Ὅταν ὁ «ἄρχων τῶν Ἰουδαίων» Νικόδημος ἐπισκέφθηκε νύκτα τὸν Χριστό, Ἐκεῖνος τοῦ μίλησε γιὰ μία γέννηση πέρα ἀπὸ τὴν σωματικὴ – βιολογική. Τοῦ ἀπεκάλυψε τὴν πνευματικὴ ἀναγέννηση τοῦ πιστοῦ «ἐξ ὕδατος καὶ Πνεύματος», μὲ τὴν ὁποία εἰσέρχεται κανεὶς στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὴν τὴν γέννηση μιλεῖ σήμερα καὶ ὁ Ἀπ. Παῦλος, ὑπογραμμίζοντας τὴν παρουσία ὡρισμένων προσώπων στὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ ἀξιώνονται νὰ γίνουν οἱ κατ’ ἄνθρωπον συντελεστές της. Καὶ τὰ πρόσωπα αὐτὰ εἶναι οἱ Πατέρες, ἕνα μέγεθος οὐσιαστικότατο στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας.
Πατέρες – Παιδαγωγοὶ
Ὁ Παῦλος κάνει διάκριση ἀνάμεσα σὲ Πατέρες καὶ Παιδαγωγοὺς – Διδασκάλους τῶν πιστῶν…..
Οἱ πρῶτοι εἶναι λίγοι σὲ σύγκριση μὲ τοὺς δευτέρους. Οἱ Πατέρες εἶναι ἐκεῖνοι, ποὺ γεννοῦν τέκνα πνευματικά. οἱ Παιδαγωγοὶ συντελοῦν στὴν περαιτέρω ἀνάπτυξη καὶ καλλιέργειά τους. Οἱ Πατέρες φέρνουν στὴν πνευματικὴ ὕπαρξη· οἱ Παιδαγωγοὶ συμπληρώνουν τὸ ἔργο ἐκείνων μὲ τὴν «ἐποικοδομὴ» τους. Ὅταν λέγει αὐτὰ ὁ Παῦλος, ἔχει ὑπόψη του τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του. Τὸ λέγει, ἄλλωστε, καθαρὰ στοὺς Κορινθίους, ὅτι εἶναι ὁ πνευματικός τους πατέρας. Γι’ αὐτὸ μπορεῖ ἁπτὰ καὶ συγκεκριμένα νὰ περιγράψει τὸ ἔργο του σ’ αὐτούς, σ’ ἀντιδιαστολὴ μὲ τὸ ἔργο τῶν πολλῶν διδασκάλων ποὺ εἶχαν. Αὐτὸς «ἐφύτευσε», ἐνῶ ὁ Ἀπολλώς -μετὰ ἀπ’ αὐτὸν- μόνο «ἐπότισε». Αὐτὸς «ἔθηκε θεμέλιον»· ὅσοι ἦλθαν μετὰ ἀπ’ αὐτὸν ἁπλῶς «ἐποικοδόμησαν». (Α’ Κόρ. γ’ 6, 10).
Ὑπάρχει μία ἀναλογία ἀνάμεσα στοὺς πνευματικοὺς καὶ τοὺς σαρκικοὺς πατέρες. Εἶναι καὶ οἱ δύο μοναδικοὶ καὶ ἀναντικατάστατοι. Γιατί καὶ οἱ δύο ὁδηγοῦν στὴν ὕπαρξη, βιολογικὴ ἢ πνευματική. Καὶ αὐτὸ γίνεται μία φορὰ στὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου. Ὑπαρξιακὸ καὶ ἀνεπανάληπτο γεγονὸς δὲν εἶναι μόνο ἡ γέννηση, ἀλλὰ καὶ ἡ ἀναγέννηση. Ὑπάρχει βέβαια καὶ μία οὐσιαστικὴ διαφορά: οἱ σαρκικοὶ πατέρες γεννοῦν γιὰ τὸν κόσμο· οἱ πνευματικοὶ πατέρες γεννοῦν γιὰ τὸν Χριστό.
Προσδιορίζοντας τὴν δεύτερη αὐτὴ «γέννηση» ὁ Ἀπόστολος τὴν ὀνομάζει «ἐν Χριστῷ» καὶ «διὰ τοῦ Εὐαγγελίου» χαράζοντας ἔτσι καὶ τὶς συντεταγμένες τῆς πνευματικῆς πατρότητος στὴν Ἐκκλησία. Οἱ Πατέρες τῶν πιστῶν εἶναι «ἐν Χριστῷ» πατέρες καὶ τὰ πνευματικά τους τέκνα γίνονται μέσω αὐτῶν, ὄχι δικά τους, ἀλλὰ -οὐσιαστικὰ καὶ κύρια- «τοῦ Χριστοῦ» τέκνα. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι γιὰ νὰ ἀξιωθεῖ ἀπὸ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ νὰ γίνει κανεὶς στὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ πατέρας, πρέπει νὰ εἶναι ὁ ἴδιος πρῶτα «ἐν Χριστῷ», δηλαδὴ ἀναγεννημένος, ἀληθινὸ τέκνο τοῦ Θεοῦ, τοῦ ΜΟΝΟΥ κατ’ οὐσίαν ΠΑΤΡΟΣ (Ἐφεσ. γ’ 15).
Ἂν δὲν ὑπάρχει αὐτὴ ἡ προϋπόθεση, δὲν μπορεῖ νὰ ὁδηγήσει κανεὶς στὴν ἐν Χριστῷ ἀναγέννηση. Δὲν γεννᾶ πνευματικά. Δὲν ὁδηγεῖ στὴν σωτηρία. Ὅπως ὑπῆρχαν ψευδοπροφῆτες στὴν Π. Διαθήκη, ποὺ σφετερίζονταν τὸ ἔργο τῶν γνησίων προφητῶν, ἔτσι μπορεῖ νὰ ὑπάρξουν καὶ ψευδοπατέρες, ποὺ δὲν μποροῦν νὰ ὁδηγήσουν στὴν ἀναγέννηση τὸν ἄνθρωπο, ἀφοῦ δὲν εἶναι οἱ ἴδιοι ἐν Χριστῷ ἀναγεννημένοι. Ὄχι σπάνια δέ, καταντοῦν «πατρυιοί», γιατί ἀντὶ νὰ ὁδηγοῦν στὴν ἐν Χριστῷ ἐλευθερία, ὑποτάσσουν τὰ «πνευματικά τους τέκνα» στὸν ἑαυτό τους, δημιουργώντας θύματα καὶ ὄργανα ὑπηρετικὰ στοὺς ὁποιουσδήποτε σκοπούς τους. Μὴ μπορώντας νὰ ἀναγεννήσουν «διὰ τοῦ Εὐαγγελίου», δὲν γεννοῦν «ἐν Χριστῷ», ἀλλὰ «ἐν πλάνῃ καὶ ἁμαρτίᾳ». Προσφέρουν δηλαδὴ μία γέννηση, ποὺ ἰσοδυναμεῖ μὲ θάνατο. Καὶ αὐτὸ συμβαίνει μὲ τοὺς αἱρετικούς, ἀλλὰ καὶ μὲ ὅσους ἀναλαμβάνουν τὸ ἔργο τοῦ «πατρὸς» χωρὶς νὰ εἶναι ἀναγεννημένοι ἐν Χριστῷ οἱ ἴδιοι!
Πατερικὴ ἡ Ὀρθοδοξία
Ἡ Ὀρθοδοξία, ὡς ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἀδιανόητη χωρὶς Παύλους, χωρὶς Πατέρες καὶ Μητέρες ἐν Χριστῷ, ποὺ ὁδηγοῦν στὴν ἐν Χριστῷ ἀναγέννηση τὰ πνευματικά τους τέκνα. Οἱ ἅγιοι Πατέρες καὶ Μητέρες ὅλων τῶν αἰώνων συνιστοῦν τὴν εὐθεία καὶ ἀδιάσπαστη γραμμὴ τῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως. Δηλαδὴ τὴν συνέχεια τῆς εἰσαχθείσης στὸν κόσμο διὰ τῆς σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ – Λόγου νέας ζωῆς, τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς. Οἱ Πατέρες εἶναι οἱ διάδοχοι τοῦ Παύλου καὶ τῶν λοιπῶν Ἀποστόλων, ὄχι ἁπλῶς στὴν ἀνάληψη διοικητικῶν καὶ πρακτικῶν καθηκόντων, ἀλλὰ κυρίως στὴν συνέχιση τῆς «καινῆς κτίσεως», τοῦ ἀπεκεκαλυμένου νέου τρόπου ζωῆς – ὑπάρξεως, ποὺ ἐκφράζεται καὶ πραγματώνεται ὡς ὀρθόδοξη πίστη καὶ φρόνημα, ὡς δοξολογία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ ἐν ἀληθείᾳ καὶ ὡς τριαδοκεντρικὴ ζωὴ καὶ πολιτεία – κοινωνία.
Οἱ Πατέρες ὅλων τῶν αἰώνων, ἐνεργοῦν στὸ ποιμαντικό τους ἔργο ὅπως οἱ γιατροὶ -καθηγηταὶ σὲ μία Ἰατρικὴ Σχολή. Δὲν περιορίζονται στὴν διάγνωση καὶ θεραπεία τῶν ἀσθενῶν, ἀλλὰ δημιουργοῦν καὶ συνεχιστὲς τοῦ ἔργου των. Τὰ πνευματικά τους τέκνα πρῶτα τὰ ὁδηγοῦν στὴν θεραπεία ἀπὸ τὰ πάθη καὶ τὸν φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, γιὰ νὰ γίνουν καὶ ἐκεῖνα μὲ τὴ σειρὰ τους πατέρες ἄλλων τέκνων, συνεχίζοντας τὴν ἐν Χριστῷ ἀναγέννηση. Στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας αὐτὴ ἡ σχέση Πνευματικοῦ Πατρὸς – Πνευματικοῦ Τέκνου μένει ἀκατάλυτη. Κοντὰ στοὺς ἁγίους Πατέρες γεννῶνται οἱ ἅγιοι Πατέρες! Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος κοντὰ στὸν μέγα Ἀντώνιο, ὁ μέγας Βασίλειος κοντὰ στοὺς Γέροντες τῆς ἐρήμου κ.ο.κ.
Ἔτσι κατανοοῦμε τὴν φαινομενικὴ ἀπολυτότητα, ἀλλὰ καὶ τὶς ἀληθινὲς διαστάσεις, τῆς ἀκόλουθης φράσεως τῶν Ἀποστολικῶν Διαταγῶν, βιβλίου τοῦ δ’ αἰώνα: «Οὗτος διδάσκαλος εὐσεβείας, οὗτος μετὰ Θεὸν πατὴρ ἡμῶν, δι’ ὕδατος καὶ Πνεύματος ἀναγεννήσας ἡμᾶς» (Η’ 26). Τὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας στὸν κόσμο εἶναι μία συνεχὴς (ἀνα)γέννηση, ἡ ὁποία εἶναι ἀδύνατη, ἂν δὲν ὑπάρχουν πραγματικοὶ Πατέρες.
Μέσα ἀπὸ τὸ πρίσμα αὐτὸ θὰ πρέπει νὰ δοῦμε, πιστεύω, καὶ τὴν σημερινὴ -συνεχῶς αὐξανομένη- καταφυγὴ τόσων ἀνθρώπων, καὶ μάλιστα νέων, στοὺς χώρους τῆς πνευματικῆς ἀναγεννήσεως, τὰ μοναστήρια μας, καὶ μάλιστα τὰ ἀθωνικά, γιὰ ἀναζήτηση Πατέρων. Τότε μόνο θὰ καταλάβουμε, πὼς καὶ στοὺς κρίσιμους καιρούς μας τὸ Πατρικὸ Χέρι τοῦ Θεοῦ δὲν ἔπαυσε νὰ βοηθεῖ καὶ νὰ κατευθύνει τὸ Λαό μας!