Γρηγοριάδης Κωνσταντῖνος

Ὁ νόµος διέτασσε ὅτι σὲ περίπτωση, ποὺ κάποιος γινόταν ἀκάθαρτος ἀπὸ µιά τέτοια σύµµιξη καὶ ἐπικοινωνία µὲ εἰδωλολάτρες, ἔπρεπε νὰ ἀναβάλει τὸν ἑορτασµὸ τοῦ πάσχα γιὰ ἕναν ὁλόκληρο µῆνα. «Ποῖος µολυσµὸς εἰπέ µοι, ἐπιβῆναι δικαστηρίῳ ἔνθα δίκην οἱ ἀδικοῦντες διδόασιν;» (Ἰω. Χρύσ.).

Ὁ Πιλᾶτος βρίσκεται σὲ δυσχερῆ θέση ἔχοντας ἀπέναντί του τὸ δέσµιο Ἰησοῦ. Οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ γραµµατεῖς ἀνακεφαλαιώνουν τὶς κατηγορίες κατὰ τοῦ Ἰησοῦ, «λέγοντας ἑαυτὸν Χριστὸν βασιλέα εἶναι» (Λουκ. κγ’ 2). Ὁ Πιλᾶτος εἶχε καταδικάσει καὶ ἄλλους, ποὺ παρουσιάζονταν ὡς µεσσιακοὶ βασιλεῖς (= στασιαστὲς), γι’ αὐτὸ καὶ ξεκίνησε ἀπὸ τὸ ἐρώτηµα: «Σὺ εἶσαι ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων;». Ὁ Κύριος ἀναφέρεται στὴ Βασιλεία Του, ποὺ δὲν εἶναι ἀπὸ αὐτὸ τὸν κόσµο. Ὁ Πιλᾶτος δὲν µπορεῖ νὰ καταλάβει τί τοῦ λέγει ὁ Ἰησοῦς. Χρησιµοποιεῖ ὡς σωσσίβιο κάποιο ἐνδιαφέρον του γιὰ τὴν ἀλήθεια, ἀφοῦ ὁ Κύριος ἐτόνισε ὅτι ἦλθε «ἵνα µαρτυρήσῃ τῇ ἀληθείᾳ». Ὅταν τὸν ρώτησε «τί ἐστιν ἀλήθεια;» φυσικὰ καὶ δὲν πῆρε καµιάν ἀπάντηση, ἀφοῦ ἡ µοναδικὴ Ἀλήθεια βρισκόταν µπροστά του, ἀλλ’ αὐτὸς δὲν µποροῦσε νὰ τὴν ἀνακαλύψει.

Ὁ Πιλάτος ὁµολογεῖ πὼς δὲν βρίσκει αἰτία γιὰ νὰ καταδικάσει τὸν Ἰησοῦ. Γιὰ νὰ ἱκανοποιήσει ὅµως τὸ µῖσος τῶν Ἰουδαίων ἐναντίον τοῦ Χριστοῦ µηχανεύεται διάφορες ἐνέργειες. Χρησιµοποιεῖ τὴ συνήθεια, ποὺ ἀπέλυαν στὶς ἑορτὲς τοῦ Πάσχα κάποιον ἀπὸ τοὺς καταδίκους. Τοὺς πρότεινε τὸ Βαραββά, τὸ ληστή, καταφρονητὴ τῆς Ρώµης καὶ δολοφόνο ἀπὸ τὴ µιά µεριὰ καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη τὸν Ἰησοῦ. Καὶ ὁ ὄχλος γιὰ νὰ ἱκανοποιήσει τὴ µανία του κατὰ τοῦ Ἰησοῦ διαλέγει τὴν ἀπελευθέρωση τοῦ Βαραββᾶ. Στὴ συνέχεια παραδίνει σὲ δηµόσια τιµωρία τὸν Ἰησοῦ µὲ προπηλακίσεις, µαστιγώσεις καὶ ἐξευτελισµοὺς (Ματθ. κζ’ 26, Λουκ. κγ’ 16).

Στὴ συνέχεια ὁ Πιλᾶτος δείχνοντας στὸν ὄχλο τὸν µαστιγωµένο καὶ µὲ ἀκάνθινο στεφάνι Ἰησοῦ, «Ἴδε ὁ ἄνθρωπος» ἀποκάλυψε µιάν ἀλήθεια ποὺ ὁ ἴδιος δὲν εἶχε αἴσθηση τοῦ περιεχοµένου της. «Ἐξήγαγεν αὐτὸν (τόν Ἰησοῦ) περιβεβληµένον τὴν στολὴν τῆς χλεύης, ἵνα ἐν ἀτιµίᾳ τοσαύτῃ τοῦτον ἰδόντες κορεσθῶσι (=χορτάσουν) καὶ δυσωπηθῶσι (συγκινηθοῦν)» (Εὐθύµιος Ζιγαβηνός). Ὁ Πιλᾶτος ἤθελε νὰ τοὺς συγκινήσει, ἀλλὰ δὲν γνώριζε πὼς ὁ φθόνος σὲ τέτοιες περιπτώσεις δὲν ἱκανοποιεῖται µὲ τέτοιες εἰκόνες, ἀλλὰ ἀπαιτεῖ τὴν τελικὴ καταστροφή. Ἄλλωστε ὁ Κύριος µὲ τὴν ἐµφάνισή Του ἀποκάλυψε τὸν ἀληθινὸ ἄνθρωπο, ποὺ δὲ διαµαρτύρεται γιὰ τίποτε, δὲν ὑποστηρίζει τὸν ἑαυτό του καὶ ἀποδέχεται τὰ πάντα καὶ αὐτὸν ἀκόµη τὸ θάνατο γιὰ νὰ σώσει τὸν κόσµο µὲ τὴν ἀγάπη Του.

Οἱ Ἰουδαῖοι κατάλαβαν πὼς ὁ Πιλᾶτος θέλει νὰ ἀθωώσει τὸν Ἰησοῦ, γι’ αὐτὸ καὶ µεθοδικὰ αὐξάνουν τὸ κατηγορητήριο ἐναντίον του. Τὸν ὀνοµάζουν: «βλάσφηµο, ψευδοπροφήτη, ψευδοµεσσία βασιλέα, ἐπαναστάτη καὶ τελευταῖα Υἱὸ τοῦ Θεοῦ». Οἱ Ἰουδαῖοι δὲν ἀποδέχονται τὴν πρόταση τοῦ Πιλάτου νὰ ἀναλάβουν οἱ ἴδιοι τὴν καταδίκη καὶ νὰ τὸν σταυρώσουν. Γιατί ἂν ἔκαναν κάτι τέτοιο, τότε σύµφωνα µὲ τὸ vόµο τους ἔπρεπε νὰ τὸν καταδικάσουν σὲ θάνατο µὲ λιθοβολισµό, ἐνῶ αὐτοὶ ἤθελαν σταυρικὸ θάνατο. Οἱ ψευδοµάρτυρες δὲν συµφωνοῦσαν µεταξύ τους, γιατί ἔπρεπε αὐτοὶ πρῶτοι νὰ ρίξουν τοὺς πρώτους λίθους. Γι’ αὐτὸ καὶ ἐπιζητοῦσαν νὰ κάνουν συνυπεύθυνο τὸν Πιλᾶτο καὶ νὰ πετύχουν ἔτσι τὸ σταυρικὸ θάνατο τοῦ Ἰησοῦ.

Ὁ Πιλᾶτος κατάλαβε πὼς οἱ Ἰουδαῖοι τὸν ἔχουν ὁδηγήσει σὲ ἀδιέξοδο. Φοβᾶται καὶ τὸν Ἰησοῦ καὶ τοὺς Ἰουδαίους, ἰδίως ὅταν τὸν ἔφεραν σὲ ἀντιπαραθέση µὲ τὰ συµφέροντα τοῦ αὐτοκράτορα. Στὴν προσπάθειά του νὰ ἀποσπάσει µιάν ἀπάντηση ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ δὲν τὰ καταφέρνει, ἀλλά συνάµα ὀργίζεται µπροστὰ στὴ σιωπὴ τοῦ Κυρίου. Προβάλλει πὼς ἔχει ἐξουσία νὰ σταυρώσει ἤ καὶ νὰ ἀπολύσει τὸν Ἰησοῦ. Ὁ Κύριος τονίζει πὼς ὁ θάνατός Του εἶναι ἑκούσιος καὶ µὲ τὴ συναίνεση τοῦ Θεοῦ-Πατέρα Του. Λέγει ὅµως καὶ στὸν Πιλᾶτο πὼς καὶ ἡ δική του εὐθύνη εἶναι µεγάλη. «Διὰ τοῦτο ὁ παραδιδοὺς µε σοι µείζονα ἁµαρτίαν ἔχει».

Ὁ Πιλᾶτος ἀγωνίζεται µὲ τὸν τρόπο του νὰ ἀθωώσει τάχα τὸν Ἰησοῦ, ἀλλά στὴν πραγµατικότητα θέλει νὰ κατοχυρώσει τὸν ἑαυτὸ του ἀπέναντι στὸν Καίσαρα καὶ τοὺς Ἰουδαίους. Τὴ χαριστικὴ βολὴ κατὰ τοῦ Πιλάτου ἔδωσαν οἱ Ἰουδαῖοι, ὅταν τὸν ἔφεραν σὲ ἀντιπαράθεση µὲ τὸν Καίσαρα. «Οὐκ ἔχοµεν βασιλέα εἰ µὴ Καίσαρα». Ἔτσι οἱ ἀρχιερεῖς ὁδηγήθηκαν σὲ µιά ἀπὸ τὶς χειρότερες µορφὲς ἀποστασίας – θρησκευτικῆς καὶ ἐθνικῆς. Οἱ ἴδιοι κατηγοροῦσαν τὸν Ἰησοῦ γιὰ ἀποστασία, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἱκανοποιήσουν τὸ µῖσος τους ἐναντίον του συµµάχησαν µὲ τὴν πολιτικὴ ἐξουσία, ποὺ ὑποτίθεται πὼς εἶναι ὁ ἀντίπαλος καὶ ὁ ἐχθρός τους. Μετὰ ἀπὸ ὅλα αὐτὰ ὁ Πιλᾶτος «παρέδωσε τὸν Ἰησοῦν, ἵνα σταυρωθῆ».