Δράγας Γεώργιος (Πρωτοπρεσβύτερος)

Ἡ Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ (δέκα τοποθετήσεις σὲ δέκα ἐρωτήσεις)

1. Γιατί ἔγινε ἡ Ἀνάληψη μετὰ ἀπὸ 40 μέρες καὶ ὄχι ἀμέσως μετὰ τὴν Ἀνάσταση;

Ὁ ἀρχηγὸς τῆς ζωῆς, ποὺ ἔλυσε τὰ δεσμὰ τοῦ θανάτου μὲ τὴν Ἀνάστασή του, συναναστράφηκε μὲ τοὺς μαθητὲς του ἐπὶ σαράντα ἡμέρες καὶ ἐπιβεβαίωσε σ’ αὐτοὺς τὴν Ἀνάστασή του μὲ πολλὲς ἀποδείξεις. Δὲν ἀνέβηκε στοὺς οὐρανοὺς τὴν ἴδια ἡμέρα ποὺ ἀναστήθηκε, γιατί κάτι τέτοιο θὰ δημιουργοῦσε ἀμφιβολίες καὶ ἐρωτηματικά. Διαφορετικά, πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἄπιστους θὰ μποροῦσαν νὰ προβάλλουν τὸ ἐπιχείρημα ὅτι ἡ Ἀνάσταση δὲν ἦταν παρὰ ἕνα ἀκόμη ἀπὸ τὰ ὄνειρα εὐσεβῶν πόθων ποὺ γρήγορα ἔρχονται καὶ πιὸ γρήγορα παρέρχονται. Γιὰ αὐτὸ ἀκριβῶς ἔμεινε ὁ Χριστὸς σαράντα ὁλόκληρες ἡμέρες στὴ γῆ, καὶ ἐμφανίστηκε ἐπανειλημμένα στοὺς μαθητές του, καὶ τοὺς ἔδειξε τὶς οὐλὲς ἀπὸ τὰ πληγές του, τοὺς μίλησε γιὰ τὶς προφητεῖες ποὺ ἐκπλήρωσε μὲ τὴν ζωὴ καὶ τὰ πάθη του ὡς ἄνθρωπος, καὶ μάλιστα συνέφαγε μαζί τους.

2. Γιατί ἔφαγε ὁ ἀναστημένος Χριστὸς ψητὸ ψάρι καὶ μέλι;

Στὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιον τῆς Ἑορτῆς ἀκοῦμε ὅτι ζήτησε καὶ ἔφαγε ὁ Χριστὸς «ἰχθύος ὀπτοῦ μέρος καὶ ἀπὸ μελισσίου κηρίου», δηλ. ἕνα κομμάτι ἀπὸ ψητὸ ψάρι καὶ ἀπὸ κηρύθρα μὲ μέλι (Λουκ. 24:42). Γιατί ἀναφέρεται ἡ λεπτομέρεια αὐτή; Κατὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ παράδοση, ἡ λεπτομέρεια αὐτὴ εἶχε πολὺ σπουδαία ἀλληγορικὴ σημασία. Ὅσον ἀφορᾶ στὸ ψάρι, γνωρίζουμε ὅτι ἂν καὶ ζεῖ μέσα στὴν ἁλμυρὴ θάλασσα, τὸ σῶμα του δὲν εἶναι ἁλμυρό, ἀλλὰ γλυκό. Κατὰ παρόμοιο τρόπο καὶ ὁ Χριστός, ποὺ ἔζησε μέσα στὴν «ἁλμυρὴ θάλασσα τῆς ἁμαρτίας» τοῦ κόσμου τούτου, «ἁμαρτίαν οὐκ ἐποίησε, οὐδὲ εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ», δηλ. δὲν ἔκανε καμιὰ ἁμαρτία, οὔτε ξεστόμισε τίποτε τὸ δόλιο (Ἠσ. 53:9). Ἐπίσης, ὁ Χριστὸς παρέμεινε πιὸ ἄφωνος καὶ ἀπὸ τὸ ψάρι ὅταν ὑπέστη τὸ σωτήριο πάθος του καὶ δέχτηκε τὰ ἀνήκουστα ἐκεῖνα βασανιστήρια καὶ ἀκατανόμαστους ὑβρισμούς. Ὅσον ἀφορᾶ στὸ μέλι καὶ στὸ κερί, γνωρίζουμε ὅτι τὸ μέλι εἶναι γλυκὸ καὶ τὸ κερὶ φωτιστικό, γι’ αὐτὸ καὶ θεωροῦνται σὰν σύμβολα τῆς πνευματικῆς ἡδονῆς καὶ τοῦ φωτισμοῦ ποὺ μεταδίδει στοὺς πιστοὺς ὁ Χριστὸς μετὰ τὴν Ἀνάστασή του. Ἐπίσης, συμβολίζουν, τὸ μὲν πρῶτο τὴν θεραπεία τῆς μεγάλης πίκρας τῆς ἁμαρτίας τὴν ὁποίαν συμβολίζει ἡ χολὴ ποὺ τοῦ δόθηκε στὸ πάθος του, τὸ δὲ δεύτερο, τὴν διάλυση τοῦ πυκτοῦ σκοταδιοῦ τῆς ἁμαρτίας τὴν ὁποία συμβολίζει τὸ σκοτάδι ποὺ ἔγινε κατὰ τὴν σταύρωσή του.

3. Γιατί ἔγινε ἡ Ἀνάληψη στὸ Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν;

Ἀφοῦ λοιπὸν ἐπιβεβαίωσε ὁ Χριστὸς τὴν ἐκ νεκρῶν Ἀνάστασή του στοὺς μαθητές του μὲ μελιστάλακτους λόγους, καὶ φώτισε τὸν νοῦ τους καὶ θέρμανε τὴν καρδιά τους μὲ τὴν παρουσία του, τοὺς ὁδήγησε τὴν 40ην ἡμέρα ἀπὸ τὴν Ἀνάστασή του στὸ Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν, ποὺ βρίσκεται στὰ ἀνατολικά τῆς Ἱερουσαλήμ. Ἔπρεπε σ’ αὐτὸ τὸ Ὄρος νὰ γίνει ἡ Ἀνάληψη, γιατί σ’ αὐτό, σύμφωνα μὲ μία ἀρχαία παράδοση, θὰ ἐπανέλθει ὁ Κύριος σωματικὰ καὶ μὲ δόξα γιὰ νὰ κρίνει τὸν κόσμο κατὰ τὴν ἔσχατη ἡμέρα. Ἐκεῖ θὰ ἐλεηθοῦν μὲ τὸ μέγα ἔλεος οἱ δίκαιοι, καὶ ἐκεῖ θὰ θρηνήσουν μὲ τὸν αἰώνιο καὶ ἀπαρηγόρητο θρῆνο οἱ ἁμαρτωλοί. Τὶς δύο αὐτὲς ἀντίθετες καταστάσεις τῶν ἀνθρώπων δηλώνει ἡ ὀνομασία τοῦ Ὄρους τούτου, γιατί οἱ κορυφὲς του ὀνομάζονται Ὄρος Ἐλαιῶν, ἐνῶ οἱ πρόποδές του, κοιλάδα τοῦ Κλαυθμῶνος. Τὸ ἴδιο προμήνυσε καὶ ὁ χρησμὸς τοῦ προφήτη Ζαχαρία ποὺ ρητὰ δήλωσε «Ἰδοὺ ἡμέρα ἔρχεται Κυρίου, καὶ στήσονται οἱ πόδες αὐτοῦ ἐπὶ τὸ Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν κατέναντι Ἱερουσαλὴμ ἐξ ἀνατολῶν» (Ζαχ. 14:4).

4. Γιατί ἔπρεπε νὰ ἦταν παρόντες οἱ Ἀπόστολοι καὶ ἡ Θεοτόκος;

Σ’ αὐτὸ τὸ Ὄρος ὁδήγησε ὁ Κύριος τοὺς μαθητές του καὶ τὴν Θεοτόκο ποὺ τὸν γέννησε, γιὰ νὰ δοῦν μὲ τὰ μάτια τους τὴν ἔνδοξη Ἀνάληψή του. Ἔπρεπε ἡ κατὰ σάρκα Μητέρα του νὰ εἶναι παροῦσα σ’ ἐκείνη τὴν μεγάλη δόξα τοῦ Υἱοῦ της, ἔτσι ὥστε ὅπως σὰν Μητέρα πληγώθηκε ψυχικὰ γιὰ τὸ πάθος του πάνω ἀπὸ ὅλους, ἔτσι κατὰ τρόπο ἀνάλογο νὰ χαρεῖ πάνω ἀπὸ ὅλους βλέποντας τὸν Υἱό της νὰ ἀνέρχεται μὲ δόξα στοὺς οὐρανούς, νὰ προσκυνεῖται σὰν Θεὸς ἀπὸ τοὺς Ἀγγέλους καὶ νὰ καθίζεται στὸν θρόνο τῆς Μεγαλοσύνης πάνω ἀπὸ κάθε ἀρχὴ καὶ ἐξουσία. Ἔπρεπε ἐπίσης καὶ οἱ θεῖοι Ἀπόστολοι νὰ γίνουν αὐτόπτες τῆς Ἀνάληψής του, γιὰ νὰ πληροφορηθοῦν, ὅτι ὁ θεῖος Διδάσκαλός τους ποὺ ἀνεβαίνει τώρα στοὺς οὐρανούς, ἀπὸ ἐκεῖ εἶχε κατεβεῖ, καὶ ἐκεῖ θὰ τοὺς περιμένει σὰν ἀληθινὸς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ Σωτήρας τοῦ κόσμου.

5. Πῶς ἔγινε ἡ πρωτόγνωρη καὶ μοναδικὴ Ἀνάληψη τοῦ Χριστοῦ;

Εἶχαν ἤδη φτάσει στὴ μεσαία κορυφὴ τοῦ Ὄρους. Μπροστά τους ἁπλωνόταν ἡ πόλη τῶν Ἱεροσολύμων. Ἦταν ἀκόμα ἀνοιχτὴ στὸ χῶμα ἡ ὀπὴ στὴν ὁποία στήθηκε ὁ Σταυρός. Ἀνοιχτὴ ἦταν ἐπίσης καὶ ἡ εἴσοδος στὸν Τάφο τοῦ Σωτήρα, ἀφοῦ ἦταν ἀκόμα πεσμένος στὸ χῶμα ὁ μέγας λίθος μὲ τὸν ὁποῖον εἶχε σφραγισθεῖ. Τότε στρέφει ὁ Σωτήρας τὰ νῶτα του πρὸς τὴν ἀχάριστη πόλη τῶν Ἱεροσολύμων καὶ τὸ βλέμμα του ἀτενίζει πρὸς ἀνατολάς, ὅπως ἀναφέρει ὁ Δαυὶδ μὲ χαρὰ σὲ κάποιο ψαλμό του, «Ψάλλατε τῷ Θεῷ τῷ ἐπιβεβηκότι ἐπὶ τὸν οὐρανὸν τοῦ οὐρανοῦ κατὰ ἀνατολάς» (Ψαλμ. 67:34). Καὶ ἐνῶ ἀποχαιρετάει τοὺς μαθητές του, ὑψώνει τὰ ἄχραντα χέρια του καὶ εὐλογεῖ γιὰ τελευταία φορὰ –τὰ χέρια ἐκεῖνα μὲ τὰ ὁποῖα ἀνάπλασε τὸν ἄνθρωπο ποὺ εἶχε δημιουργήσει στὴν ἀρχή, καὶ τὰ ὁποῖα ἅπλωσε ἀπὸ φιλανθρωπία ἐπάνω στὸν Σταυρὸ καὶ συνένωσε «τὰ διεστῶτα», δηλ. αὐτὰ ποὺ βρίσκονταν σὲ διάσταση. Ἐνῶ δὲν χόρταιναν τὰ μάτια τῶν μαθητῶν νὰ βλέπουν τὸ θεοειδὲς καὶ γλυκύτατο ἐκεῖνο πρόσωπο τοῦ Κυρίου τους, ξαφνικὰ ἄρχισε Ἐκεῖνος νὰ ἀνέρχεται στὸν οὐρανό. Τὸ βλέμμα τους ἔμεινε καρφωμένο στὸ παράδοξο καὶ ἀκατανόητο ἐκεῖνο θέαμα τῆς σωματικῆς Ἀνάληψης τοῦ Κυρίου, μέχρις ὅτου τὸν ἔκρυψε ἡ φωτεινὴ νεφέλη.

Τί πρωτόγνωρη καὶ μοναδικὴ ποὺ ἦταν ἡ μεγαλοπρέπεια αὐτῆς τῆς Ἀνάληψης! Καὶ ὁ Ἠλίας εἶχε ἀναληφθεῖ στοὺς οὐρανούς, ὅπως ἀναφέρει ἡ Γραφή, ὅμως ἡ ἀνάληψή του ἔγινε μὲ πύρινο ἅρμα καὶ πύρινους ἵππους, γιατί ἦταν ἁπλὸς ἄνθρωπος καὶ χρειαζόταν βοήθεια γιὰ νὰ ἀναληφθεῖ πάνω ἀπὸ τὴν γῆ. Ὁ Χριστὸς ὅμως ἦταν Θεάνθρωπος ποὺ ἀναλήφθηκε ἀπὸ μόνος του, μὲ μόνη τὴν παντοδυναμία του. Ὅσον ἀφορᾶ στὴν νεφέλη ἐκείνη, ἐπρόκειτο γιὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ὅπως ἀκριβῶς συνέβη καὶ στὴν Μεταμόρφωση τοῦ Χριστοῦ. Ὅπως ἡ κάθοδός του καὶ ἡ Ἐνσάρκωσή του ἔγιναν «ἐκ Πνεύματος Ἁγίου», σύμφωνα μὲ τὸ μήνυμα τοῦ Γαβριὴλ πρὸς τὴν Παρθένο («Πνεῦμα Κυρίου ἐπελεύσεται ἐπὶ σὲ καὶ δύναμις Ὑψίστου ἐπισκιάσει σε» Λουκ. 1:35), ἔτσι καὶ τώρα «συνανέρχεται» (ἀνεβαίνει μαζὶ μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα) γιατί Ἐκεῖνο τὸν παρακολουθεῖ καὶ συνυπάρχει μαζί του ὡς ὁμοούσιό του, συμπροσκυνούμενο καὶ συνδοξαζόμενο.

6. Γιατί ἐστάλησαν οἱ δύο ἀνθρωπόμορφοι καὶ λευκοφόροι Ἄγγελοι;

Ἐνῶ ἀτένιζαν ἔκθαμβοι στὸν οὐρανὸ οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι, δύο ἄνδρες παρουσιάστηκαν σ’ αὐτοὺς ντυμένοι μὲ λευκὴ στολή. Ἦταν ἄγγελοι οἱ δύο αὐτοὶ ἄνδρες ποὺ εἶχαν πάρει ἀνθρώπινη μορφὴ γιὰ νὰ μὴ φοβίσουν τοὺς μαθητές. Καὶ ἦταν λευκοφόροι γιὰ νὰ φανερωθεῖ ἡ ἁγνότητά τους καὶ τὸ διαφωτιστικὸ καὶ χαρμόσυνο μήνυμά τους τὸ ὁποῖο εἶχαν ἀποσταλεῖ νὰ παραδώσουν. Τοὺς ἀπόστειλε ὁ Χριστὸς ποὺ ἀναλήφθηκε, γιὰ νὰ τοὺς παρηγορήσει τὴν στιγμὴ τῆς λύπης τους γιὰ τὸν ἀποχωρισμό του, ἀλλὰ καὶ νὰ τοὺς διαφωτίσει ὅτι ὁ ἀόρατος πλέον Κύριός τους καθόταν στὰ δεξιὰ τοῦ Θεοῦ Πατρὸς καὶ ὅτι θὰ κατεβεῖ καὶ πάλι στὴ γῆ γιὰ νὰ κρίνει ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, τοὺς ζωντανοὺς καὶ τοὺς νεκρούς.

7. Ποιὸ ἦταν τὸ μήνυμα τῶν λευκοφόρων Ἀγγέλων;

«Ἄνδρες Γαλιλαῖοι», τοὺς εἶπαν, «γιατί στέκεστε μὲ τὸ βλέμμα σας προσηλωμένο στοὺς οὐρανούς; Αὐτὸς ὁ Ἰησοῦς, τὸν ὁποῖον σήμερα βλέπετε νὰ ἀναλαμβάνεται, θὰ ἐπανέλθει γιὰ νὰ κρίνει τὸν κόσμο, καὶ ἡ ἐπάνοδός του θὰ εἶναι ἴδια μὲ τὴν ἀνάληψή του». Δηλαδή, θὰ ἔλθει ἀπὸ τὸν οὐρανὸ φορώντας τὸ ἴδιο ἄχραντο Σῶμα, τὸ ὁποῖο παρέλαβε ἀπὸ τὰ αἵματα τῆς ἁγνῆς Παρθένου, καὶ τὸ ὁποῖο θὰ ἔχει ἐπάνω του χαραγμένες τὶς πληγὲς ποὺ ἔλαβε στὸ πάθος του. Τώρα μόνο ἐσεῖς οἱ λίγοι τὸν βλέπετε νὰ ἀνέρχεται στὸν οὐρανό, ὅταν ὅμως ἐπανέλθει, ὅλες οἱ φυλὲς τῆς γῆς θὰ τὸν δοῦν νὰ κατεβαίνει ἀπὸ ἐκεῖ μὲ δόξα ἐπάνω σὲ νεφέλες. Ἡ ἔνδοξη αὐτὴ κατάβασή του θὰ ἀποβεῖ πρόξενος μακαριότητας καὶ χαρᾶς γιὰ ὅσους ἔζησαν δίκαια. Γιὰ τοὺς ἁμαρτωλοὺς ὅμως θὰ εἶναι αἰτία θλίψεως καὶ συμφορᾶς.»

8. Ποιὸς ἦταν ὁ ἀντίκτυπος τῆς Ἀνάληψης στοὺς Ἀποστόλους καὶ στὸ μικρὸ ποίμνιο τῆς πρώτης Ἐκκλησίας;

Αὐτὰ ἄκουσαν οἱ Ἀπόστολοι καὶ προσκύνησαν τὸν Σωτήρα στὴν Ἀνάληψή του καὶ ὕστερα ἐπέστρεψαν μὲ χαρὰ στὰ Ἱεροσόλυμα. Ἡ χαρὰ τους ἦταν πολὺ μεγάλη, γιατί ἔμαθαν ὁριστικά, ὅτι ὁ θεῖος Διδάσκαλός τους εἶναι Θεὸς ἀληθινός, ποὺ ἀναλήφθηκε στοὺς οὐρανούς, ὄχι γιὰ νὰ ἐγκαταλείψει τὴ γῆ, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὴν ἐνώσει μὲ τὸν οὐρανό. Ἡ χαρὰ τους ἦταν ἐπίσης πολὺ μεγάλη γιατί πῆραν τὴν εὐλογία τοῦ Σωτήρα τους στὴν Ἀνάληψή του. Μὲ αὐτὴν τὴν εὐλογία ἡ ὀλιγάριθμη Ἐκκλησία τῶν μαθητῶν, τὸ μικρὸ ἐκεῖνο ποίμνιο, αὐξήθηκε μέσα σὲ ἕνα μικρὸ διάστημα καὶ ἔγινε πολὺ μεγάλη, καὶ παίρνοντας τὴν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀναδείχτηκε στὴν Ἐκκλησία ἐκείνη ποὺ ἐγκαθιδρύθηκε σὲ ὅλα τὰ μέρη τῆς γῆς.

9. Ποιὸς ἦταν ὁ ἀντίκτυπος τῆς Ἀνάληψης στὶς ταξιαρχίες τῶν Ἀγγέλων στοὺς οὐρανούς;

Ἐνῶ αὐτὰ συνέβαιναν στὴ γῆ ἐξ αἰτίας τῆς Ἀνάληψης, στοὺς οὐρανοὺς οἱ Ἄγγελοι ἔστηναν μεγαλειῶδες πανηγύρι. Οἱ τάξεις τῶν Ἀγγέλων ποὺ ὑπηρέτησαν τὸν Σωτήρα ἐπάνω στὴ γῆ καὶ τὸν συνόδευαν τώρα στὴν θεία του Ἀνάληψη καλοῦσαν τὶς ἄνω ταξιαρχίες νὰ ἀνοίξουν τὶς οὐράνιες πύλες γιὰ νὰ εἰσέλθει ὁ Βασιλεὺς τῆς Δόξης. «Ἄρατε πύλας οἱ ἄρχοντες ὑμῶν,» ψάλλει ὁ προφητάναξ Δαυίδ, «καὶ ἐπάρθητε πύλαι αἰώνιοι, καὶ εἰσελεύσεται ὁ Βασιλεὺς τῆς Δόξης» (Ψαλμ. 23:7). Ἐπειδὴ μὲ τὸ σωτήριο πάθος του ἔγινε ὁ Σωτήρας Χριστὸς ἐνδοξότερος καὶ ὑψηλότερος –ὅπως τὸ διατυπώνει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Ἐταπείνωσε τὸ ἑαυτόν του καὶ ἔγινε ὑπήκουος μέχρι θανάτου, καὶ μάλιστα θανάτου Σταυρικοῦ, γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Θεὸς τὸν ὑπερύψωσε καὶ τοῦ χάρισε τὸ ὑπὲρ πᾶν ὄνομα» (Φιλιππ. 2:9), γι’ αὐτὸ ἀπαιτοῦν καὶ οἱ πύλες τοῦ οὐρανοῦ νὰ γίνουν ὑψηλότερες γιὰ νὰ τὸν ὑποδεχτοῦν ἐπάξια. Ἐπίσης, ἐπειδὴ ἡ δόξα τοῦ νικητῆ τοῦ Ἅδη καὶ τοῦ θανάτου, ποὺ δὲν χώρεσε στὴν μικρὴ γῆ, πλήρωσε τοὺς οὐρανούς, ἀπαιτοῦν νὰ ὑψωθοῦν καὶ ἐκεῖνοι (οἱ Ἄγγελοι) στὴν ἐμφάνισή του.

Ὡστόσο, οἱ ἀνώτερες ταξιαρχίες τῶν Ἀγγέλων, βλέποντας ἀνθρώπινο σῶμα νὰ μεταφέρεται πάνω ἀπὸ αὐτούς, καταλαμβάνονταν ἀπὸ θάμβος καὶ ἔκπληξη. Γιατί, ὅπως ἕνας ἄνθρωπος ποὺ βλέπει Ἄγγελο στὴ γῆ καταλαμβάνεται ἀπὸ ἔκπληξη φόβου, ἔτσι καὶ οἱ ἀσώματοι Ἄγγελοι, βλέποντας τότε ἕνα σῶμα νὰ ὑψώνεται μέσα σὲ νεφέλη, ζητοῦσαν ἔκθαμβοι νὰ μάθουν γι’ αὐτὸ τὸ παράδοξο θέαμα, ζητώντας δύο φορὲς νὰ βεβαιωθοῦν, Ποιὸς εἶναι αὐτὸς ὁ Βασιλεὺς τῆς Δόξης; Μαθαίνοντας, ὅμως, ὅτι εἶναι ὁ ἰσχυρὸς στοὺς πολέμους Κύριος, ποὺ πάλεψε μὲ τὸν διάβολο καὶ τὸν κατέβαλε, ποὺ τώρα ἀνέρχεται στοὺς οὐρανούς, ἀποροῦν, πῶς τὸ ὑπέρλαμπρο ἐκεῖνο σῶμα εἶναι ἐρυθρό, καὶ ρωτοῦν, «Τὶς οὗτος ὁ παραγενόμενος ἐξ Ἐδώμ; ;» ὅπως ψάλλει ὁ πρῶτος τῶν προφητῶν, «ἐρύθημα ἱματίων αὐτοῦ ἐκ Βοσόρ; Οὗτος ὡραῖος ἐν στολῇ αὐτοῦ» (Ἠσαΐας 63:1); Δηλαδή, ποιὸς εἶναι αὐτὸς ὁ γήινος ποὺ ἔρχεται φορώντας σάρκα σὰν ὑπέρλαμπρο καὶ ἐρυθρὸ ἱμάτιο; Γιατί γήινος εἶναι ἡ ἑρμηνεία τοῦ Ἐδὼμ καὶ σὰρξ εἶναι τὸ Βοσόρ, καὶ τὸ σημεῖο ἀναφορᾶς ἐδῶ εἶναι τὸ δοξασμένο ἐκεῖνο Σῶμα τοῦ Δεσπότη Χριστοῦ ποὺ φαινόταν κατὰ τὴν ἄνοδό του στοὺς οὐρανοὺς σὰν ἐρυθρὸ γιατί ἔφερε ἐπάνω του τὸν τύπο τῶν πληγῶν τῆς ἄχραντης πλευρᾶς, τῶν χειρῶν καὶ τῶν ποδῶν.

10. Γιατί διατηρήθηκαν τὰ ἀποτυπώματα τῶν πληγῶν στὸ Ἀναστημένο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ;

Πῶς ὅμως φαίνονταν οἱ πληγὲς σ’ ἐκεῖνο τὸ ἄφθαρτο σῶμα; Ἦταν θέμα οἰκονομίας αὐτὸ ποὺ φαινόταν, καὶ εἶχε σὰν σκοπὸ νὰ φανερώσει τὴν ἄρρητη (ἀνέκφραστη) καὶ ὑπερβολικὴ ἀγάπη τοῦ Θεανθρώπου γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Δηλαδὴ τὸ ὅτι καταδέχτηκε ὄχι μόνο νὰ δεχθεῖ πληγές, ἀλλὰ καὶ μετὰ τὴν Ἀνάστασή του νὰ τὶς διατηρήσει μὲ παράδοξο τρόπο ἐπάνω σ’ ἐκεῖνο τὸ ἀφθαρτοποιημένο σῶμα, καὶ νὰ τὶς δείξει στὴν Ἀνάληψή του καὶ στὸν κόσμο τῶν Ἀγγέλων σὰν τὰ σύμβολα τοῦ πάθους του καὶ σὰν τὰ ἀνεξίτηλα τεκμήρια τῆς ἀγάπης του πρὸς ἐμᾶς τοὺς ἀνθρώπους. Ἐπίσης, διατήρησε τὶς πληγὲς τοῦ ἄχραντου σώματός του γιὰ νὰ μᾶς πείσει νὰ μὴν λησμονοῦμε ποτὲ τὰ πάθη του, διότι ὅταν τὰ ἔχουμε ἐνώπιόν μας, ἡ καρδιά μας θὰ πλημμυρίζει ἀπὸ εὐγνωμοσύνη πρὸς αὐτὸν καὶ ἀπὸ ἱερὰ συναισθήματα. Τίποτε ἄλλο, λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος δὲν εἶναι ἱκανὸ νὰ γεννήσει μέσα μας τὰ σωτήρια αὐτὰ ἀποτελέσματα ὅσο τὸ νὰ βλέπουμε τὸν Θεὸ νὰ μεταφέρει τὰ ἴχνη τοῦ Σταυροῦ μέχρι τὸ θρόνο τῆς μεγαλοσύνης του. Κατὰ τὸν ἱερὸ Αὐγουστίνο, ὁ Θεάνθρωπος διατήρησε τὶς πληγές του στοὺς οὐρανούς, γιὰ νὰ μᾶς δείξει, ὅτι καὶ στὴν κατάσταση τῆς δόξης του δὲν θὰ μᾶς λησμονήσει, ὅπως ἄλλωστε μᾶς διαβεβαιώνει γι’ αὐτὸ καὶ ὁ κορυφαῖος ἀπὸ τοὺς προφῆτες: «Ἰδοὺ ἐπὶ τῶν χειρῶν μου ἐζωγράφησά σου τὰ τείχη, καὶ ἐνώπιόν μου εἶ διὰ παντὸς» (Ἠσ. 49:16), δηλαδή, οὐδέποτε θὰ μᾶς ξεχάσει, διότι θὰ μᾶς ἔχει γραμμένους μὲ ἀνεξίτηλα γράμματα ἐπάνω στὰ χέρια του καὶ θὰ μεσιτεύει γιὰ μᾶς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ Πατρός. Ἴσως ἀκόμη καὶ νὰ διατήρησε τὶς πληγὲς γιὰ νὰ μᾶς διδάξει ὅτι μόνο μὲ παθήματα καὶ θλίψεις θὰ μπορέσουμε νὰ εἰσέλθουμε στὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Ἂν ὁ ἴδιος ὁ Θεάνθρωπος ἀνυψώθηκε μὲ σταυρικὸ πάθος, καὶ ἂν δοξάστηκε μὲ ἐπονείδιστο θάνατο, τότε πῶς ἐμεῖς θὰ μπορέσουμε νὰ εἰσέλθουμε στὴν δόξα ἐκείνη χωρὶς νὰ βαδίσουμε στὴν στενὴ ὁδὸ τῆς ἀρετῆς, καὶ χωρὶς νὰ ὑπομείνουμε θλίψεις καὶ πειρασμοὺς ἀγωνιζόμενοι τὸν καλὸν ἀγώνα; Αὐτὸ εἶναι τελείως ἀδύνατο.