ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ: Γαλ. β΄ 16-20
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ: Μάρκ. η΄ 34 – θ΄ 1
1.
Ἡ σημερινὴ «Κυριακὴ μετὰ τὴν Ὕψωσιν» τοῦ Τιμίου Σταυροῦ μᾶς ὑπενθυμίζει, μέσα ἀπὸ τοὺς ὕμνους καὶ τὰ ἱερὰ Ἀναγνώσματα, τὴν ἀνεκτίμητη δωρεὰ τῆς ἀφέσεως καὶ τῆς σωτηρίας ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὸ «ζωοπάροχον ξύλον», τὸν Σταυρὸ τοῦ Κυρίου.
Μέσα στὰ πλαίσια αὐτὰ ἀναγινώσκεται ἡ περικοπὴ ἀπὸ τὴν πρὸς Γαλάτας ἐπιστολὴ τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ὅπου ὁ Ἀπόστολος γράφει τὰ ἑξῆς:
Ἀδελφοί μου Χριστιανοί, ὅλοι γνωρίζουμε καλὰ ὅτι κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ βρεθεῖ τελείως ἀνένοχος, ἂν ἐξετασθεῖ μὲ βάση τὶς διατάξεις τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου. Μόνο «διὰ πίστεως Ἰησοῦ Χριστοῦ» ἀθωώνεται καὶ σώζεται ὁ ἄνθρωπος. Γι’ αὐτό, ἀκόμα κι ἐμεῖς ποὺ εἴμαστε Ἰουδαῖοι, πιστεύσαμε στὸ Χριστό, προκειμένου νὰ σωθοῦμε μὲ τὴν πίστη μας σ’ Ἐκεῖνον κι ὄχι χάρη στὴν τήρηση τῶν διατάξεων τοῦ Νόμου, «διότι οὐ δικαιωθήσεται ἐξ ἔργων νόμου πᾶσα σάρξ»· δὲν πρόκειται νὰ δικαιωθεῖ κανεὶς ἄνθρωπος, ἂν στηριχθεῖ στὴν τήρηση τοῦ Νόμου.
Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ἀκολουθήσαμε τὴν ὁδὸ τοῦ Χριστοῦ, ἀφήσαμε πίσω τὸ Νόμο καὶ τὶς ἀτελείωτες διατάξεις του. Ἀλλὰ ἂν αὐτὸς ὁ δρόμος, τῆς πίστεως στὸ Χριστό, θεωρεῖται ἁμαρτωλὸς κι ἐμεῖς ἁμαρτωλοί, τότε λοιπὸν θὰ ποῦμε ὅτι κι ὁ Χριστὸς εἶναι διάκονος τῆς ἁμαρτίας; «μὴ γένοιτο»!
Δυστυχῶς σ᾿ αὐτὴ τὴ βλασφημία φθάνει ὅποιος παραθεωρεῖ τὴν πίστη στὸ Χριστὸ καὶ ἐξαρτᾶ τὴ σωτηρία του ἀπὸ τὸ Νόμο. Ἀλίμονο! Διότι ἂν ἀρχίζω πάλι νὰ ἀκολουθῶ τὶς διατάξεις τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου, σημαίνει ὅτι τὶς θεωρῶ ἔγκυρες κι ὅτι τόσο καιρό, ποὺ εἶχα σταματήσει νὰ τὶς ἐκτελῶ, ἤμουν παραβάτης!
Μὲ τὰ λόγια αὐτὰ ὁ θεόπνευστος Ἀπόστολος θέλει νὰ τονίσει πόσο ἀντιφατικὴ καὶ παράλογη εἶναι ἡ στάση ἐκείνων τῶν Χριστιανῶν τῆς ἐποχῆς του ποὺ ἤθελαν νὰ ἐπιβάλλουν τὴν τήρηση τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου. Γενικὰ στὴν πρὸς Γαλάτας ἐπιστολὴ ὁ ἅγιος Ἀπόστολος στηλιτεύει τὴν πλάνη κάποιων Ἰουδαίων ψευδοδιδασκάλων ποὺ δίδασκαν ὅτι ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιὰ τὴ σωτηρία εἶναι ἡ τήρηση τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου καὶ μάλιστα τῆς περιτομῆς. Γι’ αὐτὸ καὶ συνεχῶς ὑπογραμμίζει ὅτι ἡ πίστη στὸ Σωτήρα Χριστὸ μᾶς σώζει κι ὄχι ἡ ἐκτέλεση κάποιων τυπικῶν διατάξεων.
Ὡστόσο αὐτὴ τὴν ἐπισήμανση ἀξίζει νὰ τὴν προσέξουμε κι ἐμεῖς, οἱ σύγχρονοι Χριστιανοί. Διότι ἴσως κάποτε ξεχνοῦμε τὴ δωρεὰ τῆς Χάριτος ποὺ μᾶς προσφέρει τὸ ἀπολυτρωτικὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ καὶ θεωροῦμε ὅτι αὐτὸ ποὺ θὰ μᾶς σώσει εἶναι ἡ τήρηση κάποιων τύπων ἢ ἡ ἐκτέλεση κάποιων καθηκόντων. Καλὲς εἶναι οἱ νηστεῖες, οἱ προσευχὲς καὶ οἱ μετάνοιες, ἀπαραίτητη εἶναι καὶ ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν, ἀλλὰ δὲν εἶναι σωστὸ νὰ νομίζουμε ὅτι αὐτὰ ἀπὸ μόνα τους μποροῦν νὰ μᾶς δικαιώσουν. Ἐκεῖνο ποὺ μᾶς σώζει εἶναι τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ.
Ἂς μὴν καλλιεργοῦμε λοιπὸν τὴν ἰδέα ὅτι ἀξίζουμε κάτι καὶ δικαιούμαστε νὰ σωθοῦμε, ἐπειδὴ τάχα τηροῦμε μὲ ἀκρίβεια κάποιους ἠθικοὺς κανόνες. Ὅ,τι καὶ νὰ κάνουμε, εἶναι ἐλλιπές. Γι’ αὐτὸ ἂς μὴ στηριζόμαστε στὶς δυνάμεις μας, ἀλλὰ στὴ χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἂς ἀτενίζουμε μὲ πίστη καὶ εὐγνωμοσύνη τὸν Σταυρὸ τοῦ Κυρίου, ὁ ὁποῖος ἔγινε πηγὴ ἀνεξάντλητων δωρεῶν: «Πάντα γὰρ διὰ Σταυροῦ ἐπέλαμψεν ἡμῖν τὰ χαρίσματα» (Δοξαστικὸ Ἑσπερινοῦ 18ης Σεπτεμβρίου).
Μὲ αὐτὸ τὸ φρόνημα ζοῦν οἱ Ἅγιοι. Ἔτσι ἔζησε κι ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὅπως ὁμολογεῖ στὴ συνέχεια τῆς περικοπῆς:
Σύμφωνα μὲ τὸ Νόμο, ἐγὼ ἔπρεπε τώρα νὰ εἶμαι νεκρός. Διότι κάθε παραβάτης τοῦ Νόμου τιμωρεῖται μὲ θάνατο. Ἀλλὰ συνειδητὰ ἔγινα νεκρὸς γιὰ τὸ Νόμο, ὥστε νὰ ζήσω πρὸς δόξαν Θεοῦ. Μὲ τὸ Βάπτισμα στὴν οὐσία ἔχω κι ἐγὼ σταυρωθεῖ μαζὶ μὲ τὸν Χριστὸ καὶ τώρα πλέον δὲν ζῶ ἐγώ, ἀλλὰ ζεῖ μέσα μου ὁ Χριστός: «Χριστῷ συνεσταύρωμαι· ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός».
Ἡ ζωή μου ἐμπνέεται πλέον καὶ κατευθύνεται ἀπὸ τὴν πίστη στὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος μὲ ἀγάπησε προσωπικὰ καὶ παρέδωσε τὸν ἑαυτό Του γιὰ τὴ δική μου σωτηρία.
Αὐτὴ εἶναι ἡ ζωὴ ποὺ μᾶς χαρίζει ὁ Χριστός! Αὐτὴ εἶναι ἡ ζωὴ ποὺ ἀπολαμβάνει ὅποιος πεθάνει ὡς πρὸς τὴν ἁμαρτία. Ὅποιος ἀγωνίζεται νὰ νεκρώσει τὰ ὁρμητικὰ πάθη, τὶς ἁμαρτωλὲς ἐπιθυμίες καὶ τὸ ἐγωιστικό του θέλημα, ζεῖ μιὰ νέα, ἀναγεννημένη ζωή, ὅπου ὁ Χριστὸς γίνεται τὸ κέντρο τῆς ὑπάρξεώς του. Αὐτὸ συμβολίζει τὸ ἅγιο Βάπτισμα, ποὺ δέχεται κάθε νέο μέλος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ: Ἡ κατάδυση σημαίνει τὴ νέκρωση καὶ τὸν ἐνταφιασμὸ τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου, καὶ ἡ ἀνάδυση ἀπὸ τὸ ἁγιασμένο νερὸ τῆς κολυμβήθρας τὴν ἀνάσταση σὲ νέα ζωὴ «ἐν Χριστῷ». Δὲν ἀρκεῖ ὅμως τὸ Βάπτισμα ποὺ δεχθήκαμε. Ὀφείλουμε κάθε στιγμὴ τῆς ζωῆς μας νὰ ζοῦμε μέσα σὲ αὐτὴ τὴν προοπτική. Νὰ νεκρώνουμε τὴν ἁμαρτία μέσα μας καὶ νὰ μετέχουμε στὰ χαριτόβρυτα ἱερὰ Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας, γιὰ νὰ ἔχουμε τὸν Χριστὸ ἔνοικο τῆς ψυχῆς μας καὶ νὰ μποροῦμε κι ἐμεῖς νὰ ὁμολογοῦμε μὲ εὐγνωμοσύνη μαζὶ μὲ τὸν ἀπόστολο Παῦλο: «Χριστῷ συνεσταύρωμαι· ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός».
Ορθόδοξο Περιοδικό “Ο ΣΩΤΗΡ”
2.
(Μάρκ. 8, 34-9, 1)
Ἐκεῖνο ποὺ κυριολεκτικὰ μαστίζει τὸν ἄνθρωπο, ἰδιαίτερα τῆς ἐποχῆς μας, εἶναι τὸ αἴσθημα τῆς ἀνασφάλειας καὶ ἀβεβαιότητας, τὸ ὁποῖο ἀποτελεῖ συνέπεια τῆς ἁμαρτίας, τῆς ἐπαναστατικῆς προσπάθειας δηλ. τοῦ ἀνθρώπου νὰ γίνει αὐτὸς ὁ ἴδιος κυρίαρχος τοῦ ἑαυτοῦ του ξεθρονιάζοντας τὸν Θεὸ ἀπὸ τὴ θέση τοῦ δημιουργοῦ καὶ κυρίου του. Ἔτσι ὅμως δημιουργεῖται μέσα στὸν ἄνθρωπο ἕνα τεράστιο καὶ τρομακτικὸ κενό, τὸ ὁποῖο αἰσθανόμενος ὁ ἄνθρωπος, εἴτε συνειδητὰ εἴτε ἀσυνείδητα, καὶ τρομάζοντας μπροστὰ στὶς ἀβυσσαλέες διαστάσεις του, νομίζει ὅτι τὸ ἀντιμετωπίζει σωρεύοντας πολλά, ὑλικὰ ἀγαθά, ὥστε νὰ ἐξασφαλίσει σιγουριὰ μέσα στὸν κόσμο καὶ νὰ ἀποφύγει τὴν ἐνοχλητικὴ σκέψη τοῦ θανάτου.
Μὲ ὅλα αὐτὰ ὅμως δὲν πετυχαίνει ὁ ἄνθρωπος τίποτε ἄλλο παρὰ νὰ ξεγελάσει τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του. Γιατί ἡ φτώχια ἡ πνευματικὴ δὲν κρύβεται οὔτε μὲ τὰ πιὸ φανταχτερὰ ὑλικὰ ἀγαθά. Ἡ ὕπαρξη προηγεῖται ἀξιολογικὰ τῶν διαφόρων ἀποκτημάτων της. Νὰ μία πολὺ σπουδαία ἀλήθεια ποὺ μᾶς θυμίζει τὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα (ποὺ διαβάζεται ἐπίσης καὶ τὴν Γ’ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν) ἰδιαίτερα μὲ τὴ φράση «τί γὰρ ὠφελήσει, ἄνθρωπον ἐὰν κερδίση τὸν κόσμον ὅλον καὶ ζημιωθῆ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ; ἢ τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ;».
Ἡ «ψυχὴ» δηλώνει, σύμφωνα μὲ τὴ βιβλικὴ ὁρολογία, τὴ ζωή, τὸ εἶναι, καὶ «ὁ κόσμος ὅλος» τὸ ἔχειν. Ὅλο τὸ ἔχειν τοῦ κόσμου δὲν ἰσοσταθμίζει τὴ ζωὴ ἑνὸς καὶ μόνο ἀνθρώπου. Τὴν ἀλήθεια αὐτὴ τοῦ λόγου τοῦ Κυρίου τὴ λησμονεῖ συχνὰ ὁ ἄνθρωπος τῆς ἐποχῆς μας, ποὺ οἱ τεχνικὲς δυνατότητες, ἡ ἐπιστημονικὴ ἐξέλιξη καὶ ὁ μεγάλος πλοῦτος, τουλάχιστο σὲ ὁρισμένες περιοχὲς τοῦ πλανήτη μας, τὸν κάνουν νὰ συγκεντρώνει τὴν προσοχή του στὴν ἀπόκτηση ἀγαθῶν, στὰ βαρύγδουπα λόγια, στὶς ἠχηρὲς καὶ κούφιες ἐκφράσεις, μὲ μία λέξη στὸ ἔχειν, ποὺ γίνεται μὲ ζημία τοῦ εἶναι, τῆς ἀληθινῆς ὑπάρξεως.
Ἐπίσης, οἱ πράξεις βίας ποὺ ἀφθονοῦν στὴν ἐποχή μας σὲ ἐντυπωσιακὸ βαθμὸ εἶναι ἕνα σημάδι ποὺ δείχνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος ξέχασε τὸ πραγματικὸ εἶναι καὶ ἐνδιαφέρεται μόνο νὰ ἔχει, νὰ κατέχει ὅσο μπορεῖ περισσότερα πράγματα καὶ ὅσο γίνεται περισσότερους ἄλλους ἀνθρώπους, γιὰ νὰ τοὺς καταδυναστεύει ἢ καὶ νὰ τοὺς ἀφανίζει. Ὅσο ὅμως περισσότερο ἐπιθυμεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ ἔχει καὶ νὰ κατέχει, τόσο περισσότερο παύει νὰ εἶναι αὐτὸς ποὺ ἔπρεπε νὰ εἶναι, παύει νὰ εἶναι ὅπως τὸν ἔπλασε ὁ Θεός· ἀλλοτριώνεται, δηλ. ἀποξενώνεται ἀπὸ τὴν ἀληθινή του φύση, γίνεται ἄλλος ἄνθρωπος, ξένος πρὸς τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ, ποὺ τὴν ὕψωσή του γιόρτασε ἡ Ἐκκλησία μας τὴν ἑβδομάδα ποὺ πέρασε, καλεῖ τὸν ἄνθρωπο νὰ αἰσθανθεῖ τὴ φτώχια του ποὺ δὲν τὴν σκεπάζει τὸ ἐντυπωσιακὸ ἔχειν καὶ νὰ αὐτοσυγκεντρωθεῖ στὸ εἶναι, στὴν ἀληθινή του ὕπαρξη. Ὁ Χριστὸς ἐπάνω στὸν Σταυρὸ δὲν ἔχει ἀπολύτως τίποτε, εἶναι γυμνός· ἀκόμη καὶ ὁ ἱματισμὸς του γίνεται ἀντικείμενο κληρώσεως τῶν ρωμαίων στρατιωτῶν. Κι ὅμως τὴ στιγμὴ ἀκριβῶς αὐτὴ ἀποκαλύπτεται τὸ εἶναι στὴν πιὸ σημαντική του ἐκδήλωση, στὴν προσφορὰ τῆς θυσίας καὶ τῆς ἀγάπης. Γι’ αὐτὸ κι ὁ Σταυρὸς εἶναι ἕνα διαρκὲς προσκλητήριο ἀγάπης πρὸς τὸν κάθε ἀνθρωπο· τοῦ ὑπενθυμΐζει τὴν ξεχασμένη ἀνθρωπιά, τὴν ἀληθινή του ὕπαρξη ποὺ εἶναι συνύπαρξη ἀγάπης μὲ τὸν διπλανό του καὶ ὄχι προσπάθεια ἐπιβολῆς του σ’ αὐτόν, καταδυναστεύσεως, βίας καὶ ἀφανισμοῦ του.
3.
Στὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος
Τὴν ἡμέρα ποὺ θυμόμαστε τὸν Σταυρὸ τοῦ Κυρίου, πρέπει νὰ δίνουμε ἰδιαίτερη προσοχὴ σ’ ὅ,τι εἶναι ἡ Θεϊκὴ ἀγάπη. Τόσο πολὺ ἀγάπησε ὁ Θεὸς τὸν κόσμο ποὺ θυσίασε τὸν Μονογενῆ του Υἱό, ὥστε κανεὶς ἄνθρωπος δὲν θὰ πρέπει νὰ λησμονηθεῖ καὶ ν’ ἀγνοηθεῖ.
Ἂν εἶναι ἀλήθεια αὐτό, πῶς θὰ πρέπει νὰ ἀντιμετωπίζουμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον; Ἂν ὁ κάθε ἕνας ἀπὸ ἐμᾶς σημαίνει τόσα πολλὰ γιὰ τὸν Θεό, ἐὰν Ἐκεῖνος ἀγαπάει τὸν ἄνθρωπο σὲ τέτοιο βαθμό, ὥστε νὰ θυσιάσει τὴν ζωή Του, ὁ θάνατός Του εἶναι εὐπρόσδεκτος- πῶς θὰ πρέπει λοιπὸν νὰ φερόμαστε στὸν πλησίον μας;
Ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ ἀγαπᾶμε ἐκ φύσεως, ποὺ μὲ τόσους πολλοὺς τρόπους μοιάζουν μὲ μᾶς στὸ μυαλό, τὸ συναίσθημα – ἀλλὰ εἶναι αὐτὸ ἀγάπη; Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἀγαπᾶμε αὐτὸ τὸ πρόσωπο σὰν τὸ πιὸ πολύτιμο πρόσωπο στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ καὶ τὰ δικά μου, ἐπειδὴ λαχταρῶ νὰ εἶμαι μὲ τὸν Θεό, νὰ μοιράζομαι τὶς σκέψεις Του, τὴ στάση Του ἀπέναντι στὴ ζωή.
Καὶ πόσοι ἄνθρωποι ὑπάρχουν ποὺ τοὺς φερόμαστε μὲ ἀδιαφορία, δὲν εὐχόμαστε κάτι κακὸ γι’ αὐτοὺς – δὲν ὑπάρχουν γιὰ μᾶς! Ἂς ρίξουμε μιὰ ματιὰ γύρω μας σὲ τούτη τὴ συνάθροιση καὶ γιὰ μῆνες ἂς ἀναρωτηθοῦμε: «τί σημαίνει αὐτὸ τὸ πρόσωπο γιὰ μένα;» – Τίποτα· ἁπλὰ κάποιος ποὺ παρευρίσκεται στὴν ἴδια ἐκκλησία, ποὺ πιστεύει στὸν ἴδιο Θεό, ποὺ λαμβάνει τὴν ἴδια κοινωνία- καὶ λησμονοῦμε ὅτι ἐκεῖνοι ποὺ λαμβάνουν τὴν ἴδια κοινωνία, ἔχουν γίνει μέρος τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς ζεῖ μέσα τους, ὅτι θὰ πρέπει νὰ στραφοῦμε σ’ αὐτούς, νὰ τοὺς κοιτάξουμε, καὶ νὰ δοῦμε ὅτι ἀποτελοῦν ναὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μιὰ συνέχεια τῆς Ἐνσάρκωσης.
Ἂς θέσουμε στὸν ἑαυτὸ μας σοβαρὰ καὶ κρίσιμα ἐρωτήματα γιὰ τὸ πῶς φερόμαστε καὶ πῶς βλέπουμε τὸν διπλανό μας. Ἂς ἀφιερώσουμε ὅλη τὴν ἑβδομάδα γιὰ νὰ σκεφτοῦμε τὸ ἕνα πρόσωπο μετὰ τὸ ἄλλο καὶ ἂς ἀναρωτηθοῦμε: «ὑπάρχει ἀγάπη στὴν καρδιά μου; » Ὄχι μιὰ συναισθηματικὴ ἀγάπη, ἀλλὰ μιὰ ἀγάπη ποὺ μέσα στὸ φῶς τοῦ Θεοῦ κάνει ἕναν ἄνθρωπο πολύτιμο, – πολύτιμο στὸ βαθμὸ ποὺ θὰ πρέπει νὰ εἶμαι προετοιμασμένος νὰ δώσω τὴν ζωή μου γι’αὐτὸ τὸ πρόσωπο. Καὶ ὅταν τὴν ἑπόμενη ἑβδομάδα προσέλθουμε στὸ μυστήριο τῆς Ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως, ἀνάμεσα στὰ ἄλλα, ἂς φέρουμε, ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, αὐτὸ τὸ ἐρώτημα: «Ὑπάρχει γιὰ μένα ὁ πλησίον; Τί σημαίνει γιὰ μένα; » Γιὰ τὸν Θεὸ εἶναι τὰ πάντα· ἐὰν γιὰ μένα δὲν εἶναι τίποτα, ποιὰ εἶναι ἡ θέση μου ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ; Ἀμήν.
Ὁ Ἰησοῦς προλέγει διὰ πρώτην φορὰν τὸ πάθος καὶ τὸν θάνατόν Του.
(Ματθ. 16,21 — 28. Μάρκ. 8,31-9,1. Λουκ. 9,22—27)
Μέχρι τῆς ἡμέρας ταύτης οὐδὲν εἶχεν εἴπει ὁ Κύριος περὶ τοῦ πάθους Του. «Ἀπὸ τότε» ὅτε δηλαδὴ ὁ Χριστὸς ὠμολογήθη ὑπὸ τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου, ὅτι εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ «ἤρξατο ὁ Ἰησοῦς δεικνύειν τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ, ὅτι δεῖ αὐτὸν εἰς Ἱεροσόλυμα ἀπελθεῖν καὶ πολλὰ παθεῖν ἀπὸ τῶν Πρεσβυτέρων καὶ Ἀρχιερέων καὶ Γραμματέων καὶ ἀποκτανθῆναι καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἐγερθῆναι». Ὁ Κύριος δηλαδὴ ἀπεδείκνυε διὰ τῶν προφητῶν τὸν τόπον ὅπου ἔμελλε νὰ θυσιασθῇ, τὴν Ἱερουσαλήμ, ὅπου προσεφέροντο αἱ θυσίαι, τὸ ἀπαραίτητον τοῦ πάθους Του «δεῖ παθεῖν». Ὁ Χριστὸς ἔπρεπε ὁπωσδήποτε νὰ πάθῃ λόγῳ τῆς ἐχθρότητος τῶν ἀνθρώπων, τῆς μὴ ἀντιστάσεως του εἰς τὴν βίαν αὐτῶν καὶ τοῦ σχεδίου τοῦ Θεοῦ, κατὰ τὸ ὁποῖον ὁ θάνατός Του ἀπετέλει τὸ κεντρικὸν σημεῖον ἐν τῇ Ἀπολυτρώσει. Καὶ τέλος προέλεγε τὴν τριήμερον ἀνάστασίν Του. «Καὶ παρρησίᾳ τὸν λόγον ἐλάλει» καθαρὰ καὶ μετὰ θάρρους δηλαδὴ ἐνώπιον τῶν μαθητῶν ἔλεγε ταῦτα, ἐνῷ μέχρι τώρα ὑπαινιγμοὺς μόνον ἔκαμε περὶ τοῦ πάθους Του. Ἰωὰν 2,19. 3,14—16. Ματθ. 9,15. Πρεσβύτεροι, ἀρχιερεῖς καὶ Γραμματεῖς ἦσαν τρεῖς τάξεις τοῦ Μεγ. Ἰουδαϊκοῦ Συνεδρίου, οἱ ὁποῖοι θὰ τὸν παραδώσουν εἰς τὸ πάθος. Αὐτοί, οἱ ὁποῖοι ἔπρεπε νὰ Τὸν γνωρίσουν ὡς Μεσσίαν, Τὸν θανατώνουν ὡς κακοῦργον!
Ὁ Ἀπόστολος Πέτρος σκανδαλισθείς, διότι ὁ τόσον ἔνδοξος Χριστὸς θὰ πάθῃ πολλὰ καὶ θὰ ἀποθάνῃ «προσλαβόμενος Αὐτὸν» λαβών δηλαδὴ τὸν Ἰησοῦν ἀπὸ τὸ χέρι ἤ ἀπὸ τὸ ἔνδυμά Του κατὰ μέρος ἐκ σεβασμοῦ ἰδιαιτέρως «ἤρξατο ἐπιτιμᾶν Αὐτῷ λέγων˙ ἵλεώς σοι Κύριε˙ οὐ μὴ ἔσται σοι τοῦτο». Ὁ Πέτρος δηλαδὴ ἐπιπλήττει τὸν Χριστόν, διότι εἶπεν, ὅτι θὰ πάθῃ καὶ πρέπει νὰ πάθῃ καὶ ταυτοχρόνως παρακαλεῖ τὸν Θεόν, ὅπως φανῇ ἵλεως, εὐμενὴς πρὸς τὸν Ἰησοῦν καὶ μὴ ὑποστῇ τὸ πάθος τοῦτο. Ὁ Πέτρος σκανδαλισθείς γίνεται σκάνδαλον εἰς τὸν Χριστόν, διότι κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον συνιστᾷ εἰς Αὐτὸν πράγματα ἀντίθετα ἀπὸ ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα ἔπρεπε νὰ γίνουν, νὰ μὴ πάθῃ δηλαδὴ ὁ Χριστός. Ἀποτέλεσμα τούτου θὰ ἦτο νὰ μὴ ἀπολυτρωθῇ τὸ ἀνθρώπινον γένος. Ἡ συμβουλὴ ἑπομένως αὕτη τοῦ Πέτρου ἦτο σατανική.
Ἐπειδὴ ὅμως οἱ ὀλίγον ὄπισθεν τοῦ Κυρίου ἄλλοι μαθηταὶ ἤκουσαν τὴν σύστασιν ταύτην τοῦ Πέτρου, ὁ Κύριος «στραφείς καὶ ἰδὼν τοὺς μαθητάς αὐτοῦ ἐπετίμησε τῷ Πέτρῳ καὶ λέγει˙ ὕπαγε ὀπίσω μου σατανᾶ, σκάνδαλόν μου εἶ, ὅτι οὐ φρονεῖς τὰ τοῦ Θεοῦ ἀλλὰ τὰ τῶν ἀνθρώπων». Ὅπως ὁ Διάβολος πειράζων τὸν Ἰησοῦν ἐν ἐρήμῳ ὑπέδειξεν εὔκολον καὶ σύντομον ὁδὸν τῆς ζωῆς Του, τὴν ὁδὸν τῆς θαυματουργίας καὶ οὐχὶ τῆς ὑπομονῆς τῶν θλίψεων, ἵνα φανῇ, ὅτι εἶναι υἱὸς τοῦ Θεοῦ, κατὰ παρόμοιον τρόπον καὶ ὁ Ἀπόστολος Πέτρος ὁμολογῶν Αὐτὸν υἱὸν Θεοῦ δὲν ἐπιθυμεῖ τὸ πάθος Του, εἶναι Σατανᾶς. Διά τοῦτο λέγει ὁ Χριστὸς πρὸς αὐτόν. Φύγε ἀπ’ ἐδῶ Σατανᾶ, ἐμπόδιον μοῦ ἔγινες, διότι δὲν φρονεῖς τὴν διὰ τοῦ πάθους Μου ἀπολύτρωσιν τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, τὴν ὁποίαν ὁ Πατὴρ ἀπεφάσισεν, ἀλλὰ ἀνθρωπίνως σκεπτόμενος θεωρεῖς τὸ πάθος καὶ τὴν θλίψιν ὡς μειωτικὰ Ἐμοῦ ὡς Μεσσίου ἐξ ἀδυναμίας ἀνθρωπίνης δῆθεν προερχόμενα. Οὕτω ἡ πέτρα ὁμολογίας ὁ Πέτρος γίνεται πέτρα σκανδάλου εἰς τὸν οἰκοδόμον Χριστόν! Πόση ἡ ἀδυναμία τοῦ Πέτρου ὡς ἀνθρώπου!
Ὁ Κύριος, ἵνα δώσῃ περισσότερον τόνον εἰς τὸ πάθος Του «προσκαλεσάμενος» τὸν εἰς ἀπόστασιν τινα εὑρισκόμενον λαὸν «σὺν τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ» λέγει: Ὄχι ἐγὼ μόνον πρέπει νὰ πάθω καὶ νὰ σταυρωθῷ, ἀλλὰ καὶ σεῖς. Καὶ συγκεκριμένως˙ «εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν ἀρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καθ’ ἡμέραν καὶ ἀκολουθήτω μοι». Ἂν θέλετε δηλαδὴ νὰ εἶσθε μαθηταί Μου, πρέπει νὰ σηκώσητε ἕκαστος ἐξ ὑμῶν τὸν ἰδιαίτερόν του σταυρόν, καθημερινῶς θέτων εἰς ἐφαρμογὴν τὴν διδασκαλίαν Μου. Ἄρνησις τοῦ ἑαυτοῦ μας εἶναι ἀπομάκρυνσις παντὸς τὸ ὁποῖον μᾶς χωρίζει ἀπὸ τὸν Θεόν. Σήκωμα τοῦ σταυροῦ μας εἶναι ὁ βαθμὸς τῆς ἀρνήσεως τοῦ ἑαυτοῦ μας ἡ ὑπομονὴ δηλ. τῶν βασάνων μας μέχρι θανάτου. Ἀκολούθησις τοῦ Χριστοῦ εἶναι νὰ ὑποφέρωμεν καὶ ὑπομένωμεν ὄχι δι’ ἄλλην τινὰ αἰτίαν ὡς κακοποιοί, ἀλλὰ ὡς ἐνάρετοι ὅπως ὑπέφερε καὶ ὁ Χριστὸς βαδίζοντες εἰς τὰ ἴχνη Αὐτοῦ.
Ἐπειδὴ ὅμως ἡ ἀπάρνησις τῶν ἁμαρτωλῶν μας ὀρέξεων πίπτει πολὺ βαρεῖα εἰς τὴν ἀνθρώπινην φιλαυτίαν, ὁ Κύριος προβάλλει πρὸς ὑπερνίκησιν ταύτης τὸ μέλλον Δικαστήριον, ἐνώπιον τοῦ ὁποίου θὰ κριθῶμεν. Φροντίζει μὲ τὸν φόβον ἐκείνου τοῦ Δικαστηρίου νὰ νικήσῃ τὸν ἐπίγειον φόβον καὶ λέγει: «ὃς γὰρ ἂν θέλῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ σῶσαι, ἀπολέσει αὐτήν, ὃς δ’ ἂν ἀπολέσῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἕνεκεν Ἐμοῦ καὶ τοῦ Εὐαγγελίου σώσει αὐτήν». Ἐνταῦθα ἡ λέξις ψυχὴ ἔχει δύο ἐννοίας. Σημαίνει τὴν ἐδῶ ζωὴν καὶ τὴν ἐκεῖ αἰωνιότητα. Ἑπομένως ὅποιος θελήσει ὑπακούων εἰς τὴν φιλαυτίαν του νὰ μὴ θυσιάσῃ τὴν ζωὴν του χάριν τῆς ἀληθείας, οὗτος «ἀπολέσει τὴν ψυχὴν» θὰ κατακριθῇ ὑπὸ τοῦ Θείου Δικαστηρίου καὶ θὰ χάσῃ τὴν ἐκεῖ αἰωνίαν μακαριότητα. Ὅποιος ὅμως θυσιάσει τὴν ζωὴν του χάριν τῆς ἀληθείας τοῦ Εὐαγγελίου «οὗτος σώσει τὴν ψυχὴν αὐτοῦ» θὰ κερδίσῃ τὴν αἰωνίαν μακαριότητα.
Ὁ Κύριος συνεχίζων τὸν λόγον του, ὅτι πρέπει νὰ θυσιασθῶμεν ἐδῶ χάριν τῆς ἄλλης μακαριότητος, φέρει τὰς δύο ὑπάρξεις μας παροῦσαν καὶ μέλλουσαν καὶ λέγει: «τί γὰρ ὠφεληθήσεται ἄνθρωπος, ἐὰν τὸν κόσμον ὅλον κερδίσῃ τὴν δὲ ψυχὴν αὐτοῦ ἀπολέσας ἤ ζημιωθείς;» Τί σημασίαν δηλαδὴ ἔχει ἐὰν κερδίσωμεν ὄχι μόνον τὴν ζωὴν μας ἀποφεύγοντες τὸν μαρτυρικὸν θάνατον χάριν τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ καὶ ὁλόκληρον τὸν παρόντα κόσμον μὲ ὅλα τὰ ἀγαθά του, κατακριθῶμεν ὅμως βάσει μικρᾶς ἤ μεγάλης ἁμαρτίας ὑπὸ τοῦ Θείου Δικαστηρίου; «ἤ τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ;» Ἡ αἰωνία ψυχὴ μας εἶναι ἀνωτέρα ὅλου τοῦ κόσμου, ὥστε οὐδὲν ἀντάλλαγμα αὐτῆς ὑπάρχει!
Ὁ Κύριος παρουσιάζει ἐν συνεχείᾳ τὸν φόβον ἤ τὴν λαμπρότητα τοῦ Δικαστηρίου ἐκείνου, ὅπου θὰ δικασθῇ τὸ πολυτιμότερον, τὸ ὁποῖον ἔχομεν, ἡ ψυχή μας, ἵνα νικήσῃ τὸν φόβον τοῦ ἐπιγείου μαρτυρικοῦ θανάτου καὶ λέγει: «ὃς γὰρ ἐὰν ἐπαισχυνθῇ μὲ καὶ τοὺς ἐμούς λόγους ἐν τῇ γενεᾷ ταύτῃ τῇ μοιχαλίδι καὶ ἁμαρτωλῷ καὶ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπαισχυνθήσεται αὐτόν, ὅταν ἔλθῃ ἐν τῇ δόξῃ τοῦ Πατρὸς αὐτοῦ μετὰ τῶν ἀγγέλων τῶν ἁγίων καὶ τότε ἀποδώσει ἐκάστῳ κατὰ τὴν πράξιν αὐτοῦ». Ὁ Κύριος ὀνομάζει τὴν γενεὰν ταύτην μοιχαλίδα, διότι ζῇ ἐν ἁμαρτίᾳ καὶ ἐν τῇ ἁμαρτίᾳ εὑρισκομένη ἔχει πάρει διαζύγιον ἀπὸ τὸν Θεόν. Ὁ Χριστὸς θὰ ἐντραπῇ τότε ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι θὰ Τὸν ἐντραποῦν ἐδῶ. Ἐκεῖνοι ὅμως οἱ ὁποῖοι δὲν θὰ δειλιάσουν ἐδῶ, θὰ δοξασθοῦν ἐκεῖ. Ὅσος εἶναι ὁ τρόμος τῶν καταδικαζομένων, ἄλλη τόση θὰ εἶναι ἡ δόξα τῶν ἀμειβομένων ἐκεῖ, ὅπου ἕκαστος θὰ ἀμειφθῇ δικαίως.
Ὁ Κύριος περιγράφει ἐκτενέστερον τὸ Δικαστήριον ἐκεῖνο καὶ λέγει: «ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὅτι εἰσί τινες τῶν ὧδε ἐστηκότων, οἵτινες οὐ μὴ γεύσωνται θανάτου, ἕως ἂν ἴδωσι τὸν Υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου, τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ἐληλυθυῖαν ἐν δυνάμει». Περὶ τίνος πρόκειται ἐνταῦθα; Ἰδού! Ἡ μέλλουσα κρίσις θὰ γίνῃ κατὰ τὸ τέλος τοῦ κόσμου. Ἡ ἐποχὴ ἐκείνη ὡς λίαν ἀπομεμακρυσμένη δὲν θὰ ἴδῃ οὐδένα ἐκ τῶν ζώντων τότε Ἀποστόλων. Ἀλλὰ ἡ Μεσσιανικὴ ἐποχὴ καὶ ἑπομένως καὶ τὸ Μεσσιανικὸν θεῖον Δικαστήριον ἐκτείνεται ἀπὸ τῆς ἐποχῆς τοῦ Κυρίου μέχρι τέλους κόσμου. Δύο μεγάλαι δίκαι καὶ καταδίκαι θὰ λάβωσι χώραν κατὰ τὴν Μεσσιανικὴν ταύτην περίοδον. Ἡ μία ἀφορᾷ τὴν δίκην καὶ καταδίκην τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ κεῖται εἰς τὴν ἀρχὴν τῆς Μεσσιανικῆς περιόδου ταύτης. Ἡ πρώτη εἶναι εἰκὼν τῆς δευτέρας. Ἡ πρώτη δίκη καὶ καταδίκη εἶναι ἡ καταστροφὴ τῆς Ἱερουσαλήμ, ἥτις ἔγινε τὸ 70 μ.Χ. Κατὰ τὴν καταστροφὴν ταύτην ἔζων τινὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ ἐκ τοῦ λαοῦ τοῦ παρευρισκομένου μετὰ τοῦ Ἰησοῦ. Κατὰ ταύτην ἦλθεν «ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐν δυνάμει», διότι ἐφάνη ἡ θαυματουργικὴ δύναμις τοῦ Ἀρχηγοῦ τῆς Ἐκκλησίας καθ’ ὅσον ἡ μὲν Ἱερουσαλὴμ κατεστράφη τιμωρηθεῖσα, ἡ δὲ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἐξηπλώθη εἰς ὁλόκληρον τὸν κόσμον. Μικρὰ εἶναι ἡ δύναμις αὕτη τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ; Κάθε ἄλλο!
Ἰδοὺ τὸ τρομερὸν δικαστήριον, ἡ ἅλωσις τῆς Ἱερουσαλήμ! Ἑπομένως, λέγει ὁ Κύριος, νικήσατε τὸν φόβον τοῦ μαρτυρικοῦ θανάτου χάριν ἐμοῦ, μὲ τὸν φόβον τοῦ μέλλοντος τρομεροῦ δικαστηρίου, τὸ ὁποῖον θὰ γίνῃ πέραν τοῦ κόσμου τούτου καὶ τοῦ ὁποίου εἰκὼν εἶναι ἡ καταστροφὴ τῆς Ἱερουσαλήμ, τῆς ὁποίας τινὲς ἐξ ὑμῶν τῶν Ἀποστόλων καὶ παρισταμένων θὰ γίνετε αὐτόπται μάρτυρες.
Θέμα: Ὁ Σταυρὸς τοῦ Κυρίου καὶ ἡμῶν
Ἐνταῦθα ὁ λόγος εἶναι περὶ τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡμῶν.
Καὶ Α. Ὁ Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ. Τρία πρόσωπα εἶναι σπουδαῖα ἐνταῦθα. Ὁ Χριστός, ὁ Ἀπόστολος Πέτρος καὶ ὁ Διάβολος. Ὁ Χριστὸς καὶ ὁ Πέτρος εἶναι τὰ ἁγιώτερα πρόσωπα εἰς τὴν γῆν καὶ τὸν Οὐρανόν. Ὁ Διάβολος εἶναι τὸ βρωμερώτερον πρόσωπον ἐδῶ καὶ εἰς τὸν ἄλλον κόσμον. Ὁ Χριστὸς ὀνομάζει τὸν Ἀπόστολον Πέτρον Διάβολον! Πόσον τρομερὸν εἶναι τὸ πρᾶγμα, ἂν σκεφθῶμεν, ὅτι ὁ Ἀπόστολος Πέτρος ὠνομάσθη διάβολος, διότι δὲν ἠθέλησε νὰ σταυρωθῇ ὁ Χριστὸς ἀπὸ ἀγάπην του πρὸς Αὐτόν. Ὀνομάζει δὲ ὁ Χριστὸς τὸν Ἀπόστολον Πέτρον διάβολον, διότι εἶχε μεγάλην ἐπιθυμίαν νὰ σταυρωθῇ, ἵνα ἐξιλεώσῃ ἡμᾶς ἔναντι τοῦ Πατρὸς του διὰ τὸ προπατορικὸν ἁμάρτημα τοῦ Ἀδάμ. Ἐρωτᾶται ὅμως. Διατὶ ἔχει τόσην ἐπιθυμίαν νὰ σταυρωθῇ ὁ Χριστός, ὥστε ὀνομάζει τὸν Ἀπόστολον Πέτρον διάβολον καὶ δὲν συγχωρεῖ τὸ ἁμάρτημά μας διὰ λόγου, ἀλλὰ δὶ’ αἵματος σταυρικοῦ; Ἰδού! Μὲ τὸν σταυρικὸν θάνατον τοῦ Χριστοῦ φαίνονται δύο ἀντίθετα πράγματα τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ ἀνθρώπου.
Πρῶτον τοῦ Θεοῦ. Δία τοῦ σταυρικοῦ θανάτου φαίνονται ἡ αὐστηρότης τῆς θείας δικαιοσύνης καὶ ἡ θεία εὐσπλαγχνία. Ἡ Δικαιοσύνη του! Δὲν ἦτο ἄλλος καταλληλότερος τρόπος ἐκφράσεως τῆς θείας δικαιοσύνης ἐν τῇ ὑψίστῃ αὐστηρότητι παρὰ διὰ μίαν μόνην ἁμαρτίαν τῶν πρωτοπλάστων καὶ ἐκείνην πρὸ χιλιάδων ἐτῶν καὶ κατὰ πρώτην φορὰν γενομένην καὶ εἰς μορφὴν μικρᾶς βαρύτητος—βρῶσις ἀπηγορευμένου καρποῦ!—νὰ ὑποστῇ ὁ μονογενής Του Υἱὸς τὴν ἐσχάτην τῶν ποινῶν, τὸν θάνατον καὶ τοῦτον ἐν τῇ ἀτιμωτικῇ καὶ πολυωδύνῳ μορφῇ τοῦ σταυροῦ! Ἀλλὰ ταυτοχρόνως δὲν ὑπάρχει καλλίτερος τρόπος ἐκφράσεως τῆς θείας εὐσπλαγχνίας πρὸς τοὺς ἁμαρτωλοὺς ἀπὸ τοῦ νὰ μὴ πάθῃ τίποτε ἀπὸ τὴν ποινὴν ταύτην ὁ ἁμαρτήσας ἄνθρωπος ἀλλὰ ὁ ἀναμάρτητος Ἰησοῦς, ἡμεῖς δὲ νὰ σωζώμεθα δωρεὰν οὐχὶ διὰ λόγου, ἀλλὰ διὰ τοῦ αἵματος τοῦ σταυρωθέντος Ἰησοῦ. Ὥστε μὲ τὸν σταυρικὸν θάνατον Του ὁ Χριστὸς ἔδειξε τὴν αὐστηρότητα τῆς θείας δικαιοσύνης κατὰ τῆς ἁμαρτίας καὶ τὴν μεγάλην Του ἀγάπην πρὸς τοὺς ἁμαρτωλούς. Πόσον ἐπιτυχὴς καὶ ἀνάγλυφος εἶναι ὁ τραγικὸς συνδυασμὸς τῶν δύο ἰδιοτήτων τοῦ Θεοῦ δικαιοσύνης καὶ ἀγάπης ἐν τῷ σταυρῷ!
Δεύτερον. Τοῦ ἀνθρώπου: Ὁ Σταυρὸς ὅμως τοῦ Κυρίου συνδυάζει καὶ ζυγίζει καὶ δύο ἄλλας ἀντιθέσεις, αἵτινες ὑπάρχουσιν εἰς τὸν ἄνθρωπον, τὴν βρωμιά του καὶ τὸ μεγαλεῖον του. Βρωμιὰ εἶναι αἱ ἁμαρτίαι του καὶ μεγαλεῖον του εἶναι ἡ ἀξία τῆς ἀνθρωπίνης ψυχῆς. Πόσον βαρεῖα εἶναι καὶ τί ζυγίζει ἡ ἁμαρτία, μία ζυγαριὰ μόνον ἠδύνατο νὰ τὰ ζυγίσῃ, ἕνας μεγάλος ζυγιστὴς ἠδύνατο νὰ κρατήσῃ εἰς τὸ χέρι του τὴν ζυγαριὰν αὐτὴν καὶ εἰδικὰ δράμια ἔπρεπε πρὸς τοῦτο νὰ εὑρεθῶσι. Καὶ αὐτὰ εἶναι: Ζυγὸς μὲν ὁ Σταυρός, ζυγιστὴς ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς καὶ δράμια τὸ αἷμα Του! Δὲν ὑπάρχει βαρύτερον πρᾶγμα ἀπὸ τὸν σταυρόν, δὲν ὑπάρχει δυνατώτερος ἀπὸ τὸν Θεόν. Δὲν ὑπάρχουν ἐλαφρότερα δράμια, ὥστε νὰ ζυγίζουν καὶ τὰ ἐλάχιστα βάρη, βαρύτερα δράμια, ὥστε νὰ ζυγίζουν μεγάλα βάρη ἀπὸ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Καὶ τὰ τρία αὐτὰ ἐζύγισαν τὴν μίαν, τὴν πρώτην τὴν πρὸ χιλιάδων ἐτῶν ἁμαρτίαν καὶ ἐχύθη τόσον καὶ τοιοῦτον αἷμα. Πόσον βαρεῖα εἶναι ἡ ἁμαρτία!
Ἀλλὰ ὁ σταυρὸς δηλοῖ καὶ τὴν ἀξίαν τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς. Ἰδοὺ πῶς! Προκειμένου νὰ καθαρίσωμεν οἱονδήποτε ὕφασμα ἐξετάζομεν πόσον θὰ μᾶς στοιχίσουν τὰ καθαριστικά. Ἑπομένως ἀπὸ τὴν ἀξίαν τοῦ καθαριστικοῦ μέσου ἐξάγεται ἡ ἀξία τοῦ καθοριζομένου ὑφάσματος. Καὶ ἐδῶ καθαρτήριον μέσον εἶναι τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Καθαριζόμενον πρᾶγμα ἡ ψυχή μας. Ἄπειρη εἶναι ἡ ἀξία τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ; Ἄπειρη εἶναι καὶ ἡ ἀξία τῆς ψυχῆς μας. Ὥστε ἰδοὺ ὁ σταυρὸς δεικνύει τὸ βάρος τῆς ἁμαρτίας, τὴν ἀξίαν τοῦ ἀνθρώπου!
Ἑπομένως ὁ σταυρὸς δηλοῖ πόσον δίκαιος καὶ ἀγαθὸς εἶναι ὁ Θεός, πόσον βάρος ἔχει ἡ ἁμαρτία καὶ ἀξίαν ὁ ἄνθρωπος!
Β.Οἱ ἰδικοὶ μας σταυροί; Τὸ ἴδιον καὶ οὗτοι φανερώνουν: Τὴν ἀγάπην καὶ δικαιοσύνην τοῦ Θεοῦ, τὴν ἀξίαν καὶ τὴν βρωμιάν μας. Καὶ συγκεκριμένως. Ἔχεις κι σὺ τὰ σταυρουλάκια σου: Πτωχείαν, ἀσθένειαν, γείτονα κακόν, νοικάρην ὀχληρόν, ἀδελφὸν καὶ συγγενῇ ἰδιότροπον, ἄνδρα ἤ γυναῖκα τύραννον, φίλον συκοφάντην, συνάδελφον κουτσομπόλην ἤ ὑβριστὴν κ.λ.π. Μέσα εἰς αὐτὰ θὰ φανῇ ἡ ἀγάπη καὶ ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀξία σου καὶ ἡ βρωμιά σου. Πράγματι! Πότε ὁ Θεὸς θὰ δείξῃ τὴν ἀγάπην Του πρὸς ἐσέ; Ὅταν εἶσαι πτωχός, ἀσθενής, ὅταν ἔχῃς γείτονα ὀχληρόν, ὅταν ἀδικῆσαι ἀπὸ τὸν ἄνδρα σου, τὴν γυναῖκα σου, τὸν φίλον σου, τὸν συνάδελφόν σου. Ὅταν δὲν ἀδικῆσαι, δὲν ὑπάρχει λόγος νὰ ἐκδηλωθῇ τόση ἀγάπη τοῦ Θεοῦ! Πότε σὺ χαϊδεύεις τὸ μάτι σου, τὸ χέρι σου, τὸ πόδι σου; Ὅταν ἔχῃ πληγὴν τινα. Πότε ἡ μητέρα φιλεῖ τὸ παιδί της καὶ ἐκδηλοῖ τὴν ἀγάπην της; Ὅταν ἀσθενῇ. Τὸ ἴδιον κάμνει καὶ ὁ Θεὸς πρὸς ἡμᾶς, ὅταν ὑποφέρωμεν.
Εἰς τοὺς σταυρούς μας δὲν φαίνεται μόνον ἡ ἀγάπη Τοῦ ἀλλὰ καὶ ἡ δικαιοσύνη Του. Πόσοι ἀπὸ τοὺς σταυροὺς αὐτοὺς εἶναι τιμωρία μας! Σὲ κουτσομπολεύει αὐτή, διότι καὶ σὺ κάποιον ἄλλον ἐκουτσομπόλευσες. Σὲ συκοφαντεῖ ἐκεῖνος, διότι καὶ σὺ εἰς κἄποιον λόγον συκοφαντίας ἐξετόξευσες,. Εἶσαι ἀσθενής; Ἀποκλείεται, ὥστε ἀπὸ τῶν πολλῶν σου ἁμαρτιῶν νὰ ἀσθενῇ τὸ σῶμα; Εἶσαι πτωχός; Ἀποκλείεται ἡ τεμπελιά, ἡ σπατάλη νὰ σὲ ἔφερον εἰς τὸ σημεῖον αὐτό; Εἶναι τύραννος ὁ ἄνδρας σου; Ποῦ ξέρω ἂν τὸν βασανίζῃς καὶ σὺ μὲ τοὺς ἰδικούς σου γυναικείους τρόπους; Εἶσαι ἐν τάξει εἰς αὐτὰ καὶ ἀδικεῖσαι; Αἴ, τότε θὰ ἐκδηλωθῇ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρὸς σέ.
Ἀλλὰ εἰς τοὺς σταυροὺς αὐτοὺς φαίνεται ἡ βρωμιά μας καὶ ἡ ἀξία μας Ἐπάνω εἰς τὴν πίεσιν τῆς ἀδικίας, τῆς συκοφαντίας, τῆς πτωχείας, τῆς ἀσθενείας, θὰ ξεράσῃς ὅ,τι ἔχεις μέσα σου κατὰ τοῦ γείτονός σου, τοῦ ἰδιοκτήτου σου, τοῦ νοικάρη, τοῦ φίλου, τοῦ συναδέλφου σου, τῆς φίλης. Τότε θὰ δείξῃς καὶ τὸ μεγαλεῖον τῆς ψυχῆς σου διὰ τῆς ὑπομονῆς εἰς τὴν πτωχείαν καὶ νόσον, διὰ τῆς μεγαλοκαρδίας σου εἰς τοὺς συκοφάντας σου, διὰ τῆς σιωπῆς εἰς τὰς ἐξάψεις τοῦ θυμοῦ τοῦ ἀνδρός σου, διὰ τῆς συγγνώμης σου πρὸς τοὺς βλάψαντάς σε, γενικῶς διὰ τῆς προσπαθείας σου νὰ ῥίπτῃς νερὸ καὶ ὄχι λάδι στὴ φωτιά. Ἰδοὺ καὶ οἱ ἰδικοὶ μας σταυροί, καθρέπται τῆς ἀγάπης καὶ δικαιοσύνης τοῦ Θεοῦ, τῆς βρωμιᾶς καὶ τοῦ μεγαλείου μας! Ἰδοὺ διατ’ ὁ Χριστὸς τόσον πολὺ ἐπεθύμει νὰ σταυρωθῇ, ὥστε νὰ εἴπῃ τὸν Πέτρον, ὅστις τοῦ συνέστησε νὰ μὴ σταυρωθῇ, Διάβολον. Ἰδοὺ διατὶ συνέστησεν, ὅτι πρέπει νὰ προσέχωμεν εἰς τοὺς σταυρούς μας, ὥστε νὰ ὑπομένωμεν αὐτούς.
Παράδειγμα σπουδαιότατον καὶ εἰκὼν φωτεινότατη, πόσον ἡ θλίψις ἐξαγνίζει τὸν ἄνθρωπον καὶ ἀναδεικνύει τὸν Θεόν, εἶναι ὄχι μόνον τῶν ἁγίων, οἱ ὁποῖοι διὰ τῶν βασάνων ἐξελαμπικαρίσθησαν ὡς χρυσὸς ἐν χωνευτηρίῳ, ἀλλὰ καὶ κατὰ τὸν κατακλυσμόν. Κατὰ τὸν κατακλυσμὸν δηλαδὴ τοῦ Νῶε, ὅσον ὁ κατακλυσμὸς ἐμεγάλωνε, τόσον ἡ κιβωτὸς τῶν 8 δικαίων ψυχῶν ἀνυψοῦτο εἰς ὑψηλότερον ὕψος. Ὅσον περισσότεροι ἀσεβεῖς ἐπνίγοντο, τόσον ἡ κιβωτὸς τῆς σωτηρίας τῶν δικαίων ἤγγιζε πρὸς τὸν Οὐρανόν. Τὸ γεγονὸς τοῦτο εἶναι ἐκφραστικωτάτη εἰκὼν τῆς δικαιοσύνης τοῦ Θεοῦ πρὸς τοὺς ἁμαρτωλούς, ἀγάπης Του πρὸς τοὺς δικαίους καὶ δεῖγμα τῆς ἀνθρωπίνης βρωμιᾶς, ἀλλὰ καὶ ἀξίας, ἀφοῦ 8 ἄνθρωποι ἐσώθησαν μέσα εἰς τόσην κοσμοχαλασιά.
Μία ἀπορία. Εἶπεν ὁ Χριστὸς τὸν Ἀπόστολον Πέτρον Σατανᾶν. Ἑπομένως ἐπιτρέπεται καὶ ἡμεῖς νὰ εἴπωμεν τὸν ἄλλον Σατανᾶν ἤ νὰ διαβολοστείλωμεν ἄλλον ἄνθρωπον; Ἀπαντῶ. 1) Ὁ Χριστὸς θὰ στείλῃ εἰς τὸν Διάβολον κατὰ τὴν μεγάλην Κρίσιν, ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι εἰργάσθησαν αὐτὸν διὰ τοῦ «ὑπάγετε ἀπ’ ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον τὸ ἠτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ καὶ τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ». Ἑπομένως ὁ Χριστὸς ἔχει δικαίωμα νὰ στείλῃ ἀνθρώπους, ὑπηρέτας τοῦ Σατανᾶ, εἰς τὸν Σατανᾶν, διότι ἡ παγγνωσία του γνωρίζει ἂν ὁ Α εἶναι διάβολος ἤ ἀξίζει νὰ πάῃ εἰς τὸν διάβολον, ἐνῷ ἡμεῖς οὔτε γνῶσιν οὔτε δικαίωμα ἔχομεν. 2) Ὁ Χριστὸς εἶπε τὸν Ἀπόστολον Πέτρον Σατανᾶν, διότι τοῦ εἶπε νὰ μὴ σταυρωθῇ. Σὺ ὅμως λέγεις τὸν ἄλλον Σατανᾶν, διότι σὲ σταυρώνει. Πόση διαφορά!