Έχουμε σκεφτεί άραγε με τι τρέφουμε την ψυχή μας; Τι είναι όσα διαβάζουμε, όσα ακούμε, όσα απασχολούν τις καρδιές μας καθημερινά; Ειδήσεις για τον κόσμο, συνήθως άσχημες, ενασχόληση με τους διπλανούς μας, λόγοι που δεν μας παρηγορούν αλλά κατά βάθος μας κουράζουν, ήχοι που δεν απαλύνουν την ψυχή μας, αλλά μας ταράζουν, επειδή μας κάνουν μόνο να ξεχνάμε τη ζωή μας, τι δεν έχουμε πάρει απόφαση να κάνουμε, την αδυναμία μας να βρούμε ανθρώπους αλλά και να γίνουμε άνθρωποι που θα μπορούμε να στηρίξουμε και να δώσουμε αληθινή χαρά στους άλλους. Κυρίως όμως μία έντονη απουσία: αυτή του Θεού.

Στο τέλος της αναστάσιμης περιόδου η Εκκλησία μας θυμίζει μία καταπληκτική σκηνή, παρμένη από μία φυλακή. Στους Φιλίππους, κοντά στη σημερινή Καβάλα, οι απόστολοι Παύλος και Σίλας, αφού έχουν εκβάλει από ένα νέο κορίτσι δαιμονικό πνεύμα, αντιμετωπίζουν την μήνη των κυρίων της, καθώς αυτή μάντευε και εκείνοι κέρδιζαν από τις μαντείες της. Αφού λοιπόν τους κακοποιούν, τους κλείνουν στη φυλακή. «Κατά δε το μεσονύκτιον Παύλος και Σίλας προσευχόμενοι ύμνουν τον Θεόν . επηκροώντο δε αυτών οι δέσμιοι» (Πράξ. 16, 25). Γύρω στα μεσάνυχτα ο Παύλος και ο Σίλας προσεύχονταν και έψελναν ύμνους στον Θεό. Και τους άκουγαν με προσοχή οι φυλακισμένοι. Ποιο κουράγιο πρέπει να έχει ένας άνθρωπος, ενώ έχει χτυπηθεί, έχει αδικηθεί, έχει φυλακισθεί, πιθανότατα τον περιμένουν και άλλα μαρτύρια, και ίσως και ο θάνατος, για ό,τι πιστεύει, να μπορεί να τραγουδά, να κάνει τους άλλους να ακούνε όχι ύβρεις, βλασφημίες, κατάρες, κραυγές, αλλά ύμνους ευχαριστίας στον Θεό; το παράδοξο είναι ότι εξ αιτίας της πίστης οι δύο απόστολοι υφίστανται ό,τι παθαίνουν. Κι όμως αυτοί δοξολογούν. Το πλέον όμως παράδοξο είναι η στάση των άλλων φυλακισμένων. Ακούνε με προσοχή την δοξολογία των αποστόλων. Εκείνη την ώρα που θα μπορούσαν να ειρωνεύονται ή να κοιμούνται ή να είναι αδιάφοροι, ακούνε τους αποστόλους να υμνούνε τον Θεό και με απεριόριστη προσοχή προσηλώνονται στο ακρόαμα. Αλλάζει και η δική τους ζωή, ο δικός τους τρόπος από τους λόγους και τους ήχους και το τραγούδι των αποστόλων.

Δεν είναι ηθικολογικό το μήνυμα. Δεν είναι απλώς μία προτροπή της Αγίας Γραφής να προσέχουμε τι ακούμε για να μην αμαρτάνουμε. Χωρίς να απορρίπτουμε αυτη τη θεώρηση, δεν μπορούμε παρά να σταθούμε στην αξία του λόγου και των ήχων που εκφράζουν το ήθος της πίστης. Δοξολογία στον Θεό, ασχέτως των σταυρών που σηκώνουμε. Χαρά, διότι το στόμα μας μπορεί να Τον υμνεί. Παρηγοριά σε όσους βρίσκονται κοντά μας, ασχέτως αν πιστεύουν ή όχι, διότι τους δείχνουμε ότι υπάρχει ελπίδα. Και την ίδια στιγμή μία καρδιά που δεν υποκύπτει στην θλίψη του κόσμου, αλλά μαρτυρεί Αυτόν που αγαπά, τον Χριστό.  Αυτά τα στοιχεία χρειάζονται έναν άλλο τρόπο θέασης του κόσμου. Μία άλλη προτεραιότητα. Να μη λησμονεί ο άνθρωπος ότι, ασχέτως των βιοτικών μεριμνών ή της συνύπαρξης ή και σύγκρουσης με τους άλλους ανθρώπους, το νόημα της ζωής βρίσκεται στη σχέση με τον Θεό.  Και αυτή η σχέση είναι η μόνη αλήθεια. Για την οποία τελικά αξίζει να αρνηθείς τους δαίμονες αυτού του κόσμου, το κέρδος, την εξαπάτηση, την αίσθηση ότι πρέπει να ευχαριστείς τους ισχυρούς του κόσμου, ακόμη και τον ίδιο σου τον εαυτό.

Από την άλλη όλα περνούνε από την προσευχή. Από την αίσθηση της προσωπικής αδυναμίας και την εναπόθεση των πάντων στα χέρια του Θεού. Φυλακισμένοι άλλωστε είμαστε οι άνθρωποι τόσο στον χρόνο αυτού του κόσμου όσο και στον τρόπο του, που απαιτούν ψέμα, συμβιβασμό, απόρριψη της πίστης. Η κατηγορία άλλωστε με την οποία οι απόστολοι και κακοποιήθηκαν από τον λαό και τους άρχοντες των Φιλίππων ήταν ότι«καταγγέλουσιν έθη ά ουκ έξεστιν ημίν παραδέχεσθαι ουδέ ποιείν Ρωμαίοις ούσι» (Πράξ. 16, 21), «ότι θέλουν να εισαγάγουν έθιμα που δεν επιτρέπεται σε εμάς που είμαστε Ρωμαίοι να τα δεχτούμε ή να τα τηρήσουμε». Αυτός είναι ο κόσμος στον οποίο ζούμε. Δεν θέλει να αποδεχτεί όχι απλώς έθιμα, αλλά τον τρόπο της ίδιας της πίστης, διότι πάντοτε επικαλείται ως άλλοθι την καταγωγή του, τις ιδέες του, την ίδια του την ελευθερία. Και μόνο οι φυλακισμένοι, αυτοί δηλαδή που είναι απόβλητοι από αυτό τον τρόπο του κόσμου και του χρόνου, μπορούν να ακούσουν με προσοχή την προσευχή και τους λόγους που δίνουν ελπίδα.

Ο δεσμοφύλακας που ήταν μαζί με τους φυλακισμένους, αμέσως μόλις έγινε σεισμός από την προσευχή και την υμνωδία των αποστόλων, κατάλαβε την αλήθεια και βαφτίστηκε χριστιανός και το ίδιο και η οικογένειά του. Ίσως και κάποιοι από τους φυλακισμένους να κατενόησαν και να ακολούθησαν την αλήθεια. Εμείς άραγε σε ποια κατηγορία ανήκουμε;  Σ’  αυτήν του λαού και των αρχόντων και των εχόντων συμφέρον από την απουσία του Θεού ή σ’ εκείνη των φυλακισμένων  και του δεσμοφύλακα, οι οποίοι αναζήτησαν την αλήθεια ή τουλάχιστον την άκουσαν με προσοχή; Μπορεί να είμαστε βαπτισμένοι και να δηλώνουμε χριστιανοί, όμως συχνά τα δεσμά της εποχής και του κοσμικού πνεύματος κρατάνε τις καρδιές μας κλειστές. Και γι’  αυτό χρειάζεται η ψυχή μας να τρέφεται από τον Θεό, από τον λόγο και τους ύμνους προς Αυτόν όπως αυτοί βιώνονται στην εκκλησιαστική ζωή, αλλά και να είμαστε πρόθυμοι να αφήσουμε τα ώτα της καρδίας μας ανοιχτά, για να ακούσουν.

Το μήνυμα της Ανάστασης αγιάζει τις αισθήσεις μας. Μας βοηθά να επιλέξουμε τι θα ακούσουμε, τι θα δούμε, προς Ποιον θα στραφούμε. Μας βοηθά να αφήσουμε κατά μέρος ό,τι μας χωρίζει από την Αλήθεια που είναι ο Χριστός, Αυτός που είναι και δίνει το Φως της Ζωής, Αυτός που τέρπει και παρηγορεί τις καρδιές μας. Αυτός που λείπει από την καθημερινότητά μας. Ας του δώσουμε χρόνο και τόπο!

Κέρκυρα, 5 Ιουνίου 2016             

Αναρτήθηκε από π.Θεμιστοκλής Μουρτζανός