Ἡ παράσταση μᾶς μεταφέρει ἔξω ἀπό τήν πόλη, σέ βράχους. Σ’ ἕναν ἀπό αὐτούς, ὅπως συνήθιζαν οἱ Ἰουδαῖοι, ἦταν λαξευμένο τό μνῆμα τοῦ Λαζάρου. Δεσπόζει κι ἐδῶ ἡ μορφή τοῦ Χριστοῦ. Βλέπουμε τή θλίψη του, ἀλλά μαντεύουμε καί τή θεότητά του. Τήν τελευταία προδίδουν, πρῶτο, ἡ μεγαλοπρεπής στάση του καί, δεύτερο, τό γεγονός ὅτι οἱ Ἰουδαῖοι (τούς βλέπουμε στή δεξιά ὁμάδα τῶν προσώπων) κοιτάζουν τό Χριστό καί ὄχι τό Λάζαρο. Τό ἕνα χέρι τοῦ Κυρίου κρατάει εἰλητό καί τό ἄλλο μέ ἐκφραστική κίνηση ἐκτείνεται πρός τό Λάζαρο. Μέ τό πρόσταγμά του ὁ Λάζαρος ἀνασταίνεται. Ἕνας νέος ἀφαιρεῖ τίς ταινίες κι ἕνας ἄλλος σηκώνει τήν πλάκα τοῦ τάφου. Ἐντυπωσιακές οἱ ἀδελφές του Λαζάρου. Προσκυνοῦν τόν Κύριο ἔχοντας στά πρόσωπα τούς χαραγμένη τήν ἄφατη λύπη τους. Ὡραία παρατηρήθηκε, πώς «ὅλοι οἱ εἰκονιζόμενοι ἀποτελοῦν, ἁπλά καί μόνο, διαφορετικές ἀποχρώσεις καί ψυχολογικές διαβαθμίσεις τοῦ ἴδιου συναισθήματος, τῆς ἴδιας ψυχολογικῆς κατάστασης — τῆς βαθειᾶς εὐλάβειας μπροστά στό γεγονός: ἀπό τήν ἤρεμη κίνηση τῶν Ἀποστόλων ὡς τό γεμάτο αὐταπάρνηση ὀδυρμό τῆς Μαρίας» (Εἰκόνες τῆς κρητικῆς τέχνης… σ. 364).
Ἔτσι ἡ εἰκόνα μας ἐκτός ἀπό τό θεϊκό της στοιχεῖο ἔχει καί τό ἀνθρώπινο. Ἄλλες εἰκόνες, ὅπως τῆς Ἀναλήψεως, τῆς Ἀναστάσεως κ.α. ἔχουν κρυμμένο τό μυστήριό τους καί φανερό τό συμβολικό τους χαρακτήρα. Ἐδῶ τά πράγματα εἶναι κατανοητά καί φανερά. Ὁ Οὐσπένσκη πού λέει αὐτά, συνοψίζει’ «Ἡ εἰκόνα μεταδίδει τήν ἐξωτερική, φυσική πλευρά τοῦ θαύματος, κάνοντὰς την προσιτή στήν ἀνθρώπινη ἀντίληψη καί ἔρευνα, ὅπως ὅταν τελέστηκε τό θαῦμα καί ὅπως ἀκριβῶς ἀναφέρεται στά Εὐαγγέλια».
Ἡ παράσταση συγκινεῖ μέ τά πρόσωπα τῶν Ἑβραίων πού ἔτρεξαν νά παρηγορήσουν τίς πονεμένες ἀδελφές του Λαζάρου. Γίνονται αὐτόπτες μάρτυρες τοῦ θαύματος καί πολλοί «θεασάμενοι ἅ ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς, ἐπίστευσαν εἰς αὐτόν».
Ἡ εἰκόνα τῆς Ἔγερσης τοῦ Λαζάρου μᾶς προτρέπει νά θυμηθοῦμε τά βαρυσήμαντα λόγια του Κυρίου’ «Ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καί ἡ ζωή. Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καν ἀποθάνη, ζήσεται’ καί πᾶς ὁ ζῶν καί πιστεύων εἰς ἐμέ οὐ μή ἀποθάνη εἰς τόν αἰώνα» (Ἴω. 11, 25-26).