Ἀρχιμ. Αὐγουστῖνος Γ. Μύρου, Δρ Θ.
Μία προσεκτικὴ ἐνασχόληση μὲ τὴν γραπτὴ Ἱερὰ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία μεταφέρει τὴν ἐμπειρία τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ, μᾶς φανερώνει ὅτι ὁ ἀληθινὸς Θεὸς ἀποκαλύπτεται ὡς Θεὸς ζηλωτής.
Στὸ βιβλίο τῆς Ἐξόδου καταγράφονται ἐντολὲς τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, οἱ ὁποῖες δίδονται στὸν Μωϋσῆ, γιὰ γιὰ νὰ καθορισθῆ ἡ στάση του ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ ἀπέναντι στοὺς ψεύτικους θεοὺς καὶ στοὺς εἰδωλολάτρες, ὅπως οἱ ἑπόμενες: «ὁ θυσιάζων θεοῖς θανάτῳ ἐξολοθρευθήσεται, πλὴν Κυρίῳ μόνῳ»[1]. «Τοὺς βωμοὺς αὐτῶν καθελεῖτε καὶ τὰς στήλας αὐτῶν συντρίψετε καὶ τὰ ἄλση αὐτῶν ἐκκόψετε καὶ τὰ γλυπτὰ τῶν θεῶν αὐτῶν κατακαύσετε πυρί· οὐ γὰρ μὴ προσκυνήσετε θεοῖς ἑτέροις· ὁ γὰρ Κύριος ὁ Θεὸς ζηλωτὸν ὄνομα, Θεὸς ζηλωτὸς ἐστί»[2]. Παρόμοια προτροπὴ εὑρίσκομε καὶ στὸ βιβλίο τοῦ Δευτερονομίου. «Πρόσεχε σεαυτῷ μὴ ἐπιλάθη Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου τοῦ ἐξαγαγόντος σε ἐκ γῆς Αἰγύπτου ἐξ οἴκου δουλείας. Κύριον τὸν Θεόν σου φοβηθήσῃ καὶ αὐτῷ μόνῳ λατρεύσεις καὶ πρὸς αὐτὸν κολληθῆς καὶ ἐπὶ τῷ ὀνόματι αὐτοῦ ὀμῇ. Οὐ πορεύεσθε ὀπίσω θεῶν ἑτέρων ἀπὸ τῶν θεῶν τῶν ἐθνῶν τῶν περικύκλῳ ὑμῶν, ὅτι θεὸς ζηλωτὴς Κύριος ὁ Θεός σου ἐν σοί…»[3].
Στοὺς παραπάνω λόγους ἀναφέρεται καὶ ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς, γιὰ νὰ ἀπαντήση στὴν τρίτη πειρασμικὴ προσβολὴ τοῦ διαβόλου. «Ὕπαγε ὀπίσω μου σατανᾶ· γέγραπται γὰρ, Κύριον τὸν Θεὸν σου προσκυνήσεις καὶ αὐτῷ μόνῳ λατρεύσεις»[4].
Ἡ ζηλότυπη ἀγαπητικὴ σχέση τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ μὲ τὸν λαό του τὸν Ἰσραήλ στὶς Ἅγιες Γραφὲς παριστάνεται μὲ τὴν σχέση νυμφίου καὶ νύμφης. Ἕνα ὁλόκληρο βιβλίο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τὸ Ἆσμα Ἀσμάτων, περιγράφει τὴν ἀγαπητικὴ σχέση ἀληθινοῦ Θεοῦ καὶ Ἰσραήλ μὲ βάση αὐτὴ τὴν εἰκόνα. Ἡ ἀγάπη ἀνάμεσα στὸν ἄνδρα νυμφίο καὶ στὴν γυναίκα νύμφη χαρακτηρίζεται «κραταιὰ ὡς θάνατος» καὶ ὁ ζῆλος αὐτῶν «σκληρὸς ὡς ἅδης»[5]. Ὅλη ἡ πλοκὴ τοῦ θεοπνεύστου βιβλίου ἐκφράζει τὴ ζηλοτυπία τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἀπαιτεῖ ἀπὸ τοὺς πιστοὺς τὴν ἀποκλειστικὴ γιὰ αὐτὸν ἀγάπη. Αὐτὸ ἄλλωστε δηλώνει καὶ ἡ ἄλλη ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ, «καὶ ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς δυνάμεώς σου»[6], ἀλλὰ καὶ ἡ κατηγορηματικὴ διακήρυξη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, «Οὐδεὶς δύναται δυσὶ κυρίοις δουλεύειν· ἤ γὰρ τὸν ἕνα μισήσει καὶ τὸν ἕτερον ἀγαπήσει, ἤ ἑνὸς ἀνθέξεται καὶ τοῦ ἑτέρου καταφρονήσει. Οὐ δύνασθε Θεῷ δουλεύειν καὶ μαμωνᾷ»[7].
Ἡ ζηλοτυπία τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν λαόν του, μὲ τὸν ὁποῖο προτυπώνεται ἡ Ἐκκλησία, ἐκδηλώνεται, ἐπίσης, σὲ διάφορα περιστατικὰ τῆς θείας ἀποκαλύψεως. Ὅταν οἱ ἰσραηλίτες ἐγκαταλείποντας τὴ λατρεία τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, κατακεύασαν τὸ χρυσὸ μοσχάρι καὶ τὸ λάτρευσαν ὡς θεό, ὁ Μωϋσῆς, κατ’ ἔντολὴν τοῦ Θεοῦ ἔδειξε ὅλη τὴν δυσαρέσκειά του σπάζοντας τὶς πλάκες τοῦ Νόμου[8]. Εἶναι ἰδιαίτερα χαρακτηριστικὴ ἡ περίπτωση τοῦ προφήτου Ὠσηέ, στὸν ὁποῖο ὁ Θεὸς παρήγγειλε νὰ νυμφευθῆ γυναίκα πόρνη, γιὰ νὰ κατανοήση καλύτερα τὸ μέγεθος τῆς ἁμαρτίας τοῦ Ἰσραήλ, δηλαδὴ τῆς ἀποστασίας ἀπὸ τὸν μόνο ἀληθινὸ Θεό[9]. Ἐνδεικτικὸ εἶναι καὶ τὸ παράπονο τοῦ Κυρίου πρὸς τὸν ἐπίσκοπο τῆς Ἐφέσου, ὅπως τὸ γνωρίζουμε ἀπὸ τὸ βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως· «Ἀλλὰ ἔχω κατὰ σοῦ ὅτι τὴν ἀγάπην σου τὴν πρώτην ἀφῆκας»[10].
Γιατὶ ὅμως τόσο ἔκδηλα ὁ Θεὸς ἀποκαλύπτεται ὡς ζηλότυπος καὶ ζητεῖ τὴν ἀποκλειστικότητα τῆς λατρευτικῆς ἀγάπης; Εἶναι εὔκολο νὰ ἀπαντήσουμε στὸ ἐρώτημα, ἐὰν ἀκολουθήσουμε τὴν θεολογικὴ σκέψη τῶν πατέρων τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ ἀπαθὴς Θεὸς εἶναι ζηλότυπος, ἀλλὰ ὄχι ἐγωϊστικά, ὅπως συμβαίνει μὲ τοὺς ἐμπαθεῖς ἀνθρώπους. Ὁ Θεὸς εἶναι ζηλότυπος μόνον παιδαγωγικά. Δὲν ἔχει καμμία ἀνάγκη ἀπὸ τὴν ἀγάπη τῶν πλασμάτων του, διότι εἶναι ἀνενδεής. Ὅμως Αὐτὸς «ἀγάπη ἐστί» καὶ ἀγαπᾶ τὰ πλάσματά του μὲ τὴν τέλεια ἀγάπη, ὅπως τὸ ἔδειξε ὁ ἐνανθρωπήσας Υἱός του, ὁ ὁποῖος «… εἰς τέλος ἠγάπησεν αὐτούς (τοὺς μαθητάς του)»[11].
Ἐξ’ αἰτίας τῆς ἀγάπης του ὁ Θεὸς ἐπιθυμεῖ καὶ ἐπιδιώκει τὴν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Γνωρίζει ὅμως ὅτι ἡ σωτηρία τους εὑρίσκεται ἀποκλειστικὰ καὶ μόνον σὲ Αὐτόν. Ὅπως ὁμολογεῖ ὁ ἀπόστολος Πέτρος, «οὐκ ἐστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενὶ ἡ σωτηρία· οὐδὲ γὰρ ὄνομά ἐστιν ἕτερον ὑπὸ τὸν οὐρανὸν δεδομένον ἐν ἀνθρώποις, ἐν ὧ δεῖ σωθῆναι ὑμᾶς»[12].
Σωτηρία σημαίνει ἕνωση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό, δηλαδή κατὰ χάριν θέωσή του. Κανεὶς ἄλλος δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς χαρίση τὴν δυνατότητα θεώσεως, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἐνανθρωπήσαντα Υἱὸ τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ τονίζει ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος· «Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἐνηνθρώπησεν ὁ ἴδιος, διότι εἶναι αὐτὸς μόνος ἡ εἰκόνα τοῦ Πατρός, ποὺ μποροῦσε νὰ ξαναπλάση τὸν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος εἶναι δημιουργημένος κατ’ εἰκόνα (Θεοῦ)»[13].
Ὁ ἐνανθρωπήσας Κύριος, ὄχι μόνον μᾶς προσφέρει τὴν εὐκαιρία νὰ θεωθοῦμε, ἀλλὰ συγχρόνως μᾶς βοηθεῖ ὡς Ἀρχιερέας μὲ τὴν θευσιαστική του ἀγάπη νὰ πορευθοῦμε πρὸς τὴν θέωση. Παρατηρεῖ ὁ ἐπίσκοπος Ρώμης Κλήμης· «Αὐτὸς εἶναι ὁ δρόμος, ἀγαπητοί, στὸν ὁποῖο εὑρήκαμε τὸν σωτήρα μας Ἰησοῦ Χριστό, τὸν Ἀρχιερέα τῶν προσφορῶν μας, τὸν προστάτη καὶ βοηθὸ τῆς ἀσθενείας μας»[14].
Γιὰ νὰ πραγματοποιηθῆ ἡ θέωση τοῦ ἀνθρώπου, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν προσφορὰ καὶ τὴν βοήθεια τοῦ Θεανθρώπου, ἀπαιτεῖται ἀπαραίτητα καὶ μία κίνηση τοῦ ἀνθρώπου: ἡ ἀνταπόκρισή του στὴν σωστικὴ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Τὴν εὐκαιρία γι’ αὐτὴν τὴν ἀνταπόκριση τὴν προσφέρει στὰ μέλη της ἡ μία, ἁγία, καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ Ἐκκλησία μὲ τὴ ἀμετάβλητη λατρεία της. Στὴν Ὀρθόδοξη λειτουργικὴ λατρεία συναντᾶται ἡ μοναδικὴ θυσιαστικὴ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν ἀποκλειστικὴ εὐχαριστιακὴ ἀγάπη τοῦ ἀνθρώπου.
Βασικὴ προϋπόθεση γιὰ τὴν καθαρὴ λατρεία εἶναι ἡ ζωντανὴ παρουσία καὶ ἡ παραδοχὴ ἀπὸ τὸν λατρεύοντα πιστὸ τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, ὅπως αὐτὸς ἔχει ἀποκαλυφθῆ στοὺς προφῆτες καὶ στοὺς ἀποστόλους καὶ ἔχει παραδοθῆ στὴν μία Ἐκκλησία, δηλαδή, ὡς μόνος ἄκτιστος, τριαδικὸς καὶ δημιουργὸς τῶν πάντων. Εἶναι ἐνδεικτικὴ ἡ παρατήρηση τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ ὅτι «δὲν ὑπάρχει βέβαια κανεὶς Θεός, παρὰ μόνον ἕνας, αὐτὸς ποὺ εἶναι γνωστὸς καὶ λατρεύεται ὡς τριάδα καὶ μονάδα»[15]. Χαρακτηριστικὴ, ἐπίσης, εἶναι καὶ ἡ πληροφορία ποὺ μᾶς δίνει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης ὅτι «καὶ ἐμεῖς, οἱ ὁποῖοι διδασκόμαστε ἀπὸ τὶς ἅγιες Γραφὲς νὰ στρεφόμαστε πρὸς τὴν ἀληθινὴ θεότητα, ἔχουμε μάθει νὰ θεωροῦμε κάθε κτιστὸ ξένο πρὸς τὴν θεία φύση, νὰ λατρεύουμε δὲ καὶ νὰ ἀποδίδουμε λατρευτικὲς τιμὲς μόνον στὴν ἄκτιστη φύση»[16].
Ἐφ’ ὅσον ἡ καθαρὴ λατρεία συνδέεται ἄμεσα μὲ τὴν ἀπολυτότητα τῆς πίστεως γιὰ τὸν μόνο ἀληθινὸ Θεὸ καὶ σωτήρα μας, ἡ λατρευτικὴ ἀγάπη πρὸς Αὐτόν δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ εἶναι ἀποκλειστικὴ.
Αὐτὴν τὴν ἀποκλειστικὴ λατρευτικὴ ἀγάπη εἶχαν ὅλοι οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας, ἀπὸ τοὺς δικαίους καὶ τοὺς προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τοὺς ἀποστόλους τῆς Καινῆς Διαθήκης, ὅλους τοὺς ἁγίους ὅλων τῶν ἐποχῶν, μέχρι καὶ ἐκείνους τῆς ἐποχῆς μας. Ὅλοι εἶχαν τὴν ἴδια Πίστη καὶ ἐμπειρία, ὥστε νὰ ἐμπέονται ἀπὸ τὴν ἴδια σταθερὴ καὶ ἀκλόνητη ἀπόφαση νὰ μὴν ἔχουν καμμία συμμετοχὴ στὴν λατρεία ἀλλοτρίων Πίστεων.
Κορυφαῖο καὶ παλαιὸ παράδειγμα ἀποτελοῦν οἱ τρεῖς παῖδες καὶ ὁ προφήτης Δανιήλ. Ὅταν τοὺς κατήγγειλαν ὅτι δὲν προσκυνοῦν τὴν χρυσῆ εἰκόνα τοῦ Ναβουχοδονόσορος καὶ τοὺς ἔφεραν μπροστά του, ἐκεῖνος τοὺς ἐρώτησε:
-Εἶναι ἀλήθεια ὅτι δὲν λατρεύετε τοὺς θεούς μου καὶ τὴν εἰκόνα τὴ χρυσῆ; Καὶ συνέχισε. Νὰ τὸ κάνετε τώρα ἀμέσως. Κι ἄν δὲν τὸ κάνετε, αὐτὴ τὴν ὥρα, θὰ σᾶς ρἰξουν στὸ καμίνι τῆς φωτιᾶς, κι ἄς σᾶς σώση τότε ὁ θεός σας.
Ἐκεῖνοι ἀπήντησαν μὲ θαυμαστὴ παρρησία:
-«Ὑπάρχει σίγουρα γιὰ μᾶς οὐράνιος Θεός, τὸν ὁποῖο ἐμεῖς λατρεύουμε, κι αὐτὸς μπορεῖ νὰ μᾶς γλυτώση ἀπὸ τὸ ἀναμμένο καμίνι τῆς φωτιᾶς καὶ νὰ μᾶς σώση ἀπὸ τὰ χέρια σου, βασιλέα. Καὶ ἐὰν δὲν τὸ κάνη, νὰ γνωρίζης, βασιλέα, ὅτι ἐμεῖς τοὺς θεούς σου δὲν τοὺς λατρεύομε καὶ τὴν εἰκόνα σου, ποὺ ἔστησες δὲν τὴν προσκυνοῦμεν»[17].
Αὐτό, ἐπίσης, τὸ φρόνημα ἦταν ἐκεῖνο ποὺ ἔκανε τοὺς μάρτυρες νὰ ἀρνοῦνται νὰ προσφέρουν θυσία σὲ ὅποιονδήποτε λεγόμενο Θεό, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἀληθινὸ Θεό, ἔστω κι ἄν αὐτὸ τοὺς στοίχιζε φρικτὰ καὶ ἀπερίγραπτα μαρτύρια.
Εἶναι πολὺ γνωστὸς ἀπὸ τὰ Μαρτυρολόγια ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ἀντιμετώπιζαν τὴν προτροπὴ τῶν εἰδωλολατρῶν ἀρχόντων καὶ τῶν δημίων τους νὰ θυσιάσουν. Παραθέτω ἐδῶ ἕνα ἀπόσπασμα ἀπὸ τὴν ἀπολογία τοῦ μάρτυρος Φιλέου, ἐπισκόπου Θμούεως.
«Ὁ ἡγεμόνας εἶπε, θυσίασε στοὺς θεούς.
Ὁ Φιλέας εἶπε, Δὲν θυσιάζω.
Ὁ Κουλκιανὸς εἶπε, Γιατί;
Ὁ Φιλέας εἶπε, Διότι λέγει ἡ ἱερὰ καὶ θεία Γραφή ὅτι ὅποιος θυσιάσει στοὺς θεοὺς νὰ ἐξολοθρεύεται μὲ θάνατο, ἐκτὸς ἐὰν θυσιάση μόνον στὸν ἀληθινὸ Κύριο.
Ὁ Κουλκιανὸς εἶπε, Θυσίασε λοιπὸν μόνον στὸν ἀληθινὸ Κύριο.
ὉΦιλέας εἶπε, Δὲν θυσιάζω· μὲ τέτοιου εἴδους θυσίες ὁ ἀληθινὸς Θεὸς δὲν εὐαρεστεῖται.
Ὁ Κουλκιανὸς εἶπε, Μπρός, θυσίασε.
Ὁ Φιλέας εἶπε, Δὲν θυσιάζω· ποτὲ δὲν ἔχω μάθει νὰ τὸ κάνω αὐτό»[18].
Ἀπὸ τὸ ἴδιο φρόνημα τῆς ἀποκλειστικότητος τῆς λατρευτικῆς ἀγάπης διαπνέονται ὅλοι οἱ ἅγιοι ὅλων τῶν αἰώνων, ἔτσι ὥστε μέχρι σήμερα στὰ ἁγιορείτικα μοναστήρια νὰ κρατοῦν τοὺς αἱρετικοὺς καὶ ἀλλοθρήσκους στὸν πρόναο κατὰ τὴν διάρκεια τῶν λατρευτικῶν συνάξεων.
Θὰ προσθέσω ἕνα ἀκόμη παράδειγμα ἀπὸ τὸν βίο τοῦ συγχρόνου μας ἁγίου Παϊσίου τοῦ ἁγιορείτου, ὅπως τὸ διηγήθηκε ὁ ἴδιος.
«Κάποτε, διηγήθηκε ὁ Γέροντας, μοῦ ἦρθαν δύο παπικοί, λατίνοι… Μοῦ λέει λοιπόν ὁ ἕνας
–Ἔλα νά ποῦμε τό ‘Πάτερ ἠμῶν…’
–Γιά νά τό ποῦμε μαζί, τοῦ εἶπα, πρέπει νά συμφωνοῦμε στό Δόγμα. Ὅμως μεταξύ ἡμῶν καί ὑμῶν χάσμα μέγα ἐστι. Ὕστερα μοῦ λέει:
-Μόνο οἱ Ὀρθόδοξοι εἶναι κοντά στό Θεό καί μόνο αὐτοί θά σωθοῦνε; Ὁ Θεός εἶναι μέ ὅλο τόν κόσμο.
–Ναί, τοῦ εἶπα. Ἐσύ μπορεῖς νά μοῦ πῆς καί πόσος κόσμος εἶναι κοντά στό Θεό;
Ἔχουμε λοιπόν διαφορές. Εἴμαστε φυσικά παιδιά τοῦ ἑνός Πατέρα, ἀλλά μερικά μένουν στό σπίτι καί μερικά γυρίζουν ἔξω.
–Νά δείξουμε ἀγάπη, μοῦ λένε μετά.
–Καί ἡ ἁμαρτία ἔγινε μόδα, τούς λέω.
–Καί αὐτό μέσα στήν ἀγάπη εἶναι, μοῦ λένε.
–Ὅλοι μιλᾶνε γιά ἀγάπη, εἰρήνη καί ὁμόνοια, τούς εἶπα στό τέλος, ἀλλά ὅλοι αὐτοί εἶναι διχασμένοι καί μέ τόν ἑαυτό τους καί μέ τούς ἄλλους. Γι’αὐτό καί ἑτοιμάζουν ὅλο καί μεγαλύτερες βόμβες. Πολλοί πού μιλοῦν γιά ἀγάπη καί ἑνότητα, οἱ ἴδιοι δέν εἶναι ἑνωμένοι μέ τό Θεό, γιατί δέν τόν ἔχουν ἀγαπήσει οὔτε ἔχουν ἀληθινή ἀγάπη. Ἀγάπη ἀληθινή ἔχει ἐκεῖνος πού ἔχει ὀρθή πίστη, ζῆ κοντά στό Θεό, καί τότε ὁ Θεός ζωγραφίζεται στό πρόσωπό του καί οἱ ἄλλοι βλέπουν στό πρόσωπό του τόν Θεό»[19].
Αὐτὴ ἀκριβῶς ἡ πρακτικὴ, ποὺ ἐκφράζει τὸ Ὀρθόδοξο φρόνημα τῶν ἁγίων, ἔχει καταγραφῆ στοὺς ἱεροὺς Κανόνες τῶν Συνόδων τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι ρητὰ ἀπαγορεύουν τὶς συμπροσευχὲς μὲ τοὺς αἱρετικοὺς, ὄχι μόνον στοὺς χώρους τῆς κοινῆς λατρείας, ἀλλὰ καὶ στοὺς ἰδιωτικοὺς. Παραθέτω μερικοὺς ἀπὸ αὐτούς: Κανών Ι’ τῶν Ἁγ. Ἀποστόλων: «Εἴ τις ἀκοινωνήτῳ, κἄν ἐν οἴκῳ συνεύξηται, οὗτος ἀφοριζέσθω». Κανών ΛΓ’ τῇς ἐν Λαοδικείᾳ Τοπικῆς Συνόδου: «Ὅτι οὐ δεῖ αἱρετικοῖς ἤ σχισματικοῖς συνεύχεσθαι». Ἐπίσης, Κανών ΜΕ’ τῶν Ἁγ. Ἀποστόλων: «Ἐπίσκοπος ἤ Πρεσβύτερος ἤ Διάκονος αἱρετικοῖς συνευξάμενος μόνον, ἀφοριζέσθω, εἰ δὲ ἐπέτρεψεν αὐτοῖς ὡς κληρικοῖς ἐνεργῆσαί τι, καθαιρήσθω» καὶ Κανών ΞΕ’ τῶν Ἁγ. Ἀποστόλων: «Εἴ τις κληρικός ἤ λαϊκός εἰσέλθοι εἰς συναγωγήν Ἰουδαίων ἤ αἱρετικῶν προσεύξασθαι και καθαιρείσθω καὶ ἀφοριζέσθω».
Ἡ συμπροσευχή, λοιπόν, ἀπαγορεύεται, ἐπειδή, ἐκτὸς τοῦ ὅτι δηλώνει συμμετοχή στήν πλανεμένη πίστη τοῦ συμπροσευχομένου καί καταργεῖ ἔτσι τὴν ἀποκλειστικότητα τῆς λατρευτικῆς πρὸς τὸν Θεόν ἀγάπης, δίνει ἐπιπλέον σ’ αὐτόν τήν ψευδαίσθηση ὅτι δέν βρίσκεται στήν πλάνη, ὁπότε δέν χρειάζεται νά ἐπιστρέψει στήν ἀλήθεια. Στὴν πραγματικότητα ὁ συμπροσευχόμενος μὲ αἱρετικοὺς ἀποσύρει τὴν γνήσια ἀγάπη του ἀπὸ αὐτούς καὶ συμπεριφέρεται ὡς ἐχθρός τους, προξενώντας τους μέγιστο κακό, διότι συμβάλλει στὴν σύγχυση καὶ στὴν συντήρηση τῆς πλάνης, ποὺ ἀπομακρύνει ἀπὸ τὴν αἰώνια σωτηρία πλάσματα τοῦ Θεοῦ.
Ἡ καθαρὴ λατρεία διασώζεται ἀκέραια καὶ ἀνόθευτη μόνον στὴν μία, ἁγία, καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ Ἐκκλησία. Ἡ λατρεία στὶς θρησκεῖες καὶ στὶς αἱρέσεις ἔχει μετακινηθῆ ἀπὸ τὸ σταθερό της βάθρο, ποὺ εἶναι ἡ αὐθεντικὴ ἀποκεκαλυμμένη ἀλήθεια, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ εὐτελίζεται καὶ νὰ ὑποβιβάζεται σὲ ἀνθρώπινο παίγνιο, ὅπως παρατηρεῖ ὁ ἄγιος Χρυσόστομος γιὰ τὴν ἰουδαϊκὴ λατρεία. Ἐρωτᾶ μὲ νόημα· «Ὁρᾷς ὅτι παίζουσι μᾶλλον ἤ λατρεύουσιν;»[20].
Ὅσον ἀφορᾶ πιὸ συγκεκριμένα στὶς λατρευτικὲς ἐκδηλώσεις τῶν αἱρέσεων τοῦ Παπισμοῦ καὶ τοῦ Προτεσταντισμοῦ, αὐτὲς, ἐκτὸς τῶν ἄλλων, εἶναι ἀπογυμνωμένες ἀπὸ τὴν ἄκτιστη θεία χάρη, μὲ τὴν ὁποία ἐνεργοῦνται ὅλα τὰ ἐκκλησιαστικὰ μυστήρια γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Ἑπομένως ἡ ὁποιαδήποτε συμμετοχή σ’ αὐτές γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση εἶναι βαριὰ κατακριτέα, διότι, ὄχι μόνον δημιουργεῖται σύγχυση, ἀλλὰ καὶ ὁ σκοπὸς τῆς λατρείας, ποὺ εἶναι ἡ θέωση δὲν ἐπιτυγχάνεται.
Ἡ συνειδητοποίηση αὐτῶν τῶν ἀληθειῶν πείθει ὅλους τοὺς συνειδητοὺς Ὀρθοδόξους χριστιανοὺς νὰ ὁμολογοῦν στὴν προσευχή τους μπροστὰ στὸν Θεό, «Σοὶ μόνῳ ἁμαρτάνομεν ἀλλὰ καὶ σοὶ μόνῳ λατρεύομεν· οὐκ οἴδαμεν προσκυνεῖν Θεῷ ἀλλοτρίῳ, οὐδὲ διαπετάζειν πρὸς ἕτερον Θεὸν τὰς ἑαυτῶν, Δέσποτα, χεῖρας»[21].