Ἦταν ἀρκετὰ τολμηρὸ αὐτὸ ποὺ ἔκανε. Ἦταν βῆμα ποὺ περισσότερο τὸ ὅριζε ὁ χτύπος τῆς καρδιᾶς κι ὄχι ἡ σκέψη ποὺ βασίζεται στὴ λογική. Δέχθηκε τὴν κλήση καὶ ἀφέθηκε σ’ αὐτήν, ἐγκα­ταλείποντας τὴν ἡσυχία καὶ τὴν ἀσφάλεια τοῦ σπιτιοῦ του. Ἀφέθηκε σ’ ἕνα ἀβέβαιο μέλλον. Ἁλιεύθηκε ἀπὸ ἕναν Ἀπόστολο ποὺ γύριζε ἀπὸ πόλη σὲ πόλη, χωρὶς νὰ ὑποστηρίζεται ἀπὸ τὴ ρωμαϊκὴ ἐξουσία, οὔτε ὅμως καὶ νὰ ἐλπίζει στὴ βοήθεια τῆς ἰουδαϊκῆς Συν­­αγωγῆς. Δὲν γνωρίζουμε πόσο καιρὸ συμπορεύθηκε μαζὶ μὲ τὸν ἀπόστολο Παῦλο. Γιὰ ἕνα εἴμαστε βέβαιοι, ὅτι ἦταν ὄντως θεόκλητος. Καὶ ἀνταποκρίθηκε μὲ πίστη στὴν πρόσκληση τοῦ Θεοῦ. Ὑποβλήθηκε σὲ κόπους, σὲ κακουχίες καὶ δέχθηκε καὶ αὐτὸς τὸ μίσος καὶ τὸν διωγμὸ πλάι στὸν Ἀπόστολο τῶν Ἐθνῶν.

Δημᾶς ἦταν τὸ ὄνομά του. Ὅμως κάποι­α στιγμὴ κουράστηκε. Λιποψύχησε. Ἀκολούθησε ὣς ἕνα σημεῖο τὸν μεγάλο Ἀπόστολο καὶ κάποια στιγμὴ τὸν ἐγκατέλειψε. Πῆρε τὸν δρόμο ποὺ φάνταζε περισσότερο ἀσφαλής, πιὸ ἀνέμελος. Μὲ τὶς μικροχαρὲς αὐτῆς τῆς ζωῆς πιὸ βέβαιες. Πορεύθηκε στὴν κοσμοπολίτικη τότε Θεσσαλονίκη. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος μὲ πόνο γράφει γιὰ τὴ λιποταξία του στὸ μαθητή του Τιμόθεο: «Δημᾶς με ἐγκατέλιπεν ἀγαπήσας τὸν νῦν αἰῶνα, καὶ ἐπορεύθη εἰς Θεσσαλονίκην» (Β΄ Τιμ. δ΄ 10).

Ὁ Δημᾶς μὲ ἐγκατέλειψε, ἐπειδὴ ἀγάπησε τὴ ματαιότητα τοῦ κόσμου αὐτοῦ, καὶ πῆγε στὴ Θεσσαλονίκη.

Ὁ Δημᾶς γνώρισε τὸν Χριστὸ σὲ μιὰ ἐποχὴ ποὺ ὁ Χριστιανισμὸς ἦταν σχεδὸν ἄγνωστος στοὺς πολλούς. Τότε εἶχε ἀρ­χίσει νὰ διαδίδεται στὸ γνωστὸ κόσμο. Ἦρθε ἡ ὥρα ὅμως ποὺ ὁ Δημᾶς χρειάσθηκε ν’ ἀναμετρηθεῖ μὲ τὴν ἡρωι­κὴ ἀπόφαση τῆς πίστεώς του. Ἦρθε ἡ ὥρα τοῦ πειρασμοῦ. Τότε ποὺ τὸ μέλλον τοῦ φάνηκε ἀβέβαιο καὶ σκοτεινό.

Καὶ ἄρχισε σιγά-σιγὰ νὰ κοιτάζει μὲ νοσταλγία τὴ ζωὴ ποὺ ἔκαναν ὅλοι οἱ ὑπόλοιποι ἄνθρωποι. Ἡ ψυχή του πάγωσε, κι ἄρχισε νὰ μεταβάλλεται ἐντός του ἡ ἀπόφασή του.

Ἂς ἦταν κοντὰ στὸ θερμουργὸ Ἀπόστολο. Ἡ δυνατὴ ἕλξη τοῦ κόσμου ἄρχισε σιγά-σιγὰ νὰ τὸν παρασύρει. Ὥσπου ἀποκόπηκε ἀπὸ τὸ ἱεραποστολικὸ κλιμάκιο. Ὑπέκυψε στὴ λάμψη τοῦ ἀπατεώνα αἰώνα. Παραδόθηκε στὴ «σιγουριὰ» καὶ τὴν «ἀσφάλεια» τῆς ζωῆς τῶν πολλῶν καὶ ἐγκατέλειψε τὸν πνευματικὸ ἀγώνα. Λιποτάκτης; Ναί. Δὲν θά ’ταν καθόλου βαρὺ καὶ ἄδικο νὰ τὸν ἀποκαλέσουμε ἔτσι.

Ὅμως ὁ Δημᾶς δὲν εἶναι μόνο ἕνα συγ­κεκριμένο ἱστορικὸ πρόσωπο. Ἐνσαρκώνει ἕναν τρόπο ζωῆς. Τὸ παράδειγμά του, ἡ συμπεριφορά του, βρίσκει πολλοὺς ἀνθρώπους διαχρονικὰ νὰ τὸ μιμοῦνται καὶ νὰ τὸ ἀντιγράφουν.

Πόσοι ἄνθρωποι δὲν ἀρχίζουν ἕναν πνευματικὸ ἀγώνα! Βάζουν ἀρχὴ πνευματικῆς ζωῆς, ὅμως στὴν πορεία αὐτοῦ τοῦ δρόμου ἀποθαρρύνονται, νοσταλγοῦν τὴν πρότερη ζωή τους, ἐπιστρέφουν καὶ πάλι στὴν ἁμαρτία, καὶ στὸ τέλος ἐγκαταλείπουν τελείως τὸν Θεό.

Δὲν εἶναι εὔκολο νὰ κρατήσεις μέχρι τέλους, ὅταν βλέπεις τοὺς ἄλλους γύρω σου νὰ ζοῦν ζωὴ ἀσύδοτη, μακριὰ ἀπὸ τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ. Ὅταν τοὺς ἀκοῦς νὰ χλευάζουν! Νὰ εἰρωνεύονται. Πόσο δύσ­κολο εἶναι τότε νὰ παραμείνεις πιστός!

Ὅλα αὐτὰ ὅμως εἶναι ἐξωτερικοὶ πειρασμοί. Ἴσως νὰ εἶναι καὶ φτηνὲς δικαιολογίες στὰ χείλη ὁρισμένων. Γιατὶ ὅλα διακυβεύονται στὸ χῶρο τῆς καρδιᾶς. Οἱ μεγάλες μάχες ἐκεῖ δίνονται.

Ἂν ὁ Δημᾶς εἶχε μεγαλύτερη ἀγάπη στὸ Χριστό, δὲν θὰ ἐγκατέλειπε οὔτε τὴ χριστιανικὴ ζωὴ οὔτε τὸ ἱεραποστολικὸ ἔργο. Οὔτε τὸν ἀπόστολο Παῦλο.
Ἂν εἶχε πιὸ φλογερὴ πίστη, δὲν θὰ μαγνητιζόταν ἀπὸ τὴν κοσμικὴ ζωὴ καὶ τὴν ἁμαρτία.

Χρειάζεται πίστη γιὰ νὰ παραμένεις στα­θερὸς στὸ δρόμο τοῦ Θεοῦ. Χρειάζεται νὰ δείχνεις ὑπομονὴ στοὺς πειρασμούς. Ἐλπίδα σ’ αὐτὰ ποὺ δὲν βλέπεις μὲ τὴν πρώτη ματιὰ καὶ ὅμως ὑπάρχουν.

Γιατὶ ἂν ὁ Δημᾶς λιποψύχησε, ὑπάρχουν ἄλλα παραδείγματα ἀνθρώπων ποὺ πορεύθηκαν μὲ πίστη, μὲ αἰσιοδοξία, καὶ μᾶς ἐμπνέουν μὲ τὸν δικό τους τρόπο καὶ τὸν δικό τους δρόμο.

Ὁ προφήτης Δανιὴλ προτιμᾶ νὰ ριχθεῖ στὸ λάκκο τῶν λεόντων, παρὰ νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Θεό. Οἱ Τρεῖς Παῖδες προτιμοῦν τὸ καμίνι τῆς φωτιᾶς, παρὰ νὰ ἐγκαταλείψουν τὴν πίστη τῶν πατέρων τους. Πόσοι Ἅγιοι καὶ Μάρτυρες ὑπέμειναν φρικτὰ βασανιστήρια ἀταλάντευτοι, καρτερικοὶ καὶ μὲ γενναιότητα ψυχῆς! Γιὰ ὅλους αὐτοὺς ἡ ἄρνηση τοῦ Θεοῦ ἦταν ἡ χειρότερη λιποταξία!

Ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφει στοὺς Φιλιππησίους: «Πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντί με Χριστῷ» (δ΄ 13). Τὰ πάντα κατορθώνω μὲ τὴ δύναμη ποὺ μοῦ δίνει ἡ κοινωνία καὶ ἡ σχέση μου μὲ τὸν Χριστό.

Μαζί του κι ὁ καθένας ἀπὸ ἐμᾶς ποὺ αἰσθάνεται τὸν ἀγώνα τοῦ Χριστοῦ δύσ­κολο. Τὸν δρόμο ἀνηφορικό. Τὸν κόσμο δελεαστικό. Τοὺς πειρασμοὺς νὰ μᾶς ἀ­­πο­­θαρρύνουν. Τὶς εἰρωνεῖες τοῦ κόσμου νὰ μᾶς καταβάλλουν. Τότε εἶναι ποὺ θὰ πρέπει νὰ στρέψουμε τὸ βλέμμα μας στὸ Σωτήρα Κύριο. Νὰ Τὸν παρακαλέσουμε. Νὰ ζητήσουμε τὴ βοήθειά Του.    Γιὰ νὰ μὴ λιποψυχήσουμε. Γιὰ νὰ μὴ λιποτακτήσουμε. Δίπλα μας εἶναι ὁ Κύριος!

Ζητᾶ τὴ δική μας καταφυγὴ σ’ Αὐτόν. Γιὰ νὰ μᾶς δώσει τὴ Χάρη Του. Ζητᾶ τὴν ἀπόφασή μας νὰ συμπορευθοῦμε μαζί Του, παρὰ τὶς ὅποιες δυσκολίες. Τὴν ἀ­­πό­φασή μας νὰ μὴν ἀκολουθήσουμε τὸ παράδειγμα τοῦ Δημᾶ.

Νὰ μὴν Τὸν ἐγκαταλείψουμε. Γιατὶ ἡ φυγὴ εἶναι πάντοτε εὔκολη. Ἡ παραμονὴ στὴν πίστη, στὸ χριστιανικὸ ἀγώνα καὶ στὴν πνευματικὴ ζωὴ εἶναι τὸ δύσκολο.

Μακάριοι ὅσοι θὰ μείνουν σταθεροί, προσηλωμένοι στὸ δρόμο τοῦ Χριστοῦ. Ὅσοι θὰ μάχονται μὲ τὸν κακὸ ἑαυτό τους καὶ τοὺς πειρασμοὺς τοῦ κόσμου μέχρι τέλους. Ὅσοι θὰ δείξουν ὑπομονὴ καὶ καρτερία. Πίστη καὶ ἐλπίδα. Θά ’ναι αὐτοὶ ποὺ σὰν τὸν ἀπόστολο Παῦλο θὰ μποροῦν νὰ ποῦν στὴ δύση τῆς ζωῆς τους:

«Τὸν ἀγῶνα τὸν καλὸν ἠγώνισμαι, τὸν δρόμον τετέλεκα, τὴν πίστιν τετήρηκα». Γιὰ νὰ μποροῦν νὰ ἐλπίζουν ἀπὸ τὸν ἀ­γω­­νοθέτη Κύριο ὅ,τι καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦ­λος, τὸν «τῆς δικαιοσύνης στέφανον, ὃν ἀποδώσει (…) ὁ Κύριος ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ, ὁ δίκαιος κριτής» (Β΄ Τιμ. δ΄ 7, 8).

Ορθόδοξο Περιοδικό “Ο ΣΩΤΗΡ”