Ὁ Χριστός προφητεύει διὰ τρίτην φορὰν τὸν θάνατόν Του καί τὸ πάθος Του.
Ματθ. 20,17-19. Μάρκ. 10,32-34. Λουκ. 18,31-34.
Ὁμιλεῖ ἤδη ὁ Κύριος διὰ τρίτην φορὰν περὶ τοῦ πάθους Του, ἳνα ἐννοήσωσιν αὐτό οἱ Ἀπόστολοι καλῶς καὶ μὴ σκανδαλισθῶσιν, ὃταν οὗτος σταυρωθῆ. Πρώτην φορὰν ὡμίλησε διὰ τὰ πάθη Του μετὰ τὴν ὁμολογίαν τοῦ Πέτρου καὶ δευτέραν μετά τὴν μεταμόρφωσίν Του. Ματθ. 17,21.
Ὁ Κύριος βαδίζει πρὸς τὴν Ἱερουσαλὴμ μὲ ἀπόφασιν νὰ σταυρωθῆ. Διὰ τοῦτο ὁ Εὐαγγελιστὴς Μᾶρκος λέγει: « Ἦσαν δὲ ἐν τῇ ὁδῷ ἀναβαίνοντες εἰς Ἱεροσόλυμα∙ καί ἦν προάγων αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς». Ἐνῶ μετέβαινον εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ ὁ Κύριος προεπορεύετο αὐτῶν. Ἡ προβάδισις αὓτη τοῦ Κυρίου ἦτο δεῖγμα μεγάλου θάρρους Του διὰ τὸ πάθος Του. Οἱ Ἀπόστολοι γνωρίζοντες, ὃτι ἡ ἄνοδος τοῦ Κυρίου εἰς Ἱεροσόλυμα θὰ ἔχη κακὸν τέλος διὰ τὸν διδάσκαλον των «ἐθαμβοῦντο» ἐξεπλήσσοντο, διότι ἔβλεπον τὸν Ἰησοῦν νὰ βαδίζῃ μὲ τόσον θάρρος «καί ἀκολουθοῦντες ἐφοβοῦντο». Γνωρίζοντες δηλαδὴ οἱ Ἀπόστολοι τὸ μῖσος τῶν Ἰουδαίων κατὰ τοῡ Ἰησοῦ καὶ βλέποντες τὸν Ἰησοῦν νὰ βαδίζῃ πρὸς αὐτοὺς ταχύτερον τοῦ συνήθους, ἐφοβοῦντο διὰ τὸν Χριστὸν καὶ τὸν ἑαυτὸν των καὶ ἐπεβράδυνον τὴν πορείαν των.
Ἀφοῦ ὁ Κύριος ἐπροχώρησε πρὸ τῶν Ἀποστόλων κατόπιν σταματᾶ «παρέλαβε τοὺς δώδεκα κατ’ ἰδίαν ἐν τῇ ὁδῷ» καλεῖ καθ’ ὁδόν ἰδιαιτέρως τοὺς Ἀποστόλους Του « καί ἢρξατο αὐτοῖς λέγειν τὰ μέλλοντα αὐτῷ συμβαίνειν» προλέγει τὸ πάθος Του ὡς ἑξῆς : «Ἰδοὺ ἀναβαίνομεν εἰς Ἱεροσόλυμα καὶ τελεσθήσεται πάντα τὰ γεγραμμένα διὰ τῶν προφητῶν τῷ Υἱῷ τοῦ ἀνθρώπου» θὰ γίνουν ὃλα ὃσα διὰ τὸ πάθος τοῦ Χριστοῦ εἶπον οἱ προφῆται. Συγκεκριμένως: « Ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδοθήσεται» ὁ Χριστὸς θὰ παραδοθῇ ὑπό τοῦ Ἰούδα «τοῖς ἀρχιερεῦσι καί γραμματεῦσι» εἰς τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ γραμματεῖς. Οὗτοι «κατακρινοῦσιν αὐτὸν θανάτῳ» θὰ τὸν καταδικὰσωσιν εἰς θάνατον καὶ πρὸς ἐκτέλεσιν τῆς ἀποφάσεως «παραδώσουσιν» θὰ παραδώσωσιν αἱ Ἰουδαϊκαί ἀρχαί «αὐτόν τοῖς ἒθνεσι» εἰς τὰ ἔθνη ἤτοι εἰς τὸν Πιλᾶτον. Ὁ Χριστὸς «ὑβρισθήσεται». Οἱ ἐχθροί Του θὰ ἐξευτελίσωσιν Αὐτὸν «καί ἐμπαίξουσιν αὐτῷ» θὰ εἰρωνευθῶσι «καὶ μαστιγώσουσιν αὐτὸν» θὰ ὑποβάλωσιν Αὐτὸν εἰς τὴν ποινὴν τῆς φραγγελώσεως «καί ἐμπτύσουσιν αὐτῷ καὶ ἀποκτενοῦσιν αὐτὸν» θὰ Τὸν πτύσωσι καὶ θὰ Τὸν φονεύσωσι «καί τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστήσεται» καὶ τὴν τρίτην ἡμέραν θὰ ἀναστηθῇ.
Ὁ Κύριος ὡμίλησε καὶ εἰς τοὺς ἄλλους Ἰουδαίους περὶ τοῦ πάθους Του καὶ τῆς ἀναστάσεώς Του, ἀλλά ἀσαφῶς διὰ τοῦ σημείου τοῦ Ἰωνᾶ, τῆς καταλύσεως τοῦ ναοῦ κ.λ.π. Μόνον εἰς τοὺς Ἀποστόλους Του λέγει ρητῶς καὶ λεπτομερῶς τὸ πάθος Του, ὕβρεις, ἐμπαιγμούς, φραγγέλωσιν, ἐμπτυσμούς, θάνατον, διότι ἔπρεπε οἱ Ἀπόστολοι νὰ μὴ αἰφνιδιασθῶσιν. Οἱ Απόστολοι ἀκούοντες τὸν Χριστὸν προφητεύοντα οὐχὶ γενικῶς τὰς ἐχθρικάς διαθέσεις τῶν Ἀρχόντων, ἀλλά λεπτομερῶς τὰ βάσανά Του, θὰ ἐνισχύοντο εἰς την πίστιν των προς τὸν Χριστόν, ὃταν ἲδουν τὸν Ἰησοῦν πάσχοντα διότι ὁ Χριστὸς προγνωρίζων αὐτὸ εἶναι Θεὸς καὶ πάσχει ἑκουσίως. Ὁ Κύριος λέγων, ὃτι θὰ παραδοθῇ εἰς τὰ ἒθνη ἤτοι εἰς τὰς Ρωμαϊκάς Ἀρχάς, ὃπως θανατωθῇ, προλέγει τὸ εἶδος τοῡ θανάτου Του, τὸ ὁποῖον δὲν θὰ εἶναι λιθοβολισμὸς Ἑβραϊκός, ἀλλά σταύρωσις ὑπὸ τῶν Ρωμαίων. Ἡ ὃλη βαρύτης πρέπει νὰ δοθῇ εἰς τὴν πρόρρησιν τῆς ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου πρὸς παρηγορίαν τῶν Ἀποστόλων.
Παρ’ ὃλην ὃμως τὴν τρίτην ταύτην σαφῆ πρόρρησιν τοῦ πάθους Του, οἱ Ἀπόστολοι ἦσαν τόσον πολὺ ποτισμένοι ἀπὸ τὰς ψευδεῖς πολιτικάς ἰδέας τοῦ Μεσσίου, ὥστε, ὡς λέγει ὁ Λουκᾶς, «οὐδὲν τούτων συνῆκαν» δὲν ἐνόησαν τί τοὺς ἔλεγεν ὁ Κύριος. Οἱ υἱοί Ζεβεδαίου ζητοῦν πρωτοκαθεδρίας! Ἐπειδὴ δὲν ἀντεῖχεν ὁ νοῦς των διὰ τὴν κατανόησιν «ἦν τὸ ρῆμα τοῦτο κεκρυμμένον» τὸ βάρος τοῦ λόγου ἦτο κρυμμένον ὑπὸ τοῦ θεοῦ εἰς αὐτοὺς «καί οὐκ ἐγίνωσκον τὰ λεγόμενα» δὲν ἐνόουν τὰ λεγόμενα ὑπὸ τοῦ Χριστοῦ. Δὲν ἐνόουν, διότι ἦσαν ἀντίθετα εἰς τοὺς πόθους καὶ τὰς ἐλπίδας των.
Ἐξ ἀφορμῆς ὃμως τῆς τριάδος τῶν ἡμερῶν, κατὰ τὰς ὁποίας θὰ εἶναι εἰς τὸν τάφον ὁ Σωτὴρ δυνάμεθα νὰ ἲδωμεν καὶ ἄλλας τριάδας τοῦ πάθους Του, ὥστε νὰ ἲδωμεν τὸ μεγαλεῖον τοῦ Κυρίου, τὴν ἀξίαν μας, τὴν βρωμιά μας. Ἂς ἲδωμεν.
Θέμα : Τὸ Μεγαλεῖον τοῦ Κυρίου, ἡ ἀξία μας καί ἡ βρωμιὰ μας.
Ἐδῶ ὁ Κύριος κάμνει δύο πράγματα. Προλέγει τὸ πάθος Του καί τρέχει πρὸς αὐτό. Καί εἰς τὰ δύο αὐτὰ ὑπάρχει τὸ μεγαλεῖον τοῦ Κυρίου, ἡ ἀξία μας, ἀλλά καί ἡ παληανθρωπιά μας. Ἂς ἲδωμεν ταῦτα πρὸς δόξαν Θεοῦ.
1) Ὁ Κύριος προλέγει το πάθος Του εἰς τούς μαθητάς Του. Ὁ σκοπὸς διὰ τὸν ὁποῖον προλέγει τὸ πάθος Του εἶναι, ὅπως εἴπομεν, νὰ στερεώσῃ τοὺς Ἀποστόλους Του, ὥστε ὅταν ἴδωσιν Αὐτὸν ἐσταυρωμένον νὰ μὴ πάθωσιν ἀνεπανόρθωτον ψυχικὸν κάταγμα. Μεγαλειώδης εἶναι ὁ τρόπος τοῦ στερεώματος αὐτῶν διὰ τῆς προφητείας τοῦ πάθους Του. Καὶ ἰδοὺ πῶς. Ὁ Κύριος γνωρίζει πρῶτον, ὅτι οἱ Ἀπόστολοι ἦσαν ὅπως καὶ οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι τῆς ἐποχῆς των. Ἐπερίμεναν δηλαδὴ Μεσσίαν, Χριστόν, ὄχι ἐπὶ Σταυροῦ, ἀλλὰ ἐπὶ θρόνου, ὄχι θανατούμενον καὶ ἐνταφιαζόμενον, ἀλλὰ ἀνιστῶντα τοὺς νεκρούς, ὄχι ἐμπτυόμενον, ἄλλα δεχόμενον προσκυνήματα καὶ ἀσπαζόμενον, ὄχι γρονθοκοπούμενον, ἀλλά δεχόμενον φόρους ὡς βασιλέα. Ὁ Κύριος ἐγνώριζε δεύτερον, ὅτι θὰ καταδικασθῇ ὑπὸ τριῶν τρομερῶν τριάδων. Καὶ ἡ πρώτη τριὰς εἶναι οἱ τρεῖς μεγάλοι ἠθικοὶ αὐτουργοί. Ὁ Ἰούδας, ὁ ὁποῖος θὰ τὸν παραδώσῃ, ὁ Καϊάφας ὁ ὁποῖος θὰ τὸν καταδικάσῃ καὶ ὁ Πιλᾶτος ὁ ὁποῖος θὰ διατάξῃ τὴν ἐκτέλεσιν τῆς καταδικαστικῆς ἀποφάσεως. Δευτέρα τριὰς εἶναι οἱ ἐκτελεσταί, ἤτοι ἡ σπεῖρα ἡ ὁποία θὰ Τὸν συλλάβῃ, οἱ στρατιῶται οἱ ὁποῖοι θὰ ξεμουδιάσουν τὰ νεῦρα τους δέρνοντες Αὐτὸν διὰ τοῦ φραγγελίου, ἐμπτύοντες καὶ γρονθοκοποῦντες Αὐτὸν καὶ οἱ σταυρωτοὶ οἱ ὁποῖοι θὰ Τὸν σταυρώσουν. Ὄπισθεν αὐτῶν ὑπῆρχεν ἡ τρίτη ἀφανὴς τριὰς ἤτοι τὸ χρῆμα μὲ τοὺς πρεσβυτέρους, ἡ ἀριστοκρατία δηλαδὴ τῶν λαϊκῶν, ἡ ὀλιγαρχία τοῦ πλούτου, ἡ θρησκεία μὲ τοὺς ἀρχιερεῖς, ἡ ἀριστοκρατία δηλαδὴ τοῦ Ναοῦ καὶ ὁ λόγος μὲ τοὺς Γραμματεῖς, ἤτοι ἡ ἀριστοκρατία τοῦ Πνεύματος. Ὅλοι αὐτοὶ οἱ ἄνεμοι θὰ ἐπιπέσωσι κατὰ τῶν ἀδυνάτων Ἀποστόλων, οἱ ὁποῖοι θὰ συνετρίβοντο, διότι, ὡς εἴπομεν, ἄλλα ἐπερίμενον καὶ ἄλλα τοὺς ἦλθον, ἂν δὲν διησφάλιζεν αὐτοὺς ὁ Κύριος.
Ὁ Κύριος ἀσφαλίζει αὐτοὺς κατὰ τῶν τρομερῶν αὐτῶν τριάδων μὲ ἄλλας τρεῖς σπουδαίας τριάδας. Πρώτη τριάς. Οἱ Ἀπόστολοι εἶδον, ἔμαθον, ὅτι τρεῖς φοράς ἐπεχείρησαν οἱ Ἰουδαῖοι νὰ σκοτώσουν τὸν Χριστόν, ἀλλά δὲν ἠδυνήθησαν. Ἡ πρώτη φορὰ εἶναι εἰς τὴν Ναζαρέτ, ὅτε ἐπεχείρησαν οἱ πατριῶται Του νὰ κρημνίσωσιν Αὐτὸν ἀπὸ κάποιον βράχον, ἡ δευτέρα καὶ τρίτη φορὰ εἶναι ὅταν κατὰ τὴν ἑορτήν τῆς Σκηνοπηγίας ἐν Ἱερουσαλὴμ διὰ χειρῶν ἐπεχείρησαν νὰ συλλάβωσιν Αὐτὸν καὶ κατόπιν διὰ λίθων νὰ φονεύσωσιν Αὐτόν, ἀλλά δὲν ἠδυνήθησαν, διότι δὲν ἦλθεν ἡ ὥρα Αὐτοῦ. (Ἰωάν. 7,30. 8,59).
Ἀλλά εἶδον καὶ κάποιαν ἄλλην τριάδα εὐχάριστον. Εἶδον τήν μεταμόρφωσίν Του, τὴν ὁμολογίαν τοῦ Ἀποστόλου Πὲτρου, ὅτι Αὐτὸς εἶναι ὁ Χριστός καὶ τὴν ἀλείψασαν Αὐτόν μὲ μῦρον ὡς Σωτῆρα της. Καὶ τά τρία αὐτὰ δεικνύουσιν Αὐτὸν ὡς Θεόν. Εἰς τὰς δύο αὐτάς τριάδας εἶναι ἡ τρίτη τριάς. Δία τρίτην φοράν ἤδη προλέγει τὸ πάθος Του μετὰ τὴν ὁμολογίαν τοῦ Πέτρου καὶ τὴν ἐπί τοῦ ὂρους Θαβὼρ μεταμόρφωσιν. Δὲν ἔπρεπε νὰ προείπῃ τὸ πάθος Του πολὺ πρὸ τῆς μεταμορφώσεώς Του, διότι οἱ Ἀπόστολοι δὲν θὰ ἠκολούθουν ὡς Μεσσίαν κάποιον μελλοθάνατον κακοῦργον, πρὶν μάθωσιν, ὅτι Αὐτὸς εἶναι θεός. Δὲν ἔπρεπε ὅμως νὰ μείνουν καὶ τελείως ἀπληροφόρητοι περὶ αὐτοῡ. Ἦτο ἀπαραίτητον νὰ ἀκούσωσιν ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ ἰδίου, ὅτι ὁ νικητὴς τοῦ θανάτου θὰ ἀποθάνῃ, ὁ βασιλεὺς τοῦ Οὐρανοῦ θὰ ὑβρισθῇ ἀπὸ στρατιώτας τῆς γῆς καὶ ὁ θεάνθρωπος θὰ σταυρωθῇ ἀπό τοὺς ὑπηρέτας τοῦ Ναοῦ, τοὺς Ἀρχιερεῖς.
Στεφάνι τῶν τριῶν πρώτων τριάδων τῶν δυσμενῶν, ἀλλά καὶ τῶν δευτέρων τριάδων τῶν εὐμενῶν εἶναι ἡ μετὰ τρεῖς ἡμέρας ἀνάστασις Του ! Ποῖος δὲν βλέπει ἐνταῦθα τὸ μεγαλεῖον τοῦ Ἰησοῦ, ὁ ὁποῖος ἐφρόντισε νὰ στερέωσῃ τοὺς Ἀποστόλους Του διὰ τόσων σοφῶν μέσων κατὰ τοῦ κατάγματος τῶν ἐκ τοῦ πάθους Του ;
2) Ὁ Χριστὸς τρέχει εἰς τὸ πάθος Του. Εἰς τὸ τρέξιμον αὐτὸ φαίνονται τὸ μεγαλεῖον τοῦ Κυρίου, ἡ μεγάλη μας ἀξία καὶ ἡ ἀφάνταστος βρωμιά μας. Καὶ ἰδοὺ πῶς. Ὁ Χριστὸς γνωρίζει, ὅτι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος θέλει νὰ σώσῃ τοὺς ἄλλους, πρέπει νὰ εἶναι ἕτοιμος, νὰ σταυρωθῇ ἀπ’ αὐτούς. Ἂν δὲν εἶναι ἕτοιμος πρὸς τοῦτο, ἀλλά περιμένει ἀμοιβὴν φανερώνει, ὃτι δὲν γνωρίζει τὴν ἀνθρωπίνην καρδίαν καὶ ἀχαριστίαν, ἀλλά καὶ τὸ ἔργον του δὲν εἶναι δωρεά, ἀλλά ἐμπόριον, διότι δίδει σωτηρίαν καὶ περιμένει νὰ πάρῃ ἔπαινον. Ὁ Κύριος τρέχει εἰς τὸ πάθος Του διὰ νὰ πάρῃ ἐκ τῆς ἀνθρωπίνης ἀχαριστίας τὴν συμπλήρωσιν τοῦ ἔργου Του. Τὸ στεφάνι τῆς εὐεργεσίας Του εἶναι ἡ ἀχαριστία μας ! Πόσον μεγαλειώδης εἶναι ὁ Κύριος, πόσον ἀχάριστοι οἱ ἄνθρωποι! Εἶναι γνωστόν ἐπίσης, ὃτι εἴμεθα τόσον πολὺ βουτηγμένοι εἰς τὴν ἁμαρτίαν, ὥστε εἴμεθα δοῦλοι καὶ πωλημένοι εἰς τὸν διάβολον Δία νὰ μᾶς ἐξαγόρασῃ ὁ Χριστὸς ἐχρησιμοποίησεν ὡς νόμισμα τὸ αἷμα Του, τὴν ζωήν Του, ἡ ὁποία ὑπερβαίνει ὃλας τὰς ἄλλας ἀξίας καὶ περιέχει αὐτάς! Ὁ Κύριος τρέχει εἰς τὸ πάθος Του, διὰ νὰ πληρώσῃ μὲ τὸ αἷμα Του τὸ χρέος μας. Πόσον μεγαλειώδης εἶναι ὁ Κύριος καὶ πόσην ἀξίαν ἔχει ὁ ἄνθρωπος !
Ὁ Κύριος γνωρίζει, ὃτι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἀγαπᾶ τοὺς ἐχθροὺς του ὁλοκληρώνει τὴν ἀξίαν του, ἂν μισηθῇ ἀπό τούς φίλους του καὶ ὑπομείνῃ τοῦτο. Ὁ Κύριος ὄχι μόνον ὑπέμεινε τὸ μῖσος τῶν φίλων Του, ἄλλα τρέχει εἰς τὸ πάθος αὐτό. Ὁποῖον μεγαλεῖον ! Ὁ Κύριος γνωρίζει, ὅτι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος θέλει νὰ σώσῃ ὃλους τοὺς λαοὺς θά μισηθῇ ἐκ ζηλοτυπίας ἀπὸ τόν λαόν, ὅπου ἀνήκει. Ὁ Κύριος τρέχει πρὸς τὸ «ἆρον, ἆρον, σταύρωσον» τοῦ Ἑβραϊκοῦ ὄχλου, ἀρκεῖ νὰ σωθῇ ὁ κόσμος. Ὁποῖον μεγαλεῖον !
Εἶναι γνωστόν, ὅτι ἀκούομεν τὰ λόγια τῶν καλῶν ἀνθρώπων, ὅταν ζοῦν, περισσότερον ὅμως ὃταν ἀποθάνουν. Τὰ αὐτιά μας ἑπομένως ἀνοίγουν περισσότερον εἰς τὰς φωνάς, αἱ ὁποῖαι ἐξέρχονται ἀπὸ τὸν τάφον. Ὁ Κύριος τρέχει νὰ εἰσέλθῃ εἰς τὸν τάφον διὰ νὰ ἀνοίξῃ τά αὐτιά μας. Πόση ἡ ἰδική μας σκληροκαρδία καὶ πόση ἡ καλωσύνη τοῦ Κυρίου! Εἶναι γνωστόν, ὃτι εἴμεθα γεμάτοι ἀπὸ ἐγωϊσμόν. Ἀπό τόν πολύν ἐγωϊσμόν μας δυσκόλως σεβόμεθα τοὺς ἄλλους. Τὸν σπάνιον τοῦτον σεβασμόν μας πρὸς τοὺς ἄλλους τὸν φυλάττομεν δι’ ἐκείνους, τοὺς ὁποίους ἐσκοτώσαμεν ἀδίκως. Εἰς τὸ ἄδικον θῦμα μας ρίπτομεν ὅλον μας τὸν σεβασμόν. Ὁ Χριστὸς τρέχει νὰ ἀδικοσκοτωθῇ ἀπὸ τὰς ἁμαρτίας μας, ἀπὸ ἡμᾶς, διὰ νὰ ἐγείρῃ τὸν σεβασμόν μας. Μάλιστα! Τὸν Χριστὸν ἡμεῖς τὸν ἐσκοτώσαμεν. Οἱ Φαρισαῖοι ἦσαν ἁπλοῖ ἐντολοδόχοι μας, σκληροὶ δήμιοί μας. Πόσον μεγαλεῖον τοῦ Χριστοῦ, πόση ἀξία, ἀλλά καὶ πόση βρωμιά μας !
Ὁ ἀέρας καὶ τὸ νερὸ εἶναι τὰ ρευστότερα πράγματα, διότι αὐτὰ οὔτε δύνασαι νὰ τὰ σφίξῃς εἰς τὴν χούφτα σου οὔτε νὰ γράψης ἐπ’ αὐτῶν τὸ ὄνομά σου. Ρευστότερα ὅμως καὶ ἀπὸ τὰ δύο αὐτὰ εἶναι ὁ χρόνος καὶ ἡ ἀνθρωπίνη καρδία. Πόσον ταχέως κυλᾷ ὁ χρόνος καὶ ἡ ἀνθρωπίνη καρδία ! Καὶ ὅμως! Εἰς τὴν εὐμετάβολον ἀνθρωπίνην καρδίαν ὅχι μόνον γράφονται, ἀλλά χαράσσονται αἱ ἀλήθειαι, αἱ ὁποῖαι εἶναι βαμμένοι μὲ αἷμα ! Νά! Διά τοῦτο τρέχει ὁ Χριστὸς νὰ σταυρωθῇ διὰ νὰ βάψῃ τὴν ἀλήθειάν Του μὲ αἷμα, νὰ τὴν χαράξῃ εἰς τὴν καρδίαν σου ! Ὁποία καλωσύνη τοῦ Κυρίου μέσα εἰς τὴν ἰδικήν σου ἀκαταστασίαν !
Ναὶ ! Τοιοῦτος εἶναι ὁ Χριστός, τοιοῦτος εἶναι ὁ ἄνθρωπος ! Ἡ ἀνθρωπίνη ἀχαριστία αἰσθάνεται ὡς προσβολὴν τὴν θείαν εὐεργεσίαν καὶ παλαίει κατ’ αὐτῆς κατὰ τὸν σκληρότερον τρόπον. Ὁ Κύριος ὅμως νικᾶ μὲ τὸ μεγαλεῖον Του τὴν ἀνθρωπίνην κακίαν καὶ μεταβάλλει αὐτὴν εἰς λίπασμα, διὰ νὰ φυτρώσῃ ἐξ αὐτῆς τὸ θεῖον φυτόν.
Ἓνας ἐργάτης σπάζων πέτρες εἰς τὸν δρόμον, μεταξὺ τῶν ἄλλων ἔσπασε καὶ ἕνα χαλίκι χονδρόν. Ἕνας διαβάτης διερχόμενος ἐκεῖθεν παίρνει τὸ χαλίκι αὐτό, τὸ ἀνοίγει καὶ εὑρίσκει μέσα μικρὰ κρύσταλλα, εἰς τὰ ὁποῖα ἔπεφταν οἱ ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου καὶ ἀκτινοβολοῦσαν χίλια χρώματα, εἰς τρόπον, ὥστε τὰ μάτια ἐθαμπώνοντο ἀπὸ τὴν ὑπερβολικὴν λάμψιν. Τὸ πρᾶγμα ἐφάνη πολὺ περίεργον καὶ ὅμως ἑρμηνεύει τὸν Χριστόν. Λίθος εἰς τὴν ἄκρη τοῦ δρόμου εἶναι ὁ Χριστός. Σπάσιμο τοῦ λίθου εἶναι ὁ σταυρικὸς θάνατος τοῦ Χριστοῦ. Κρύσταλλα τὰ ὁποῖα ἐλαμποκοποῦσαν εἰς τὰς ἀκτῖνας τοῦ ἡλίου εἶναι τὸ μεγαλεῖον τοῦ Χριστοῦ. Ἐὰν τὰ κτυπήματα τῆς σφύρας δὲν ἔσπαζαν τὴν πέτραν, δὲν θὰ ἀπεκαλύπτετο τὸ κρυμμένον μεγαλεῖον της. Ἐὰν καὶ ὁ Χριστὸς δὲν ἐσπάζετο μὲ τὸν σταυρικὸν θάνατον, δὲν θὰ ἐφαίνετο τὸ μεγαλεῖον Του ! Ὃ,τι ἔχει ἀξίαν, ἐπληρώθη ἀκριβά. Ἂς ἔχῃ δόξαν ὁ Πανάγαθος Κύριος ! Ἀμήν.
Ἡ Παράκλησις τῶν υἱῶν Ζεβεδαίου
Ματθ: 20,20-28. Μὰρκ 10,35-45.
Εἴδομεν, ὃτι ὁ Κύριος ὑπεσχέθη, ὅτι οἱ Ἀπόστολοί Του θὰ καθίσωσιν εἰς δώδεκα θρόνους καὶ Αὐτὸς ὁ ἴδιος ἀφοῦ πάθῃ, θὰ ἀναστηθῇ. «Ὁ Ἰάκωβος καί ὁ Ἰωάννης oἱ υἱoί τοῦ Ζεβεδαίου» ἐπιθυμοῦν τὴν πρωτοκαθεδρίαν εἰς τὴν μετ’ ὀλίγον, ὅπως ἐνόμιζον αὐτοί, ἐνθρόνισιν τοῦ Κυρίου καὶ συνθρόνισιν αὐτῶν. Πρὸς τοῦτο «προσπορεύονται αὐτῷ» πλησιάζουσι τὸν Χριστόν. Μαζί των παραλαμβάνουσι καὶ τὴν μητέρα των, τὴν Σαλώμην, ἳνα δι’ ἐκείνης γίνῃ ἡ αἴτησις τῆς πρωτοκαθεδρίας. «Τότε προσῆλθεν ἡ μήτηρ μετὰ τῶν υἱῶν αὐτῆς καὶ προσκυνοῦσα» ἵνα ἑλκύσῃ περισσότερον τὸν Ἰησοῦν εἰς τὸ αἴτημά της ἤρχισε «αἰτοῦσά τι παρ’ αὐτοῦ», ἐζήτησε νὰ ὑποβάλῃ αἲτησίν τινα. Ὁ Κύριος ἔχων ὑπ’ ὄψιν Του, ὅτι οἱ δύο μαθηταί Του ὁμιλοῦν διὰ τῆς μητρός των, ἀπαντᾷ, εἰς μητέρα καὶ υἱούς : «Τί θέλετε, ἳνα ποιήσω ; » Ἡ μήτηρ ἀπαντᾷ : « Εἰπέ ἵνα καθίσωσιν οὗτοι oἱ δύο υἱοί μου εἷς ἐκ δεξιῶν σου καί εἷς ἐξ εὐωνύμων σου ἐν τῇ βασιλείᾳ σου». Δύο τιμητικάς θέσεις ζητεῖ ἡ μήτηρ αὕτη. Νὰ καθίσωσιν οἱ υἱοί της ὁ εἷς ἐξ ἀριστερῶν καὶ ὁ ἄλλος ἐκ δεξιῶν Του.
Οἱ υἱοί ἐπιδοκιμάζουσι ταῦτα λέγοντες : « Δὸς ἡμῖν, ἵνα εἷς ἐκ δεξιῶν σου καί εἷς ἐξ εὐωνύμων σου καθίσωμεν ἐν τῇ δόξῃ σου». Ναί, θὲς τὸν ἕνα ἐξ ἡμῶν ἐκ δεξιῶν σου καὶ τὸν ἄλλον ἐξ ἀριστερῶν σου. Ὁ Κύριος ἀπαντᾷ ὂχι εἰς τὴν μητέρα, ἀλλά εἰς τοὺς υἱούς : «Οὐκ οἲδατε τί αἰτεῖσθε». Δὲν γνωρίζετε τί ζητεῖτε. «Δύνασθε πιεῖν τὸ ποτήριον, ὃ ἐγώ πίνω καί τὸ βάπτισμα, ὃ ἐγώ βαπτίζομαι βαπτισθῆναι;» Δύνασθε, λέγει ὁ Κύριος, ὄχι μόνον νὰ πίητε τὰ βάσανα, ἀλλά καὶ νὰ ποτισθῆτε, νὰ βουτηχθῆτε, νὰ κολυμβήσετε εἰς αὐτὰ τὰ βάσανα, τὰ ὁποῖα θὰ πίω καὶ ποτισθῶ Ἐγώ; Οἱ δύο οὗτοι Ἀπόστολοι ἐξ ἀγάπης πρὸς τὸν Χριστὸν ἀπαντοῦν «δυνάμεθα». Ὁ Κύριος ἀπαντᾷ : «Τὸ μέν ποτήριον, ὃ ἐγώ πίνω, πίεσθε καὶ τὸ βάπτισμα, ὃ ἐγώ βαπτίζομαι βαπτίσθησεσθε» τὰ βάσανα τὰ ὁποῖα θὰ ὑποστῶ, θὰ ὑποστῆτε καὶ σεῖς. «Τὸ δὲ καθίσαι ἐκ δεξιῶν μου καὶ ἐξ εὐωνύμων οὐκ ἔστιν ἐμόν δοῦναι, ἀλλ’ οἷς ἡτοίμασται ὑπὸ τοῦ Πατρός μου». Ὁ Κύριος διὰ τούτων βεβαιοῖ, ὅτι οἱ δύο οὗτοι Ἀπόστολοι θὰ ὑποφέρουν βάσανα, ὅπως καὶ Αὐτός, ἀλλά ἡ τιμή, τὴν ὁποίαν θὰ λάβουν καὶ ἡ δόξα, δὲν θὰ εἶναι δι’ Αὐτοῦ πρὸς αὐτοὺς ἐκ προσωπικῆς φιλίας, ἀλλά ἀνάλογος τῶν ψυχικῶν διαθέσεων καὶ τῶν σωματικῶν κόπων των καὶ τῆς θείας δωρεᾶς, ὥστε ἂν βραδύτερον κοπιάσουν ἄλλοι περισσότερον, θὰ λάβωσι μεγαλυτέραν τιμὴν ὑπὸ τοῦ Θεοῦ.
«Οἱ δέκα» Ἀπόστολοι «ἀκούσαντες» τὴν αἴτησιν μητρός καὶ υἱῶν καὶ τὴν ἀπάντησιν τοῦ Κυρίου «περὶ Ἰακώβου καί Ἰωάννου ἠγανάκτησαν» διότι ἐφθόνησαν καὶ τοὺς δύο. Τόσον ἀτελεῖς ἦσαν ! Ὁ Κύριος, ἵνα καθησύχασῃ πάντας «προσκαλεσάμενος αὐτοὺς λέγει∙ οἲδατε» γνωρίζετε «ὅτι οἱ δοκοῦντες ἂρχειν τῶν ἐθνῶν» οἱ ἐπιθυμοῦντες νὰ ἄρχωσι μεταξὺ τῶν εἰδωλολατρῶν «κατακυριεύουσιν αὐτῶν καί oἱ μεγάλοι αὐτῶν κατεξουσιάζουσιν αὐτῶν» φέρονται βίαιοι πρὸς αὐτούς. «Οὒχ οὓτω δὲ ἔσται ἐν ὑμῖν» δὲν πρέπει ὃμως τὸ ἴδιον νὰ συμβῇ καὶ μεταξύ σας. «Ἀλλ’, ὅς ἐὰν θέλῃ γενέσθαι μέγας ἐν ἡμῖν» ὅποιος θέλει νὰ γίνῃ μεταξὺ σας μεγάλος «ἔσται ὑμῶν διάκονος» πρέπει νὰ ὑπηρετῆ τοὺς ἄλλους. «Καί ὃς ἐὰν θέλῃ ὑμῶν γενέσθαι πρῶτος, ἔσται πάντων δοῦλος». Ἐκεῖνοι δηλαδὴ οἱ ὁποῖοι βουλιμιοῦν διὰ πρωτεῖα, σκέπτονται οὐχὶ χριστιανικῶς, ἀλλά ἐθνικῶς. Ἑπομένως μὴ ζηλεύετε, ὥστε νὰ ἀγανακτῆτε. Μᾶλλον πρέπει νὰ οἰκτείρητε τούς φιλοπρωτεύοντας. Ὁ Κύριος, ἵνα τονίσῃ περισσότερον, ὅτι δὲν πρέπει νὰ ζητῶμεν τὰ πρωτεῖα ὥστε νὰ μᾶς ὑπηρετήσωσιν οἱ ἄλλοι, ἀλλά ἡμεῖς νὰ ὑπηρετῶμεν τοὺς ἄλλους μέχρι αὐτοθυσίας, φέρει τὸν ἑαυτόν Του ὡς παράδειγμα καὶ λέγει: « Καὶ γὰρ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου» ὁ Χριστὸς «οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι» δὲν ἦλθε νὰ ὑπηρετηθῇ «ἀλλά διακονῆσαι» νὰ ὑπηρετήσῃ «καὶ δοῦναι τὴν ψυχὴν αὐτοῦ» καὶ νά.δώσῃ τὴν ζωὴν Του «λύτρον ἀντί πολλῶν». Διηκονήθη καὶ ὁ Κύριος, ἀλλά τὰ ἐλάχιστα εἰς τὰ ὁποῖα διηκονήθη εἶναι ἀσήμαντα ἔναντι ἐκείνων, τὰ ὁποῖα διηκόνησε. Λύτρον εἶναι τὰ χρήματα διὰ τῶν ὁποίων ἐξηγοράζοντο οἱ αἰχμάλωτοι. Ὡς τοιοῦτον λύτρον διὰ τὴν ἐξαγορὰν ἡμῶν τῶν αἰχμαλώτων ὑπὸ τοῦ Σατανᾶ ἔδωκεν εἰς τὸν Θεὸν ὁ Χριστὸς τὴν ζωήν Του. Ἡ προσφορὰ τοῦ Κυρίου ἔγινεν ὑπὲρ πάντων. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν ἐπίστευσαν ὅλοι, ὥστε νὰ ὠφεληθῶσι, λέγει, ὅτι ἡ θυσία ἔγινε «ἀντὶ πολλῶν» διὰ πολλοὺς καὶ ὄχι δι’ ὅλους. Μέχρι ποῦ φθάνει ἡ ἐπιθυμία τοῦ Κυρίου ὄχι νὰ ὑπηρετῆται, ἀλλά νὰ ὑπηρετῇ ! Θυσιάζεται!
Θέμα: Πρωτεῖα – Θεραπεία.
Ἡ δόξα, τὸ εὖγε, τὸ μπράβο εἶναι νοσταλγήματα τῆς ἀνθρωπίνης ψυχῆς φυτευόμενα μέσα μας ἀπὸ αὐτὸν τὸν Θεόν. Διὰ τοῦτο ἡ πρώτη ἀμοιβὴ τοῦ Θεοῦ κατὰ τὴν μέλλουσαν Κρίσιν πρὸς τοὺς δικαίους θὰ εἶναι τὸ «εὖγε δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ». Ἐπειδὴ, ὅμως ὁ Σατανᾶς γνωρίζει νὰ διαστρέφῃ τὰ θεῖα δῶρα, ὥστε μὲ αὐτὰ νὰ σκορπίζῃ τὴν ἀπώλειαν εἰς τοὺς ἀνθρώπους, ἂς ἴδωμεν ἐπὶ τῇ βάσει τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τῆς σημερινῆς ζωῆς ποία εἶναι ἡ διαστροφὴ τῆς θείας δόξης ὑπό τοῦ Σατανᾶ καὶ ποία ὑπό τοῦ Χριστοῦ πραγματικὴ μορφή της.
Α.΄ Ἡ διαστροφὴ τῆς δόξης. Οἱ δύο μαθηταὶ ζητοῦν ἐν πρώτοις ἀπ’ εὐθείας καὶ κατόπιν πλαγίως διὰ τῆς μητρὸς των δόξαν πλησίον τοῦ Χριστοῦ κοσμικήν, πρωτεῖα, πρὶν πίουν ἀκόμη τὰ ποτήρια τῶν θλίψεων. Τοῦτο εἶχεν ὡς ἀποτέλεσμα τὴν περιφρόνησιν τῶν ἄλλων Ἀποστόλων, διότι προεκάλεσε τὴν ἀγανάκτησιν τῶν 10 μαθητῶν καὶ τοῦ Θεοῦ. Ἰδοὺ ἡ διαφθορά. Πρωτεῖα καὶ περιφρόνησις. Πράγματι !
Π ρ ω τ ε ῖ α. Φροντίζομεν ἀπ’ εὐθείας ἢ διὰ πλαγίων μέσων ν’ ἀποκτῶμεν κοινωνικὴν τινὰ θέσιν. Μερικοὶ γονεῖς λ.χ. παρακαλοῦν τοὺς διδασκάλους τῶν παιδιῶν των νὰ τὰ ἔχουν εἰς ἰδιαίτεραν ἐκτίμησιν παρ’ ὅλην τὴν ἀνικανότητά των. Ἐκλιπαροῦν βαθμούς, ἐκτίμησιν, ἀπολυτήριον χωρὶς νὰ σκεφθοῦν, ὅτι πρέπει νὰ πίουν τὰ παιδιὰ των τὰ πικρὰ ποτήρια προσοχῆς – μελέτης εἰς τὰ μαθήματα. Ἀρκετοὶ ἄνθρωποι «καταφερτζῆδες» καὶ «ἀρριβίσται» λεγόμενοι φροντίζουν νὰ καταλαμβάνουν θέσεις κοινωνικάς ἀκόπως οἱ πρῶτοι, παρανόμως οἱ δεύτεροι. Ἄλλοι φροντίζουν νὰ συνάπτουν φιλίας μὲ πρόσωπα, κοσμικὰ μεγάλα διὰ νὰ παίρνουν ἀπὸ ἐκεῖνα αἴγλην καὶ δόξαν. Ἐπίσης θέλομεν ὂχι νὰ εἴμεθα, ἀλλὰ νὰ φαινώμεθα πρῶτον οἱ ἄνδρες εἰς τὴν παλληκαριά, αἱ γυναῖκες εἰς τὴν ὀμορφιά. Ἡ φιλοπρωτεία αὐτή φθάνει καὶ κάπου ἀλλοῦ. Μερικαὶ γυναῖκες ἀγωνίζονται νὰ ἔχουν τὰ πρωτεῖα εἰς τὴν φλυαρίαν, μερικοὶ ἄνδρες εἰς τὴν βλασφημίαν. Εἰς τοὺς συλλόγους τῶν διαφόρων σωματείων, εἰς τὰς ἐκλογάς τῶν διαφόρων Κρατῶν πόσην γοητείαν παίζει νὰ φανῇ τις πρῶτος ὡς πρόεδρος σωματείου, ὡς πρόεδρος τῆς Κυβερνήσεως!
Ἄλλα καὶ μεταξὺ τῶν μικρῶν τὰ πρωτεῖα ἀφθονοῦν! Μεταξὺ τῶν ἐπιτρόπων κάποιος θέλει νὰ κάνῃ τὸν κόκορα, μεταξύ τῶν ψαλτῶν πολλοὶ θέλουν τὰ πρωτεῖα καὶ δεξιοὶ νὰ ὀνομάζονται. Μεταξὺ τῶν νεωκόρων, θὰ ὑπάρξῃ καὶ κάποιος, ὁ ὁποῖος θὰ ἐπιζητήσῃ τὰ πρωτεῖα. Ἀλλὰ καὶ μεταξὺ σκουπιδιαρέων ἡ λαχτάρα τῶν πρωτείων δὲν εἶναι μικρά. Φιλονικοῦν ποῖος σκουπιδιάρης θὰ διατάξῃ τὸν ἄλλον σκουπιδιάρην! Μαθήτριαι καὶ μαθηταὶ λαχταροῦν περισσότερον νὰ φαίνονται, παρὰ νὰ εἶναι πρῶτοι. Ἐντεῦθεν οἱ αὐτοέπαινοι εἰς τοὺς γονεῖς των, ἡ προφορικὴ καὶ ἡ γραπτὴ πλαστογράφησις τοῦ βαθμοῦ τοῦ ἐνδεικτικοῦ των εἰς τοὺς φίλους των καὶ τοὺς γονεῖς των. Βγαίνουν ἀπὸ τὴν πόρταν; Ποιὸς θὰ ἐξέλθη πρῶτος ! Κὰθηνται εἰς τὴν τράπεζαν; Ἐπιζητοῦν τὴν πρωτοκαθεδρίαν. Συμβαδίζουν δύο μετὰ τινος σημαίνοντος προσώπου; Λαχταροῦν ποῖος θὰ τεθῇ δεξιὰ αὐτοῦ. Συμβαδίζουν τρεῖς ἴσοι μεταξὺ των; Ποιὸς θὰ τεθῇ εἰς τὸ μέσον. Ἔχουν οἱ δύο κοινὸν πρόσωπον σεβαστὸν; Ποῖος θὰ καθίσῃ δεξιά του, ποῖος θα ἔχῃ περισσοτέραν τὴν ὑπόληψίν του. Ἐξ αὐτῶν τῶν πρωτείων πηγάζουν αἱ περιφρονήσεις.
Α ἱ π ε ρ ι φ ρ ο ν ή σ ε ι ς : πρὸς τοὺς ἄλλους. Ἡ ὄμορφη κυρία περιφρονεῖ τὴν ἄσχημη γυναῖκα καὶ εἰς ἐπίδειξιν τῆς ἀσχημίας της σουφρώνει τὴν ἰδικήν της μορφὴν. Ὁ λιονταρῆς ἄνδρας ὀνομάζει τὸν ἐκ φύσεως καχεκτικὸν ψοφῆμι. Ἡ φλύαρη γυναῖκα ὀνομάζει τὴν σιωπηλὴν γυναῖκα μουγκοῦτα. Ὁ βλάσφημος τὸν μὴ βλασφημοῦντα ἄνανδρον. Ἡ ζηλότυπος καὶ φιλοπρωτεύουσα μαθήτρια τὴν συμμαθήτριάν της βλάκα, μποῦφο. Ὁ φιλοπρωτεύων πρόεδρος πόσους δὲν ἐξύβρισε, περιφρόνησε διὰ νὰ γίνη τοιοῦτος ! Μὲ πόσας βαρείας φράσεις κατονομάζει ὁ ἕνας ἐπίτροπος τὸν ἄλλον, ὁ ἕνας ψάλτης τὸν ἄλλον, ὁ σκουπιδιάρης τὸν σκουπιδιάρην, ὅταν ἔλθουν εἰς σὺγκρουσιν λόγῳ πρωτείων. Ἡ ἐκ τῶν φιλοπρωτείων περιφρόνησις φθάνει μέχρι τοῦ σημείου, ὥστε πολλοί, ἐπειδὴ ἔγιναν μεγάλοι, ὀνομάζουν περιφρονητικῶς τὸν πατέρα των «γέρο» καὶ τὴν μητέρα των «λαδικόν».
Β.’ Ἡ θ ε ρ α π ε ί α : Ὁ Χριστὸς θεραπεύει θαυμασιώτατα τὰς πολιτικάς ἰδέας τῶν μαθητῶν Του καὶ συγχρόνως δίδει ὑπέροχον μάθημα εἰς ἐκείνους τότε καὶ εἰς ἡμᾶς σήμερον περὶ ἀγῶνος καὶ ταπεινοφροσύνης. Πῶς; Ἰδού ! Οἱ δύο μαθηταὶ ἐζήτησαν νὰ καθίσουν τιμῆς ἕνεκεν ἑκατέρωθεν Αὐτοῦ. Ὁ Χριστὸς ὅμως προτείνων εἰς αὐτοὺς νὰ πίουν τὸ ποτήριον, τὸ ὁποῖον πρόκειται νὰ πίῃ Αὐτός, τὸν σταυρόν, κάμνει εἰς αὐτούς μεγάλην τιμὴν θέτων τούτους ὄχι δεξιὰ ἢ ἀριστερὰ Του, ἀλλά εἰς τὴν θέσιν Του! Ταυτοχρόνως δηλοῖ, ὅτι ὄχι θρόνον βασιλικόν, ἐπίγειον, πρόκειται νὰ λάβωσιν, ἀλλά στέφανον ἀκάνθινον καὶ σταυρὸν ὡς θρόνον. Καὶ συγκεκριμένως : Ὁ Χριστός ἤχθη εἰς τὸν σταυρόν, διότι Τὸν ἐσυκοφάντησαν οἱ πατριῶται Του, Τὸν ἠδίκησεν ὁ ἐντεταλμένος, ἵνα ἀπονέμῃ τὴν δικαιοσύνην, ὁ Πιλᾶτος, Τὸν ἐπρόδωσε ὁ φίλος καὶ μαθητής Του, τὸ ἐπέτρεψεν ὁ Θεός, τὸ ἠθέλησεν ὁ ἴδιος. Καὶ καλλίτερον, ὁ Χριστός ἐδέχθη τὴν συκοφαντίαν, τὴν ἀδικίαν, τὴν προδοσίαν, τὴν παραχώρησιν τοῦ Θεοῦ. Ἰδοὺ ὁ σταυρός, ἰδοὺ ἡ θέσις Του, τὴν ὁποίαν προτείνει τότε εἰς ἐκείνους καὶ σήμερον εἰς ἡμᾶς.
Ἐνώπιον τοιαύτης προσφορᾶς τοῦ Κυρίου ποῦ εἶναι οἱ ζητοῦντες τὰ πρωτεῖα διὰ τὸν ἑαυτὸν των καὶ περιφρονοῦντες τοὺς ἄλλους; Οἱ φιλοπρωτεύοντες μαρτυροῦν, ὅτι εἶναι ἄδειοι ἐσωτερικῶς, διότι νομίζουν ὅτι ἡ θέσις τιμᾶ τὸν ἄνθρωπον καὶ ὄχι ὁ ἄνθρωπος τὴν θέσιν. Ἐὰν θελήσῃς ἀναξίως νὰ καταλάβῃς μίαν θέσιν ὑψηλήν, γρήγορα θὰ γελοιοποιηθῆς καὶ θὰ συναντήσῃς τὰς δυσκολίας καὶ τὰς ψυχικάς στενοχωρίας τῶν δυσκολιῶν τοῦ ἔργου, ἐνῶ τουναντίον, ἐὰν εἶσαι μετριόφρων καὶ ἔχῃς θέσιν μικράν, θὰ εἶσαι ἀτάραχος.
Ἀλλά, ἂν ἡ λαχτάρα τῶν πρωτείων δεικνύῃ ἄνθρωπον ἄδειον, ἡ περιφρόνησις, ἡ ὁποία πηγάζει ἀπὸ τὴν μεγάλην βουλιμίαν τῶν πρωτείων, προξενεῖ μεγάλην ἀγανάκτησιν ἀνθρώπων καὶ Θεοῦ καὶ μεταβάλλει τὸ περιβάλλον μας εἰς ἡφαίστειον. Καὶ συγκεκριμένως: Ὅταν ἡ ὄμορφη γυναῖκα περιφρονῇ τὴν ἄσχημη, δὲν μεταβάλλει αὐτὴν εἰς πυριτιδαποθήκην ἐναντίον της ἑτοίμην νὰ ἀνάψῃ ἀπὸ στιγμῆς εἰς στιγμὴν; Ὅταν ὁ λεονταρῆς ἄνδρας ὀνομάζῃ τὸν καχεκτικὸν ἄνθρωπον ψοφῆμι, δὲν μεταβάλλει ὂχι μόνον τὸν περιφρονούμενον ἀλλά καὶ πολλούς ἐκ τῶν ἀκουόντων ταῦτα εἰς τορπίλλας ἐναντίον του; Ὅταν ἡ λογία γυνὴ ὀνομάζῃ τὴν σιωπηλὴν γυναῖκα μουγκοῦτα, δὲν θὰ μάθῃ ἡ πρώτη, ὅτι ὅποιος πτύει τὸν ἄνεμον πτύει τὰ μοῦτρα του, διότι ἡ μουγκαμάρα τῆς δευτέρας ἴσως λυθῇ καὶ ἀκούσῃ καὶ ἐκείνη τὴν φλυαρίαν της; Ἡ αὐτὴ ἀγανάκτησις τῶν ἄλλων ἀνθρώπων θὰ γεννηθῇ καὶ εἰς τάς περιφρονήσεις τῶν ἀνθρώπων τῶν ἄλλων κοινωνικῶν τάξεων, τὰς ὁποίας ἀνεφέρομεν.
Ἐὰν ὅμως οἱ περιφρονούμενοι δὲν ἐπληροφορήθησαν τὴν πρὸς ἑαυτοὺς περιφρόνησιν τῶν φιλοπρωτευόντων ἤ τὴν ἐπληροφορήθησαν, ἄλλα δέν δύνανται νὰ ἀπαντήσουν, ἀπαντᾷ καὶ ἀγανακτεῖ ὁ Θεός. Μάλιστα ! Ὅταν ὀνομάζῃς τὸν πατέρα σου ὄχι πατέρα, ἄλλα γέρο περιφρονητικῶς, διότι σὺ ἔγινες μεγάλος, ὅταν ὀνομάζῃς τὴν μητέρα σου ὄχι μητέρα ἀλλά περιφρονητικῶς γρηὰ καὶ λαδικόν, διότι σὺ ἔγινες σπουδαῖος καὶ ἐκεῖνοι ὡς γονεῖς φοβοῦνται νὰ ἀγανακτήσουν, ἐναντίον σου, θα ἀγανακτήσῃ ὁ Θεός. Ὅταν περιφρονήσῃς τὸν ἄλλον ἐν ἀπουσίᾳ του καὶ ἐν ἀγνοίᾳ του, θὰ ἔχης ἀγανακτοῦντα τὸν Θεὸν ἐναντίον σου.
Ἂς ἀφίσωμεν τὰ πρωτεῖα, τὰ ὁποῖα μᾶς ἀποδεικνύουν ἀδίκους καὶ κούφιους καὶ τὰς περιφρονήσεις τῶν ἄλλων, αἱ ὁποῖαι δηλητηριάζουν τὴν ζωήν μας. Ἂς λάβωμεν τὸν σταυρὸν τῆς ταπεινοφροσύνης, ἡ ὁποία εἶναι εὐγένεια πρὸς τούς ἄλλους, ἂν θέλωμεν νὰ εἴμεθα ὂχι δεξιὰ ἢ ἀριστερὰ τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά εἰς τὴν θέσιν Αὐτοῦ.
Ὁ μεγαλύτερος φιλόσοφος τῆς ἀρχαιότητος ὁ Σωκράτης ὠνομάσθη ὑπὸ τοῦ Μαντείου τῶν Δελφῶν σοφώτατος πάντων τῶν ἀνθρώπων. Δὲν ἐκολακεύθη ἐκ τῆς ὀνομασίας ταύτης, ἀλλὰ πληροφορηθείς ὁ ἴδιος ἀπὸ τὸ Μαντεῖον τῶν Δελφῶν τοῦτο ἠθέλησε νὰ μάθῃ κατὰ πόσον εἶναι ἀληθὴς ἡ τιμὴ αὕτη. Μετὲβη λοιπὸν καὶ ἠρώτησε «τούς οἰομένους εἰδέναι» ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἐνόμιζον, ὃτι γνωρίζουν κάτι, ποίας γνώσεις ἔχουν. Αἱ ἀπαντήσεις ὅλων ἦσαν τοιαῦται, ὥστε ἐδείκνυον τὴν μεγάλην ἰδέαν, τὴν ὁποίαν εἶχον οὗτοι διὰ τὸν ἑαυτόν των. Ὁ Σωκράτης ὅμως εἶχε τὴν συναίσθησιν, ὅτι δὲν γνωρίζει τίποτε. Ἰδών λοιπὸν τὴν κουφότητα τῶν ἄλλων καὶ συναισθανθεὶς τὴν ἄγνοιάν του ἡρμήνευσε τὸν λόγον τοῦ Μαντείου, ὅτι καλῶς μὲ ὠνόμασε τὸ Μαντεῖον σοφώτερον ὅλων τῶν ἀνθρώπων, διότι «ἕν οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα» αὐτὸ γνωρίζω, ὅτι δὲν γνωρίζω τίποτε. Ὁ Σωκράτης δὲν ἐζήτησε πρωτεῖα. Ἄλλα καὶ ὅταν τοῦ ἐδόθησαν, τὰ ἔλαβε κατόπιν ἐρεύνης χωρὶς νὰ περιφρονῇ τοὺς ἄλλους καὶ ὑψώνῃ τὸν ἑαυτόν του. Πολὺ περισσότερον πρέπει ὁ Χριστιανὸς νὰ ἔχῃ τὸ «γνῶθι σαὐτόν».
Τὴν πέμπτη Κυριακή τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς θυμόμαστε τὴν ὁσία Μαρία την Αἰγυπτία ἡ ὁποία μπορεῖ νὰ μᾶς διδάξει μιὰ μεγαλειώδη συμπεριφορά πού πρέπει να ἔχουμε ὑπ’ ὄψιν. Ἐκείνη ἦταν μιὰ ἁμαρτωλή, δημόσια γνωστή, μιὰ πρόκληση κι ἕνα σκάνδαλο γιὰ τοὺς ἄνδρες. Πῶς ἔγινε ἁμαρτωλή – δὲν γνωρίζουμε, οὔτε ἄν ἦταν μιὰ κόλαση γιά ἐκείνη, οὔτε ἄν ἀποπλανήθηκε ἢ βιάστηκε, πῶς ἔγινε πόρνη, δὲν θὰ μάθουμε ποτέ. Αὐτό πού γνωρίζουμε μέ βεβαιότητα εἶναι ὅτι μιὰ ἡμέρα ἦρθε στὸν ναό τῆς Θεοτόκου – τόν ὁρισμό τῆς ἀγνότητας – καὶ ξαφνικά αἰσθάνθηκε ὅτι δεν μποροῦσε νά μπεῖ μέσα. Θὰ πρέπει νὰ φανταστοῦμε μιὰ ὑπερφυσική δύναμη νὰ τὴν ἐμποδίζει νὰ διασχίσει τὴν εἴσοδο· μιά δύναμη πού προφανῶς –βεβαίως– προερχόταν ἔξω ἀπό κείνη. Αἰσθάνθηκε ὅτι ὁ χῶρος ἦταν τόσο ἅγιος καὶ τὸ πρόσωπο τῆς Μητέρας τοῦ Θεοῦ τόσο ἱερό γιά νὰ τολμήσει νὰ βαδίσει πρὸς Ἐκείνη καὶ νὰ σταθῇ στὸν περίβολο τοῦ ναοῦ.
Ἦταν ἀρκετό νὰ συνειδητοποιήσει ὅτι τὸ παρελθόν ἦταν σκοτάδι, κι ὅτι δεν ὑπῆρχε γι’ αὐτήν παρά μονάχα ἕνας δρόμος: νὰ ἀποτινάξει κάθε ἁμαρτία καὶ νὰ ξεκινήσει μιὰ καινούργια ζωή. Δὲν ἀναζήτησε συμβουλές, δὲν πῆγε νὰ ζητήση συγχώρηση· κατευθύνθηκε ἔξω ἀπό τὴν πόλη στὴν ἔρημο, στὴν καυτή ἔρημο ὅπου δὲν ὑπάρχει τίποτα ἄλλο παρά ἄμμος και ζέστη και πεῖνα, και ἀπόλυτη μοναξιά.
Αὐτή μπορεῖ νὰ μᾶς διδάξει κάτι πολύ μεγάλο. Ὅπως ὁ ἅγιος Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ ἐπανελάμβανε περισσότερες ἀπό μία φορές σ’ ὅσους πήγαιναν νὰ τὸν δοῦνε, ἡ διαφορά ἀνάμεσα στὸν ἁμαρτωλό πού εἶναι χαμένος καὶ στὸν ἁμαρτωλό πού ἔχει βρεῖ τὸν δρόμο γιὰ τὴν σωτηρία δὲν εἶναι τίποτα περισσότερο ἀπό τὴν ἀποφασιστικότητα. Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ εἶναι πάντα παροῦσα· ἡ ἀπόκριση ἐπαφίεται σὲ μᾶς. Καὶ ἡ Μαρία ἀνταποκρίθηκε· παρά τὸν τρόμο μιᾶς νέας αἴσθησης τοῦ ἑαυτοῦ της, ἐκείνη ἀπάντησε στὴν ἱερότητα, τὴν χάρη, τὴν ἁγνότητα καὶ τὴν ἁγιότητα τῆς Μητέρας τοῦ Θεοῦ, καὶ τίποτα, τίποτα δὲν ἦταν πιό σημαντικό γιὰ ἐκείνη, ὥστε νὰ ( θελήσει) ν’ ἀλλάξει τὴν ζωή της.
Χρόνο μὲ τὸν χρόνο, μὲ νηστεία καὶ προσευχή, στὴν καυτή ζέστη, στὴν ἀπελπιστική μοναξιά τῆς ἐρήμου, πάλευε μὲ τὴν ἁμαρτία πού εἶχε συσσωρευτεῖ στὴν ψυχή της· γιατί δὲν ἦταν ἀρκετό νὰ ἔχει κανείς συνείδηση τῆς ἁμαρτίας, δὲν ἦταν ἀρκετό οὔτε νὰ τὴν ἀπομακρύνει μόνο μὲ τὴν βούληση, βρίσκεται παντοῦ, στὶς ἀναμνήσεις, στὶς ἐπιθυμίες, στὴν ἀσθενικότητα, στὴν σήψη πού ἡ ἁμαρτία φέρνει. Εἶχε νὰ παλέψει μὲ ὅλη τὴν ζωή της, ἀλλά στὸ τέλος αὐτῆς τῆς ζωῆς εἶχε νικήσει· πράγματι εἶχε ἀγωνιστεῖ τὸν καλό ἀγῶνα, εἶχε καθαριστεῖ ἀπό κάθε σπίλο, μποροῦσε νὰ εἰσέλθει στὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ: ὄχι σ’ ἕνα ναό, ὄχι σ’ ἕνα τόπο, ἀλλά στὴν αἰωνιότητα.
Μᾶς διδάσκει τὴν μεγάλη ἀλλαγή. Μπορεῖ νὰ μᾶς διδάξει ὅτι μόνο ἄν μιὰ μέρα ἀντιληφθοῦμε ὅτι στὸν χῶρο ὅπου ἐλεύθερα κινούμαστε: τὴν ἐκκλησία, ἢ ἁπλά τὴν ἴδια τὴν πλάση πού ἔχει δημιουργηθεῖ ἀπό τὸν Θεό καὶ πού παραμένει καθαρή ἀπό ἁμαρτία, παρότι ὑποτάχθηκε, ὑποδουλώθηκε στὴν ἁμαρτία, ἐξαιτίας μας – εἶναι τόσο ἱερή πού ἐμεῖς δὲν ἔχουμε καμμιά θέση σ’αὐτήν, θὰ πρέπει σὲ ἀπάντηση αὐτῆς τῆς αἴσθησης μετανοίας, νὰ στραφοῦμε μὲ τρόμο μακριά ἀπό αὐτό ποὺ εἴμαστε καὶ νὰ στραφοῦμε ἐνάντια στοὺς ἑαυτούς μας μὲ μιὰ σταθερή ἀποφασιστικότητα. Καὶ μποροῦμε νὰ ἀκολουθήσουμε τὸ παράδειγμά της.
Τὸ παράδειγμά της αὐτό παρουσιάζεται σὲ μᾶς σὲ μιὰ κορυφαία στιγμή πού πηγάζει ζωή, ποὺ εἶναι ἡ Μ. Τεσσαρακοστή. Μιὰ ἑβδομάδα πρίν ἀκούσαμε τὴν διδασκαλία καὶ τὸ κάλεσμα τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος, ἐκείνου πού διαμόρφωσε μιὰ ὁλόκληρη κλίμακα τελειότητας γιὰ μᾶς, προκειμένου νὰ ὑπερβοῦμε τὴν ἁμαρτία καὶ νὰ φθάσουμε τὸ σωστό. Καὶ σήμερα βλέπουμε κάποια ποὺ ἀπό τὰ βάθη τῆς ἁμαρτίας ἔφθασε στὰ ὕψη τῆς ἁγιότητας καὶ ὅπως ὁ Κανόνας τοῦ ἁγίου Ἀνδρέου Κρήτης λέει: «Νὰ εἶσαι βέβαιος ὅτι ὁ Θεός πού μποροῦσε νὰ γιατρέψει λεπρούς μπορεῖ νὰ γιατρέψει καὶ τὴν λεπρότητα μέσα σου».
Ἄς δοῦμε ἐπίσης σ’ αὐτήν μιὰ ἐνθάρρυνση, μιὰ νέα ἐλπίδα, ἀληθινά μιὰ χαρά, ἀλλά καὶ μιὰ πρόκληση, ἕνα κάλεσμα, γιατί εἶναι κρίμα νὰ ψάλλουμε ὕμνους στοὺς ἁγίους, ἄν δὲν μποροῦμε νὰ μάθουμε ἀπ’ αὐτούς καὶ νὰ τοὺς μιμηθοῦμε. Ἀμήν
Ἀπόδοση κειμένου: www.agiazoni.gr
«Διδάσκαλε, θέλουμε νὰ μᾶς κάνεις τὴ χάρη ποὺ θὰ σοῦ ζητήσουμε». «Τί θέλετε νὰ κάνω γιὰ σᾶς;» τοὺς ρώτησε ἐκεῖνος. «Ὅταν θὰ ἐγκαταστήσεις τὴν ἔνδοξη βασιλεία σου», τοῦ ἀποκρίθηκαν, «βάλε μας νὰ καθίσουμε ὁ ἕνας στὰ δεξιά σου κι ὁ ἄλλος στὰ ἀριστερά σου».
Ὁ Ἰησοῦς δὲν ἀγανακτεῖ γιὰ τὸ παράλογο αὐτὸ αἴτημα τῶν μαθητῶν, ἀλλ’ ἀφοῦ προηγουμένως τοὺς δείχνει τὸ δρόμο τοῦ πάθους καὶ τῆς θυσίας χρησιμοποιεῖ τὴν κατάλληλη αὐτὴ εὐκαιρία γιὰ νὰ ἀπευθύνει σὲ ὅλους τοὺς μαθητὲς του τὰ ἀκόλουθα βαρυσήμαντα λόγια ποὺ συνιστοῦν καὶ τὸ κέντρο τοῦ ἀναγνώσματος:
«Ξέρετε ὅτι αὐτοὶ ποὺ θεωροῦνται ἡγέτες τῶν ἐθνῶν ἀσκοῦν ἀπόλυτη ἐξουσία πάνω τους, καὶ οἱ ἄρχοντές τους τὰ καταδυναστεύουν. Σ’ ἐσᾶς ὅμως δὲν πρέπει νὰ συμβαίνει αὐτό, ἀλλὰ ὅποιος θέλει νὰ γίνει μεγάλος ἀνάμεσά σας πρέπει νὰ γίνει ὑπηρέτης σας· καὶ ὅποιος ἀπὸ σᾶς θέλει νὰ εἶναι πρῶτος πρέπει νὰ γίνει δοῦλος ὅλων. Γιατί καὶ ὁ Υἱὸς τοῦ Ἀνθρώπου δὲν ἦρθε γιὰ νὰ τὸν ὑπηρετήσουν, ἀλλὰ γιὰ νὰ ὑπηρετήσει καὶ νὰ προσφέρει τὴ ζωὴ του λύτρο γιὰ ὅλους».
Τὰ λόγια αὐτὰ εἶναι ἀξιοπρόσεκτα, γιατί μᾶς δίνουν τὸ πραγματικὸ νόημα καὶ περιεχόμενο τῆς ἡγεσίας, εἴτε γενικὰ στὴν κοινωνία, εἴτε εἰδικότερα μέσα στὴν Ἐκκλησία. Τὸ νόημα αὐτὸ μπορεΐ νὰ συνοψισθεῖ στὴ φράση ὅτι ἡ ἡγεσία εἶναι ταπείνωση καὶ διακονία. Οἱ ἄρχοντες καὶ ἡγέτες τῶν ἐθνῶν καταδυναστεύουν καὶ κατεξουσιάζουν τοὺς ὑπηκόους τους κάνοντας ὄχι ἁπλῶς χρήση ἀλλὰ καὶ κατάχρηση τῆς ἐξουσίας, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὰ σύνθετα ρήματα μὲ τὸ «κατὰ» ποὺ χρησιμοποιεῖ ὁ Ἰησοῦς. Τὸ μεγαλεῖο τοῦ χριστιανοῦ ἡγέτη δὲν βρίσκεται στὴν ἐξουσία καὶ στὸν πειρασμὸ ποὺ ἐμφωλεύει σ’ αὐτὸν ποὺ τὴν ἔχει ἀλλὰ στὴ διακονία, στὴν προσφορὰ τοῦ ἑαυτοῦ του γιὰ τοὺς ἄλλους. Οἱ λέξεις «διάκονος» καὶ «δοῦλος» ποὺ ἀπαντοῦν στὸ κείμενό μας δείχνουν καὶ ὑπογραμμίζουν τὴν ἀποστολὴ τοῦ ἡγέτη, ἤ, ἂν προχωρήσουμε λίγο περισσότερο, τὴν ἀποστολὴ τῆς Ἐκκλησίας μέσα στὸν κόσμο. Δὲν εἶναι πηγὴ δυνάμεως ἡ ἐξουσία καὶ τὸ ἀξίωμα ποὺ ἔχει κανείς, ἀλλ’ ἀφορμὴ καὶ μέσο διακονίας. Ἡ ἀποστολὴ αὐτὴ ἀπορρέει ἀπὸ τὸ παράδειγμα τοῦ ἴδιου τοῦ θεμελιωτῆ τῆς Ἐκκλησίας ποὺ δὲν ἦλθε στὸν κόσμο γιὰ νὰ διακονηθεῖ ἀλλὰ γιὰ νὰ διακονήσει καὶ νὰ προσφέρει τὴ ζωὴ του λύτρο γιὰ τὴν ἐξαγορὰ τῶν αἰχμαλώτων στὴ δύναμη τοῦ σατανᾶ ἀνθρώπων.
Τὰ λόγια αὐτὰ λέγονται ἀπὸ τὸν Χριστὸ στοὺς μαθητὲς του λίγο ἀκριβῶς πρὶν ἀπὸ τὸ πάθος του· καὶ ἡ Ἐκκλησία ὅρισε τὴν ἀνάγνωση τῆς περικοπῆς μία ἑβδομάδα πρὶν ἀπὸ τὴν ἑβδομάδα τοῦ πάθους, γιὰ νὰ θυμίσει στὸν κάθε χριστιανὸ ποὺ ἔχει κάποια ἐξουσία στὰ χέρια του, εἴτε μικρὴ εἴτε μεγάλη, ὅτι ἡ σκέψη του πρέπει νὰ εἶναι στραμμένη στὴ διακονία καὶ στὸ πάθος, ἂν θέλει νὰ εἶναι πραγματικὸς μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ.
Συνοψίζοντας τὰ νοήματα τοῦ σημερινοῦ ἀναγνώσματος μποροῦμε νὰ ποῦμε τὰ ἀκόλουθα:
1. Τὸ πάθος καὶ ὁ σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ εἶναι τὸ «λύτρο» ποὺ δόθηκε γιὰ τὴν ἐξαγορὰ τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσία τοῦ κακοῦ καὶ ἀποτελοῦν τὴν πιὸ ἀξιόλογη προσφορὰ καὶ διακονία πρὸς τὴν ἀνθρωπότητα. Ὅποιος δὲν ἀναγνωρίζει αὐτὴ τὴν προσφορά, ἐξακολουθεῖ νὰ εἶναι δέσμιος τῶν προβλημάτων του ἢ τρέπεται σὲ ἄλλες ἀπατηλὲς λύσεις ποὺ ὁδηγοῦν στὴν ἀπογοήτευση.
2. Ὁ σατανικὸς πειρασμὸς τῆς ἐξουσίας ποὺ μπορεῖ νὰ φωλιάζει σὲ κάθε ἡγέτη, μικρὸ ἢ μεγάλο, ἐκκλησιαστικὸ ἢ κοσμικό, εἶναι δυνατὸ νὰ τὸν ὁδηγήσει στὴν προσωπικὴ του ἱκανοποίηση καὶ ὄχι στὴν ταπεινὴ καὶ γόνιμη ἐκπλήρωση τῆς ἀποστολῆς του, ποὺ εἶναι ἡ προσφορὰ τοῦ ἑαυτοῦ του στὴν ὑπηρεσία τῶν πολλῶν.
Καὶ 3. Ἡ φιλοδοξία τοῦ χριστιανοῦ εἶναι νόμιμη καὶ ἀξιέπαινη, ὅταν συμπίπτει μὲ τὴν ἐπιθυμία του νὰ μιμηθεῖ τὸ πάθος τοῦ Χριστοῦ, βέβαια ὄχι πάντοτε μὲ τὴν ἔννοια τοῦ μαρτυρίου ἀλλὰ μὲ τὶς συνέπειες ποὺ μπορεῖ νὰ ἔχει μία γνήσια ἐκπροσώπηση τοῦ χριστιανισμοῦ μέσα σ’ ἕναν κόσμο ποὺ χαρακτηρίζεται ἀπὸ συμβιβασμοὺς καὶ ὑποχωρήσεις.