Ἡ παιδεία καὶ ἡ ἀγωγή, ὁ τρόπος δηλαδὴ διαπαιδαγώγησης τῶν νέων, σχηματοποιοῦνται πάντα στὸ πλαίσιο τῆς ἑκάστοτε πολιτικῆς καὶ κοινωνικῆς πραγματικότητας ἀποτελώντας τὴν ἀντανάκλαση τῶν ἰδανικῶν καὶ τῶν προβληματισμῶν της.
Ζώντας κάτω ἀπὸ τοὺς κραδασμοὺς τῆς μετάβασης ἀπὸ τὴ Ρώμη στὸ Βυζάντιο καὶ ἀπὸ τὴν εἰδωλολατρία στὸ Χριστιανισμό, ὁ μὲν Πλούταρχος (50-120 μ.Χ.) εἶναι ἀπὸ τοὺς τελευταίους ἐκφραστὲς τῆς ψυχορραγοῦσας θύραθεν παιδείας ἐνῶ ὁ Μέγας Βασίλειος (330-379) ἀνοίγει τὴν αὐλαία τῆς διάδοχης «ἔνδοθεν» παιδείας. Ἔτσι, ἡ σύγκριση τοῦ παιδαγωγικοῦ ἔργου τῶν δύο ἀνδρῶν, οἱ ὁποῖοι ὡστόσο δὲν ἀπέχουν χρονικά, καταλήγει νὰ εἶναι ἡ σύγκριση τῆς δυναμικῆς τῶν διαφορετικῶν κόσμων ποὺ ἀντιπροσωπεύει ὁ καθένας τους.
Καὶ αὐτὸ γιατί, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴ διαμάχη ποὺ γέννησε τὸ «Περὶ παίδων ἀγωγῆς» σχετικὰ μὲ τὴν πατρότητα του (1), ἡ προσφορὰ του παραμένει οὐσιαστικὴ καὶ ἀδιαμφισβήτητη καθὼς ἀποτελεῖ τὸ ἀπαύγασμα τῶν παιδαγωγικῶν ἀρχῶν τῆς ἑλληνικῆς ἀρχαιότητας. Ὁ Πλούταρχος ἢ κάποιος μαθητής του ἴσως, θέλησαν νὰ κρατήσουν τὴν πεμπτουσία τῶν διδαχῶν ἑνὸς κόσμου ποὺ χανόταν ἀμετάκλητα. Ἄλλωστε δὲν εἶναι τυχαῖο τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ ἑλληνιστικὸς κόσμος ἀσχολήθηκε μὲ τὴ συστηματοποίηση τῶν παιδευτικῶν προτύπων της κλασικῆς Ἀθήνας, προσφέροντας ἕνα σταθερὸ πλαίσιο θεωρητικῆς καὶ πρακτικῆς ἀντιμετώπισης τοῦ θέματος τῆς ἀγωγῆς ὡς τὴν ὁριστικὴ ἐπικράτηση τοῦ Χριστιανισμοῦ (2).
Ἀπὸ τὴν πλευρὰ του ὁ Μέγας Βασίλειος, πολύπλευρη προσωπικότητα μὲ εὐρεία ἑλληνομάθεια, ἐκφράζει ἀκριβῶς τὸ κλίμα τῆς ἐποχῆς του, μὲ τὴν προσπάθεια ἐπικράτησης τῶν νέων ἰδεῶν, λειαίνοντας ὅμως τὸ πνεῦμα ὀξύτητας ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἐμφοροῦνταν οἱ Χριστιανοὶ στοχαστὲς δρώντας σ’ ἕναν ἀκόμα μὴ δεκτικὸ γι’ αὐτοὺς κόσμο.
Οἱ στόχοι τῶν δύο ἔργων
Ὅπως ἔχει ἤδη τονιστεῖ (3), ὁ λόγος τοῦ Μεγάλου Βασιλείου δὲν ἔχει καθαρῶς τὸ χαρακτήρα φιλοσοφίας τῆς ἀγωγῆς. Παρότι προτάσσεται ἡ φράση «Πρὸς τοὺς νέους», ἐκφωνήθηκε (ἢ γράφτηκε) ἀποκλειστικὰ γιὰ νὰ βοηθήσει στὴ σωστὴ ἐκμετάλλευση τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γραμματείας, προειδοποιώντας τοὺς νέους ἐγκαίρως γιὰ τὰ συγγράμματα ἐκεῖνα ποὺ δὲν συμβαδίζουν μὲ τὰ νέα ἰδεώδη. Στὴν προσπάθεια τεκμηρίωσης τῶν ἀπόψεων του ἀναδύονται, βέβαια, καὶ κάποιες γενικότερου παιδαγωγικοῦ περιεχομένου παρατηρήσεις ποὺ μᾶς βοηθοῦν στὴν ἐξαγωγὴ συμπερασμάτων γιὰ τὴν παιδαγωγική του «στάση».
Οἱ διαφορετικοὶ στόχοι τῶν δύο ὑπὸ ἐξέταση ἔργων, ὑπογραμμίζονται καὶ ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ἔχουν διαφορετικοὺς ἀποδέκτες. Ἐνῶ ὁ Πλούταρχος συντάσσει ἕνα πόνημα ποὺ ἀπευθύνεται σὲ ἐνήλικες ὑπεύθυνους γιὰ τὴν ἀγωγὴ τῶν νέων καὶ τοὺς καλεῖ νὰ ἐξετάσουν ἀπὸ κοινοῦ τὸ θέμα, ὁ Μ. Βασίλειος ἀπευθύνεται σὲ κοινὸ ἐφήβων ποὺ ἀποτελοῦν τὴν πιὸ εὐαίσθητη καὶ μὲ τὶς μεγαλύτερες ἀνησυχίες ὁμάδα καθὼς καὶ τὴν ἐπιρρεπέστερη σὲ κάθε εἴδους ὀλισθήματα. Ἐπιπλέον, πρόκειται καὶ γιὰ μία νεολαία ποὺ φοιτᾶ ἀκόμα στὶς ἐθνικὲς Σχολὲς τῆς Ἀθήνας, τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τῆς Ἀντιόχειας καὶ τῆς Ἀλεξάνδρειας. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ καὶ οἱ διαφορὲς τῶν δύο ἔργων εἶναι καὶ ὑφολογικές. Ἂν τὸ «Περὶ παίδων ἀγωγῆς» ἔχει κατηγορηθεῖ γιὰ ἔλλειψη δομῆς, τὸ «Πρὸς τοὺς νέους, ὅπως ἂν ἐξ ἑλληνικῶν ὠφελοῖντο λόγων», χαρακτηρίζεται ἀπὸ ἐπαναλήψεις καὶ πληθώρα παραδειγμάτων ἀφήνοντας νὰ διαφανεῖ ἡ ἀγωνία ἑνὸς πνευματικοῦ ἀνθρώπου, τόσο γιὰ τὴ μόρφωση τῆς νεολαίας ὅσο καὶ γιὰ τὴν τύχη τοῦ προγενέστερου γραμματειακοῦ πλούτου.
Συνθῆκες ἐποχῆς Πλούταρχου
Φιλοσοφικὰ θεωρούμενη, ἡ παιδεία ἀποσκοπεῖ στὴν ἔνταξη τοῦ νέου ἀνθρώπου σ’ ἕνα καθορισμένο πνευματικὸ καὶ οἰκονομικὸ συγκρότημα, τὸ ὁποῖο ἐκφράζεται μὲ τὶς ἀξίες ποὺ ρυθμίζουν τὴ ζωὴ αὐτοῦ τοῦ συγκροτήματος καὶ στὶς ὁποῖες πρόκειται νὰ ἐνσωματωθεῖ ὁ νέος (4).
Ἡ μεταβατικὴ ὅμως ἐποχὴ μέσα στὴν ὁποία ἔδρασε ὁ Πλούταρχος, ταλανίζονταν ἀπὸ τὴν ἀναζήτηση νέων ἰδεωδῶν καὶ ἀξιῶν. Ἡ παιδεία στὴν Ἑλλάδα τῶν κλασικῶν χρόνων ἀλλὰ καὶ τῶν μεταγενεστέρων, ἦταν καρπὸς τῶν φιλοσοφικῶν Σχολῶν ποὺ ἡ καθεμιὰ παρεῖχε ἐκπαίδευση σύμφωνα μὲ τὶς δικές της ἀρχές (5). Ὅμως αὐτὲς οἱ ἀρχὲς ἦταν μὲ τὴ σειρά τους, δημιούργημα συγκεκριμένου κοινωνικὸ-οἰκονομικοῦ πλαισίου ποὺ εἶχε πάψει νὰ ὑφίσταται. Ἡ φιλοσοφία, τὰ τελευταία προχριστιανικὰ χρόνια καὶ τὰ πρώιμα χριστιανικά, ἀντλεῖ, ὡστόσο, ἀπὸ τὰ διδάγματα τῆς κλασικῆς ἐποχῆς μ’ ἕναν ὅμως ἐκλεκτικὸ τρόπο, προσπαθώντας νὰ ἐμβαθύνει τὰ πνευματικὰ προϊόντα προηγούμενων φιλοσόφων (π.χ. νεοπλατωνισμός).
Θεωρία εὐγονικῆς
Βαδίζοντας πάνω σ΄ αὐτὰ τὰ χνάρια, ὁ Πλούταρχος ἀναζητᾶ τὰ ἐρείσματά του. Ξεκινᾶ τὴν πραγματεία του λέγοντας ὅτι θ΄ ἀναφερθεῖ στὴν ἐκπαίδευση τῶν ἐλευθέρων ἀτόμων. Γνωρίζουμε ὅμως ὅτι πρόκειται γιὰ τὴν ἐποχὴ τῆς Ρωμαιοκρατίας, ὅταν ἡ ἔννοια τοῦ ἐλεύθερου πολίτη εἶχε χάσει πιὰ τὴ σημασία της γιὰ τὸν ἑλληνικὸ χῶρο. Ἐπιμένει ἴσως νὰ ἐθελοτυφλεῖ ἔναντι στὴ νέα διαμορφούμενη πραγματικότητα, διαλέγοντας ἀπὸ τὸν Πλάτωνα τὴ βασικὴ θεωρία ποὺ ἀναπτύσσει στὴν «Πολιτεία» του περὶ εὐγονικῆς, θεωρώντας ὅτι ἡ ἐλεύθερη καταγωγὴ καὶ τῶν δύο γονιῶν, ἡ κοινωνική τους ὑπόληψη ἀκόμα καὶ τὸ κάλλος εἶναι βασικὲς προϋποθέσεις ποὺ θὰ πρέπει νὰ τηροῦνται πρὶν τὴ σύλληψη ἑνὸς δυνάμει «καλοῦ κ΄ ἀγαθοῦ» ἀτόμου.
Στάση τοῦ Μεγάλου Βασιλείου ἔναντι τῆς θεωρίας
Ἡ ἄποψη αὐτὴ ἀντικρούεται εὐθέως ἀπὸ τὸ Μεγάλο Βασίλειο ὁ ὁποῖος δὲν θεωρεῖ τίποτα ἀπὸ τ΄ ἀνωτέρω (καταγωγή, κάλλος, σωματικὴ δύναμη), ἀναγκαῖες καὶ ἱκανὲς συνθῆκες γιὰ μία ἐπιτυχῆ παιδευτικὴ διαδικασία. Σ΄ αὐτὸ τὸ σημεῖο ἐκφράζεται βέβαια ἡ νέα κοινωνικὴ προοπτικὴ ποὺ ἐγκαινίασε ὁ Χριστιανισμός, πρεσβεύοντας τὴν ἐξίσωση τῶν ἀτόμων καὶ ἀπορρίπτοντας τὴν ἀριστοκρατικὴ ψυχὴ τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ κόσμου. Ὁ ἀπόηχος τοῦ «παιδαγωγικοῦ ἔρωτα» στὸν ὁποῖο ἐμμένει ὁ Πλάτων στὸ « Συμπόσιό» του, θεωρώντας ἀπαραίτητο ἔδαφος παιδαγωγικῆς καρποφορίας τὴν ἀξιέραστη μορφή, ἐπικυρώνοντας καὶ τὴ σωματικὴ ἐπαφὴ παιδαγωγοῦ καὶ παιδαγωγούμενου, ἀρχίζει νὰ σβήνει στὴ συνέχεια τῆς πραγματείας τοῦ Πλούταρχου ὅταν μνημονεύει ὅτι «πρέπει νὰ ἐκδιώκουμε ἐκείνους ποὺ ἐπιθυμοῦν τὸ σωματικὸ κάλλος τῶν παιδιῶν, ἐνῶ πρέπει ν΄ ἀποδεχόμαστε τοὺς ἐραστὲς τῆς ψυχῆς τους». Στὸ Χριστιανισμό, ἡ ἐξάλειψη κάθε εἴδους διακρίσεων καὶ στὴν παιδεία θ΄ ἀποκρυσταλλωθεῖ φιλοσοφικὰ πολὺ ἀργότερα (19ος αἰ.) μὲ τὴν ἔννοια τῆς «παιδαγωγικῆς ἀγάπης» τοῦ Pestalozzi.
Στάδια ἐκπαίδευσης κατὰ τὸν Πλούταρχο καὶ τὸ Μέγα Βασίλειο
Κατὰ τὸν Πλούταρχο, μετὰ τὴ γέννησή του τὸ παιδὶ ἀκολουθεῖ, ὅπως καὶ στὰ κλασικὰ χρόνια, τὴν καθιερωμένη ἐκπαίδευσή του: ἕνα μεγάλο μέρος τῆς νηπιακῆς ἀγωγῆς, ποὺ εἶναι μέλημα τῆς οἰκογένειας, ἀνατίθεται σὲ τροφοὺς οἱ ὁποῖοι ἀναλαμβάνουν νὰ μεγαλώσουν τὰ παιδιὰ μὲ διδακτικοὺς μύθους.
Γιὰ τὴ στοιχειώδη ἐκπαίδευση τῶν παιδιῶν, ὁ Πλούταρχος ἀναφέρεται μόνο στὴν προσοχὴ ποὺ θὰ πρέπει νὰ ἐπιδεικνύουν οἱ γονεῖς στὴν ἐπιλογὴ τοῦ παιδαγωγοῦ καὶ δὲν θὰ πρέπει νὰ φείδονται χρημάτων ὅταν πρόκειται γιὰ τὴ σωστὴ ἀγωγὴ τῶν παιδιῶν τους, καθὼς καὶ στὴ σημασία τῆς φυσικῆς ἀγωγῆς. Πρόκειται γιὰ μία βασικὴ ἀρχὴ τῆς ἑλληνιστικῆς παιδείας, ἡ ἐπιδίωξη ἰσορροπίας ἀνάμεσα στὴν πνευματικὴ καὶ τὴ φυσικὴ ἀγωγή (6). Ὁ Πλούταρχος θεωρεῖ ὅτι ἡ καλὴ φυσικὴ κατάσταση βοηθᾶ νὰ ἔχει κανεὶς λιγότερα προβλήματα ὅταν γερνᾶ ἐνῶ ἡ καλὴ ἐκγύμναση στὸν ἀκοντισμό, τὴν τοξοβολία καί τὸ κυνήγι, βοηθοῦν τοὺς νέους ν΄ ἀντιμετωπίσουν τοὺς ἐχθροὺς σὲ μία μάχη γενναιότερα, ἂν καὶ στὴν ἐποχὴ του εἶχε καταργηθεῖ ὁ θεσμὸς τῆς «ἐφηβείας», τῆς ὑποχρεωτικῆς στρατιωτικῆς δηλαδὴ ἄσκησης.
Ἡ μέση ἐκπαίδευση ὁλοκληρώνεται μὲ τὴ διδασκαλία τῶν ἀποκαλούμενων «ἐγκυκλίων» μαθημάτων, τὰ ὁποῖα ἦταν ἑπτὰ: γραμματική, φιλοσοφία, ρητορική, γεωμετρία, ἀριθμητική, ἀστρονομία καὶ μουσική. Πρόκειται γιὰ τὰ ἴδια μαθήματα ποὺ εἶχε κατονομάσει ὁ Ἀριστοτέλης, χωρὶς ἀκόμα νὰ προστίθεται καμιὰ ἐπαγγελματικὴ τέχνη. Ὁ Πλούταρχος θεωρεῖ πὼς ἡ μελέτη τῶν ἕξι ἐξ αὐτῶν θὰ πρέπει νὰ εἶναι ταχεία καὶ ἴσως ἀκόμα ἐπιφανειακή. Ἀντίθετα ὑπεραμύνεται τῆς ἀξίας ποὺ ἔχει ἡ φιλοσοφία γιὰ τὴ ζωὴ καὶ στὴν ὁποία θὰ πρέπει νὰ ἐπιμένει ἡ σωστὴ ἀγωγή. Ἀπὸ τὸν 1ο μ.Χ. αἰώνα ἕνα ἀπὸ τ΄ ἀγαπημένα ἐρωτήματα τῶν στοχαστῶν τῆς ἐποχῆς ἦταν τὸ κατὰ πόσο ἡ ἐγκύκλιος παιδεία εἶναι ἀπαραίτητη γιὰ νὰ μπορέσει ὁ νέος νὰ παρακολουθήσει τὰ ὑψηλὰ διανοήματα τῆς φιλοσοφίας. Ἐδῶ ὁ Πλούταρχος φαίνεται ὅτι ἔχει ἀσπαστεῖ τὴν ἄποψη ὅτι δὲν εἶναι ἀπαραίτητη προϋπόθεση ἡ μελέτη της.
Ἐδῶ ὅμως θὰ πρέπει νὰ σταθοῦμε καὶ στὸν ὁρισμὸ ποὺ δίδει στὴ φιλοσοφία : σύμφωνα μὲ ὅσα ἀκολουθοῦν, δίνει στὴ φιλοσοφία ἠθικὸ περιεχόμενο ὡς ἐπιστήμη σωστῆς συμπεριφοράς (7). Συνολικὰ θεωρούμενο τὸ ἔργο του θέτει τὴ φιλοσοφία σ΄ ἐκλαϊκευμένη βάση χωρὶς ν΄ ἀσχοληθεῖ μὲ τὰ προβλήματα τῆς φύσης καὶ τῆς γνώσης.
Ὁ Μέγας Βασίλειος, μὴν ἔχοντας ἀπώτερο στόχο τὴ διατύπωση γενικῶν παιδαγωγικῶν ἀρχῶν, ὅπως προαναφέραμε, δὲν κάνει κάποια συγκεκριμένη μνεία οὔτε στὶς ἐγκύκλιες ἀλλὰ οὔτε καὶ στὶς ἐπαγγελματικὲς τέχνες. Ὅμως ὡς γνήσιος χριστιανός, καταφέρεται ἐναντίον τῶν δραστηριοτήτων ποὺ δὲν προάγουν τὴν καλλιέργεια τῆς ψυχῆς καὶ βέβαια ἐναντίον καὶ τῆς γυμναστικῆς. Ἡ σημασία ἑνὸς καλογυμνασμένου σώματος ποὺ θὰ φιλοξενεῖ ἕνα ἐξίσου ὑγιὲς μυαλὸ καὶ ὑγιῆ ψυχὴ ἐξανεμίζεται στὰ χριστιανικὰ χρόνια. Τὸ σῶμα δὲν εἶναι παρὰ ἡ προσωρινὴ κατοικία τῆς ψυχῆς, εἶναι ὑποδεέστερό της καὶ γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ἡ διάπλασή του δὲν ὀφείλει νὰ μᾶς ἀπασχολεῖ. Ὡστόσο, παρὰ τὴ βασικὴ αὐτὴ ἀρχή, τὴν ὁποία ἐνστερνίζεται ἀσυζητητί, σὲ κάποιες ἀπὸ τὶς ἑπόμενες παραγράφους του φαίνεται ὡς νὰ ζητᾶ τὴν ἄμβλυνση τῆς διαμετρικῆς ἀντίθεσής του στὴ γυμναστικὴ μὲ τὴ μνεία παραδειγμάτων ἀθλητῶν ἢ καὶ λοιπῶν χειρωνακτῶν, οἱ ὁποῖοι δαπανοῦν τὴ ζωή τους σὲ προγράμματα ἐπίπονα μέσα σὲ «γυμνάσια» προκειμένου νὰ ἐπιτύχουν τοὺς στόχους τους. Ἀρκεῖ πάντα ν’ ἀκολουθεῖται ἡ μέση ὁδὸς καὶ τὸ σῶμα νὰ μὴ γίνεται ὑποχείριο τῆς ψυχῆς.
Σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν Πλάτωνα ποὺ στὸ ἐκπαιδευτικό του σύστημα ἀποκλείεται ἡ μουσικὴ- καὶ βέβαια δὲν ἀναφέρεται οὔτε ἀπὸ τὸν Πλούταρχο- ὁ Μ. Βασίλειος δὲν τὴν ἀρνεῖται ἀρκεῖ νὰ μὴν κεντρίζει ἐνήδονα τὴν ψυχή. Οἱ νέοι πρέπει ν’ ἀποζητοῦν μόνο τὴ μουσικὴ ἐκείνη ποὺ ὁδηγεῖ στὴ βελτίωση τῆς ψυχῆς.
Ἡ ἀρετὴ ὡς παιδευτικὸς στόχος
Ὁ στόχος τῆς μελετημένης ἀγωγῆς καὶ τῆς ἰσορροπημένης μόρφωσης εἶναι ἡ κατάκτηση τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς εὐδαιμονίας. Ἡ μακαριότητα, ὅπως ὁρίζεται ἀπὸ τὸν Πλάτωνα, εἶναι τὸ «τέλος» τῆς ζωῆς καὶ ἡ παντοτινὴ κατοχὴ τοῦ ἀγαθοῦ καὶ τῆς τελειότητας. Οἱ «συγκριτικὲς» παιδαγωγικὲς ἀπόψεις τοῦ Πλουτάρχου συμπληρώνονται ἐδῶ καὶ μὲ τὴν τριμερῆ διάκριση τοῦ εἴδους τοῦ βίου ποὺ εἶναι παρμένο ἀπὸ τὸν Ἀριστοτέλη δηλαδὴ «βίος πολιτικός, φιλόσοφος καὶ ἀπολαυστικὸς» («Ἠθικὰ Νικομάχεια»). Ὁ φιλοσοφικὸς βίος ἀναζητᾶ τὴ φρόνηση καὶ τὴν ἀλήθεια, ὁ πολιτικὸς τὶς σωστὲς πράξεις καὶ ὁ ἀπολαυστικὸς τὶς κάθε εἴδους ἡδονές. Κατὰ τὸν Πλάτωνα ὁ τρόπος ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου θὰ πρέπει νὰ εἶναι συνδυαστικὰ θεωρητικὸς καὶ πρακτικὸς καὶ ὁ καθένας θὰ πρέπει νὰ μπορεῖ ν’ ἀσχολεῖται ἐξίσου μὲ τὰ δημόσια πράγματα καὶ τὴ φιλοσοφία. Ἡ ἐσωτερικὴ εὐδαιμονία θὰ προέλθει ἀπὸ τὴν ἁρμονικὴ ἐξισορρόπηση τῆς ψυχῆς καὶ τὴν ἔνταξη τοῦ ἀτόμου σὲ κόσμο ποὺ διέπεται ἀπὸ τὴν θεία τάξη.
Ἡ ἀρετή, μὲ τὴν ἔννοια τοῦ ἠθικὰ ὀρθοῦ, ὡς στόχος τῆς ἀγωγῆς, εἶναι μία σημαντικὴ παρέκκλιση τοῦ Πλούταρχου ἀπὸ τὴ θεμελιώδη ἀρχὴ ποὺ ἐπικρατοῦσε ὡς τότε, τὴν πολιτικὴ διαπαιδαγώγηση τῶν νέων ἢ ἀλλιῶς τὴν πολιτικὴ ἀρετή (8). Ἡ πολιτεία ἐνδιαφερόταν ὡς τότε γιὰ τὴν προαγωγὴ τῶν συμφερόντων της μέσω τῶν ἀτόμων. Τὰ διδασκόμενα μαθήματα στόχευαν στὴν ἀνάπτυξη τῶν ἰδιοτήτων ἐκείνων ποὺ θὰ βοηθοῦσαν στὴν ἐνσυνείδητη πολιτικὴ παρουσία τῶν ἀτόμων.
Ἡ ἀπώλεια τῆς πολιτικῆς ἐλευθερίας δὲν ἀνέκοψε μόνο τὴν ἱστορικὴ ἀνέλιξη τῶν ἑλληνικῶν πόλεων-κρατῶν μὲ τὶς γνωστὲς ἀναρίθμητες ἐπιπτώσεις ἀλλὰ ἀνέστειλε καὶ τὴ λειτουργία ποὺ χαρακτήριζε ὡς τότε τὴν ἑλληνικὴ ψυχὴ τὴν πολιτικὴ δραστηριότητα. Ἴσως σ’ αὐτὸ θὰ πρέπει ν’ ἀποδοθεῖ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Πλούταρχος -χωρὶς νὰ μπορεῖ ν’ ἀποφύγει τὴ γοητεία της- ἐκφράζεται ἀρνητικὰ γιὰ τὴ ρητορικὴ ποὺ ἔβρισκε πρόσφορο ἔδαφος γιὰ ν’ ἀναπτυχθεῖ στὸ μέχρι τότε ἰσχῦον πλαίσιο.
Γιὰ πρώτη ἴσως φορὰ δίνεται τὸ προβάδισμα σὲ περισσότερο ἐξατομικευμένες ἀρετές, ἂν καὶ χωρὶς ν’ ἀποκλείεται ἡ ἐνασχόληση τοῦ ἀτόμου καὶ τὸ ἐνδιαφέρον του γιὰ τὰ κοινά.
Ἡ ἐνάρετη ζωὴ εἶναι συνισταμένη τῆς φύσης (ὅπου φύση εἶναι ἡ ἔνδοξη καταγωγή), τοῦ λογικοῦ (νοεῖται ἡ πνευματικὴ κατάρτιση) καὶ τῆς συνήθειας, δηλαδὴ τῆς ἐντατικῆς προσπάθειας γιὰ τὴν κατάκτησή της. Σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο ὁ Πλούταρχος ξοδεύει πολλὴ μελάνη μνημονεύοντας παραδείγματα σὰν αὐτὰ τῆς χέρσας γῆς ποὺ μ’ ἐπιμονὴ καὶ προσήλωση μπορεῖ ν’ ἀποδώσει καρποὺς καὶ θεωρώντας ὅτι τὸ ἴδιο μπορεῖ νὰ ἐφαρμοστεῖ καὶ στ’ ἄτομα σμιλεύοντας χαρακτῆρες τῶν ὁποίων τὸ ἦθος θὰ εἶναι ἀποτέλεσμα διαρκοῦς προσπάθειας καὶ «συνήθειας».
Ἡ ἀρετὴ στὸ Χριστιανισμὸ
Βέβαια στὸν ὁρισμὸ τῆς ἀρετῆς ὁ Χριστιανισμὸς χαράζει νέους δρόμους. Θὰ λέγαμε ὅτι ὁ Μ. Βασίλειος- καὶ κατ’ ἐπέκταση ὁ Χριστιανισμὸς- ἀλλάζουν τὸ «τέλος» κρατώντας τὴ μέθοδο. Στόχος τοῦ ἐνάρετου ἀνθρώπου καὶ τῆς ἀγωγῆς εἶναι ἡ προσπάθεια διαρκοῦς τελειώσεώς του καὶ προσπάθεια ἐξομοίωσης μὲ τὸ Θεό. Ἡ πολιτεία δὲν σταθμίζει τὴν ἀξία τοῦ ἀνθρώπου. Ἀξιολογητὴς της εἶναι μόνο ὁ Θεός. Καὶ βέβαια ὁ τρόπος κατάκτησης μίας ἀξιοβίωτης ζωῆς δὲν εἶναι παρὰ ἡ σταθερὴ προσήλωση στὸν τελικὸ στόχο, ἀποτέλεσμα καθημερινῆς καὶ ἐπίπονης διαδικασίας ποὺ εἶναι ἱκανὴ-ἐδῶ θὰ προσθέταμε καὶ τὴ φράση τοῦ Πλούταρχου-νὰ διορθώνει ἀκόμα καὶ τὰ «σφάλματα» τῆς φύσης.
Ἡ ἀρετὴ στὸν ἄνθρωπο-παραδέχονται καὶ οἱ δύο-εἶναι τὸ μόνο ἀπόκτημα ποὺ παραμένει στὴν κατοχὴ τοῦ ἀτόμου ἀναλλοίωτο σὲ ἀντίθεση μὲ ἄλλα ἐγγενῆ (κάλλος, σωματικὴ ρώμη, ὑγεία) ἢ ἐπίκτητα (πλοῦτος, δόξα) ἀγαθά. Καὶ βέβαια συνάδουν στὸ ὅτι ὁ δρόμος γιὰ τὴν κατάκτηση τῆς ἀρετῆς εἶναι δύσβατος καὶ γεμάτος προσκόμματα καὶ γιὰ τοῦτο εἶναι σημαντικὸ τὸ νὰ μὴν ξεχνᾶ κανεὶς τὸν τελικό του στόχο καὶ νὰ ἐπικεντρώνει πάντα πρὸς τὰ ἐκεῖ τὶς προσπάθειές του.
Φαίνεται ὅτι διαχρονικὰ ἀποτελοῦσε γιὰ τοὺς Ἕλληνες-καὶ τοὺς ἑλληνοτραφεῖς- φανό, ὁ μύθος τῆς Ἀρετῆς καὶ τῆς Κακίας ποὺ ἔπρεπε νὰ ἐπιλέξει ὁ Ἡρακλῆς καὶ τὸ ἴδιο καλοῦνται νὰ κάνουν πάντα καὶ οἱ ἐπίγονοί του.
Ἡ μελέτη τῶν παλαιότερων πλούτων κοινὸς στόχος
Ὅμως γιὰ τὴν τελική τους ἐπιλογὴ οἱ νέοι πρέπει νὰ ἔχουν ὑποβοηθηθεῖ κατάλληλα. Αὐτὸ τὸ σημεῖο, ἂν καὶ συνιστᾶ τὸ λόγο ὕπαρξης τῆς πραγματείας τοῦ Μ. Βασιλείου, δὲν ἀπουσιάζει οὔτε ἀπὸ τὶς παραινέσεις τοῦ Πλούταρχου. Οἱ νέοι ἄνθρωποι ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ παραδείγματα ποὺ θὰ ἐνθαρρύνουν τὸν ἀγώνα τους καὶ φυσικὰ ἀπὸ πρότυπα. Γιὰ τὸν Πλούταρχο τὰ πρότυπα θὰ πρέπει ν’ ἀναζητηθοῦν περισσότερο στὸν περίγυρο. Ἀπὸ τὴν ἐπιλογὴ δηλαδὴ τοῦ κατάλληλου παιδαγωγοῦ, ἀπὸ τὴν ἀνάγνωση ἐπιλεγμένων παραμυθιῶν στὰ πολὺ μικρὰ παιδιὰ ἕως τὶς εὐθεῖες προτροπὲς γι’ ἀποφυγὴ κακῶν συναναστροφῶν καὶ ἐπιζήμιων κολάκων. Προσθέτει ὅμως τὸ πόσο σημαντικὴ θεωρεῖ τὴ δημιουργία βιβλιοθήκης μὲ ἔργα παλαιότερων ἐκφράζοντας τὴν ἀγωνία του γιὰ τὶς ἐπερχόμενες ἀλλαγές.
Ὑπὸ τὸ κάλυμμα τῆς προειδοποίησης πρὸς τοὺς νέους γιὰ τὴ μελέτη μόνο τῶν κειμένων ἐκείνων ποὺ ἀφοροῦν στὴν ἀρετή, ὁ Μ. Βασίλειος δράττεται τῆς εὐκαιρίας γιὰ ν’ ἀπαριθμήσει φιλοσόφους, συγγραφεῖς καὶ λαμπρὰ ὀνόματα τῆς ἀρχαιότητας, ἀφήνοντας νὰ διαφανεῖ ἔμμεσα καὶ ἡ δική του ἀγωνία γιὰ τυχὸν ἐξαφάνιση τοῦ θησαυροῦ τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδας σὲ μία ἐποχὴ ὅπου οἱ ὅροι τῶν ἀμέσως προηγούμενων αἰώνων εἶχαν ἀντιστραφεῖ, δίνοντας τὴ θέση τοῦ θύματος στοὺς εἰδωλολάτρες καὶ τοῦ θύτη στοὺς Χριστιανούς. Ἂν καὶ οἱ Χριστιανοὶ Ἀπολογητὲς προώθησαν τὴν ἰδέα τῆς μελέτης τῶν ἀρχαίων φιλοσόφων προχωρώντας σὲ παρατηρήσεις ὅπως ὅτι ὁ κόσμος τῶν «ἰδεῶν» τοῦ Πλάτωνα μποροῦσε νὰ παραλληλιστεῖ μὲ τὸ ἐπίγειο-ἐπουράνιό τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἡ μεταβολὴ τοῦ νοήματος τῆς ζωῆς ἀπὸ τὰ ἐπίγεια στὸ ἐπέκεινα καὶ στὴ «ζωὴ μετὰ θάνατον», καλλιέργησαν τὴν ἀδιαφορία ἔναντι σὲ ὁτιδήποτε δὲν συντελοῦσε σ’ αὐτὸ τὸ σκοπό. Ἡ βαρύνουσα σημασία τῆς σωτηρίας τῆς ψυχῆς ὁδήγησε στὸν προσανατολισμὸ πρὸς ἕναν προπαγανδιστικὸ σκοπὸ τῆς παιδείας. Ἡ παιδεία ὅμως προϋποθέτει τὴν ἐλευθερία τοῦ παιδευομένου ἀπέναντι στὴν ἀποτίμηση τῶν πνευματικῶν ἀγαθῶν ποὺ τοῦ προσφέρονται χωρὶς νὰ νιώθει ὑποχρεωμένος νὰ μπεῖ μέσα σὲ προκατασκευασμένες φόρμες συμπεριφορᾶς καὶ σκέψης. Γιατί, ὅπως ὑποδεικνύει ὁ Πλούταρχος «ὁ νοῦς εἶναι ἑστία ποὺ πρέπει νὰ πυροδοτεῖται καὶ ὄχι δοχεῖο ποὺ πρέπει νὰ γεμίζεται» (9).
Στάση τοῦ Πλούταρχου ἔναντι τῆς θρησκείας
Ἔχει λεχθεῖ ὅτι ὁ Πλούταρχος δὲν ἀντικρούει τὴ νέα θρησκεία οὔτε προβαίνει σὲ δηκτικοὺς χαρακτηρισμούς (10), παρότι τὸ φάσμα της εἶχε ἤδη ἁπλωθεῖ ἐπικίνδυνα στὴν ὑπαρχία τοῦ νέου Ἰλλυρικοῦ τὴν ὁποία διοικοῦσε, διότι σιωπηλὰ ἀφήνεται νὰ διαβρωθεῖ ἀπὸ τὶς νεότευκτες ἰδέες. Ἴσως ὅμως αὐτὸ νὰ ὀφείλεται στὸ ὅτι ὁ Πλούταρχος εἶχε ἐπηρεαστεῖ ἀπὸ τὴ διδασκαλία τοῦ στωικισμοῦ ποὺ δήλωνε ἀνοχὴ ἀπέναντι σὲ ὅλες τὶς βαρβαρικὲς θρησκεῖες καὶ πίστευε στὴν ἰσότητα ὅλων τῶν ἀνθρώπων καὶ τὴ δυνατότητα συμβίωσής τους σὲ μία «κοσμόπολη», μὲ βάση ὅμως πάντα τὴν ἑλληνικὴ παιδεία (11). Ἐπιπρόσθετα βέβαια, ἡ ἑνιαία πολιτικὴ συγκρότηση τοῦ ὁλόκληρου σχεδὸν τοῦ τότε πολιτικοῦ κόσμου, εὐνοοῦσε καὶ τὴν ἀνάγκη ὕπαρξης μίας καὶ μόνης θεότητας ἀντὶ τοῦ κατακερματισμένου δωδεκάθεου ποὺ εὕρισκε εὔφορο ἔδαφος στὶς πόλεις-κράτη. Ἑπομένως δὲν θὰ πρέπει ν΄ ἀποκλείσουμε ἐντελῶς καὶ τὴν ἄποψη ὅτι ὁ Πλούταρχος εἶχε διαγνώσει τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Χριστιανισμὸς ἀνταποκρινόταν στὶς νέες ἀνάγκες τῆς ἐποχῆς ἀλλὰ ἀδυνατοῦσε νὰ ἐκφραστεῖ ἀπροκάλυπτα ὑπὲρ αὐτοῦ, δεδομένου ὅτι ἐξεδίδονταν αὐτοκρατορικὰ διατάγματα κατὰ τῆς ἀνατρεπτικῆς τῶν καθεστώτων θρησκείας (12).
Τὸ σημαντικὸ εἶναι ὅτι σὲ κάθε φάση της, χριστιανικὴ ἢ ἐθνική, ἡ ἀγωγὴ προσπαθεῖ νὰ ἐνσταλάξει στὶς ψυχὲς τῶν νέων τὴ συναίσθηση τῆς εὐθύνης στὸν τρόπο σκέψης καὶ δράσης τους, πράγμα ποὺ ἐπιβάλλει βέβαια ἕνα ἀρκετὰ καθορισμένο τρόπο ζωῆς ἀλλὰ καὶ τοὺς προστατεύει ἀπὸ λοξοδρομήσεις.
Ἡ τιμωρία
Αὐτὸ ὅμως δὲν θὰ πρέπει νὰ τοὺς ἐπιβληθεῖ μὲ αὐστηρὲς τιμωρίες, ἀντίθετα, φρονεῖ ὁ Πλούταρχος, οἱ γονεῖς καὶ οἱ παιδαγωγοὶ θὰ πρέπει νὰ δείχνουν ἀνοχὴ ἀπέναντί τους ἐνθυμούμενοι ὅτι κάποτε ὑπῆρξαν καὶ αὐτοὶ νέοι.
Πρόκειται γιὰ μία ἄποψη διαφοροποιημένη ἀπὸ τὴν καθαρὰ ἑλληνιστικὴ ἀγωγὴ ποὺ θεωρεῖ τὴν τιμωρία ἀπαραίτητο συμπλήρωμα τῆς ἀγωγῆς.
Ὁ λόγος τοῦ Μ. Βασιλείου, ἔχοντας παραινετικὸ χαρακτήρα καὶ ὄχι ἐκφοβιστικό, δὲν ἀναφέρεται καθόλου στὴν τιμωρία-οὔτε τὴν ἐπίγεια ἀλλὰ οὔτε καὶ τὴν ἄνωθεν.
Συμπέρασμα
Συνοψίζοντας, θὰ λέγαμε ὅτι ὁ Πλούταρχος ἐκφράζοντας ἀπόλυτα τὶς ἰδέες μιᾶς μεταβατικῆς ἐποχῆς ποὺ ἀναζητᾶ τὶς ἰσορροπίες της στὸ καταξιωμένο παρελθόν, προχωρᾶ σὲ συγκερασμὸ τῶν ἀπόψεων τοῦ παρελθόντος, θεωρώντας τὴν ἀρετὴ ὡς ἐξομοίωση μὲ τὸ θεῖο, πρεσβεύοντας τὴν κυριαρχία πάνω στὰ πάθη, τὴ μετριοπάθεια, τὴ σημασία ἄσκησης τοῦ ὀρθοῦ λόγου, τῆς ἰσότητας καὶ κυμαίνεται ἀνάμεσα στὴν πολυθεΐα καὶ τὸ μονοθεϊσμό.
Ὁ Μ. Βασίλειος ἐκπροσωπεῖ τὴν προσπάθεια μεταμόρφωσης τοῦ ἑλληνισμοῦ καὶ τοποθέτησης τῶν ἠθικοπλαστικῶν ἀξιῶν του σὲ χριστιανικὰ πλαίσια. Εἶναι ἡ ἐποχὴ ποὺ διαπιστώνεται ὅτι ὁ Ἑλληνισμὸς καὶ ὁ Χριστιανισμὸς δὲν εἶναι δύο ἀντίρροπες δυνάμεις, ἀντίθετα μπορούσαμε νὰ μιλοῦμε γιὰ ἐκχριστιανισμὸ τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἢ ἐξελληνισμὸ τοῦ Χριστιανισμοῦ. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ στὶς παιδαγωγικές τους ἀπόψεις γιατί, τόσο ὁ ἑλληνικὸς πολιτισμός, ὅσο καὶ ὁ Χριστιανισμός, δὲν ἀσχολοῦνται μὲ τὰ φθαρτὰ πράγματα ἀλλὰ ἐπιδιώκουν τὸ «εὖ ζῆν» γιὰ τὸ ἄτομο. Χάρη στὴν ἐκλεκτικότητα τῶν Ἀπολογητῶν ποὺ ἀκολουθεῖ καὶ ὁ Μ. Βασίλειος πολλὲς κοσμοθεωριακὲς καὶ παιδευτικὲς θέσεις τοῦ Ἑλληνισμοῦ βρῆκαν τὸ δρόμο τους στὸν Χριστιανισμό.
Ὁλοκληρώνοντας, δὲν θὰ μπορούσαμε νὰ παραλείψουμε ὅτι, ὅπως συμβαίνει σ΄ ἐποχὲς ἔντονου ἰδεολογικοῦ κλυδωνισμοῦ, δὲν μπορεῖ ν΄ ἀποφευχθοῦν οἱ ἀκρότητες. Ἔτσι, ὁ Πλούταρχος ἐπιλέγει τὶς πηγές του ἀπὸ ἐποχὲς πολιτικῆς ἀδιαλλαξίας (13), θεωρώντας τις ὡς τὶς ἀντιπροσωπευτικότερες τοῦ ἀρχαιοελληνικοῦ πνεύματος, ἐνῶ μὲ τὴ σειρά του καὶ ὁ Χριστιανισμὸς καταργεῖ ὁτιδήποτε μποροῦσε νὰ ὑποβληθεῖ στὴν ἀντικειμενικὴ κριτικὴ τοῦ λόγου, χαράζοντας τὸ ὅριο γέννησης τῆς δογματικῆς ἀλήθειας.
Ὁ Μ. Βασίλειος δὲν ἀναφέρει πουθενὰ τὸ ὄνομα τοῦ Πλουτάρχου στὸ λόγο του, παρότι μνημονεύει πολλοὺς ἄλλους παλαιότερους συγγραφεῖς. Ὅμως θὰ πρέπει μήπως ν’ ἀμφιβάλλουμε ὅτι ἦταν μία ἀπὸ τὶς πηγές του ;
Τανάπαλιν, ὁ Πλούταρχος δὲν ἀναφέρει πουθενὰ τὴ νεοφανῆ θρησκεία. Μποροῦμε ὅμως ὁμοίως ν΄ ἀμφιβάλλουμε ὅτι ἦταν ἐνήμερος ;