Ὁ
Κύριος, ἀγαπητοί μου, διὰ θαύματος τρέ-
φει μέσα στὴν ἔρημο ἕναν ὁλόκληρο λαό.
Δὲν εἶνε θαυμαστὸ νὰ βγαίνῃ τόσος
κόσμος
στὴν ἔρημο
; Ἔγινε ἄλλοτε κάτι τέτοιο; Μόνο
ὅταν ὁ Μωυσῆς ὡδηγοῦσε τὸν Ἰσραὴλ στὴ Γῆτῆς ἐπαγγελίας. Οἱ ἅγιοι ἐρημῖτες εἶνε σπάνι-
οι· κατὰ κανόνα ὁ ἄνθρωπος εἶνε κοινωνικὸ ὄν.
Σ
τὴν ἔρημο τὸ πλῆθος· μόνο οἱ ἄντρες
ἦτανπέντε χιλιάδες
(Ματθ. 14,21)
· μαζὶ μὲ τὶς γυναῖκες καὶ
τὰ παιδιὰ θὰ ἦταν πολὺ περισσότεροι.
Ἐκεῖ λοιπόν, στὴν ἔρημο, αὐτὸς ποὺ τρέφει
ὅλη τὴν οἰκουμένη, ἑτοίμασε ἀπὸ
«πέντε ἄρ–
τους καὶ δύο ἰχθύας»
τραπέζι
γιὰ τὸ ἀμέτρητο
πλῆθος. Τραπέζι ὄχι φτωχικὸ ἀλλὰ
πλούσιο
,ἀπ᾽ ὅπου σηκώθηκαν ὅλοι χορτᾶτοι. Ἀπόδει-
ξις ὅτι χόρτασαν εἶνε τὰ περισσεύματα·
«ἔφα–
γον πάντες καὶ ἐχορτάσθησαν, καὶ ἦραν
(=σή-κωσαν, μάζεψαν)
τὸ περισσεῦον τῶν κλα
σμά- των δώδεκα κοφίνους πλήρεις»
(ἔ.ἀ. 14,20)
.
Ὁ Κύριος
, καθὼς τοὺς εἶδε ὅλους ἐκείνουςμπροστά του, αἰσθάνθηκε συμπάθεια καὶ
ἔδει-
ξε ἐξαιρετικὴ ἀγάπη
. Θεράπευσε τοὺς ἀρρώ-στους, ποὺ εἶχαν φέρει μαζί τους, καὶ τοὺς ἔ–
θρεψε ὅλους, ἄντρες, γυναῖκες, παιδιά
. Ἔγινε
γιὰ τὸ λαὸ καὶ
γιατρὸς
καὶ
πατέρας
· τοὺς ἔδω-
σε
ὅ,τι πιὸ ἀναγκαῖο, τὴν ὑγεία καὶ τὴν τροφή.Μὴ νομίσῃ ὅμως κανεὶς ὅτι τὰ δῶρα αὐτὰδόθηκαν χαριστικά. Ὁ μὲν Κύριος ἄνοιξε τὸ
παντοδύναμο χέρι του καὶ ἔδωσε πλούσια εὐ–
λογία, ἀλλὰ καὶ
ὁ λαὸς αὐτὸς ἦταν ἄξιος νὰλάβῃ
ὅ,τι ἔλαβε, διότι εἶχε ἀξία καὶ ἀρετή, ἡὁποία καὶ εἵλκυσε τὴν εὔνοια τοῦ Κυρίου. Ἂςἐπισημάνουμε δυὸ – τρία σημεῖα, ποὺ βγαί-νουν ἀπὸ τὸ κείμενο τοῦ ἱεροῦ εὐαγγελίου.
* * *
⃝ Ἀπόδειξι τῆς ἀρετῆς τοῦ λαοῦ αὐτοῦ εἶνετὸ γεγονός, ὅτι ἡ συρροή του στὴν ἔρημο γιὰ
νὰ συναντήσῃ τὸν Κύριο ἔγινε ἀμέσως μετὰ ἀ–πὸ ἕνα συνταρακτικὸ γεγονός, τὸ ὁποῖο λογι–
κὰ θὰ ἔπρεπε νὰ τοὺς ἔχῃ φοβίσει ὅλους· ἡσυγκέντρωσι στὴν ἔρημο
ἔγινελίγο μετὰ τὴσφαγὴ τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου
ἀ–πὸ τὸν Ἡρῴδη
(βλ. ἔ.ἀ. 14,1-13)
. Ἕνα τέτοιο γεγονὸςθὰ περίμενε κανεὶς νὰ ἔχῃ ταράξει καὶ τρο-μοκρατήσει τὸν κόσμο. Τὸ πλῆθος σκορπίζεικαὶ κλείνεται στὰ σπίτια, ὅταν βλέπῃ τὴν κρα-τικὴ ἐξουσία νὰ πατάσσῃ τοὺς ὁδηγούς του.Καὶ οἱ δώδεκα ἀπόστολοι κλείστηκαν στὸ ὑ–περῷο
«διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων»
(Ἰω. 20,19)
.Κ᾽ ἐδῶ λοιπὸν φονεύθηκε ὁ Ἰωάννης; ὁ λαὸςθὰ ἔπρεπε νὰ πτοηθῇ καὶ νὰ φοβᾶται, μήπωςὁ κακοῦργος Ἡρῴδης προχωρήσῃ καὶ συλ-λάβῃ καὶ τὸν ἄλλο γνωστὸ ὁδηγὸ τοῦ λαοῦ,τὸν Ἰησοῦ τὸ Ναζωραῖο, καὶ χτυπήσῃ τοὺς ἀ–κολούθους του.
«Πατάξω τὸν ποιμένα»
, ἔλε-γε ἡ προφητεία,
«καὶ διασκορπισθήσονται τὰ πρόβατα τῆς ποίμνης»
(βλ. Ζαχ. 13,7)
· λόγια ποὺ ὑ–πενθύμισε ὁ Χριστὸς στοὺς μαθητάς του ἀ–μέσως μετὰ τὸ μυστικὸ δεῖπνο
(βλ. Ματθ. 26,31)
. Αὐτὸλοιπὸν θὰ περίμενε κανεὶς καὶ ἐδῶ, μετὰ τὴθανάτωσι τοῦ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου. Ἐντούτοις
«τὸ δρᾶμα τοῦ Ἰωάννου»
δὲν φόβισετὸ λαό, ὅπως παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁΧρυσόστομος· ἡ ἀγάπη καὶ ἡ ἐκτίμησι ποὺἔτρεφαν στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἦταν τό-ση, ὥστε δὲν ὑπολόγισαν κανένα κίνδυνο· μὲθάρρος, ἐκδηλώνοντας φανερὰ τὰ αἰσθήμα-τά τους, τρέχουν νὰ συναντήσουν τὸν Ἰησοῦ.Αὐτὸ εἶνε μία πρώτη ἀπόδειξι τῆς ἀρετῆς τοῦ
λαοῦ· ἀλλὰ ἔχουμε κι ἄλλη, δεύτερη ἀπόδειξι.
⃝ Ὁ λαός, μόλις ἀντιλήφθηκε ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἔ–
φυγε σὲ ἔρημο μέρος,
τὸν ἀκολουθοῦν
«πεζῇ
ἀπὸ τῶν πόλεων»
(ἔ.ἀ. 14,13)
. Τί σημαίνει ἡ πληρο-φορία αὐτὴ τοῦ εὐαγγελιστοῦ; Ὅτι ὁ λαὸςαἰσθάνονταν τόσο τὴν ἀνάγκη νὰ ἔχουν τὸΧριστὸ ἀνάμεσά τους, ὥστε δὲν κάνουν χω–ρὶς αὐτόν· δὲν περιμένουν οὔτε γιὰ λίγο διά-
στημα, μέχρις ὅτου ἐκεῖνος νὰ ἐπιστρέψῃ κον–
τά τους. Ἔτσι ξεκινοῦν νὰ πᾶνε κοντά του·
καὶ μάλιστα ὄχι μὲ ἄλλα μέσα, πλοιάρια ἢ ὑπο-
Κυριακὴ Η΄ Ματθαίου (Ματθ. 14,14-22)14 Αὐγούστου 2016Περίοδος Δ΄ – Ἔτος ΛΓ΄Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 1962Συντάκτης (†) ἐπίσκοποςΑὐγουστῖνος Ν. Καντιώτης
Λαὸς ἄξιος τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν
«Ἐξελθὼν ὁ Ἰησοῦς εἶδε πολὺν ὄχλον…»
(Ματθ. 14,14)
«Ἐγενόμην ἐν Πνεύματι ἐν τῇ Κυριακῇ ἡμέρᾳ καὶ ἤκουσα φωνὴν ὀπίσω μου μεγάλην ὡς σάλπιγγος» (Ἀπ. 1,10)





ζύγια, ἀλλὰ μὲ τὰ πόδια,
«πεζῇ»
, μία λέξι ποὺλέει πολλά. Νὰ φανταστῇ κανεὶς ἐκεῖνο τὸπλῆθος νὰ ὁδοιπορῇ σὲ δύσβατους τόπους·ὄχι μόνο παιδιὰ καὶ νέοι, ἀλλὰ καὶ γυναῖκεςκαὶ ἡλιωμένοι καὶ ἀσθενεῖς. Εἶνε συγκινητικό.
Τί ἀγάπη, τί ἔρωτας, τί δίψα τῆς ψυχῆς! Ὁ Χρι-
στὸς βέβαια δὲν θὰ ἔμενε διαρκῶς στὴν ἔρη-μο· θὰ ἐπέστρεφε καὶ στὴν Καπερναοὺμ καὶστὶς ἄλλες πόλεις τῆς Γαλιλαίας, καὶ θὰ εἶχανπάλι εὐκαιρία νὰ τὸν δοῦν καὶ νὰ τὸν ἀκού-σουν. Ἀλλ᾿ αὐτοὶ δὲν ἀντέχουν νὰ μένουν μα-
κριά του. Τὸν ἐπιθυμοῦν, ξεσηκώνονται, βγαί-
νουν καὶ τὸν ἀναζητοῦν στὴν ἔρημο. Ἡ δίψατους αὐτὴ ζωντανεύει τὴν εἰκόνα τοῦ ψαλμῳ–δοῦ γιὰ τὸ διψασμένο ἐλάφι, ποὺ τρέχει, δι–ασχίζει μεγάλες ἀποστάσεις ἀναζητώντας νε-ρό, νὰ βρῇ τὴ δροσερὴ πηγή, ποὺ θὰ σβήσῃτὸ καμίνι τῆς δίψας του.
«Ὃν τρόπον»
, λέει,
«ἐπιποθεῖ ἡ ἔλαφος ἐπὶ τὰς πηγὰς τῶν ὑδά- των, οὕτως ἐπιποθεῖ ἡ ψυχή μου πρὸς σέ, ὁ Θεός»
· ὅπως τὸ ἐλάφι λαχταρᾷ καὶ τρέχει ἐ–κεῖ ποὺ πηγάζουν νερά, ἔτσι, Θεέ μου, λαχτα–ρᾷ καὶ τρέχει ἡ ψυχή μου σ᾽ ἐσένα
(Ψαλμ. 41,2)
. Ἐ–λάφια διψασμένα γιὰ τὸ λόγο καὶ τὴ χάρι τοῦΧριστοῦ ἦταν ὅλοι αὐτοί.⃝ Θέλουμε κι ἄλλη μία ἀπόδειξι τῆς ἀρετῆςτοῦ λαοῦ; Ἂς προσέξουμε πόσο χρόνο θὰμείνουν ἐκεῖ στὴν ἐρημιά. Ἔφτασαν ἐπὶ τέ-
λους στὸ σκοπό τους, βρῆκαν αὐτὸν ποὺ ζητοῦ–
σαν. Κ᾽ ἐκεῖνος, ἀφοῦ θεράπευσε τοὺς ἀρρώ-στους ποὺ εἶχαν φέρει μαζί τους, ἄνοιξε τὸστόμα του καὶ ἄρχισε νὰ τοὺς διδάσκῃ. Κρέ-μονται ἀπὸ τὰ χείλη του. Κ᾽ ἐνῷ οἱ ὧρες περ-νοῦν, ὁ λαὸς αὐτὸς δὲν δείχνει νὰ κουράζε-ται, δὲν βαριέται, δὲν δυσανασχετεῖ.
Παρα-τείνει τὴ διαμονή του στὴν ἔρημο
. Μετὰ ἀπὸλίγο ὁ ἥλιος θὰ βασιλέψῃ· ἀλλὰ τί μὲ τοῦτο;λάμπει ἐμπρός τους ὁ Ἰησοῦς, ὁ πνευματικὸςἭλιος· πρὸς αὐτὸν μικροὶ καὶ μεγάλοι ἔχουνστραμμένη τὴν προσοχή τους καὶ ἀδιαφο-ροῦν γιὰ τὴ δύσι τοῦ ἥλίου, γιὰ τὴ νύχτα ποὺζυγώνει, γιὰ τὴν ἀνάγκη τῆς τροφῆς. Μένουνκοντὰ στὸν Ἰησοῦ στὸ ὕπαιθρο, νηστικοί, ἀτε-νίζοντας ὅλοι σὲ ἕνα σημεῖο, στὸ πρόσωπότου. Ἡ προσήλωσί τους εἶνε τέτοια, ὥστε οἱμαθηταὶ ἄρχισαν νὰ σκέπτωνται ἐκεῖνο ποὺ ὁλαὸς αὐτὸς δὲν σκεπτόταν· τί θὰ γίνῃ ἂν νυ-χτώσῃ; Ποῦ θὰ βρεθοῦν τρόφιμα γιὰ τόσο κό-σμο; πῶς θὰ οἰκονομηθῇ ἀπὸ πλευρᾶς φαγη-τοῦ τέτοια συγκέντρωσι; Γι᾽ αὐτὸ οἱ μαθηταὶπαίρνουν τὸ θάρρος καὶ παρεμβαίνουν γιὰ νὰπαρακαλέσουν τὸν Κύριο νὰ ἀπολύσῃ τοὺς ὄ–χλους λέγοντας·
«Ἔρημός ἐστιν ὁ τόπος καὶ
ἡ ὥρα ἤδη παρῆλθεν· ἀπόλυσον τοὺς ὄ χλους,
ἵνα ἀπελθόντες εἰς τὰς κώμας ἀγοράσωσιν ἑαυτοῖς βρώματα»
(Ματθ. 14,15)
.Ἀλλ᾿ ἀκριβῶς γιατὶ τὸ πλῆθος ἔδειξε στὸνΚύριο τέτοια προθυμία, ἀφοσίωσι καὶ ἀγάπη,γι᾽ αὐτὸ κ᾽ ἐκεῖνος ἔκρινε ὅτι ὁ λαὸς αὐτὸςεἶνε
ἄξιος νὰ τραφῇ ἀκόμη καὶ μὲ ἕνα θαῦμα
.Δὲν εἶνε ὁ Χριστὸς ἐκεῖνος ποὺ εἶπε σὲ ὅ–σους ἀγωνιοῦν γιὰ τὴ συντήρησί τους
«Ζη- τεῖτε πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ, καὶ ταῦτα πάντα προστε- θήσεται ὑμῖν»
(ἔ.ἀ. 6,33)
; Αἴ λοιπόν· τὴν ἐπίσημηαὐτὴ ὑπόσχεσί του τὸν βλέπουμε νὰ τὴν πρα–γματοποιῇ τώρα. Ὁ λαὸς αὐτὸς εἶχε ἀποδεί-ξει τὴν ἡμέρα αὐτὴ μὲ τὴν ὅλη συμπεριφοράτου, ὅτι θέτει τὰ πνευματικὰ πάνω ἀπὸ τὰ ὑ–
λικά·
«ἐζήτει πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ»
.
Κ᾽ ἐκεῖνος λοιπὸν τοὺς δίνει τὰ ἀγαθά τουπλουσιοπάροχα· θεραπεύει, εὐλογεῖ, τρέφει,ἐλεεῖ τὸ λαό. Καὶ ὁ λαὸς φεύγει ἀπὸ τὴν ἔρη-μο ψυχικὰ καὶ σωματικὰ χορτασμένος. Ὁ Κύ-ριος ἔθρεψε καὶ τὶς ψυχὲς καὶ τὰ σώματα.Δὲν ὑπάρχει κανένας πεινασμένος!
* * *
Τί ἀποδεικνύει, ἀγαπητοί μου, αὐτὴ ἡ ὁμα-δικὴ διατροφὴ τοῦ λαοῦ; Ὅτι ἕνας λαὸς ποὺἀκολουθεῖ τὸν Κύριο στὸ δρόμο τῆς εὐσεβεί–ας καὶ τῆς ἀρετῆς, ἕνας λαὸς ποὺ ἐκτιμᾷ τὰπνευματικὰ πράγματα περισσότερο ἀπὸ τὰὑλικά, ἕνας λαὸς ποὺ δὲν ἐννοεῖ ἀκόμη καὶσὲ καιρὸ δυσμενῶν περιστάσεων ν᾿ ἀπομα-κρυνθῇ ἀπὸ τὸν Κύριο, ἕνας λαὸς ποὺ πι-στεύει, ὁ λαὸς αὐτὸς
δὲν θὰ στερηθῇ οὔτεκαὶ τὰ ὑλικὰ ἀγαθά
, ὅσα εἶνε ἀναγκαῖα γιὰ τὴσυντήρησί του. Ἕνα τέτοιο λαὸ ποτέ δὲν θὰτὸν ἀφήσῃ ὁ Κύριος νὰ πεινάσῃ καὶ νὰ πε-θάνῃ ἀπὸ τὴν πεῖνα.Γι᾽ αὐτό, ἂν θέλουμε νὰ ἔχουμε πάντοτετὴν εὐλογία τοῦ Κυρίου, πρέπει ὡς λαός, ἄρ–χοντες καὶ ἀρχόμενοι,
νὰ ζήσουμε μιὰ ζωὴ πί-στεως καὶ ἀρετῆς
, ποὺ νὰ ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸνΚύριο. Ἐὰν κρεμαστοῦμε ἀπὸ τὸν Κύριο, τό-τε βάλαμε τοὺς ἑαυτούς μας, τὶς οἰκογένειέςμας καὶ ὁλόκληρο τὸ ἔθνος μας κάτω ἀπὸ τὴνκραταιὰ προστασία του. Σὰν πιστὰ καὶ ἀφω-σιωμένα τέκνα τῆς
«βασιλείας»
του, δηλαδὴτῆς Ἐκκλησίας του, θὰ καθώμαστε συνδαιτυ-μόνες στὴν τράπεζα τοῦ ἐλέους του, ἡ ὁποίαπάντοτε θὰ ἔχῃ κάτι νὰ μᾶς δώσῃ καὶ γιὰ τὴνψυχή μας καὶ γιὰ τὸ σῶμα μας. Διότι ὁ Κύριοςεἶνε αὐτὸς ποὺ τρέφει ὅλους, καὶ μάλιστατοὺς ἀφωσιωμένους σ᾽ αὐτὸν διὰ τῆς πίστε-ως καὶ τῆς ἀρετῆς ψυχῶν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος