Ἀριστοτέλης

Οἱ ἠθικὲς ἀρετὲς ἀποκτῶνται μὲ τὴν ἐπανάληψη τῶν ἠθικῶν πράξεων

(Στὸ Α΄ βιβλίο τῆς πραγματείας του περὶ τοῦ ἠθικοῦ βίου, ὁ Ἀριστοτέλης προσδιόρισε ὡς ὕψιστο ἀγαθὸ τὴν εὐδαιμονίαν, ποὺ ἀποκτᾶται ὅταν ἡ ψυχὴ ἐνεργεῖ σύμφωνα μὲ τοὺς κανόνες τῆς τέλειας ἀρετῆς. Προσπαθώντας, λοιπόν, νὰ μελετήσει τὸ περιεχόμενο καὶ τὰ εἴδη τῆς ἀρετῆς, κατέληξε στὴ διάκρισή της σὲ ἠθικὴν καὶ διανοητικήν. Στὴν ἀρχὴ τοῦ Β΄ βιβλίου διερευνᾶ τὸ πρῶτο εἶδος.)
Δυὸ εἶναι, ὅπως εἴδαμε, τὰ εἴδη τῆς ἀρετῆς, ἡ διανοητικὴ καὶ ἡ ἠθική. Ἡ διανοητικὴ ἀρετὴ χρωστάει καὶ τὴ γένεση καὶ τὴν αὔξησή της κατὰ κύριο λόγο στὴ διδασκαλία (γιαυτὸ καὶ ἐκεῖνο ποὺ χρειάζεται γι’ αὐτὴν εἶναι ἡ πείρα καὶ ὁ χρόνος), ἐνῶ ἡ ἠθικὴ ἀρετὴ εἶναι ἀποτέλεσμα τοῦ ἔθους (καὶ τὸ ἴδιο της τὸ ὄνομα, ἄλλωστε, μικρὴ μόνο διαφορὰ παρουσιάζει ἀπὸ τὴ λέξη ἔθος). Αὐτὸ ἀκριβῶς κάνει φανερὸ ὅτι καμιὰ ἠθικὴ ἀρετὴ δὲν ὑπάρχει μέσα μας ἐκ φύσεως. Πραγματικά, δὲν ὑπάρχει πράγμα ἐφοδιασμένο ἀπὸ τὴ φύση μὲ κάποιες ἰδιότητες, ποὺ νὰ μπορεῖς νὰ τὸ συνηθίσεις νὰ ἀποκτήσει ἄλλες ἰδιότητες. Παράδειγμα ἡ πέτρα: καμωμένη ἀπὸ τὴ φύση νὰ πηγαίνει πρὸς τὰ κάτω, δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ συνηθίσει νὰ πηγαίνει πρὸς τὰ πάνω, ἔστω κι ἂν χιλιάδες φορὲς προσπαθήσει κανεὶς νὰ τῆς τὸ μάθει πετώντας την καὶ ξαναπετώντας την πρὸς τὰ πάνω• οὔτε ἡ φωτιὰ μπορεῖ νὰ συνηθίσει νὰ πηγαίνει πρὸς τὰ κάτω• γενικὰ δὲν ὑπάρχει πράγμα καμωμένο ἀπὸ τὴ φύση νὰ συμπεριφέρεται μὲ ἕναν ὁρισμένο τρόπο, ποὺ νὰ μπορεῖ νὰ συνηθίσει νὰ συμπεριφέρεται μὲ ἄλλον τρόπο. Συμπέρασμα: οἱ ἀρετὲς δὲν ὑπάρχουν μέσα μας ἐκ φύσεως ― οὔτε ὅμως καὶ εἶναι ἀντίθετη πρὸς τὴ φύση μας ἡ γένεσή τους μέσα μας: ἡ φύση μας ἔκανε ἐπιδεκτικοὺς στὶς ἀρετές, τέλειοι ὅμως σ’ αὐτὲς γινόμαστε μὲ τὴ διαδικασία τοῦ ἔθους.

Ἐπίσης: Γιὰ καθετὶ ποὺ τὸ ἔχουμε ἀπὸ τὴ φύση, πρῶτα ἔχουμε τὴ δυνατότητά του νὰ ἐνεργήσει• στὴν ἐνέργεια τὴν ἴδια φτάνουμε ὕστερα (τὸ πράγμα γίνεται φανερὸ στὶς αἰσθήσεις μας• πραγματικά, τὶς αἰσθήσεις τῆς ὅρασης ἤ τῆς ἀκοῆς δὲν τὶς ἀποκτήσαμε ἔχοντας δεῖ ἤ ἔχοντας ἀκούσει πολλὲς φορές, ἀλλὰ ἀντίθετα: ἔχοντάς τες τὶς χρησιμοποιήσαμε• δὲν τὶς ἀποκτήσαμε μὲ τὴ χρήση)• τὶς ἀρετὲς ὅμως τὶς ἀποκτοῦμε ἀφοῦ πρῶτα τὶς ἐφαρμόσουμε στὴν πράξη ― ὅπως ἀκριβῶς γίνεται καὶ στὶς ἄλλες τέχνες• τὰ πράγματα δηλαδὴ ποὺ πρέπει πρῶτα νὰ τὰ μάθουμε προτοῦ ἀρχίσουμε νὰ τὰ κάνουμε, τὰ μαθαίνουμε κάνοντάς τα• π.χ. οἰκοδόμοι γίνονται χτίζοντας σπίτια, κιθαριστὲς παίζοντας κιθάρα• μὲ τὸν ἴδιο τρόπο γινόμαστε: δίκαιοι κάνοντας δίκαιες πράξεις, σώφρονες κάνοντας σώφρονες πράξεις, ἀνδρεῖοι κάνοντας ἀνδρεῖες πράξεις.

Τὴν ἐπιβεβαίωση μᾶς τὴν προσφέρει καὶ αὐτὸ ποὺ γίνεται στὶς πολιτεῖες• πραγματικά, οἱ νομοθέτες κάνουν καλούς τοὺς πολίτες τους ἀσκώντας τους νὰ ἀποκτοῦν τὶς συγκεκριμένες συνήθειες ― αὐτὴ εἶναι ἡ θέληση τοῦ κάθε νομοθέτη, καὶ ὅσοι δὲν τὰ καταφέρνουν σ’ αὐτό, δὲν πετυχαίνουν στὸ ἔργο τους• σ’ αὐτό, ἄλλωστε, καὶ διαφέρει τελικὰ τὸ ἕνα πολίτευμα ἀπὸ τὸ ἄλλο, τὸ καλὸ ἀπὸ τὸ λιγότερο καλό.

Ἐπίσης: Ἡ γένεση κάθε ἀρετῆς καὶ ἡ φθορὰ της ἔχουν τὴν ἴδια ἀρχὴ καὶ γίνονται μὲ τὰ ἴδια μέσα ― ἔτσι ἀκριβῶς γίνεται καὶ στὶς τέχνες: παίζοντας κιθάρα γίνονται καὶ οἱ καλοὶ καὶ οἱ κακοὶ κιθαριστές• τὸ ἴδιο καὶ οἱ οἰκοδόμοι καὶ ὅλοι οἱ ἄλλοι: χτίζοντας μὲ καλὸ τρόπο σπίτια θὰ γίνουν καλοὶ οἰκοδόμοι, χτίζοντάς τα ὅμως μὲ κακὸ τρόπο θὰ γίνουν κακοί• ἂν δὲν ἦταν ἔτσι, δὲν θὰ ὑπῆρχε ἀνάγκη δασκάλου, καὶ ὅλοι θὰ ἦταν καλοὶ ἤ κακοὶ ἐκ γενετῆς. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τὶς ἀρετές: κάνοντας αὐτὰ ποὺ κάνουμε στὴν καθημερινή μας συνάφεια μὲ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους ἄλλοι γινόμαστε δίκαιοι καὶ ἄλλοι ἄδικοι• ἐπίσης: κάνοντας αὐτὰ ποὺ κάνουμε στὶς ἐπικίνδυνες καὶ φοβερὲς περιστάσεις τῆς ζωῆς καὶ ἀποκτώντας σιγὰ σιγὰ τὴ συνήθεια νὰ αἰσθανόμαστε φόβο ἤ θάρρος, ἄλλοι γινόμαστε ἀνδρεῖοι καὶ ἄλλοι δειλοί. Τὸ ἴδιο ἀκριβῶς συμβαίνει καὶ σὲ σχέση μὲ τὶς ἐπιθυμίες καὶ τὴν ὀργή: ἄλλοι γίνονται σώφρονες καὶ πρᾶοι καὶ ἄλλοι ἀκόλαστοι καὶ ὀργίλοι, οἱ πρῶτοι μὲ τὸ νὰ συμπεριφέρονται ἔτσι στὶς περιστάσεις αὐτὲς καὶ οἱ ἄλλοι μὲ τὸν ἀντίθετο τρόπο. Μὲ δυὸ λόγια: οἱ ἕξεις γεννιοῦνται ἀπὸ τὴν ἐπανάληψη ὅμοιων ἐνεργειῶν. Γι’ αὐτὸ καὶ πρέπει νὰ φροντίζουμε οἱ ἐνέργειές μας νὰ ἔχουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, ἀφοῦ οἱ ἕξεις εἶναι τελικὰ ἀντίστοιχες πρὸς τὶς διαφορὲς ποὺ οἱ ἐνέργειες αὐτὲς παρουσιάζουν μεταξύ τους. Δὲν ἔχει λοιπὸν μικρὴ σημασία νὰ ἀποκτᾶ κανεὶς ὅσο γίνεται πιὸ νέος αὐτὲς ἤ ἐκεῖνες τὶς συνήθειες· ἴσα ἴσα ἔχει πολὺ μεγάλη σημασία, ἤ μᾶλλον σημαίνει τὸ πᾶν.
Πρωτότυπο κείμενο

Διττῆς δὴ τῆς ἀρετῆς οὔσης, τῆς μὲν διανοητικῆς τῆς δὲ ἠθικῆς, ἡ μὲν διανοητικὴ τὸ πλεῖον ἐκ διδασκαλίας ἔχει καὶ τὴν γένεσιν καὶ τὴν αὔξησιν, διόπερ ἐμπειρίας δεῖται καὶ χρόνου, ἡ δ’ ἠθικὴ ἐξ ἔθους περιγίνεται, ὅθεν καὶ τοὔνομα ἔσχηκε μικρὸν παρεκκλῖνον ἀπὸ τοῦ ἔθους. ἐξ οὗ καὶ δῆλον ὅτι οὐδεμία τῶν ἠθικῶν ἀρετῶν φύσει ἡμῖν ἐγγίνεται• οὐθὲν γὰρ τῶν φύσει ὄντων ἄλλως ἐθίζεται, οἷον ὁ λίθος φύσει κάτω φερόμενος οὐκ ἂν ἐθισθείη ἄνω φέρεσθαι, οὐδ’ ἂν μυριάκις αὐτὸν ἐθίζῃ τις ἄνω ῥιπτῶν, οὐδὲ τὸ πῦρ κάτω, οὐδ’ ἄλλο οὐδὲν τῶν ἄλλως πεφυκότων ἄλλως ἂν ἐθισθείη. οὔτ’ ἄρα φύσει οὔτε παρὰ φύσιν ἐγγίνονται αἱ ἀρεταί, ἀλλὰ πεφυκόσι μὲν ἡμῖν δέξασθαι αὐτάς, τελειουμένοις δὲ διὰ τοῦ ἔθους. ἔτι ὅσα μὲν φύσει ἡμῖν παραγίνεται, τὰς δυνάμεις τούτων πρότερον κομιζόμεθα, ὕστερον δὲ τὰς ἐνεργείας ἀποδίδομεν (ὅπερ ἐπὶ τῶν αἰσθήσεων δῆλον• οὐ γὰρ ἐκ τοῦ πολλάκις ἰδεῖν ἢ πολλάκις ἀκοῦσαι τὰς αἰσθήσεις ἐλάβομεν, ἀλλ’ ἀνάπαλιν ἔχοντες ἐχρησάμεθα, οὐ χρησάμενοι ἔσχομεν)• τὰς δ’ ἀρετὰς λαμβάνομεν ἐνεργήσαντες πρότερον, ὥσπερ καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων τεχνῶν• ἃ γὰρ δεῖ μαθόντας ποιεῖν, ταῦτα ποιοῦντες μανθάνομεν, oἷον οἰκοδομοῦντες οἰκοδόμοι γίνονται καὶ κιθαρίζοντες κιθαρισταί• οὕτω δὲ καὶ τὰ μὲν δίκαια πράττοντες δίκαιοι γινόμεθα, τὰ δὲ σώφρονα σώφρονες, τὰ δ’ ἀνδρεῖα ἀνδρεῖοι. μαρτυρεῖ δὲ καὶ τὸ γινόμενον ἐν ταῖς πόλεσιν• οἱ γὰρ νομοθέται τοὺς πολίτας ἐθίζοντες ποιοῦσιν ἀγαθούς, καὶ τὸ μὲν βούλημα παντὸς νομοθέτου τοῦτ’ ἐστίν, ὅσοι δὲ μὴ εὖ αὐτὸ ποιοῦσιν ἁμαρτάνουσιν, καὶ διαφέρει τούτῳ πολιτεία πολιτείας ἀγαθὴ φαύλης. ἔτι ἐκ τῶν αὐτῶν καὶ διὰ τῶν αὐτῶν καὶ γίνεται πᾶσα ἀρετὴ καὶ φθείρεται, ὁμοίως δὲ καὶ τέχνη• ἐκ γὰρ τοῦ κιθαρίζειν καὶ οἱ ἀγαθοὶ καὶ κακοὶ γίνονται κιθαρισταί. ἀνάλογον δὲ καὶ οἰκοδόμοι καὶ οἱ λοιποὶ πάντες• ἐκ μὲν γὰρ τοῦ εὖ οἰκοδομεῖν ἀγαθοὶ οἰκοδόμοι ἔσονται, ἐκ δὲ τοῦ κακῶς κακοί. εἰ γὰρ μὴ οὕτως εἶχεν, οὐδὲν ἂν ἔδει τοῦ διδάξοντος, ἀλλὰ πάντες ἂν ἐγίνοντο ἀγαθοὶ ἢ κακοί. οὕτω δὴ καὶ ἐπὶ τῶν ἀρετῶν ἔχει• πράττοντες γὰρ τὰ ἐν τοῖς συναλλάγμασι τοῖς πρὸς τοὺς ἀνθρώπους γινόμεθα οἳ μὲν δίκαιοι οἳ δὲ ἄδικοι, πράττοντες δὲ τὰ ἐν τοῖς δεινοῖς καὶ ἐθιζόμενοι φοβεῖσθαι ἢ θαρρεῖν οἳ μὲν ἀνδρεῖοι οἳ δὲ δειλοί. ὁμοίως δὲ καὶ τὰ περὶ τὰς ἐπιθυμίας ἔχει καὶ τὰ περὶ τὰς ὀργάς• οἳ μὲν γὰρ σώφρονες καὶ πρᾶοι γίνονται, οἳ δ’ ἀκόλαστοι καὶ ὀργίλοι, οἳ μὲν ἐκ τοῦ οὑτωσὶ ἐν αὐτοῖς ἀναστρέφεσθαι, οἳ δὲ ἐκ τοῦ οὑτωσί. καὶ ἑνὶ δὴ λόγῳ ἐκ τῶν ὁμοίων ἐνεργειῶν αἱ ἕξεις γίνονται. διὸ δεῖ τὰς ἐνεργείας ποιὰς ἀποδιδόναι•κατὰ γὰρ τὰς τούτων διαφορὰς ἀκολουθοῦσιν αἱ ἕξεις. οὐ μικρὸν οὖν διαφέρει τὸ οὕτως ἢ οὕτως εὐθὺς ἐκ νέων ἐθίζεσθαι, ἀλλὰ πάμπολυ, μᾶλλον δὲ τὸ πᾶν.