Ἡ εἴσοδος τοῦ Χριστοῦ στὰ Ἱεροσόλυμα
Νικάνωρ Καραγιάννης (Ἀρχιμανδρίτης)

Εἶναι γνωστὸ σὲ ὅλους ὅτι ἡ μεγαλειώδης εἴσοδος τοῦ Χριστοῦ στὰ Ἱεροσόλυμα ἀποτελεῖ προανάκρουσμα τῆς θριαμβευτικῆς νίκης τῆς Ἀναστάσεώς Του. Προαναγγελία τοῦ θριάμβου τῆς ζωῆς πάνω στὸ θάνατο. Στὴ σημερινὴ γιορτὴ καλούμαστε νὰ ἀνακαλύψουμε τὸ βαθύτερο νόημα τῆς λυτρωτικῆς σταυρικῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ. Τὰ εὐαγγέλια τονίζουν τὴ μεσσιανικὴ ἰδιότητα τοῦ Χριστοῦ. Πρώτη φορὰ ὁ Χριστὸς μπῆκε στὰ Ἱεροσόλυμα μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο. Πρώτη φορὰ ἀποδέχθηκε τὸν ἐνθουσιασμὸ καὶ τὶς ἐπευφημίες τοῦ λαοῦ, τὴ δημόσια ἐπιδοκιμασία καὶ ἀναγνώριση. Καὶ αὐτὸ γιατί γνώριζε πόσο θολὰ καὶ ἐπιφανειακὰ εἶναι συνήθως τὰ αἰσθήματα τοῦ κόσμου. Πόσο ἀσταθὴς καὶ εὐμετάβλητη εἶναι ἡ ψυχολογία τῆς μάζας. Πόσο εὔκολα στὴν ἱστορία τοῦ κόσμου καὶ τὴν προσωπική μας ζωὴ τὸ «ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος» ἐξελίσσεται καὶ μεταβάλλεται σὲ «ἆρον ἆρον, σταύρωσον αὐτὸν» (Ἰω. 19,15). Μία χαρακτηριστικὴ καὶ ἀντιπροσωπευτικὴ συμπεριφορὰ τῶν περισσοτέρων ἀνθρώπων ποὺ πρέπει νὰ μᾶς συνετίζει.

Μέσα στὴ λειτουργικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας κάθε χρόνο θυμόμαστε καὶ γιορτάζουμε αὐτὸ τὸ γεγονός. Καθὼς ψάλλουμε τὸ «σήμερον ὁ Χριστὸς εἰσέρχεται εἰς τὴν ἁγίαν πόλιν», συνδέουμε τὸ χθὲς τῆς ἱστορίας ποὺ πέρασε μὲ τὸ σήμερα τῆς καθημερινότητας ποὺ ζοῦμε. Ἐπαναλαμβάνουμε τὰ ἴδια τροπάρια καὶ ἀναγνώσματα, τὶς ἴδιες ἀκολουθίες καὶ τελετές. Καὶ ὅμως τὸ περιεχόμενο καὶ τὸ πνευματικό τους μήνυμα μᾶς ἀγγίζει καὶ μᾶς συγκινεῖ πάντοτε. Ἔχουμε ἀνάγκη νὰ γινόμαστε μάρτυρες τῆς ὀδύνης τῶν παθῶν τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ καὶ μέτοχοι τῆς χαρᾶς τῆς Ἀναστάσεώς Του. Ἐδῶ ἀποκαλύπτεται τὸ ἅγιο καὶ βαθὺ μυστήριο τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας, ποὺ ὑπερβαίνει κάθε τόπο καὶ χρόνο.

Τὸ νόημα τῆς βασιλείας τοῦ Χριστοῦ

Ἕξι ἡμέρες πρὶν ἀπὸ τὸ Πάσχα ὁ Χριστὸς «ἐπείγεται τοῦ παθεῖν ἀγαθότητι». Σ’ αὐτὴ τὴν πορεία μᾶς δείχνει ποιὰ εἶναι ἡ βασιλεία Του καὶ μᾶς καλεῖ νὰ γίνουμε πολίτες της. Ὁ Χριστὸς μιλᾶ γιὰ ἐνίσχυση καὶ ὑπομονὴ στὶς θλίψεις, γιὰ εἰρήνη καὶ ἐλπίδα. Μᾶς λέει γιὰ τὸν ἀγώνα τῆς ἁγιότητας μὲ τιμιότητα καὶ ταπείνωση, μὲ κόπο καὶ θυσία. Ἀπογοητεύει, βέβαια, τοὺς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς Του καὶ τοὺς σημερινούς, ποὺ τὸν ἔβλεπαν καὶ τὸν βλέπουν ὠφελιμιστικά. Ἀπογυμνώνει κάθε θρησκευτικὴ πίστη ποὺ στοχεύει στὴν ὑπεροχή, τὴν κοσμικὴ δύναμη, τὴν ἐπιτυχία, τὴν ἐκπλήρωση τῶν ὅποιων ὀνείρων εὐτυχίας. Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ δὲν ἔχει καμία σχέση μὲ ὁτιδήποτε γήινο καὶ ἐγκόσμιο. Ὅπως τότε παρεξηγήθηκε, ἔτσι καὶ σήμερα διαστρεβλώνεται στὴν ἐσφαλμένη σκέψη καὶ πρακτικὴ κάποιων χριστιανῶν. Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἔχει ἐγκαθιδρυθεῖ μυστηριακὰ στὴν Ἐκκλησία, κρυμμένη στὶς καρδιὲς τῶν πιστῶν μελῶν Tnς, ποὺ περιμένουν τὴ φανέρωσή της.

«Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου»

«…Ὅθεν καὶ ἡμεῖς ὡς οἱ παῖδες, τὰ τῆς νίκης σύμβολα φέροντες, σοὶ τῷ νικητῇ τοῦ θανάτου βοῶμεν• Ὡσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμεvος ἐν ὀνόματι Κυρίου…». Καθὼς ψάλλουμε τὸ ἀπολυτίκιο τῆς ἑορτῆς, ἐπιβεβαιώνουμε τὴν ὁμολογία τῆς πίστης μας ὅτι ἑνωμένοι μὲ τὸν Χριστό, ἔστω καὶ ἂν πεθάνουμε, δὲν θὰ χαθοῦμε, ἀλλὰ θὰ ζήσουμε στὸ φῶς τῆς Ἀνάστασής Του. Ἀναγνωρίζουμε ὅτι ὁ Σωτήρας Χριστὸς εἶναι ὁ Κύριος τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου. Ἀποδεχόμαστε ὅτι ὁ θάνατός Του εἶναι ἀπόδειξη καὶ φανέρωση τῆς κυριότητάς Του. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος γράφει «διὰ τοῦτο Αὐτὸν βασιλέα καλῶ, ἐπειδὴ βλέπω Αὐτὸν σταυρούμενον• βασιλέας γὰρ ἐστιν τὸ ὑπὲρ τῶν ἀρχομένων ἀποθνήσκειν».

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ζοῦμε σ’ ἕναν κόσμο ποὺ γκρεμίζει τὰ χριστιανικὰ θεμέλια του πολιτισμοῦ. Μία ἐποχὴ ποὺ προδίδει τὶς χριστιανικὲς ρίζες καὶ ἀρχές. Κυβερνήσεις, πολιτικοοικονομικὰ συστήματα καὶ μέσα ἐνημέρωσης στὴ θρησκευτική τους ἀδιαφορία καὶ οὐδετερότητα θέλουν τὴν ἀποχριστιανοποίηση τῆς κοινωνίας. Ἀγωνίζονται γιὰ νὰ διατηρήσουν τὴν ἐξουσία τους. Ἀνταγωνίζονται γιὰ νὰ αὐξήσουν τὴν ἐπιρροή τους. Συγκρούονται σφοδρὰ γιὰ νὰ προωθήσουν τὰ συμφέροντά τους. Ἡ πίστη ἀμφισβητεῖται, ἐμπαίζεται καὶ παραμερίζεται. Αὐτὸ δὲν εἶναι σημεῖο τῶν καιρῶν μας, ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς φοβίζει καὶ νὰ μᾶς ἀπογοητεύει. Εἶναι βαθιὰ κατανόηση τῆς φύσης τῶν πραγμάτων τοῦ κόσμου σὲ σχέση μὲ τὸν διαχρονικὸ ἀγώνα τῆς πίστης. Οἱ πανίσχυρες καὶ διαπλεκόμενες «βασιλεῖες τοῦ κόσμου» δὲν ἄφηναν ποτὲ καὶ δὲν ἀφήνουν καὶ σήμερα τόπο γιὰ τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὅμως ὁ Θεὸς ἔχει τὸν δικό Του παράδοξο καὶ μυστηριώδη τρόπο νὰ ἐνεργεῖ στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων. Ἀνυποψίαστος ὁ σημερινὸς κόσμος δὲν μπορεῖ νὰ καταλάβει τοὺς πιστοὺς ποὺ καὶ σήμερα διακηρύττουν στὶς κάθε εἴδους βασιλεῖες τῆς ἐποχῆς μας «ὡσαννά, ζεῖ ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ στὶς καρδιές μας». Ἀμήν.

                                                  Ἡ εἴσοδος τοῦ Χριστοῦ στὰ Ἱεροσόλυμα
Ἰωὴλ Φραγκᾶκος (Μητροπολίτης Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλμωπίας)

«Διὰ τοῦτο καὶ ὑπήντησεν αὐτῷ ὄχλος, ὅτι ἤκουσεν τοῦτο αὐτὸν πεποιηκέναι τὸ σημεῖον»

Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἐπὶ τρία συναπτὰ ἔτη δίδαξε καὶ θαυματούργησε στὸν Ἰσραηλιτικὸ λαό.Ἔκανε μεγάλα σημεῖα καὶ θαύματα, ὅπως ἐπίσης ἀποκάλυψε καὶ σπουδαῖες διδασκαλίες.Ἕνας θεολόγος παρατήρησε πὼς κάθε χρόνο ἀνάμεσα στὰ θαύματα καὶ στὴ διδασκαλία του ξεχώριζε ἕνα σημεῖο. Π.χ. Τὸν πρῶτο χρόνο τὸ θαῦμα τοῦ Παραλυτικοῦ, ποὺ ἦταν ἄρρωστος 38 ὁλόκληρα χρόνια. Τὸ δεύτερο χρόνο τὸ θαῦμα τῆς θεραπείας τοῦ ἐκ γενετῆς τυφλοῦ. Τὸν τρίτο χρόνο καὶ μάλιστα λίγες μέρες πρὶν ἀπὸ τὸ πάθος Του, ἢ ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου. Ἐξ αἴτιας τοῦ τελευταίου βλέπουμε πολὺς κόσμος νὰ ὑποδέχεται τὸ Χριστὸ κατὰ τὴν εἴσοδό Του στὰ Ἱεροσόλυμα· “…ἤκουσεν τοῦτο αὐτὸν πεποιηκέναι τὸ σημεῖον” (Ἰωάν. 12,18).

Πῶς εἰσῆλθε στὰ Ἱεροσόλυμα;

Οἱ ἱεροὶ Εὐαγγελιστὲς ἀναφέρουν ὅτι μπῆκε καθισμένος πάνω σ’ ἕνα ταπεινὸ ζῶο, δηλ. σ’ ἕνα ὀνάριο. Κάθισε πάνω στὸ ὀνάριο, γιὰ νὰ διαλύσει τὴν εἰκόνα ἑνὸς φανταστικοῦ Μεσσία. Οἱ μαθητὲς κι ὁ κόσμος εἶχαν πλάσει γιὰ τὸν Κύριο μιὰν ἀντίληψη διαφορετικὴ ἀπὸ τὴν πραγματικότητα. Βλέποντας τὰ ὑπερφυσικὰ θαύματα ποὺ ἔκανε, νόμισαν πὼς βρῆκαν τὸν κατάλληλο γιὰ νὰ πολεμήσει τοὺς Ρωμαίους καὶ νὰ ἀποκαταστήσει τὸ Βασίλειο τοῦ Ἰσραὴλ στὴν παλαιά του δόξα. Οἱ προσδοκίες τους ἦταν πὼς ὁ Χριστὸς «αὐτὸς ἐστιν ὁ μέλλων λυτροῦσθαι τὸν Ἰσραὴλ» (Λουκ. 24,21). Μερικὲς φορὲς ἤθελαν νὰ τὸν ἀνακηρύξουν καὶ ἐπίσημα Βασιλέα (Ἰωάν. 6,15). Ἀπέναντι σ’ ὅλα αὐτὰ ὁ Χριστὸς ἦταν αὐστηρός. Οἱ ἄνθρωποι ἤθελαν ψωμὶ ὑλικό, ἐνῶ ὁ Χριστὸς τοὺς μιλοῦσε γιὰ τὴ βρώση τὴ μένουσα (ὅπ.π. στίχ. 27). Ἤθελαν τὸ Χριστὸ μεγαλοπρεπῆ, ἰσχυρὸ καὶ ἀκατανίκητο, ἐνῶ ὁ Κύριος ἐμφανίζεται στὴν εἴσοδό Του στὰ Ἱεροσόλυμα ταπεινός, πράος καὶ ἡσύχιος. Ἀντὶ γιὰ πολεμοχαρῆ ἡγέτη εἶδαν νὰ εἰσέρχεται ὁ μετριοπαθής. Ὁ Χριστὸς κατὰ τὸν ἅγιο Κύριλλο Ἀλεξανδρείας ἔδειξε «ἄκραν μετριοπάθειαν», διδάσκοντας τοὺς ἀνθρώπους νὰ μὴν ὑπερηφανεύονται στοὺς ἐπαίνους καὶ νὰ μὴν ἐπιζητοῦν περισσότερα ἀπὸ τὰ ἀναγκαῖα.

Ἡ ἀντίδραση τοῦ κόσμου

Εἶναι ἀλήθεια πὼς δὲν ἀντέδρασαν ὅλοι μὲ τὸν ἴδιο τρόπο. Ὁ “πλεῖστος ὄχλος” (Ματθ. 21,8), οἱ “πολλοὶ” (Μάρκ. 11,8), καὶ “ἅπαν τὸ πλῆθος τῶν μαθητῶν” (Λουκ. 19,37), δηλαδὴ ὅλοι, πῆραν κλαδιὰ φοινίκων καὶ ἔστρωσαν ροῦχα γιὰ νὰ περάσει ὁ Χριστός, καὶ ἐπευφημοῦσαν λέγοντας “εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου” (Ἰωάν. 12,13). Ἀκόμη καὶ μικρὰ παιδιὰ ἐπευφημοῦσαν. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς τὸ γεγονὸς αὐτὸ τὸ θεωρεῖ μέγιστο θαῦμα, γιατί ὁ ὄχλος καὶ οἱ ἀμαθεῖς, τὰ νήπια καὶ τὰ παιδιά, θεολογοῦσαν καὶ ἀναγνώριζαν τὸ Χριστὸ ὡς θεό. Ἐπευφημοῦσαν τὸ Χριστό, ὅπως οἱ ἄγγελοι τὸν Κύριο. Ἄλλη ὅμως ἦταν ἡ ἀντίδραση τῶν Φαρισσαίων. Μερικοὶ διαμαρτυρόντουσαν καὶ ἀπαιτοῦσαν νὰ σταματήσουν νὰ ἐγκωμιάζουν τὸ Χριστὸ οἱ μαθητὲς του (Λουκ. 19,39). Ἐπίσης, ἄλλοι δυσφόρησαν πάρα πολὺ μὲ τὸ θέαμα (Ἰωάν. 12,19). Ὁ λαὸς ἀντελήφθη τὴν ἀλήθεια καὶ οἱ ἄρχοντες θύμωναν καὶ δυστροποῦσαν.

Ἡ κοσμικὴ ἐξουσία

Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ Χριστός. Σὲ καμιὰ περίπτωση δὲν πρέπει ἡ Ἐκκλησία καὶ οἱ ἐκκλησιαστικοὶ ταγοὶ νὰ περιβληθοῦν τὴν κοσμικὴ ἐξουσία, δηλ. νὰ ἐκκοσμικευθοῦν. Μπορεῖ νὰ δρᾶ ἡ Ἐκκλησία μέσα στὸν κόσμο, ἀλλὰ δὲ δραστηριοποιεῖται κοσμικά. Ἀκόμη καὶ τὰ ἔργα τῆς φιλανθρωπίας ξεκινοῦν ἀπὸ τὸ Χριστὸ κι ὄχι ἀπὸ βάσεις οὑμανιστικὲς καὶ κοσμικές. Δὲν εἶναι ντυμένη ἡ Ἐκκλησία μας μὲ πορφύρα καὶ βύσσο, ἀλλὰ μὲ τὴν ταπείνωση τοῦ Χριστοῦ. Δὲ διεκδικοῦμε θρόνους καὶ ἀξιώματα, ἀλλὰ τὴ ζωντανὴ ἐπαφή μας μὲ τὸ Χριστό. Πορεύεται ἡ Ἐκκλησία τὸ δρόμο τοῦ μαρτυρίου τοῦ Χριστοῦ καὶ ἀποβλέπει πάντοτε στὸ πρόσωπό Του, γιὰ νὰ μὴ χαθεῖ μέσα στὸν κόσμο. Στὴν Ἐκκλησία δὲ γίνεται συνδυασμὸς κοσμικῆς ἐξουσίας καὶ ἐκκλησιαστικῆς διακονίας. Σκοπὸς της εἶναι νὰ συνάξει τὰ σκορπισμένα παιδιὰ τοῦ θεοῦ στὴ μάνδρα Του καὶ νὰ δείξει τὸ δρόμο τῆς σωτηρίας μας. Εὐλογημένος, λοιπόν, ὁ ἐρχόμενος, ποὺ μᾶς ἄνοιξε τέτοιες προοπτικὲς σωτηρίας.

                                                                 Κυριακὴ τῶν Βαΐων
Anthony Bloom (Metropolitan of Sourozh (1914- 2003))

Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.Σήμερα, τὴν ἡμέρα τῶν Βαΐων στεκόμαστε μὲ δέος καὶ θαυμασμὸ μπροστὰ σ’ αὐτὸ ποὺ συνέβη, στὸ πῶς οἱ Ἰουδαῖοι δὲν μπόρεσαν νὰ συναντήσουν τὸν Χριστό, γιατί τὸν συνάντησαν μὲ τὴν φαντασία ὅτι Ἐκεῖνος εἶναι ἕνας ἔνδοξος βασιλιὰς ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ ἀναλάβει τὴν ἐξουσία τώρα μὲ κάθε ἰσχύ, νὰ ἐπικρατήσει καὶ νὰ καταρρίψει τοὺς ἀλλόθρησκους, τοὺς Ρωμαίους ποὺ εἶχαν κατακτήσει τὴν χώρα τους, καὶ ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ ἐπανιδρύσει ἕνα Βασίλειο, ἕνα ἐπὶ γῆς βασίλειο τοῦ Ἰσραήλ. Ξέρουμε ὅτι Ἐκεῖνος δὲν ἦρθε γι’ αὐτό, ἦρθε γιὰ νὰ ἱδρύσει ἕνα Βασίλειο ποὺ δὲν θὰ ἔχει τέλος, ἕνα βασίλειο αἰώνιο, ἕνα Βασίλειο ποὺ δὲν θὰ εἶναι ἀνοιχτὸ σ’ ἕνα ἔθνος, ἀλλὰ σὲ ὅλα τὰ ἔθνη, ἕνα βασίλειο ποὺ θὰ βασιζόταν στὴ ζωὴ καὶ τὸν θάνατο τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ποὺ ἔγινε υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου.

Ἡ Μ. Ἑβδομάδα εἶναι ἀπ’ τὴν ἀρχὴ ὥς τὸ τέλος μία περίοδος τρομερῆς σύγχυσης. Οἱ Ἰουδαῖοι συναντοῦν τὸν Χριστὸ στὶς πύλες τῆς Ἱερουσαλὴμ ἐπειδὴ περιμένουν ἀπὸ Ἐκεῖνον ἕναν θριαμβευτὴ στρατιωτικὸ ἡγέτη, ἀλλὰ Ἐκεῖνος θὰ ἔρθει γιὰ νὰ πλύνει τὰ πόδια τῶν μαθητῶν Του, νὰ δώσει τὴν ζωή Του γιὰ τὸν κόσμο, ἀλλὰ ὄχι γιὰ νὰ κατακτήσει μὲ βία καὶ δύναμη. Κι αὐτοί, οἱ ἴδιοι ἄνθρωποι ποὺ Τὸν πλησίαζαν φωνάζοντας « Ὡσαννά, Υἱὲ Δαυὶδ» σὲ λίγες μέρες θὰ φωνάξουν «Σταυρωθήτω, σταυρωθήτω» ἐπειδὴ πρόδωσε τὶς προσδοκίες τους. Αὐτοὶ προσδοκοῦσαν ἕναν ἐπίγειο νικητὴ καὶ αὐτὸς ποὺ βλέπουν εἶναι ἕνας νικημένος βασιλιάς. Τὸν μισοῦν γιὰ τὴν ματαίωση ὅλων τῶν ἐλπίδων τους.

Αὐτὸ δὲν εἶναι τόσο ξένο γιὰ μᾶς στὶς μέρες μας. Πόσοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ ἀπομακρύνονται μὲ ἔχθρα ἀπὸ τὸν Χριστὸ γιατί τοὺς ἀπογοήτευσε στὴν μία ἢ στὴν ἄλλη ἐλπίδα τους. Θυμᾶμαι μία γυναίκα ποὺ ἦταν πιστὴ ὅλη τὴν ζωή της, καὶ ὅταν ὁ ἐγγονὸς της πέθανε- ἕνα μικρὸ ἀγόρι- μοῦ εἶπε: «Δὲν πιστεύω πιὰ στὸν Θεὸ· πῶς μπόρεσε νὰ μοῦ πάρει τὸν ἐγγονό μου;». Κι ἐγὼ τῆς εἶπα: «Ἄλλα πιστεύατε, ἐνῶ πέθαιναν χιλιάδες, μυριάδες ἄνθρωποι…» Μὲ κοίταξε καὶ μοῦ εἶπε: «Μὰ γιατί ἔγινε αὐτὸ σὲ μένα; Δὲν μ’ ἐνδιαφέρει, αὐτὰ δὲν ἦταν παιδιά μου».

Αὐτὸ εἶναι κάτι ποὺ συμβαίνει καὶ σὲ μᾶς σὲ μικρότερο βαθμὸ τόσο συχνὰ ποὺ ἀμφιταλαντευόμαστε στὴν πίστη μας, στὴν ἐμπιστοσύνη πρὸς τὸν Θεό, ὅταν κάτι ποὺ περιμένουμε ἀπὸ Ἐκεῖνον νὰ κάνει γιά μᾶς, δὲν γίνεται, ὅταν Ἐκεῖνος δὲν γίνεται ὁ Ὑπάκουος ὑπηρέτης μας, κι ὅταν προβάλλουμε τὴν ἐπιθυμία μας, Ἐκεῖνος δὲν λέει «Ἀμὴν» καὶ δὲν τὴν πραγματοποιεῖ. Ἄρα δὲν εἴμαστε τόσο ξένοι ἀπὸ ἐκείνους τοὺς ἀνθρώπους ποὺ συνάντησαν τὸν Χριστὸ στὶς πύλες τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ μετὰ στράφηκαν μακριά Του.

Καὶ τώρα, μπαίνουμε στὴν Μ. Ἑβδομάδα. Πῶς ἀντικρίζουμε αὐτὰ τὰ γεγονότα; Νομίζω πὼς ὀφείλουμε νὰ μποῦμε στὴν Μ. Ἑβδομάδα ὄχι σὰν θεατές, ὄχι ἁπλὰ διαβάζοντας τὰ σχετικὰ ἀποσπάσματα τοῦ Εὐαγγελίου, πρέπει νὰ μποῦμε σὰν νὰ εἴμαστε μέτοχοι τῶν γεγονότων, ἀλήθεια, διαβάζουμε γι’ αὐτά, ἀλλὰ θάπρεπε νὰ μπερδευτοῦμε μὲ τὸ πλῆθος ποὺ περιβάλλει τὸν Χριστὸ καὶ νὰ ρωτήσουμε τοὺς ἑαυτούς μας: «ποῦ βρίσκομαι μέσα σ΄αὐτὸ τὸ πλῆθος; Εἶμαι ἕνας ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ λένε: «Ὡσαννά, Υἱὲ Δαυίδ»; Εἶμαι μήπως ἀπ’ τοὺς περιθωριακοὺς ποὺ κραυγάζουν «Σταύρωσον αὐτόν»; Εἶμαι κάποιος ἀπ’ τοὺς μαθητὲς ποὺ πίστευαν μέχρι τὴν ὥρα ποὺ ὁ ἔσχατος κίνδυνος φάνηκε νὰ ἔρχεται; Θυμάστε ὅτι στὸν κῆπο τῆς Γεσθημανῆ τρεῖς ἀπὸ τοὺς μαθητὲς εἶχαν ἐπιλεγεῖ γιὰ νὰ Τοῦ συμπαρασταθοῦν στὶς ὧρες τῆς ὑπέρτατης ἀγωνίας Του, ἀλλὰ δὲν τὸ ἔκαναν, ἦταν κουρασμένοι, εἶχαν χάσει τὸ θάρρος τους κι ἀποκοιμήθηκαν. Τρεῖς φορὲς ἦρθε σ’ αὐτούς, τρεῖς φορὲς ἦταν μακρυά Του.

Δὲν συναντᾶμε τὸν Χριστὸ κάτω ἀπ’ τὶς ἴδιες συνθῆκες, ἀλλὰ συναντᾶμε τόσους ἀνθρώπους ποὺ εἶναι σὲ ἀγωνία, ὄχι μόνο γιατί πεθαίνουν σωματικά, …κι αὐτὸ συμβαίνει σὲ φίλους, σὲ συγγενεῖς, σὲ ἀνθρώπους γύρω μας ποὺ ἀγωνιοῦν μὲ τὸν ἕνα ἢ τὸν ἄλλο τρόπο. Εἴμαστε ζωντανοί, γεμάτοι ἐνδιαφέρον γι’ αὐτούς, ἕτοιμοι νὰ τοὺς βοηθήσουμε, στεκόμαστε δίπλα τους, ἢ ἀποκοιμιόμαστε, ποὺ σημαίνει ἀποσυρόμαστε, γυρνᾶμε τὴν πλάτη, τοὺς ἀφήνουμε σὲ ἀγωνία, στὸν φόβο, στὴν ἀθλιότητά τους; Καὶ δὲν θὰ μιλήσω γιὰ τὸν Ἰούδα, γιατί κανένας μας δὲν ἔχει πρόθεση νὰ προδώσει τὸν Χριστὸ μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο, ἀλλὰ δὲν τὸν προδίδουμε ὅταν ἀπομακρυνόμαστε ἀπὸ τὶς ἐντολές Του; Ὅταν λέει: «Σᾶς δίνω παράδειγμα, ν’ ἀκολουθήσετε..» κι ἐμεῖς κουνᾶμε τὰ κεφάλια μας καὶ λέμε: «Ὄχι θέλω μόνο ν’ ἀκολουθήσω τὶς ἐπιθυμίες τῆς καρδιᾶς μου.» Ἂς σκεφτοῦμε τὸν Πέτρο, τὸν δυνατότερο, ἐκεῖνον ποὺ μποροῦσε νὰ μιλᾶ ἐκ μέρους τῶν ὑπολοίπων, ὅταν ἔφθασε νὰ ριψοκινδυνεύσει τὴ ζωή του, ἢ μᾶλλον ὄχι τὴν ζωή του, ἁπλὰ ν’ ἀπορριφθεῖ, γιατί κανεὶς δὲν θέλησε νὰ τὸν σκοτώσει, ἀρνήθηκε τὸν Χριστὸ τρεῖς φορές.

Ἐμεῖς τί κάνουμε, ὅταν ἔχουμε τέτοια πρόκληση, ὅταν κινδυνεύουμε νὰ μᾶς κοροϊδέψουν, νὰ γελοιοποιθοῦμε, νὰ μᾶς ἀπομονώσουν φίλοι καὶ γνωστοὶ ποὺ σηκώνουν τοὺς ὤμους καὶ λένε: «Ἄ, Χριστιανός; Καὶ πιστεύεις ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι Θεός, πιστεύεις στὸ Εὐαγγέλιό Του, πιστεύεις ὅτι θὰ εἶναι στὸ πλάι σου; Πόσο συχνά…! Ὤ, ἂς μὴν ποῦμε: «Δὲν εἶμαι…» ἀλλὰ ἂς ποῦμε: «Ναί, εἶναι δόξα μου, κι ἂν θέλεις νὰ Τὸν σταυρώσεις, ἂν θέλεις νὰ Τὸν ἀπορρίψεις, ἀπόρριψε κι ἐμένα ἐπίσης ἐπειδὴ ἐπιλέγω νὰ σταθῶ στὸ πλευρό Του, εἶμαι μαθητὴς Του ἀκόμα κι ἂν μὲ ἀπορρίψουν, ἀκόμα καὶ ἂν δὲν μοῦ ἐπιτρέψεις νὰ μπῶ στὸ σπίτι σου ξανά».

Ἂς σκεφτοῦμε τὸ πλῆθος στὸν Γολγοθά. Ὑπῆρχαν ἄνθρωποι ποὺ ἦταν ὄργανα στὴν καταδίκη Του, Τὸν περιγέλασαν, εἶχαν πάρει τὴν νίκη τους, τουλάχιστον ἔτσι νόμιζαν. Ἀκόμα ὑπῆρχαν οἱ στρατιῶτες, οἱ στρατιῶτες ποὺ Τὸν Σταύρωσαν• εἶχαν σταυρώσει ἀμέτρητους ἀκόμα ἀνθρώπους, ἔκαναν τὴν δουλειά τους. Δὲν τοὺς ἔνοιαζε ποιὸν σταύρωναν. Κι ὁ Χριστὸς προσευχόταν γι’ αὐτούς: «Συγχώρησε τοὺς Πατέρα, δὲν ξέρουν τί κάνουν…» Δὲν σταυρωνόμαστε μὲν μὲ φυσικὸ τρόπο, ἀλλὰ λέμε: «Συγχώρησε Πατέρα μου, ὅλους αὐτοὺς ποὺ μᾶς προσβάλλουν, μᾶς ἀπορρίπτουν, ποὺ σκοτώνουν τὴν χαρὰ καὶ σκοτεινιάζουν τὶς ζωές μας..» Τὸ κάνουμε; Ὄχι δὲν τὸ κάνουμε. Ἀναγνωρίζουμε τοὺς ἑαυτοὺς μας σ’ αὐτοὺς τοὺς σταυρωτές;

Καὶ ἔπειτα ὑπῆρχε ἕνα πλῆθος ἀνθρώπων ποὺ κατέκλυσαν τὴν πόλη γιὰ νὰ δοῦν ἕναν ἄνθρωπο νὰ πεθαίνει, μὲ μία τρελλὴ περιέργεια, ποὺ πιέζει τόσους ἀπὸ μᾶς νὰ γινόμαστε περίεργοι, γιὰ ὅσους ὑποφέρουν, γιὰ ὅλους ἐκείνους ποὺ ἀγωνιοῦν. Θὰ πεῖτε, δὲν συμβαίνει; Ρωτῆστε τὸν ἑαυτό σας, πῶς βλέπετε τηλεόραση, πόσο παθιασμένα βλέπετε τὰ ὅσα τρομερὰ συμβαίνουν στὴν Σομαλία, στὸ Σουδάν, στὴν Βοσνία καὶ ὅποια ἄλλη χώρα. Τὰ βλέπετε μὲ ραγισμένη καρδιά; Εἶναι ὅτι δὲν μπορεῖτε νὰ ὑπομείνετε τὸν τρόμο, ἀλλὰ στρέφεστε στὸν Θεὸ μὲ προσευχή, καὶ δίνετε, δίνετε γενναιόδωρα ὅ,τι μπορεῖτε γιὰ νὰ περιοριστεῖ ἡ πείνα καὶ ἡ μιζέρια; Ἔτσι εἶναι; Ὄχι, εἴμαστε οἱ ἴδιοι ποὺ πῆγαν στὸν Γολγοθὰ γιὰ νὰ δοῦν κάποιον νὰ πεθαίνει. Περιέργεια, ἐνδιαφέρον; Ναί, ἀλίμονο.

Ὑπῆρχαν ἀκόμα κι ἐκεῖνοι ποὺ ἦλθαν μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι Ἐκεῖνος θὰ πεθάνει• ἐπειδὴ ὅταν Ἐκεῖνος πεθάνει στὸν Σταυρό, ἐκεῖνοι θὰ ἐλευθερωθοῦν ἀπὸ τὸ τρομερὸ μήνυμα ποὺ Ἐκεῖνος φέρνει• ὅτι ὀφείλουμε νὰ ἀγαπᾶμε τὸν ἄλλο, ἔτσι ποὺ νά εἴμαστε ἕτοιμοι καὶ νὰ πεθάνουμε γι’ αὐτόν. Αὐτὸ τὸ μήνυμα τῆς σταυρωμένης, θυσιαστικῆς ἀγάπης, θὰ μποροῦσε νὰ καταργηθεῖ διαπαντός, καὶ γιὰ ὅλους. Κι ἂν Ἐκεῖνος ποὺ τὸ κηρύττει, πεθάνει, θὰ ἀποδειχθεῖ ὅτι Ἐκεῖνος εἶναι ἕνας ψευδοπροφήτης, ἕνας ψεύτης.

Κι ἀκόμα, ὑπῆρχαν κι ἐκεῖνοι ποὺ ἦρθαν μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι θὰ κατέβει ἀπὸ τὸν Σταυρό, κι ὅτι τότε θὰ μποροῦσαν νὰ εἶναι πιστοὶ χωρὶς ρίσκο, θὰ ἑνωθοῦν μὲ τὴν «μερίδα» τῶν νικητῶν. Δὲν τοὺς μοιάζουμε τόσο συχνά;

Κι ἔπειτα τὸ σημεῖο ποὺ πολὺ δύσκολα τολμᾶμε ν ἀντικρύσουμε τὴν Μητέρα τοῦ θυσιαζόμενου Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, ἡ μητέρα τοῦ Ἰησοῦ, σιωπηλή, προσφέροντας τὸν θάνατό Του γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπινου γένους, σιωπηλά, σβήνοντας μαζί Του, ὥρα τὴν ὥρα, καὶ ὁ μαθητὴς ποὺ γνώριζε μὲ τὸν νεανικὸ τρόπο, πῶς ν’ ἀγαπᾶ τὸν Κύριό του, στεκόμενος μὲ φόβο, κοιτάζοντας τὸν Κύριό του νὰ πεθαίνει καὶ τὴν Μητέρα ν’ ἀγωνιᾶ. Νοιώθουμε ἔτσι ὅταν διαβάζουμε τὸ Εὐαγγέλιο, νοιώθουμε τὴν ἀγωνία στοὺς ἀνθρώπους γύρω μας;

Ἂς μποῦμε στὴν Μ. Ἑβδομάδα μὲ σκοπὸ ὄχι νὰ εἴμαστε θεατὲς ὅσων συμβαίνουν, ἂς μπερδευτοῦμε μὲ τὸ πλῆθος καὶ σὲ κάθε βῆμα ἂς ρωτᾶμε τὸν ἑαυτό μας: ποιὸς εἶμαι μέσα σ’ αὐτὸ τὸ πλῆθος; Εἶμαι ἡ Μητέρα; Εἶμαι ὁ μαθητής; Εἶμαι ἕνας ἀπὸ τοὺς σταυρωτές; Καὶ θὰ μπορέσουμε νὰ φθάσουμε στὴν ἡμέρα τῆς Ἀνάστασης μαζὶ μ’ αὐτοὺς γιὰ τοὺς ὁποίους ἦταν πραγματικὰ ἡ ζωὴ καὶ ἡ ἀνάσταση• ὅταν ἡ ἀπελπισία εἶχε φύγει, ἦρθε ἡ νέα ἐλπίδα, ὁ Θεὸς εἶχε νικήσει. Ἀμήν.
Ἀπόδοση Κειμένου: www.agiazoni.gr

                                                Εὐλογημένος ὁ Ἐρχόμενος
Μελέτιος Καλαμαρᾶς (Μητροπολίτης Νικοπόλεως καί Πρεβέζης)

Κυριακή τῶν Βαΐων σήμερα! Καί ἡ Ἐκκλησία μᾶς καλεῖ σέ χαρά καί σέ εὐφροσύνη: «Χαῖρε καί εὐφραίνου· τέρπου καί ἀγάλλου ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ»! Γιατί; Διότι ἔρχεται στά Ἱεροσόλυμα ὁ Χριστός, ὁ Βασιλιάς τοῦ Νέου Ἰσραήλ, ὁ Ἀρχηγός τῆς Ἐκκλησίας, γιά νά ὁλοκληρώσει τό ἔργο τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου.

Χθές Τόν εἴδαμε νά ἀνασταίνει τόν Λάζαρο. Μπροστά στά μάτια ἑνός ὁλόκληρου χωριοῦ, ἀνέστησε ἕνα νεκρό, ὁ ὁποῖος ἦταν ἤδη τέσσερες ἡμέρες μέσα στόν τάφο! Καί ἔτσι ἔδωσε μιά ἀκόμη ἀδιαμφισβήτητη μαρτυρία τῆς θεϊκῆς Του ὕπαρξης, πού νικάει καί τόν θάνατο!

Δικαιολογημένα, λοιπόν, ὁ ὄχλος Τόν ὑποδέχεται στά Ἱεροσόλυμα μέ κραυγές καί ἐπευφημίες: «Ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου»! «Ὡσαννά» σημαίνει «σῶσε μας!». «Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου», σημαίνει «δόξα σέ Σένα, πού ἔρχεσαι στό ὄνομα τοῦ Ἀληθινοῦ Θεοῦ καί Κυρίου μας»!

Μέ ἄλλα λόγια ὁ ὄχλος ὁμολογοῦσε: «Ναί, ξέρουμε πλέον ὅτι Κάποιος Ἄλλος Σέ ἔστειλε! Σέ ἔστειλε ὁ Ἕνας Ἀληθινός Θεός! Ὁ Κύριος τῆς δόξης! Καί στό ὄνομα Αὐτοῦ τοῦ Κυρίου Σύ ἔρχεσαι τώρα νά μᾶς σώσεις! Ἔρχεσαι νά μᾶς ἐλευθερώσεις! Τό εἴδαμε μέ τά μάτια μας, ὅταν χθές ἀνάστησες τόν τετραήμερο Λάζαρο. Σύ μπορεῖς νά μᾶς ἐλευθερώσεις ἀκόμα καί ἀπό τόν μεγαλύτερο ἐχθρό μας, τόν θάνατο! Καί γι’ αὐτό σέ ὑποδεχόμαστε μέ δοξολογίες· μέ χαρά καί ἀγαλλίαση!»: «Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου»!

***

Ἀπό τότε, αὐτή ἡ φράση ἔγινε ἡ πιό μεγάλη δοξολογία τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ πιό λαμπρός ὕμνος, πού δοξάζει τόν Χριστό. Καί γι’ αὐτό ἡ Ἐκκλησία μᾶς καλεῖ νά τόν ψάλλωμε κάθε πρωί, ὅταν ἀρχίζουμε τήν ἀκολουθία τοῦ ὄρθρου: «Θεός Κύριος καί ἐπέφανεν ἡμῖν· εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου»!

Δηλαδή: «Ὁ Χριστός, πού εἶναι Θεός μας καί Κύριός μας, ἦλθε καί φανερώθηκε σέ μᾶς». Ἦλθε καί ἔγινε ἄνθρωπος γιά μᾶς. Δέν εἶναι πιά μιά ἄπιαστη ἀόρατη δύναμη! Τόν εἴδαν ἀνθρώπινα μάτια καί τόν ψηλάφησαν ἀνθρώπινα χέρια! Ἀλλά ἐπειδή οἱ σύγχρονοί Του δέν Τόν ἀναγνώρισαν, τόν πέρασαν γιά βλάσφημο θεομπαίχτη πού διαταράσσει τήν βολική ἡσυχία τοῦ κατεστημένου. Καί Τόν ὁδήγησαν στό δικαστήριο, Τόν κατεδίκασαν σέ θάνατο καί Τόν σταύρωσαν! Ἐκεῖνος ὅμως, δείχνοντας γιά μιά ἀκόμη φορά ὅτι εἶναι ὁ Ἀληθινός Θεός καί Κύριος, ἀνέστη ἐκ νεκρῶν! Καί μᾶς ὑποσχέθηκε ὅτι θά εἶναι μαζί μας «ὅλες τίς ἡμέρες τῆς ἐπίγειας ζωῆς μας»! Δέν θά μᾶς ἐγκαταλείψει ποτέ! Αὐτό βέβαια δέν σημαίνει ὅτι Τοῦ ἀρέσει νά «χώνεται» στήν ζωή μας, χωρίς ἐμεῖς νά Τόν θέλουμε!

Βασική προϋπόθεση γιά νά μπῆ στήν ζωή μας εἶναι: πρῶτοι ἐμεῖς νά Τόν θέλουμε! Ἐμεῖς νά Τόν καλέσουμε! Ἐμεῖς νά Τόν περιμένουμε σάν Σωτήρα καί Ἐλευθερωτή μας! Ἐμεῖς νά εἴμαστε ἕτοιμοι κάθε στιγμή νά Τόν ὑποδεχθοῦμε μέ τήν δοξολογία: «Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου!»

Ἀλλά γιά νά ζοῦμε πάντοτε μέ αὐτήν τήν ζωοποιό λαχτάρα, γιά νά Τόν περιμένουμε πάντοτε ἕτοιμοι νά φωνάξουμε «εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου!», χρειάζεται κάτι πού – ἔστω κι ἄν κάποτε τό ζήσαμε – τώρα δυστυχῶς τό ἔχουμε τελείως ξεχάσει! Χρειάζεται – ὅπως λέει τό δεύτερο ἀπολυτίκιο τῆς σημερινῆς γιορτῆς – νά ἔχουμε μπεῖ κι ἐμεῖς στόν τάφο μαζί Του! Νά ἔχουμε ταφεῖ μαζί Του! Ὄχι στόν φυσικό τάφο, ἀλλά σέ κάποιον ἄλλον τάφο! Σέ ἕνα τάφο, πού δέν εἶναι ἄλλος ἀπό τήν Ἁγία Κολυμβήθρα, πού κάποτε μᾶς βούτηξαν μωρά!

«Συνταφέντες σοι διά τοῦ βαπτίσματος, Χριστέ ὁ Θεός ἡμῶν, τῆς ἀθανάτου ζωῆς ἠξιώθημεν τῇ Ἀναστάσει Σου, καί ἀνυμνοῦντες κράζομεν· ὡσαννά ἐν τοῖς ὑψίστοις, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου»!

Λέει δηλαδή ὁ ὑμνωδός: Κάποτε βαπτισθήκαμε, ὄχι γιά νά κρατήσουμε φωτογραφίες καί βίντεο ἀπό ἕνα χαριτωμένο μωρό, ἀλλά βαπτισθήκαμε, γιά νά θάψουμε μέσα στήν κολυμβήθρα μιά ψευτοζωή χωρίς τόν Χριστό. Νά θάψουμε μιά καρικατούρα ζωῆς, πού δέν διαφέρει καί πολύ ἀπό τῶν ζώων, καί γιά νά ἀναστηθοῦμε σέ Ζωή μαζί μέ τόν Χριστό· μαζί μέ Αὐτόν πού εἶναι ἡ μόνη πηγή τῆς Ἀληθινῆς Ζωῆς· μιᾶς Ζωῆς πού ποτέ δέν ἔχει τέλος! Μόνον ἔτσι μποροῦμε νά εἴμαστε ἀληθινά ζωντανοί γιά πάντα, καί μόνον ἔτσι μποροῦμε σήμερα – καί κάθε στιγμή – νά Τόν καλοῦμε καί νά Τόν καλωσορίζουμε στήν ζωή μας λέγοντας: «Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου»!

                                                                  Τὰ σύμβολα τῆς νίκης
Κουτσίδης Νίκων (Ἀρχιμανδρίτης)
Ἦταν παλιά ἔθιμο νά ὑποδέχονται τούς νικητές στρατηλάτες μέ τιμές, κρατώντας στά χέρια τους κλάδους φοινίκων. Γιατί ἡ νίκη τους ἐσήμαινε σωτηρία τοῦ λαοῦ ἀπό ἐξανδραποδισμό καί δουλεία. Μέ τόν ἴδιο τρόπο, σάν νικητή στρατηλάτη, ὑποδέχθηκε ὁ λαός τῶν Ἑβραίων τόν Χριστό. Γιατί ὅμως;
* * *
Λίγες ἡμέρες πρίν, ὁ Χριστός ἀνάστησε τόν Λάζαρο. Τόν ἀνάστησε, ἐνῶ ἦταν τέσσερες ἡμέρες στόν τάφο! Ἔδειξε ἔτσι, ὅτι ἦταν κύριος καί τοῦ θανάτου. Καί ὅτι εἶχε ἐξουσία καί νεκρῶν καί ζώντων. Καί τό μεγάλο θαῦμα μαθεύτηκε. Καί ὅλος ὁ λαός πῆρε στά χέρια του τά βαΐα (=τά φύλλα) τῶν φοινίκων «καί ἐξῆλθεν εἰς ὑπάντησιν αὐτοῦ».Πανηγύριζε τήν νίκη τοῦ Χριστοῦ κατά τοῦ θανάτου: τοῦ ἐχθροῦ ὅλων τῶν ἀνθρώπων.

Τό μήνυμα τῆς ἀναστάσεως τοῦ Λαζάρου ἦταν σαφές. Ἐκεῖνος πού μπορεῖ καί ἀνασταίνει ἕνα νεκρό τετραήμερο, μπορεῖ νά ἀναστήσει καί ἕνα πεθαμένο πρίν ἀπό χίλια χρόνια. Τό μήνυμα αὐτό ἔχει διατυπωθῆ μέ πολλῆ σαφήνεια στό τροπάριο: «Τήν κοινήν ἀνάστασιν πρό τοῦ σοῦ πάθους πιστούμενος, ἐκ νεκρῶν ἤγειρας τόν Λάζαρον, Χριστέ ὁ Θεός».

Τότε ἐνίκησε τόν θάνατο δίνοντας σέ μᾶς πιστοποίηση τῆς δυνάμεώς Του, γιά τό τί μπορεῖ νά κάμει καί τί θά κάμει ἀργότερα, τήν ἡμέρα τῆς Δευτέρας Παρουσίας. Δέν σταμάτησε τότε τόν θάνατο ὁ Χριστός. Τότε ὁ Χριστός ἔδωκε πιστοποίηση καί ἐλπίδα: ὅτι μιά ἡμέρα θά τόν καταργήσει. Μέ τήν ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου ἡ ἐλπίδα αὐτή δέν ἦταν μιά ἐλπίδα κούφια. Εἶναι μιά σιγουριά!

Κρατώντας στά χέρια «τά τῆς νίκης σύμβολα, τούς κλάδους τῶν δένδρων καί τά βαΐα τῶν φοινίκων, οἱ κάτοικοι τῆς Ἱερουσαλήμ τήν Ἀνάστασιν προεμήνυσαν». Ἔδειξαν σέ μᾶς, ὅτι ἡ ἀνάσταση εἶναι νίκη καί θρίαμβος.

* * *
Τά βαΐα τῶν φοινίκων, εἶναι σύμβολα καί μιᾶς ἄλλης νίκης. Πολύ πιό σπουδαίας ἀπό τήν νίκη τοῦ σωματικοῦ θανάτου. Εἶναι ἡ νίκη ἐναντίον τοῦ θανάτου τῆς ψυχῆς· πού εἶναι ἡ ἁμαρτία. Ἀνάσταση ψυχῆς ἡ νίκη τῆς ἁμαρτίας. Θάνατος ψυχῆς εἶναι ζωή καί νοοτροπία ἀντίθετη στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ζωή τῆς ψυχῆς εἶναι ζωή σύμφωνη μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ· ζωή μέ ἔργα καί αἰσθήματα καλά· ζωή μέ ἀγάπη.
* * *
Ἄς προσπαθήσωμε, λοιπόν, καί ἐμεῖς, διανύοντας τήν περίοδο αὐτή, πού ἔχει κέντρο της τό Πάθος καί τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου, «μετά κλάδων νοητῶς καί κεκαθαρμένοι τάς ψυχάς, νά ἀνευφημοῦμεν ὡς οἱ παῖδες, τόν Χριστόν», τόν νικητή τοῦ θανάτου καί ἐλευθερωτή τῶν ψυχῶν μας.
                                                       Εὐαγγέλιον τῶν Βαΐων (Ἰωαν.ιβ, 1-18)
Γιαννακόπουλος Ἰωήλ (Ἀρχιμανδρίτης)
«Ἦν δὲ ἐγγὺς τὸ Πάσχα τῶν Ἰουδαίων ». Τὸ Πάσχα τοῦτο ἦτο τὸ τέταρτον Πάσχα τοῦ δημοσίου βίου τοῦ Κυρίου.«Ἀνέβησαν πολλοὶ» Ἰουδαῖοι «ἐκ τῆς χώρας πρὸ τοῦ Πάσχα, ἵνα ἀγνίσωσιν ἑαυτούς». Ὁ ἀγνισμός οὗτος ἦτο καθαρισμὸς νομικὸς ἐκ μολυσμάτων νομικῶν (Ἐξοδ. 19,10. Ἀρίθμ. 9,10).Οἱ Ἰουδαῖοι « ἐζήτουν οὖν» ἐζήτουν λοιπὸν νὰ εὕρουν « τὸν Ἰησοῦν καὶ ἔλεγον μετ’ ἀλλήλων » ὀλίγοι μεταξύ τους «ἐν τῷ ἱερῷ» χώρῳ τῶν προαυλίων τοῦ Ναοῦ «ἑστηκότες» εὑρισκόμενοι. «Τί δοκεῖ ὑμῖν» τί νομίζετε; «Οὐ μὴ ἔλθῃ εἰς τήν ἑορτήν» δὲν θὰ ἔλθῃ κατὰ τὴν ἑορτήν τοῦ Πάσχα; Τοῦτο ἔλεγον διὰ τὸν Ἰησοῦν, διότι «δεδώκεισαν οἱ Ἀρχιερεῖς καί οἱ Φαρισαῖοι ἐντολάς, ἵνα, ἐάν τις γνῷ ποῦ ἔστιν, μηνύσῃ, ὅπως πιάσωσιν Αὐτὸν». Εἶχε δώσει ἐντολήν τὸ Μέγα Συνέδριον, ὅπως, ἐὰν τις μάθῃ ποῦ εἶναι ὁ Χριστός, καταγγείλῃ Τοῦτον καὶ Τὸν συλλάβωσιν.Ὁ Κύριος προχωρῶν πρὸς Ἱερουσαλὴμ μετὰ τὴν Ἱεριχώ ἔρχεται εἰς Βηθανίαν, τὴν πατρίδα τῶν ἀδελφῶν Λαζάρου, Μάρθας καὶ Μαρίας. Ὁ Εὐαγγελιστὴς λέγει: «Ὁ οὖν Ἰησοῦς πρὸ ἕξ ἡμερῶν τοῦ Πάσχα ἦλθεν εἰς Βηθανίαν, ὅπου ἦν Λάζαρος ὁ τεθνηκώς, ὅν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν».Ἡ ἕκτη αὕτη ἡμέρα πρὸ τοῦ Πάσχα συνέπιπτε μὲ τὸ Σάββατον. Εἰς ἔκφρασιν εὐγνωμοσύνης διὰ τὴν ἀνάστασιν τοῦ ἀδελφοῦ των Λαζάρου αἱ δύο ἀδελφαί «ἐποίησαν δεῖπνον καί ἡ Μὰρθα» ἡ ἀγαπῶσα τὴν διακονίαν «διηκόνει. Ὁ δέ Λάζαρος ἦν εἷς τῶν συνανακειμένων» ἦτο εἷς ἐκ τῶν συνδαιτυμόνων. Ἡ Μαρία ἡ ἀδελφή τοῦ Λαζάρου «λαβοῦσα λίτρην μύρου νάρδου πιστικῆς πολυτίμου, ἤλειψε τούς πόδας τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἐξέμαξε ταῖς θριξίν αὑτῆς τοὺς πόδας αὐτοῦ» ἐσπόγγισε τούς πόδας Του διὰ τῶν τριχῶν τῆς κεφαλῆς της. Τὸ μῦρον τοῦτο ἦτο βάρους μέν, μιᾶς λίτρας ἤτοι 325 γραμμαρίων, ποιότητος δὲ ἀρίστης, διότι ὀνομάζεται μῦρον «νάρδου πιστικῆς». Νάρδος ἦτο ὀνομασία περίφημου ἀρώματος, τὸ ὁποῖον προήρχετο ἐκ τινος ὁμωνύμου φυτοῦ φυομένου εἰς τὰς Ἰνδίας. Τὸ ἄρωμα τοῦτο ἦτο «πιστικὸν» δηλαδὴ πιστόνι γνήσιον, καθαρόν. Τόσον δὲ ἦτο ἡ ποιότης τοῦ ἀρώματος καλή, ὥστε «ἡ οἰκία ἐπληρώθη ἐκ τῆς ὀσμῆς τοῦ μύρου».

Ὁ παριστάμενος Ἰούδας παραξενεύεται διὰ τὴν σπατάλην ταύτην καὶ ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης λέγει: «Λέγει οὖν εἷς ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, Ἰούδας» ὁ υἱός τοῦ «Σίμωνος ὁ Ἰσκαριώτης» ὁ καταγόμενος ἐκ τῆς πόλεως Καριὼθ τῆς Ἰουδαίας «ὁ μέλλων αὐτὸν παραδιδόναι» ὁ μέλλων προδότης. «Διατί τοῦτο τὸ μῦρον οὐκ ἐπράθη τριακοσίων δηναρίων καὶ ἐδόθη πτωχοῖς;» Διατί τὸ μῦρον τοῦτο δὲν ἐπωλήθη ἀντὶ 300 δηναρίων καὶ τὸ προϊόν τῆς πωλήσεως νὰ δοθῇ εἰς τοὺς πτωχούς; «εἶπε δὲ τοῦτο, οὐχ ὅτι περὶ τῶν πτωχῶν ἔμελεν αὐτῷ» δὲν τὸν ἐνδιέφερε διὰ τοὺς πτωχοὺς «ἀλλ’ ὃτι κλέπτης ἦν» ἦτο κλέπτης «καὶ τὸ γλωσσόκομον» τὸ ταμεῖον «εἶχε καὶ τὰ βαλλόμενα ἐβάσταζεν» κατεκράτει τὰ ῥιπτόμενα ἐκεῖ χρήματα. Τὰ τριακόσια δηνάρια εἶναι, ἂν λάβωμεν ὑπ’ ὄψιν μας τὴν παραβολὴν τῶν ἐργατῶν τοῦ ἀμπελῶνος, 300 ἡμερομίσθια ! Πολὺ πολύτιμον ἦτο τὸ μῦρον !

Ὁ Κύριος εἶπεν : «ἄφες αὐτήν, εἰς τὴν ἡμέραν τοῦ ἐνταφιαμοῦ μου τετήρηκεν αὐτό». Τοὺς νεκροὺς τότε ἤλειφον διὰ μύρων. Αἱ μυροφόροι δὲν ἐπρόλαβον νὰ μυρίσωσι τὸ πτῶμα τοῦ Ἰησοῦ, διότι τὸ μὲν ἑσπέρας τοῦ θανάτου Του ἔκλεισαν τὰ μαγαζιὰ καὶ δὲν ἠδυνήθησαν νὰ ἀγοράσωσιν ἀρκετὰ ἀρώματα, τὴν δὲ Κυριακὴν πρωΐ εὗρον Αὐτὸν ἀναστάντα. Ἑπομένως ἡ Μαρία προέλαβεν εἰς τὸ μύρωμα.

Ὁ Κύριος συνεχίζει : «Τοὺς πτωχοὺς γὰρ πάντοτε ἔχετε μεθ’ ἑαυτῶν, ἐμέ δὲ οὐ πάντοτε ἔχετε». Ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι μόνον κοιλία, ὥστε νὰ τρώγῃ, ἀλλά καὶ καρδία, ὥστε νὰ λατρεύῃ, λέγει ὁ Κύριος. Ὁ πόνος τοῦ θανάτου τοῦ Διδασκάλου σας ἔπρεπε νὰ σᾶς ἀπορρόφησῃ περισσότερον ἀπό τούς πόνους τῶν ἄλλων πτωχῶν, διότι ἡ πρὸς τὸν Διδάσκαλόν σας ἀγάπη πρέπει νὰ εἶναι ἀνωτέρα τῆς ἀγάπης ὅλων τῶν πτωχῶν. Ὅπως οἱ πόνοι τοῦ τοκετοῦ εἰς μίαν γυναίκα ἐξουδετερώνουν ὅλους τοὺς ἄλλους πόνους τοῦ πάσχοντος σώματός της ἐξ ἄλλων νόσων, κατὰ παρόμοιον τρόπον ὁ πόνος τοῦ θανάτου τοῦ Διδασκάλου των ἔπρεπε νὰ εἶχεν ἀπορροφήσει τοὺς πόνους τῶν πτωχῶν. Ἡ ὑποφέρουσα καρδία τοῦ Διδασκάλου των εἶναι ἀνωτέρα τῆς πείνης τῆς κοιλίας τῶν πτωχῶν.

Ἐνταῦθα πλὴν τῶν ἄλλων προσώπων ἔχομεν τὸν Ἰησοῦν καὶ τὸν Ἰούδαν. Καί ὁ μέν ,Ἰούδας δεικνύεται, ὅτι ἔχει φιλοπτωχείαν, πράγματι ὅμως ἦτο ὑποκριτής, διότι ἦτο κλέπτης. Ὁ δὲ Κύριος ἐκδηλῶν καὶ πάλιν τὴν μακροθυμίαν Του φέρεται εὐγενής πρὸς αὐτον. Ἄς ἴδωμεν τὴν εὐγένειαν τοῦ ἑνός, τὴν ὑποκρισίαν τοῦ ἄλλου καί τὸν ἑαυτόν μας.

Ά) Ἐκ τοῦ Εὐαγγελίου: Ἡ εὐγένεια τοῦ Χριστοῦ.Ἡ εὐγένεια τοῦ Χριστοῦ πρὸς τὸν Ἰούδα εἶναι πολυποίκιλος. Ἰδού. Ὅταν ὁ Χριστὸς εἶπε πρὸ ἑνὸς ἔτους, ὅτι ὅποιος δὲν φάγει τὴν σάρκα Του καὶ δὲν πίει τὸ αἷμά Του, δὲν ἔχει ζωὴν αἰώνιον καί ἐσκανδαλίσθησαν μερικοί, ἐδήλωσεν, ὅτι «εἷς ἐξ ὑμῶν διάβολος ἐστιν». Διάβολον ἐθεώρει τὸν Ἰούδαν. Δὲν ἤλεγξε προσωπικῶς τότε τὸν Ἰούδαν, ἀλλά εὐγενῶς φερόμενος ὡμίλησε διὰ τοῦ «εἷς ἐξ ὑμῶν» συνεσκιάσμενως, ἵνα δηλώσῃ, ὅτι οὐδὲν διαφεύγει τοῦ βλέμματός Του. Ἰδοὺ εἷς τρόπος εὐγενείας. Ἄλλος τρόπος. Ὁ Χριστὸς ἐγνώριζεν, ὅτι ὁ Ἰούδας ἦτο φιλάργυρος καὶ κλέπτης, ὡς μαρτυρεῖ ὁ Ἰωάννης εἰς τὸ παρὸν Εὐαγγέλιον. Διατί ὁ Κύριος ἀναθέτει εἰς αὐτόν τὸ «γλωσσόκομον» τὸ ταμεῖον τῶν Ἀποστόλων; Ὁ ἱερός Χρυσόστομος ἀπαντᾷ: «Τὸν μὲν ἀπόρρητον λόγον ὁ Θεὸς οἶδε. Εἰ δὲ χρὴ ἡμᾶς στοχαζομένους εἰπεῖν, ἵνα πᾶσαν ἐκκόψῃ πρόφασιν. Οὐ γὰρ εἶχε εἰπεῖν, ὅτι διὰ χρημάτων ἔρωτα ἐποίησε τὴν προδοσίαν—εἶχε ἐκ τοῦ γλωσσοκόμου τὴν παρηγορίαν τῆς ἐπιθυμίας—ἀλλά διὰ πονηρίαν ψυχῆς πολλήν. Ὁ Χριστὸς πολλῇ συγκαταβάσει πρός αὐτὸν κεχρημένος οὐδὲ ἐνεκάλει αὐτῷ κλὲπτοντι». Προκειμένου δηλαδὴ νὰ προβῇ ὁ Ἰούδας εἰς τὴν προδοσίαν διὰ φυλαργυρίαν καὶ ἵνα ἀποτρέψῃ αὐτόν ὁ Χριστὸς ταύτης, ἀφῆκεν εἰς αὐτὸν τὸ ταμεῖον, ἵνα ἔχῃ παρηγορίαν ἐκ τῶν χρημάτων, τὰ ὀποῖα ἐπόθει. Διά τὸν αὐτὸν λόγον δὲν ἤλεγχεν ὁ Κύριος καὶ τὴν κλοπήν του. Δεύτερος ὁ τρόπος οὗτος εὐγενείας τοῦ Κυρίου:

Καὶ συνεχίζεται. Βλέπων ὁ Κύριος τὴν ἐσωτερικὴν κακουρ-γίαν τοῦ Ἰούδα καὶ τὴν ἐξωτερικὴν δῆθεν φιλοπτωχείαν ἀπήντησε κυρίως πρός τόν Ἰούδαν:« Ἄφετε αὐτὴν εἰς τὴν ἡμέραν τοῦ ἐνταφιασμοῦ μου ἐποίησεν». Εἶναι ὡς ἐὰν ἔλεγε εἰς τὸν Ἰούδαν, κατὰ τὸν Χρυσόστομον: «Ἐπαχθής εἴμι καὶ φορτικός, ἀνάμεινον ὀλίγον καὶ ἀπελεύσομαι». Σοῦ ἔγινα βάρος, περίμενε ὀλίγον καὶ θὰ σὲ ἀπαλλάξω τῆς παρουσίας μου. Πόση εὐγένεια!

Μετ’ ὀλίγον πλύνει ὁ Κύριος τὰ πόδια τοῦ Ἰούδα, ἴσως καὶ πρώτου αὐτοῦ ὡς ἀπ’ αὐτοῦ ἀρξάμενος. Μεταδίδει εἰς αὐτόν τὸ σῶμά Του καί τὸ αἷμά Του. Δηλοῖ εἰς τὴν Τράπεζαν τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου, ὅτι εἷς ἐξ ὑμῶν θὰ μὲ προδώσῃ. Δὲν ἀπευθύνεται προσωπικῶς καὶ πάλιν πρὸς τὸν Ἰούδαν, ἀλλά γενικῶς εἰς ὅλους. Πόση ἡ εὐγένεια τοῦ Κυρίου λόγοις καὶ ἕργοις! Καὶ τέλος τὸ κορύφωμα τῆς εὐγενείας τοῦ Κυρίου εἶναι, ὅταν ἐφιλήθη ὑπὸ τοῦ Ἰούδα. Τότε εἶπεν εἰς αὐτὸν «ἑταῖρε ἒφ’ ᾦ πάρει;» Τὸν ὀνομάζει ἑταῖρον, φίλον, καὶ τὸν ἐρωτᾷ: Φίλε, δὶ’ αὐτὸν τὸν σκοπὸν ἦλθες ; Ἦλθες νὰ μὲ φιλήσῃς ἤ δι’ ἄλλον τινὰ λόγον ; Ὁποία εὐγένεια! Ὁποία μακροθυμία !

Ἡ ὑποκρισία τοῦ Ἰούδα. Καὶ αὕτη εἶναι πολλαπλῆ, μεγάλη! Ἐνῷ σκέπτεται νὰ λάβῃ 30 ἀργύρια, ἐνῷ ἦτο κλέπτης τοῦ ταμείου τῶν Ἀποστόλων, λέγει, ὅτι φροντίζει διὰ τοὺς πτωχοὺς! Ὁποία ὑποκρισία! Ἐνῷ φροντίζει νὰ φονεύσῃ τὸν Διδάσκαλόν του, ἰσχυρίζεται ὅτι ἐνδιαφέρεται μήπως πεινάσουν οἱ πτωχοὶ! Ἀντὶ 300 δηναρίων ἐξετίμησε τὸ μῦρον διὰ τοὺς πτωχοὺς καὶ ἀντὶ 30 ἀργυρίων τὴν τιμὴν τοῦ Διδασκάλου Του! Ὁποία ὑποκρισία! Ὁ μὲν Ἀπόστ. Πέτρος ἀφοῦ διεμαρτυρήθη, ἐδέχθη νὰ τοῦ πλύνῃ τὰ πόδια ὁ Χριστός. Ὁ Ἰούδας ὅμως ἄνευ διαμαρτυρίας ἔπειτα ἀπὸ τόσα ποὺ εἶχε εἰς τὴν ψυχὴν του διὰ τὸν Ἰησοῦν δέχεται νὰ πλυθῇ ὑπὸ τοῦ Διδασκάλου Του. Ποίαν πώρωσιν ἔφερεν εἰς αὐτὸν ἡ ὑποκρισία !

Εἰς τὴν τράπεζαν μιμεῖται τοὺς ἄλλους κατὰ τοὺς τρόπους οὐχὶ ὅμως καὶ κατὰ τὴν γνώμην, διότι ὅπως ἐρωτοῦν οἱ ἄλλοι τὸν Ἰησοῦν «μὴ τι ἐγώ Κύριε εἰμὶ» ἐρωτᾷ ὁμοίως καὶ ὁ Ἰούδας. Εἶναι ὑποκρισία κρυμμένη˙ εἰς ὁμαδικὴν ἐνέργειαν, ὁμαδικὴν ὑποβολήν. Ἀλλά ,τὸ ὕψος τῆς ὑποκρισίας, εἰς τὸ ὁποῖον ἵσταται μόνος του ὁ Ἰούδας εἶναι, ὅταν φιλῇ τὸν Διδάσκαλόν του καὶ λέγῃ εἰς Αὐτὸν τὸ «χαῖρε Ραββὶ» καί ταὐτοχρόνως Τὸν παραδίδει εἰς τὰ χέρια τῶν δημίων καὶ ἐκτελεστῶν Ἑβραίων!

Ποίαν ὅμως κακίαν ἔχει ὡς ἐπιφάνειαν ἡ μεγάλη αὐτὴ ὑποκρισία τοῦ Ἰούδα; Τὴν φιλαργυρίαν τῶν 30 ἀργυρίων! Ποίαν ἔχει ὡς βάθος ἡ εὐγένεια καὶ μακροθυμία τοῦ Κυρίου ἔναντι τοῦ Ἰούδα; Τὴν αὐταπάρνησιν τοῦ Διδασκάλου!

Β.’ Ἐκ τῆς Ζωῆς. Ἡ φιλαργυρία κατὰ βάθος εἶναι μεγάλη ὑποκρισία διὰ τοὺς ἑξῆς λόγους: Ὁ φιλάργυρος εἶναι ψεύτης μετὰ δακρύων. Οὐδεὶς ἄλλος κλαίεται τόσον, ὅσον ὁ φιλάργυρος. Οὗτος κλαίεται, μοιρολογεῖται μόνος του καὶ ζωντανός.Ὁ φιλάργυρος εἶναι ὁ χειρότερος κλέπτης, διότι δὲν κλέπτει μόνον τοὺς ἄλλους, ἀλλά καὶ τὸν ἑαυτόν του. Ἄν πρόκειται νὰ πάρῃ μίαν δραχμήν, ἔχει τὴν ἀπαίτησιν, ὅπως, ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος θὰ τοῦ τὴν δώσῃ, νὰ μὴν δίδῃ εἰς αὐτὴν ἀξίαν. Ἄν πρόκειται ὅμως νὰ δώσῃ οὗτος, ἡ μία δραχμὴ ἀξίζει δι’ αὐτὸν 100 δραχμάς. Ταὐτοχρόνως, ὅταν ἔχῃ χρήματα,.νομίζει, ὅτι δὲν ἔχει τίποτε, διότι πάντοτε παραπονεῖται καὶ λέγει, ὅτι δὲν ἔχει. Καὶ ἔτσι γίνεται καταβόθρα τῶν ἀγαθῶν του. Ὅταν δὲν ἔχῃ χρήματα νομίζει ὅτι, ἂν τὰ ἀποκτήσῃ θὰ εἶναι ὁ εὐτυχέστερος τῶν ἀνθρώπων. Καὶ ἔτσι γελᾷ τὸν ἑαυτόν του, ὑποκρίνεται εἰς.τὸν ἑαυτόν του! Ὑπάρχει ἑπομένως μεγαλύτερα ὑποκρισία ἀπὸ τὴν φιλαργυρίαν;

Ἡ ὑποκρισία τῆς φιλαργυρίας συνεχίζεται. Ὁ φιλάργυρος εἶναι ὁ μεγαλύτερος ὑποκριτὴς διὰ τοὺς ἑξῆς λόγους. Ἔχει συγκεντρώσει 19 λίρες. Εὑρίσκεται εἰς τὴν ἀνάγκην νὰ ἀγορὰσῃ κάτι. Ἐπειδὴ βιάζεται πότε νὰ κάμῃ τὶς 19 λίρες 20 διὰ τὸ στρογγυλόν τοῦ ἀριθμοῦ, δανείζεται ξένα λεπτὰ προχείρως καὶ ἀτόκως διὰ νὰ μὴ χαλάση ὁ στρογγυλὸς ἀριθμὸς 20! Τὸ 20 γίνεται βάσις ἐξορμήσεως δὶ’ ἄλλους στρογγυλοὺς ἀριθμοὺς 25, 30 κ.λ.π. Ὁ τοιοῦτος εἶναι ψεύτης καὶ κλέπτης ὄχι φανερῶς ἀλλά κρυφῶς, ὑποκριτικῶς. Ὁ φιλάργυρος εἶναι ὄχι μόνον ψεύτης καὶ κλέπτης, ἀλλά καὶ ὁ χειρότερος εἰδωλολάτρης εἰς τὸν ὁποῖον ἅγιαι εἰκόνες εἶναι τὸ χρῆμα καὶ ναὸς τὸ κιβώτιον, ἡ ντουλάπα, τὸ χρηματοκιβώτιον, ὅπου εὑρίσκονται αἱ λίραι Ἀγγλίας ἀρσενικαί ἤ θηλυκαί, Τουρκίας ἤ Αἰγύπτου κ.λ.π.

Θὰ μοῦ εἴπῃς, φιλάργυρε, ὅτι δὲν προσκυνᾷς τὸν χρυσόν, ὅπως οἱ ἀρχαῖοι τὰ εἴδωλα. Μὰ καὶ οἱ ἀρχαῖοι δὲν προσεκὺνουν τὰ εἴδωλα, τὸ ξόανον, ἀλλά τὸν δαίμονα, ὁ ὁποῖος ὑπῆρχε ὄπισθεν τοῦ ξοάνου. Οὕτω καὶ σύ. Δὲν προσκυνεῖς τὸν χρυσόν, ἀλλά τὸν ἐνοικοῦντα δαίμονα. Δὲν βλέπετε πόσον ευλαβῶς ἅπτονται τῶν χρημάτων των; Δὲν τολμῶσι νὰ τὰ χρησιμοποιήσουν. Εἰς ἐγγονοὺς ἀφίνουσι ταῦτα ἀνέπαφα σὰν τὰς ἱερωτέρας καὶ θαυματουργικωτέρας εἰκόνας ! Ὁποία ὑποκρισία ἐν τῇ εἰδωλολατρικῇ φιλαργυρίᾳ!

Ἔναντι τῆς φιλαργυρίας—ὑποκρισιάς τοῦ Ἰούδα, ἵσταται ὁ εὐγενὴς καὶ αὐταπάρνησιν ἔχων Κύριος. Τὴν ποικίλην εὐγένειαν καὶ αὐταπάρνησιν τοῦ Κυρίου εἴδομεν προηγουμένως. Καὶ παρ’ ἡμῖν ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος θέλει νὰ εἶναι εὐγενής, πρέπει νὰ ἔχῃ αὐταπάρνησιν. Ἄνευ αὐταπαρνήσεως οὐδέποτε θὰ γίνωμεν εὐγενεῖς καὶ οὐδέποτε θὰ ἀποφύγωμεν τὴν ὑποκρισίαν! Ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι θα θελήσουν νὰ εἶναι εὐγενεῖς χωρὶς προηγουμένως νὰ ἔχωσιν αὐταπάρνησιν, γίνονται περισσότερον ὑποκριταί. Ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος θέλει νὰ εἶναι φιλάργυρος καὶ εὐγενής, θέτει εἰς ὑπηρεσίαν τῆς φιλαργυρίας του τὴν εὐγένειάν του καὶ μειδιᾷ εὐγενῶς διὰ νὰ ἀπόκτησῃ περισσότερα χρήματα. Πόση ὑποκρισία εἰς τὴν εὐγένειαν ταύτην! Ἑπομένως γίνεται καὶ πάλιν περισσότερον ὑποκριτής. Συνεπῶς μόνον ἡ αὐταπάρνησις δύναται νὰ συνδυασθῇ μὲ τὴν εὐγένειαν.

Παράδειγμα σπουδαιότατον, ὅπου συναντᾶται φιλαργυρία καὶ ὑποκρισία εἶναι τὸ τοῦ ποιητοῦ τῆς ἀρχαιότητος Σιμωνίδου. Οὗτος ἦτο τόσον φιλάργυρος, ὥστε παρακληθείς νὰ ἐπαινέσῃ διὰ στίχων ἄνθρωπον εὐγνώμονα ἔλεγεν εἰρωνικῶς τὸ ἑξῆς: Ἔχω δύο κιβώτια. Εἰς τὸ ἕν ἐξ αὐτῶν ῥίπτω τὰ χρήματα καὶ εἰς τὸ ἄλλο τὴν εὐγνωμοσύνην. Ὅταν ἀνοίγω τὸ δεύτερον κιβώτιον τῆς εὐγνωμοσύνης εἶναι πάντοτε ἄδειον. Διά τοῦτο προτιμῶ τὸ κιβώτιον τῶν χρημάτων. Ὡμολόγει δέ, ὅτι ἡ μόνη ἡδονή, ἡ ὁποία ἀπέμεινεν εἰς αὐτόν, ἦτο ἡ τοῦ θησαυρισμοῦ. Οὗτος ἦτο καὶ τόσον ὑποκριτής, ὥστε τὰ τρόφιμα τὰ ὁποῖα ἔστελλεν εἰς αὐτὸν ὁ βασιλεὺς τῶν Συρακουσῶν Ἱέρων, ἐπώλει καὶ εἰσέπραττε πρὸς ἴδιον ὄφελος τὰ χρήματα. Ἐρωτώμενος ὅμως διὰ τὴν πώλησιν ἔλεγεν, ὅτι ἔδιδεν αὐτὰ δωρεὰν ἵνα δείξῃ τὴν ἰδικήν του ἐγκράτειαν καὶ τὴν γενναιοδωρίαν τοῦ Βασιλέως. Πόση φιλαργυρία καὶ ὑποκρισία! Ἄς ἔχωμεν λοιπὸν αὐταπάρνησιν, ἂν θέλωμεν νὰ εἴμεθα εὐγενεῖς, ὅπως ὁ Κύριος καὶ ὄχι φιλαργυρίαν καὶ ὑποκρισίαν, ὅπως εἶχεν ὁ Ἰούδας. Γένοιτο!

Α’. ΚΥΡΙΑΚΗ ΒΑΪΩΝ

1ον
Ἡ Θριαμβευτικὴ εἴσοδος τοῦ Κυρίου
εἰς Ἱεροσόλυμα: (Ματθ. 21, 1—11. 14—16. Μάρκ. 11, 1—11 Λουκ. 19, 28-44. Ἰωάν. 12, 9-19.)

Εἴδομεν εἰς τὸ τέλος τοῦ προηγουμένου τόμου, ὅτι ὁ Κύριος πρὸ ἕξ ἠμερῶν τοῦ Πάσχα παρεκάθησεν εἰς δεῖπνον, τὸ ὁποῖον παρέθεσαν εἰς Αὐτὸν αἱ ἀδελφαί τοῦ Λαζάρου. Τὴν αὐτήν ἡμέραν «Ἔγνω οὖν ὄχλος πολὺς ἐκ τῶν Ἰουδαίων, ὅτι ἐκεῖ ἔστι καί ἦλθον οὐ διὰ τόν Ἰησοῦν μόνον, ἀλλ’ ἵνα καί τὸν Λάζαρον ἴδωσιν, ὅν ἤγειρεν ἒκ νεκρῶν». Ἔμαθον πολλοὶ Ἰουδαῖοι, ὅτι ὁ Κύριος εὑρίσκετο ἐν Βηθανίᾳ καὶ μεταβαίνουσιν ἐκεῖ, ἵνα ἴδωσι τὸν Χριστὸν καὶ τὸν ἀναστάντα Λάζαρον. «Ἐβουλεύσαντο δὲ οἱ ἀρχιερεῖς, ἵνα καί τόν Λάζαρον ἀποκτείνωσιν, ὅτι πολλοί δὶ’ αὐτὸν ὑπῆγον τῶν Ἰουδαίων καί ἐπίστευον εἰς τόν Ἰησοῦν». Ἐσκέφθησαν καὶ ἀπεφάσισαν οἱ Ἀρχιερεῖς ,νὰ δολοφονήσουν τὸν Λάζαρον, διότι ἐξ αἰτίας του μετέβησαν πολλοί Ἰουδαῖοι εἰς τὴν Βηθανίαν, εἶδον αὐτὸν ἀναστάντα καὶ ἐπὶστευσαν εἰς τὸν Χριστόν.

«Tῇ ἐπαύριον» τὴν ἑπομένην ἡμέραν τῆς παραθέσεως τοῦ δείπνου τούτου, τὴν Κυριακὴν 10ην τοῦ μηνὸς Νισᾶν, ὅτε ὁ Πασχάλιος ἀμνὸς στολιζόμενος ὡδηγεῖτο εἰς τὴν οἰκίαν, ὁ Κύριος «ἐπορεύετο ἔμπροσθεν ἀναβαίνων εἰς Ἱεροσόλυμα». Ὁ Κύριος δήλ. μετὰ τῶν μαθητῶν Του καὶ ἄλλου κόσμου συρρεύσαντος εἰς Βηθανίαν βαδίζει πρὸς τὴν Ἱερουσαλήμ. «Καὶ ἐγένετο ὡς ἤγγισεν εἰς Βηθφαγῆ καί Βηθανίαν πρὸς τὸ ὄρος τὸ καλούμενον ἐλαιῶν, ἀπέστειλε δύο τῶν μαθητῶν Αὐτοῦ καί λέγει αὐτοῖς: ὑπάγετε εἰς τὴν κώμην τὴν κατέναντι ὑμῶν, ἐν ᾖ εἰσπορευόμενοι εὐθύς εὑρήσετε ὄνον δεδεμένην καί πῶλον μὲτ αὐτῆς, ἒφ’ ὅν οὐδεὶς ἀνθρώπων οὔπω κεκὰθικεν λύσατε αὐτὴν καί φέρετε». Ὁ Κύριος δηλαδὴ βαδίζων μετὰ τῶν μαθητῶν Του καὶ ἄλλου κόσμου ἐκ τῆς Βηθανίας ἔφθασεν εἰς τοποθεσίαν τινα κειμένην ἐπὶ τοῦ ὀρους τῶν ἐλαιῶν, μεταξὺ τῶν χωρίων Βηθανίας καὶ Βηθφαγής. Ἐκεῖθεν ἀπέστειλε δύο μαθητάς Του εἰς τὴν ἀπέναντι κώμην, πιθανὸν τὴν Βηθφαγῆ μὲ τὴν ἐντολήν, ὅπως φέρωσι πρὸς Αὐτὸν πῶλόν τινα (γαϊδουρόπουλον), μετὰ τῆς ὄνου (τῆς γαϊδούρας) τὰ ὁποῖα ἦσαν κατὰ τὴν εἴσοδον τῆς κώμης δεμένα εἰς θύραν τινά, ὡς θὰ ἴδωμεν κατωτέρω. Ὁ Κύριος, ὅπως παρθένος ἦτο ἡ Θεοτόκος ἐξ ἧς ἐγεννήθη καὶ καινὸς ὁ τάφος ὅπου ἐνεταφιάσθη, οὕτω καὶ ἐπὶ τοῦ πώλου, ἐπὶ τοῦ ὁποίου οὐδεὶς ἄνθρωπος εἶχε καθίσει, ἐπεθύμησε νὰ καθίσῃ. Ἡ ἱερὰ χρῆσις ζητεῖ καινουργῆ πράγματα! Ὁ Κύριος δίδει τὴν ἐντολήν μετὰ τοῦ πώλου νὰ φὲρωσι καὶ τὴν μητέρα του, τὴν ὄνον, διότι ὁ πῶλος ἦτο περισσὸτερον εὐάγωγος ἔχων μαζί του καὶ τὴν μητέρα του.

Ὁ Κύριος ἔχων ὑπ’ ὄψιν Του τὴν ἠθικήν Του ἐπιρροὴν ἰδίᾳ μετὰ τὴν ἀνάστασιν τοῦ Λαζάρου εἰς τὰ μέρη αὐτά, εἰδοποιεῖ τοὺς δύο μαθητάς Του, ὅτι «ἐὰν τὶς ὑμῖν εἴπῃ», ἐάν σᾶς ἐρωτήσῃ τις «τὶ ποιεῖτε τοῦτο» διατὶ λύετε ταῦτα «εἴπατε ὁ Κὺριος αὐτοῦ χρείαν ἔχει καί εὐθέως αὐτός ἀποστελεῖ πάλιν ὧδε» τὸν χρειάζεται ὁ Κύριος καὶ θὰ σᾶς τὸν ἐπιστρέψῃ ἀμέσως. Μὲ τὴν ἐντολήν ταύτην τοῦ Σωτῆρος ὁ Εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος ἐνθυμεῖται τὴν σχετικὴν προφητείαν Ζαχαρίου 9, 9 καὶ Ἡσαΐου 62, II καὶ λέγει: «Τοῦτο δὲ ὅλον γέγονεν» ἡ ἐντολὴ αὕτη τῆς μεταφορᾶς τῶν δύο ζῴων τούτων ἔγινε «ἵνα πληρωθῇ τὸ ῥηθὲν» ἵνα ἐκπληρωθῇ ἡ προφητεία «διὰ τοῦ προφήτου λέγοντος εἴπατε τῇ θυγατρί Σιών, ἰδοὺ ὁ βασιλεὺς σου ἔρχεταὶ σοὶ πραΰς καί ἐπιβεβηκώς ἐπὶ ὄνον καὶ πῶλον υἱόν ὑποζυγίου». Σιών εἶναι λόφος κείμενος Ν. Δ. τῆς Ἱερουσαλήμ, θυγάτηρ δὲ Σιών εἶναι ἡ Ἱερουσαλὴμ μετὰ τῶν κατοίκων, ἡ ὁποία πατέρα εἶχε τὸν Θεόν. Δία τῆς προφητείας ταύτης προλέγεται εἰς τοὺς Ἰουδαίους καὶ εἰς ὁλόκληρον τὸν κόσμον, ὅτι ὁ Βασιλεύς, ὁ Μεσσίας, ὁ Χριστός, εἰσερχόμενος εἰς τὴν πόλιν Ἱερουσαλὴμ ἐπὶ ὄνου καὶ οὐχὶ ἐπὶ πολεμικοῦ κέλητος, θὰ ἔχῃ χαρακτῆρα εἰρηνικόν, πρᾶον, ταπεινὸν καὶ οὐχὶ ἐγωϊστικόν καὶ πολεμικόν. Οἱ δύο μαθηταὶ λαβόντες τὴν ἐντολήν ταύτην «ἀπῆλθον καί εὗρον τὸν πῶλον δεδεμένον πρὸς τὴν θύραν ἔξω ἐπί τοῦ ἀμφόδου καί λύουσιν αὐτόν». Ἄμφοδος εἶναι ὁ στενὸς δρόμος ἤ δίοδος, δίστρατὸν ὅπου συναντῶνται δύο ὁδοὶ τοῦ χωρίου καὶ τῆς εἰσόδου τοῦ οἴκου. Ἐπὶ τοῦ δρόμου τούτου εὑρίσκετο οἰκία τις, ἐκ τῆς θύρας τῆς ὁποίας εἶχον δεθῆ ὁ πῶλος καὶ πλησίον ἐκείνου ἡ ὄνος.

«Λυόντων δὲ αὐτῶν τὸν πῶλον» ἐνῶ ἔλυον τὸν πῶλον οἱ δύο μαθηταὶ «εἶπόν τινες τῶν ἐκεῖ ἑστηκότων» ἠρώτησαν μερικοί τῶν εὑρισκομένων «οἱ κύριοι» τοῦ πώλου «αὐτοῦ» οἱ ἔνοικοι τοῦ οἴκου ὅπου ἦτο ὁ πῶλος «πρὸς αὐτούς.τί λύετε τὸν πῶλον; οἱ δὲ εἶπον, ὅτι ὁ Κύριος αὐτοῦ χρείαν ἔχει» ὁ Κύριος ἔχει ἀνάγκην αὐτοῦ, Οἱ ἐρωτήσαντες «ἀφῆκαν αὐτούς». Οἱ δύο μαθηταὶ λύσαντες τὸν πῶλον λύουσι καὶ τὴν ὄνον. Μετὰ ταῦτα «ἤγαγον» ὡδήγησαν «τὴν ὄνον» τὴν γαϊδούρα «καί τὸν πῶλον» τὸ πουλαράκι της «πρὸς τὸν Ἰησοῦν». Ὅταν ὡδήγησαν οἱ δύο μαθηταὶ οὗτοι τὰ δύο αὐτὰ ζῷα πρὸς τὸν Ἰησοῦν «ἐπέθηκαν ἒπ’αὐτῶν τὰ ἱμάτια». Τιμῆς ἕνεκεν καὶ χάριν ἀνέτου καθίσματος τοῦ Κυρίου, οἱ μαθηταὶ κὰτ’ ἀρχὰς ἔθεσαν τὰ ἱμάτιά των καὶ εἰς τὰ δύο ζῷα, διότι δὲν ἐγνώριζον ποῦ θὰ καθίσῃ ὁ Χριστός. Μετὰ ταῦτα ὅμως δηλώσαντος τοῦ Κυρίου, ὅτι θὰ καθίσῃ ἐπὶ τοῦ πώλου, ὅπου οὐδεὶς ἄνθρωπος εἶχε καθίσει «φέρουσι τὸν πῶλον πρὸς τὸν Ἰησοῦν, ἐπιρρίψαντες αὐτῶν τὰ ἱμάτια ἒπ’ αὐτοῦ». Μετὰ ταῦτα οἱ μαθηταὶ «ἐπεβίβασαν τὸν Ἰησοῦν». Ἐπεβίβασαν τὸν Ἰησοῦν σημαίνει ἐβοήθησαν νὰ καβαλικεύσῃ ὁ Χριστός «καί ἐπεκάθισεν ἐπάνω αὐτῶν». Ὁ Κύριος ἐκάθισεν εἰς τὰ ἐπὶ τοῦ πώλου ῥιφθέντα ἐνδύματα τῶν μαθητῶν. Ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι ἱππεύς περίφημος νὰ πηδᾷ ἄνευ ἀναβατήρων ἐπί του ἵππου καὶ νὰ κάθηται ἐπὶ σέλλας πολυτελοῦς. Βοηθεῖται ὑπὸ τῶν μαθητῶν Του καὶ κάθηται ἐπὶ τῶν ἐνδυμάτων των. Ὁποία μαγευτικὴ ἁπλότης καὶ φυσικότης δεικνύουσαι στενωτάτην ψὺχικὴν ἐπαφήν διδασκάλου καὶ μαθητῶν!

Ἀφοῦ ὁ Κύριος ἐκάθισεν, ἡ πομπὴ ἐκκινεῖ. «Πορευομένου δὲ Αὐτοῦ, ὁ πλεῖστος ὄχλος ἔστρωσαν ἑαυτῶν τὰ ἱμάτια ἐν τῇ ὁδῷ». Καθ’ ὁδόν ἐνῷ ἐβάδιζον ὁ περισσότερος λαὸς ἔστρωνον κατὰ γῆς τὰ ἱμάτιά των, ἵνα πατήσῃ ἒπ’ αὐτῶν ὁ πῶλος, ἐπί τοῦ ὁποίου ἐκάθητο ὁ Ἰησοῦς. Ὁποία τιμή! «Ἄλλοι δὲ ἔκοπτον κλάδους ἐκ τῶν δένδρων καὶ ἐστρώννυον ἐν τῇ ὁδῷ». Ἄλλοι δὲ κόψαντες ἐκ τῶν παρακειμένων ἀγρῶν διαφόρους κλάδους κατεσκεύαζον καθ’ ὁδόν τιμῆς ἕνεκεν «στιβάδας» ἤτοι στρώματα κλάδων, ἵνα ἐπ’ αὐτῶν πατήσῃ ὁ πῶλος τοῦ Χριστοῦ. Ἡ πομπὴ αὕτη προχωροῦσα φθάνει εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ ὄρους τῶν ἐλαιῶν. «Ἐγγίζοντος δὲ Αὐτοῦ ἤδη πρὸς τῇ καταβάσει τοῦ ὄρους τῶν ἐλαιῶν», ὅτε δηλαδὴ ἤρχισαν νὰ καταβαίνωσι τὴν κορυφὴν τοῦ ὄρους τῶν ἐλαιῶν ὁ Χριστὸς καὶ ἡ λοιπὴ πομπὴ ἤ ὅταν καταβαίνοντες ἀπό τῆς κορυφῆς τοῦ ὄρους ἔφθασαν πλησίον τοῦ μέρους, ὅπου τελειώνει ὁ κατηφορικὸς δρόμος τοῦ ὄρους τῶν ἐλαιῶν καὶ ἤρχισαν νὰ βαδίζωσι πρὸς τὴν Ἁγίαν πόλιν, ἰδόν «ἅπαν τὸ πλῆθος τῶν μαθητῶν» τὴν Ἱερουσαλὴμ «ἤρξατο χαίροντες αἰνεῖν τὸν Θεὸν φωνῇ μεγάλῃ περὶ πασῶν, ὧν εἶδον δυνάμεων». Εἰς τὴν κατάβασιν δηλαδὴ ταύτην τοῦ λόφου τῶν ἐλαιῶν ἀντικρύσαντες τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ ἐνθυμηθέντες οἱ ἀκολουθοῦντες τὸν Χριστὸν Ἰουδαῖοι τὰ θαύματα τοῦ Χριστοῦ καὶ θεωροῦντες Αὐτὸν Μεσσίαν, Λυτρωτὴν ἐκ τοῦ Ρωμαϊκοῦ ζυγοῦ πλήρεις χαρᾶς ὕμνουν τὸν Θεόν, διότι θὰ ἀπελευθερωθῇ, ὡς ἐνόμιζον, ἡ ὑπόδουλος Ἱερουσαλήμ. Καὶ συγκεκριμένως δὲ «oἱ προάγοντες αὐτῶν» οἱ προπορευόμενοι τῆς πομπῆς «καί ἀκολουθοῦντες ὄχλοι καὶ οἱ ἐρχόμενοι ὄπισθεν τοῦ Ἰησοῦ ἔκραζον λέγοντες˙ ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος» βασιλεὺς «ἐν ὀνόματι Κυρίου. Εὐλογημένη ἡ ἐρχομένη βασιλεία ἐν ὀνόματι Κυρίου τοῦ πατρὸς ἡμῶν Δαυίδ. Ὡσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις. Εἰρήνη ἐν οὐρανῷ καὶ δόξα ἐν ὑψίστοις». Τὸ ὡσαννὰ κατὰ λέξιν σημαίνει «σῶσον λοιπόν». Ἐχρησιμοποιεῖτο δὲ καὶ ὡς εἶδος ζητωκραυγῆς. Ἑπομένως «ὡσαννὰ τῷ υἱῷ Δαυὶδ» σημαίνει «ζήτω ὁ ἀπόγονος τοῦ Δαυὶδ» ὁ Μεσσίας, ὁ Χριστός. Οὗτος εἶναι «εὐλογημένος» δοξασμένος, διότι τὰ θαύματα, τὰ ὁποῖα ἐπετέλει μέχρι τότε, ἐδείκνυον, ὅτι ἔρχεται ἐν ὀνόματι τοῦ Κυρίου ὡς ἀπεσταλμένος δηλαδὴ τοῦ Θεοῦ. Δοξασμένη εἶναι καὶ ἡ τοιαύτη βασιλεία τοῦ Δαυὶδ ἔχουσα τοιοῦτον ἀπόγονον, τὸν Χριστόν. Μετὰ τὴν δοξολογίαν αὐτὴν ἔρχεται ἡ εὐχὴ «ὡσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις», τὸ ὁποῖον σημαίνει: Σῶσον ἡμᾶς ὁ ἐν ὑψίστοις Θεός, ὅπου ὑπάρχει εἰρήνη καὶ δόξα, διότι γῆ καὶ οὐρανὸς συμφιλιώνονται σήμερον. Ὅλα αὐτὰ ἐγένοντο καί ἐλέγοντο, διότι ἐθεώρουν τὸν Χριστὸν ὡς Λυτρωτὴν των ἐκ τοῦ Ρωμαϊκοῦ ζυγοῦ. Τινὲς ὅμως τῶν προσκυνητῶν ἠγνόουν τὸν Χριστόν. Οἱ γνωρίζοντες Αὐτὸν ἔλεγον πρὸς αὐτούς: «οὗτος ἐστιν Ἰησοῦς ὁ προφήτης ὁ ἀπὀ Ναζαρὲτ τῆς Γαλιλαίας».

Ἐκ τῆς Ἱερουσαλὴμ ἐκκινεῖ ἄλλη πομπὴ πρὸς ὑπάντησιν τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Ἰωάννης λέγει: «Ὄχλος πολὺς ὁ ἐλθών εἰς Ἱερουσαλὴμ καὶ εἰς τὴν ἑορτήν» τοῦ Πάσχα «ἀκούσαντες, ὅτι ἔρχεται ὁ Ἰησοῦς εἰς Ἱεροσόλυμα ἔλαβον τὰ βαΐα τῶν Φοινίκων καὶ ἐξῆλθον εἰς ὑπάντησιν.Αὐτῷ καὶ ἐκραύγαζον ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ». Ἡ πομπὴ αὕτη ἐξεκίνησε ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλήμ, διότι ἐπληροφορήθη τὴν ἀνάστασιν τοῦ Λαζάρου καὶ ὁ λαὸς ἐσχημάτισε τὴν γνώμην, ὅτι Αὐτὸς ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Μεσσίας, ὅπως λέγει ῥητῶς ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης. «Ἐμαρτύρει οὖν ὁ ὄχλος ὁ ὤν μετ’ Αὐτοῦ» ὡμολόγει ὁ κόσμος ὁ ὁποῖος ἦτο μαζί Του «ὅτι τόν Λάζαρον ἐφώνησεν ἐκ τοῦ μνημείου καὶ ἤγειρεν αὐτόν ἐκ νεκρῶν. Διά τοῦτο καὶ ὑπήντησεν αὐτῷ ὁ ὄχλος» διὰ τοῦτο προϋπήντησε Αὐτόν ὁ λαὸς «ὅτι ἤκουσαν τοῦτο Αὐτὸν πεποιηκέναι τό σημεῖον» διότι ἐπληροφορήθη, ὅτι ἔκαμε τὸ θαῦμα αὐτὸ ὁ Χριστὸς τῆς ἀναστάσεως τοῦ Λαζάρου.

Ὁ εὐαγγελιστὴς προσθέτει: «Ταῦτα δὲ οὐκ ἔγνωσαν οἱ μαθηταὶ Αὐτοῦ τό πρῶτον, ἀλλ’ ὅτε ἐδοξάσθη ὁ Ἰησοῦς, τότε ἐμνήσθησαν, ὅτι ταῦτα ἦν ἐπ’ Αὐτῷ γεγραμμένα καὶ ταῦτα ἐποίησαν Αὐτῷ” Τὸν χαρακτῆρα τῆς ἐπὶ πώλου ὄνου εἰσόδου τοῦ Κυρίου εἰς Ἱεροσόλυμα δὲν ἐνόησαν τότε οἱ μαθηταί, πολὺ δὲ περισσότερον ὁ λαός καὶ διὰ τοῦτο ἐνόμιζον, ὅτι ἐπρόκειτο περί ἐθνικοῦ Λυτρωτοῦ. Ὅτε ὅμως ἐδοξάσθη ὁ Κύριος κατὰ τὴν ἀνάστασιν καὶ ἰδίᾳ τὴν Πεντηκοστήν,τότε ἤνοιξεν αὐτῶν ὁ νοῦς καὶ ἐγνώρισαν τὸν πραγματικὸν χαρακτῆρα τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος ἦτο οὐχί ἐθνικὸς λυτρωτὴς ἀλλά σωτὴρ τῶν ψυχῶν. Ἤδη ἠνώθησαν αἱ δύο πομπαὶ καὶ ἦτο τεραστία συγκέντρωσις κόσμου. Ἐνῷ ὁ λαὸς θαυμάζει, οἱ Φαρισαῖοι βλέποντες, ὅτι εἶναι ἀδύνατον νὰ ἐκτελεσθῇ ἡ διαταγὴ τῆς συλλήψεώς Του, διότι ἐβράδυναν νὰ ἐκτελέσωσι ταύτην καὶ ταυτοχρόνως φθονοῦντες τὸν Ἰησοῦν λέγουν μεταξὺ των: «Θεωρεῖτε, ὅτι οὐκ ὠφελεῖτε οὐδέν;» Προσέχετε καλῶς ὅτι δὲν κάμνωμεν τίποτε; «ἴδε ὁ κόσμος ὀπίσω Αὐτοῦ ἀπῆλθε». Ὅλος ὁ κόσμος εἶναι μαζί Του «Τινὲς ὅμως τῶν Φαρισαίων» ἐξελθόντες «ἀπό τοῦ ὄχλου» μετὰ τοῦ ὁποίου εἶχον ἀναμιχθῆ φοβηθέντες μήπως ἡ ὑπὲρ Αὐτοῦ ζητωκραυγὴ τοῦ λαοῦ θεωρηθῇ ὑπὸ τῶν Ρωμαϊκῶν ἀρχῶν κατοχῆς ὡς ἐπανάστασις καὶ ἔχῃ σκληράς συνεπείας «εἶπον πρός Αὐτόν Διδάσκαλε ἐπιτίμησον» ἐπίπληξον «τοῖς μαθηταῖς σου». Ἔχασαν τὸ κῦρος εἰς τὸν λαὸν καὶ ἀπευθύνονται εἰς τὸν Χριστόν. Ὁ Κύριος ἀπαντᾷ:«λέγω ὑμῖν, ὅτι ἐὰν οὗτοι σιωπήσωσιν, οἱ λίθοι κράξουσι», Καὶ πράγματι! Κατὰ τὴν σταύρωσιν τοῦ Κυρίου «αἱ πέτραι ἐσχίσθησαν καὶ τὰ μνημεῖα ἠνεῴχθησαν».

Ὁ σκοπὸς τῆς θριαμβευτικῆς εἰσόδου τοῦ Κυρίου εἰς Ἱεροσόλυμα ἦτο νὰ ἀναγνωρισθῇ ὡς Μεσσίας ἔπειτα ἀπὸ τόσα θαύματα, τὰ ὁποῖα εἶχε κάμει. Δία τοῦτο «ὡς ἤγγισεν», ὅταν ἐπλησίασε τὴν Ἱερουσαλὴμ «ἰδών τὴν πόλιν» Ἱερουσαλὴμ «ἔκλαυσεν ἒπ’ αὐτῇ» μετὰ φωνῶν διακοπτουσῶν τὴν φωνὴν ἐθρήνησε τὴν Ἱερουσαλὴμ «λέγων, ὅτι εἰ ἔγνως καὶ σύ καὶ γε ἐν τῇ ἡμέρᾳ σου ταύτη τὰ πρός εἰρήνην σου» ἐὰν ἐγνώριζες καὶ σὺ ὅπως καὶ οἱ μαθηταί μου ἔστω καὶ σήμερον ποίαν σημασίαν ἔχει διὰ τὴν εἰρήνην σου, διὰ τὴν σωτηρίαν σου ἡ σημερινὴ ἐπίσημος εἴσοδός Μου ὡς Μεσσίου καὶ Πνευματικοῦ Λυτρωτοῦ, ἀφοῦ μέχρι τώρα μὲ παρεγνώρισες, θὰ ἐφέρεσο πρὸς Ἐμέ διαφορετικὰ ἀπὸ ὅ,τι θὰ φερθῇς μετ’ ὀλίγας ἡμέρας σταυρώνουσα Ἐμέ καὶ δὲν θὰ ἐχάνεσο δυστυχῶς! «Νῦν» καὶ τώρα «ἐκρύβη ἀπό τῶν ὀφθαλμῶν σου» ἡ σημασία τῆς ἡμέρας ταύτης! Ἐτυφλώθητε καὶ δὲν βλέπετε. Δία τοῦτο «ἥξουσιν ἡμέραι ἐπὶ σὲ καὶ περιβαλοῦσιν οἱ ἐχθροί σου χάρακά σοι καὶ περικυκλώσουσι σε καὶ συνέξουσι σε πάντοθεν καὶ ἐδαφιοῦσι σε καὶ τὰ τέκνα σου ἐν σοί καί οὐκ ἀφήσουσιν ἐν σοί λίθον ἐπὶ λίθῳ, ἀνθ’ ὧν οὐκ ἔγνως τόν καιρὸν τῆς ἐπισκοπῆς σου», θὰ ἔλθωσιν ἡμέραι κακαί, ὅτε οἱ ἐχθροί σου «περιβαλοῦσι» θὰ σὲ περικυκλώσουσι καὶ θὰ ἀνοίξωσι γύρω σου «χάρακα» χαράκωμα, χάνδακα καὶ «συνέξουσί σὲ» ἀπὸ παντοῦ ὅλα θὰ εἶναι κλεισμένα, θὰ σὲ στενοχωροῦν, ὥστε νὰ μὴ δύνασαι νά διαφύγῃς. Οἱ ἐχθροὶ οὗτοι «ἐδαφιοῦσι σε» θα κατεδαφίσωσι τὰ τείχη καὶ τὰ τέκνα σου, τὸν λαόν σου θὰ καταστρέψωσι. Τόση δὲ θὰ εἶναι ἡ καταστροφή σου, ὥστε δὲν θὰ μείνῃ λίθος ἐπὶ λίθον, πέτρα ἐπάνω εἰς τὴν πέτραν. Θὰ γίνουν δὲ ὅλα αὐτά, διότι δὲν ἀνεγνώρισες ἐμέ ὡς Μεσσίαν, ὁ ὁποῖος οὐχὶ ἅπαξ σᾶς ἐπεσκέφθην νὰ σᾶς λυτρώσω ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν. «Εἰσελθόντος δὲ Αὐτοῦ εἰς Ἱεροσόλυμα» ὅταν ὁ Χριστὸς εἰσῆλθεν εἰς Ἱεροσόλυμα «ἐσείσθη πᾶσα ἡ πόλις λέγουσα» ἀνεταρὰχθησαν ὅλοι οἱ κάτοικοι τῆς Ἱερουσαλὴμ λέγοντες «τίς ἐστιν οὗτος;» ποῖος εἶναι Αὐτός; «οἱ δὲ ὄχλοι» οἱ ἔχοντες γνῶσιν τινα Αὐτοῦ «ἔλεγον οὗτος ἐστὶν Ἰησοῦς ὁ προφήτης» ὁ καταγόμενος «ἀπὸ Ναζαρὲτ τῆς Γαλιλαίας». Ὁ Κύριος προχωρῶν «εἰσῆλθεν εἰς τὸ ἱερὸν τοῦ Θεοῦ» εἰς τὸν ἱερὸν δηλαδὴ περίβολον τοῦ ναοῦ. Ἐκεῖ «προσῆλθον αὐτῷ» τὸν ἐπλησίασαν «χωλοὶ καί τυφλοί καί ἐθεράπευσεν αὐτούς». Ταυτοχρόνως τὰ παιδιὰ ἐφώναζον εἰς τὸν ἱερὸν αὐτὸν χῶρον ὅ,τι ἤκουσαν ἀπό τούς μεγάλους «ὡσαννὰ τῷ υἱῷ Δαυίδ». Ζήτω τοῦ ἀπογόνου τοῦ Δαυίδ, τοῦ Χριστοῦ. «Οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ γραμματεῖς ἰδόντες τὰ θαύματα, ἅ ἐποίησε» τὰ ὁποῖα ἔκαμεν ὁ Χριστὸς ἤτοι: τὴν θεραπείαν τυφλῶν καὶ χωλῶν «καί τοὺς παῖδας κράζοντας ὡσαννὰ τῷ υἱῷ Δαυΐδ, ἠγανάκτησαν» ἀντὶ νὰ πιστεύσωσι, καὶ εἶπον εἰς Αὐτὸν «ἀκούεις τί οὗτοι λέγουσιν; ὁ δὲ Ἰησοῦς λέγει αὐτοῖς ναί». Ἀκούω τί λέγουσι. Ἀλλά σεῖς «οὐδέποτε ἀνέγνωτε» δὲν ἐδιαβάσατε ποτὲ τὸ τοῦ ψαλμοῦ «ὅτι ἐκ στόματος νηπίων καὶ θηλαζόντων κατηρτίσω αἶνον;» Τὸ ψαλμικὸν τοῦτο χωρίον 8, 3 ἀναφέρεται κατὰ λέξιν εἰς τὴν λαμπρότητα τοῦ ἐνάστρου οὐρανοῦ, ἡ ὁποία θὰ θέλξῃ καὶ αὐτὰ τὰ μικρὰ παιδία, τὰ ὁποῖα θὰ ἐκσπάσουν εἰς ἀγαλλίασιν. Ὁ ἐνθουσιασμὸς οὗτος θὰ ἐντροπιάσῃ τοὺς ἀπίστους τους ἀρνούμενους τὸν Θεόν. Καὶ ἐδῶ τὰ παιδία ἐντροπιάζουν τοὺς τυφλοὺς Γραμματεῖς καὶ Φαρισαίους, διότι ἀναγνωρίζουσι τὸν Χριστόν, ὡς ἀπόγονον τοῦ Δαυΐδ, ὡς Μεσσίαν.

Παρατήρησις:
Ἡ θεραπεία τῶν τυφλῶν καὶ χωλῶν ὑπό του Κυρίου, ἡ κραυγὴ τῶν παίδων, ἡ ἀγανάκτησις τῶν ἀρχιερέων καὶ Γραμματέων καὶ ἡ ἀπάντησις τοῦ Κυρίου ἀναφέρονται μόνον ὑπὸ τοῦ εὐαγγελιστοῦ Ματθαίου μετὰ τὴν θριαμβευτικὴν εἴσοδον τοῦ Κυρίου εἰς Ἱεροσόλυμα καὶ μετὰ τὴν ἐκδίωξιν τῶν ἐμπόρων ἐκ τοῦ ναοῦ. Ἐπειδὴ ὅμως ἡ ἐκδίωξις τῶν ἐμπόρων ἐκ τοῦ ναοῦ ἔγινε κατὰ τὸν εὐαγγελιστὴν Μᾶρκον τὴν ἑπόμενην τῆς θριαμβευτικῆς εἰσόδου, ὑπὸ τινων τοποθετεῖται ἡ θεραπεία τῶν τυφλῶν καὶ χωλῶν καὶ ἡ ζητωκραυγὴ τῶν παίδων τὴν ἑπόμενην ἡμέραν. Ἐπειδὴ ὅμως ἡ ζητωκραυγὴ τοῦ ὡσαννὰ τῶν παίδων εἶναι φυσικώτερον νὰ ἔγινε τὴν ἡμέραν τῆς εἰσόδου εἰς τὴν πόλιν, τοποθετεῖται ὑπὸ ἄλλων τὴν ἡμέραν τῆς θριαμβευτικῆς εἰσόδου. Προτιμοτέραν θεωροῦν τὴν δευτέραν γνώμην.

Θέμα: Ἁπλότης—πλοῦτος

Ἔχομεν ἐνώπιόν μας τὸν Ἰησοῦν καθήμενον ἐπὶ ὄνου, ἐνῶ πάσα ἡ πόλις σείεται ἐκ συγκινήσεως. Ἑπομένως ὁ Χριστός εἶναι πλοῦτος ψυχικῆς συγκινήσεως καὶ ἁπλότης ζωῆς. Πρέπει καὶ ὁ ἰδικὸς μᾶς βίος νὰ εἶναι ἁπλότης-πλοῦτος.

Α. Πλοῦτος-ἁπλότης τοῦ Κυρίου.

Ὅλος ὁ βίος τοῦ Κυρίου εἰς τὰς ἀνθρωπίνας ἀνάγκας, χαράς καὶ λύπας Του ὑπῆρξεν ἁπλοῦς. Ὡς ἄνθρωπος ὁ Κύριος ἔπρεπε νὰ γεννηθῇ. Ἐγεννήθη εἰς τὸν ἁπλούστερον τόπον, τόν σταῦλον. Ὡς βρέφος ἔπρεπε νὰ ἀνακλιθῇ ἤτοι νὰ φασκιωθῇ καὶ νὰ τεθῇ εἰς λίκνον, σὲ μπεσίκι μὲ ὡρισμένην θερμοκρασίαν. Ἀνεκλίθη εἰς τὴν φάτνην, τὸ παχνὶ τῶν ζώων ἔχων ὡς θέρμανσιν τὰ χνῶτα τῶν ζώων. Ποία φυσικότης ! Ποία ἁπλότης! Ἔπρεπε νὰ γεννηθῇ ἀπὸ μητέρα, ἡ ὁποία ἔπρεπε νὰ ἔχη μνηστῆρα. Ἐγεννήθη ἀπὸ μητέρα ἄσημον καὶ μνηστῆρα τέκτονα. Ποία ἁπλότης! Ἔπρεπε νὰ ἐκλέξῃ μαθητάς. Ἐξέλεξεν ὄχι ρήτορας καὶ σοφούς, ἀλλά πτωχοὺς καὶ ἁλιεῖς. Ποία ἁπλότης. Παραθέτει τράπεζαν διὰ 5.000 ἀνθρώπους ἀπὸ ἄρτους κριθίνους καὶ μερικὰ ψάρια, παραθέτει δὲ τούτους χωρὶς προετοιμασίαν, ἀλλά προχείρως. Ποία ἁπλότης! Ἄλλοτε, ὅτε ἐπείνασε, ἀποστέλλει τοὺς μαθητάς Του εἰς τὴν Συχὲμ νὰ ἀγοράσωσι τροφάς, αὐτὴν τὴν ὥραν τῆς πείνας του. Πόση ἁπλότης ! Ὡς καθίσματα χρησιμοποεῖ διὰ τοὺς 5.000 οἱ ὁποῖοι ἐχορτάσθησαν ἐκ τῶν 5 ἄρτων, τὸν χόρτον τῶν ἀγρῶν, διὰ τὸν ἑαυτὸν Του τὸ ἔδαφος, ὅτε εἰς τὸ φρέαρ τοῦ Ἰακὼβ «ἐκαθέζετο οὕτως» ἤτοι ἀφελῶς «ἐπὶ τῇ πηγῇ». Ποία φυσικότης!Ποία ἁπλότης!

Ἐνδύματα εἶχε ἁπλᾶ σπίτι δὲν εἶχε! Ὅταν μετέβαινεν ἀπὸ τόπου εἰς τόπον, μετέβαινεν ὁδοιπορῶν καὶ κεκοπιακώς. «Καθήμενος οὐ θρόνων δεῖται οὐδὲ προσκεφαλαίου ἀλλά ἐπὶ τοῦ ἐδάφους κάθηται, πότε μὲν ἐν τῷ ὄρει πότε δὲ παρὰ τῇ πηγῇ» ὡς λέγει ὁ Χρυσόστομος. Καὶ ἐκεῖ μόνος! Πόση ἁπλότης! Ὅταν δακρύῃ, δακρύει ἠρέμᾳ καὶ «ἐνεβριμήσατο τῷ πνεύματι» δακρύων διὰ τὸν Λάζαρον. Ἀλλά καὶ κατὰ τὸν θρίαμβόν Του πόσον ἁπλοῦς εἶναι! Δὲν ἐκλέγει ὁ ἴδιος κέλητα πολεμικόν, ἀλλά ὄνον, οἱ δὲ μαθηταί Του δὲν στρώνουσι τάπητας, ἀλλά ἐνδύματα καὶ κλάδους δένδρων. Ἡ δὲ ὑποδοχὴ τοῦ λαοῦ δὲν ἦτο ὠργανωμένη, ἀλλά αὐθόρμητος. Ποία φυσικότης!Ποία ἁπλότης!

Ἀλλά καὶ πόσος πλοῦτος! Ποῖος πλοῦτος, ὅταν εἰς τὴν ὁρατήν ἁπλότητα τῆς γεννήσεως Του ἄγγελοι ψάλλουσιν ἐν οὐρανῷ ἐπὶ τῇ γεννήσει Του, τὸ «δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γὴς εἰρήνῃ! Τί πλοῦτος ὅταν ἡ ἁπλῆ Μαρία κοκκινίζῃ, ὅταν ὁ ἄγγελος ὁμιλῇ περὶ γεννήσεως τέκνου! Τί πλοῦτος εὐγενείας εἰς τὸν τέκτονα Ἰωσήφ, ὅταν ἰδών αὐτὴν ἔγγυον «ἐβουλήθη λάθρᾳ ἀπολῦσαι αὐτήν», ὥστε νὰ συμβιβάση τὸν νόμον μὲ τὴν ἀγάπην του πρὸς τὴν μνηστήν του! Ποῖος πλοῦτος, ὅταν τρὲφωνται μὲ 5 ἄρτους 5.000 ἄνθρωποι καθήμενοι εἰς χορτάρια ! Ποῖος πλοῦτος ὅταν ὁ καθήμενος ἐπὶ τῶν Χερουβίμ καὶ περιπατῶν ἐπὶ πτερύγων ἀνέμων κάθηται ἐπὶ ἐδάφους ἄνευ πολυθρόνας οὐδὲ ἐπὶ προσκεφαλαίου καὶ βαδίζῃ κοπιάζων ἐκ τῆς ὁδοιπορίας Του! Ποῖος πλοῦτος, ὅταν δὶ’ ἁπλῶν, ἀγραμμάτων Ἀποστόλων φωτίζῃ τοὺς σοφούς τῆς γῆς! Πόσος πλοῦτος, ὅταν ἐμβριμᾶται ὁ Κύριος συγκρατῶν τὰ δάκρυά Του διὰ τὸν θάνατον τοῦ φίλου Του Λαζάρου! Πόσον πλουσία εἶναι ἡ πτωχεία Του καὶ τὰ ἁπλᾶ ἐνδύματα Του! Πόσος πλοῦτος ἡ φυσικότης καὶ αὐθορμησία τῆς ὑποδοχῆς κατὰ τὴν εἴσοδόν Του εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα! Ὁ Κύριος θρηνεῖ μετὰ λυγμῶν τὴν πώρωσιν τῶν Ἰουδαίων. Πόσος ψυχικὸς πλοῦτος! Ἄφθαστος εἶναι ἡ ποικιλία τῆς ἁπλότητος καὶ τοῦ πλούτου τοῦ Ἰησοῦ!

Β. Ἁπλότης—πλοῦτος ἡμῶν:

Μεγάλοι σκιτσογράφοι εἶναι ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι μὲ δύο ἡ τρεῖς γραμμὲς ἐπιτυγχάνουν πλουσίαν ἀπόδοσιν. Μεγάλοι ζωγράφοι εἶναι ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι μὲ ὀλίγες πινελιὲς ζωγραφίζουν ὅ,τι δὲν δύνανται νὰ κάμωσιν ἄλλοι μὲ πολλὲς πινελιές. Ρήτωρ καὶ σοφὸς ὀνομάζεται ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος λέγει ὀλίγα καὶ σὲ ἀναγκάζει νὰ σκέπτεσαι πολλά. Ἡ λαϊκὴ παροιμία δὲν λέγει, ὅτι τὰ πολλὰ στολίδια χαλᾶνε τὴν νύμφη; Ἑπομένως ἡ καλὴ τέχνη καὶ μεγάλη σοφία εἶναι ἐκεῖ ὅπου ὑπάρχει ἁπλότης—πλοῦτος!

Πολὺ περισσότερον πρέπει νὰ εἶναι ἁπλότης—πλοῦτος ὁ χριστιανός. Τοῦτο ἐπιτυγχάνει οὗτος ὅταν ἐξωτερικῶς εἶναι ἁπλοῦς καὶ ἐσωτερικῶς πλούσιος. Καὶ συγκεκριμένως. Βλέπετε μίαν χριστιανὴν κόρην, ἡ ὁποία ἐνδύεται ἀπλᾶ, ἀλλά κοκκινίζει, ὅταν τῆς ὁμιλῇς. Πόσος πλοῦτος εἰς τὴν μεγάλην ἁπλότητα καὶ ἐντροπήν της! Τὴν προσέχουν ἀνήθικοι καὶ ἠθικοὶ ἄνδρες. Βλέπετε γυναῖκα χριστιανήν,ἡ ὁποία σκέπτεται πολὺ καὶ ὁμιλεῖ ὀλίγον. Τί πλοῦτος ψυχικὸς εἰς τὴν πτωχείαν, τὴν σκέψιν, τὴν ἁπλότητα, τῶν λόγων της! Βλέπετε ἄλλην γυναῖκα, ἡ ὁποία πονεῖ πολύ, ἀλλά δὲν ξεμαλλιάζεται ἀπὸ τὸν πόνον της οὔτε ἔχει ξεφωνητὰ καὶ λιποθυμίες, ἀλλά δακρύει ἠρέμᾳ. Πόσος πλοῦτος ψυχικὸς εἰς τὴν ἁπλότητα τῶν δακρύων της!

Βλέπετε ἕνα ἄνδρα πλούσιον, ὁ ὁποῖος δύναται νὰ χρησιμοποίησῃ, πολυτελέστατον μεταφορικὸν μέσον καὶ χρησιμοποιεῖ ὄχι ἀπὸ φιλαργυρίαν ἀλλά ἀπὸ ἁπλότητα, σύνηθες μεταφορικὸν μέσον. Πόσος πλοῦτος ψυχικὸς εἰς τὸ ἁπλοῦν μεταφορικὸν μέσον! Ἕνας πίνει, ὅταν διψᾷ καὶ τρώγει, ὅταν πεινᾷ, ἀποφεύγων νὰ μασουλᾷ κάθε λεπτόν τῆς ὥρας. Ἂς μὴ ἔχῃ φαγητὰ πλούσια διεγερτικά τοῦ λάρυγγος, ἂς τρώγῃ ὀλίγα καὶ λιτά, πόσος πλοῦτος εἶναι ἡ πεῖνα καὶ ἡ δίψα εἰς τὴν ἁπλότητα καὶ λιτότητα τῶν φαγητῶν! Ἡ πεῖνα καὶ ἡ δίψα δὲν εἶναι τὸ νοστιμώτερον, τὸ φυσικώτερον, τὸ πλουσιώτερον μπαχαρικόν; Ὁ χριστιανὸς ὡς ἄνθρωπος θὰ καθίσῃ. Πόσον ἀναπαυτικόν καὶ πλούσιον εἶναι τὸ ἁπλούστατον κάθισμά του, ὅταν προηγουμένως κουρασθῇ ὀρθοστατῶν ἤ βαδίζων διὰ μίαν καλὴν πρᾶξιν! Ἐπέτυχες κἄτι καὶ ἡ δόξα σου εἶναι μεγάλη. Ὁ λαὸς σοῦ κάμνει θρίαμβον, ὅπως εἰς τὸν Χριστόν. Πόσον πλοῦτον ψυχικὸν θὰ δείξῃς, ὅταν ἀποφεύγῃς τὰς περιαυτολογίας σου, εἶσαι λιτός, ἁπλοῦς εἰς τοὺς ἐπαίνους τῶν ἄλλων. Τοιαύτη εἶναι ἡ σχέσις τοῦ ἐσωτερικοῦ μας πλούτου καὶ τῆς ἐξωτερικῆς ἁπλότητος! Καὶ πολύ ὀρθῶς διὰ τὸν ἑξῆς λόγον.

Ὅσον ὀλίγα ὑλικὰ ἀγαθὰ ἔχομεν καὶ πολλὰ ψυχικά, τόσον περισσότερον ἁπλοῖ καὶ πλούσιοι εἴμεθα. Διὰ τοῦτο δὲν πρέπει νὰ βλέπωμεν τί ὑλικὰ ἀγαθὰ μᾶς λείπουν καὶ ἔτσι νὰ χάνωμεν τὴν ψυχικήν μας εἰρήνην, ἀλλά καὶ τί ἔχομεν, ὥστε νὰ δοξάζωμεν τὸν Θεόν. Ὅσα ὑλικὰ ἀγαθὰ καὶ ἂν ἔχωμεν, πάντοτε κἄτι θὰ μᾶς λείπει καὶ ὅσα ἂν μᾶς λείπουν, κἄτι θὰ ἔχωμεν. Εἰς τὰ πνευματικὰ ἀγαθὰ ὅμως δὲν θὰ βλέπωμεν τί ἔχωμεν, ἀλλά τί μᾶς λείπει, ἵνα προοδεύωμεν. Ἂν βλέπωμεν ποῖα πνευματικὰ ἀγαθὰ ἔχομεν καὶ ὄχι ποῖα μᾶς λείπουν, θὰ μείνωμεν στάσιμοι. Πόσον σοφὸς εἶναι ὁ συνδυασμὸς εἰς τὸν Χριστὸν καὶ χριστιανὸν πλούτου καὶ ἁπλότητος, πλούτου ἐσωτερικοῦ καὶ ἁπλότητος ἐξωτερικῆς! Ἂς ἔχῃ δόξαν ὁ Θεός! Ἂς φροντίσωμεν νὰ ἔχωμεν τοιοῦτον ἐσωτερικὸν πλοῦτον καὶ τοιαύτην ἐξωτερικὴν ἁπλότητα.

Ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης μετὰ τὴν διήγησιν τῆς θριαμβευτικῆς εἰσόδου τοῦ Κυρίου εἰς Ἱεροσόλυμα καὶ πρὸ τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου, θέτει τὴν ζήτησιν τοῦ Χριστοῦ ὑπὸ τῶν Ἑλλήνων (12, 20—36) καὶ τὸν ἔλεγχον τῆς τυφλώσεως τῶν Ἰουδαίων (12, 37—50). Καὶ τὰ δύο ταῦτα πρέπει νὰ τοποθετηθῶσι τὴν ἡμέραν τῆς θριαμβευτικῆς εἰσόδου τοῦ Κυρίου εἰς Ἱεροσόλυμα, διότι ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης συνδέει τὴν θριαμβευτικὴν εἴσοδον καὶ τὰ πράγματα αὐτὰ διὰ τοῦ «δὲ» ἐν τῇ φράσει «Ἦσαν δὲ Ἕλληνές τινες….» ἐν 12,20.