ethnikh krish 03

Είναι αργά. Πολύ αργά τη νύχτα. Ακόμη ένα βράδι που δεν με πιάνει ο ύπνος. Σκέψεις. Πολλές σκέψεις για όσα έγιναν, για όσα γίνονται. Δεν υπάρχει χώρος στο μυαλό μου για να μπορέσω να δω αυτά που έρχονται. Κάποιες φορές ρίχνω φευγαλέες ματιές στο αύριο και φοβάμαι. Όχι. Δεν φοβάμαι για εμένα. Φοβάμαι εμένα.

Στη ζωή μου έκανα πολλά άσχημα και λίγα καλά. Πιό πολλά όμως είναι εκείνα που δεν έκανα. Φοβάμαι όλα αυτά που δεν θα κάνω και που θα μου καταστρέψουν το τελευταίο μου καταφύγιο, την ελπίδα.

Χρόνια τώρα είμαι χωρίς δουλειά. Είμαι ένας από αυτούς που καταστράφηκαν από τους «σωτήρες» αυτού του τόπου. Δεν έχω να προσφέρω στην οικογένειά μου. Στα 52 μου χρόνια ζω με τα 100 ευρώ που μου δίνει η μάνα μου και τα 70 ευρώ της κάρτας αλληλεγγύης. Ντράπηκα πολύ όταν πήγα τα χαρτιά μου για να την αποκτήσω. Ντρέπομαι περισσότερο κάθε φορά που στέκομαι μπροστά στην χαμογελαστή ταμία του σούπερ-μάρκετ και την δίνω για να πληρώσω. Ντρέπομαι περισσότερο που δεν κάνω τίποτε για να αλλάξω κάτι, για να γίνει καλύτερη η ζωή μου, όπως κάποτε, τότε που δούλευα και που χωρίς σπατάλες ζούσα με αξιοπρέπεια… Όμως κρύβομαι από τον ίδιο μου τον εαυτό κάθε φορά που σκέφτομαι ότι τα νέα παιδιά δεν θα έχουν μνήμες από μια καλή ζωή, δεν θα έχουν μνήμες από μια αξιοπρεπή ζωή…

Είναι πολύ δύσκολη η νύχτα. Κάθε νύχτα είναι δύσκολη. Μα, πιο δύσκολη είναι η σιωπή που με περιτριγυρίζει και που στο τέλος μπαίνει μέσα στα σωθικά μου και με γεμίζει με ένα απίστευτο πηχτό κενό. Δεν έχω πια όνειρα. Εφιάλτες έχω. Και οι εφιάλτες αυτοί ζωντανεύουν κάθε φορά που κοιτάζω έναν νέο άνθρωπο στα μάτια. Γιατί ξέρω πως εγώ είμαι ένας από αυτούς που σώπασαν, ένας από αυτούς που έτρεξαν να κρυφτούν στον μικρόκοσμό τους, όταν ένιωσαν την απειλή. Ένας από αυτούς που έκλεισαν τα μάτια, τα αφτιά, το στόμα τους, γνωρίζοντας πως αυτό που συμβαίνει είναι ανθρωποσφαγή. Χωρίς αίμα, τόσοι πολλοί νεκροί και είναι όλοι σχεδόν νέοι.

Βγήκα έξω να περπατήσω. Γύρισα πίσω μου να δω και στο πέρασμά μου υπήρχε μια σκιά. Αυτό είμαι τώρα. Μια σκιά που τρέχει να κρυφτεί στο σκοτάδι που κατακτά τον χώρο παντού ολόγυρά μου. Περπατώντας σκέφτηκα τους νεκρούς και αναρωτήθηκα σε τι διαφέρω. Είναι βαθιά η νύχτα. Περιμένω να ξημερώσει για να ξαναζήσω μια ακόμη άδεια ημέρα. Με σκυμμένο το κεφάλι και με τα μάτια μου να κοιτάζουν στο πουθενά. Αποφεύγοντας τους φίλους που ντρέπομαι να με κερνάνε έναν καφέ και που τους κρύβω όλα όσα περνάω. Και τα περνάω επειδή σώπασα όταν έπρεπε να μιλήσω. Επειδή κρύφτηκα όταν έπρεπε να δηλώσω παρών. Επειδή φοβήθηκα και διάλεξα να προσπαθήσω να κρατήσω κάτι μικρό, που θα είναι δικό μου. Δεν ήξερα, δεν πίστευα πως θα μου τα πάρουν όλα. Δεν ήξερα πως είχα γίνει απόβλητος εκείνων που ποτέ δεν ανησύχησαν για να γεμίσουν το πιάτο του φαγητού, που ποτέ δεν ένιωσαν την αγωνία της επόμενης ημέρας, που ποτέ δεν αντίκρυσαν τα μάτια τους παιδιού τους να τους κοιτάζουν με απορία και ένα μεγάλο γιατί…

Κάθομαι σιωπηλός στο σκοτεινό δωμάτιο και περιμένω ξέροντας πως αυτή η σιωπή είναι και η οριστική μου καταδίκη. Κάνω τον σταυρό μου, ζητάω έλεος για όσα έχω κάνει και όσα δεν έχω κάνει. Δεν ζητάω έλεος για εμένα. Αλλά για τα παιδιά. Για τους νέους. Για να μπορέσουν να καταλάβουν πως έγιναν φτηνά εμπορεύματα στους πάγκους των διεθνών αγορών και των ντόπιων υπηρετών τους. Για να μπορέσουν γρήγορα να σηκωθούν όρθια και να πάρουν τις ζωές τους πίσω. Γιατί αν αργήσουν, τότε θα μάθουν να ζουν σαν δούλοι. Και γι αυτό θα φταίω εγώ. Δώσε μου δύναμη Θεέ μου, να σηκωθώ όρθιος για να αντιμετωπίσω τους φόβους και τους δαίμονές μου σε μια μάχη που το έπαθλό της θα είναι η αξιοπρέπεια και η ίδια η ψυχή μου.
Άραγε, αργεί πολύ να ξημερώσει;

Από: Ας Μιλήσουμε Επιτέλους