Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος

Πόρνη ἐπιθυμοῦσε ὁ Θεός; Ναί πόρνη. Ἐννοῶ τή δική μας φύση. Ἦταν τρανός καί αὐτή ταπεινή. Τρανός ὄχι στή θέση ἀλλά στή φύση.

Πεντακάθαρος ἦταν, ἀκατάστρευτη ἡ οὐσία του, ἄφθαρτη ἡ φύση του. Ἀχώρητος στό νοῦ, ἀόρατος, ἄπιαστος ἀπό τή σκέψη, ὑπάρχοντας παντοτεινά, μένοντας ἀπαράλλακτος. Πάνω ἀπό τούς ἀγγέλους, ἀνώτερος ἀπό τίς δυνάμεις τῶν οὐρανῶν. Νικώντας τή λογική σκέψη, ξεπερνώντας τή δύναμη τοῦ μυαλοῦ, ἀδύνατο νά τόν δεῖς, μόνο νά τόν πιστέψεις…

Ἔριχνε τό βλέμμα του στή Γῆ καί τήν ἔκανε νά τρέμει … Ποτάμια ἔβγαζε στήν ἔρημο …

Κι αὐτός ὁ τόσο μέγας καί τρανός πεθύμησε πόρνη.

Γιατί; Γιά νά τήν ἀναπλάσει ἀπό πόρνη σέ παρθένα.

Γιά νά γίνει ὁ νυμφίος της. Τί κάνει; Δέν τῆς στέλνει κάποιον ἀπό τούς δούλους του, δέν στέλνει ἄγγελο στήν πόρνη, δέν στέλνει ἀρχάγγελο, δέν στέλνει τά χερουβείμ, δέν στέλνει τά σεραφείμ.

Ἀλλά καταφθάνει αὐτός ὁ ἴδιος ὁ ἐρωτευμένος.

Ἐπεθύμησε πόρνη. Καί τί κάνει; Ἐπειδή δέν μποροῦσε νά ἀνέβει ἐκείνη στά ψηλά, κατέβηκε στά χαμηλά. Ἔρχεται στήν καλύβα της. Τή βλέπει μεθυσμένη. Καί μέ ποιό τρόπο ἔρχεται; Ὄχι μέ ὁλοφάνερη τή θεότητά του, ἀλλά γίνεται ἐντελῶς ἴδιος μαζί της, μήπως βλέποντάς τον τρομοκρατηθεῖ, μήπως λαχταρήσει καί τοῦ φύγει.

Τή βρίσκει καταπληγωμένη, ἐξαγριωμένη, ἀπό δαίμονες κυριευμένη. Καί τί κάνει; Τήν παίρνει καί τήν κάνει γυναίκα του. Καί τί δῶρα τῆς χαρίζει; Δαχτυλίδι.

Ποιό δαχτυλίδι; Τό Ἅγιο Πνεῦμα.

Ἔπειτα λέγει. Δέν σέ φύτεψα στόν Παράδεισο;
– Τοῦ λέγει, ναί.
– Καί πῶς ξέπεσες ἀπό ἐκεῖ;
– Ἦλθε καί μέ πῆρε ὁ Διάβολος ἀπό τόν Παράδεισο.
– Φυτεύτηκες στόν Παράδεισο καί σέ ἔβγαλε ἔξω.
Νά, σέ φυτεύω μέσα μου. Δέν τολμᾶ νά μέ πλησιάσει ἐμένα. Ὁ ποιμένας σέ κρατάει καί ὁ λύκος δέν ἔρχεται πιά.
– Ἀλλά εἶμαι, λέγει, ἁμαρτωλή καί βρώμικη.
– Μή μοῦ σκοτίζεσαι, εἶμαι γιατρός.

Δῶσε μεγάλη προσοχή. Κοίταξε τί κάνει. Ἦλθε νά
πάρει τήν πόρνη, ὅπως αὐτή – τό τονίζω – ἦταν βουτηγμένη στή βρῶμα.

Γιά νά μάθεις τόν ἔρωτα τοῦ Νυμφίου. Αὐτό χαρακτηρίζει τόν ἐρωτευμένο: τό νά μή ζητάει εὐθύνες γιά ἁμαρτήματα, ἀλλά νά συγχωρεῖ λάθη καί παραπατήματα.

Πιό πρίν ἦταν κόρη τῶν δαιμόνων, κόρη τῆς Γῆς, ἀνάξια γιά τή Γῆ. Καί τώρα ἔγινε κόρη τοῦ βασιλιᾶ. Καί αὐτό γιατί ἔτσι θέλησε ὁ ἐρωτευμένος μαζί της. Γιατί ὁ ἐρωτευμένος δέν πολυνοιάζεται γιά τή συμπεριφορά του.

Ὁ ἔρωτας δέν βλέπει ἀσχήμια. Γι’ αὐτό καί ὀνομάζεται ἔρωτας, ἐπειδή πολλές φορές ἀγαπᾶ καί τήν ἄσχημη. Ἔτσι ἔκανε καί ὁ Χριστός. Ἄσχημη εἶδε καί τήν ἐρωτεύτηκε καί τήν ἀνακαινίζει.

Τήν πῆρε ὡς γυναίκα, καί ὡς κόρη του τήν ἀγαπᾶ, καί ὡς δούλα του τήν φροντίζει, καί ὡς παρθένα τήν προστατεύει, καί ὡς παράδεισο τήν τειχίζει, καί ὡς μέλος τοῦ σώματός του τήν περιποιεῖται.

Τή φροντίζει ὡς κεφαλή της πού εἶναι, τή φυτεύει ὡς ρίζα, τήν ποιμαίνει ὡς ποιμένας.

Ὡς νυμφίος τήν παίρνει γυναίκα του, καί ὡς ἐξιλαστήριο θῦμα τήν συγχωρεῖ, ὡς πρόβατο θυσιάζεται, ὡς νυμφίος τή διατηρεῖ μέσα στήν ὀμορφιά, ὡς σύζυγος φροντίζει νά μήν τῆς λείψει τίποτα.

Ὦ, Σύ Νυμφίε, πού ὀμορφαίνεις τήν ἀσχήμια τῆς νύφης!