τοῦ Πρωτοπρεσβύτερου Θωμᾶ Βαμβίνη
Τό ἑλληνικό σχολεῖο στίς μέρες μας «πειράζεται», δοκιμάζεται. Μπορεῖ, βέβαια, νά πῆ κανείς ὅτι αὐτό δέν εἶναι κάτι τό καινούργιο, δέν εἶναι πρόβλημα σημερινό, ἀφοῦ τό ἑλληνικό σχολεῖο πάντα πειραζόταν, ὅπως δείχνει ἡ ἱστορία του μέσα στό πλαίσιο τοῦ νέου ἑλληνικοῦ Κράτους.
Ὅμως, πρέπει νά ποῦμε, ὅτι τό φαινόμενο τῶν «σχολικῶν πειρασμῶν» δέν εἶναι στενά ἑλληνικό. Ἴσως, μάλιστα, στό τόπο μας δέν ἔχουμε μπεῖ, ὅσο θά ἔπρεπε, σέ ἑκούσιους δημιουργικούς «σχολικούς πειρασμούς», σέ δοκιμασίες δηλαδή πού κάνουν οὐσιαστικότερη καί ἀποτελεσματικότερη τήν ἐκπαιδευτική διαδικασία. Τό σχολεῖο, ὡς μέσο ἀγωγῆς, παροχῆς γνώσεων, ἀλλά καί διαμορφώσεως, ἕως ἕνα βαθμό, τοῦ ἤθους καί τῶν συνειδήσεων τῶν μαθητῶν, ἕλκει ἀπό τήν φύση του «δημιουργικούς», ἀλλά καί «διαλυτικούς» τούς πειρασμούς.
Κάθε κοινωνία πού μεριμνᾶ γιά τό μέλλον της ἐνδιαφέρεται πρωτίστως γιά τά σχολεῖα της. Ὁ Γκυστάβ Λέ Μπόν, πού ἐκφράζει τήν εὐρωπαϊκή ἐμπειρία τῆς παιδείας τοῦ 19ου αἰώνα, γράφει: «Ἡ παιδεία, πού παρέχεται στή νεολαία μιᾶς χώρας, ἐπιτρέπει νά προεικάσουμε λίγο τό πεπρωμένο αὐτῆς τῆς χώρας» (Ψυχολογία τῶν μαζῶν). Πιό μπροστά, στό ἴδιο βιβλίο του, κάνει κάποιες πολύ σημαντικές παρατηρήσεις στηριγμένος σέ ἔξοχους, ὅπως λέει, φιλοσόφους, ὅπως ὁ Ἄγγλος Χέρμπερτ Σπένσερ. Αὐτοί (οἱ φιλόσοφοι), ὅπως σημειώνει, «δέν δυσκολεύτηκαν πολύ νά δείξουν ὅτι ἡ παιδεία δέν κάνει τόν ἄνθρωπο οὔτε πιό ἠθικό οὔτε πιό εὐτυχισμένο, ὅτι δέν ἀλλάζει τά ἔνστικτά του καί τά κληρονομικά του πάθη καί ὅτι μπορεῖ, ἄν κατευθυνθῆ ἄσχημα, νά γίνη πολύ περισσότερο ὀλέθρια παρά ὠφέλιμη». Ἀναφέρονται μέ εἰλικρίνεια, καί μέ θεμελίωση τῶν ἀπόψεών τους σέ στατιστικές μελέτες, στήν εὐρωπαϊκή παιδεία τοῦ διαφωτισμοῦ, τήν ἀπελευθερωμένη ἀπό τά μεταφυσικά δεσμά τῆς θρησκείας.
Στόν τόπο μας, ἄν καί διαρκῶς προσπαθοῦμε νά γίνουμε σέ ὅλα εὐρωπαῖοι, (εὐτυχῶς γιά κάποιες περιπτώσεις, δυστυχῶς γιά ἄλλες) συνήθως δέν τά καταφέρνουμε. Ὅμως, οἱ ἱστορικές συγκυρίες, μαζί μέ τήν διαρκῆ προσπάθεια συμπόρευσής μας μέ τούς βόρειους καί δυτικούς Εὐρωπαίους, εἶναι αἰτίες πειρασμικῶν προσβολῶν, πού προσβάλλουν ὅλα τά «συστατικά» τῆς ἐθνικῆς μας ζωῆς.
Στήν συνέχεια θά ἐπικεντρωθοῦμε σέ τρεῖς χαρακτηριστικούς «σχολικούς πειρασμούς»: (α) Στήν ἀποβολή τοῦ φόβου τῶν ἐξετάσεων, χωρίς τήν ἔμπνευση τῆς ἀγάπης γιά τά μαθήματα, (β) στήν πολιτιστική καί θρησκευτική οὐδετερότητα τοῦ σχολείου καί (γ) στήν παρουσία τῶν προσφύγων στίς τάξεις τῶν ἑλληνικῶν σχολείων.
Στίς Παροιμίες του ὁ Σολομών λέει: «Ἀρχὴ σοφίας φόβος Κυρίου». Ὁ φόβος αὐτός δέν εἶναι διαλυτικός, εἶναι δημιουργικός. Ὁδηγεῖ στήν σοφία, τήν ἔμπρακτη γνώση, ἀλλά καί στήν ἐνυπόστατη Σοφία, τόν Χριστό, τόν Μεγάλης Βουλῆς Ἄγγελο. Σέ μᾶς τούς Χριστιανούς ὁ φόβος ἔχει δύο ἀφετηρίες, τήν Κολάση καί τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Τόν πρῶτο φόβο, τόν φόβο «τῶν ἐξετάσεών» μας κατά τήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ ἀποβάλλει «ἡ τελεία ἀγάπη» (Α’ Ἰω, 4, 18). Ἡ τέλεια ἀγάπη εἶναι ὁ ὥριμος καρπός αὐτοῦ τοῦ φόβου. Ὑπάρχει ὅμως καί ὁ ἄλλος φόβος, ὁ ὁποῖος εἶναι «ἀεί συνεζευγμένο[ς]» μέ τήν ψυχή, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ ὁμολογητής. Ὁ φόβος αὐτός δέν «ἔχει κόλαση». Εἶναι εὐφρόσυνος καί καθαρός. Εἶναι ὁ φόβος μή χάσουμε τήν ἀγάπη.
Αὐτά τά σημειώσαμε ὡς ἁγιογραφικό καί πατερικό ὑπόβαθρο τῆς ἀκόλουθης ἐκπαιδευτικῆς παρατήρησης.
Τό σύγχρονο ἑλληνικό σχολεῖο προσπαθεῖ μέ κάθε τρόπο νά διώξη ἔξω ἀπό τήν ἐκπαιδευτική διαδικασία τόν φόβο τῶν ἐξετάσεων, προτοῦ μεριμνήση νά ἐμπνεύση στούς μαθητές του τήν ἀγάπη γιά τό περιεχόμενο τῶν μαθημάτων. Ὅμως, χωρίς φόβο καί χωρίς ἀγάπη τόν σχολεῖο ἐκφυλίζεται σέ μιά βαρετή, χωρίς κίνητρο διαδικασία, χωρίς δίψα, χωρίς ἔρωτα γιά μάθηση καί γνώση.
Θυμίζουμε τά ἑξῆς: Μετά τό 2004 χτυπήθηκε καίρια στό Λύκειο τό μάθημα τῆς Γεωμετρίας, τό μόνο ἴσως μάθημα πού μαθαίνει στούς μαθητές τήν ἀποδεικτική διαδικασία, τόν τρόπο νά σκέφτονται, νά ὀργανώνουν τόν λόγο τους μέ λογικές προτάσεις καί ἀληθεῖς συνεπαγωγές. Χτυπήθηκε μέ τό νά μήν συγκαταλέγεται πλέον στά μαθήματα πού ἐξετάζονται πανελλαδικά. Ἔτσι ἔπεσε σέ πλήρη ἀνυποληψία ἀπό μαθητές, γονεῖς καί κατόπιν ἀπό φροντιστές καί καθηγητές.
Τώρα ἀνακοινώθηκε ἡ κατάργηση τῶν ἐξετάσεων στό Γυμνάσιο γιά σημαντικά μαθήματα, μεταξύ τῶν ὁποίων εἶναι τά Ἀρχαῖα Ἑλληνικά καί τά Θρησκευτικά. Οἱ νομοθετοῦντες, ἄν γνωρίζουν τήν πραγματικότητα τοῦ ἑλληνικοῦ σχολείου, σημαίνει ὅτι ἔχουν κάνει τίς ἐπιλογές τους γιά τό μέλλον τῆς ἑλληνικῆς νεολαίας. Τήν θέλουν ἀποκομμένη ἀπό τήν διαχρονική ἐξέλιξη τῆς γλώσσας τους, δηλαδή ἀπό τά κείμενα τῆς πολιτισμικῆς μας κληρονομιᾶς, τήν θέλουν ἀποκομμένη ἀπό τήν στοιχειώδη γνώση τῆς θεολογίας τῶν Ἀποστόλων καί τῶν ἁγίων Πατέρων μας.
Δυστυχῶς στό ἑλληνικό σχολεῖο ὅποιο μάθημα δέν ἐξετάζεται διαγράφεται ἀπό τό ἐνδιαφέρον τῶν μαθητῶν. Μοιάζει νά ὑπάρχη ἐθισμός στόν καταναγκασμό. Μόνο πιεζόμενοι κάνουμε αὐτά πού μᾶς συμφέρουν. Εἴθε ἡ κατάργηση τῶν ἐξετάσεων νά συνοδεύεται ἀπό τήν ἐφαρμογή μεθόδων διδασκαλίας, πού θά προκαλοῦν τό ἐνδιαφέρον τῶν μαθητῶν καί θά γεννοῦν μέσα τους ἀγάπη γιά τά μαθήματα, δίψα γιά μάθηση.
Ἕνας ἄλλος σχολικός πειρασμός πού προσβάλλει τήν καρδιά τῆς κρατικῆς ἐκπαίδευσης εἶναι ἡ ἄποψη, ὅτι τό σχολεῖο πρέπει νά εἶναι πολιτιστικά καί θρησκευτικά οὐδέτερο, ὅτι πρέπει νά βρίσκεται ἔξω ἀπό ὅλες τίς παραδόσεις καί μάλιστα νά στέκεται κριτικά ἀπέναντί τους.
Ἡ ἀμερόληπτη κριτική βέβαια δέν μπορεῖ νά βλάψη τίποτε τό ἀληθινό, ὅπως εἶναι ὁ λόγος καί ἡ ζωή τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Ἡ ἀπόρριψη, ὅμως, χωρίς κριτική (μόνο ἀπό ἰδεοληψίες) τῆς πείρας τοῦ παρελθόντος, τήν ὁποία μᾶς μεταγγίζουν ἡ ἱστορία καί ἡ πνευματική παράδοση τῶν Πατέρων μας, μᾶς βλάπτει θανάσιμα ὡς ἀνθρώπους, ὡς κοινωνία καί ὡς ἔθνος.
Ἡ ἄποψη τῆς θρησκευτικῆς κάι πολιτιστικῆς οὐδετερότητας τοῦ σχολείου ἀκούγεται, γράφεται καί προβάλλεται ὡς νομική ὑποχρέωση συμμόρφωσής μας πρός τό πνεῦμα καί τό γράμμα τῶν εὐρωπαϊκῶν κανόνων γιά τήν ἐκπαίδευση, δέν χαρακτηρίζει ὅμως (πρός τό παρόν) τήν πραγματικότητα τῶν ἑλληνικῶν σχολείων, στά ὁποῖα ἀκόμη τελεῖται ὁ Ἁγιασμός στήν ἔναρξη τῶν μαθημάτων, γιορτάζονται ἐθνικές ἐπέτειοι, πραγματοποιοῦνται ἐξωδιδακτικές δραστηριότητες γιά τήν μελέτη καί γνώση τοῦ αὐτόχθονος λαϊκοῦ πολιτισμοῦ, τῶν θρησκευτικῶν μνημείων καί τῆς Ὀρθόδοξης πνευματικότητας σέ ἐπιμέρους θέματα. Ὅμως, ὁ ἰός τῆς οὐδετερότητας πολλαπλασιάζεται διαρκῶς μέσα στό σῶμα τῆς ἐθνικῆς μας παιδείας, παρουσιάζοντας ὅλο καί ἐνοχλητικότερα συμπτώματα, μέ ἐντονότερο τελευταῖο σύμπτωμα τήν ριζική ἀλλαγή τοῦ περιεχομένου τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν.
Ἡ ἄποψη τῆς θρησκευτικῆς καί πολιτιστικῆς οὐδετερότητας τοῦ σχολείου εἶναι ἐξωπραγματική. Ἐνῶ συνεχῶς μέχρι τώρα τονιζόταν τό ἄνοιγμα τοῦ σχολείου στήν κοινωνία, ἡ συμμετοχή του σέ πολιτιστικές καί ἄλλες δράσεις, ἡ μελέτη τοῦ λαϊκοῦ πολιτισμοῦ καί τῆς τοπικῆς ἱστορίας, τώρα προβάλλεται ὡς προοδευτική ἄποψη ἡ οὐδετερότητά του, ἡ ἀποκοπή του ἀπό τόν αὐτόχθονα πολιτισμό. Οὐσιαστικά προωθεῖται ἡ ἀποξένωση τοῦ σχολείου ἀπό τόν φυσικό πνευματικό του χῶρο, ἀπό ὅ,τι τό τρέφει καί μπορεῖ νά τοῦ δίνη νόημα, πέρα ἀπό τήν μετάδωση ξηρῶν γνώσεων.
Ἡ οὐδετερότητα τοῦ σχολείου συνδέεται ἀπό τούς θιασῶτες της μέ τήν σταδιακή μετατροπή τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας σέ πολυπολιτισμική. Σέ αὐτήν τήν μετατροπή συντελεῖ ἀποφασιστικά ἡ παρουσία τῶν προσφύγων· τῶν ταλαιπωρημένων ἀνθρώπων, πού ἄφησαν τίς πατρογονικές ἑστίες τους, ἐξωθούμενοι ἀπό τίς γεωπολιτικές ἐπιλογές τῶν Εὐρωπαίων καί τῶν Ἀμερικανῶν.
Οἱ πρόσφυγες, ὅμως, πέρα ἀπό τό ὅτι χρησιμοποιοῦνται γιά τήν ἐνίσχυση τοῦ πειρασμοῦ τῆς θρησκευτικῆς καί πολιτιστικῆς οὐδετερότητας τοῦ σχολείου, ἀποτελοῦν οἱ ἴδιοι τους, ὡς ἄνθρωποι πού νιώθουν τήν ἀνάγκη τῆς ἐκπαίδευσης τῶν παιδιῶν τους, ἕνα πρόσθετο πειρασμό τῶν σχολείων μας. Αὐτό ἔδειξαν κάποια τελευταῖα γεγονότα, μέ ἀντιδράσεις συλλόγων γονέων, μέ ἀφορμή τήν ἔνταξη στίς τάξεις τῶν παιδιῶν τους καί παιδιῶν προσφύγων.
Τό θέμα δέν εἶναι ἁπλό. Ἀπό τούς γονεῖς προβάλλονται ἰατρικοί καί ἐκπαιδευτικοί λόγοι. Οἱ φόβοι τους δέν εἶναι ἀδικαιολόγητοι. Ὅμως, γιατί νά ἀποβληθοῦν τά προσφυγόπουλα ἀπό τό σχολεῖο καί νά μήν γίνη προληπτικός ἰατρικός ἔλεγχος τῆς ὑγείας τους; Ἐπίσης, γιατί νά μήν τούς δοθῆ ἡ δυνατότητα ὑποστηρικτικῆς διδασκαλίας, ἐκτός μαθημάτων, ὥστε νά προσεγγίσουν (τουλάχιστον γλωσσικά) τό ἐπίπεδο τῶν ἄλλων παιδιῶν; Δέν εἶναι συμφέρον μας νά λάβουν τήν παιδεία τοῦ ἑλληνικοῦ σχολείου;
Ἴσως αὐτά πού λέμε νά εἶναι ἰδανικά. Εἶναι γεγονός πάντως ὅτι οἱ πρόσφυγες εἶναι μιά πρόσθετη δοκιμασία, ἕνας «τρίτος» πειρασμός τῶν σχολείων μας, ἀλλά καί τῆς ποιότητας τοῦ πολιτισμοῦ μας, ὅπως καί τῆς ἀποτελεσματικότητας τῶν λειτουργιῶν τοῦ Κράτους.
“Εκκλησιαστική Παρέμβαση’Τεῦχος 242 – Σεπτέμβριος 2016
© 2015 Ἱερὰ Μητρόπολις Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου.