1. Εἶναι μεγάλα, ἀγαπητοί, καί ξεπερνοῦν κάθε ἀνθρώπινη λογική τά χαρίσματα πού μᾶς δώρησε σήμερα ὁ φιλάνθρωπος Θεός. Γι᾿ αὐτό λοιπόν ἄς χαιρόμαστε ὅλοι μαζί καί χορεύοντας ἀπό χαρά ἄς ὑμνήσομε τόν Κύριό μας. Γιατί ἡ σημερινή ἡμέρα εἶναι γιά μᾶς ἑορτή καί πανήγυρη. Ὅπως δηλαδή ἡ μία ἐποχή διαδέχεται τήν ἄλλη καί τό ἕνα ἡλιοστάσιο τό ἄλλο, ἔτσι ἀκριβῶς καί στήν Ἐκκλησία ἡ μία ἑορτή διαδέχεται τήν ἄλλη καί μᾶς πηγαίνουν ἀπό τή μία στήν ἄλλη. Πρίν ἀπό λίγες ἡμέρες λοιπόν ἑορτάσαμε τό σταυρό, τό πάθος, τήν ἀνάσταση, ὕστερα ἀπό αὐτά τήν ἀνάληψη τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ στόν οὐρανό. Σήμερα ὅμως συναντήσαμε τήν ἴδια τήν κορυφή τῶν ἀγαθῶν, φθάσαμε στή μητρόπολη τῶν ἑορτῶν, βρισκόμαστε στήν πραγματοποίηση τῆς ὑπόσχεσης τοῦ Κυρίου. «Γιατί ἄν ἐγώ φύγω», λέγει, «θά σᾶς στείλω ἄλλον Παράκλητο καί δέ θά σᾶς ἀφήσω ὀρφανούς» (Ἰω. 16, 7).
Εἶδες τέλεια ἐξουσία; Γιατί αὐτά πού ἔχουν τήν ἴδια οὐσία, εἶναι φανερό ὅτι ἔχουν καί τήν ἴδια ἐξουσία.καί αὐτά πού ἔχουν τήν ἴδια ἀξία, ἔχουν καί τήν ἴδια δύναμη καί τήν ἴδια ἐξουσία. Μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα ἐπιτύχαμε τήν ἀπαλλαγή ἀπό τίς ἁμαρτίες καί ξεπλύναμε κάθε ἀκαθαρσία. Μέ τή χάρη του ἀπό ἄνθρωποι γίναμε ἄγγελοι, ὅσοι πλησιάσαμε τή χάρη του, χωρίς ν᾿ ἀλλάξουμε τή φύση μας, ἀλλά, πράγμα πού εἶναι πολύ πιό ἀξιοθαύμαστο, παραμένοντας στήν ἀνθρώπινη φύση δείχνουμε ἀγγελική συμπεριφορά. Γιατί τέτοια εἶναι ἡ δύναμη τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Καί ὅπως ἡ φωτιά αὐτή πού βλέπουμε, ὅταν παραλάβει τόν μαλακό πηλό, τόν κάνει σκληρό κεραμίδι, ἔτσι ἀκριβῶς καί ἡ φωτιά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅταν παραλάβει μία συνετή ψυχή, καί ἄν ἀκόμα τή βρεῖ πιό μαλακή ἀπό τόν πηλό, τήν κάνει πιό σκληρή ἀπό τό σίδερο. Ἐπίσης αὐτόν πού πρίν ἀπό λίγο ἦταν μολυσμένος ἀπό τήν ἀκαθαρσία τῶν ἁμαρτιῶν, τόν κάνει ἀμέσως πιό λαμπρό ἀπό τόν ἥλιο.
Αὐτά ἀκριβῶς θέλοντας νά μᾶς διδάξει ὁ μακάριος Παῦλος φώναζε δυνατά λέγοντας.«Μήν πλανᾶστε.οὔτε οἱ πόρνοι, οὔτε οἱ εἰδωλολάτρες, οὔτε οἱ μοιχοί, οὔτε οἱ θηλυπρεπεῖς, οὔτε οἱ παιδεραστές, οὔτε οἱ πλεονέκτες, οὔτε οἱ κλέφτες, οὔτε οἱ μέθυσοι, οὔτε ἐκεῖνοι πού περιπαίζουν καί βρίζουν, οὔτε οἱ ἅρπαγες θά κληρονομήσουν τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ» (Α´ Κορ. 6, 9-10). Καί ἀφοῦ ἀρίθμησε ὅλα, κατά κάποιο τρόπο, τά εἴδη τῆς κακίας, καί ἀφοῦ μᾶς δίδαξε ὅτι οἱ ὑπεύθυνοι τέτοιων ἁμαρτημάτων ἀποξενώνονται ἀπό τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἀμέσως πρόσθεσε·«Καί τέτοιοι ἤσαστε μερικοί ἀπό σᾶς, ἀλλά λουσθήκατε ἀπό τά ἁμαρτήματα αὐτά, ἁγιασθήκατε καί γίνατε δίκαιοι» (Α´ Κορ. 6, 11). Πές μου, πῶς καί μέ ποιόν τρόπο; γιατί αὐτό εἶναι πού θέλουμε νά μάθουμε. «Γιατί βαπτισθήκατε στό ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ», λέγει, «καί στή χάρη τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ μας». Εἶδες, ἀγαπητέ, τή δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος; εἶδες ὅτι τό Ἅγιο Πνεῦμα ἐξαφάνισε ὅλη ἐκείνη τήν κακία, καί ὅτι ἐκείνους πού ἦταν προηγουμένως ὑποδουλωμένοι στίς δικές τους ἁμαρτίες, τούς ἀνέβασε ἀμέσως στήν ὑψηλότερη τιμή;
2. Ποιός λοιπόν θά μποροῦσε νά κλάψει καί νά θρηνήσει, ὅπως ἀξίζει, ἐκείνους πού ἐπιχειροῦν νά μιλοῦν περιφρονητικά γιά τήν ἀξία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἐκείνους πού, σάν νά ἦταν τρελλοί, δέν κατόρθωσαν οὔτε οἱ πολλές εὐεργεσίες νά τούς ἀπομακρύνουν ἀπό τήν ἀχαριστία τους, ἀλλά τολμοῦν νά κάνουν τά πάντα ἐναντίον τῆς σωτηρίας τους, ἀποστερώντας τό Ἅγιο Πνεῦμα, ὅσο τούς εἶναι δυνατό, ἀπό τή θεϊκή του ἀξία, καί προσπαθοῦν νά τό κατεβάσουν στήν κατηγορία τῶν κτισμάτων; Ἐκείνους θά ἤθελα νά ἐρωτήσω.γιά ποιό λόγο ἐσεῖς πολεμᾶτε τόσο πολύ τήν ἀξία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος; ἤ καλύτερα, γιατί πολεμᾶτε τή σωτηρία σας, καί δέ θέλετε νά καταλάβετε τά λόγια πού εἶπε ὁ Σωτήρας στούς μαθητές του; «Πηγαίνετε νά διδάξετε ὅλους τούς λαούς, βαπτίζοντας αὐτούς στό ὄνομα τοῦ Πατέρα καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» (Ματθ. 28, 19). Εἶδες ὅτι ἔχουν ἰσότιμη ἀξία; Εἶδες ὅτι ἔχουν τέλεια συμφωνία; Εἶδες ὅτι ἡ Ἁγία Τριάδα εἶναι ἀδιαίρετη; Μήπως ὑπάρχει κάποια διαφορά ἤ ἀλλαγή ἤ ἔλλειψη; Γιατί τολμᾶτε νά παραποιεῖτε τά λόγια τοῦ Κυρίου;
Ἤ δέ γνωρίζετε ὅτι καί στά ἀνθρώπινα πράγματα, ἄν κάποιος ἐπιχειρήσει ποτέ ἤ τολμήσει, νά προσθέσει ἤ νά ἀφαιρέσει κάτι στίς διαταγές τοῦ βασιλιᾶ, πού εἶναι ὅμοιός μας καί ἔχει τήν ἴδια φύση μέ μᾶς, τόν τιμωροῦν μέ τή χειρότερη τιμωρία καί τίποτε δέν μπορεῖ νά τόν ἀπαλλάξει ἀπό τήν τιμωρία αὐτήν; Ἐάν στήν περίπτωση τοῦ ἀνθρώπου ὑπάρχει τόσο μεγάλος κίνδυνος, πῶς θά μποροῦσαν νά συγχωρηθοῦν ἐκεῖνοι πού εἶναι τόσο ἀπερίσκεπτοι καί πού προσπαθοῦν νά παραποιήσουν τά λόγια τοῦ Σωτήρα ὅλων μας καί πού δέ θέλουν ν᾿ ἀκούσουν οὔτε τόν Παῦλο, ὁ ὁποῖος ὅταν ὁμιλεῖ ἔχει μέσα του τό Χριστό καί φωνάζει μέ καθαρή φωνή καί λέγει.«Δέν εἶδε μάτι καί αὐτί δέν ἄκουσε καί ἀνθρώπινος νοῦς δέ φαντάστηκε ἐκεῖνα πού ἑτοίμασε ὁ Θεός γι᾿ αὐτούς πού τόν ἀγαποῦν» (Α´ Κορ. 2, 9); Ἐάν λοιπόν δέν εἶδε μάτι, οὔτε αὐτί ἄκουσε, οὔτε ἀνθρώπινος νοῦς μπόρεσε νά κατανοήσει ἐκεῖνα πού ὁ Θεός ἑτοίμασε γι᾿ αὐτούς πού τόν ἀγαποῦν, πῶς θά μπορέσουμε ἐμεῖς, μακάριε Παῦλε, νά τά γνωρίσουμε; Περίμενε λίγο καί θ᾿ ἀκούσεις τόν Παῦλο νά φανερώνει καί αὐτό. Πρόσθεσε λοιπόν λέγοντας.«Σ᾿ ἐμᾶς ὅμως ὁ Θεός τά φανέρωσε μέ τό Ἅγιο Πνεῦμά του» (Α´ Κορ. 2, 10). Καί οὔτε ἐδῶ σταμάτησε, ἀλλά γιά νά δείξει καί τή μεγάλη δύναμή του, καθώς καί τό ὅτι ἔχει τήν ἴδια οὐσία μέ τόν Πατέρα καί τόν Υἱό, λέγει.«Γιατί τό Ἅγιο Πνεῦμα ἐξετάζει τά πάντα, ἀκόμη καί τά κρυφά σχέδια τοῦ Θεοῦ» (Α´ Κορ. 2, 10).
Ἔπειτα θέλοντας νά μᾶς κάμει ἀκριβέστερη τή διδασκαλία του μέ παραδείγματα ἀπό τήν ἀνθρώπινη ζωή, πρόσθεσε.«Γιατί, ποιός ἄλλος ἀπό τούς ἀνθρώπους γνωρίζει τά ἰδιαίτερα τοῦ ἀνθρώπου, παρά μόνο τό πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου, πού εἶναι μέσα του; Ἔτσι καί τά ἰδιαίτερα τοῦ Θεοῦ κανένας ἄλλος δέ γνωρίζει, παρά μόνο τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ» (Α´ Κορ. 2, 11). Εἶδες τέλεια διδασκαλία; Ὅπως, λέγει, δέν εἶναι δυνατό νά γνωρίζει κανένας ἄλλος αὐτά πού εἶναι μέσα στή σκέψη ἑνός ἀνθρώπου, ἀλλά μόνος του ὁ καθένας γνωρίζει τά δικά του, ἔτσι καί τά ἰδιαίτερα τοῦ Θεοῦ κανένας δέ γνωρίζει, παρά μόνο τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Αὐτό εἶναι πολύ μεγάλο καί μέ τό παραπάνω ἀρκετό γιά νά ἀποδείξει τήν ἀξία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Γιατί μᾶς ἔφερε ἕνα παράδειγμα καί μᾶς λέγει καθαρά ὅτι δέν εἶναι δυνατό νά μή γνωρίζει ποτέ κάποιος ἀπό τούς ἀνθρώπους αὐτά πού εἶναι μέσα στή σκέψη του. Ὅπως λοιπόν αὐτό δέν εἶναι δυνατό νά γίνει, ἔτσι μέ τόση ἀκρίβεια, λέγει, τό Ἅγιο Πνεῦμα γνωρίζει καί τά ἰδιαίτερα τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά δέν ξέρω πῶς οὔτε μέ τά λόγια του αὐτά ὁ μακάριος Παῦλος δέν πείθει ἐκείνους πού στρέφονται μόνοι τους ἐναντίον τῆς σωτηρίας τους καί κάνουν τόσο μεγάλο πόλεμο ἐναντίον τῆς ἀξίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καί ὅσο μποροῦν τό ἀποξενώνουν αὐτό ἀπό τή θεϊκή του ἀξία καί τό κατεβάζουν στήν ἀσήμαντη θέση τῶν δημιουργημάτων. Ἀλλ᾿ ἄν καί αὐτοί συμπεριφέρονται ἐχθρικά καί εἶναι ἀντίθετοι στά λεγόμενα ἀπό τήν Ἁγία Γραφή, ἐμεῖς, ἀφοῦ δεχόμαστε τά θεῖα δόγματα σάν ἀποκάλυψη πού κατέβηκε ἀπό τόν οὐρανό, ἄς προσφέρουμε στόν Κύριο τή δοξολογία πού ἁρμόζει, δείχνοντας μαζί μέ τή σωστή πίστη καί τό ὅτι τηροῦμε ἀκριβῶς τήν ἀλήθεια.
Πρός αὐτούς λοιπόν πού ἐπιχειροῦν νά διδάσκουν τά ἀντίθετα ἀπό ἐκεῖνα πού εἶπε τό Ἅγιο Πνεῦμα, εἶναι ἀρκετά ὅσα εἴπαμε, εἶναι ἀνάγκη ὅμως νά ποῦμε στή δική σας ἀγάπη, γιά ποιό λόγο δέ μᾶς χάρισε ὁ Κύριος ἀμέσως μετά τήν ἄνοδό του στόν οὐρανό τήν αἰτία τῶν τόσων ἀγαθῶν, ἀλλ᾿ ἄφησε πρῶτα νά περάσουν λίγες ἡμέρες καί νά μείνουν μόνοι τους οἱ μαθητές, καί ὕστερα ἔστειλε κάτω στή γῆ τή χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Αὐτό δέν ἔγινε ἄσκοπα, οὔτε τυχαῖα. Ἐπειδή δηλαδή γνώριζε ὅτι οἱ ἄνθρωποι δέ θαυμάζουν μ᾿ ὅμοιο τρόπο τά ἀγαθά πού ἔχουν στά χέρια τους, οὔτε ἐκτιμοῦν τήν ἀξία πού πραγματικά ἔχουν ἐκεῖνα, πού εἶναι εὐχάριστα καί σημαντικά, ἄν δέν ὑπάρχουν καί τά ἀντίθετα. Ἐννοῶ περίπου τό ἑξῆς.γιατί πρέπει νά τό πῶ σαφέστερα. Ἐκεῖνος πού εἶναι ὑγιής καί δυνατός στό σῶμα δέν αἰσθάνεται, οὔτε μπορεῖ νά ξέρει καλά, πόσα ἀγαθά τοῦ χάριζε ἡ ὑγεία, ἄν δέν ἀποκτήσει ἀρρωσταίνοντας πείρα καί τῆς ἀρρώστιας. Καί ἐκεῖνος πού βλέπει πάλι τήν ἡμέρα δέ θαυμάζει ὅπως πρέπει τό φῶς, ἐάν δέν τό διαδεχθεῖ τό σκοτάδι τῆς νύχτας. Γιατί, πραγματικά, ἡ πείρα πού ἔχουμε γιά τά ἀντίθετα γίνεται πάντοτε σαφής διδάσκαλος γιά ἐκεῖνα, πού ἔτυχε νά ἀπολαύσουμε προηγουμένως.
Γι᾿ αὐτό ἀκριβῶς καί τότε, ἐπειδή οἱ μαθητές εἶχαν ἀπολαύσει παρά πολλά ἀγαθά, ὅταν ἦταν μαζί τους ὁ Κύριος, καί ἦταν πολύ εὐτυχισμένοι ἐπειδή τόν συναναστρέφονταν (γιατί ὅλοι οἱ κάτοικοι τῆς Παλαιστίνης ἔβλεπαν στά πρόσωπά τους σάν νά ἔβλεπαν σέ κάποια ἀστέρια, ἀφοῦ καί νεκρούς ἀνάσταιναν, καί λεπρούς καθάριζαν, καί δαιμόνια ἔδιωχναν, καί ἀρρώστιες θεράπευαν καί ἔκαναν καί πολλά ἄλλα θαύματα), ἐπειδή λοιπόν ἦταν τόσο σπουδαῖοι καί πασίγνωστοι, γι᾿ αὐτό τούς ἄφησε νά ἀποχωρισθοῦν γιά λίγο ἀπό τή δύναμη πού τούς βοηθοῦσε, ὥστε, ὅταν βρεθοῦν μόνοι τους, νά μάθουν τί τούς χάριζε ἡ παρουσία τῆς ἀγαθότητας τοῦ Κυρίου, καί, ἀφοῦ ἀντιληφθοῦν τά ἀγαθά τοῦ παρελθόντος, νά ὑποδεχθοῦν μέ μεγαλύτερη προθυμία τή δωρεά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Πραγματικά, ἐνῶ ἦταν στενοχωρημένοι, τούς παρηγόρησε, καί, ἐνῶ ἦταν σκυθρωποί καί θλιμμένοι γιά τό χωρισμό τους ἀπό τό Διδάσκαλο, τούς φώτισε μέ τό δικό του φῶς, καί, ἐνῶ ἦταν σχεδόν νεκροί, τούς ἀνέστησε καί σκόρπισε τό σύννεφο τῆς λύπης καί τούς ἔβγαλε ἀπό τή δύσκολη θέση.
Ἐπειδή δηλαδή εἶχαν ἀκούσει τά λόγια τοῦ Κυρίου, «Πηγαίνετε νά διδάξετε ὅλα τά ἔθνη», καί βρίσκονταν στή συνέχεια σέ δύσκολη θέση καί δέν ἤξεραν ποῦ πρέπει νά κατευθυνθεῖ ὁ καθένας καί σέ ποιό μέρος τῆς γῆς νά κηρύξει τό λόγο τοῦ Θεοῦ, ἔρχεται τό Ἅγιο Πνεῦμα μέ μορφή πύρινων γλωσσῶν καί μοιράζει στόν καθένα τά μέρη τῆς γῆς πού ἔπρεπε νά κηρύξει καί μέ τή γλώσσα πού ἔδωσε, σάν μέ κάποιο σημείωμα, γνωρίζει στόν καθένα τά ὅρια τῆς ἐξουσίας καί τῆς διδασκαλίας πού ἔπρεπε ν᾿ ἀναλάβει. Γι᾿ αὐτό ἐμφανίσθηκε τό Ἅγιο Πνεῦμα μέ μορφή πύρινων γλωσσῶν. Καί ὄχι μόνο γι᾿ αὐτό, ἀλλά γιά νά μᾶς θυμίσει καί κάποια παλιά ἱστορία. Ἐπειδή δηλαδή στά παλιά χρόνια παραλογίσθηκαν οἱ ἄνθρωποι καί θέλησαν νά κτίσουν ἕνα πύργο πού νά φθάνει ὥς τόν οὐρανό, καί μέ τή σύγχυση τῶν γλωσσῶν τους διέλυσε ὁ Θεός τήν κακή ἀπόφασή τους (Ἀναφέρεται στόν πύργο τῆς Βαβέλ. Βλ. Γεν. 11, 1-9), γι᾿ αὐτό καί τώρα μέ μορφή πύρινων γλωσσῶν πετᾶ σ᾿ αὐτούς τό Ἅγιο Πνεῦμα, γιά νά ἑνώσει μ᾿ αὐτό τήν οἰκουμένη πού ἦταν χωρισμένη.
Καί ἔγινε κάτι ἀσυνήθιστο καί παράξενο. Γιατί ὅπως τότε στά παλιά χρόνια γλῶσσες χώρισαν τήν οἰκουμένη καί διέλυσαν τήν κακή συμφωνία, ἔτσι καί τώρα γλῶσσες ἕνωσαν τήν οἰκουμένη καί ὁδήγησαν σέ ὁμόνοια αὐτά πού ἦταν χωρισμένα. Γι᾿ αὐτό λοιπόν ἐμφανίσθηκε τό Ἅγιο Πνεῦμα μέ μορφή γλωσσῶν καί σάν πύρινες γλῶσσες γιά τό ἀγκάθι τῆς ἁμαρτίας πού μεγάλωσε πολύ μέσα μας. Γιατί ὅπως ἡ γῆ, ὅταν δέν καλλιεργεῖται, ἐνῶ εἶναι γόνιμη καί πλούσια, βγάζει πολλά ἀγκάθια, ἔτσι ἀκριβῶς καί ἡ ἀνθρώπινη φύση, ἐνῶ εἶναι καλή ἀπό τό δημιουργό της καί κατάλληλη γιά τά ἔργα τῆς ἀρετῆς, ἐπειδή δέ δέχθηκε τό ἄροτρο τῆς εὐσέβειας, οὔτε τό σπόρο τῆς θεογνωσίας, βλάστησε μέσα μας τήν ἀσέβεια σάν ἀγκάθια καί ἄλλα ἄχρηστα φυτά. Καί ὅπως ἡ ἐπιφάνεια τῆς γῆς πολλές φορές δέ φαίνεται ἀπό τά πολλά ἀγκάθια καί τά ἄγρια χόρτα, ἔτσι καί ἡ εὐγένεια καί ἡ ἁγνότητα τῆς ψυχῆς μας δέ φαινόταν, μέχρις ὅτου ἦλθε ὁ γεωργός τῆς ἀνθρώπινης φύσης, ἔβαλε τή φωτιά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τήν καθάρισε καί τήν προετοίμασε νά δεχθεῖ τόν οὐράνιο σπόρο.
3. Τόσα πολλά καί ἀκόμη περισσότερα ὑπῆρξαν γιά μᾶς τά ἀγαθά ἀπό τή σημερινή ἡμέρα. Γι᾿ αὐτό, σᾶς παρακαλῶ, ἄς ἑορτάσουμε καί ἐμεῖς ἀνάλογα μέ τήν ἀξία τῶν ἀγαθῶν πού μᾶς χάρισε ὁ Θεός, ὄχι στεφανώνοντας τήν πόλη, ἀλλά καλλωπίζοντας τίς ψυχές μας, ὄχι στολίζοντας τήν ἀγορά μέ παραπετάσματα, ἀλλά κάνοντας χαρούμενη τήν ψυχή μας μέ τά ἐνδύματα τῆς ἀρετῆς γιά νά μπορέσουμε ἔτσι καί τή χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος νά ὑποδεχθοῦμε καί τούς καρπούς πού μᾶς προσφέρει ν᾿ ἀποκτήσουμε. Καί ποιός εἶναι ὁ καρπός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος; Ἄς ἀκούσουμε τόν Παῦλο πού λέγει.«Ὁ καρπός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», λέγει, «εἶναι ἡ ἀγάπη, ἡ χαρά, ἡ εἰρήνη» (Γαλ. 5, 22). Πρόσεχε τήν ἀκρίβεια τῶν λέξεων καί τή σειρά τῆς διδασκαλίας. Ἔβαλε πρώτη τήν ἀγάπη καί ὕστερα ἀνάφερε τά ἄλλα. Φύτεψε τό δένδρο καί ὕστερα τόν καρπό. Ἔβαλε τά θεμέλια καί ὕστερα πρόσθεσε τήν οἰκοδομή. Ἄρχισε ἀπό τήν πηγή καί ὕστερα ἔφθασε στούς ποταμούς.
Πράγματι δέν μποροῦμε νά αἰσθανθοῦμε πρῶτα τή χαρά, ἄν δέ θεωρήσουμε πρῶτα ὅτι εἶναι δική μας ἡ χαρά τῶν ἄλλων καί ἄν δέ λογαριάσουμε ὅτι εἶναι δικά μας τά ἀγαθά τῶν συνανθρώπων μας. Καί αὐτά δέν εἶναι δυνατό ποτέ νά φανοῦν ἀπό τίποτε ἄλλο, ἄν δέ μᾶς κυριέψει ἡ δύναμη τῆς ἀγάπης. Ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ ρίζα, ἡ πηγή καί ἡ μητέρα ὅλων τῶν ἀγαθῶν. Γιατί πράγματι σάν ρίζα κάνει νά βλαστήσουν ἄπειρα κλαδιά ἀρετῆς, σάν πηγή βγάζει πολλά νερά καί σάν μητέρα σφίγγει μέσα στήν ἀγκαλιά της ἐκείνους πού καταφεύγουν σ᾿ αὐτήν. Αὐτό ἀκριβῶς γνωρίζοντας καί ὁ μακάριος Παῦλος ὀνόμασε τήν ἀγάπη καρπό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καί ἀλλοῦ τῆς χάρισε τόσο μεγάλο προτέρημα, ὥστε νά πεῖ ὅτι ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ τέλεια τήρηση καί ἐκπλήρωση τοῦ νόμου.«Γιατί ἡ ἀγάπη», λέγει, «εἶναι ἡ τέλεια τήρηση καί ἐκπλήρωση τοῦ νόμου» (Ρωμ. 13, 10). Ὁ Κύριος τῶν πάντων δέ θεώρησε καμιά ἄλλη προϋπόθεση ἀρκετή καί ἀπόδειξη ἀξιόπιστη γιά νά φαίνονται οἱ μαθητές του, παρά μόνο τήν ἀγάπη, λέγοντας.«Μ᾿ αὐτό θά μάθουν ὅλοι ὅτι εἶστε μαθητές μου, ἐάν ἔχετε μεταξύ σας ἀγάπη» (Ἰω. 13, 35).
Γι᾿ αὐτό, σᾶς παρακαλῶ, ἄς καταφύγουμε ὅλοι σ᾿ αὐτήν, ἄς τήν ἀγκαλιάσουμε καί μ᾿ αὐτήν ἄς ὑποδεχθοῦμε τή σημερινή ἑορτή. Γιατί, ὅπου ὑπάρχει ἀγάπη, ἀδρανοῦν τά πάθη τῆς ψυχῆς. Ὅπου ὑπάρχει ἀγάπη, σταματοῦν οἱ παράλογες σαρκικές ἐπιθυμίες τῆς ψυχῆς. «Ἡ ἀγάπη», λέγει ὁ Παῦλος, «δέν ὑπερηφανεύεται, δέ φουσκώνει ἀπό ἐγωισμό, δέ φέρεται ἄσεμνα» (Α´ Κορ. 13, 4-5). Ἡ ἀγάπη δέν κάνει κακό στό συνάνθρωπο. Ὅπου κυβερνᾶ ἡ ἀγάπη, πουθενά δέν ὑπάρχει Κάιν νά σκοτώσει τόν ἀδελφό του. Βγάλε ἀπό τήν καρδιά σου τήν πηγή τοῦ φθόνου, καί ἔβγαλες τόν ποταμό ὅλων τῶν κακῶν. Κόψε τή ρίζα, καί κατέστρεψες ταυτόχρονα καί τόν καρπό. Καί τά λέγω αὐτά, γιατί λυπᾶμαι περισσότερο ἐκείνους πού φθονοῦν, παρά ἐκείνους πού φθονοῦνται, γιατί ἐκεῖνοι εἶναι κυρίως πού ζημιώνονται πάρα πολύ καί πού προξενοῦν μεγάλη καταστροφή στόν ἑαυτό τους. Ἐπειδή γι᾿ αὐτούς πού φθονοῦνται ὁ φθόνος εἶναι, ἐάν τό θελήσουν, ἀφορμή γιά βράβευση.
Καί πρόσεχε, σέ παρακαλῶ, πῶς ὁ δίκαιος Ἄβελ ἐπαινεῖται καί ἀναφέρεται καθημερινά, καί ἡ σφαγή του ἔγινε γι᾿ αὐτόν ἀφορμή καλῆς φήμης. Καί αὐτός μετά τό θάνατό του ὁμιλεῖ ἐλεύθερα καί κατηγορεῖ μέ δυνατή φωνή τό δολοφόνο του. Ὁ Κάιν ὅμως, πού δῆθεν ἔμεινε στή ζωή, πῆρε τήν ἀμοιβή του ἀνάλογα μέ τά ἔργα του, καί ἔζησε ἐπάνω στή γῆ ἀναστενάζοντας καί τρέμοντας. Ὁ Ἄβελ ὅμως πού σκοτώθηκε καί ξαπλώθηκε νεκρός ἔδειξε μετά τό θάνατό του μεγαλύτερη παρρησία (Γεν. 9, 10). Καί ὅπως ἔκαμε ἐκεῖνον ἡ ἁμαρτία του νά ζεῖ πιό ἄθλια καί ἀπό τούς νεκρούς, ἔτσι ἔκαμε αὐτόν ἡ ἀρετή του νά λάμπει περισσότερο καί μετά τό θάνατό του. Γι᾿ αὐτό λοιπόν καί ἐμεῖς, γιά ν᾿ ἀποκτήσουμε μεγαλύτερη παρρησία καί σ᾿ αὐτή τή ζωή καί στήν ἄλλη, γιά νά ἀπολαύσουμε περισσότερη χαρά πού πηγάζει ἀπό τήν ἑορτή, ἄς καταστρέψουμε ὅλα τά ἀκάθαρτα ἐνδύματα τῆς ψυχῆς, ἄς γυμνωθοῦμε ἰδιαίτερα ἀπό τό ἔνδυμα τοῦ φθόνου. Γιατί καί ἄν ἀκόμη φανοῦμε ὅτι πετύχαμε πάρα πολλά, ὅλα θά τά χάσουμε, ὅταν μᾶς ἐνοχλεῖ τό πικρό καί ἄγριο αὐτό ἐλάττωμα, πού μακάρι νά τό ἀποφύγουμε ὅλοι μας, καί ἰδιαίτερα αὐτοί πού σήμερα μέ τή χάρη τοῦ βαπτίσματος ἔβγαλαν τό παλιό ἔνδυμα τῶν ἁμαρτημάτων τους καί πού μποροῦν νά λάμπουν σάν τίς ἀκτίνες τοῦ ἥλιου.
Ἑσεῖς λοιπόν, παρακαλῶ, οἱ ὁποῖοι υἱοθετηθήκατε σήμερα ἀπό τό Θεό, οἱ ὁποῖοι ντυθήκατε τό λαμπρό αὐτό φόρεμα, διατηρῆστε μέ κάθε τρόπο τή χαρά, στήν ὁποία εἶστε τώρα, ἀφοῦ φράξετε ἀπό παντοῦ τήν εἴσοδο στό διάβολο, ὥστε νά ἀπολαύσετε ἀφθονότερη τή χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καί νά μπορέσετε ν᾿ ἀποδώσετε καλά ἔργα ὁ ἕνας τριάντα, ὁ ἄλλος ἑξήντα, ὁ ἄλλος ἑκατό, καί νά ἀξιωθεῖτε νά συναντήσετε μέ παρρησία τό βασιλιά τῶν οὐρανῶν, ὅταν πρόκειται νά ἔλθει καί νά μοιράσει τά ἀπερίγραπτα ἀγαθά σ᾿ ἐκείνους πού ἔζησαν ἐνάρετα τήν παρούσα ζωή, μέ τή βοήθεια τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, στόν ὁποῖο ἀνήκει ἡ δόξα καί ἡ δύναμη τώρα καί πάντοτε καί στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
2.
Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς
Ποιὸς εἶναι ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστός; Ποιὸς εἶναι σὲ Αὐτὸν ὁ Θεὸς καὶ ποιὸς ὁ ἄνθρωπος; Πῶς γνωρίζεται ὁ Θεὸς στὸν Θεάνθρωπο καὶ πῶς ὁ ἄνθρωπος; Τί ἐδώρησε σέ μᾶς τοὺς ἀνθρώπους ὁ Θεὸς ἐν τῷ Θεανθρώπῳ; Ὅλα αὐτὰ τὰ φανερώνει σέ μᾶς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, τὸ «Πνεῦμα τῆς ἀληθείας». Μᾶς ἀποκαλύπτει δηλαδὴ ὅλη τὴν ἀλήθεια γιὰ Αὐτόν, γιὰ τὸν Θεὸ ἐν Αὐτῷ καὶ γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ γιὰ τὸ τί χάρισε σ’ ἐμᾶς μ’ ὅλα αὐτά. Αὐτὸ ἐπίσης ἀπείρως ξεπερνᾷ κάθε τί ποὺ οἱ ἀνθρώπινοι ὀφθαλμοὶ εἶδαν καὶ τοῖς ὠσίν αὐτῶν ἠκούσθη καὶ ἡ καρδία αὐτῶν κάποτε αἰσθάνθηκε.
Μὲ τὴν ἔνσαρκη ζωή του στὴ γῆ ὁ Θεάνθρωπος ἐγκαθίδρυσε τὸ Θεανθρώπινό του Σῶμα, τὴν Ἐκκλησία, καὶ μὲ αὐτὴν προετοιμάζει τὸν γήινο κόσμο γιὰ τὴν ἔλευση καὶ τὴ ζωὴ καὶ τὴ δραστηριότητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ὡς ψυχῆς Αὐτοῦ τοῦ Σώματος.
Τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς τὸ Ἅγιο Πνεῦμα κατῆλθε ἐξ οὐρανοῦ στὸ Θεανθρώπινο σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καὶ γιὰ πάντα παρέμεινε σὲ Αὐτὸ σὰν Πᾶν-Ζωοποιὸς ψυχὴ Αὐτοῦ. Αὐτὸ τὸ ὁρατὸ θεανθρώπινο σῶμα τῆς Ἐκκλησίας συγκροτοῦν οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι μὲ τὴν πίστη των στὸν Θεάνθρωπο Ἰησοῦ Χριστὸ ὡς Σωτῆρα τοῦ κόσμου καὶ ὡς τέλειου Θεοῦ καὶ ὡς τέλειου ἀνθρώπου. Καὶ ἡ κάθοδος καὶ ἡ σύνολη δρατηριότητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὸ Θεανθρώπινο σῶμα τῆς Ἐκκλησίας ἔρχεται ἀπὸ τὸν Θεάνθρωπο καὶ ἐξαιτίας τοῦ Θεανθρώπου.
Κάθε τί στὴν Θεανθρώπινη Οἰκονομία τῆς σωτηρίας προῆλθε ἀπὸ τὸ Θεανθρώπινο πρόσωπο τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Τέλος, ἀκόμη ὅλα συνοψίζονται καὶ ὑπάρχουν στὴν κατηγορία τῆς θεανθρωπότητας ἀκόμη καὶ ἡ δραστηριότητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Κάθε ἐνεργητικότητα Αὐτοῦ στὸν κόσμο εἶναι ἀχώριστη ἀπὸ τὸ θεανθρώπινο ἀνδραγάθημα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου. Ἡ Πεντηκοστὴ μὲ ὅλες τὶς αἰώνιες δωρεὲς τῆς Τριαδικῆς Θεότητος καὶ Αὐτοῦ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος προσδιόριζε τὴν Ἐκκλησία τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων δηλαδὴ τῆς Ἁγίας Ἀποστολικῆς πίστης, τῆς Ἁγίας Ἀποστολικῆς παράδοσης, τῆς Ἁγίας Ἀποστολικῆς ἱεραρχίας, ἀκόμη καὶ κάθε τί Ἀποστολικοῦ ποὺ εἶναι θεανθρώπινο.
Ἡ Ἁγία πνευματικὴ ἡμέρα ἡ ὁποία ἄρχισε μὲ τὴν Ἁγία Πεντηκοστὴ ἀδιάκοπα συνεχίζεται στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μὲ ἀνείπωτη πληρότητα ὅλων τῶν θεϊκῶν δωρεῶν καὶ ζωοποιῶν δυνάμεων. Κάθε τί στὴν Ἐκκλησία ὑπάρχει ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι καὶ ἀπὸ αὐτὸ τὸ πολὺ μικρὸ καὶ ἀπὸ αὐτὸ τὸ ὑπερμέγεθες. Ὅταν ὁ ἱερεύς θυμιάζοντας στὴν Ἐκκλησία παρακαλεῖ τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ νὰ καταπέμψει τὴν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀλλὰ καὶ ὅταν τὸ ἀνέκφραστο θαῦμα τοῦ Θεοῦ ἡ Ἁγία Πεντηκοστὴ πρὶν ἀπὸ τὴν χειροτονία τοῦ ἐπισκόπου ἐπαναλαμβάνεται καὶ δίδει ὅλο τὸ πλήρωμα τῆς χάριτος καὶ μὲ αὐτὸ πασιφανῶς μαρτυρεῖ ὅτι ὅλη ἡ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας συγκροτεῖται ἐν τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι.
Δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι μὲ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο στὴν Ἐκκλησία καὶ ἡ Ἐκκλησία εἶναι μὲ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο στὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό. Ὁ Κύριος εἶναι ἡ κεφαλὴ καὶ τὸ σῶμα της καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον εἶναι ἡ ψυχὴ τῆς Ἐκκλησίας. Ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἤδη τῆς θεανθρώπινης οἰκονομίας τῆς σωτηρίας τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο συνδέθηκε μὲ τὸ θεμέλιο τῆς Ἐκκλησίας δηλαδὴ μὲ τὸ θεμέλιο τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ « τοῦ Λόγου κτίσας τὴν σάρκωσιν».
Στὴν πραγματικότητα κάθε ἅγιο μυστήριο καὶ ὅλες οἱ θεῖες ἀρετὲς εἶναι μία Ἁγιοπνευματικότης. Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο διὰ μέσου αὐτῶν ἔρχεται σὲ ἐμᾶς καὶ ἐντὸς ἡμῶν. Αὐτὸ κατέρχεται οὐσιωδῶς ποὺ σημαίνει ἀληθινὰ καὶ οὐσιαστικὰ μὲ ὅλες τὶς θεϊκές του σημαντικὲς ἐνέργειες. Αὐτὸ – ὁ πλοῦτος τῆς θεότητος. Αὐτὸ – τὸ πλήρωμα τῆς χάριτος. Αὐτὸ – ἡ χάρις καὶ ἡ ζωὴ κάθε ὑπάρξεως. Εἶναι αἰώνιο καὶ Διαθηκικὸ Εὐαγγέλιο. Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα κατοικεῖ σέ μᾶς καὶ ἐμεῖς σ’ Αὐτόν. Αὐτὸ καὶ μόνο μαρτυρεῖ τὴν παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος σέ μᾶς. Ἐμεῖς μὲ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο ζοῦμε ἐν Χριστῷ καὶ Αὐτὸς σέ μᾶς. Μάλιστα αὐτὸ τὸ γνωρίζουμε « ἐκ τοῦ Πνεύματος οὗ ἡμῖν ἔδωκεν»( Α΄ Ἰω.3,24).
Μὲ μία λέξη ὅλη ἡ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας σὲ ὅλες τὶς δικὲς τις ἀναρίθμητες θεανθρώπινες πραγματικότητες ὁδηγεῖται καὶ χειραγωγεῖται ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο τὸ ὁποῖο πάντοτε εἶναι τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ (Γαλ.4,6). Γι’ αὐτὸ ἔχει γραφτεῖ στὸ Ἅγιο Εὐαγγέλιο «εἰ δὲ τὶς Πνεῦμα Χριστοῦ οὐκ ἔχει, οὗτος οὐκ ἔστιν Αὐτοῦ» (Ρωμ. 8,9).
Ὁ χερουβικὰ μυηθείς στὸ θεανθρώπινο μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας σὰν τὸ πιὸ ἀγαπητὸ πᾶν-μυστήριο τοῦ Θεοῦ ὁ Μέγας Βασίλειος διακηρύσσει τὸ παναληθὲς καὶ χαρμόσυνο μήνυμα «Τὸ πνεῦμα τὸ Ἅγιο ἀρχιτεκτονεῖ Ἐκκλησία Θεοῦ».
3.
Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος
Ε. Τὴν Πεντηκοστὴ ἑορτάζουμε καὶ τὴν παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ τὴν πραγματοποίηση τῆς ὑποσχέσεως καὶ τὴν ἐκπλήρωση τῆς ἐλπίδας. Τὸ μυστήριο, πόσο καὶ μεγάλο εἶναι καὶ σεβαστό! Τελειώνουν λοιπὸν ὅσα ἔχουν σχέση μὲ τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἤ μᾶλλον μὲ τὴ σωματικὴ παρουσία Του(1). Διότι διστάζω νὰ πῶ τὰ σωματικά, ἐφ’ ὅσον κανένας λόγος δὲν μπορεῖ νὰ μὲ πείσει ὅτι θὰ ἦταν καλύτερα νὰ εἶχε ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὸ σῶμα [ὁ Χριστός](2). Ἀρχίζουν δὲ ὅσα ἔχουν σχέση μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα(3). Ποιὰ δὲ ἦταν ὅσα ἔχουν σχέση μὲ τὸ Χριστό; Ἡ Παρθένος, ἡ γέννηση, ἡ φάτνη, τὸ σπαργάνωμα, οἱ ἄγγελοι ποὺ τὸν δοξάζουν, οἱ ποιμένες ποὺ τρέχουν πρὸς Αὐτόν, ἡ διαδρομὴ τοῦ ἀστέρα, ἡ προσκύνηση καὶ ἡ προσφορὰ τῶν δώρων ἀπὸ τοὺς μάγους, ὁ φόνος τῶν νηπίων ἀπὸ τὸν Ἡρῴδη, ὁ Ἰησοῦς ποὺ φεύγει στὴν Αἴγυπτο, ποὺ ἐπιστρέφει ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο, ποὺ περιτέμνεται, ποὺ βαπτίζεται, ποὺ δέχεται τὴν μαρτυρία ἀπὸ τὸν οὐρανό, ποὺ πειράζεται, ποὺ λιθάζεται γιὰ μᾶς (γιὰ νὰ μᾶς δώσει ὑπόδειγμα κακοπάθειας ὑπὲρ τοῦ Λόγου) ποὺ προδίνεται, ποὺ προσηλώνεται [στὸν Σταυρό], ποὺ θάπτεται, ποὺ ἀνασταίνεται, ποὺ ἀνεβαίνει [στοὺς οὐρανούς]. Ἀπὸ αὐτὰ καὶ τώρα ὑφίσταται πολλὰ ἀπὸ τοὺς μισόχριστους μέν, αὐτὰ ποὺ Τὸν ἀτιμάζουν καὶ τὰ ὑπομένει (διότι εἶναι μακρόθυμος)• ἀπὸ τοὺς φιλόχριστους δέ, αὐτὰ ποὺ Τοῦ ἀποδίδουν τιμή. Καὶ ἀναβάλλει νὰ ἀνταποδώσει ὅπως σ’ ἐκείνους τὴν ὀργή, ἔτσι σέ μᾶς τὴν ἀγαθότητα• ἐπειδὴ ἴσως σ’ ἐκείνους μὲν δίνει καιρὸ μετανοίας, σέ μᾶς δὲ δοκιμάζει τὸν πόθο, ἐὰν δὲν λιποψυχοῦμε καὶ δὲν ἀποκάμουμε στὶς θλίψεις καὶ στοὺς ἀγῶνες γιὰ τὴν εὐσέβεια• ὅπως ἀκριβῶς ὁρίζεται ἀπὸ τὴν θεία οἰκονομία καὶ τὰ ἀνεξιχνίαστα κρίματά Του, μὲ τὰ ὁποία κυβερνᾷ μὲ σοφία τὴ ζωή μας.
Ὅσα λοιπὸν ἀναφέρονται στὸ Χριστὸ εἶναι αὐτά καὶ τὰ πέρα ἀπ’ αὐτὰ θὰ τὰ δοῦμε ἐνδοξότερα [στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν] καὶ μακάρι καὶ μεῖς νὰ φανοῦμε [δοξασμένοι ἀπὸ τὸ Θεό].
Ὅσα δὲ ἀναφέρονται στὸ Ἅγιο Πνεῦμα, παρακαλῶ τὸ Πνεῦμα νὰ ἔλθει ἐντός μου καὶ νὰ μοῦ δώσει(4) λόγο ὅσον ἐπιθυμῶ κι’ ἂν ὄχι τόσον, ἀλλ’ ὅσος ἀπαιτεῖται σ’ αὐτὴ τὴν περίπτωση. Πάντως ὅμως θὰ ἔλθει μὲ ἐξουσία δεσποτική, καὶ ὄχι μὲ τρόπο δουλικό, οὔτε περιμένοντας πρόσταγμα, ὅπως νομίζουν μερικοί. Διότι πνέει ὅπου θέλει, καὶ σ’ ὅσους θέλει, καὶ ὅποτε καὶ ὅσο θέλει. Μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ἐμεῖς ἐμπνεόμαστε νὰ νοοῦμε καὶ νὰ μιλοῦμε γιὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα.
ΣΤ. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ὅσοι Τὸ ὑποβιβάζουν στὴν τάξη τῶν κτισμάτων εἶναι ὑβριστὲς καὶ δοῦλοι κακοὶ κι’ ἀπ’ τοὺς κακοὺς χειρότεροι. Διότι τῶν κακῶν δούλων εἶναι (γνώρισμα) τὸ νὰ ἀθετοῦν τὴν [θεία] δεσποτεία καὶ νὰ ἐπαναστατοῦν κατὰ τῆς κυριότητας [τοῦ Θεοῦ] καὶ νὰ θεωροῦν ὅμοιο μὲ αὐτοὺς δοῦλο τὸ ἐλεύθερο [Πνεῦμα]. Ὅσοι ὅμως Τὸ πιστεύουν ὡς Θεὸ εἶναι θεοφόρητοι καὶ φωτισμένοι στὸ νοῦ. Ἐκεῖνοι ὅμως ποὺ καὶ Τὸ ὁμολογοῦν [ὡς Θεό], ἐὰν μὲν τὸ κάνουν σὲ ἀνθρώπους μὲ εὐσεβὲς φρόνημα, θεωροῦνται μεγάλοι• ἀλλ’ ἐὰν τὸ κάνουν σ’ ὅσους ἔχουν φρόνημα χθαμαλό, θεωροῦνται ὄχι φρόνιμοι• διότι ἐμπιστεύονται τὸ μαργαριτάρι στὸν πηλὸ [δήλ. τὴν ἀλήθεια τῆς πίστεως σ’ ἐκείνους ποὺ δὲν ἔχουν τὴν διάθεση νὰ τὴν δεχθοῦν] καὶ σὲ ἀκοὴ ἀσθενικὴ ἦχο βροντῆς καὶ σὲ ἀδύνατους ὀφθαλμοὺς ἡλιακὸ φῶς καὶ στερεὰ τροφὴ σ’ ἐκείνους ποὺ πίνουν ἀκόμα γάλα(5). Αὐτοὺς πρέπει νὰ κατευθύνει κανεὶς σιγά-σιγὰ πρὸς τὰ ἐμπρὸς καὶ νὰ τοὺς ἀνεβάζει πρὸς τὰ ὑψηλότερα, ὥστε ἀπὸ τὸ φῶς νὰ ζητοῦν [περισσότερο] φῶς καὶ στὴν ἀλήθεια νὰ προσθέτουν ἀλήθεια(6).
Γι’αὐτὸ κι’ ἐμεῖς ἀφήνοντας γιὰ λίγο τὸν τελειότερο λόγο (γιατί δὲν εἶναι ἀκόμα καιρός) ἔτσι θὰ μιλήσουμε πρὸς αὐτούς.
Ζ. Ἄνθρωποί μου, ἐὰν μὲν θεωρεῖτε ὅτι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα δὲν εἶναι οὔτε ἄκτιστο οὔτε ἄχρονο, αὐτὸ εἶναι καθαρὰ ἐνέργεια τοῦ πονηροῦ πνεύματος• ἐπιτρέψτε στὸ ζῆλο μου νὰ πῶ αὐτὸ τὸ τολμηρό. Ἐὰν ὅμως ἔχετε τόση τουλάχιστον ὑγεία [ψυχῆς], ὥστε ν’ ἀποφεύγετε τὴν φανερὴ ἀσέβεια καὶ θέτετε ἔξω ἀπ’ τὴν δουλεία Αὐτὸ [τὸ Ἅγιο Πνεῦμα] ποὺ κι’ ἐμᾶς κάνει ἐλευθέρους, ἐξετάστε καὶ σεῖς στὴν συνέχεια μαζὶ μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καί μᾶς. Διότι δέχομαι ὅτι σὲ κάποιο βαθμὸ μετέχετε Αὐτοῦ καὶ σεῖς, καὶ στὸ ἑξῆς θὰ συνεξετάσω μέ σᾶς ὡς μὲ οἰκείους πλέον [στὴν πίστη]. Ἤ παραχωρῆστε μου τὸ μέσον μεταξὺ τῆς δουλείας καὶ τῆς δεσποτείας, γιὰ νὰ θέσω ἐκεῖ τὴν ἀξία τοῦ Πνεύματος• ἡ ἐφ’ ὅσον ἀποφεύγετε τὴν δουλεία δὲν εἶναι ἄδηλο, ποῦ θὰ τοποθετήσετε αὐτὸ τὸ ὁποῖο ζητοῦμε. Ἀλλὰ στενοχωρεῖσθε γιὰ τὶς συλλαβὲς καὶ σκοντάφτετε ἐπάνω στὸν λόγο καὶ αὐτὸ [τὸ νὰ ὀνομάζει κανεὶς τὸ Ἅγιο Πνεῦμα Θεό] γίνεται γιὰ σᾶς «λίθος προσκόμματος» καὶ «πέτρα σκανδάλου», ἀφοῦ καὶ ὁ Χριστὸς γίνεται γιὰ μερικούς(7). Ἀνθρώπινο εἶναι νὰ πάθει κανεὶς κάτι τέτοιο. Ἂς σταθοῦμε κοντὰ ὁ ἕνας στὸν ἄλλο πνευματικά. Ἂς γίνουμε περισσότερο φιλάδελφοι παρὰ φίλαυτοι. Ἀναγνωρίστε τὴν δύναμη τῆς θεότητας κι’ ἐμεῖς θὰ σᾶς δώσουμε τὴν συγκατάθεση γιὰ τὴ λέξη• ὁμολογεῖστε τὴν [θεία] φύση μὲ ἄλλες λέξεις, ποὺ συμπαθεῖτε περισσότερο, κι’ ἐμεῖς θὰ σᾶς γιατρέψουμε ὡς ἀσθενεῖς• ἀφοῦ ὑποκλέψουμε μὲ τρόπο αὐτὰ πού σᾶς εἶναι εὐχάριστα. Διότι εἶναι ἄξιο ντροπῆς καὶ ἀρκετὰ παράλογο, ἐνῶ εἶστε εὔρωστοι στὴν ψυχή, νὰ δείχνετε μιά νοσηρὴ μικρολογία γύρω ἀπ’ τὶς λέξεις καὶ νὰ κρύβετε τὸν θησαυρὸ [τῆς ἀλήθειας], ἀκριβῶς σὰν νὰ φθονεῖτε τοὺς ἄλλους ἤ νὰ φοβᾶστε μήπως ἁγιάσετε καὶ τὴν γλῶσσα σας [μὲ τὴν ὁμολογία τῆς θεότητας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος]. Ἀκόμα δὲ πιὸ ἄξιο ντροπῆς γιὰ μᾶς εἶναι νὰ πάθουμε αὐτὸ ποὺ κατηγοροῦμε, καὶ ἐνῷ καταδικάζουμε τὴν μικρολογία στοὺς ἄλλους, νὰ μικρολογοῦμε ἐμεῖς γύρω ἀπ’ τὰ γράμματα(8).
Η. Ὁμολογεῖστε, ἄνθρωποί μου, ὅτι μιᾶς θεότητας εἶναι ἡ Ἁγία Τριάς, ἤ, ἂν θέλετε, μιᾶς φύσεως. Κι’ ἐμεῖς θὰ ζητήσουμε ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα γιὰ σᾶς καὶ τὴ λέξη Θεός. Διότι γνωρίζω καλὰ ὅτι Ἐκεῖνος ποὺ ἔδωσε τὸ πρῶτο [τὴν πίστη στὸ ὁμοούσιό τοῦ Υἱοῦ] θὰ δώσει καὶ τὸ δεύτερο [καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος] καὶ μάλιστα, ὅταν τὸ ζήτημα γιὰ τὸ ὁποῖο ἀντιλέγουμε εἶναι μιά πνευματικὴ δειλία καὶ ὄχι διαβολικὴ ἐναντίωση.
Θὰ τὸ πῶ ἀκόμα πιὸ καθαρὰ καὶ πιὸ σύντομα. Μήτε σεῖς ν’ ἀποδώσετε σέ μᾶς εὐθύνη γιὰ τὸν ὑψηλότερο λόγο ποὺ χρησιμοποιοῦμε (διότι δὲν ὑπάρχει κανένας φθόνος τῶν ἄλλων μήπως ἀνέβουν), οὒτ’ ἐμεῖς θὰ σᾶς κατηγορήσουμε γιὰ τὸν μέχρι τώρα δικό σας «προσιτό», ἐφ’ ὅσον κι’ ἀπὸ διαφορετικὸ δρόμο ὁδηγεῖστε πρὸς τὸ ἴδιο [πνευματικό] κατάλυμα. Διότι δὲν ζητοῦμε νὰ νικήσουμε, ἀλλὰ νὰ σᾶς προσλάβουμε ὡς ἀδελφούς, ποὺ γιὰ τὸν χωρισμό σας ἀπό μᾶς σπαραζόμαστε ἀπ’ τὴ λύπη. Αὐτὰ [λέγουμε] πρὸς ἐσᾶς, ποὺ ὑγιαίνετε ὡς πρὸς τὴν πίστη σας γιὰ τὸν Υἱό, ποὺ βρίσκουμε μέσα σας κάποια δύναμη ζωῆς [πνευματικῆς]• αὐτῶν ποὺ ἂν καὶ θαυμάζουμε τὸν τρόπο τῆς ζωῆς, δὲν ἐπαινοῦμε ἐξ ὁλοκλήρου τὸν λόγο. Σεῖς ποὺ ἔχετε τὰ ἔργα τοῦ Πνεύματος, ἀποκτεῖστε καὶ τὸ Πνεῦμα, γιὰ νὰ μὴ «ἀθλῆτε» μόνο, ἀλλὰ καὶ «νομίμως», ἀπ’ ὅπου καὶ ὁ στέφανος(9). Αὐτὸς ὁ μισθὸς εὔχομαι νὰ σᾶς δοθεῖ γιὰ τὴν πολιτεία σας, νὰ ὁμολογήσετε δηλαδὴ τὴν πίστη σας στὸ Ἅγιο Πνεῦμα κατὰ τρόπο τέλειο καὶ νὰ Τὸ κηρύξετε [ὡς θεὸ ἀληθινό] μαζὶ μέ μᾶς καὶ περισσότερο ἀπό μᾶς ὅσο εἶναι ἄξιο. Τολμῶ κάτι καὶ μεγαλύτερο γιὰ σᾶς νὰ πῶ τὸν λόγο τοῦ Ἀποστόλου. Τόσο πολύ σᾶς ἀγαπῶ, καὶ τόσο πολὺ εὐλαβοῦμαι σὲ σᾶς αὐτὴ τὴν κόσμια περιβολὴ καὶ τὸ χρῶμα τῆς ἐγκράτειας καὶ τὰ ἱερὰ αὐτὰ τάγματα καὶ τὴν σεμνὴ παρθενία καὶ τὸν ἁγνισμὸ καὶ τὴν ὁλονύκτια ψαλμῳδία καὶ τὴν φιλοπτωχία καὶ φιλαδελφία καὶ φιλοξενία, ὥστε καὶ ἀνάθεμα [χωρισμένος] ἀπὸ τὸν Χριστὸ νὰ εἶμαι δέχομαι καὶ ὁ,τιδήποτε νὰ πάθω ὡς καταδικασμένος• ἀρκεῖ νὰ θελήσετε νὰ σταθεῖτε μαζί μας καὶ νὰ θελήσετε νὰ δοξάσουμε ἑνωμένοι τὴν Ἁγία Τριάδα(10). Διότι γιὰ τοὺς ἄλλους [ποὺ δὲν ὁμολογοῦν τὸ ὁμοούσιό τοῦ Υἱοῦ] τί πρέπει νὰ ποῦμε, τοὺς φανερὰ πεθαμένους [στὴν ψυχή] (ποὺ μόνο ὁ Χριστὸς ποὺ ζωοποιεῖ τοὺς νεκροὺς μπορεῖ ν’ ἀναστήσει σύμφωνα μὲ τὴ δύναμη ποὺ ἔχει), οἱ ὁποῖοι κακῶς διαχωρίζονται κατὰ τὸν τόπο, ἐνῷ συνδέονται μὲ τὸ λόγο, καὶ τόσο πολὺ φιλονεικοῦν μεταξὺ τους ὅσο οἱ ἀλλοίθωροι ὀφθαλμοί, ποὺ βλέπουν ἕνα πρᾶγμα καὶ δὲν συμφωνοῦν ὄχι ὡς πρὸς τὴν ὄψη ἀλλ’ ὡς πρὸς τὴν θέση. Ἂν βέβαια πρέπει νὰ τοὺς κατηγορήσει κανεὶς γιὰ ἀλλοιθωρισμό, καὶ ὄχι ὅμως γιὰ τύφλωση. Ἀφοῦ ἀνέπτυξα ὅσο ἔπρεπε αὐτὰ ποὺ ἔχουν σχέση μέ σᾶς, ἂς ἐπανέλθουμε πάλι πρὸς τὸ Πνεύμα• πιστεύω ὅτι καὶ σεῖς τώρα θὰ παρακολουθήσετε.
Θ. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα πάντοτε ὑπῆρχε καὶ ὑπάρχει καὶ θὰ ὑπάρχει, δὲν ἔχει οὔτε ἀρχὴ οὔτε τέλος, ἀλλ’ εἶναι πάντοτε ἑνωμένο καὶ ἀριθμεῖται μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱό. Διότι δὲν θὰ ἅρμοζε ποτὲ νὰ ἐλλείπει ὁ Υἱὸς ἀπὸ τὸν Πατέρα ἤ τὸ Πνεῦμα ἀπὸ τὸν Υἱό, ἐπειδὴ θὰ ἦταν σὲ μέγιστο βαθμὸ ἄδοξη ἡ θεότητα, σὰν ἀπὸ μεταμέλεια ἀκριβῶς νὰ ἦλθε σὲ συμπλήρωση γιὰ νὰ γίνει τέλεια. [Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα] λοιπὸν πάντοτε καὶ αἰώνια μεταλαμβάνεται [μὲ τὶς θεῖες ἐνέργειές Του], δὲν μεταλαμβάνει• ὁδηγεῖ στὴν τελείωση [τοὺς ἀνθρώπους], δὲν τελειώνεται• παρέχει τὴν πνευματικὴ πλήρωση, δὲν ἔχει ἀνάγκη πληρώσεως• ἁγιάζει, δὲν ἁγιάζεται• κάνει [τοὺς ἀνθρώπους] θεούς, δὲν θεώνεται αὐτὸ πρὸς Ἑαυτό, καὶ πρὸς ἐκείνους μὲ τοὺς ὁποίους εἶναι ἑνωμένο, εἶναι πάντοτε τὸ ἴδιο καὶ ἀπαράλλακτο• ἀόρατο, ἄχρονο, ἀχώρητο, ἀναλλοίωτο, ὑπεράνω ἀπὸ κάθε ἔννοια ποιότητας, ποσότητας καὶ μορφῆς, ἀψηλάφητο, κινούμενο ἀφ’ Ἑαυτοῦ, κινούμενο συνεχῶς, ἔχοντας ἀφ’ Ἑαυτοῦ ἐξουσία, ἔχοντας ἀφ’ Ἑαυτοῦ δύναμη, παντοδύναμο (ἂν καὶ ὡς πρὸς τὴν πρώτη ἀρχή, ὅπως ἀκριβῶς ὅλα τὰ ἀναφερόμενα εἰς τὸν Μονογενῆ Υἱό, ἔτσι καὶ τοῦ Πνεύματος ἀνάγεται [εἰς τὸν Θεὸ Πατέρα]). Εἶναι ζωὴ καὶ πρόξενος ζωῆς, τὸ φῶς καὶ χορηγεῖ φῶς, ἀφ’ Ἑαυτοῦ ἀγαθὸ καὶ πηγὴ ἀγαθότητας. Πνεῦμα εὐθές, ἡγεμονικό, κύριο [καλεῖ καί] ἀποστέλλει [τοὺς ἄξιους, ὅπως ὁ Πατὴρ καὶ ὁ Υἱός], θέτει ὅρια [σὲ ὅλη τὴν κτίση] κάνει τοὺς ἀνθρώπους ναοὺς οἴκους Του, ὁδηγεῖ, ἐνεργεῖ ὅπως θέλει, διανέμει χαρίσματα. Εἶναι Πνεῦμα υἱοθεσίας [κάνει τοὺς ἀνθρώπους υἱοὺς τοῦ Θεοῦ], ἀληθείας, σοφίας, συνέσεως, γνώσεως, εὐσέβειας, βουλῆς, δυνάμεως, φόβου [θείου], ὅσων ἔχουν ἀπαριθμηθεῖ. Διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος γνωρίζεται ὁ Πατὴρ καὶ δοξάζεται ὁ Υἱός, καὶ ἀπὸ Αὐτοὺς μόνο γνωρίζεται Αὐτό, εἶναι δηλαδὴ τὰ τρία πρόσωπα ἕν, μία εἶναι ἡ λατρεία καὶ ἡ προσκύνηση [ποὺ προσφέρεται], μία ἡ δύναμη, ἡ τελειότητα, ἕνας ὁ ἁγιασμὸς [ποὺ παρέχεται]. Καὶ γιατί νὰ μακρολογῶ; Ὅλα ὅσα ἔχει ὁ Πατήρ, εἶναι τοῦ Υἱοῦ, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀγεννησία. Ὅλα ὅσα ἔχει ὁ Υἱός, εἶναι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν γέννηση. Αὐτὰ (τὰ ἰδιώματα), ὅσο βέβαια μπορῶ νὰ ἐκφρασθῶ μὲ τὸν λόγο μου, δὲν ξεχωρίζουν οὐσίες, ἀλλ’ ὁρίζουν τὴν μία καὶ ἑνιαία οὐσία τῆς θεότητας.
Ι. Στενοχωρεῖσαι γιὰ τὶς ἀντιθέσεις (πού χρησιμοποίησα); Ἐγὼ ὅμως γιὰ τὸ μῆκος τοῦ λόγου. Τίμησε λοιπὸν τὴν (σημερινή) ἡμέρα τοῦ Πνεύματος• συγκράτησε λίγο τὴ γλῶσσα, ἂν γίνεται. Γιὰ ἄλλες γλῶσσες γίνεται ὁ λόγος• αὐτὲς εὐλαβήσου ἤ φοβήσου, πύρινες καθὼς φαίνονται. Σήμερα ἂς ὑψώσουμε μ’ εὐλάβεια ὅλο μας τὸν νοῦ στὸ θεῖο μυστήριο [τῆς καθόδου τοῦ Ἁγίου Πνεύματος], ἂς κάνουμε αὔριο ἀνάλυση λέξεων σήμερα ἂς ἑορτάσουμε [μὲ κατάνυξη], ἂς εἰπωθεῖ κάτι ἄξιο ντροπῆς [ἀπὸ τοὺς ἀντιλέγοντες] αὔριο. Αὐτὰ γίνονται μὲ τρόπο μυστικὸ [στὸ ταμεῖο τῆς ψυχῆς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ], ἐκεῖνα γίνονται μὲ τρόπο πομπώδη [ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων]• αὐτὰ γίνονται στὶς ἐκκλησίες, ἐκεῖνα στὶς ἀγορές• αὐτὰ ἁρμόζουν σὲ ἀνθρώπους σώφρονες καὶ νηφάλιους, ἐκεῖνα σὲ ἀνθρώπους ποὺ μεθοῦν αὐτὰ εἶναι ὅσων ἐνεργοῦν μὲ σοβαρότητα [ὅση ἀξίζει στὸ μεγάλο μυστήριο], ἐκεῖνα ὅσων παίζουν κατὰ τοῦ Πνεύματος. Ἀφοῦ λοιπὸν ἁπαλλαγήκαμε ἀπ’ ὅ,τι εἶναι ἀλλότριο [τῆς εὐσεβείας], ἂς καταρτίσουμε τὸ δικό μας [τὸ λόγο περὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος].
ΙΑ. Αὐτὸ [τὸ Ἅγιο Πνεῦμα] ἐνεργοῦσε πρὶν ἀπ’ ὅλα στὶς ἀγγελικὲς καὶ οὐράνιες δυνάμεις, σ’ ὅσες εἶναι πρῶτες μετὰ τὸ Θεὸ καὶ σ’ ὅσες εἶναι κοντὰ στὸ Θεό. Διότι ἡ τελείωση καὶ ἡ ἔλλαμψη σ’ αὐτὲς καὶ ἡ δυσκινησία ἤ ἡ ἀκινησία τους πρὸς τὸ κακὸ δὲν εἶναι ἀπὸ ἄλλη αἰτία, ἀλλὰ ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ἔπειτα [ἐνεργοῦσε] στοὺς Πατέρες καὶ τοὺς Προφῆτες. Ἀπ’ αὐτοὺς οἱ μὲν εἶχαν θέα τοῦ Θεοῦ ἤ Τὸν ἐγνώρισαν [μὲ ἀποκάλυψη], οἱ δὲ προγνώρισαν καὶ τὸ μέλλον, μὲ τὸ νὰ σχηματίζει τὸ Πνεῦμα εἰκόνες στὸ νοῦ τους καὶ σὰν νὰ ἦσαν παρόντες συναναστρεφόμενοι ὅσα ἐπρόκειτο νὰ πραγματοποιηθοῦν στὸ μέλλον. Τέτοια εἶναι ἡ δύναμη τοῦ Πνεύματος. Ἔπειτα [ἐνεργοῦσε] στοὺς μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ (διότι δὲν λέγω γιὰ τὸ Χριστό, στὸν Ὁποῖο παρευρίσκετο [τὸ Ἅγιο Πνεῦμα] ὄχι ὡσὰν νὰ ἐνεργοῦσε, ἀλλ’ ὡς συμπαρευρισκόμενο σὲ ὁμότιμη σχέση [μὲ Αὐτό])• καὶ σ’ αὐτοὺς κατὰ τρεῖς τρόπους, στὸ μέτρο ποὺ μποροῦσαν νὰ Τὸ δεχθοῦν, καὶ κατὰ τρεῖς καιρούς: πρὶν νὰ δοξασθεῖ ὁ Χριστὸς μὲ τὸ πάθος Του• ἀφοῦ δοξάσθηκε μὲ τὴν Ἀνάσταση• καὶ μετὰ τὴν Ἄνοδό Του στοὺς οὐρανοὺς ἤ τὴν ἀποκατάσταση, ἤ ὅπως καὶ πρέπει νὰ τὴν ὀνομάσουμε, φανερώνει δὲ [τὴν ἐνέργεια αὐτή] ἡ πρώτη θεραπεία καὶ κάθαρση ἀπὸ τὶς ἀσθένειες καὶ τὰ πονηρὰ πνεύματα, ἡ ὁποία βέβαια δὲν γινόταν χωρὶς τὸ Ἅγιο Πνεύμα• καὶ τὸ ἐμφύσημα [τοῦ Κυρίου στὰ πρόσωπα τῶν μαθητῶν Του] μετὰ τὴν τελείωση τῆς [ἐνσάρκου] οἰκονομίας, ποὺ εἶναι φανερὰ προσθήκη περισσοτέρας χάριτος• καὶ τώρα ὁ διαμερισμὸς τῶν πύρινων γλωσσῶν, ποὺ πανηγυρίζουμε. Ἀλλὰ τὸ πρῶτο ἔγινε ἀμυδρὰ• τὸ δεύτερο, πιὸ φανερὰ• καὶ τὸ [τρίτο] τώρα, τελειότερα … Καὶ δὲν παρίσταται τώρα [τὸ Ἅγιο Πνεῦμα] κατὰ τὴν ἐνέργεια, ὅπως πρωτύτερα, ἀλλὰ κατὰ τὴν οὐσία , ἤ ὅπως ἀλλιῶς θὰ μποροῦσε νὰ τὸ πεῖ κανείς, καὶ μένοντας μαζί τους καὶ μέσα τους [στοὺς ἁγίους ἀποστόλους] βοηθὸς καὶ παραστάτης στὸ ἔργο τους(11). Διότι ἔπρεπε, ἀφοῦ ὁ Υἱὸς συνανεστράφη μέ μᾶς σωματικά, καὶ Αὐτὸ νὰ φανερωθεῖ σωματικά(12)• καὶ ἀφοῦ ἐπανῆλθε πρὸς Ἑαυτὸν ὁ Χριστός, Ἐκεῖνο νὰ κατέλθει πρὸς ἐμᾶς• καὶ ἔρχεται μὲν ὡς Κύριο, «πέμπεται» [ἀποστέλλεται] δὲ ὄχι ὡς κατώτερο. Διότι οἱ λέξεις αὐτὲς [ἔρχεται, πέμπεται] φανερώνουν ἐξ ἴσου τὴν ἑνότητα καὶ ὁμοτιμία [τῶν προσώπων] παρὰ χωρίζουν τὶς φύσεις.
ΙΒ. Διὰ τοῦτο μετὰ τὸ Χριστὸ μὲν [κατέρχεται τὸ Ἅγιον Πνεῦμα] γιὰ νὰ μή μᾶς λείπει Παράκλητος [Παρήγορος]• «Ἄλλος» δέ, γιὰ νὰ ἔχεις στὸ νοῦ σου τὴν ὁμοτιμία. Διότι τὸ «ἄλλος» σημαίνει ἄλλος ἀκριβῶς ὅπως ἐγὼ γίνεται. Τοῦτο δὲ σημαίνει κοινὴ δεσποτεία καὶ ὄχι ὑποτίμηση. Διότι ἐγὼ ξέρω καλὰ ὅτι τὸ «ἄλλος» λέγεται ὄχι γιὰ διαφορετικὰ πράγματα, ἀλλὰ τῆς ἰδίας οὐσίας. Μὲ μορφὴ γλωσσῶν δὲ [κατῆλθε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα] ἐξ αἰτίας τῆς συγγενείας πρὸς τὸ Λόγο. Πύρινων δέ, καὶ ἀναζητῶ γιὰ ποιό ἀπ’ τὰ δυό: γιὰ τὴν κάθαρση (διότι μιλοῦμε γιὰ πῦρ – φωτιὰ – πού καθαρίζει, ὅπως μποροῦν ἀπὸ παντοῦ νὰ μάθουν ὅσοι θέλουν) ἤ γιὰ τὴν οὐσία; Διότι ὁ Θεός μας εἶναι πῦρ [κατὰ μίαν εἰκόνα τῆς ἀπροσίτου θείας οὐσίας] καὶ «πῦρ καταναλίσκον» [φωτιὰ ποὺ κατακαίει καὶ ἀφανίζει] τὴ μοχθηρία, [καὶ τὸ λέω] ἔστω κι’ ἂν ἀγανακτεῖς πάλι, διότι στενοχωρεῖσαι γιὰ τὸ ὁμοούσιο [ποὺ ἀποδίδω στὸ Ἅγιον Πνεῦμα]. Καὶ ἐχωρίστηκαν [οἱ γλῶσσες] διότι τὰ χαρίσματα [ποὺ ἐχορήγησε] ἦταν πολλὰ καὶ διάφορα• ἐκάθισαν δέ, ἐπειδὴ ἡ ἐξουσία Του εἶναι βασιλική, καὶ ἐπειδὴ ἀναπαύεται εἰς τοὺς ἁγίους• ἀφοῦ καὶ τὰ χερουβεὶμ εἶναι θρόνος τοῦ Θεοῦ. Στὸ ὑπερῷο δὲ (ἂν δὲν θεωρηθῶ ὅτι καταβάλλω μάταιο κόπο κάπως περισσότερο ἀπ’ ὅ,τι πρέπει) διότι θὰ ἀνέβαιναν καὶ θὰ ὑψώνονταν ἀπὸ χάμω (πνευματικά) αὐτοὶ ποὺ ἐπρόκειτο νὰ Τὸ δεχθοῦν ἀφοῦ καὶ μὲ θεῖα ὕδατα [Ἀγγελικὲς δυνάμεις] στεγάζονται οὐράνια ὑπερῷα [ὁ θρόνος τοῦ Θεοῦ] καὶ ὑμνεῖται ὁ Θεός(13). Καὶ ὁ Ἰησοῦς ἐπίσης στὸ ὑπερῷο συμμετέχει στὸ μυστήριο [τῆς Θείας Εὐχαριστίας] μὲ αὐτοὺς ποὺ μυοῦνται στὰ ὑψηλότερα, γιὰ νὰ παρασταθεῖ αὐτό, ὅτι ἀφ’ ἑνὸς μὲν πρέπει ὁ Θεὸς νὰ κατέβει λίγο πρὸς ἐσᾶς, πρᾶγμα ποὺ ξέρω ὅτι ἔγινε παλαιότερα στὸν Μωυσῆ, ἀφ’ ἑτέρου δὲ πρέπει ἐμεῖς ν’ ἀνέβουμε καὶ ἔτσι νὰ γίνει [δυνατή] ἡ κοινωνία τοῦ Θεοῦ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους, ν’ ἀναμειχθεῖ δηλαδὴ ἡ [ὑπερτελεία] ἀξία [τῆς θεότητας μὲ τὴν μηδαμινότητα τῆς ἀνθρωπότητας]. Ἐφ’ ὅσον ὅμως [τὸ θεῖο καὶ τὸ ἀνθρώπινο] μένουν τὸ μὲν στὴν οἰκεία περιωπή, τὸ δὲ στὴν ταπείνωση, παραμένει ἄμικτη ἡ ἀγαθότης [τοῦ Θεοῦ] καὶ ἡ φιλανθρωπία Του ἀκοινώνητη [ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο]• καὶ ὑπάρχει μεταξὺ των χάσμα μεγάλο καὶ ἀδιαπέραστο, ποὺ ἐμποδίζει ὄχι μόνο τὸν πλούσιο ἀπὸ τὸν Λάζαρο καὶ τοὺς ἐπιθυμητοὺς κόλπους τοῦ Ἀβραάμ, ἀλλὰ [ὅλη] τὴν κτιστὴ καὶ ρευστὴ φύση, ἀπὸ τὴν ἄκτιστη καὶ ἀμετάβλητη.
ΙΓ. Αὐτὸ [τὸ Ἅγιο Πνεῦμα] κηρύχθηκε μὲν ἀπὸ τοὺς προφῆτες, ὅπως στὸ «Πνεῦμα Κυρίου ἐπ’ ἐμέ»• καί, θ’ ἀναπαυθοῦνε ἐπ’ αὐτὸν ἑπτὰ Πνεύματα• καὶ «κατέβηκε Πνεῦμα ἀπὸ τὸν Κύριο καὶ ὁδήγησε αὐτούς»• καί, Πνεῦμα ἐπιστήμης ποὺ ἐγέμισε τὸν Βεσελεὴλ τὸν ἀρχιτέκτονα τῆς σκηνής• καί, Πνεῦμα ποὺ παροργίζεται καί, Πνεῦμα ποὺ ἐσήκωσε ψηλὰ τὸν Ἠλία μέσα σὲ ἅρμα καὶ ποὺ ὁ Ἐλισσαῖος ἐζήτησε διπλάσιο• καί, Πνεῦμα ἀγαθὸ καὶ ἡγεμονικὸ ἀπὸ τὸ ὁποῖο ὁ Δαβὶδ ὁδηγήθηκε καὶ στηρίχτηκε. Τὸ ὑποσχέθηκε δὲ [ὁ Θεός], προηγουμένως μὲν μὲ τὸν προφήτη Ἰωήλ: «Καὶ στὶς ἔσχατες ἡμέρες [ὅταν θὰ ἔλθει ὁ Μεσσίας] λέγοντας (ὁ Θεὸς ὅτι θὰ συμβεῖ τοῦτο) θὰ ἐκχύσω χαρίσματα ἀπὸ τὸ Πνεῦμα μου εἰς ὅλους τούς ἀνθρώπους (ποὺ πιστεύουν δηλαδή) καὶ εἰς τοὺς υἱούς σας καὶ εἰς τάς θυγατέρας σας» καὶ τὰ ἑξῆς. Ὁ Ἰησοῦς δὲ ὕστερα, ὁ Ὁποῖος δοξάζεται [ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα] καὶ ἀντιδοξάζει [Αὐτό], ὅπως καὶ τὸν Πατέρα καὶ [δοξάζεται] ἀπὸ τὸν Πατέρα. Καὶ ἡ ὑπόσχεση [τοῦ Χριστοῦ], ὡς πλούσια, βεβαιώνει ὅτι [τὸ Ἅγιο Πνεῦμα] θὰ μένει μὲ τοὺς πιστοὺς αἰώνια, δηλαδὴ τώρα μὲ τοὺς ἄξιους σὲ κάθε καιρό, ὕστερα δὲ μ’ ἐκείνους ποὺ ἀξιώνονται [νὰ κληρονομήσουν] τὰ ἐκεῖ [ἀγαθά], ὅταν φυλάξουμε Αὐτὸ ὁλόκληρο μὲ τὴν [ἐνάρετη] ζωή μας, καὶ δὲν χωρισθοῦμε [ἀπὸ Αὐτό] τόσο, ὅσο ἁμαρτάνουμε.
ΙΔ. Αὐτὸ τὸ Πνεῦμα συνδημιουργεῖ μὲν μὲ τὸν Υἱὸ καὶ τὴν κτίση καὶ τὴν ἀνάσταση. Καὶ ἂς σὲ πείσει τὸ «Μὲ τὸ Λόγο τοῦ Κυρίου ἔγιναν καὶ ἐστερεώθηκαν οἱ οὐρανοί, καὶ μὲ τὸ Πνεῦμα τοῦ στόματός Του ἐδημιουργήθηκε τὸ ἀμέτρητο πλῆθος τῶν ἀστέρων»• «τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ μὲ ἐδημιούργησε, ἡ πνοὴ δὲ τοῦ Παντοκράτορος μὲ διδάσκει»• καὶ πάλι• «θὰ ἐξαποστείλεις τὸ [ζωοποιό] Πνεῦμα Σου, καὶ θὰ κτισθοῦν [ἀναδημιουργηθοῦν] καὶ [ἔτσι] θὰ ἀνακαινίσεις τὸ πρόσωπο τῆς γῆς». Δημιουργεῖ δὲ τὴν πνευματικὴ ἀναγέννηση• καὶ ἂς σὲ πείσει τὸ ὅτι κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ἰδεῖ ἤ νὰ λάβει τὴν βασιλεία [τῶν οὐρανῶν], ἂν δὲν «γεννηθεῖ ἄνωθεν» [ἀναγεννηθεῖ πνευματικά] ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, καὶ δὲν καθαρισθεῖ ἀπὸ τὴν προηγούμενη [κατὰ σάρκα] γέννηση. Αὐτὴ [ἡ πνευματικὴ ἀναγέννηση] ἡ ὁποία εἶναι μυστήριο ποὺ φανερώθηκε τὴ νύκτα [ἀπὸ τὸν Κύριο στὸ Νικόδημο] συντελεῖται μὲ τὴν διάπλαση [τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὴν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ποὺ κάνει τὸν πιστὸ κοινωνό] τοῦ θείου φωτὸς και τῆς θείας ἡμέρας, τὴν ὁποία καθένας δέχεται μέσα του [καὶ μὲ τὴν δική του πνευματικὴ ἐργασία]. Αὐτὸ τὸ Πνεῦμα (διότι εἶναι σὲ ἄπειρο βαθμὸ σοφὸ καὶ φιλάνθρωπο), ἂν λάβει ποιμένα προβάτων τὸν κάνει θεόπνευστο ψαλμῳδό, ποὺ μὲ τὴν ψαλμῳδία του ἀπομακρύνει τὰ πονηρὰ πνεύματα, καὶ τὸν ἀναδεικνύει βασιλέα τοῦ Ἰσραήλ. Ἂν πάρει αἰγοβοσκὸ ποὺ χαράζει συκομορέες, τὸν κάνει προφήτη. Θυμήσου τὸν Δαβὶδ καὶ τὸν Ἀμῶς. Ἂν πάρει νεανίσκο εὐφυῆ, τὸν κάνει κριτὴ πρεσβυτέρων καὶ προχωρημένων στὴν ἡλικία. Αὐτὸ μαρτυρεῖ ὁ Δανιήλ, ποὺ ἐνίκησε λέοντες μέσα στὸ λάκκο. Ἂν βρεῖ ἁλιεῖς, τοὺς πιάνει μὲ τὴν σαγήνη [τῆς χάριτος] ὁδηγώντας τους στὸν Χριστὸ καὶ τοὺς κάνει ἱκανοὺς νὰ συλλαμβάνουν ὅλον τὸν κόσμο μὲ τὴν πλοκὴ τοῦ λόγου. Νὰ ἐννοήσεις τὸν Πέτρο καὶ τὸν Ἀνδρέα καὶ τοὺς υἱοὺς τῆς βροντῆς [Ἰωάννη καὶ Ἰάκωβο], ποὺ ἐβρόντησαν τὰ πνευματικά. Ἐὰν [πάρει] τελῶνες, τοὺς κερδίζει στὴ μαθητεία [τοῦ Χριστοῦ] καὶ δημιουργεῖ ἐμπόρους ψυχῶν. Τὸ λέει ὁ Ματθαῖος, ὁ χθὲς τελώνης καὶ σήμερα εὐαγγελιστής. Ἐὰν [πάρει] διῶκτες θερμούς, μεταθέτει τὸν ζῆλο τους καὶ κάνει Παύλους ἀντὶ Σαύλων, καὶ τόσο πολύ [τούς ἀνυψώνει] πρὸς τὴν εὐσέβεια, ὅσο ἦταν στὴν κακία ποὺ τοὺς βρῆκε. Αὐτὸ εἶναι καὶ Πνεῦμα πραότητας• καὶ ὀργίζεται γι’αὐτοὺς ποὺ ἁμαρτάνουν. Γι’ αὐτὸ λοιπὸν ἂς γνωρίσουμε Αὐτὸ ὡς πρᾶο καὶ ὄχι ὀργιζόμενο, ὁμολογώντας τὴν ἀξία Του [ὡς Θεοῦ] καὶ ἀποφεύγοντας κάθε βλάσφημο λόγο, καὶ ἂς μὴ θελήσουμε νὰ τὸ ἰδοῦμε νὰ ὀργίζεται γιὰ ἁμαρτία ποὺ εἶναι ἀσυγχώρητη [τὴν βλασφημία εἰς Αὐτό]. Αὐτὸ [τὸ Ἅγιο Πνεῦμα] κάνει κι’ ἐμένα σήμερα τολμηρὸ κήρυκα σὲ σᾶς• ἐὰν μὲν χωρὶς νὰ πάθω τίποτε, ἡ χάρη, στὸν Θεὸ• ἐὰν δὲ πάθω, καὶ πάλι χάρη• τὸ μὲν [πρῶτο], γιὰ νὰ λυπηθεῖ [ὁ Θεός] αὐτοὺς πού μᾶς μισοῦν τὸ δέ, γιὰ νὰ μᾶς ἁγιάσει, μὲ τὸ νὰ πάρουμε τὸν μισθὸ αὐτὸ τῆς ἱερουργίας τοῦ Εὐαγγελίου, τὸ νὰ τελειωθοῦμε δηλαδὴ μὲ τὸ αἷμα μας(14).
ΙΕ. Μιλοῦσαν μὲν λοιπὸν [οἱ Ἀπόστολοι] ξένες γλῶσσες καὶ ὄχι τὶς πατρικές τους, καὶ τὸ θαῦμα εἶναι μεγάλο, νὰ μιλοῦν ἄνθρωποι γλῶσσα ποὺ δὲν ἔμαθαν καὶ αὐτὸ τὸ σημεῖο [θαῦμα] εἶναι γιὰ τοὺς ἀπίστους, ὄχι γι’ αὐτοὺς ποὺ πιστεύουν, γιὰ νὰ εἶναι κατήγορο τῶν ἀπίστων, ὅπως ἔχει γραφτεῖ• «Ὅτι μὲ ἀνθρώπους ποὺ μιλοῦν ξένες γλῶσσες καὶ μὲ χείλη ξένων λαῶν θὰ ὁμιλήσω πρὸς τὸ λαὸ αὐτόν, ἀλλ’ οὔτε μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ θὰ μὲ ἀκούσουν, λέγει ὁ Κύριος». Ἄκουγαν δὲ [ὅσοι ἦσαν τότε στὰ Ἱεροσόλυμα]. Ἐδῶ σταμάτησε λίγο καὶ διερωτήσου, πῶς θὰ διαιρέσεις τὸν λόγο. Διότι ἔχει κάτι τὸ ἀμφίβολο ἡ λέξη [«ἤκουον»] τὸ ὁποῖο διαχωρίζεται μὲ τὴν τελεία. Ἄρα, δηλαδή, ἄκουγαν ὁ καθένας στὴ δική του γλῶσσα, φερ’ εἰπεῖν σὰν νὰ ἠχεῖ δυνατὰ μιά φωνή, καὶ ν’ ἀκούγονται πολλές, μὲ τὸ νὰ πάλλεται ἔτσι ὁ ἀέρας καί, γιὰ νὰ τὸ πῶ σαφέστερα, μὲ τὸ νὰ γίνεται ἡ φωνὴ φωνές; Ἤ πρέπει νὰ σταματήσουμε στὸ «ἤκουον», τὸ δὲ «Λαλούντων» στὶς δικές τους γλῶσσες νὰ τὸ προσθέσουμε στὰ ἑπόμενα, γιὰ νὰ εἶναι: «Καθὼς μιλοῦσαν γλῶσσες», τὶς δικὲς των, αὐτῶν ποὺ ἀκούγανε, ποὺ σημαίνει ξένες• πρὸς τοῦτο δὲ καὶ μᾶλλον τάσσομαι. Διότι μὲ ἐκεῖνον μὲν τὸν τρόπο τὸ θαῦμα θὰ ἦταν ἐκείνων ποὺ ἄκουγαν μᾶλλον παρὰ ἐκείνων ποὺ μιλοῦσαν. Μὲ αὐτὸν δὲ τὸν τρόπο ἐκείνων ποὺ μιλοῦσαν οἱ ὁποῖοι καὶ κατηγορήθηκαν γιὰ μέθη, εἶναι φανερὸ ὅτι μὲ τὸ νὰ θαυματουργοῦν αὐτοὶ ὡς πρὸς τὶς γλῶσσες μὲ τὴν δύναμη τοῦ Πνεύματος.
ΙΣΤ. Πλὴν εἶναι μὲν ἄξια νὰ ἐξυμνεῖται καὶ ἡ παλαιὰ διαίρεση τῶν γλωσσῶν (ὅταν οἰκοδομοῦσαν τὸν πύργο ἐκεῖνοι ποὺ συμφώνησαν κακῶς καὶ ἀθέως, ὅπως καὶ ἀπὸ τοὺς σημερινοὺς τολμοῦν μερικοί)• διότι μὲ τὸ νὰ διαλυθεῖ ἡ ὁμογνωμοσύνη μαζὶ μὲ τὸ σχίσιμο (διαφορά) τῆς γλώσσας, σταμάτησε τὸ ἐγχείρημα. Περισσότερο ὅμως πρέπει νὰ ἐξυμνεῖται αὐτή [ἡ διαίρεση] ποὺ θαυματουργεῖται σήμερα. Διότι ἀφοῦ διαλύθηκε [ἡ γλῶσσα] ἀπὸ τὸ ἕνα Πνεῦμα σὲ πολλούς, συνάγεται πάλι σὲ μία ἁρμονία. Καὶ ὑπάρχει διαφορὰ χαρισμάτων, [στὴν γλωσσολαλία] ποὺ χρειάζεται ἄλλο χάρισμα γιὰ νὰ διακρίνεται τὸ περισσότερο ὠφέλιμο [γιὰ τὴν σύναξη τῶν πιστῶν]• ἐπειδὴ ὅλες οἱ γλῶσσες εἶναι ἐπαινετές. Καλὴ δὲ θὰ λεγόταν καὶ ἐκείνη, γιὰ τὴν ὁποία λέει ὁ Δαβίδ• «Καταπόντισε, Κύριε, καὶ καταμοίρασε τὶς γλῶσσες τους». Γιατί; «Διότι ἀγάπησαν ὅλους τους λόγους ποὺ καταποντίζουν [τοὺς ἀνθρώπους] γλῶσσα δόλια»• φανερὰ σχεδὸν κατηγορώντας αὐτὲς τὶς γλῶσσες ἐδῶ, ποὺ χωρίζουν τὴν θεότητα [μὲ τὸ νὰ μὴ ὁμολογοῦν τὴν θεότητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος]. Αὐτὰ λοιπὸν καὶ ἀρκετά.
ΙΗ. Ἐμεῖς μὲν πρέπει νὰ ἀπολύσουμε τὴν σύναξη (διότι ἦταν ἀρκετὸς ὁ λόγος), τὴν πανήγυρη ὅμως οὐδέποτε. Ἀλλ’ εἶναι ἀνάγκη νὰ ἑορτάσουμε, τώρα μὲν καὶ σωματικὰ [συμμετέχοντας στὰ τελούμενα], ὕστερα δὲ ἀπὸ λίγο ἐντελῶς πνευματικὰ [σὲ ἡσυχία μὲ πνευματικὴ μελέτη καὶ νοερὰ προσευχή]• ὅπου καὶ τοὺς λόγους αὐτῶν [τῶν ὑμνῳδῶν] θὰ κατανοήσουμε καθαρότερα καὶ σαφέστερα, ἑνωμένοι μὲ Αὐτὸν τὸ Λόγο καὶ Θεὸ καὶ Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό, τὴν ἀληθινὴ ἑορτὴ καὶ ἀγαλλίαση τῶν σωζομένων μὲ τὸν Ὁποῖο ἡ δόξα καὶ ἡ τιμὴ στὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τώρα καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
———————————————————-
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
Σημ. Οἱ παρενθέσεις ( ) εἶναι τοῦ κρυμένου οἱ ἀγκύλες [ ] περιέχουν ἐπεξηγηματικὲς προσθῆκες.
1. Παρουσιάζει ἐδῶ ἕνα σημαντικὸ σημεῖο τῆς διδασκαλίας του περὶ τῆς φανερώσεως τῆς Ἁγίας Τριάδας στὸν κόσμο. Κατὰ τὸν ἅγιο Πατέρα, μέσα στὴν ἱστορία τῆς σωτηρίας, ἡ θεία οἰκονομία ἐνεργεῖ σὲ τρία στάδια, τὰ ὁποῖα καὶ ὀνομάζει «σεισμούς», «διαθήκας» καὶ «μεταθέσεις βίου». Τὸ πρῶτο εἶναι ἡ παράδοση τοῦ Νόμου, ἡ περίοδος τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης• τὸ δεύτερο εἶναι ἡ σάρκωση τοῦ Λόγου, ἡ περίοδος τῆς Καινῆς Διαθήκης• τὸ τρίτο εἶναι ἡ φανέρωση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κατὰ τὴν Πεντηκοστή, ὁ καιρὸς τοῦ Πνεύματος. Τὸ δεύτερο καὶ τὸ τρίτο στάδιο δὲν διαχωρίζονται βέβαια χρονικά, οἱ ἐνέργειες δὲ καὶ τῶν τριῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος εἶναι κοινές. Τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, κατὰ τὴν ὑπόσχεση τοῦ Κυρίου ἑνώνεται μὲ τοὺς ἀξίους, καὶ «διὰ προσθηκῶν» ὁδηγεῖ στὴν τελείωση τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ. Κατὰ τὴν διδασκαλία τοῦ Γρηγορίου, περὶ σταδιακῆς καὶ οἰκονομικῆς φανερώσεως τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἡ Παλαιὰ Διαθήκη ἐκήρυττε φανερὰ τὸν Πατέρα, καὶ τὸν Υἱὸ ἀμυδρότερα (σκιωδῶς δὲ καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα). Ἡ Καινὴ ἐφανέρωσε τὸν Υἱόν, ὑπέδειξε δὲ τὴν θεότητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Αὐτὴ φανερώνεται τρανότερα «εἰς ὕστερον», ἀπὸ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς καὶ μετά.
2. Ἀναφέρεται στὴν καταπλήσσουσα ἄπειρη φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου ποὺ στὴν ἔνδοξο Ἀνάληψή Του συνανυψώνει καὶ τὴν ἀνθρώπινη φύση γιὰ νὰ τὴν ἔχει ἀχώριστη ἀπὸ τὴν θεία φύση Του εἰς τοὺς αἰῶνες, ἐν δεξιᾷ τοῦ Πατρός• Ἡ σημασία τῆς ἑνώσεως τῶν δυὸ φύσεων στὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου γιὰ τὴν θέωση τοῦ ἀνθρώπου τονίζεται βέβαια σὲ ὅλο τὸ ἔργο τοῦ Γρηγορίου.
3. Τὸ χρονικὸ σημεῖο αὐτῆς τῆς «ἀρχῆς» εἶναι ἡ Πεντηκοστή. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐνεργοῦσε βέβαια καὶ πρὶν ἀπὸ αὐτήν, ὅπως ἀναφέρει πιὸ κάτω ὁ θεῖος Πατήρ, ἀλλὰ δὲν εἶχε φανερωθεῖ στὸν κόσμο ὡς θεία ὑπόσταση (Βλ. σημείωση 1).
4. Ὁ Ἅγιος θέτει ἐδῶ τὴν βάση τῆς θεολογίας ὡς ἐκκλησιαστικῆς λειτουργίας. Ἡ θεολογία εἶναι φωτισμὸς καὶ ἔμπνευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μετὰ προηγούμενη κάθαρση τῶν γνωστικῶν δυνάμεων τῆς ψυχῆς. Τὸ Ἅγιον Πνεῦμα διδάσκει καὶ ἀποκαλύπτει στοὺς ἄξιους τὰ θεῖα μυστήρια, τοὺς ὁδηγεῖ στὴ γνώση τῆς θείας ἀληθείας, ὅσον εἶναι ἀναγκαῖο γιὰ τὴν σωτηρία τῶν πιστῶν. Αὐτοὶ εἶναι οἱ Πατέρες καὶ Διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι ἔχουν συνείδηση ὅτι γίνονται ὄργανα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος γιὰ νὰ φανερωθεῖ στὸν κόσμο ἡ «πολυποίκιλος σοφία τοῦ Θεοῦ». Οἱ ἅγιοι Πατέρες, φωτιζόμενοι καὶ ὁδηγούμενοι ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, γνωρίζουν στοὺς πιστοὺς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν σωτηρία τους. Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ θεολογήσει, ἂν δὲν «δώσει λόγον» τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ γνωρίσει τὰ τοῦ Θεοῦ χωρὶς τὸν Θεό. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἔχει τὴν θαυμαστὴ παρρησία νὰ ὁμολογεῖ ὅτι ὁμιλεῖ ἐμπνεόμενος ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Πιὸ κάτω θὰ χρησιμοποιήσει τὸ ρῆμα «σκέπτομαι» (μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα). (Πρβλ. τὴν λέξη «συν-διασκεψάμενοι» τοῦ προσομοίου τῶν αἴνων τῶν Ἁγίων Πατέρων).
5. Ποιοὺς ὑπονοεῖ ὁ θεῖος Πατήρ, ὅτι κρίνουν μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο τὸν ἴδιο καὶ ὅσους ὁμολογοῦν τὴν θεότητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος; Πρέπει μᾶλλον νὰ νοήσουμε «κείνους ποὺ εἶχαν εὐσεβὲς φρόνημα καὶ πίστευαν στὴν θεότητα καὶ τὸ ὁμοούσιόν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πλὴν ὅμως δὲν ὁμολογοῦσαν τὴν πίστη τους φανερὰ γιὰ λόγους «οἰκονομίας».
6. Οἱ πνευματομάχοι διακρίνονταν σὲ διάφορες κατηγορίες. Οἱ πιὸ ἀκραῖοι θεωροῦσαν τὸ Ἅγιο Πνεῦμα κτίσμα. Οἱ πιὸ ἤπιοι ἐδίσταζαν νὰ ὀνομάσουν τὸ Ἅγιο Πνεῦμα Θεὸν ἀπὸ σεβασμὸ δῆθεν πρὸς τὴν Γραφή, ποὺ δὲν τὸ ἀναφέρει ρητά. Πρὸς αὐτοὺς κυρίως ἀπευθύνει τὸν λόγο ὁ Ἅγιος μὲ μεγάλη ἀγάπη καὶ συγκατάβαση, δείχνοντας τὸ ὕψος τῆς «ποιμαντικῆς ἐπιστήμης» του.
7. Οἱ Πνευματομάχοι, ὅπως καὶ ὅλοι οἱ αἱρετικοί, προσκολλῶνται στὶς λέξεις, στὸ γράμμα τῆς Γραφῆς, καὶ χάνουν τὰ νοούμενα ἀπὸ τὶς λέξεις. Κρατοῦν τὰ «ὀνόματα», καὶ ἀφήνουν τὰ «πράγματα». Καὶ κατηγοροῦν τοὺς ὀρθοδόξους ὅτι εἰσάγουν «ἄγραφα», δηλ. λέξεις ποὺ δὲν ὑπάρχουν στὴν Γραφή. Ὁ Γρηγόριος, μὲ τὴν διάκριση αὐτὴ (ὀνόματος-πράγματος) καὶ μὲ τὴν παράθεση γραφικῶν χωρίων, ἀποδεικνύει ὅτι ἡ ἀλήθεια πρέπει νὰ ἀναζητηθεῖ μέσα καὶ πέρα ἀπὸ τὸ γράμμα τῶν Γραφῶν, μὲ πολὺ προσεκτικὴ καὶ ἐπίπονο μελέτη καὶ θεῖο φωτισμό. Γιὰ παράδειγμα, ἡ ἀλήθεια γιὰ τὴν θεία φύση καὶ τὸ ὁμοούσιο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος δὲν ἀναφέρεται μὲ αὐτὲς τὶς λέξεις, ἀλλὰ εἶναι «λίαν ἔγγραφος» (κατ’ ἀντιδιαστολὴ πρὸς τὸ «ἄγραφον»), μαρτυρεῖται δηλαδή, ἀπὸ τὴν Γραφή.
8. Βλέπουμε ἐδῶ τὸν ζέοντα πόθο τοῦ Ἁγίου νὰ ἁλιεύσει τοὺς ἀσθενοῦντες στὴν πίστη στὴν ὀρθοδοξία μὲ μιά διακριτικότατη παραχώρηση, ὥστε νὰ ὁδηγηθοῦν σταδιακὰ στὴν ὁμολογία τῆς θεότητος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Δέχεται δηλαδὴ νὰ ὁμολογήσουν τὴν θεία φύση τοῦ Πνεύματος μὲ ἄλλες λέξεις, καὶ θὰ παρακαλέσει τὸ Πνεῦμα νὰ τοὺς δώσει καὶ τὴν λέξη Θεός. Ὁ ἴδιος δηλαδή, σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς αἱρετικούς, δὲν προσκολλᾶται καθόλου στὶς λέξεις καὶ τὰ γράμματα.
9. Ἀπ’ ὅσα ἀναφέρει ἐδῶ καὶ λίγο πιὸ κάτω ὁ θεῖος Γρηγόριος, συμπεραίνεται ὅτι οἱ πνευματομάχοι ἤ ἔστω μιά μερίδα τους, διακρίνονταν ὡς ἰδιαίτερη κοινότητα. Ἔδειχναν δὲ θαυμαστὸ ζῆλο εὐσέβειας καὶ ξεχώριζαν ὄχι μόνον ἀπὸ τὴν ἐξωτερικὴ ἐμφάνιση, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸ ἀσκητικὸ ἦθος. Ὅλα αὐτά, καὶ τὴν ὀρθὴ πίστη στὸν Υἱό, ἐπαινεῖ ὁ ἱερὸς Πατὴρ γιὰ νὰ τοὺς ὁδηγήσει πρὸς τὴν τελεία ἑνότητα τῆς πίστεως.
10. Μεγαλειώδης φανέρωση τῆς θείας ἀγάπης ἡ ὁποία κατέφλεγε τὴν καρδιά τοῦ Μεγάλου Πατρός. Οἱ ἅγιοι Πατέρες μὲ ὅση δύναμη καὶ ἱερὸ πάθος ἐμάχοντο ὑπὲρ τῆς ἀληθείας τῆς πίστεως, μὲ τόση σπλαχνικὴ στοργὴ ἐφέροντο πρὸς τοὺς πλανωμένους γιὰ νὰ τοὺς ἐπαναφέρουν μέσα στὴν μάνδρα τῆς Ἐκκλησίας.
11. Στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, καὶ κατὰ τὸν πρῶτο καιρὸ τῆς κλήσεως καὶ ἀποστολῆς τῶν Μαθητῶν, τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐνεργοῦσε «ἀμυδρά», μετὰ δὲ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου «ἐκτυπώτερα» κατὰ τὴν δεκτικότητα τῶν ἁγίων Ἀποστόλων. Κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς ὅμως καὶ μετὰ «τελειώτερα». Τότε φανερωνόταν «κατὰ τὴν ἐνέργεια», τώρα ὅμως, «κατὰ τὴν οὐσία». Ἡ λέξη «οὐσιωδῶς» χρησιμοποιεῖται ἀπὸ τοὺς Πατέρες μὲ τὴν σημασία τῆς ἐνοικήσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τοῦ πληρώματος τῆς χάριτός Του, σὲ διάκριση ἀπὸ τὴν ἐνέργεια ἑνὸς μόνον ἤ περισσοτέρων χαρισμάτων Αὐτοῦ. Κατὰ τὸν ἴδιο ἄρρητο τρόπο ποὺ ἐνοικεῖ ὁ Πατὴρ καὶ ὁ Υἱός. Δὲν πρέπει βέβαια νὰ νοήσουμε καμμία ἀναφορὰ στὴ θεία οὐσία, ἡ ὁποία εἶναι ἀπρόσιτη καὶ ἀμέθεκτη ἀπὸ κάθε κτιστὴ φύση.
12. Θέλοντας ὁ θεῖος Γρηγόριος νὰ τονίσει τὸ ὁμοούσιο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μὲ τὸν Υἱό, συνδέει συχνὰ διάφορα γεγονότα τῆς θείας οἰκονομίας κατὰ τὴν φανέρωση τῶν δύο Προσώπων στὸν κόσμο. Ἔτσι, ἀφοῦ ἀναφέρεται στὴν σωματικὴ παρουσία τοῦ Υἱοῦ, ὁμιλεῖ γιὰ τὴν «σωματική» ἐμφάνιση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἐννοεῖ μᾶλλον τὴν κάθοδό Του κατὰ τὴν Βάπτιση ὡς περιστερᾶς καὶ κατὰ τὴν Πεντηκοστὴν ἐν εἴδει πύρινων γλωσσῶν, οἱ ὁποῖες δείχνουν ἐπίσης καὶ τὴν «συγγένεια πρὸς τὸν Λόγο».
13. Ἀλληγορικὴ ἑρμηνεία τοῦ «ὁ στεγάζων ἐν ὕδασι τὰ ὑπερῶα Αὐτοῦ» (ψαλμ. 103,3). Κατ’ αὐτήν, θεία ὕδατα σημαίνουν ἀγγελικὲς δυνάμεις, οἱ ὁποῖες εἶναι θρόνος δόξης τῆς θείας μεγαλειότητος καὶ ὑμνοῦν ἀκατάπαυστα τὸν Θεόν.
14. Τὴν νύκτα τοῦ Πάσχα τοῦ ἰδίου ἔτους, ὁ θεῖος Γρηγόριος εἶχε τραυματισθεῖ ἀπὸ τοὺς ἐξαγριωθέντες ἀρειανούς, ποὺ ὅρμησαν μὲ μανία ἐναντίον του γιὰ νὰ τὸν ἐξοντώσουν. Αἰσθάνεται ὅτι καὶ πάλι μπορεῖ νὰ κινδυνεύσει, ἂν καὶ ἴσως ὄχι ἀπὸ τοὺς πνευματομάχους.
Πρωτότυπο κείμενο
Ε. Πεντηκοστὴν ἑορτάζομεν͵ καὶ Πνεύματος ἐπι δημίαν͵ καὶ προθεσμίαν ἐπαγγελίας͵ καὶ ἐλπί δος συμπλήρωσιν. Καὶ τὸ μυστήριον ὅσον ὡς μέγα τε καὶ σεβάσμιον Τὰ μὲν δὴ σωματικὰ τοῦ Χριστοῦ πέρας ἔχει͵ μᾶλλον δὲ τὰ τῆς σωματικῆς ἐνδημίας· ὀκνῶ γὰρ εἰπεῖν τὰ τοῦ σώματος͵ ἕως ἂν μηδεὶς πείθῃ με λόγος͵ ὅτι κάλλιον ἀπεσκευά σθαι τοῦ σώματος. Τὰ δὲ τοῦ Πνεύματος ἄρχε ται. Τίνα δὲ ἦν τὰ τοῦ Χριστοῦ; Παρθένος͵ γέννησις͵ φάτνη͵ σπαργάνωσις͵ ἄγγελοι δοξάζοντες͵ ποιμένες προστρέχοντες͵ ἀστέρος δρόμος͵ μάγων προσ κύνησις καὶ δωροφορία͵ Ἡρώδου παιδοφονία͵ φεύγων Ἰησοῦς εἰς Αἴγυπτον͵ ἐπανιὼν ἐξ Αἰγύπτου͵ περι τεμνόμενος͵ βαπτιζόμενος͵ μαρτυρούμενος ἄνωθεν͵ πειραζόμενος͵ λιθαζόμενος δι΄ ἡμᾶς͵ οἷς τύπον ἔδει δοθῆναι τῆς ὑπὲρ τοῦ λόγου κακοπαθείας͵ προδιδόμενος͵ προσηλούμενος͵ θαπτόμενος͵ ἀνιστάμενος͵ ἀνερχόμενος͵ ὧν καὶ νῦν πάσχει πολλά· παρὰ μὲν ἀνερχόμενος͵ ὧν καὶ νῦν πάσχει πολλά· παρὰ μὲν τῶν μισοχρίστων͵ τὰ τῆς ἀτιμίας καὶ φέρει (μακρό θυμος γάρ)· παρὰ δὲ τῶν φιλοχρίστων͵ τὰ τῆς ἐπι τιμίας. Καὶ ἀναβάλλεται͵ ὥσπερ ἐκείνοις τὴν ὀργὴν͵ οὕτως ἡμῖν τὴν χρηστότητα· τοῖς μὲν ἴσως μετανοίας διδοὺς καιρὸν͵ ἡμῶν δὲ δοκιμάζων τὸν πόθον͵ εἰ μὴ ἐκκακοῦμεν ἐν ταῖς θλίψεσι καὶ τοῖς ὑπὲρ εὐσε βείας ἀγῶσιν· ὥσπερ ἄνωθεν θείας οἰκονομίας λόγος͵ καὶ τῶν ἀνεφίκτων αὐτοῦ κριμάτων͵ οἷς εὐθύ νει σοφῶς τὰ ἡμέτερα. Τὰ μὲν δὴ Χριστοῦ τοιαῦτα· καὶ τὰ ἑξῆς ὀψόμεθα ἐνδοξότερα͵ καὶ ὀφθείημεν. Τὰ δὲ τοῦ Πνεύματος͵ παρέστω μοι τὸ Πνεῦμα͵ καὶ δι δότω λόγον͵ ὅσον καὶ βούλομαι· εἰ δὲ μὴ τοσοῦτον͵ ἀλλ΄ ὅσος γε τῷ καιρῷ σύμμετρος. Πάντως δὲ παρέσται δεσποτικῶς͵ ἀλλ΄ οὐ δουλικῶς͵ οὐδὲ ἀναμέ νον ἐπίταγμα͵ ὥς τινες οἴονται. Πνεῖ γὰρ ὅπου θέλει͵ καὶ ἐφ΄ οὓς βούλεται͵ καὶ ἡνίκα͵ καὶ ὅσον. Οὕ τως ἡμεῖς καὶ νοεῖν καὶ λέγειν ἐμπνεόμεθα περὶ τοῦ Πνεύματος. . Τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον οἱ μὲν εἰς κτίσμα κατ άγοντες͵ ὑβρισταὶ͵ καὶ δοῦλοι κακοὶ͵ καὶ κακῶν κάκιστοι. Δούλων γὰρ κακῶν͵ ἀθετεῖν δεσποτείαν͵ καὶ ἐπανίστασθαι κυριότητι͵ καὶ ὁμόδουλον ποιεῖν ἑαυτοῖς τὸ ἐλεύθερον. Οἱ δὲ Θεὸν νομίζοντες͵ ἔνθεοι καὶ λαμπροὶ τὴν διάνοιαν. Οἱ δὲ καὶ ὀνομάζοντες͵ εἰ μὲν εὐγνώμοσιν͵ ὑψηλοί· εἰ δὲ ταπεινοῖς͵ οὐκ οἰκονο μικοί· πηλῷ μαργαρίτην πιστεύοντες͵ καὶ ἀκοῇ σα θρᾷ βροντῆς ἦχον͵ καὶ ὀφθαλμοῖς ἀσθενεστέροις ἥλιον͵ καὶ τροφὴν στερεὰν τοῖς ἔτι γάλα ποτιζομένοις· δέον κατὰ μικρὸν προάγειν αὐτοὺς εἰς τὸ ἔμπρο σθεν͵ καὶ προβιβάζειν τοῖς ὑψηλοτέροις͵ φωτὶ φῶς χαριζομένους͵ καὶ ἀληθείᾳ προξενοῦντας ἀλήθειαν· διὸ καὶ ἡμεῖς τὸν τελεώτερον τέως ἀφέντες λόγον (οὔπω γὰρ καιρὸς)͵ οὕτως αὐτοῖς διαλεξόμεθα.
Ζ. Εἰ μὲν οὐδὲ ἄκτιστον͵ ὦ οὗτοι͵ ὁμολογεῖτε τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον͵ οὐδὲ ἄχρονον͵ τοῦ ἐναντίου πνεύ ματος σαφῶς ἡ ἐνέργεια· δότε γὰρ τῷ ζήλῳ τι καὶ παρατολμῆσαι μικρόν. Εἰ δὲ τοσοῦτον γοῦν ὑγιαίνετε͵ ὥστε τὴν πρόδηλον φεύγειν ἀσέβειαν͵ καὶ τῆς δου λείας ἔξω τιθέναι τὸ καὶ ἡμᾶς ποιοῦν ἐλευθέ ρους͵ τὸ ἑξῆς αὐτοὶ σκέψασθε͵ μετὰ τοῦ ἁγίου Πνεύ ματος͵ καὶ ἡμῶν. Πείθομαι γὰρ ποσῶς τούτου μετ έχειν ὑμᾶς͵ καὶ ὡς οἰκείοις ἤδη συνδιασκέψομαι. ῍Η δότε μοι τὸ μέσον τῆς δουλείας͵ καὶ τῆς δε σποτείας͵ ἵν΄ ἐκεῖ θῶ τὴν ἀξίαν τοῦ Πνεύματος· ἢ τὴν δουλείαν φεύγοντες͵ οὐκ ἄδηλον͵ ὅποι τάξετε τὸ ζητούμενον. Ἀλλὰ ταῖς συλλαβαῖς δυσχεραίνετε͵ καὶ προσπταίετε τῇ φωνῇ͵ καὶ λίθος προσκόμματος ὑμῖν τοῦτο γίνεται͵ καὶ πέτρα σκανδάλου͵ ἐπεὶ καὶ Χριστὸς τισίν. Ἀνθρώπινον τὸ πάθος. Συμβῶμεν ἀλλήλοις πνευματικῶς. Γενώμεθα φιλάδελφοι μᾶλ λον͵ ἢ φίλαυτοι. Δότε τὴν δύναμιν τῆς θεότητος͵ καὶ δώσομεν ὑμῖν τῆς φωνῆς τὴν συγχώρησιν· ὁμολογήσατε τὴν φύσιν ἐν ἄλλαις φωναῖς͵ αἷς αἰδεῖσθε μᾶλλον· καὶ ὡς ἀσθενεῖς ὑμᾶς ἰατρεύσομεν· ἔστιν ἃ καὶ τῶν πρὸς ἡδονὴν παρακλέψαντες. Αἰσχρὸν μὲν γὰρ͵ αἰσχρὸν͵ καὶ ἱκανῶς ἄλογον͵ κατὰ ψυχὴν ἐῤῥωμένους͵ μικρολογεῖσθαι περὶ τὸν ἦχον͵ καὶ κρύπτειν τὸν θησαυρὸν͵ ὥσπερ ἄλλοις βασκαίνοντας͵ ἢ μὴ καὶ τὴν γλῶσσαν ἁγιάσητε δεδοικότας· αἴσχιον δὲ ἡμῖν ὃ ἐγκαλοῦμεν παθεῖν͵ καὶ μικρολο γίαν καταγινώσκοντας͵ αὐτοὺς μικρολογεῖσθαι περὶ τὰ γράμματα.
Η. Μιᾶς Θεότητος͵ ὦ οὗτοι͵ τὴν Τριάδα ὁμολογή σατε͵ εἰ δὲ βούλεσθε͵ μιᾶς φύσεως· καὶ τὴν Θεὸςῃ φωνὴν παρὰ τοῦ Πνεύματος ὑμῖν αἰτήσομεν. Δώσει γὰρ͵ εὖ οἶδα͵ ὁ τὸ πρῶτον δοὺς͵ καὶ τὸ δεύτερον͵ καὶ μάλιστα͵ εἰ δειλία τις εἴη πνευματικὴ͵ καὶ μὴ μάλιστα͵ εἰ δειλία τις εἴη πνευματικὴ͵ καὶ μὴ ἔνστασις διαβολικὴ͵ τὸ μαχόμενον. Ἔτι σαφέστερον εἴπω καὶ συντομώτερον· Μήτε ὑμεῖς ἡμᾶς εὐθύ νητε τῆς ὑψηλοτέρας φωνῆς (φθόνος γὰρ οὐδεὶς ἀνα βάσεως)͵ οὔτε ἡμεῖς τὴν ἐφικτὴν τέως ὑμῖν ἐγκαλέ σομεν͵ ἕως ἂν καὶ δι΄ ἄλλης ὁδοῦ πρὸς τὸ αὐτὸ φέρησθε καταγώγιον. Οὐ γὰρ νικῆσαι ζητοῦμεν͵ ἀλλὰ προσλαβεῖν ἀδελφοὺς͵ ὧν τῷ χωρισμῷ σπαρασ σόμεθα. Ταῦτα ὑμῖν͵ παρ΄ οἷς τι καὶ ζωτικὸν εὑρί σκομεν͵ τοῖς περὶ τὸν Υἱὸν ὑγιαίνουσιν· ὧν τὸν βίον θαυμάζοντες͵ οὐκ ἐπαινοῦμεν πάντη τὸν λόγον· οἱ τὰ τοῦ Πνεύματος ἔχοντες͵ καὶ τὸ Πνεῦμα προσ λάβετε͵ ἵνα μὴ ἀθλῆτε μόνον͵ ἀλλὰ καὶ νομίμως͵ ἐξ οὗ καὶ ὁ στέφανος. Οὗτος ὑμῖν δοθείη τῆς πολιτείας μισθὸς͵ ὁμολογῆσαι τὸ Πνεῦμα τελείως͵ καὶ κηρύξαι σὺν ἡμῖν τε καὶ πρὸ ἡμῶν ὅσον ἄξιον. Τολμῶ τι καὶ μεῖζον ὑπὲρ ὑμῶν͵ τὸ τοῦ Ἀποστόλου φθέγξασθαι. Τοσοῦτον ὑμῶν περιέχομαι͵ καὶ τοσοῦτον ὑμῶν αἰδοῦμαι τὴν εὔκοσμον ταύτην στολὴν͵ καὶ τὸ χρῶμα τῆς ἐγκρατείας͵ καὶ τὰ ἱερὰ ταῦτα συστήματα͵ καὶ τὴν σεμνὴν παρθενίαν καὶ κάθαρσιν͵ καὶ τὴν πάννυ χον ψαλμῳδίαν͵ καὶ τὸ φιλόπτωχον͵ καὶ φιλάδελφον͵ καὶ φιλόξενον͵ ὥστε καὶ ἀνάθεμα εἶναι ἀπὸ Χριστοῦ͵ καὶ παθεῖν τι͵ ὡς κατάκριτος͵ δέχομαι· μόνον εἰ σταίητε μεθ΄ ἡμῶν͵ καὶ κοινῇ τὴν Τριάδα δοξάσαι μεν. Περὶ γὰρ τῶν ἄλλων͵ τί χρὴ καὶ λέγειν͵ σαφῶς τεθνηκότων (οὓς Χριστοῦ μόνου ἐγεῖραι͵ τοῦ ζωοποιοῦντος τοὺς νεκροὺς κατὰ τὴν αὐτοῦ δύναμιν͵ οἳ κακῶς τῷ τόπῳ χωρίζονται͵ τῷ λόγῳ συνδεδεμένοι͵ καὶ τοσοῦτον πρὸς ἀλλήλους ζυ γομαχοῦσιν͵ ὅσον ὀφθαλμοὶ διάστροφοι͵ τὸ ἓν βλέ ποντες͵ καὶ οὐ τῇ ὄψει͵ τῇ θέσει δὲ στασιάζοντες· εἴ γε καὶ διαστροφὴν αὐτοῖς ἐγκλητέον͵ ἀλλὰ μὴ τύ φλωσιν; Ἐπεὶ δὲ μετρίως ἐθέμην τὰ πρὸς ὑμᾶς͵ φέρε͵ καὶ πρὸς τὸ Πνεῦμα πάλιν ἐπανέλθωμεν· οἶμαι δὲ καὶ ὑμεῖς ἤδη συνέψεσθε.
Θ. Τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον ἦν μὲν ἀεὶ͵ καὶ ἔστι͵ καὶ ἔσται͵ οὔτε ἀρξάμενον͵ οὔτε παυσόμενον͵ ἀλλ΄ ἀεὶ Πατρὶ καὶ Υἱῷ συντεταγμένον͵ καὶ συναριθμού μενον· οὐδὲ γὰρ ἔπρεπεν ἐλλείπειν ποτὲ͵ ἢ Υἱὸν Πα τρὶ͵ ἢ Πνεῦμα Υἱῷ. Τῷ μεγίστῳ γὰρ ἂν ἦν ἄδοξος ἡ θεότης͵ ὥσπερ ἐκ μεταμελείας ἐλθοῦσα εἰς συμ πλήρωσιν τελειότητος. ῏Ην οὖν ἀεὶ μεταληπτὸν͵ οὐ μεταληπτικόν· τελειοῦν͵ οὐ τελειούμενον· πληροῦν͵ οὐ πληρούμενον· ἁγιάζον͵ οὐχ ἁγιαζόμενον· θεοῦν͵ οὐ θεούμενον· αὐτὸ ἑαυτῷ ταυτὸν ἀεὶ͵ καὶ οἷς συν τέτακται· ἀόρατον͵ ἄχρονον͵ ἀχώρητον͵ ἀναλλοίωτον͵ ἄποιον͵ ἄποσον͵ ἀνείδεον͵ ἀναφὲς͵ αὐτοκίνητον͵ ἀει κίνητον͵ αὐτεξούσιον͵ αὐτοδύναμον͵ παντοδύναμον (εἰ καὶ πρὸς τὴν πρώτην αἰτίαν͵ ὥσπερ τὰ τοῦ Μο νογενοῦς ἅπαντα͵ οὕτω δὴ καὶ τὰ τοῦ Πνεύματος ἀναπέμπεται)· ζωὴ͵ καὶ ζωοποιόν· φῶς͵ καὶ χορηγὸν φωτός· αὐτοαγαθὸν͵ καὶ πηγὴ ἀγαθότητος· Πνεῦμα εὐθὲς͵ ἡγεμονικὸν͵ κύριον͵ ἀποστέλλον͵ ἀφ ορίζον͵ ναοποιοῦν ἑαυτῷ͵ ὁδηγοῦν͵ ἐνεργοῦν ὡς βούλε ται͵ διαιροῦν χαρίσματα· Πνεῦμα υἱοθεσίας͵ ἀλη θείας͵ σοφίας͵ συνέσεως͵ γνώσεως͵ εὐσεβείας͵ βου λῆς͵ ἰσχύος͵ φόβου͵ τῶν ἀπηριθμημένων· δι΄ οὗ Πατὴρ γινώσκεται͵ καὶ Υἱὸς δοξάζεται͵ καὶ παρ΄ ὧν μόνων γινώσκεται͵ μία σύνταξις͵ λατρεία μία͵ προσκύνησις͵ δύναμις͵ τελειότης͵ ἁγιασμός. Τί μοι μακρολογεῖν; Πάντα ὅσα ὁ Πατὴρ͵ τοῦ Υἱοῦ͵ πλὴν τῆς ἀγεννησίας. Πάντα ὅσα ὁ Υἱὸς͵ τοῦ Πνεύματος͵ πλὴν τῆς γεννήσεως. Ταῦτα δὲ οὐκ οὐ σίας ἀφορίζει͵ κατά γε τὸν ἐμὸν λόγον͵ περὶ οὐσίαν δὲ ἀφορίζεται.
Ι. Ὠδίνεις τὰς ἀντιθέσεις; ἐγὼ δὲ τοῦ λόγου τὸν δρόμον. Τίμησον τὴν ἡμέραν τοῦ Πνεύματος· ἐπίσχες μικρὸν τὴν γλῶτταν͵ εἰ δυνατόν. Περὶ ἄλλων γλωσσῶν ὁ λόγος· ταύτας αἰδέσθητι͵ ἢ φοβήθητι͵ μετὰ πυρὸς ὁρωμένας. Σήμερον δογματίσω μεν͵ αὔριον τεχνολογήσωμεν· σήμερον ἑορτάσω μεν͵ αὔριον ἀσχημονήσωμεν. Ταῦτα μυστικῶς͵ ἐκεῖνα θεατρικῶς· ταῦτα ταῖς ἐκκλησίαις͵ ἐκεῖνα ταῖς ἀγο ραῖς· ταῦτα τοῖς νήφουσιν͵ ἐκεῖνα τοῖς μεθύουσιν· ταῦτα σπουδαζόντων͵ ἐκεῖνα παιζόντων κατὰ τοῦ Πνεύματος. Ἐπεὶ δὲ ἀπεσκευασάμεθα τὸ ἀλλότριον͵ φέρε͵ καταρτίσωμεν τὸ ἡμέτερον.
ΙΑ. Τοῦτο ἐνήργει͵ πρότερον μὲν ἐν ταῖς ἀγγελικαῖς καὶ οὐρανίοις δυνάμεσι͵ καὶ ὅσαι πρῶται μετὰ Θεὸν͵ καὶ περὶ Θεόν. Οὐ γὰρ ἄλλοθεν αὐταῖς ἡ τε λείωσις καὶ ἡ ἔλλαμψις͵ καὶ τὸ πρὸς κακίαν δυσκί νητον͵ ἢ ἀκίνητον͵ ἢ παρὰ τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ἔπειτα ἐν τοῖς Πατράσι͵ καὶ ἐν τοῖς προφήταις͵ ὧν οἱ μὲν ἐφαντάσθησαν Θεὸν͵ ἢ ἔγνωσαν͵ οἱ δὲ καὶ τὸ μέλλον προέγνωσαν τυπούμενοι τῷ Πνεύματι τὸ ἡγεμονικὸν͵ καὶ ὡς παροῦσι συνόντες τοῖς ἐσομένοις. Τοι αύτη γὰρ ἡ τοῦ Πνεύματος δύναμις. Ἔπειτα ἐν τοῖς Χριστοῦ μαθηταῖς (ἐῶ γὰρ Χριστὸν εἰπεῖν͵ ᾧ παρῆν͵ οὐχ ὡς ἐνεργοῦν͵ ἀλλ΄ ὡς ὁμοτίμῳ συμπαρομαρτοῦν)· καὶ τούτοις τρισσῶς͵ καθ΄ ὅσον οἷοί τε ἦσαν χωρεῖν͵ καὶ κατὰ καιροὺς τρεῖς· πρὶν δοξασθῆναι Χριστὸν τῷ Πάθει· μετὰ τὸ δοξασθῆναι τῇ Ἀναστάσει· μετὰ τὴν εἰς οὐ ρανοὺς Ἀνάβασιν͵ ἢ ἀποκατάστασιν͵ ἢ ὅ τι χρὴ λέγειν. Δηλοῖ δὲ ἡ πρώτη τῶν νόσων͵ καὶ ἡ τῶν πνευμάτων κάθαρσις͵ οὐκ ἄνευ Πνεύματος δηλαδὴ γενομένη· καὶ τὸ μετὰ τὴν οἰκονομίαν ἐμφύσημα͵ σαφῶς ὂν ἔμ πνευσις θειοτέρα· καὶ ὁ νῦν μερισμὸς τῶν πυρίνων γλωσσῶν͵ ὃ καὶ πανηγυρίζομεν. Ἀλλὰ τὸ μὲν πρῶτον͵ ἀμυδρῶς· τὸ δὲ δεύτερον͵ ἐκτυπώτερον· τὸ δὲ νῦν͵ τελεώτερον͵ οὐκ ἔτι ἐνεργείᾳ παρὸν͵ ὡς πρότερον͵ οὐσιωδῶς δὲ͵ ὡς ἂν εἴποι τις͵ συγγινόμε νόν τε καὶ συμπολιτευόμενον. Ἔπρεπε γὰρ͵ Υἱοῦ σωματικῶς ἡμῖν ὁμιλήσαντος͵ καὶ αὐτὸ φανῆναι σω ματικῶς· καὶ Χριστοῦ πρὸς ἑαυτὸν ἐπανελθόντος͵ ἐκεῖνο πρὸς ἡμᾶς κατελθεῖν· ἐρχόμενον μὲν ὡς Κύ ριον͵ πεμπόμενον δὲ ὡς οὐκ ἀντίθεον. Αἱ γὰρ τοιαῦ ται φωναὶ οὐχ ἧττον τὴν ὁμόνοιαν δηλοῦσιν͵ ἢ φύσεις χωρίζουσιν.
ΙΒ. Διὰ τοῦτο͵ μετὰ Χριστὸν μὲν͵ ἵνα Παράκλητος ἡμῖν μὴ λείπῃ· Ἄλλος δὲ͵ ἵνα σὺ τὴν ὁμοτι μίαν ἐνθυμηθῇς. Τὸ γὰρ͵ ἄλλος͵ ἄλλος οἷος ἐγὼ͵ καθίσταται. Τοῦτο δὲ συνδεσποτείας͵ ἀλλ΄ οὐκ ἀτιμίας ὄνομα. Τὸ γὰρ͵ ἄλλος͵ οὐκ ἐπὶ τῶν ἀλλο τρίων͵ ἀλλ΄ ἐπὶ τῶν ὁμοουσίων οἶδα λεγόμενον. Ἐν γλώσσαις δὲ͵ διὰ τὴν πρὸς τὸν Λόγον οἰκείωσιν. Πυρίναις δὲ͵ ζητῶ πότερον διὰ τὴν κάθαρσιν (οἶδε γὰρ ὁ λόγος ἡμῶν καὶ πῦρ καθαρτήριον͵ ὡς πανταχό θεν βουλομένοις ὑπάρχει μαθεῖν)· ἢ διὰ τὴν οὐσίαν. Πῦρ γὰρ ὁ Θεὸς ἡμῶν͵ καὶ πῦρ καταναλίσκον τὴν μοχθηρίαν͵ κἂν πάλιν ἀγανακτῇς τῷ ὁμοουσίῳ τὴν μοχθηρίαν͵ κἂν πάλιν ἀγανακτῇς τῷ ὁμοουσίῳ στενοχωρούμενος. Μεριζομέναις δὲ͵ διὰ τὸ τῶν χα ρισμάτων διάφορον· καθεζομέναις δὲ͵ διὰ τὸ βασιλι κὸν͵ καὶ τὴν ἐν τοῖς ἁγίοις ἀνάπαυσιν· ἐπεὶ καὶ Θεοῦ θρόνος τὰ χερουβίμ. Ἐν ὑπερῴῳ δὲ (εἰ μή τῳ περιεργότερος εἶναι δοκῶ τοῦ δέοντος)͵ διὰ τὴν ἀνά βασιν τῶν δεξομένων͵ καὶ τὴν χαμόθεν ἔπαρσιν· ἐπεὶ καὶ ὕδασι θείοις ὑπερῷά τινα στεγάζεται͵ δι΄ ὧν ὑμνεῖται Θεός. Καὶ Ἰησοῦς αὐτὸς ἐν ὑπερῴῳ τοῦ μυστηρίου κοινωνεῖ τοῖς τὰ ὑψηλότερα τελουμένοις͵ ἵνα ἐκεῖνο παραδειχθῇ͵ ὅτι τὸ μέν τι καταβῆναι δεῖ Θεὸν πρὸς ἡμᾶς͵ ὃ καὶ πρότερον ἐπὶ Μωϋσέως οἶδα γενόμενον͵ τὸ δὲ ἡμᾶς ἀναβῆναι͵ καὶ οὕτω γενέ σθαι κοινωνίαν Θεοῦ πρὸς ἀνθρώπους͵ τῆς ἀξίας συγκιρναμένης Ἕως δ΄ ἂν ἑκάτερον ἐπὶ τῆς ἰδίας μένῃ͵ τὸ μὲν περιωπῆς͵ τὸ δὲ ταπεινώσεως͵ ἄμικτος ἡ ἀγαθότης͵ καὶ τὸ φιλάνθρωπον ἀκοινώνητον· καὶ χάσμα ἐν μέσῳ μέγα καὶ ἀδιάβατον͵ οὐ τὸν πλούσιον τοῦ Λαζάρου μόνον͵ καὶ τῶν ὀρεκτῶν Ἀβραὰμ κόλπων διεῖργον͵ τὴν δὲ γενητὴν φύσιν καὶ ῥέουσαν͵ τῆς ἀγενήτου καὶ ἑστηκυίας.
ΙΓ. Τοῦτο ἐκηρύχθη μὲν ὑπὸ τῶν προφητῶν͵ ὡς ἐν τῷ͵ Πνεῦμα Κυρίου ἐπ΄ ἐμέῃ· καὶ͵ Ἀνα παύσεται ἐπ΄ αὐτὸν ἑπτὰ Πνεύματα· καὶ͵ Κατέβη Πνεῦμα Κυρίου͵ καὶ ὡδήγησεν αὐτούς· καὶ͵ Πνεῦμα ἐπιστήμης ἐμπλῆσαν Βεσελεὴλ τὸν ἀρχιτέκτονα τῆς σκηνῆς· καὶ͵ Πνεῦμα παροξυνόμενον· καὶ͵ Πνεῦμα ἐξᾶραν Ἡλίαν ἐν ἅρματι͵ καὶ ζητηθὲν παρὰ Ἑλισσαίου διπλάσιον· καὶ͵ πνεύματι ἀγαθῷ καὶ ἡγεμονικῷ Δαβὶδ ὁδηγούμενός τε καὶ στηριζόμενος. Ἐπηγγέλθη δὲ͵ ὑπὸ μὲν Ἰωὴλ πρότερον· Καὶ ἔσται ἐν ταῖς ἐσχάταις ἡμέραις͵ λέγοντος· Ἐκχεῶ ἀπὸ τοῦ Πνεύματός μου ἐπὶ πᾶσαν σάρκαῃ (δηλαδὴ τὴν πιστεύουσαν)͵ καὶ ἐπὶ τοὺς υἱοὺς ὑμῶν͵ καὶ ἐπὶ τὰς θυγατέρας ὑμῶν͵ καὶ τὰ ἑξῆς· ὑπὸ δὲ Ἰησοῦ καὶ ὕστερον͵ δοξαζομένου τε καὶ ἀντιδοξάζοντος͵ ὡς τὸν Πατέρα͵ καὶ ὑπὸ τοῦ Πατρός. Καὶ ἡ ἐπαγγελία͵ ὡς δαψιλὴς͵ συνδιαιωνίζειν καὶ συμπαραμενεῖν͵ εἴτουν νῦν τοῖς κατὰ καιρὸν ἀξίοις͵ εἴτε ὕστερον τοῖς τῶν ἐκεῖσε ἀξιουμένοις͵ ὅταν ὁλόκληρον αὐτὸ τῇ πολιτείᾳ φυλάξωμεν͵ ἀλλὰ μὴ τοσοῦτον ἀποβάλωμεν͵ καθ΄ ὅσον ἂν ἁμαρτάνωμεν.
ΙΔ. Τοῦτο τὸ Πνεῦμα συνδημιουργεῖ μὲν Υἱῷ καὶ τὴν κτίσιν καὶ τὴν ἀνάστασιν. Καὶ πειθέτω σε τὸ͵ Τῷ Λόγῳ Κυρίου οἱ οὐρανοὶ ἐστερεώθησαν͵ καὶ τῷ Πνεύματι τοῦ στόματος αὐτοῦ πᾶσα ἡ δύναμις αὐτῶν· Πνεῦμά τε θεῖον τὸ ποιῆσάν με· Πνοὴ δὲ παντοκράτορος ἡ διδάσκουσά με· καὶ πάλιν· Ἐξαποστελεῖς τὸ Πνεῦμά σου͵ καὶ κτισθή σονται͵ καὶ ἀνακαινιεῖς τὸ πρόσωπον τῆς γῆς. Δημιουργεῖ δὲ τὴν πνευματικὴν ἀναγέννησιν· καὶ πειθέτω σε τὸ͵ Μηδένα δύνασθαι τὴν βασιλείαν ἰδεῖν ἢ λαβεῖν͵ ὅς τις μὴ ἄνωθεν ἐγεννήθη Πνεύματιῃ͵ καὶ τὴν προτέραν ἐκαθαρίσθη γέννησιν͵ ἣ νυκτός ἐστι μυστήριον͵ ἡμερινῇ καὶ φωτεινῇ δια πλάσει͵ ἣν καθ΄ ἑαυτὸν ἕκαστος διαπλάττεται. Τοῦτο τὸ Πνεῦμα (σοφώτατον γὰρ καὶ φιλανθρωπό τατον)͵ ἂν ποιμένα λάβῃ͵ ψάλτην ποιεῖ͵ πνευμάτων πονηρῶν κατεπᾴδοντα͵ καὶ βασιλέα τοῦ Ἰσραὴλ ἀνα δείκνυσιν. Ἐὰν αἰπόλον συκάμινα κνίζοντα͵ προφήτην ἐργάζεται. Τὸν Δαβὶδ καὶ τὸν Ἀμὼς ἐν θυμήθητι. Ἐὰν μειράκιον εὐφυὲς λάβῃ͵ πρεσβυτέ ρων ποιεῖ κριτὴν καὶ παρ΄ ἡλικίαν. Μαρτυρεῖ Δα νιὴλ͵ ὁ νικήσας ἐν λάκκῳ λέοντας. Ἐὰν ἁλιέας εὕρῃ͵ σαγηνεύει Χριστῷ͵ κόσμον ὅλον τῇ τοῦ λόγου πλοκῇ συλλαμβάνοντας. Πέτρον λάβε μοι͵ καὶ Ἀνδρέαν͵ καὶ τοὺς υἱοὺς τῆς βροντῆς͵ τὰ πνευματικὰ βροντήσαντας. Ἐὰν τελώνας͵ εἰς μαθητείαν κερδαίνει͵ καὶ ψυχῶν ἐμπόρους δημιουργεῖ. Φησὶ Ματθαῖος͵ ὁ χθὲς τελώνης͵ καὶ σήμερον εὐαγγελιστής. Ἐὰν διώκτας θερμοὺς͵ τὸν ζῆλον μετατίθησι͵ καὶ ποιεῖ Παύλους ἀντὶ Σαύλων͵ καὶ τοσοῦτον εἰς εὐσέβειαν͵ ὅσον εἰς κακίαν κατέλαβεν. Τοῦτο καὶ Πνεῦμά ἐστι πραότη τος· καὶ παροξύνεται τοῖς ἁμαρτάνουσιν. Τοιγαροῦν πειραθῶμεν ὡς πράου͵ καὶ μὴ ὀργίλου͵ τὴν ἀξίαν ὁμολογοῦντες͵ καὶ τὸ βλάσφημον φεύγοντες͵ καὶ μὴ βουληθῶμεν ἰδεῖν ὀργιζόμενον ἀσυγχώρητα. Τοῦτο κἀμὲ ποιεῖ σήμερον ὑμῖν τολμηρὸν κήρυκα· εἰ μὲν οὖν οὐδὲν πεισόμενον͵ τῷ Θεῷ χάρις· εἰ δὲ πει σόμενον͵ καὶ οὕτω χάρις· τὸ μὲν͵ ἵνα φείσηται τῶν μισούντων ἡμᾶς· τὸ δὲ͵ ἵν΄ ἡμᾶς ἁγιάσῃ͵ μισθὸν τοῦ τον λαβόντας τῆς ἱερουργίας τοῦ Εὐαγγελίου͵ τὸ τελειωθῆναι δι΄ αἵματος. Ἐλάλουν μὲν οὖν ξέναις γλώσσαις͵ καὶ οὐ πα τρίοις͵ καὶ τὸ θαῦμα μέγα͵ λόγος ὑπὸ τῶν οὐ μαθόντων λαλούμενος· καὶ τὸ σημεῖον τοῖς ἀπί στοις͵ οὐ τοῖς πιστεύουσιν͵ ἵν΄ ᾖ τῶν ἀπίστων κατήγορον͵ καθὼς γέγραπται· Ὅτι ἐν ἑτερογλώσσοις͵ καὶ ἐν χείλεσιν ἑτέροις͵ λαλήσω τῷ λαῷ τούτῳ͵ καὶ οὐδ΄ οὕτως εἰσακούσονταί μου͵ λέγει Κύριος. ῎Ηκουον δέ. Μικρὸν ἐνταῦθα ἐπίσχες͵ καὶ δια πόρησον͵ πῶς διαιρήσεις τὸν λόγον. Ἔχει γάρ τι ἀμ φίβολον ἡ λέξις͵ τῇ στιγμῇ διαιρούμενον Ἆρα γὰρ ἤκουον ταῖς ἑαυτῶν διαλέκτοις ἕκαστος͵ ὡς φέρε εἰπεῖν͵ μίαν μὲν ἐξηχεῖσθαι φωνὴν͵ πολλὰς δὲ ἀκούεσθαι͵ οὕτω κτυπουμένου τοῦ ἀέρος͵ καὶ͵ ἵν΄ εἴπω σαφέστερον͵ τῆς φωνῆς φωνῶν γινομένων· ἢ τὸ μὲν͵ ῎Ηκουον͵ ἀναπαυστέον͵ τὸ δὲ͵ Λαλούντων ταῖς ἰδίαις φωναῖς͵ τῷ ἑξῆς προσθετέον͵ ἵν΄ ᾖ͵ Λαλούντων φωναῖς͵ ταῖς ἰδίαις τῶν ἀκουόντων͵ ὅπερ γίνεται͵ ἀλλοτρίαις· καθὰ καὶ μᾶλλον τίθεμαι. Ἐκείνως μὲν γὰρ τῶν ἀκουόντων ἂν εἴη μᾶλλον͵ ἣ τῶν λεγόντων͵ τὸ θαῦμα· οὕτω δὲ τῶν λεγόντων· οἳ καὶ μέθην καταγινώσκονται͵ δῆλον ὡς αὐτοὶ θαυμα τουργοῦντες περὶ τὰς φωνὰς τῷ Πνεύματι.
ΙΕ. Πλὴν ἐπαινετὴ μὲν καὶ ἡ παλαιὰ διαίρεσις τῶν φωνῶν (ἡνίκα τὸν πύργον ᾠκοδόμουν οἱ κακῶς καὶ ἀθέως ὁμοφωνοῦντες͵ ὥσπερ καὶ τῶν νῦν τολμῶσί τινες)· τῇ γὰρ τῆς φωνῆς διαστάσει συνδιαλυ θὲν τὸ ὁμόγνωμον͵ τὴν ἐγχείρησιν ἔλυσεν· ἀξιεπαι νετωτέρα δὲ ἡ νῦν θαυματουργουμένη. Ἀπὸ γὰρ ἑνὸς Πνεύματος εἰς πολλοὺς χυθεῖσα͵ εἰς μίαν ἁρμονίαν πάλιν συνάγεται. Καὶ ἔστι διαφορὰ χαρι σμάτων͵ ἄλλου δεομένη χαρίσματος͵ πρὸς διά κρισιν τοῦ βελτίονος· ἐπειδὴ πᾶσαι τὸ ἐπαινετὸν ἔχουσι. Καλὴ δ΄ ἂν κἀκείνη λέγοιτο περὶ ἧς Δαβὶδ λέγει· Καταπόντισον͵ Κύριε͵ καὶ καταδίελε τὰς γλώσσας αὐτῶνῃ. Διατί; Ὅτι ἠγάπησαν πάντα τὰ ῥήματα καταποντισμοῦ γλῶσσαν δολίαν· μόνον οὐχὶ φανερῶς τὰς ἐνταῦθα γλώσσας καταιτιώμενος͵ αἳ θεότητα τέμνουσιν. Ταῦτα μὲν οὖν ἐπὶ τοσοῦτον.
ΙΖ. Ἐπεὶ δὲ τοῖς κατοικοῦσιν Ἱερουσαλὴμ εὐλαβεστάτοις Ἰουδαίοις͵ Πάρθοις͵ καὶ Μήδοις͵ καὶ Ἐλαμίταις͵ Αἰγυπτίοις͵ καὶ Λίβυσι͵ Κρησί τε καὶ Ἄραψι͵ Μεσοποταμίταις τε καὶ τοῖς ἐμοῖς Καππα δόκαις͵ ἐλάλουν αἱ γλῶσσαι͵ καὶ τοῖς ἐκ παντὸς ἔθνους τῶν ὑπὸ τὸν οὐρανὸν Ἰουδαίοις (εἴ τῳ φίλον οὕτω νοεῖν)͵ ἐκεῖσε συνειλεγμένοις͵ ἄξιον ἰδεῖν͵ τί νες ἦσαν οὗτοι͵ καὶ τῆς ποίας αἰχμαλωσίας. Ἡ μὲν γὰρ εἰς Αἴγυπτον καὶ Βαβυλῶνα περίγραπτός τε ἦν͵ καὶ πάλαι τῇ ἐπανόδῳ λέλυτο. Ἡ δὲ ὑπὸ Ρωμαίων οὔπω γεγένητο͵ ἔμελλε δὲ͵ εἴσπραξις οὖσα τῆς κατὰ τοῦ Σωτῆρος θρασύτητος. Λείπεται δὴ τὴν ὑπ΄ Ἀντιόχου ταύτην ὑπολαμβάνειν͵ οὐ πολὺ τούτων οὖσαν τῶν καιρῶν πρεσβυτέραν. Εἰ δέ τις ταύτην μὲν οὐ προσίεται τὴν ἐξήγησιν͵ ὡς περιεργο τέραν (οὔτε γὰρ παλαιὰν εἶναι τὴν αἰχμαλωσίαν͵ οὔτ΄ ἐπὶ πολὺ τῆς οἰκουμένης χεθεῖσαν)͵ ζητεῖ δὲ τὴν πιθανωτέραν͵ ἐκεῖνο ἴσως ὑπολαβεῖν ἄμεινον͵ ὅτι πολλάκις͵ καὶ ὑπὸ πλειόνων͵ τοῦ ἔθνους μεταναστάντος͵ ὡς τῷ Ἔσδρᾳ ἱστόρηται͵ αἱ μὲν τῶν φυλῶν ἀνεσώθησαν͵ αἱ δὲ ὑπελείφθησαν· ὧν εἰκὸς διασπαρεισῶν εἰς ἔθνη πλείονα͵ τηνικαῦτα παρεῖναί τινας͵ καὶ μετέχειν τοῦ θαύματος.
ΙΗ. Καὶ ταῦτα προεξήτασται τοῖς φιλομαθέσιν͵ ἴσως οὐ περιέργως. Καὶ ὅτι ἂν ἄλλο συνεισφέ ρῃ τις εἰς τὴν παροῦσαν ἡμέραν͵ καὶ ἡμῖν τοῦτο ἔσται συνειλοχώς. Ἡμῖν δὲ τὸν μὲν σύλλογον ἤδη διαλυτέον (ἱκανὸς γὰρ ὁ λόγος)͵ τὴν δὲ πανήγυριν οὐδέποτε. Ἀλλ΄ ἑορταστέον͵ νῦν μὲν καὶ σωματικῶς͵ μικρὸν δὲ ὕστερον ὅλον πνευματι κῶς· ἔνθα καὶ τοὺς λόγους τούτων εἰσόμεθα καθα ρώτερον καὶ σαφέστερον͵ ἐν αὐτῷ τῷ Λόγῳ͵ καὶ Θεῷ͵ καὶ Κυρίῳ ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστῷ͵ τῇ ἀληθινῇ τῶν σωζομένων ἑορτῇ͵ καὶ ἀγαλλιάσει· μεθ΄ οὗ ἡ δόξα καὶ τὸ σέβας τῷ Πατρὶ͵ σὺν τῷ ἀγίῳ Πνεύματι͵ νῦν καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
μτφρ. Διονύσιος Κακαλέτρης