Βλέπετε τί συνέβη; Ἕνας ἀρνητικὸς ὅρος ἀντικατέστησε ἕναν θετικό, καὶ ἡ σημασία αὐτῆς τῆς ἀλλαγῆς ξεπερνᾶ τὴν ἁπλὴ φιλολογία. Ὁ ἀρνητικὸς ὅρος τῆς ἀνιδιοτέλειας κουβαλάει μέσα του τὴν πρόταση, ὄχι πρωτίστως τῆς διαφύλαξης καλῶν γιὰ τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ τὴν συνέχιση τῆς πορείας τοῦ ἀτόμου χωρὶς τοὺς ἄλλους, σὰν νὰ εἶναι τὸ σημαντικὸ σημεῖο ἡ ἐγκράτειά μας καὶ ὄχι ἡ εὐτυχία τους.
Δὲν νομίζω ὅτι αὐτὴ εἶναι ἡ χριστιανικὴ ἀρετὴ τῆς Ἀγάπης. Ἡ Καινὴ Διαθήκη ἔχει πολλὰ νὰ μᾶς πεῖ γιὰ τὴν αὐταπάρνηση, ὄχι ὅμως ὡς αὐτοσκοπό. Καλούμαστε νὰ ἀπαρνηθοῦμε τοὺς ἑαυτούς μας καὶ νὰ σηκώσουμε τὸ σταυρό μας ἔτσι ὥστε νὰ μπορέσουμε νὰ ἀκολουθήσουμε τὸ Χριστό, καὶ σχεδὸν κάθε περιγραφὴ αὐτοῦ ποὺ θὰ συναντήσουμε στὸ τέλος, ἂν τὰ καταφέρουμε, περιέχει ἕνα ἔρεισμα στὴν ἐπιθυμία μας.. Ἂν στὴ σύγχρονη σκέψη ἐλλοχεύει ἡ ἀντίληψη πὼς τὸ νὰ ἐπιθυμοῦμε τὸ δικό μας καλὸ καὶ νὰ ἐλπίζουμε γιὰ τὴν χαρὰ ποὺ μᾶς ἀποφέρει εἶναι κακὸ πρᾶγμα, πιστεύω πὼς ἡ ἀντίληψη αὐτὴ ἔχει παρεισφρήσει ἀπὸ τὸν Κὰντ καὶ τοὺς Στωικοὺς καὶ δὲν ἔχει καμία σχέση μὲ τὴν Χριστιανικὴ πίστη.
Ἀπεναντίας, ἂν σκεφτοῦμε γιὰ λίγο τὶς συγκλονιστικὲς ἀμοιβὲς ποὺ μᾶς ὑπόσχεται τὸ Εὐαγγέλιο, φαίνεται ξεκάθαρα πὼς ὁ Χριστὸς βρίσκει τὶς ἐπιθυμίες μας ὄχι πολὺ δυνατές, ἀλλὰ πολὺ ἀδύναμες. Εἴμαστε χλιαρά, ἀπρόθυμα πλάσματα ποὺ χαζολογᾶνε ὁλόγυρα πίνοντας ἀλκοόλ, κάνοντας σὲξ καὶ κυνηγώντας τὶς μάταιες φιλοδοξίες μας, ἐνῷ τὴν ἴδια ὥρα μᾶς προσφέρεται ἡ ἀστείρευτη εὐτυχία. Ὅπως ἕνα μικρὸ ἀνυποψίαστο παιδὶ ποὺ θέλει νὰ συνεχίσει νὰ παίζει στὴ λάσπη γιατί δὲν μπορεῖ νὰ φανταστεῖ τί σημαίνει τὸ κάλεσμα γιὰ μιά ἐκδρομὴ στὴ θάλασσα.. Εὐχαριστιόμαστε πάρα πολὺ εὔκολα.
Δὲν πρέπει νὰ μᾶς προβληματίζουν οἱ ἄπιστοι ποὺ ἰσχυρίζονται πὼς αὐτὴ ἡ ὑπόσχεση τῆς ἀμοιβῆς κάνει τὴν χριστιανικὴ ζωὴ μιά μισθοφορικὴ σχέση. Ὑπάρχουν πολλὰ εἴδη ἀνταμοιβῶν. Ὑπάρχει ἡ ἀνταμοιβὴ ποὺ δὲν ἔχει καμία φυσικὴ σύνδεση μὲ ὅ,τι ἔχει κάνει κανεὶς γιὰ νὰ τὴν ἀποκτήση, καὶ εἶναι σχεδὸν ξένη στὶς ἐπιθυμίες ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ συνοδεύουν αὐτὰ τὰ πράγματα.
Τὰ λεφτὰ δὲν εἶναι ἡ φυσικὴ ἀνταμοιβὴ τῆς ἀγάπης, γι’αὐτὸ ἀποκαλοῦμε ἕναν ἄντρα μισθοφόρο ἂν παντρευτεῖ μιά γυναίκα γιὰ τὰ λεφτά της. Ὅμως ὁ γάμος εἶναι ἀντάξια ἀνταμοιβὴ γιὰ ἕναν ἀληθινὰ ἐρωτευμένο, χωρὶς αὐτὸς ποὺ τὸν ἐπιθυμεῖ νὰ θεωρεῖται μισθοφόρος.
Ἕνας στρατηγὸς ποὺ μάχεται ἄξια μὲ σκοπὸ νὰ κερδίσει κάποιον τίτλο τιμῆς εἶναι μισθοφόρος, ἐνῷ ἕνας στρατηγὸς ποὺ μάχεται γιὰ τὴ νίκη δὲν εἶναι. Ἐδῶ ἡ νίκη εἶναι ἡ ἀντάξια ἀνταμοιβὴ μιᾶς μάχης ὅπως καὶ ὁ γάμος εἶναι ἡ ἀντάξια ἀμοιβὴ τοῦ ἔρωτα. Ἡ ἀντάξια ἀνταμοιβὴ δὲν εἶναι προσκολλημένη πάνω στὴν ἐνέργεια γιὰ τὴν ὁποία δόθηκε, ἀλλὰ ἡ ἴδια ἡ ἐνέργεια σὲ πληρότητα.
Ὑπάρχει καὶ μία τρίτη περίπτωση, ποὺ εἶναι πιὸ πολύπλοκη. Ἡ εὐχαρίστηση τῆς ἀνάγνωσης τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς ποίησης εἶναι σίγουρα ἀντάξια καὶ ὄχι μισθοφορικὴ ἀνταμοιβὴ γιὰ νὰ μάθει κανεὶς ἀρχαῖα ἑλληνικά. Ὡστόσο αὐτὸ μποροῦν νὰ τὸ διαπιστώσουν, μόνο ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν φτάσει στὸ σημεῖο νὰ μποροῦν νὰ εὐχαριστηθοῦν τὴν ἑλληνικὴ ποίηση. Ὁ μαθητὴς ποὺ μόλις ξεκίνησε νὰ μαθαίνει ἀρχαία ἑλληνικὴ γραμματικὴ δὲν μπορεῖ νὰ ἀδημονεῖ γιὰ τὴν μετέπειτα ἀπόλαυση τῆς ἀνάγνωσης τοῦ Σοφοκλῆ, ὅπως ἕνας ἐρωτευμένος λαχταρᾶ τὸ γάμο καὶ ἕνας στρατηγὸς τὴ νίκη.
Πρέπει νὰ ξεκινήσει κοπιάζοντας στὴν ἀρχὴ γιὰ βαθμούς, ἤ γιὰ νὰ μὴν τὸν τιμωρήσουν, ἤ γιὰ νὰ εὐχαριστήσει τοὺς γονεῖς του, ἤ στὴν καλύτερη περίπτωση ἐλπίζοντας γιὰ κάποιο μελλοντικὸ καλὸ ποὺ στὴν παροῦσα φάση δὲν μπορεῖ νὰ φανταστεῖ οὔτε νὰ ἐπιθυμήσει. Ἡ θέση του ἑπομένως μοιάζει μὲ αὐτὴ τοῦ μισθοφόρου. Ἡ ἀμοιβή του θὰ εἶναι ἀντάξια του κόπου του ἀλλὰ αὐτὸ δὲν θὰ τὸ ξέρει μέχρι νὰ τὴν πάρει. Προφανῶς, ἡ ἀνταμοιβή του θὰ εἶναι σταδιακή. Ἡ εὐχαρίστηση θὰ ἀντικαθιστᾷ σιγὰ σιγὰ τὴν ἁπλὴ ἀγγαρεία, καὶ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ πεῖ πότε ξεκίνησε τὸ πρῶτο καὶ πότε σταμάτησε τὸ δεύτερο. Ὅμως μόνο ὅταν φτάσει ἀρκετὰ κοντὰ στὴν ἀνταμοιβὴ θὰ μπορεῖ νὰ τὴν ἐπιθυμήσει.
Ὁ χριστιανός, σὲ σχέση μὲ τὸν Παράδεισο, βρίσκεται λίγο πολὺ στὴν ἴδια θέση μὲ τὸν μαθητή. Ὅσοι κέρδισαν τὴν αἰώνια ζωὴ καὶ ἔχουν ἄμεση θέα τοῦ προσώπου τοῦ Θεοῦ, χωρὶς ἀμφιβολία ξέρουν πολὺ καλὰ ὅτι δὲν εἶναι μιά ἁπλὴ δωροδοκία, ἀλλὰ αὐτὴ καθεαυτὴ ἡ ἐκπλήρωση τῆς γήινής τους ὑπακοῆς. Ὅμως ἐμεῖς ποὺ δὲν ἔχουμε φτάσει ἐκεῖ ἀκόμα, δὲν μποροῦμε νὰ τὸ γνωρίζουμε ὅπως ἐκεῖνοι. Καὶ δὲν θὰ ἀρχίσουμε ποτὲ νὰ συνειδητοποιοῦμε τὸ παραμικρό, ἐκτὸς ἂν συνεχίσουμε νὰ ὑπακοῦμε καταφέρνοντας νὰ συναντήσουμε τοὺς πρώτους καρποὺς τῆς ὑπακοῆς μας, τὴν αὐξανόμενη δύναμη νὰ ἐπιθυμοῦμε τὴν ἀπόλυτη ἀνταμοιβή.
Ἀναλογικὰ καθὼς θὰ αὐξάνει ἡ ἐπιθυμία μας, οἱ φόβοι μας, ἐκτὸς καὶ ἂν ἐπρόκειτο γιὰ τὴν ἐπιθυμία ἑνὸς μισθοφόρου, θὰ ἀρχίσουν νὰ διαλύονται καὶ στὸ τέλος θὰ ἀποδειχτοῦν ἀβάσιμοι. Ὅμως πιθανότατα αὐτὸ γιὰ τοὺς περισσότερους ἀπὸ ἐμᾶς δὲν θὰ γίνει μέσα σὲ μία μέρα. Ἡ ποίηση ἀντικαθιστᾷ τὴν γραμματική, τὸ εὐαγγέλιο ἀντικαθιστᾶ τὸ νόμο, ἡ προσμονὴ ἀντικαθιστᾶ τὴν ὑπακοή, ὅπως ἡ παλίρροια σηκώνει ἕνα πλοῖο ἀπὸ τὸ ἔδαφος.
Ὅμως ὑπάρχει καὶ μία ἄλλη σημαντικὴ ὁμοιότητα ἀνάμεσα στὸν μαθητὴ καὶ σὲ ἐμᾶς. Ἂν εἶναι ἕνα παιδὶ μὲ φαντασία θὰ ἀρχίσει νὰ μεθάει, πιθανότατα, μὲ τοὺς Ἄγγλους ποιητὲς καὶ ρομαντικοὺς ποὺ εἶναι κατάλληλοι γιὰ τὴν ἡλικία του, πρὶν ἀρχίσει νὰ ὑποπτεύεται ὅτι ἡ ἑλληνικὴ γραμματικὴ θὰ τὸν ὁδηγήσει σὲ ὅλο καὶ περισσότερες ἀπολαύσεις αὐτοῦ τοῦ εἴδους. Μπορεῖ μάλιστα νὰ ἀδιαφορεῖ γιὰ τὰ ἑλληνικά του καὶ νὰ διαβάζει Shelley καὶ Swinburne στὰ κρυφά. Μὲ ἄλλα λόγια, ἡ ἐπιθυμία τὴν ὁποία πρόκειται νὰ ἐκπληρώσουν τὰ ἑλληνικά, ὑπάρχει ἤδη μέσα του καὶ εἶναι προσκολλημένη σὲ ἀντικείμενα ποὺ τοῦ μοιάζουν ἀρκετὰ διαφορετικὰ γιὰ τὴν ὥρα ἀπὸ τὸν Ξενοφῶντα καὶ τὰ ἑλληνικὰ ρήματα.
Ἂν εἴμαστε φτιαγμένοι γιὰ τὸν Παράδεισο, ἡ ἐπιθυμία γιὰ αὐτὸν θὰ εἶναι ἤδη μέσα μας, χωρὶς ὡστόσο νὰ εἶναι προσκολλημένη στὸ ἀληθινὸ ἀντικείμενο τοῦ πόθου, καὶ μπορεῖ πιθανότατα νὰ μᾶς φαίνεται καὶ σὰν ἀνταγωνιστὴς αὐτοῦ τοῦ ἀντικειμένου. Καὶ αὐτὸ ἀκριβῶς νομίζω ὅτι μᾶς συμβαίνει. Χωρὶς ἀμφιβολία ὑπάρχει ἕνα σημεῖο στὸ ὁποῖο ἡ ἀναλογία μὲ τὸν μαθητὴ καταρρέει. Ἡ ἀγγλικὴ ποίηση ποὺ διαβάζει ἐνῷ θὰ ἔπρεπε νὰ κάνει τὶς ἀσκήσεις ἑλληνικῶν, μπορεῖ νὰ εἶναι τὸ ἴδιο καλὴ μὲ τὴν ἑλληνικὴ ποίηση στὴν ὁποία τὸν ὁδηγοῦν οἱ ἀσκήσεις, ἔτσι ὥστε μὲ τὸ νὰ καταπιάνεται μὲ τὸν Μίλτον ἀρνούμενος ἕνα ταξίδι στὴν ποίηση τοῦ Αἰσχύλου, ἡ ἐπιθυμία του νὰ μὴν ἀγκαλιάζει ἕνα μικρὸ ὑποκατάστατο. Ἡ περίπτωσή μας ὅμως εἶναι διαφορετική. Ἂν ἕνα ἄχρονο, ἀτελείωτο καλὸ εἶναι ὁ πραγματικός μας σκοπός, τότε ὁποιοδήποτε ἄλλο καλὸ στὸ ὁποῖο προσκολλᾶται ἡ ἐπιθυμία μας εἶναι ὡς ἕνα βαθμὸ ἀπατηλό, καὶ ἔχει στὴν καλύτερη περίπτωση μόνο μία συμβολικὴ σχέση μὲ αὐτὸ ποὺ πράγματι εἶναι ἱκανὸ νὰ τὴν χορτάσει.
Σχολιάζοντας τὴν ἐπιθυμία γιὰ τὸν Παράδεισο, τὴν ὁποία μποροῦμε νὰ δοῦμε ἀκόμα καὶ τώρα μέσα μας, αἰσθάνομαι κάποια ντροπή. Διαπράττω σχεδὸν μία ἀτιμία. Προσπαθῶ νὰ φανερώσω σὲ κάθε ἕναν ἀπὸ ἐσᾶς τὸ ἀπαρηγόρητο μυστικό, ποὺ μᾶς πληγώνει σὲ τέτοιο βαθμὸ ὥστε νὰ τὸ ἐκδικούμαστε δίνοντάς του ὀνόματα ὅπως Νοσταλγία καὶ Ρομαντισμὸς καὶ Ἐφηβεία· ἐκεῖνο τὸ μυστικὸ ποὺ μᾶς διαπερνᾷ μὲ τέτοια γλυκύτητα ποὺ ὅταν, σὲ ἀνοικτὲς συζητήσεις, ἡ ἀναφορὰ σὲ αὐτὸ εἶναι ἄμεση, ἀντιδροῦμε περίεργα καὶ καταλήγουμε νὰ γελᾶμε μὲ τοὺς ἑαυτούς μας· τὸ μυστικὸ ποὺ δὲν μποροῦμε οὔτε νὰ κρύψουμε ἀλλὰ οὔτε καὶ νὰ ποῦμε, ἂν καὶ θέλουμε νὰ τὰ κάνουμε καὶ τὰ δύο. Δὲν μποροῦμε νὰ τὸ ποῦμε γιατί εἶναι μία ἐπιθυμία γιὰ κάτι ποὺ δὲν ἔχει γίνει ἄμεσα γνωστὸ στὴν ἐμπειρία μας. Δὲν μποροῦμε νὰ τὸ κρύψουμε γιατί ἡ ἐμπειρία μας, μᾶς τὸ προτείνει συνεχῶς, καὶ προδίδουμε τοὺς ἑαυτούς μας ὅπως οἱ ἐρωτευμένοι στὸ ἄκουσμα ἑνὸς ὀνόματος. Τὸ ποιὸ συχνὸ ὑποκατάστατο εἶναι νὰ τὸ ὀνομάζουμε ὀμορφιὰ καὶ νὰ συμπεριφερόμαστε σὰν νὰ ἔχουμε καλύψει ἔτσι τὸ θέμα….