀβραὰμ μὲ τὸ αἴτημα νὰ σταλεῖ ἕνας μάρτυρας ἀπὸ τὴν αἰωνιότητα γιὰ νὰ προειδοποιήσει καὶ νὰ σώσει τοὺς συγγενεῖς του.
Ἡ ἀπάντηση τοῦ Ἀβραὰμ ἀπευθύνεται καὶ σ’ ἐμᾶς: «Ἔχουν τὸ Μωϋσῆ καὶ τοὺς προφῆτες, τοὺς ἀνθρώπους ποὺ πάνω στὴ γῆ γνώριζαν τὸ Θεὸ καὶ ποὺ ἀνάγγειλαν τὶς ὁδούς Του σὲ ὅλους ὅσους ἔχουν «ὦτα ἀκούειν». Γιατί δὲν ἀκοῦν ἐκείνους;» Ὁ πλούσιος ὅμως λέει: «Ὄχι, αὐτὸ δὲν εἶναι ἀρκετὸ· θὰ μπορέσουν νὰ πιστέψουν μόνο ἂν τοὺς ἐπισκεφτεῖ ἕνας ἀπό τοὺς νεκρούς».
Ὁ Χριστὸς μᾶς λέει στὴν παραβολὴ αὐτὴ ὅτι ἀκόμη καὶ ἂν κάποιος ἀναστηθεῖ ἀπὸ τοὺς νεκροὺς δὲ θὰ μπορέσει νὰ πείσει τὸν ἄλλο ποιὸς εἶναι ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς, ἂν τὸ πρόσωπο ἐκεῖνο ἔχει παραθεωρήσει ἄλλες μαρτυρίες. Τὰ λόγια αὐτὰ μποροῦν νὰ ἐφαρμοστοῦν τόσο σ’ ἐμᾶς ὅσο καὶ στὸν πλούσιο τῆς παραβολῆς.
Ἔχουμε πίσω μας χιλιάδες χρόνια ἀνθρώπινης ἱστορίας, ἔχουμε τὶς μαρτυρίες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καὶ τῶν Ἁγίων τῆς Καινῆς, ἔχουμε τὴ μαρτυρία τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ ποὺ ἀναστήθηκε ἀπὸ τοὺς νεκρούς, πιστεύουμε ὅμως παρ’ ὅλ’ αὐτὰ τελείως στὸ μήνυμα τῆς ζωῆς τὸ ὁποῖο ἔφερε στὴ γῆ; Ὁ Χριστὸς πέθανε καὶ ἀναστήθηκε, στάθηκε μπροστὰ μας ζωντανὸς δίνοντας μαρτυρία γιὰ τὴ μία καὶ μοναδικὴ ἄξια τοῦ τώρα καὶ τῆς αἰωνιότητας, ἐμεῖς ὅμως ἀκοῦμε ἀπὸ μέρα σὲ μέρα, ἀπὸ χρονιὰ σὲ χρονιὰ καὶ ὅλο καὶ περιμένουμε κάτι διαφορετικό.
Πολὺ συχνὰ ἀκούω τοὺς ἀνθρώπους νὰ λένε: «Ἔχω πράγματι διαβάσει τὸ Εὐαγγέλιο, ἔχω ἀκούσει κηρύγματα, ἔχω διαβάσει αὐτὰ ποὺ ἔγραψαν οἱ ἅγιοι, θὰ πιστέψω ὅμως μόνο ἄν μοῦ συμβεῖ ἕνα θαῦμα». Αὐτὸ δὲν εἶναι ἀλήθεια ἀλλοίμονο, δὲν εἶναι ἀλήθεια. Δὲν εἴμαστε ἱκανοὶ νὰ πιστέψουμε οὔτε καὶ σ’ ἕνα θαῦμα γιατί αὐτὴ ἡ ζωὴ ΕΙΝΑΙ ἕνα θαῦμα, εἶναι γεμάτη θαύματα, γεμάτη ἀπὸ θεϊκὲς ἐνέργειες, τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ καὶ παρ’ ὁλ’ αὐτὰ ἐμεῖς δὲν πιστεύουμε.
Τὸ μεγαλύτερο θαῦμα στὴ γῆ, ἡ ἀγάπη, πάντοτε μᾶς ἐμπνέει μᾶς δίνει χαρά, εὐχαρίστηση καὶ παρ’ ὅλ’ αὐτὰ δὲν τὸ καταλαβαίνουμε ὅτι ἡ ζωὴ τῆς γῆς ἤ τῆς αἰωνιότητας δὲν ἔχει ἄλλο νόημα ἀπὸ τὴν ἀγάπη κι ἔτσι ἐξακολουθοῦμε νὰ γεμίζουμε τὶς ζωές μας μὲ πράγματα ποὺ σιγὰ-σιγὰ τὴν καταστρέφουν. Τὴν ἴδια τὴν ἀγάπη τὴν κάνουμε ρηχὴ ὥστε τίποτα νὰ μὴν ἀπομένει ἀπὸ τὸ ὑπέροχο φεγγοβόλημα τῆς θεϊκῆς ἤ τῆς γήινης ἀγάπης. Αὐτὸ ὅμως εἶναι κάτι ποὺ ὅλοι γνωρίζουμε, εἶναι ἕνα θαῦμα τὸ ὁποῖο σὲ κάποιο στάδιο ἔχει ἀγγίξει τοῦ καθενός μας τὴ ζωή: γνωρίσαμε τὴν ἀγάπη τῶν γονιῶν μας κατὰ τὴν παιδικὴ ἡλικία, Ἴσως τὴν ἀγάπη κάποιου γνωστοῦ ἤ πιθανὸν ἐμεῖς οἱ ἴδιοι ν’ ἀγαπήσαμε κάποιον εἴτε νὰ συναντήσαμε τὸ Χριστὸ ἔστω καὶ γιὰ μιὰ σύντομη στιγμὴ καὶ νὰ ἐκπλαγήκαμε μὲ τὴν ἀγάπη Του· ἡ ἀγάπη γλυκοχαράζει παντοῦ, παντοῦ ἀκτινοβολάει κι ἐμεῖς χαιρόμαστε καὶ ζοῦμε μέσα της γιὰ μιὰ στιγμὴ – ἔπειτα ξεχνᾶμε ὅτι μὲ τὴν παρουσία της εἶχε γεμίσει τὰ πάντα καὶ ὅτι μόνο ἡ ἀγάπη ἔχει νόημα. Οὔτε καὶ ὁ ἀναστημένος Χριστὸς δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς πείσει τελείως!
Ἂς μὴν περιμένουμε λοιπὸν ἄλλο θαῦμα ἐκτὸς ἀπὸ τὸ λόγο τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ ὁ ὁποῖος μᾶς μιλᾶ γιὰ τὴν ἀγάπη, γιὰ τὸ σκοπὸ τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου καὶ γιὰ τὴν αἰωνιότητα. Ἂς δώσουμε προσοχὴ στοὺς ἀληθινοὺς καὶ ζωογόνους λόγους Του, ἂς θεωρήσουμε ὅλα τ’ ἄλλα ἀσήμαντα κι ἂς συγκεντρώσουμε τὶς δυνάμεις μας στὸ ἕνα πράγμα «οὗ ἔστι χρεία» (Λκ.10.42)· ἡ γῆ θὰ ἔχει γίνει τότε οὐρανός, ὁ οὐρανὸς θὰ ’χει ἀγκαλιάσει ὅ,τι τὸ πολύτιμο τῆς γῆς αὐτῆς κι ἡ ζωή, ἡ ζωὴ τοῦ Θεοῦ θὰ ’χει γίνει δική μας.
7.
Καραβιδόπουλος Ἰωάννης (Καθηγητής Πανεπιστημίου)
«Κάποιος ἄνθρωπος ἦταν πλούσιος, φοροῦσε πολυτελῆ ροῦχα καὶ τὸ τραπέζι του κάθε μέρα ἦταν λαμπρό. Κάποιος φτωχὸς ὅμως, ποὺ τὸν ἔλεγαν Λάζαρο, ἦταν πεσμένος κοντὰ στὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ τοῦ πλουσίου, γεμάτος πληγές, καὶ προσπαθοῦσε νὰ χορτάσει ἀπὸ τὰ ψίχουλα ποὺ ἔπεφταν ἀπὸ τὸ τραπέζι τοῦ πλουσίου. Ἔρχονταν καὶ τὰ σκυλιὰ καὶ τοῦ ἔγλειφαν τὶς πληγές.
Κάποτε πέθανε ὁ φτωχός, καὶ οἱ ἄγγελοι τὸν πῆγαν κοντὰ στὸν Ἀβραάμ. Πέθανε κι ὁ πλούσιος καὶ τὸν ἔθαψαν.
Στὸν ἅδη ποὺ ἦταν καὶ βασανιζόταν, σήκωσε τὰ μάτια του καὶ εἶδε ἀπὸ μακριὰ τὸν Ἀβραὰμ καὶ κοντὰ του τὸ Λάζαρο. Τότε φώναξε ὁ πλούσιος καὶ εἶπε: «πατέρα μου Ἀβραάμ, σπλαχνίσου μὲ καὶ στεῖλε τὸ Λάζαρο νὰ βρέξει μὲ νερὸ τὴν ἄκρη τοῦ δαχτύλου του καὶ νὰ μοῦ δροσίσει τὴ γλώσσα, γιατί ὑποφέρω μέσα σ’ αὐτὴ τὴ φωτιά». Ὁ Ἀβραὰμ ὅμως τοῦ ἀπάντησε: «παιδί μου, θυμήσου ὅτι ἐσὺ ἀπόλαυσες τὴν εὐτυχία στὴ ζωή σου, ὅπως κι ὁ Λάζαρος τὴ δυστυχία. Τώρα λοιπὸν αὐτὸς χαίρεται ἐδῶ, κι ἐσὺ ὑποφέρεις. Κι ἐκτὸς ἀπ’ ὅλα αὐτά, ὑπάρχει ἀνάμεσά μας μεγάλο χάσμα, ὥστε αὐτοὶ ποὺ θέλουν νὰ διαβοῦν ἀπὸ ‘δω σ’ ἐσᾶς νὰ μὴν μποροῦν, οὔτε οἱ ἀπὸ ‘κει μποροῦν νὰ περάσουν σ’ ἐμάς».
Εἶπε πάλι ὁ πλούσιος: «τότε σὲ παρακαλῶ, πατέρα, στεῖλε τον στὸ σπίτι τοῦ πατέρα μου, νὰ προειδοποιήσει τοὺς πέντε ἀδερφούς μου, ὥστε νὰ μὴν ἔρθουν κι ἐκεῖνοι σ’ αὐτὸν ἐδῶ τὸν τόπο τῶν βασάνων». Ὁ Ἀβραὰμ τοῦ λέει: «ἔχουν τὰ λόγια τοῦ Μωυσῆ καὶ τῶν προφητῶν ἂς ὑπακούσουν σ’ αὐτά». «Όχι, πατέρα μου Ἀβραάμ», τοῦ λέει ἐκεῖνος, «δὲν ἀρκεῖ, ἀλλὰ ἂν κάποιος ἀπὸ τοὺς νεκροὺς πάει σ’ αὐτούς, θὰ μετανοήσουν». Τοῦ λέει τότε ὁ Ἀβραάμ: «ἂν δὲν ὑπακοῦνε στὰ λόγια τοῦ Μωυσῆ καὶ τῶν προφητῶν, ἀκόμη κι ἂν ἀναστηθεῖ κάποιος ἀπὸ τοὺς νεκρούς, δὲν πρόκειται νὰ πεισθοῦν»» (Λουκ. 16, 19-31).
Γνωστὴ σὲ ὅλους μας εἶναι ἡ παραβολὴ τοῦ πλούσιου καὶ τοῦ φτωχοῦ Λαζάρου. Εἶναι ὅμως τὸ κεντρικὸ θέμα της ἡ καταδίκη τοῦ πλούτου καὶ ὁ ὕμνος τῆς φτώχειας, ὅπως φαίνεται ἐκ πρώτης ὄψεως; Τὸ κοινωνικὸ βέβαια πλαίσιο δὲν εἶναι ἀδιάφορο γιὰ τὸν Χριστό, ἀλλὰ δὲν ἀποτελεῖ τὸν κεντρικὸ στόχο του. Ὁ φτωχὸς δὲν κερδίζει τὴν εὔνοια τοῦ Θεοῦ ἐπειδὴ εἶναι φτωχός, ἀλλὰ μόνον ἐφόσον στηρίζει τὶς ἐλπίδες του στὸν Θεὸ καὶ ζεῖ σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολή του· καὶ ὁ πλούσιος δὲν εἶναι καταδικασμένος μόνο καὶ μόνο γιατί ἔχει ὑλικὰ ἀγαθά, ἀλλὰ γιατί κινδυνεύει νὰ χάσει τὸ πᾶν ὅταν ἡ ζωὴ του εἶναι στηριγμένη στὰ ἀγαθά του καὶ ὄχι στὸν Θεό, ὅταν ξεχάσει τὸν φτωχὸ συνάνθρωπό του καὶ ὅταν κλεισθεῖ καὶ παγιδευτεῖ στὸν πλοῦτο του. Ὅτι μπορεῖ ἕνας πλούσιος νὰ εἶναι πρότυπο ἀγάπης καὶ ἕνας φτωχὸς νὰ εἶναι ἀσεβής, ἀποτελεῖ ἐπίσης μία πιθανὴ κατάσταση μέσα στὴ ζωή.
Ἔτσι οἱ λέξεις «πλούσιος» καὶ «πτωχὸς» στὴ διήγησή μας ἔχουν ἕνα περισσότερο θρησκευτικὸ παρὰ κοινωνικὸ περιεχόμενο. Ἐκεῖνο στὸ ὁποῖο ἀποβλέπει ἡ παραβολὴ εἶναι ἡ ἐπισήμανση ἑνὸς πραγματικοῦ κινδύνου, τοῦ κινδύνου τῆς αὐτάρκειας καὶ τῆς πεποιθήσεως ὅτι ἡ εὐημερία εἶναι ἀτέλειωτη κι ὅτι τὸ μόνο σταθερὸ καὶ ἀμετάβλητο εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ὅπως διατυπώθηκε μέσα στὴν Ἁγία Γραφή. Ὅλα ἀλλάζουν κι εὑρίσκεται ὁ ἀνθρωπος μπροστὰ σὲ ἀπροσδόκητες ἐκπλήξεις· ὅταν μάλιστα εἶναι ἀργὰ πιὰ γιὰ νὰ μετανοήσει, ἡ κατάστασή του γίνεται ἀναπόφευκτα τραγική.
Ὁ πλούσιος της διηγήσεως βλέπει νὰ μεταβάλλονται τὰ πάντα. Αὐτὸς διψᾶ κι ὁ πτωχὸς εὐφραίνεται, ἔχασε τὰ πάντα ἐνῶ ὁ Λάζαρος βρίσκεται στὸ πλήρωμα τῆς εὐτυχίας. Ζητεῖ νὰ προειδοποιήσει τοὺς πέντε ἀδελφούς του γιὰ τὴ μελλοντικὴ τύχη τους. Σκέφτεται ὅτι ἂν κάποιος ἀπὸ τὸν κόσμο τῶν νεκρῶν ἀναστηθεῖ καὶ τοὺς πληροφορήσει, θὰ προλάβουν τὸ κακό. Ἀλλ’ ἡ ἀπάντηση ποὺ παίρνει εἶναι σαφής: «Ἔχουν τὴν Ἁγία Γραφή, ἂς τὴν προσέξουν. Ἂν δὲν πιστεύουν σ’ ὅσα γράφονται σ’ αὐτή, οὔτε καὶ σ’ ἕνα νεκραναστημένο θὰ πιστέψουν».
Ὁ κάθε ἄνθρωπος θέλει λογικὲς ἀποδείξεις γιὰ ὅλα τὰ πράγματα ποὺ τὸν ἀφοροῦν, θέλει ἕνα θαῦμα, ζητεῖ τὴν περιγραφὴ ἑνὸς αὐτόπτη μάρτυρα γιὰ νὰ πεισθεῖ· θέλει ἡ πίστη του νὰ στηρίζεται σὲ μία τετράγωνη λογικὴ· δὲν ἐννοεῖ νὰ διακινδυνεύσει τίποτε· τὸ ρισκάρισμα τὸν ἐνοχλεῖ. Ὅλοι λίγο-πολὺ εἴμαστε παγιδευμένοι στὸν πλοῦτο τῶν γνώσεών μας, τῆς ἐπιστήμης, τῆς λογικῆς μας. Θὰ δεχόμασταν ἀμέσως μία κάποια μελλοντικὴ μορφὴ ζωῆς, ἀρκεῖ κάποιος αὐτόπτης μάρτυρας νὰ ἐρχόταν ἀπὸ κεῖ καὶ νὰ τὴν περιέγραφε, ἀρκεῖ νὰ τὴν ἀποδείκνυε λογικά.
Ἡ φτώχεια ποὺ μακαρίζεται σ’ ἄλλο σημεῖο τοῦ εὐαγγελίου – ὄχι βέβαια σὰν κοινωνικὴ κατάσταση ἀλλὰ σὰν θρησκευτικὴ τοποθέτηση – σημαίνει ἀκριβῶς ἀπαγκίστρωση ἀπὸ τὶς λογικὰ κατασκευασμένες παγίδες τῆς ζωῆς, ἐκμηδένιση τῶν ἐγκόσμιων βεβαιοτήτων καὶ ἀνεπιφύλακτη – χωρὶς ὀρθολογισμοὺς – παραδοχὴ τοῦ ζωοδότη λόγου, τῆς θείας ὑποσχέσεως ποὺ κάνει τὴν ἐλπίδα νὰ ἀνθίζει στὸν ἀπεγνωσμένο ἄνθρωπο. Ὅταν διώχνει κανεὶς αὐτὴν τὴν ἐλπιδοφόρα δυνατότητα, ὅσο πλούσια κι ἂν ζεῖ, κάποτε θὰ αἰφνιδιαστεῖ. Καὶ τότε θὰ εἶναι ἀργά!
Ἡ παραβολὴ θέλει νὰ στρέψει τὴν προσοχὴ μᾶς σ’ αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ σημεῖο: Στὸ ὅτι ἡ τωρινὴ στιγμὴ εἶναι ἡ ὥρα τῆς μεγάλης ἀποφάσεως ἀπέναντι στὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ ἡ στιγμὴ εἶναι ἡ κατάλληλη προθεσμία γιὰ τὸ Ναὶ στὸ προσκλητήριο τοῦ Θεοῦ γιὰ μετάνοια καὶ γιὰ καινούργια ζωή. Ἀλλιῶς, κινδυνεύουμε νὰ εἴμαστε ἐκπρόθεσμοι! Καὶ ἡ ἀπόφαση παίρνεται ἀφοῦ ἀπογυμνωθεῖ κανεὶς ἀπὸ ὅ,τι τὸν κρατάει δέσμιο καὶ αἰχμάλωτο, ἀπὸ ὅ,τι τὸν ἐμποδίζει νὰ δεῖ καθαρὰ τὸ μέλλον του, ἀπὸ ὅ,τι τὸν κάνει «πλούσιο» μὲ τὴν ἔννοια ποὺ εἴπαμε προηγουμένως, ἀπὸ ὅ,τι τοῦ δίνει μία αὐτάρεσκη βεβαιότητα γιὰ τὴ ζωή του. Ἀπόφαση μὲ ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στὸ Θεό. Ἀποφαση ὄχι κάποτε στὸ μέλλον ὅταν δοθεῖ κάποια εὐκαιρία, ἀλλὰ αὐτὴν ἀκριβῶς τὴ στιγμή.