Πάτερ ἡμῶν
Ἡ πρώτη λέξι, πόσο εἶναι γλυκειά! Μέχρι τώρα δὲν τολμούσαμε νὰ στρέψωμε τὸ βλέμμα πρὸς τὸν οὐρανό. Χαμηλώναμε τὰ μάτια στὴν γῆ καί, ξαφνικά, δεχθήκαμε τὴν χάρι τοῦ Χριστοῦ κι ὅλα τὰ ἁμαρτήματά μας συγχωρέθηκαν. Ἀπὸ πονηροὶ δοῦλοι, ποὺ ἤμασταν, ἐγίναμε καλοὶ «υἱοί». Μήν ὑπερηφανευώμεθα, ὅμως, γιὰ τὴν δική μας προσπάθεια, ἀλλὰ γιὰ τὴν χάρι τοῦ Χριστοῦ. «Χάριτί ἐστε σεσωσμένοι», λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος (Ἐφεσ. β´, 5). Τὸ νὰ ὁμολογήσωμε τὴν χάρι δὲν εἶναι οἴησι, δὲν εἶναι ἔπαρσι, ἀλλὰ πίστι. Τὸ νὰ διακηρύξωμε αὐτὸ ποὺ ἐλάβαμε δὲν εἶναι ὑπερηφάνεια, ἀλλὰ ἀφοσίωσι· ἂς ὑψώσωμε τὰ μάτια πρὸς τὸν Πατέρα, ποὺ μᾶς ἀναγέννησε μὲ τὸ λουτρὸ τοῦ Βαπτίσματος, πρὸς τὸν Πατέρα, ποὺ μᾶς «ἐξηγόρασε» μὲ τὸν Υἱό Του κι ἂς ποῦμε: «Πάτερ ἡμῶν». Εἶναι αὐτὴ μιὰ καλή, μιὰ ταπεινὴ καύχησι. Σάν ἕνα παιδί, τὸν ὀνομάζομε πατέρα. Ἀλλά, μὴ διεκδικοῦμε κάποιο προνόμιο. Μὲ τὸν εἰδικὸ κι ἀπόλυτο τρόπο δὲν εἶναι Πατέρας παρὰ τοῦ Χριστοῦ μονάχα· γιὰ μᾶς εἶναι ὁ κοινὸς Πατέρας. Γιατὶ μόνο Ἐκεῖνον τὸν ἐγέννησε, ἐνῶ ἐμᾶς μᾶς ἐδημιούργησε. Ἂς λέμε λοιπὸν καὶ μεῖς, κατὰ χάριν, «Πάτερ ἡμῶν», γιὰ νὰ γίνωμε ἄξιοι νὰ εἴμαστε παιδιά Του. Ἂς κάνωμε δική μας τὴν εὔνοια καὶ τὴν τιμή, ποὺ ἐχάρισε στὴν Ἐκκλησία.
Ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς
Τί σημαίνει «ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς»; ἂς ἀκούσωμε τὴν Γραφή, ποὺ λέγει: «Ὑψηλὸς ἐπὶ πάντα τὰ ἔθνη (ὑψηλότερος ἀπὸ ὅλα τὰ ἔθνη), ὁ Κύριος, ἐπὶ τοὺς οὐρανούς ἡ δόξα αὐτοῦ» (Ψαλμ. ριβ´, 4). Παντοῦ θὰ δοῦμε νὰ γίνεται λόγος ὅτι ὁ Κύριος εἶναι στούς οὐρανούς, γιὰ τοὺς ὁποίους λέγει ὁ ψαλμωδός: «Οἱ οὐρανοὶ διηγοῦνται δόξαν Θεοῦ» (Ψαλμ.ιη´, 2). Ὁ οὐρανὸς εἶναι ἐκεῖ ὁπού ἔχουν σταματήσει οἱ ἁμαρτίες. Ὁ οὐρανὸς εἶναι ἐκεῖ ὁποῦ οἱ παραβάσεις τιμωροῦνται. Ὁ οὐρανὸς εἶναι ἐκεῖ ὁποῦ δὲν ὑπάρχει καμμιὰ πληγὴ θανάτου.
Ἁγιασθήτω τὸ ὄνομά σου
Τί σημαίνει «ἁγιασθήτω;». Σάν νὰ εὐχώμαστε νὰ ἁγιασθῇ Ἐκεῖνος, ποὺ εἶπε: «ἅγιοι ἔσεσθε, ὅτι ἅγιος ἐγὼ Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν» (Λευϊτ. ιθ´, 2). Σάν νὰ ἔχη τὴν δύναμι ὁ δικός μας λόγος, νὰ αὐξήση τὴ δική Του ἁγιότητα… Ὄχι, δὲν εἶναι αὐτό. Ζητᾶμε νὰ ἁγιασθῆ ὁ Θεὸς «ἐν ἡμῖν», ἐντός μας. Τὸ ἁγιαστικό του ἔργο νὰ φθάση σὲ μᾶς.
Ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου
Ἆρα γε δὲν εἶναι αἰώνια ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ; Ὁ Ἰησοῦς λέγει: «Ἐγὼ εἰς τοῦτο γεγέννημαι καὶ εἰς τοῦτο ἐλήλυθα εἰς τὸν κόσμον» (Ἐγὼ γι᾿ αὐτὸ γεννήθηκα καὶ γι᾿ αὐτὸ ἦλθα στὸν κόσμο, Ἰωάν. ιη´, 37), καὶ μεῖς λέμε: «ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου», σάν νὰ μήν ἔχῃ ἔλθει· ὅμως, τὸ αἴτημα αὐτὸ ἔχει ἕνα διαφορετικὸ νόημα. Ὁ Θεὸς ἔρχεται, ὅταν δεχώμαστε τὴν χάρι Του. Ὁ ἴδιος τὸ βεβαιώνει: «Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς ὑμῶν ἐστι» (Λουκ. ιζ´, 21).
Γενηθήτω τὸ θέλημά σου, ὡς ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ τῆς γῆς
Μὲ τὸ Αἶμα τοῦ Χριστοῦ ὅλα εἰρήνευσαν καὶ στὸν οὐρανὸ καὶ στὴν γῆ. Ὁ οὐρανὸς ἁγιάσθηκε, ὁ διάβολος ἐκδιώχθηκε. Βρίσκεται πιὰ ἐκεῖ, ὁποῦ βρίσκεται ὁ ἄνθρωπος, τὸν ὁποῖον ἀπάτησε. «Γενηθήτω τὸ θέλημά σου» σημαίνει νὰ ἔλθῃ εἰρήνη στὴν γῆ, ὅπως ὑπάρχει στὸν οὐρανό.
Τὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον δὸς ἡμῖν σήμερον
Προτοῦ ἐκφωνήσει ὁ ἱερέας, κατὰ τὴν Θ. Εὐχαριστία, τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ: «Λάβετε φάγετε… πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες…», αὐτὸ ποὺ προσφέρομε ὀνομάζεται ἄρτος. Μετὰ τὴν ἐκφώνησι δὲν τὸ ὀνομάζομε πιὰ ἄρτο, ἀλλὰ Σῶμα. Γιατί, ὅμως, στὴν Κυριακὴ προσευχή, τὴν ὁποίαν ἀπαγγέλλομε μετὰ τὸν καθαγιασμό, λέμε «τὸν ἄρτον ἡμῶν»; … Ἀλλά, προσθέτομε «τὸν ἐπιούσιον», δηλαδὴ τὸν ἀπαραίτητο γιὰ τὴν συντήρησι τῆς οὐσίας· τὴν ὑπόστασι τῆς ψυχῆς μας δὲν τὴν ἐνισχύει ὁ ἄρτος ὁ ὑλικός, ποὺ μπαίνει στὸ σῶμα μας, ἀλλ᾿ ὁ ἄρτος ὁ οὐράνιος· τὸν ὀνομάζομε, ὅμως, κι «ἐπιούσιο», ποὺ σημαίνει ἐπίσης «καθημερινό», γιατὶ οἱ ἀρχαῖοι ὀνόμαζαν τὴν «αὔριον»: «ἐπιοῦσαν ἡμέραν». Ἔτσι ἐκφράζομε δύο ἔννοιες μὲ μιὰ λέξι.
Ἐάν, ὅμως, ὁ ἄρτος αὐτὸς εἶναι καὶ καθημερινὸς καὶ ἀπαραίτητος γιὰ τὴν συντήρησι τῆς οὐσίας, γιατὶ περιμένομε νὰ περάση ἕνας ὁλόκληρος χρόνος, γιὰ νὰ μεταλάβωμε; ἂς λάβωμε κάθε ἡμέρα αὐτὸ ποὺ μᾶς χρειάζεται κάθε ἡμέρα. Ἂς ζοῦμε κατὰ τέτοιο τρόπο, ὥστε νὰ εἴμεθα ἄξιοι νὰ μεταλαμβάνωμε κάθε ἡμέρα. Γιατί, ἐκεῖνος ποὺ δὲν εἶναι ἄξιος νὰ τὸν λαμβάνῃ κάθε ἡμέρα, δὲν θὰ εἶναι ἄξιος νὰ τὸν δεχθῇ οὔτε μιὰ φορὰ τὸν χρόνο. Ὁ Ἰὼβ προσέφερε κάθε ἡμέρα θυσία γιὰ τοὺς γιούς του, ἀπὸ φόβο μήπως διέπραξαν κανένα ἁμάρτημα μὲ τὰ λόγια ἢ μὲ τὶς ἐνθυμήσεις τῆς καρδιᾶς τους (Ἰώβ α´, 5). Καὶ μεῖς ἀκοῦμε πώς, κάθε φορὰ ποὺ προσφέρεται ἡ ἀναίμακτος θυσία, ἀναπαριστάνεται ὁ θάνατος καὶ ἡ Ἀνάστασι καὶ ἡ Ἀνάληψι τοῦ Κυρίου, καὶ ξαναδίδεται ἡ συγχώρησι τῶν ἁμαρτιῶν, καὶ δὲν δεχώμεθα τὸν ἄρτο τῆς ζωῆς; Ὅποιος ἔχει μιὰ πληγὴ ζητάει κάποιο φάρμακο. Τὸ νὰ εἴμαστε ὑποταγμένοι στὴν ἁμαρτία εἶναι μιὰ πληγή. Τὸ οὐράνιο φάρμακο εἶναι τὰ ἄχραντα Μυστήρια.
Ἄν μεταλαμβάνωμε κάθε ἡμέρα, τότε ἡ κάθε ἡμέρα εἶναι γιὰ μᾶς μία «σήμερον». Ἐὰν σήμερα ὁ Χριστὸς εἶναι μέσα μας, ἀναγεννάει κι ἀνασταίνει τὴν σημερινή μας ἡμέρα. Μὲ ποιὸν τρόπο; Ὁ Πατήρ ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς λέγει στὸν Ἰησοῦ: «Υἱός μου εἶ σύ, ἐγὼ σήμερον γεγέννηκά σε» (Ψαλμ. β´, 7). Τὸ «σήμερον» εἶναι ἡ ἡμέρα κατὰ τὴν ὁποίαν ὁ Χριστὸς ἀνασταίνεται. Ὑπάρχει τὸ χθές καὶ τὸ σήμερα· ὅμως, ὁ Ἀπόστολος λέγει: «Ἡ νύξ προέκοψεν, ἡ δὲ ἡμέρα ἤγγικεν» (Ρωμ. ιγ´, 12). Ἡ νύχτα τῆς «χθές» πέρασε. Ἡ σημερινὴ ἡμέρα ἔφθασε.
Ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν
Ποιὸ ἄλλο εἶναι τὸ «ὀφείλημα», τὸ χρέος, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἁμαρτία; ἄν δὲν δεχώμασταν χρήματα ἀπὸ ἕναν ξένο δανειστή, δὲν θὰ χρωστούσαμε. Ἀκριβῶς γι᾿ αὐτὸν τὸν λόγο μᾶς καταλογίζεται ἁμαρτία.
Εἴχαμε στὴν διάθεσί μας τὸ «χρῆμα» καὶ ὠφείλαμε μ᾿ αὐτὸ νὰ γεννηθοῦμε πλούσιοι. Ἤμασταν πλούσιοι, πλασμένοι «κατ᾿ εἰκόνα καὶ καθ᾿ ὁμοίωσιν Θεοῦ» (Γεν. α´, 26-27). Ἐχάσαμε αὐτὸ ποὺ κατείχαμε, δηλαδὴ τὴν ταπείνωσι, ὅταν ἀπὸ ὑπερηφάνεια προεβάλαμε διεκδικήσεις. Ἐχάσαμε τὸ χρῆμα μας. Ἐμείναμε γυμνοὶ σὰν τὸν Ἀδάμ. Πήραμε ἀπὸ τὸν διάβολο ἕνα δάνειο, ποὺ δὲν μᾶς ἦταν ἀπαραίτητο. Κι ἔτσι ἐμεῖς, ποὺ ἤμασταν ἐλεύθεροι «ἐν Χριστῷ», ἐγίναμε αἰχμάλωτοι τοῦ διαβόλου. Ὁ ἐχθρὸς κρατοῦσε τὸ γραμμάτιο. Ἀλλ᾿ ὁ Κύριος τὸ κάρφωσε πάνω στὸν Σταυρὸ καὶ τὸ ἔσβησε μὲ τὸ Αἶμα Του (Κολ. β´, 14-15). Ἐξάλειψε τὸ χρέος καὶ μᾶς ἐλευθέρωσε. Ἑπομένως ἔχει ἰδιαίτερη σημασία αὐτὸ ποὺ λέμε: «Ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν». Ἂς τὸ προσέξωμε: «ἄφες ἡμῖν…, ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν…», (Συγχώρησέ μας…, ὅπως κι ἐμεῖς συγχωροῦμε). Ἄν συγχωροῦμε, τότε κάνομε κάτι ποὺ εἶναι ἀπαραίτητη προϋπόθεσι γιὰ νὰ συγχωρηθοῦμε. Ἄν δὲν συγχωροῦμε, πῶς ζητοῦμε, πῶς ἀπαιτοῦμε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ μᾶς συγχωρήση;
Καὶ μὴ εἰσενέγκης ἡμᾶς εἰς πειρασμόν, ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ
Ἂς τὸ προσέξωμε αὐτό: «Μὴ εἰσενέγκης», μὴ μᾶς ἀφήνεις νὰ πέσωμε σὲ πειρασμό, στὸν ὁποῖο δὲν μποροῦμε νὰ ἀντισταθοῦμε. Δέν λέγει: «Μὴ μᾶς ὁδηγεῖς στὸν πειρασμό». Ἀλλὰ σάν ἀθλητές, ποὺ θέλουμε νὰ ἀγωνιστοῦμε, ζητᾶμε νὰ ἔχωμε τὴν δύναμι ν᾿ ἀντισταθοῦμε στὸν ἐχθρό, δηλαδὴ στὴν ἁμαρτία. Ὁ Κύριος, ποὺ σήκωσε στούς ὤμους Του τίς ἁμαρτίες μας καὶ συγχώρησε τὰ λάθη μας, εἶναι ἱκανὸς νὰ μᾶς προστατεύσῃ καὶ νὰ μᾶς φυλάξῃ ἀπὸ τὰ τεχνάσματα τοῦ διαβόλου, ποὺ μᾶς πολεμάει, ὥστε ὁ ἐχθρός, ποὺ γεννάει συνεχῶς τὸ κακό, νὰ μὴ μᾶς κατακτήσῃ· ὅποιος ἐμπιστεύεται στὸν Θεό, δὲν φοβᾶται τὸν διάβολο. Γιατὶ «εἰ ὁ Θεὸς ὑπὲρ ἡμῶν, τίς καθ᾿ ἡμῶν;» (Ρωμ. η´, 31). Σ᾿ Αὐτόν, λοιπόν, ἀνήκει ἡ τιμὴ καὶ ἡ δόξα, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.