Ἐν Πειραιεῖ τῇ 10ῃ Αὐγούστου 2016
* * * * * *
Τέκνα μου ἐν Κυρίῳ ἀγαπητὰ καὶ περιπόθητα,
“ Ἐν τῇ Γεννήσει τήν παρθενίαν ἐφύλαξας,
ἐν τῇ Κοιμήσει τόν κόσμον οὐ κατέλιπες Θεοτόκε·
μετέστης πρός τήν ζωήν, μήτηρ ὑπάρχουσα τῆς ζωῆς,
καὶ ταῖς πρεσβείαις ταῖς σαῖς λυτρουμένη, ἐκ θανάτου τάς ψυχάς ἡμῶν.”
Τὰ λόγια τοῦτα καταθέτουμε σήμερα προσευχητικὰ καὶ ὑμνητικά, οἱ χριστιανοὶ σὲ ὅλη τήν οἰκουμένη, πρός τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, τιμώντας τήν μεγάλη Θεομητορικὴ ἑορτὴ τῆς Κοιμήσεώς Της. Οἱ στίχοι παρουσιάζουν μία κίνηση, μία δυναμική: ἀπὸ τὴ γέννηση στήν κοίμηση, ἀπὸ τήν κοίμηση στὴ ζωὴ τήν ἀληθινή. Ἡ φυσικὴ τάξη τῆς φθορᾶς ἀνατρέπεται. Μέσα ἀπό τὴ λύπη ἀναδύεται ἡ χαρά· γιὰ τοῦτο τὸ λόγο τὸ πένθος μεταβάλλεται σὲ δοξολογία.
Τὸ μήνυμα τῆς ἑορτῆς προβάλει καθαρό: ἡ ζωὴ καταργεῖ τὸ θάνατο. Τοῦτο φανερώνεται περίτρανα στὸ πρόσωπο τῆς Κυρίας Θεοτόκου, ἡ ὁποία γνωρίζει τὸ θάνατο, χωρὶς ὅμως νὰ παραδίδεται στὴ φθορὰ τῆς θανῆς, ἀφοῦ μετέστη κοντὰ στὸν Υἱό Της, τὸν Ἰησοῦ Χριστό, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ ἀνάστασις, ἡ ζωὴ καὶ ἡ σωτηρία τῆς κάθε ψυχῆς.
Ἡ Παναγία ὡς μητέρα τῆς Ζωῆς, μετέχει στὸ μυστήριο τῆς σωτηρίας ὅλων μας. Στὴ λύτρωση ποὺ μᾶς προσφέρει ὁ Υἱός Της, προβάλλει μεσίτρια καὶ ἐγγυήτρια. Ἡ σωτηρία τῶν ψυχῶν μας πραγματώνεται μὲ τὶς θερμὲς πρεσβεῖες Της, οἱ ὁποῖες μᾶς δημιουργοῦν τὴ βεβαιότητα πὼς δὲν εἴμαστε ἐγκαταλελειμμένοι στὸν κόσμο τοῦτο, δὲν εἴμαστε ὁριστικὰ ὑποδουλωμένοι στὴν ἀσθένεια, στὸν πόνο, στὴν κακότητα, στὸ θάνατο.
Τὸ τροπάριο τῆς Κοιμήσεως ἀναδεικνύει τὸ ρόλο τῆς Παναγίας ὡς στήριγμα τῶν πιστῶν στὶς δυσκολίες τοῦ βίου, ὡς προστασία καὶ σκέπη τῆς ζωῆς, ὡς ἐκείνη ποὺ ἐξαφάνισε τὸ κράτος τοῦ θανάτου. Μὲ ποιὸ τρόπο ὅμως ἡ ταπεινὴ Μαριὰμ ἀναδεικνύεται ὡς τὸ κεντρικότερο πρόσωπο τοῦ σχεδίου τῆς θείας Οἰκονομίας; Ποιὰ στάση ζωῆς καὶ ποιὰ ἐπιλογὴ εἶναι αὐτὴ ποὺ τὴν καθιστᾶ σκεῦος ἐκλογῆς;
Ὁ προαναφερθεὶς ὕμνος ἀπαντᾶ στὴν ἀπορία μας μὲ τρόπο ἀποκαλυπτικό. Ἡ φύλαξη τῆς Παρθενίας ἀπὸ τὴν ἀπαρχὴ ἕως τὰ ἔσχατα τοῦ βίου τῆς Θεοτόκου, εἶναι ἡ αἰτία ποὺ στὸ σεπτό Της πρόσωπο νικᾶται ἡ τάξις τῆς φύσεως, ἡ ὁποία ἀπαιτεῖ κατὰ τὴν σύλληψη τὸν σπίλο, κατὰ τὴν γέννα τὴ φθορά, κατὰ τὸ γῆρας τὸ θάνατο. Ἡ ἀρετὴ τῆς Παρθενίας εἶναι ἡ ἀπάντηση στὸ ἀνθρώπινο δρᾶμα.
Τί ἐννοεῖ ὅμως ἡ Ἐκκλησία ὅταν μιλᾶ γιὰ τὴν Παρθενία ὡς καθολικὴ πρόταση βίου, ποὺ ἀφορᾶ τὸν κάθε χριστιανό;
Ἡ Παρθενία ἔχει πρωτίστως σχέση μὲ τὴν ὀντολογία καὶ ἔπειτα μὲ τὴν ἠθική. Ἀποτελεῖ κατάσταση πνευματικὴ ποὺ ἀφορᾶ τὸν ὅλο ἄνθρωπο, τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα του. Συνώνυμα τῆς Παρθενίας εἶναι ἡ ἁγνεία καὶ ἡ ἀθωότητα. Μὲ τὰ στοιχεῖα αὐτὰ προίκισε ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπο κατὰ τὴ Δημιουργία τοῦ Κόσμου. Ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὔα ζοῦν ἐν ἁγνεία. Τοῦτο σημαίνει πρωτίστως πὼς διατηροῦν μία ματιὰ καθαρὴ γιὰ τὸν κόσμο. Τὰ πάντα γιὰ ἐκείνους εἶναι καινά, πρωτόγνωρα, βαπτισμένα στὸ κάλος, στὴν ὀμορφιά. Οἱ πρωτόπλαστοι βλέπουν τὰ δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ καὶ ἀναγνωρίζουν ὅτι εἶναι «καλὰ λίαν». Ἡ γνώμη τους γιὰ ὅσα τοὺς περιβάλλουν εἶναι ἀγαθή, χωρὶς πονηρία, χωρὶς ἀντιπαλότητα, χωρὶς ὑπολογισμό.
Σὲ τοῦτο τὸ πλαίσιο κινεῖται καὶ ἡ μεταξύ τους σχέση. Ὁ ἄνδρας καὶ ἡ γυναίκα ζοῦν σὲ ἀπόλυτη ἑνότητα. Δύο πρόσωπα ἀκέραια, μοναδικά, ἐλεύθερα, τὰ ὁποία ὅμως συγκροτοῦν τὸ τελειότερο δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, τὸν ἄνθρωπο. Μεταξύ τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῆς Εὔας δὲν ὑπάρχει δικαίωμα, δόλος, ἐκμετάλλευση, ὑστεροβουλία, σύγκρουση, χωρισμός. Οἱ ἀνθρώπινες σχέσεις ἐντός τοῦ Παραδείσου εἶναι καθάριες καὶ φωτεινές.
Ὅμως καὶ ἡ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ Θεὸ πρὸ τῆς πτώσεως διέπεται ἀπὸ αὐτὸ τὸ πνεῦμα τῆς ἁγνότητας. Ὁ Θεὸς ἀναγνωρίζεται ὡς ἡ αἰτία τῶν πάντων, ὅλης της καλοσύνης, ὅλης τῆς ὀμορφιᾶς, ὅλης τῆς κτίσης. Εἶναι ἡ Ἀγάπη, ἡ ὁποία δὲν μπορεῖ νὰ κλειστεῖ στὸν ἑαυτό της, ἀλλὰ ἐκστατικὰ καὶ ἐρωτικὰ κινεῖται πρὸς τὸν ἄλλο. Δημιουργεῖ τὰ πάντα, τὸ διαφορετικό, τὸ κτιστό. Πλάθει τὸν ἄνθρωπο, ἐμφυσᾶ τὸ πνεῦμα του σὲ αὐτόν, τὸν προικίζει μὲ τὴ δική του εἰκόνα, μὲ θεία χαρακτηριστικά, καὶ τοῦ δίνει τὴ δυνατότητα νὰ ἀναπτύξει τὰ χαρίσματά του γιὰ νὰ φτάσει στὴ δική Του ὁμοίωση. Τοῦ προσφέρει τὰ πάντα, χωρὶς νὰ ἐγείρει ἀπαιτήσεις, χωρὶς νὰ προβάλει ἀξιώσεις. Γι’ αὐτὸ ὁ ἄνθρωπος διατηρεῖ μία σχέση μὲ τὸ Θεὸ προσωπική, ὅπου τίποτα δὲν μπορεῖ νὰ τὴν σκιάσει, ἀφοῦ ὁ Θεὸς εἶναι τὸ ἀγαθό, καὶ ὁ ἄνθρωπος εἶναι σὲ θέση νὰ ἀναγνωρίσει τὴν ἀγαθότητα.
Τὰ πάντα ἀλλάζουν ὅταν ὁ ἀρχέκακος ὄφις προτείνει μία ἄλλη θεώρηση τῆς ζωῆς, ἡ ὁποία διαταράσσει ὅλα τὰ ἐπίπεδα τῶν σχέσεων τοῦ ἀνθρώπου. Ἐνθαρρύνει τὸν ἄνθρωπο ὥστε νὰ ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὴν παρθενική του ματιά, νοθεύοντας τὸν ἀγαθὸ λογισμό του. Ἡ προτροπὴ πρὸς βρώση ἀπὸ τοὺς καρποὺς τοῦ ξύλου τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ πονηροῦ, ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο στὴν πτώση. Ἐκπίπτει ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν ἀγαθότητά του καὶ αὐτὸ ἔχει ἄμεσες ἐπιπτώσεις στὴ ζωή του. Τὸ περιβάλλον του πλέον δὲν εἶναι ὁ Παράδεισος, ἀλλὰ μία κτίση ἀπειλητικὴ καὶ ἐχθρική, ἡ ὁποία δημιουργεῖ ἀνασφάλεια καὶ φόβο. Οἱ σχέσεις τῶν ἀνθρώπων μεταξύ τους εἶναι καταδυναστευτικὲς καὶ ἀνελεύθερες. Ὁ ἰσχυρὸς ἐπικυριαρχεῖ τοῦ ἀδυνάτου. Ὁ ἄνδρας ἐπιβάλλεται στὴ γυναίκα. Ἀλλὰ καὶ ἡ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν ἑαυτὸ τοῦ ἔχει πληγεῖ ἀνεπανόρθωτα. Δὲν ξέρει ποιὸς εἶναι, ποῦ πηγαίνει, ποιὸς ὁ σκοπὸς τῆς ὕπαρξής του. Τέλος ὁ Θεὸς προβάλλει ὡς ὁ μεγάλος ἄγνωστος· ἄλλοτε αὐστηρὸς κι ἄλλοτε εὐεργέτης· ἄλλοτε τιμωρὸς κι ἄλλοτε σωτήρας· ἄλλοτε ξένος κι ἄλλοτε οἰκεῖος. Ἡ σύγχυση αὐτὴ προκύπτει ἐπειδὴ ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ μέσα στὸν ἄνθρωπο ἔχει ἀμαυρωθεῖ. Ἡ ἁμαρτία ἔχει νοθεύσει τὴν ὀμορφιὰ καὶ τὴν ἀθωότητα τοῦ ἀνθρώπου, καὶ τὸν ἔχει καταδικάσει νὰ ζεῖ στὴ σκιὰ τοῦ θανάτου. Σὲ μία ζοφώδη καὶ ἀσέληνο νύχτα ἐξέπεσε ἡ ἀνθρώπινη φύση, ἐκπορνευμένη ἐξαιτίας τῆς ἀπιστίας τῆς ἔναντι τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Στὴν κατάσταση αὐτὴ ὁ ρῦπος καὶ ἡ διαφθορὰ ἐντυπώνονται στὴν ψυχὴ καὶ στὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου.
Τούτη ἡ καταδίκη ὅμως δὲν εἶναι ὁριστική. Ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ εἰσέρχεται στὸ ἀνθρώπινο δρᾶμα, καὶ γίνεται ὁ Υἱὸς τῆς Παρθένου, δίνοντας ἐκ νέου τὴν δυνατότητα στὸν ἄνθρωπο νὰ δεῖ τὸν κόσμο μὲ τὸν τρόπο τῆς ἀθωότητας. Ὁ ἄνθρωπος παύει νὰ εἶναι κατάδικος καὶ ἔνοχος, ἀφοῦ μπορεῖ νὰ ἐπανέλθει στὸν τρόπο τῆς Παρθενίας.
Τὴν πορεία αὐτὴ ἀκολούθησε ἡ ταπεινὴ κόρη, ἡ Μαριάμ, ἐξαιτίας τῆς ἀγαθῆς της προαιρέσεως τὴν ὁποία συμπλήρωσε ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ. Προσφέρθηκε στὸ Θεὸ ἀπὸ μικρὸ κορίτσι· ἐγκαταβίωσε στὸ Ναό, στὰ ἅγια τῶν ἁγίων· δέχθηκε ἀρραβώνα ὑπὸ δικαίου ἀνδρός· ἀποδέχθηκε τὸν ἀγγελικὸ χαιρετισμὸ ποὺ τὴν κατέστησε μητέρα τοῦ Θεοῦ· ἀκολούθησε τὸν Υἱό της ἀπὸ τὴν Βηθλεὲμ μέχρι τὸν Γολγοθᾶ, ἀπὸ τὸ κενὸ μνῆμα τῆς Ἀναστάσεως μέχρι τὸ ὑπερῶο τῆς Πεντηκοστῆς. Ὅλες οἱ πτυχὲς τοῦ βίου της ἀποτελοῦν μία ἀποδοχὴ αὐτοῦ τοῦ ἄλλου τρόπου, τοῦ ἄσπιλου, τοῦ ἄμωμου, τοῦ παναγνοῦ. Γι’ αὐτὸ ἡ Παρθενία γίνεται τὸ χαρακτηριστικό τοῦ προσώπου της.
Ἀειπάρθενος καλεῖται γιατί παραμένει Παρθένος πρὶν τὸν τόκο, κατὰ τὸν τόκο, καὶ μετὰ τὸν τόκο τοῦ Υἱοῦ καὶ Θεοῦ της. Ἡ Ἀειπαρθενία τῆς Παναγίας εἶναι καὶ σημεῖο καὶ γεγονός. Ὡς σημεῖο φανερώνει τὴν ἁγνότητα ὡς τρόπο ὕπαρξης, τὴν ὁποία προσφέρει ὁ νέος Ἀδάμ, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, στὸν κάθε ἄνθρωπο. Ὡς γεγονὸς ἀποτυπώνεται στὸ ταπεινὸ σῶμα τῆς Μαρίας, τὸ ὁποῖο δὲν ὑπέστη φθορὰ καὶ βία μὲ ἀφορμὴ τὴν γέννηση τοῦ Υἱοῦ Της. Τούτη ἡ ἐπισήμανση τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας δὲν εἶναι καθόλου ἀσήμαντη ἢ ὑπερβολική. Τὸ Ἀειπάρθενο τῆς Θεοτόκου εἶναι ἡ πρώτη μεγάλη μαρτυρία, ὅτι μὲ τὴν γέννηση τοῦ Χριστοῦ, αἴρονται οἱ ἐπιπτώσεις τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος. Κατὰ τὴ πτώση ὁ Θεὸς ἀναγγέλει στὴν Εὔα πὼς μὲ πόνο καὶ ὀδύνη θὰ γεννᾶ τὰ παιδιά της. Ἀκριβῶς γι’ αὐτὸ ὁ Χριστὸς γίνεται ἄνθρωπος, γιὰ νὰ παύσει ὁ ἄνθρωπος νὰ πονᾶ. Ἔτσι ἡ Παναγία δὲν γνωρίζει ὀδύνη καὶ φθορὰ στὸ πανακήρατο σῶμα της κατὰ τὴν γέννα, μαρτυρώντας μὲ τρόπο θαυμαστὸ πὼς τὸ νέον παιδίον εἶναι ὁ πρὸ αἰώνων Θεός.
Ἡ Παρθενία ὡς τρόπος ὕπαρξης ἀποτελεῖ μία πρόσκληση πρὸς ὅλους τους χριστιανούς. Ὅλοι καλούμαστε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία νὰ διάγουμε βίο παρθενικό· οἱ μοναχοὶ μέσῳ τῶν ὑποσχέσεών τους κατὰ τὴν μοναχική κουρά· οἱ ἔγγαμοι μέσω τῆς ἐγκράτειας καὶ τῆς πιστότητας στὸ γάμο· οἱ ἄγαμοι μέσῳ τῆς ἁγνότητας· ὅλοι οἱ χριστιανοὶ μέσῳ τῆς σχέσεως μὲ τὸ πρόσωπο τῆς Παρθένου Μαρίας, τῆς Μητέρας ὅλων μας. Ἐκείνη μᾶς καθαρίζει, ὅπως κάνει κάθε μάννα στὸ ἄτακτο παιδὶ της ὅταν γυρίζει σκονισμένο καὶ λερωμένο ἀπὸ τὰ παιχνίδια του. Ὅλοι ἔχουμε ἀνάγκη αὐτοῦ του ἐξαγνισμοῦ ποὺ μᾶς προσφέρει ἡ Παναγία, γιὰ νὰ δοῦμε τὸν κόσμο, τὸν συνάνθρωπο, τὸν ἴδιο μας τὸν ἑαυτὸ καθαρὰ καὶ ἀθώα· γιὰ νὰ παρουσιαστοῦμε ἐνώπιον τοῦ Νυμφίου Χριστοῦ, τοῦ Θεοῦ καὶ Σωτήρα μας, εὐπρεπισμένοι καὶ εὔμορφοι.
Εὐχόμαστε ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ἡ Παρθένος Θεοτόκος, νὰ δωρίζει σὲ ὅλους φρόνημα ἁγνό, πίστη καθαρή, βίο ἀκηλίδωτο, ὥστε μὲ τὶς πρεσβεῖες Της νὰ γευτοῦμε καὶ ἐμεῖς τὴν λύτρωση ἀπὸ τὴν τυρρανία τοῦ θανάτου.