Schmemann Alexander (Protopresbyter (1921-1983))
Δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει Σαρακοστὴ χωρὶς νηστεία. Ὅμως φαίνεται ὅτι πολλοὶ ἄνθρωποι σήμερα ἢ δὲν παίρνουν τὴ νηστεία στὰ σοβαρὰ ἤ, ἂν τὴν παίρνουν, παρεξηγοῦν τὸν πραγματικὸ πνευματικὸ σκοπό της. Γιὰ μερικοὺς νηστεία σημαίνει ἕνα συμβολικὸ «σταμάτημα» σὲ κάτι· γιὰ μερικοὺς ἄλλους νηστεία εἶναι μία προσεκτικὴ τήρηση τῶν νηστευτικῶν κανόνων.

Ἀλλὰ καὶ στὶς δύο περιπτώσεις σπάνια ἡ νηστεία συνδέεται μὲ τὴν ὅλη προσπάθεια τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς. Ἐδῶ θὰ πρέπει πρῶτα πρῶτα νὰ προσπαθήσουμε νὰ καταλάβουμε τὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὴ νηστεία καὶ ὕστερα νὰ ρωτήσουμε τὸν ἑαυτό μας: Πῶς μποροῦμε ἐμεῖς νὰ ἐφαρμόσουμε αὐτὴ τὴ διδασκαλία στὴ ζωή μας;

Ἡ νηστεία ἢ ἡ ἀποχὴ ἀπὸ τὶς τροφὲς δὲν εἶναι ἀποκλειστικὰ μία χριστιανικὴ συνήθεια. Ὑπῆρχε καὶ ὑπάρχει ἀκόμα σὲ ἄλλες θρησκεῖες ἢ καὶ πέρα ἀπὸ τὶς θρησκεῖες, ὅπως λόγου χάρη, σὲ μερικὲς εἰδικὲς θεραπεῖες κλπ. Σήμερα οἱ ἄνθρωποι νηστεύουν (ἀπέχουν ἀπὸ τὸ φαγητὸ) γιὰ πάρα πολλὲς αἰτίες ἀκόμα καὶ γιὰ πολιτικούς, μερικὲς φορὲς λόγους.

Εἶναι πολὺ βασικὸ λοιπὸν νὰ ξεχωρίσουμε τὸ μοναδικὸ περιεχόμενο στὴ χριστιανικὴ νηστεία. Αὐτὸ μᾶς ἀποκαλύπτεται πρῶτα ἀπ’ ὅλα στὴν ἀλληλοεξάρτηση ποὺ ὑπάρχει ἀνάμεσα σὲ δύο γεγονότα ποὺ βρίσκονται στὴν Ἁγία Γραφή: τὸ ἕνα στὴν ἀρχὴ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καὶ τὸ ἄλλο στὴν ἀρχὴ τῆς Καινῆς Διαθήκης.

Τὸ πρῶτο γεγονὸς εἶναι τὸ «σταμάτημα τῆς νηστείας» ἀπὸ τὸν Ἀδὰμ στὸν Παράδεισο. Ἔφαγε, ὁ Ἀδάμ, ἀπὸ τὸν ἀπαγορευμένο καρπό. Ἔτσι μᾶς παρουσιάζεται ἡ πρώτη ἁμαρτία τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Χριστός, ὁ Νέος Ἀδὰμ -καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ δεύτερο γεγονὸς- ἀρχίζει μὲ νηστεία. Ὁ Ἀδὰμ πειράσθηκε καὶ ὑπόκυψε στὸν πειρασμό. Ὁ Χριστὸς πειράσθηκε καὶ νίκησε τὸν πειρασμό. Ἡ συνέπεια τῆς ἀποτυχίας τοῦ Ἀδὰμ εἶναι ἡ ἔξωσή του ἀπὸ τὸν Παράδεισο καὶ ὁ θάνατος. Ὁ καρπὸς τῆς νίκης τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ συντριβὴ τοῦ θανάτου καὶ ἡ δική μας ἐπιστροφὴ στὸν Παράδεισο.

Τὰ περιορισμένα περιθώρια ποὺ διαθέτουμε ἐδῶ δὲν μᾶς ἐπιτρέπουν νὰ δώσουμε λεπτομερεῖς ἐξηγήσεις γιὰ τὸ νόημα αὐτοῦ τοῦ παραλληλισμοῦ. Ὁπωσδήποτε ὅμως εἶναι φανερὸ ὅτι ἀπ’ αὐτὴ τὴν ἄποψη ἡ νηστεία μᾶς παρουσιάζεται σὰν κάτι ποὺ ἔχει ἀποφασιστικὴ καὶ τελειωτικὴ σημασία. Δὲν εἶναι μία ἁπλὴ «ὑποχρέωση», ἕνα ἔθιμο· εἶναι δεμένη μ’ αὐτὸ τὸ ἴδιο τὸ μυστήριο τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου, τῆς σωτηρίας καὶ τῆς καταδίκης.

Στὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία, ἁμαρτία δὲν εἶναι μόνο ἡ παράβαση τῆς ἐντολῆς ποὺ φέρνει σὰν συνέπεια τὴν τιμωρία· εἶναι πάντοτε ἕνας ἀκρωτηριασμὸς τῆς ζωῆς ποὺ μᾶς δόθηκε ἀπὸ τὸ Θεό. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ἡ ἱστορία τῆς προπατορικῆς ἁμαρτίας μᾶς παρουσιάζεται σὰν μία πράξη τροφῆς. Ἡ τροφὴ εἶναι μέσο ζωῆς· αὐτὸ μᾶς κρατάει ζωντανούς. Ἀλλὰ ἀκριβῶς ἐδῶ εἶναι ἡ βασικὴ ἐρώτηση: Τί σημαίνει νὰ εἶναι κανεὶς ζωντανὸς καὶ τί σημαίνει «ζωή»;

Γιὰ μᾶς σήμερα αὐτοὶ οἱ ὅροι ἔχουν πρωταρχικὰ μία βιολογικὴ ἔννοια: ζωὴ εἶναι συγκεκριμένα αὐτὸ ποὺ τελικὰ ἑξαρτιέται ἀπὸ τὴν τροφὴ καί, ἀκόμα γενικότερα, ἀπὸ τὸν ὑλικὸ κόσμο. Ἀλλὰ γιὰ τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ γιὰ τὴν ὀρθόδοξη παράδοση αὐτὴ ἡ ζωὴ «…ἐπ’ ἄρτῳ μόνῳ», ταυτίζεται μὲ τὸ θάνατο γιατί ἀκριβῶς εἶναι μία θνητὴ ζωή, γιατί ὁ θάνατος κυριαρχεῖ πάντοτε μέσα της. Ὁ Θεός, τὸ ξέρουμε αὐτό, «δὲν δημιούργησε τὸ θάνατο». Αὐτὸς εἶναι ὁ Δοτήρας τῆς Ζωῆς. Πῶς λοιπὸν ἡ ζωὴ ἔγινε θνητή; Γιατί ὁ θάνατος καὶ πάλι ὁ θάνατος εἶναι ἡ μόνη ἀπόλυτη βεβαιότητα κάθε ὕπαρξης;

Ἡ Ἐκκλησία ἀπαντάει: διότι ὁ ἄνθρωπος ἀρνήθηκε τὴ ζωὴ ὅπως τὴν ἔκανε ὁ Θεὸς καὶ τοῦ τὴν πρόσφερε, καὶ προτίμησε μία ζωὴ ποὺ νὰ ἑξαρτιέται ὄχι ἀποκλειστικὰ ἀπὸ τὸ Θεὸ ἀλλὰ «ἐπ’ ἄρτῳ μόνῳ».

Ὄχι μονάχα παράκουσε τὸ Θεὸ καὶ αὐτοτιμωρήθηκε, ἀλλὰ ἄλλαξε ὁλόκληρη τὴ σχέση ἀνάμεσα στὸν ἑαυτό του καὶ σ’ ὅλη τὴν κτίση. Σίγουρα ὁ κόσμος δόθηκε στὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸ Θεὸ σὰν «τροφή», σὰν μέσο ζωῆς· ἀκόμα ἡ ζωὴ ἦταν γιὰ νὰ γίνει κοινωνία μὲ τὸ Θεὸ· δὲν εἶχε δικό της σκοπὸ ἀλλὰ περιεχόταν ὁλόκληρη στὸ Θεό. «Ἐν αὐτῷ ζωὴ ἦν, καὶ ἡ ζωὴ ἦν τὸ φῶς τῶν ἀνθρώπων» (Ἰωάν. 1,14).

Ἔτσι ὁ κόσμος καὶ ἡ τροφὴ δημιουργήθηκαν σὰν μέσα ἐπικοινωνίας μὲ τὸ Θεὸ καὶ μόνον ἂν ὁ ἄνθρωπος δεχόταν ν’ ἀνοιχτεῖ στὸ Θεὸ θὰ τοῦ πρόσφεραν ὅλα αὐτὰ τὴ ζωή. Ἡ τροφὴ αὐτὴ μόνη της, μέσα της, δὲν ἔχει ζωὴ καὶ δὲν μπορεῖ νὰ δώσει ζωή. Μόνο ὁ Θεὸς ἔχει Ζωὴ καὶ εἶναι Ζωή. Μέσα στὴν τροφὴ ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς – καὶ ὄχι οἱ θερμίδες – εἶναι ἡ ἀρχὴ τῆς ζωῆς. Ἔτσι ἡ τροφή, ἡ ζωή, ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ κοινωνία μαζί Του ἦταν ἕνα καὶ τὸ αὐτὸ πράγμα.

Ἡ ἀπύθμενη τραγωδία τοῦ Ἀδὰμ εἶναι ὅτι ἔφαγε γιὰ δικό του ὄφελος. Ἀκόμα δὲ περισσότερο ἀπ’ αὐτὸ εἶναι γιατί ἔφαγε «χωρισμένος» ἀπὸ τὸ Θεὸ γιὰ νὰ μπορέσει νὰ γίνει ἀνεξάρτητος ἀπ’ Αὐτόν. Καὶ ἂν τὸ ἔκανε αὐτὸ ἦταν γιατί πίστευε πὼς ἡ τροφὴ εἶχε μέσα της ζωὴ καὶ ἔτσι ἐκεῖνος γευόμενος αὐτὴ τὴν τροφὴ θὰ γινόταν σὰν τὸ Θεό, θὰ εἶχε δηλαδὴ μέσα του δική του ζωή! Μὲ ἄλλα λόγια: πίστευε στὴν τροφή, ἐνῶ ὁ σκοπὸς πίστης, ἐμπιστοσύνης καὶ ἐξάρτησης εἶναι ὁ Θεὸς καὶ μόνο ὁ Θεός. Ὁ κόσμος καὶ ἡ τροφὴ ἔγιναν ὁ Θεός του, ἡ πηγὴ καὶ ἡ ἀρχὴ τῆς ζωῆς του. Ἔγινε σκλάβος τους.

Ἀδὰμ – στὰ Ἑβραϊκὰ – σημαίνει «ἄνθρωπος». Αὐτὸ εἶναι καὶ τὸ δικό μου ὄνομα καὶ τὸ κοινὸ ὄνομα γιὰ ὅλους μας. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀκόμα Ἀδάμ, εἶναι ἀκόμα ὁ σκλάβος τῆς «τροφῆς». Μπορεῖ νὰ ἰσχυρίζεται ὅτι πιστεύει στὸ Θεό, ἀλλὰ ὁ Θεός, δὲν εἶναι ἡ ζωή του, ἡ τροφή του, τὸ περιεχόμενο ποὺ ἀγκαλιάζει ὁλόκληρη τὴν ὕπαρξή του. Μπορεῖ νὰ λέει ὅτι παίρνει τὴ ζωή του ἀπὸ τὸ Θεό, ἀλλ’ ὅμως δὲν ζεῖ «ἐν τῷ Θεῷ» καὶ γιὰ τὸ Θεό. H ἐπιστήμη του, οἱ ἐμπειρίες του, ἡ αὐτοσυνειδησία του, ὅλα κτίζονται πάνω στὴν ἴδια βάση: «ἐπ’ ἄρτῳ μόνῳ». Τρῶμε γιὰ νὰ διατηρούμαστε ζωντανοί, εἴμαστε ζωντανοὶ ἀλλὰ ὄχι «ἐν τῷ Θεῷ». Ἀκριβῶς αὐτὴ εἶναι ἡ ἁμαρτία ὅλων τῶν ἁμαρτιῶν. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἐτυμηγορία τοῦ θανάτου ποὺ κρέμεται πάνω ἀπὸ τὴ ζωή μας.

Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Νέος Ἀδάμ. Ἔρχεται νὰ ἐπανορθώσει τὴν καταστροφὴ ποὺ ἐπέβαλε στὴ ζωὴ ὁ Ἀδάμ, νὰ ἀποκαταστήσει τὸν ἄνθρωπο στὴν ἀληθινὴ ζωή. Καὶ ὁ Χριστὸς ἐπίσης ἀρχίζει μὲ νηστεία: «νηστεύσας ἡμέρας τεσσαράκοντα καὶ νύκτας τεσσαράκοντα, ὕστερον ἐπείνασε» (Ματθ. 4,2). Ἡ πείνα εἶναι ἡ κατάσταση ἐκείνη κατὰ τὴν ὁποία ἀναγνωρίζουμε τὴν ἐξάρτησή μας ἀπὸ κάτι ἄλλο – τὴ στιγμὴ ποὺ νιώθουμε κατεπείγουσα καὶ ἀπαραίτητη ἀνάγκη γιὰ τροφὴ καταλαβαίνουμε ὅτι δὲν ἔχουμε τὴ ζωὴ μέσα μας. Εἶναι αὐτὸ τὸ ὅριο πέρα ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἢ πεθαίνω ἀπὸ ἀσιτία ἢ ἀφοῦ ἱκανοποιήσω τὸ σῶμα μου ἔχω ξανὰ τὸ αἴσθημα τῆς ζωῆς μέσα μου.

Αὐτὴ ἀκριβῶς, μὲ ἄλλα λόγια, εἶναι ἡ στιγμὴ ποὺ ἀντιμετωπίζουμε τὴν τελικὴ ἐρώτηση: Ἀπὸ τί λοιπὸν ἐξαρτᾶται ἡ ζωή μου; Καὶ ἐφ’ ὅσον ἡ ἐρώτηση δὲν εἶναι ἁπλὰ μία ἀκαδημαϊκὴ ἐρώτηση, ἀλλὰ τὴν νιώθω μ’ ὁλόκληρο τὸ σῶμα μου, εἶναι ἐπίσης καὶ στιγμὴ πειρασμοῦ.

Ὁ Διάβολος ἦρθε στὸν Ἀδὰμ μέσα στὸν Παραδεισο· ἦρθε ἐπίσης καὶ στὸ Χριστὸ μέσα στὴν ἔρημο. Πλησίασε δηλαδὴ δύο πεινασμένους ἀνθρώπους καὶ τοὺς εἶπε: Χορτάστε τὴν πείνα σας, γιατί αὐτὴ εἶναι ἡ ἀπόδειξη ὅτι ἐξαρτάσθε ὁλοκληρωτικὰ ἀπὸ τὴν τροφή, ὅτι ἡ ζωὴ σας βρίσκεται στὴν τροφή. Καὶ ὁ μὲν Ἀδὰμ πίστεψε καὶ ἔφαγε, ὁ Χριστὸς ὅμως ἀρνήθηκε τὸν πειρασμὸ καὶ εἶπε: ὁ ἄνθρωπος «οὐκ ἐπ’ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται». Ἀρνήθηκε νὰ δεχτεῖ αὐτὸ τὸ ψέμα ποὺ ὁ διάβολος ἐπιβάλλει στὸν κόσμο· τὸ κάνει δὲ ὁλοφάνερη ἀλήθεια χωρὶς καμιὰ ἐπιπλέον συζήτηση, τὸ κάνει θεμέλιο γιὰ ὅλες τὶς ἀπόψεις μας, τὶς ἐπιστῆμες, τὴν ἰατρική, πιθανὸν καὶ γιὰ τὴ θρησκεία.

Κάνοντας αὐτὰ ὁ Χριστὸς ἀποκατέστησε τὴ σχέση ἀνάμεσα στὴν τροφή, τὴ ζωὴ καὶ τὸ Θεὸ· σχέση τὴν ὁποία εἶχε σπάσει ὁ Ἀδὰμ καὶ ποὺ ἐμεῖς ἐξακολουθοῦμε νὰ τὴ σπάζουμε κάθε μέρα.

Τί εἶναι, λοιπόν, νηστεία γιὰ μᾶς τοὺς χριστιανούς;

Εἶναι ἡ εἴσοδός μας καὶ ἡ συμμετοχή μας σὲ κείνη τὴν ἐμπειρία τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴν ὁποία μᾶς ἐλευθερώνει ἀπὸ τὴν ὁλοκληρωτικὴ ἐξάρτηση ἀπὸ τὴν τροφή, τὴν ὕλη καὶ τὸν κόσμο. Μὲ κανένα τρόπο ἡ δική μας ἐλευθερία δὲν εἶναι πλήρης. Μὲ τὸ νὰ ζοῦμε ἀκόμα στὸ μεταπτωτικὸ κόσμο, στὸν κόσμο τοῦ παλιοῦ Ἀδάμ, μὲ τὸ νὰ εἴμαστε μέρος του, ἐξακολουθοῦμε νὰ ἐξαρτόμαστε ἀπὸ τὴν τροφή.

Ἀλλὰ ὅπως ἀκριβῶς ὁ θάνατός μας – ἀπὸ τὸν ὁποῖο εἶναι ἀνάγκη ὁπωσδήποτε νὰ περάσουμε – ἔγινε χάρη στὸ θάνατο τοῦ Χριστοῦ μία διάβαση πρὸς τὴ ζωή, ἔτσι καὶ ἡ τροφὴ ποὺ τρῶμε καὶ ἡ ζωὴ ποὺ μᾶς δίνει μπορεῖ νὰ γίνει ζωὴ «ἐν τῷ Θεῷ» καὶ γιὰ τὸ Θεό. Ἕνα μέρος τῆς τροφῆς μας ἔχει ἤδη γίνει «τροφὴ ἀθανασίας» – τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ. Ἀλλὰ ἀκόμα καὶ ὁ «ἐπιούσιος ἄρτος» ποὺ παίρνουμε ἀπὸ τὸ Θεὸ μπορεῖ νὰ εἶναι σ’ αὐτὴ τὴ ζωή μας καὶ σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο, ἐκεῖνο ποὺ μᾶς δίνει δύναμη, νὰ εἶναι ἡ ἐπικοινωνία μας μὲ τὸ Θεὸ μᾶλλον παρὰ ἐκεῖνο ποὺ μᾶς χωρίζει ἀπ’ Αὐτόν.

Παρ’ ὅλα αὐτὰ ὅμως μόνο ἡ νηστεία εἶναι ἐκείνη ποὺ μπορεῖ νὰ πραγματοποιήσει μία τέτοια μεταστροφή, μπορεῖ νὰ μᾶς δώσει τὴν ὑπαρξιακὴ βεβαίωση ὅτι ἡ ἐξάρτησή μας ἀπὸ τὴν τροφὴ καὶ τὴν ὕλη δὲν εἶναι ὁλοκληρωτικὴ καὶ τέλεια· ὅτι ἑνωμένη μὲ τὴν προσευχή, τὴ χάρη καὶ τὴ λατρεία μπορεῖ νὰ γίνει πνευματική.

Ὅλα αὐτὰ σημαίνουν, ἂν τὸ νιώσουμε βαθιά, ὅτι ἡ νηστεία εἶναι τὸ μόνο μέσο μὲ τὸ ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος ἐπανορθώνει τὴν ἀληθινὴ πνευματική του φύση. Δὲν εἶναι μία θεωρητικὴ ἀλλὰ μία ἀληθινὰ πρακτικὴ πρόκληση γιὰ τὸν «πατέρα τοῦ ψεύδους» ποὺ καταφέρνει νὰ μᾶς πείσει ὅτι ἑξαρτιόμαστε μόνο ἀπὸ τὸ ψωμὶ καὶ νὰ οἰκοδομήσει ὅλη τὴν ἀνθρώπινη γνώση, τὴν ἐπιστήμη καὶ ὅλη τὴν ὕπαρξη πάνω σ’ αὐτὸ τὸ ψέμα.

Ἡ νηστεία εἶναι ἕνα ξεσκέπασμα αὐτῆς τῆς ἀπάτης καὶ ταυτόχρονα μία ἀπόδειξη ὅτι ὑπάρχει αὐτὸ τὸ ψέμα. Ἔχει ὕψιστη σημασία τὸ ὅτι ὁ Χριστός, ἐνῶ νήστευε συνάντησε τὸ Σατανᾶ καὶ τὸ ὅτι ἀργότερα εἶπε ὅτι ὁ Σατανᾶς δὲν ἀντιμετωπίζεται «εἰ μὴ ἐν νηστείᾳ καὶ προσευχῇ».

Ἡ νηστεία εἶναι ὁ πραγματικὸς ἀγώνας κατὰ τοῦ Διαβόλου γιατί εἶναι ἡ πρόκληση στὸ νόμο ποὺ τὸν κάνει «ἄρχοντα τοῦ κόσμου τούτου». Καὶ ὅμως ἂν κάποιος πεινασμένος ἀνακαλύψει ὅτι μπορεῖ πραγματικὰ νὰ γίνει ἀνεξάρτητος ἀπ’ αὐτὴ τὴν πείνα, ὅτι δὲν θὰ καταστραφεῖ ἀπ’ αὐτὴ ἀλλὰ ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετο ὅτι μπορεῖ νὰ τὴ μετατρέψει σὲ πηγὴ πνευματικῆς δύναμης καὶ νίκης, τότε τίποτε δὲν ἀπομένει ἀπ’ αὐτὸ τὸ μεγάλο ψέμα στὸ ὁποῖο ζούσαμε μετὰ ἀπὸ τὸν Ἀδάμ.

Πόσο ἄραγε ξεφύγαμε ἀπὸ τὴν συνηθισμένη ἀντίληψη τῆς νηστείας – ὅτι νηστεία δὲν εἶναι παρὰ ἡ ἀλλαγὴ φαγητῶν, ἢ τὸ τί ἐπιτρέπεται καὶ τί ἀπαγορεύεται -, ἀπ’ ὅλη τὴν ἐπιφανειακὴ ὑποκρισία; Τελικὰ νηστεύω σημαίνει μόνο ἕνα πράγμα: πεινάω. Νὰ φτάνω δηλαδὴ στὰ ὅρια ἐκείνης τῆς ἀνθρώπινης κατάστασης ὁπότε φαίνεται καθαρὰ ἡ ἐξάρτηση ἀπὸ τὴν τροφὴ καί, καθὼς εἶμαι πεινασμένος ν’ ἀνακαλύπτω ὅτι αὐτὴ ἡ ἐξάρτηση δὲν εἶναι ὅλη ἡ ἀλήθεια γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ὅτι αὐτὴ ἡ πείνα εἶναι πρῶτα ἀπ’ ὅλα μία πνευματικὴ κατάσταση καὶ ποὺ αὐτή, στὴν πραγματικότητα, εἶναι πείνα γιὰ τὸ Θεό.

Στὴ ζωὴ τῆς πρώτης Ἐκκλησίας, νηστεία πάντοτε σημαίνει τέλεια ἀποχὴ ἀπὸ τὴν τροφή, κατάσταση πείνας, ὤθηση τοῦ σώματος στὰ ἄκρα. Ἐδῶ ὅμως ἀνακαλύπτουμε ἀκόμα ὅτι ἡ νηστεία σὰν μία σωματικὴ προσπάθεια δὲν ἔχει κανένα νόημα χωρὶς τὸ πνευματικὸ συμπλήρωμά της «… ἐν νηστείᾳ καὶ προσευχῇ». Αὐτὸ σημαίνει ὅτι χωρὶς τὴν ἀντίστοιχη πνευματικὴ προσπάθεια, χωρὶς νὰ τρεφόμαστε μὲ τὴ Θεία Πραγματικότητα, χωρὶς ν’ ἀνακαλύψουμε τὴν ὁλοκληρωτική μας ἐξάρτηση ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ μόνο ἀπ’ Αὐτόν, ἡ σωματικὴ νηστεία θὰ καταντήσει μία πραγματικὴ αὐτοκτονία.

Ἂν ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς πειράστηκε ἐνῶ νήστευε, ἐμεῖς δὲν ἔχουμε τὴν παραμικρὴ πιθανότητα ν’ ἀποφύγουμε ἕναν τέτοιο πειρασμό. Ἡ σωματικὴ νηστεία εἶναι ἀπαραίτητη μὲν ἀλλὰ χάνει κάθε νόημα καὶ γίνεται ἀληθινὰ ἐπικίνδυνη ἂν ξεκοπεῖ ἀπὸ τὴν πνευματικὴ προσπάθεια – ἀπὸ τὴν προσευχὴ καὶ τὴν αὐτοσυγκέντρωση.

Ἡ νηστεία εἶναι μία τέχνη ποὺ τὴν κατέχουν ἀπόλυτα οἱ ἅγιοι. Θὰ ἦταν ἀλαζονικὸ καὶ ἐπικίνδυνο γιὰ μᾶς ἂν δοκιμάζαμε αὐτὴ τὴν τέχνη χωρὶς διάκριση καὶ προσοχή. Ἡ λατρεία τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς μᾶς ὑπενθυμίζει συνέχεια τὶς δυσκολίες, τὰ ἐμπόδια καὶ τοὺς πειρασμοὺς ποὺ περιμένουν ὅσους νομίζουν ὅτι μποροῦν νὰ στηριχτοῦν στὴ δύναμη τῆς θέλησής τους καὶ ὄχι στὸ Θεό.

Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ἐκεῖνο ποὺ πρῶτα ἀπ’ ὅλα χρειαζόμαστε εἶναι μία πνευματικὴ προετοιμασία γιὰ τὴν προσπάθεια τῆς νηστείας. Καὶ αὐτὴ εἶναι νὰ ζητήσομε ἀπὸ τὸ Θεὸ βοήθεια καὶ ἐπίσης νὰ κάνουμε τὴ νηστεία μας θεο-κεντρική. Νὰ νηστεύουμε ἐν ὀνόματι τοῦ Θεοῦ. Πρέπει νὰ ξανανιώσουμε ὅτι τὸ σῶμα μας εἶναι ναὸς τῆς Παρουσίας του. Εἶναι ἀνάγκη νὰ ξαναβροῦμε ἕνα θρησκευτικὸ σεβασμὸ γιὰ τὸ σῶμα, τὴν τροφή, γιὰ τὸ σωστὸ ρυθμὸ τῆς ζωῆς. Ὅλα αὐτὰ πρέπει νὰ γίνουν πρὶν ἀρχίσει ἡ νηστεία, ὥστε ὅταν ἀρχίσουμε νὰ νηστεύουμε νὰ εἴμαστε ἐφοδιασμένοι μὲ πνευματικὸ ὁπλισμό, μὲ τὸ δράμα καὶ τὸ πνεῦμα τῆς μάχης καὶ τῆς νίκης.
Κατόπιν ἔρχεται ἡ ἴδια ἡ νηστεία. Σύμφωνα μὲ ὅσα εἴπαμε παραπάνω ἡ νηστεία μπορεῖ νὰ πραγματοποιηθεῖ σὲ δύο ἐπίπεδα: πρῶτα σὰν ἀσκητικὴ νηστεία καὶ δεύτερον σὰν γενικὴ νηστεία.

Ἡ ἀσκητικὴ νηστεία περιλαμβάνει μία δραστικὴ μείωση τῆς τροφῆς ἔτσι ὥστε ἡ συνεχὴς κατάσταση πείνας νὰ μπορεῖ νὰ βιωθεῖ σὰν ὑπενθύμιση τοῦ Θεοῦ καὶ σὰν διαρκὴς προσπάθεια συγκέντρωσης τοῦ νοῦ μας στὸ Θεό. Ὅποιος τὸ ἔχει δοκιμάσει αὐτὸ – ἔστω καὶ γιὰ λίγο – ξέρει ὅτι ἡ ἀσκητικὴ νηστεία ἀντὶ νὰ μᾶς ἀδυνατίζει, μᾶς ξαλαφρώνει, μᾶς εὐκολύνει στὴν αὐτοσυγκέντρωση, μᾶς κάνει νηφάλιους, χαρούμενους καὶ καθαρούς.

Αὐτὸς ποὺ νηστεύει ἔτσι, παίρνει τὴν τροφὴ σὰν ἀληθινὸ δῶρο τοῦ Θεοῦ. Εἶναι συνέχεια στραμμένος πρὸς τὸν ἐσωτερικὸ κόσμο ὁ ὁποῖος, ἀνεξήγητα, γίνεται ἕνα εἶδος τροφῆς. Δὲν χρειάζεται νὰ ποῦμε ἐδῶ γιὰ τὴν ἀκριβῆ ποσότητα τῆς τροφῆς ποὺ πρέπει νὰ τρώει κανεὶς κατὰ τὴν ἀσκητικὴ νηστεία, οὔτε γιὰ τὸ ρυθμὸ καὶ τὴν ποιότητα τῆς τροφῆς· ὅλα αὐτὰ ἑξαρτιόνται ἀπὸ τὶς ἀτομικές μας δυνατότητες καὶ τὶς ἐξωτερικὲς συνθῆκες τῆς ζωῆς μας. Ἀλλὰ ἡ βάση εἶναι ξεκάθαρη: εἶναι μία κατάσταση ἑνὸς μισοπεινασμένου ἀνθρώπου τοῦ ὁποίου ἡ «ἀρνητικὴ» φύση συνέχεια μεταμορφώνεται ἀπὸ τὴν προσευχή, τὴ μνήμη, τὴν προσοχὴ καὶ τὴν αὐτοσυγκέντρωση σὲ «θετικὴ» δύναμη.

Ὅσο γιὰ τὴν γενικὴ νηστεία εἶναι ἀνάγκη αὐτὴ νὰ περιορίζεται σὲ διάρκεια καὶ νὰ συνδυάζεται μὲ τὴ Θεία Εὐχαριστία. Μὲ τὶς παροῦσες συνθῆκες ζωῆς ἡ καλύτερη μορφὴ αὐτῆς τῆς νηστείας εἶναι ἡ μέρα πρὶν ἀπὸ τὴ βραδινὴ Θεία Λειτουργία τῶν Προηγιασμένων. Εἴτε νηστεύουμε αὐτὴ τὴ μέρα ἀπὸ νωρὶς τὸ πρωὶ εἴτε ἀργότερα, τὸ βασικὸ σημεῖο εἶναι νὰ ζοῦμε ὅλη τὴ μέρα σὰν μία μέρα προσδοκίας, ἐλπίδας, μία μέρα πείνας γιὰ τὸν ἴδιο τὸ Θεό. Δηλαδὴ νὰ αὐτοσυγκεντρωθοῦμε καὶ νὰ σκεφτοῦμε αὐτὸ ποὺ πρόκειται νὰ ἔρθει, τὸ δῶρο ποὺ θὰ πάρουμε καὶ ποὺ γιὰ χάρη του ἀπαρνούμαστε ὅλα τ’ ἄλλα δῶρα.

Ὕστερα ἀπ’ ὅσα εἴπαμε, πρέπει πάντα νὰ θυμόμαστε ὅτι ὅσο περιορισμένη καὶ ἂν εἶναι ἡ νηστεία μας – ἐφ’ ὅσον εἶναι ἀληθινὴ νηστεία – θὰ μᾶς ὁδηγήσει στὸν πειρασμό, στὴν ἀδυναμία, στὴν ἀμφιβολία καὶ στὸν ἐρεθισμό. Μ’ ἄλλα λόγια δηλαδὴ θὰ εἶναι μία πραγματικὴ μάχη καὶ πιθανὸν ν’ ἀποτύχουμε πολλὲς φορές. Ἀλλὰ ἂν ἀνακαλύψουμε ὅτι ἡ χριστιανικὴ ζωὴ εἶναι μάχη καὶ προσπάθεια, τότε βρήκαμε τὸ βασικὸ στοιχεῖο τῆς νηστείας.

Μία πίστη ποὺ δὲν ἔχει ξεπεράσει τὶς ἀμφιβολίες καὶ τὸν πειρασμὸ σπάνια μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ ἀληθινὴ πίστη. Δυστυχῶς, δὲν ὑπάρχει καμιὰ πρόοδος στὴ χριστιανικὴ ζωὴ χωρὶς τὴν πικρὴ ἐμπειρία τῆς ἀποτυχίας. Πάρα πολλοὶ ἄνθρωποι ἀρχίζουν νὰ νηστεύουν μὲ ἐνθουσιασμὸ καὶ σταματοῦν μετὰ τὴν πρώτη ἀποτυχία. Θὰ μποροῦσα νὰ πῶ ὅτι ἀκριβῶς σ’ αὐτὴ τὴν πρώτη ἀποτυχία ἔρχεται ἡ πραγματικὴ δοκιμή. Ἂν μετὰ τὴν ἀποτυχία καὶ τὴν συνθηκολόγηση μὲ τὶς ὀρέξεις μας καὶ τὰ πάθη μας ξαναγυρίσουμε ὅλα ἀπ’ τὴν ἀρχὴ καὶ δὲν ὑποχωρήσουμε ὅσες φορὲς κι ἂν ἀποτύχουμε, ἀργὰ ἢ γρήγορα ἡ νηστεία μας θὰ φέρει τοὺς πνευματικοὺς καρπούς της.

Ἀνάμεσα στὴν ἁγιότητα καὶ τὸν ἀπογοητευτικὸ κυνισμὸ βρίσκεται ἡ μεγάλη καὶ θεϊκὴ ἀρετὴ τῆς ὑπομονῆς – ὑπομονὴ πρῶτα ἀπ’ ὅλα γιὰ τὸν ἑαυτό μας. Δὲν ὑπάρχει σύντομος δρόμος γιὰ τὴν ἁγιότητα· γιὰ κάθε σκαλοπάτι πρέπει νὰ πληρώσουμε ὁλόκληρο τὸ ἀντίτιμο. Ἔτσι, τὸ καλύτερο καὶ ἀσφαλέστερο εἶναι ν’ ἀρχίσουμε μὲ τὸ ἐλάχιστο – ἀκριβῶς λίγο πάνω ἀπὸ τὶς φυσικές μας δυνατότητες – καὶ ν’ αὐξήσουμε τὶς προσπάθειές μας λίγο λίγο, παρὰ νὰ ἐπιχειρήσουμε πηδήματα σὲ μεγάλα ὕψη στὴν ἀρχὴ καὶ νὰ σπάσουμε μερικὰ κόκκαλα πέφτοντας στὴ γῆ!

Σὰν συμπέρασμα: ἀπὸ μία συμβατικὴ καὶ τυπικὴ νηστεία – δηλαδὴ νηστεία ἀπὸ ὑποχρέωση καὶ συνήθεια – πρέπει νὰ γυρίσουμε στὴν πραγματικὴ νηστεία. Ἂς εἶναι περιορισμένη καὶ ταπεινὴ ἀλλὰ νὰ εἶναι συνεχὴς καὶ ἀποφασιστική. Ἂς ἀντιμετωπίσουμε ἔντιμα τὶς πνευματικὲς καὶ φυσικές μας δυνατότητες καὶ ἂς ἐνεργήσουμε ἀνάλογα· ἂς θυμόμαστε πάντως ὅτι δὲν μποροῦμε νὰ νηστέψουμε χωρὶς νὰ προκαλέσουμε αὐτὲς τὶς δυνατότητες, χωρὶς νὰ ἐνεργοποιήσουμε στὴ ζωή μας τὰ θεϊκὰ λόγια «τὰ ἀδύνατα παρ’ ἀνθρώποις δυνατά ἐστι παρὰ τῷ Θεῷ».