Γέρων Μωϋσῆς (Μοναχὸς Ἁγιορείτης)
Γιὰ τοὺς πολλοὺς ἡ ἐκκλησία ταυτίζεται μὲ τὸ ναό, τὴν ἐνορία, νομίζουν ὅτι πρόκειται γιὰ ἑταιρεία, σύλλογο, ὀργάνωση, φιλανθρωπικὸ κατάστημα, ὡραία ἰδεολογία, ποὺ ἔχει καλὴ οἰκονομικὴ κατάσταση καὶ ἀμύθητη περιουσία. Δὲν εἶναι λίγοι αὐτοὶ ποὺ θεωροῦν τὴν ἐκκλησία δυνατὸ οἰκονομικὸ ὀργανισμό, καλὴ ἐπιχείρηση, ποὺ ξεγελᾶ ἀνίδεους καὶ ἀνήμπορους. Ἄλλοι πάλι νομίζουν ὅτι στὴν ἐκκλησία θὰ κάνουν γνωριμίες, θὰ βροῦν παρέα, θὰ βροῦν δουλειά, θὰ ἱκανοποιηθοῦν πρόχειρα καὶ γρήγορα μεταφυσικές τους ἀναζητήσεις καὶ θὰ τακτοποιήσουν τὰ θρησκευτικά τους καθήκοντα γιὰ νὰ μὴν ἔχουν κανένα συνειδησιακὸ πρόβλημα.

Ἡ ἐκκλησία εἶναι μία μητρικὴ ἀγκάλη, εἶναι τὸ σῶμα τοῦ ζῶντος Χριστοῦ, ἡ σύναξη τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, σὲ ἕνα ὑπερῶο. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δὲν εἶναι μιὰ δύσκολη καὶ γιὰ λίγους θεολογία, μιὰ ὡραία φιλοσοφία, μιὰ στείρα ἠθική, μιὰ σκληρὴ καὶ ἀπάνθρωπη ἠθικολογία ὅλο δεσμεύσεις καὶ ἀπαγορεύσεις. Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἀλήθεια, ἐλευθερία, ἀγάπη, λύτρωση, γλυκασμός, σωτηρία καὶ χαρά. Συνήθως μιλᾶμε γιὰ τὸ τί κάνει ἡ ἐκκλησία καὶ ὄχι γιὰ τὸ τί πράγματι εἶναι ἡ οὐσία της.

Ἡ ἐκκλησία εἶναι θεοΐδρυτη, θεμελιωμένη στὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν μαρτύρων. Εἶναι ἰσχυρὸ τὸ θεμέλιό της καὶ δὲν φοβᾶται κανένα δυνατὸ σεισμό, ἐνάντιο ἄνεμο, “ἐχθρό”, “πολέμιο” καὶ “διώκτη”. Νοικοκύρης τῆς ἐκκλησίας, ὅπως ἔλεγε ὁ Ἁγιορείτης πάπα-Τύχων, εἶναι τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, αὐτὸ ποὺ συγκροτεῖ ὅλο τὸν θεσμὸ τῆς ἐκκλησίας. Τὸ Ἅγιον Πνεῦμα συνεχῶς ἀγρυπνεῖ, ὀρθοστατεῖ, ὀρθοτομεῖ, ἐμπνέει, ἀσφαλίζει, φυλάγει, χαριτώνει καὶ ἐνισχύει τοὺς πιστούς, κλῆρο καὶ λαό. Ἡ ταπεινὴ καὶ θερμὴ προσευχὴ τῶν πιστῶν ἑνώνει τὴ γῆ μὲ τὸν οὐρανὸ καὶ δὲν ἀφήνει τὸν ἄνθρωπο νὰ ἀπογοητευθεῖ, νὰ μελαγχολήσει, νὰ φοβηθεῖ καὶ ἀποκάμει.

Ἡ προσευχὴ δὲν εἶναι μία ἰδιωτικὴ πράξη, μία ἀτομιστικὴ ἐνέργεια. Ποτέ. Προσευχόμενος ὁ ἄνθρωπος ἑνώνεται μὲ τὸν Χριστὸ καὶ μὲ ὅλα τὰ μέλη τῆς ἐκκλησίας. Τοῦτο δὲν τὸν ἀφήνει νὰ ἔχει τὴν ἀνιαρὴ καὶ κουραστικὴ μοναξιά. Τοῦτο καλύτερα φαίνεται καὶ ὑπάρχει στὸν ἐκκλησιασμὸ καὶ στὴ συνειδητὴ καὶ ἐμπροϋπόθετη συμμετοχὴ στὴ μυστηριακὴ ζωὴ τῆς ἐκκλησίας. Τὸ κήρυγμα τῆς ἐκκλησίας δὲν εἶναι μία ἔκθεση ἰδεῶν, μία ὡραιολογία, ἕνας βερμπαλισμός, ἕνα κυνήγι φαντασμάτων καὶ σφυροκόπημα τῶν ἀσεβῶν καὶ ἀπίστων. Τὸ κήρυγμα τῆς ἐκκλησίας προέρχεται ἀπὸ σιωπή, προσευχή, κατάρτιση, ἑτοιμασία, μελέτη, πόνο καὶ ἀγάπη περισσὴ γιὰ τοὺς ἀστοχήσαντες καὶ πάσχοντες.

Στὴν ἐκκλησία κανεὶς δὲν αὐθαιρετεῖ, αὐτοσχεδιάζει, ἀπομονώνει, κάνει τὸν διορθωτὴ καὶ τὸν δικηγόρο τῆς ἐκκλησίας. Ἡ ἑνότητα, ἡ ὁμόνοια, ἡ ἀφροσύνη, ἡ καλὴ ὁμολογία καὶ ἀπολογία εἶναι κεντρικῆς σημασίας. Ἡ ἐκκλησία ἀγωνιᾶ γιὰ τὴ σωτηρία ὅλων. Ἡ ἱεραποστολή της δὲν εἶναι ἡ συλλογὴ φανατικῶν ὀπαδῶν, ἀλλὰ τέκνων ἀγαπημένων, συνδεδεμένων μὲ τὴν ἁγία ἀγάπη καὶ τὴν ἁγία ταπείνωση.

Ὑποστηρίζοντας τὴν Ὀρθοδοξία, δὲν μποροῦμε νὰ μισοῦμε κανένα. Ἡ χριστιανικὴ ἀγάπη εἶναι πάντοτε ἀνιδιοτελὴς καὶ θυσιαστική, δὲν ἔχει σχέση μὲ ὑποκριτικὰ χαμόγελα, διπλωματικὲς φιλοφρονήσεις, ἀνεπίτρεπτες ὑποχωρήσεις, ἐπιφανειακοὺς ἐναγκαλισμούς, προσποιητὲς κολακεῖες καὶ ἀνούσιες ψευτοευγένειες. Ἡ χριστιανικὴ ἀγάπη συμπορεύεται μὲ τὴν ἀλήθεια.

Γνήσιο ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα ἔχει ὅποιος ἀγαπᾶ ἀπεριόριστα τὸν Θεὸ καὶ τὸν πλησίον. Ὅλα τὰ ἄλλα εἶναι εὐσεβεῖς φλυαρίες. Εἶναι καιρὸς νὰ δοῦμε τὴν οὐσία τῆς ἐκκλησίας, νὰ γνωρίσουμε τὴν ἐλευθερώτρια χάρη της, νὰ ἐμβαθύνουμε στὸ ἀπύθμενο μυστήριό της, νὰ συναντηθοῦμε μὲ τὸν ἴδιο τὸν Χριστό…