Του Αντωνίου Παπαγιάννη

1. Το πρόβλημα
Ένας από τους τομείς που επηρεάσθηκαν περισσότερο από την πρόοδο αυτή είναι η υγεία. Είναι δύσκολο να φαντασθούμε πώς θα ήταν η ιατρική χωρίς τα σύγχρονα φάρμακα και τον τεχνικό εξοπλισμό. Τηλεοπτικές εικόνες από τις φτωχότερες περιοχές του κόσμου κάθε τόσο μας θυμίζουν τη διαφορά που η πρόοδος επέφερε στο βιοτικό μας επίπεδο. Ο έλεγχος των λοιμώξεων με αντιβιοτικά και εμβόλια είναι ένα πρόχειρο παράδειγμα της μεταβολής αυτής. Εξελίξεις στη χειρουργική, την εντατική θεραπεία και τις μεταμοσχεύσεις οργάνων, που κάποτε ανήκαν στην επιστημονική φαντασία, έχουν γίνει καθημερινή πρακτική. Όλοι έχουμε ωφεληθεί από την πρόοδο αυτή, και θα συνεχίσουμε να ωφελούμαστε.
Δυστυχώς η επιστημονική και τεχνολογική πρόοδος δεν ακολουθείται πάντα από προσεκτική θεώρηση των ενδεχομένων ηθικών συνεπειών κάθε νέας εξέλιξης. Η ταχύτητα με την οποία νέες ανακαλύψεις μπαίνουν κάθε μέρα σε εφαρμογή (συχνά υπό την πίεση εμπορικών ή άλλων κινήτρων) είναι τέτοια που δεν αφήνει τον απαραίτητο χρόνο για προσεκτική σκέψη. Πολλές φορές οι συνέπειες είναι τελείως απρόβλεπτες, και μόνο κάποια τραγικά γεγονότα κάνουν τους ανθρώπους να προβληματισθούν, συνήθως όμως για σύντομο χρονικό διάστημα. Το γεγονός αυτό έχει δημιουργήσει μια σειρά ηθικών προβλημάτων στη σύγχρονη ιατρική. Ένα από αυτά είναι και το δίλημμα της ευθανασίας.
Πώς ανέκυψε το πρόβλημα αυτό; Η πρόοδος της ιατρικής και η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου έχουν οδηγήσει σε παράταση του χρόνου ζωής. Το γεγονός αυτό με τη σειρά του σημαίνει ότι οι άνθρωποι έχουν περισσότερες πιθανότητες να πεθάνουν από χρόνια νοσήματα που χαρακτηρίζονται από προοδευτική φθορά και εξάντληση, όπως ο καρκίνος, παρά από μια οξεία, σύντομη νόσο όπως η πνευμονία.
Η δυνατότητα της επιστήμης να παρατείνει τη ζωή σ’ αυτό το ‘φυτικό’ επίπεδο τρομάζει τον άνθρωπο που, ενώ είχε φτάσει να περιμένει σχεδόν τα πάντα από την ιατρική, ξαφνικά διαπιστώνει ότι υπάρχουν όρια στη γνώση και στην ικανότητα διατήρησης της υγείας επ’ αόριστον. Η συνειδητοποίηση αυτή κάνει κάποιους ανθρώπους να ανησυχούν για το μέλλον τους. Θα αναγκασθούν κι αυτοί να υποφέρουν με τέτοιο ‘αναξιοπρεπή’ τρόπο; Θα έρθει άραγε μια μέρα που θα διατηρούνται τεχνητά στη ζωή χωρίς να μπορούν να επικοινωνούν και χωρίς ελπίδα αποκατάστασης; Μπορούν να κάνουν κάτι για να προλάβουν μια τέτοια εξέλιξη; Μπορούν να απαλλαγούν από τη συμφορά αυτή, αν τους τύχει;
Ο όρος ‘ευθανασία’ (= καλός θάνατος) χρησιμοποιείται στην πράξη για να υποδηλώσει τον τερματισμό της ζωής με τον καλύτερο δυνατό τρόπο όταν ο ασθενής πάσχει από μια ανίατη, επώδυνη και βασανιστική ασθένεια ή έχει χάσει τα λογικά του. Οι οπαδοί της πιστεύουν ότι είναι απόλυτα αποδεκτό να δώσει ο γιατρός στον ασθενή τα μέσα για να αυτοκτονήσει (‘υποβοηθούμενη αυτοκτονία’ με φάρμακα) ή ακόμη και να τερματίσει τη ζωή του αρρώστου με μια ένεση θανατηφόρου φαρμάκου (‘ενεργητική ευθανασία’ ή ‘θανάτωση από οίκτο’). Υποστηρίζουν ότι η ποιότητα της ζωής είναι πιο σημαντική από τη διάρκειά της, ότι ο άνθρωπος θα πρέπει να έχει τον έλεγχο του τρόπου και του χρόνου του θανάτου του, και ότι αν η ζωή γίνει ανυπόφορη από πόνο ή άλλα ενοχλήματα ο άνθρωπος θα πρέπει να είναι ελεύθερος να διαλέξει ένα ‘θάνατο με αξιοπρέπεια’.
Άλλοι, λιγότερο επιθετικοί, προσπαθούν να αποφύγουν την τεχνητή παράταση της ζωής επί μήνες ή χρόνια και προτείνουν τη διακοπή της μηχανικής υποστήριξης, ακόμη και της τεχνητής διατροφής, σε άτομα που δεν έχουν ελπίδα ανάνηψης από μια καταστροφική νόσο, ώστε να πεθάνουν ειρηνικά (‘παθητική ευθανασία’). Μάλιστα εισηγούνται να συμπληρώνει εκ των προτέρων ο άνθρωπος μια ‘διαθήκη ζωής’ (living will) στην οποία να δηλώνει πώς επιθυμεί να αντιμετωπισθεί αν ποτέ βρεθεί σε μια κατάσταση στην οποία δεν θα μπορεί να αποφασίσει μόνος του, ώστε οι συγγενείς του και οι γιατροί να μη τον υποβάλουν σε περιττές υποστηρικτικές τεχνικές που απλώς θα παρατείνουν την διαδικασία του θανάτου χωρίς να του προσφέρουν ίαση.
Ενεργητική και παθητική ευθανασία, θανάτωση από οίκτο, θάνατος με αξιοπρέπεια, διαθήκες ζωής, ποιότητα ζωής, ελευθερία επιλογής… Τόσοι νέοι όροι γίνονται κάθε τόσο θέματα καθημερινής συζήτησης. Σε χώρες όπως η Ολλανδία η νομοθεσία και το επίσημο ιατρικό σώμα έχουν υιοθετήσει τέτοιες πρακτικές. Είναι όμως τα θέματα αυτά μόνο ιατρικά; Πώς θα πρέπει εμείς ως Ορθόδοξοι Χριστιανοί να βλέπουμε αυτές τις προτάσεις; Η απάντηση θα πρέπει να βασισθεί στην πίστη μας για τη θέση του ανθρώπου μέσα στην κτιστή δημιουργία. Αυτή θα εξετάσουμε με συντομία στη συνέχεια.
2. ‘Εν αρχή…’
Ως Χριστιανοί πιστεύουμε ότι ο Θεός έδειξε ιδιαίτερη πρόνοια για τη δημιουργία του ανθρώπου. Τον έπλασε ‘κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσίν’ Του, του εμφύσησε ‘πνοήν ζωής’, και τον έκανε κύριο του κτιστού κόσμου. Ως εικόνα του Θεού ο άνθρωπος μπορούσε να είναι αθάνατος: όσο ο ίδιος, ελεύθερα και με τη θέλησή του, υπάκουε στον Θεό, δεν θα γνώριζε πόνο, κόπωση, βασανιστική αρρώστια και θάνατο.

Ο Θεός με την αγάπη και την ευσπλαχνία Του δεν εγκατέλειψε τον άνθρωπο. Χρησιμοποίησε κάθε ευκαιρία για να του διδάξει το θέλημά Του, και τέλος έστειλε στον κόσμο τον Υιό Του, τον Ιησού Χριστό, που έζησε ως άνθρωπος υπάκουος στον Θεό-Πατέρα, απέθανε και αναστήθηκε από τους νεκρούς, δείχνοντας έτσι στον πλανημένο άνθρωπο τον δρόμο της επιστροφής στο Θεό μέσω της υπακοής. Επίσης του επέτρεψε να χρησιμοποιήσει τα θεϊκά χαρίσματα και τις ιδιότητές του, όπως νόηση, φαντασία και δημιουργικότητα, για να βελτιώσει τη ζωή του στον κόσμο αυτό. Ο άνθρωπος το έχει επιτύχει αυτό, ιδίως στις μέρες μας, σε μεγάλο βαθμό, όπως είπαμε στην αρχή. Ωστόσο, το πιο βέβαιο πράγμα στη ζωή μας εξακολουθεί να είναι ότι μια μέρα όλοι θα πεθάνουμε.
Ο χρόνος και ο τρόπος του θανάτου για τον καθένα μας παραμένει άγνωστος, κι αυτό είναι πηγή μεγάλου άγχους για τον σύγχρονο άνθρωπο που έχει συνηθίσει να προβλέπει και να προκαθορίζει τα πάντα. Έτσι, καυχιόμαστε ότι οργανώνουμε τη ζωή μας. Μας αρέσει να κρατούμε χρονοδιαγράμματα, να νιώθουμε ανεξάρτητοι, να έχουμε τον έλεγχο των καταστάσεων. Με τον τρόπο αυτό ξεχνούμε τη θνητότητά μας και έχουμε την πεποίθηση ότι η επιστήμη θα μας κρατήσει ζωντανούς για πάντα.
Μια άλλη πηγή ανησυχίας για τον άνθρωπο είναι η φύση του θανάτου. Ο θάνατος είναι το μεγάλο μυστήριο, το τεράστιο ερωτηματικό που μπορεί να απαντηθεί μόνο μια φορά και προσωπικά για τον καθένα. Κανείς άλλος δεν μπορεί να μας πει πώς είναι ή να μας δώσει μια ιδέα για το τι να περιμένουμε από εκεί και μετά. Ακόμη, έχουμε καθιερώσει αδρά κριτήρια για τον ‘κλινικό θάνατο’ ή τον ‘εγκεφαλικό θάνατο’, αλλά κανένα επιστημονικό όργανο, όσο ευαίσθητο κι αν είναι, δεν μπορεί να ανιχνεύσει τη στιγμή που εκείνη η ‘πνοή ζωής’ εγκαταλείπει το υλικό σώμα που στη συνέχεια πιστοποιείται ως νεκρό. Έτσι, αυτό που γίνεται τη στιγμή του θανάτου και από εκεί και πέρα ξεπερνά τις φυσικές αισθήσεις και γίνεται υπερβατικό ή μεταφυσικό ζήτημα. Για τον Χριστιανό αυτό σημαίνει ζήτημα πίστης.
Έτσι, φαίνεται καθαρά ότι οι ανησυχίες του κοσμικού ανθρώπου πηγάζουν από δυο συναφείς μεταξύ τους αιτίες: την εκούσια περιφρόνησή του προς τον Δημιουργό Θεό και την υπέρμετρη εμπιστοσύνη στις δικές του δυνάμεις και γνώσεις, που όμως αποδεικνύονται περιορισμένες. Αυτό είναι το δεύτερο σημαντικό σημείο στη συζήτησή μας: αφού επέλεξε τον πόνο και τον θάνατο μέσω της εγωιστικής ανυπακοής του προς τον Θεό, ο άνθρωπος συνεχίζει να συμπεριφέρεται με ακόμη πιο υπεροπτικό τρόπο προς Αυτόν. Η απαίτησή του για ‘εύκολο θάνατο’ μπορεί να θεωρηθεί ως εκδήλωση αυτής της συμπεριφοράς.
3. Η ιατρική άποψη
Ποια είναι τα επιχειρήματα εκείνων που προτείνουν την ευθανασία;
Αυτή είναι μια από τις πιο επικίνδυνες πτυχές της ευθανασίας: ότι δηλ. από τη στιγμή που θα θεωρηθεί ηθικά και νομικά αποδεκτή για μια συγκεκριμένη ομάδα ασθενών, δεν υπάρχει τρόπος να περιορισθεί η χρήση της στην ομάδα αυτή. Αργά ή γρήγορα θα προστεθούν και άλλα νοσήματα στον κατάλογο των ‘ενδείξεων’ για θανάτωση.
Ως απάντηση στο πρόβλημα του καρκινικού πόνου και των άλλων συμπτωμάτων της ανίατης νόσου τις τελευταίες δεκαετίες έχει λάβει μεγάλη ανάπτυξη ή ανακουφιστική φροντίδα. Συχνά οι ασθενείς ζητούν τον θάνατο, ενώ στην πραγματικότητα αυτό που θέλουν είναι η ανακούφιση από τον πόνο. Είναι εκπληκτικό πόσο λίγο εκπαιδευμένοι είναι ακόμη και οι ειδικοί γιατροί στα μέσα και τους τρόπους ελέγχου των βασανιστικών συμπτωμάτων. Η απάντηση στο αίτημα για ευθανασία είναι καλύτερη φροντίδα και ανακούφιση, και όχι θανάτωση των ασθενών.
Υπάρχουν κι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι η χορήγηση μεγάλων δόσεων φαρμάκων για ανακούφιση του καρκινικού πόνου δεν διαφέρει από την ευθανασία, διότι τα φάρμακα μπορεί να επιταχύνουν τον θάνατο του αρρώστου. Αυτό οπωσδήποτε δεν αληθεύει, εφόσον τα φάρμακα χρησιμοποιούνται με τον σωστό τρόπο. Επιπλέον, υπάρχει τεράστια ηθική διαφορά ανάμεσα στις δυο πράξεις: στην πρώτη σκοπός είναι να ανακουφίσουμε τον πάσχοντα χωρίς να βλάψουμε τη ζωή του, ενώ στη δεύτερη επιδιώκουμε να σκοτώσουμε τον ασθενή, γεγονός ιατρικά απαράδεκτο.
Τέλος, η θανάτωση ενός ασθενούς είναι μια πράξη επαγγελματικής προδοσίας, που διαβρώνει τη σχέση εμπιστοσύνης ανάμεσα στον γιατρό και τους ασθενείς του. Πώς θα νιώθει ένας άρρωστος στη σκέψη ότι ο γιατρός του έχει ήδη θανατώσει άλλους ασθενείς όταν δεν μπορούσε πλέον να τους βοηθήσει με άλλο τρόπο; Ο συνετός γιατρός έχει την ταπείνωση να αναγνωρίζει ότι υπάρχουν όρια στις επιστημονικές του δυνατότητες και στην ηθική του εξουσία, τα αποδέχεται και ενεργεί πάντα μέσα σ’ αυτά.
4. Η Ορθόδοξη θεώρηση
Όπως είπαμε παραπάνω, ο πόνος και θάνατος μπήκαν στη ζωή του ανθρώπου ως συνέπειες της ανυπακοής. Ο άνθρωπος μπορεί να ανεχθεί ένα βαθμό πόνου ή να προσπαθήσει να ανακουφίσει τον πόνο όταν αυτός γίνεται ανυπόφορος, και αυτό είναι απόλυτα επιτρεπτό. Έτσι, ο σωματικός πόνος μπορεί να ελεγχθεί σχεδόν πλήρως με ισχυρά αναλγητικά φάρμακα. Ωστόσο, υπάρχουν και άλλες μορφές πόνου όπως ο συναισθηματικός και ο πνευματικός πόνος, που δεν επηρεάζονται από τα φάρμακα. Το να βλέπεις ένα φίλο ή συγγενή να χάνει προοδευτικά τις νοητικές του ικανότητες και να αναπτύσσει άνοια είναι μια μορφή συναισθηματικού πόνου. Το άγχος και ο φόβος του αγνώστου μπροστά στο θάνατο που πλησιάζει αποτελεί πνευματικό πόνο. Τέτοιοι πόνοι μπορεί να πάρουν πολλές μορφές και να είναι πολύ έντονοι. Τι μπορεί να κάνει γι’ αυτούς ο άνθρωπος;
Ίσως δεν είναι λάθος να πούμε ότι, από Χριστιανική θεώρηση, όλοι αυτοί οι επί μέρους πόνοι είναι κομμάτια ή δείγματα του ενός μεγάλου πόνου που βασανίζει τον άνθρωπο από τη γέννησή του: του πόνου του χωρισμού από τον Θεό Πατέρα. Ένας πιστός μπορεί να πάσχει διότι έχει επίγνωση των αμαρτιών του και διότι δεν βρίσκεται τόσο κοντά στο Θεό όσο θα ήθελε.
Ωστόσο, παρά τον μεγάλο αυτό πνευματικό πόνο, ο άνθρωπος δεν έχει το δικαίωμα να εγκαταλείψει τη ζωή με δική του πρωτοβουλία και θέληση. Δεν μπορούμε να στερήσουμε τους εαυτούς μας από την αθάνατη ψυχή, την πνοή του Θεού που κατοικεί μέσα στον καθένα μας. Αν αρνηθούμε αυτό το δώρο της ζωής, απορρίπτουμε τον Θεό ως Δημιουργό και Ζωοδότη.
Κατά παρόμοιο τρόπο, ένας άνθρωπος δεν μπορεί να αφαιρέσει μια άλλη ανθρώπινη ζωή για οποιοδήποτε λόγο, ακόμη και με τον φαινομενικά ευγενικό σκοπό της ανακούφισης από μια τρομερή και βασανιστική αρρώστια. Πολύς λόγος γίνεται στην εποχή μας για ‘ποιότητα ζωής’, υπονοώντας ότι φτάνει κάποια στιγμή που η ζωή δεν αξίζει να τη ζει κανείς. Αυτή η ‘αναξιότητα’ συνήθως κρίνεται με τα προσωπικά μας πρότυπα για το τι αποτελεί καλή ζωή. Η κρίση αυτή είναι πολύ υποκειμενική και δεν λαμβάνει υπόψη τις διαστάσεις της ψυχής που είναι πέρα από τα συνηθισμένα όργανα και τρόπους μέτρησης. Ξέρουμε άραγε τι πραγματικά συμβαίνει μέσα στον φαινομενικά νεκρό νου ενός ατόμου σε βαθύ κώμα ή σε μόνιμη φυτική κατάσταση; Υπάρχει τρόπος να εκτιμήσουμε τις βαθύτερες εμπειρίες ενός προσώπου που είναι σε πλήρη άνοια με τα εξωτερικά κριτήρια; Ποιο δικαίωμα έχουμε να αποφασίσουμε ότι το πνεύμα του Θεού θα πρέπει να εγκαταλείψει πλέον αυτό το συγκεκριμένο πρόσωπο; Μπορούμε και πρέπει να προσευχόμαστε για λύτρωση και απαλλαγή του αρρώστου από τη δύσκολη κατάσταση στην οποία βρίσκεται (στο Ευχολόγιο της Εκκλησίας υπάρχει ειδική ακολουθία ‘Εις ψυχορραγούντα’), αλλά δεν έχουμε καμία απολύτως εξουσία να ωθήσουμε τον ασθενή προς τον θάνατο.
Μια από τις πιο χιλιοειπωμένες φράσεις σχετικά με την ευθανασία είναι ο ‘θάνατος με αξιοπρέπεια’.
Η διατύπωση αυτή μας κάνει συχνά να φανταζόμαστε μια θεατρική κατάσταση, όπου ο ασθενής ντύνεται τα καλά του, αποχαιρετά τα αγαπημένα του πρόσωπα, πίνει ένα τελευταίο ποτήρι από το προσφιλές του ποτό, κι έπειτα ο επιβλέπων ιατρός θέτει σε λειτουργία την αντλία με το φάρμακο που θα τον αποκοιμίσει για πάντα.
Ποιος είναι ο Χριστιανικά αξιοπρεπής θάνατος; Η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει μια απλή και πασίγνωστη δέηση που επαναλαμβάνει σε όλες τις καθημερινές ακολουθίες, πρωί και βράδυ:‘Χριστιανά τα τέλη της ζωής ημών, ανώδυνα, ανεπαίσχυντα, ειρηνικά, και καλήν απολογίαν την επί του φοβερού βήματος του Χριστού αιτησώμεθα’. Τα σημαντικά λοιπόν στοιχεία ενός Χριστιανικού θανάτου είναι πίστη, καθαρή συνείδηση και εσωτερική ειρήνη, ώστε να μπορέσουμε να δώσουμε καλή απολογία στον Κριτή Χριστό με την ελπίδα ότι θα μας δεχθεί κοντά Του για πάντα. Στο επιχείρημα για ‘θάνατο με αξιοπρέπεια’ θα πρέπει να αντιτάσσουμε το ερώτημα: πόσο ‘αξιοπρεπής’ ήταν άραγε ο θάνατος του Χριστού στο σταυρό;
Αυτή είναι η απάντηση της Ορθόδοξης Εκκλησίας στο μυστήριο του θανάτου: ότι ο Ιησούς Χριστός έγινε άνθρωπος σαν εμάς και πέρασε τη ζωή Του πάνω στη γη όπως θα έπρεπε να είχε κάνει ο άνθρωπος πριν από την πτώση, δηλαδή με πλήρη υπακοή στο Θεό Πατέρα, ‘υπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δεν σταυρού’ σύμφωνα με τον Απόστολο Παύλο.
Με το να δείξει τέτοια υπακοή και παρ’ όλα αυτά να υποστεί θάνατο ωσάν να ήταν πεπτωκώς άνθρωπος όπως εμείς, ο Χριστός άνοιξε το δρόμο προς μια νέα ζωή ‘γενόμενος πρωτότοκος εκ των νεκρών’ όταν αναστήθηκε την τρίτη ημέρα. Στο δρόμο αυτό τον ακολούθησαν εκατομμύρια άγιοι και μάρτυρες. ‘Ώσπερ εν τω Αδάμ πάντες αποθνήσκουσιν, ούτω και εν τω Χριστώ πάντες ζωοποιηθήσονται’ είναι η υπόσχεση του Κυρίου με τα λόγια του μεγάλου Αποστόλου Του (Α΄ Κορινθ. 15:22). Από την ημέρα της Αναστάσεως ο άνθρωπος δεν πρέπει να έχει τον φόβο του θανάτου:‘Μηδείς φοβείσθω θάνατον, ηλευθέρωσε γαρ ημάς ο θάνατος του Σωτήρος’, διαλαλεί ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος στον Κατηχητικό Λόγο του για την εορτή του Πάσχα.
Ως Χριστιανοί, ‘είτε ζώμεν, εν Κυρίω ζώμεν, είτε αποθνήσκομεν, εν Κυρίω αποθνήσκομεν’ (Ρωμ. 14:8). Με την παρήγορη αυτή σκέψη, ότι ‘εάν τε ζώμεν εάν τε αποθνήσκωμεν του Κυρίου εσμέν’, θα πρέπει συνεχώς να εφαρμόζουμε την προτροπή που ακούμε στη Θεία Λειτουργία: ‘εαυτούς και αλλήλους και πάσαν την ζωή ημών Χριστώ τω Θεώ παραθώμεθα’.