Schmemann Alexander (Protopresbyter (1921-1983))
Τετάρτη, 11 Φεβρουαρίου, 1976
Γιατί μία γυναίκα δὲν μπορεῖ νὰ γίνει ἱερέας; Μακρὰ συζήτηση μὲ τὸν πατέρα Θωμᾶ, ποὺ δέχεται ἐπιθέσεις ἀπὸ Ὀρθόδοξες γυναῖκες καθὼς καὶ ἀπὸ πολλοὺς ἄλλους γιὰ τὸ ἄρθρο του στὴν Τριμηνιαία Ἐπιθεώρηση τοῦ Σεμιναρίου τοῦ ἁγίου Βλαδιμήρου (St Vladimir’s Seminary Quarterly).
Ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ποὺ ἄρχισε ἡ θύελλα σχετικὰ μὲ τὴ χειροτονία τῶν γυναικῶν, ἐκπλήσσομαι ὅλο καὶ περισσότερο, ὄχι ἀπὸ τὸ θέμα τῆς συζήτησης, ἀλλὰ ἀπ’ αὐτὸ ποὺ βγαίνει στὸ φῶς σχετικὰ μὲ τὴ θεολογία. Εἶναι ἀδύνατο νὰ βρεθοῦν ἀποφασιστικὰ ἐπιχειρήματα εἴτε ὑπὲρ εἴτε κατὰ τῆς χειροτονίας – ἀποφασιστικά, μὲ τὴν ἔννοια πὼς εἶναι ἀντικειμενικὰ πειστικὰ καὶ πρὸς τὶς δυὸ πλευρές. Κάθε πλευρὰ ἔχει δίκιο ὡς πρὸς τὸν ἑαυτό της, δηλαδὴ μέσα ἀπὸ τὶς δικές της προοπτικές, ἀπὸ τὴ λογικὴ τῶν δικῶν της ἐπιχειρημάτων.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κρονστάνδης ἔλεγε γιὰ τὶς αἱρέσεις τοῦ Λέοντα Τολστόι: «Ἔ, παράφρονα Κόμη! Δὲν πιστεύεις στοὺς ἁγίους Ἀποστόλους;» Ἀλλὰ οἱ αἱρέσεις τοῦ Τολστόι ἀρχίζουν ἀκριβῶς ἀπὸ τὴ δυσπιστία του πρὸς τοὺς Ἀποστόλους! Γι’ αὐτὸ δὲν ἔχει νόημα νὰ βροῦμε ἐπιχειρήματα ex Traditione (ἀπὸ τὴν παράδοση). Ἡ αἵρεση ἀποτελεῖται πάντα ἀπὸ «ἕνα κομμάτι», εἶναι ἑνιαία, ὁλόκληρη, δὲν εἶναι φτιαγμένη ἀπὸ ἄλλα στοιχεῖα. Ἀποτελεῖ περισσότερο μιά συνειδητὴ ἐπιλογή, παρὰ ἕνα ἐπανορθώσιμο λάθος ποὺ ἔγινε σὲ κάποιες λεπτομέρειες. Ἐξ οὗ καὶ τὸ ἀδιέξοδο τῶν θεολογικῶν διαλόγων. Ὅλα τὰ θεολογικὰ ἐπιχειρήματα ἔρχονται post factum – μετὰ τὸ γεγονός. Ριζώνουν στὴν ἐμπειρία, ἀλλὰ ἂν ἡ ἐμπειρία εἶναι διαφορετική, δὲν ἔχουν ἐφαρμογή.
Τί εἶναι αὐτὸ πού ἔχει γίνει τόσο προφανὲς στὴ συζήτηση γιὰ τὴ χειροτονία τῶν γυναικῶν; Λέγει ὁ Θωμᾶς : «Πῶς μπορεῖ κάποιος νὰ ἐξηγήσει γιατί μιά γυναίκα μπορεῖ νὰ γίνει πρόεδρος τῶν Ἡνωμένων Πολιτειῶν ἀλλὰ ὄχι ἱερέας;» Μοῦ φαίνεται (λέγω) πὼς δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ γίνει οὔτε πρόεδρος τῶν ΗΠΑ. Ἀλλὰ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ τὸ ἰσχυρισθεῖ αὐτὸ σήμερα, καὶ ἂν τὸ ἔλεγε, θὰ ἦταν προσβλητικό. Καὶ δὲν πρέπει νὰ προσβάλλουμε.
Ἔτσι βρισκόμαστε σ’ ἕνα φαῦλο κύκλο -ἕναν ἀναπόφευκτο φαῦλο κύκλο, ὅπου διασπᾶται μιά ὀργανική, πρωταρχικὴ καὶ αἰώνια ἐμπειρία. Ὁ σύγχρονος πολιτισμός μας συνίσταται ἀπὸ τὴν ἄρνηση καὶ τὴ διάσπαση αὐτῆς τῆς ἐμπειρίας. Ἡ ἴδια ἡ οὐσία του εἶναι ἡ αὐτοαναίρεσή του. Εἶναι μιά ἐμπειρία ἄρνησης, ἐξέγερσης, διαμαρτυρίας.
Ἡ ὅλη ἰδέα τῆς ἀπελευθέρωσης εἶναι ἐντελῶς ἀρνητική. Ἡ ἰδέα «ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἴσοι» εἶναι a priori μιά ἀπὸ τὶς πλέον ἐσφαλμένες ρίζες. Κατόπιν ἀκολουθεῖ τό: «ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἐλεύθεροι», «ἡ ἀγάπη εἶναι πάντα θετική» (ἐξ οὗ, παραδείγματος χάριν, καὶ ἡ δικαίωση τῆς ὁμοφυλοφιλίας), κάθε περιορισμὸς εἶναι καταπιεστικός. Ὅσο οἱ ἴδιοι οἱ Χριστιανοὶ ἀποδέχονται αὐτὲς τὶς «ἀρχές», ὅσο ἀποδέχονται τὸν πολιτισμὸ ποὺ ἔχει χτιστεῖ πάνω σ’ αὐτὲς τὶς ἀρχές, κανένα ἐπιχείρημα γιὰ τὴν ἀδυναμία τῆς γυναίκας νὰ γίνεται ἱερέας δὲν θὰ ἠχεῖ ὡς βάσιμο. Θὰ φαίνονται ὅλα ὑποκριτικὰ καὶ ἀπατηλά.
Ἂν ἀρχίσουμε τὴ συζήτηση μὲ μιά ἀφηρημένη, φανταστική, ἀφύσικη «ἰσότητα» ἀνάμεσα στοὺς ἄνδρες καὶ στὶς γυναῖκες, τότε δὲν θὰ εἶναι δυνατὸ κανένα ἐπιχείρημα. Πρέπει ν’ ἀρχίσουμε ἐκθέτοντας καὶ ἀποκαλύπτοντας αὐτὴ τὴν ἀρχὴ ὡς ψευδῆ, ἐπειδὴ εἶναι ἕνα ἀφηρημένο ἐφεύρημα. Πρέπει ν’ ἀπορριφθεῖ ὁλόκληρος ὁ σύγχρονος πολιτισμός, μ’ ὅλες τὶς ψευδεῖς, ἀκόμη καὶ δαιμονικές, πνευματικὲς προϋποθέσεις του.
Ὑπάρχει ἕνα βαθὺ ψεῦδος στὴν ἀρχὴ (principle) τῆς σύγκρισης, ἡ ὁποία βρίσκεται στὴ βάση τοῦ πάθους γιὰ ἰσότητα. Δὲν πετυχαίνεις τίποτε μὲ τὴ σύγκριση -πού ἀποτελεῖ πηγὴ φθόνου (γιατί αὐτὸς κι ὄχι ἐγώ;), διαμαρτυρίας (πρέπει νὰ εἴμαστε ἴσοι), ἔπειτα ὀργῆς, ἐξέγερσης καὶ διαίρεσης. Εἶναι οὐσιαστικὰ ἡ γενεαλογία τοῦ Διαβόλου. Δὲν ὑπάρχει σ’ αὐτὴν τίποτε τὸ θετικό. Ὅλα εἶναι ἀρνητικὰ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μέχρι τὸ τέλος.
Ὑπ’ αὐτὴ τὴν ἔννοια, ὁ πολιτισμός μας εἶναι δαιμονικός, ἐπειδὴ στὰ θεμέλιά του βρίσκεται ἡ σύγκριση. Ἐφόσον ἡ σύγκριση ὁδηγεῖ πάντοτε καὶ μαθηματικὰ στὴν ἐμπειρία καὶ στὴ γνώση τῆς ἀνισότητας, ὁδηγεῖ πάντα στὴ διαμαρτυρία. Ἡ ἰσότητα βασίζεται στὴν ἄρνηση κάθε διαφορᾶς, ἀλλὰ ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ὑπάρχουν διαφορές, ἡ ἐπιθυμία γιὰ ἰσότητα ζητᾶ ν’ ἀγωνιστεῖς γι’ αὐτήν, νὰ ἐπιβάλεις τὴν ἐξίσωση τῶν ἀνθρώπων, καὶ τὸ ἀκόμη χειρότερο, ν’ ἀρνηθεῖς αὐτὲς τὶς διαφορές, ποὺ εἶναι ἡ οὐσία τῆς ζωῆς.
Τό πρόσωπο -ἄνδρας καὶ γυναίκα -, ποὺ πεινᾶ γιὰ ἰσότητα, εἶναι ἤδη ἄδειο καὶ ἀπρόσωπο, ἐπειδὴ ἡ προσωπικότητα εἶναι φτιαγμένη ἀπ’ αὐτὸ ποὺ τὴ διακρίνει ἀπὸ τοὺς ἄλλους καὶ τὸ ὁποῖο δὲν ὑποκύπτει στὸν παράλογο νόμο τῆς ἰσότητας.
Ὁ Χριστιανισμὸς ἀντιπαραθέτει τὴν ἀγάπη στὴ δαιμονικὴ ἀρχὴ τῆς σύγκρισης. Οὐσία τῆς ἀγάπης εἶναι ἡ ὁλοκληρωτικὴ ἀπουσία «σύγκρισης». Δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρχει ἰσότητα σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο, ἐπειδὴ ὁ κόσμος δημιουργήθηκε ἀπὸ τὴν ἀγάπη καὶ ὄχι ἀπὸ ἀρχὲς (principles). Καὶ ὁ κόσμος διψᾶ γιὰ ἀγάπη καὶ ὄχι γιὰ ἰσότητα. Τίποτε -καὶ τὸ γνωρίζουμε -δὲν σκοτώνει τόσο τὴν ἀγάπη, δὲν τὴν ἀντικαθιστᾶ μὲ τὸ μίσος, ὅσο ἡ ἰσότητα ποὺ ἐπιβάλλεται στὸν κόσμο ὡς σκοπὸς καὶ ἀξία. Ἡ διπολικότητα ἀκριβῶς τοῦ ἀνθρώπου, ὡς ἄνδρα καὶ γυναίκας, δὲν ριζώνει σὲ τίποτε ἄλλο παρὰ στὴν ἀγάπη.
Δὲν εἶναι λάθος λοιπόν, ποὺ ἡ ἀνθρωπότητα πρέπει νὰ ἐπανορθώσει μὲ τὴν «ἰσότητα», ὄχι ἕνα ψεγάδι, οὔτε ἕνα ἀτύχημα – εἶναι ἡ πρώτη καὶ πιὸ ὀντολογικὴ ἔκφραση τῆς ἴδιας τῆς οὐσίας τῆς ζωῆς. Ἐδῶ ἡ προσωπικὴ ὁλοκλήρωση ἐπιτυγχάνεται μὲ τὴν αὐτοθυσία, ἐδῶ βρίσκεται ἡ νίκη πάνω στὸν «νόμο», ἐδῶ εἶναι ὁ θάνατος τῆς αὐτοδικαίωσης τοῦ ἄνδρα ὡς ἄνδρα καὶ τῆς γυναίκας ὡς γυναίκας, καὶ οὕτω καθεξῆς.
Ὅλα αὐτὰ σημαίνουν πὼς δὲν ὑπάρχει ἰσότητα ἀλλὰ μιά ὀντολογικὴ διαφορὰ ποὺ κάνει δυνατὴ τὴν ἀγάπη, δηλαδὴ ὑπάρχει ἑνότητα, ὄχι ἰσότητα. Ἡ ἰσότητα προϋποθέτει πολλοὺς ἴσους, ποὺ ποτὲ δὲν ἀποκτοῦν ἑνότητα, ἐπειδὴ ἡ οὐσία τῆς ἰσότητας ἀποτελεῖται ἀπὸ τὴν προσεκτικὴ ἐξασφάλισή της. Στὴν ἑνότητα, οἱ διαφορὲς δὲν ἐξαφανίζονται ἀλλὰ γίνονται ἑνότητα, ζωή, δημιουργικότητα. Τὸ ἄρσεν καὶ θῆλυ εἶναι μέρος τῆς φύσης τοῦ κόσμου, ἀλλὰ μόνο ἕνα ἀνθρώπινο ὂν τὰ μεταμορφώνει στὴν ἑνότητα τῆς οἰκογένειας.
Ἡ ἀντιπάθεια τοῦ πολιτισμοῦ μας πρὸς τὴν οἰκογένεια βασίζεται στὸ γεγονὸς ὅτι ἡ οἰκογένεια ἔχει ἀπομείνει τὸ τελευταῖο ὀχυρό, ἀπ’ ὅπου ξεγυμνώνεται τὸ κακὸ τῆς ἰσότητας.