του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου, δασκάλου

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ: Όλοι μπορούμε να φανταστούμε πόσο τρομερός είναι ένας αποκεφαλισμός ή ένας πολύωρος βασανισμός, μαρτύρια δηλαδή που υπέφερε διαχρονικά ένα νέφος μαρτύρων της Εκκλησίας μας. Κι όμως, χωρίς να θέλουμε ούτε στο ελάχιστο να μειώσουμε το στέφανο αυτών των μαρτύρων, πολύ πιο επώδυνη είναι η πολύχρονη βασανιστική μαρτυρία, που, ιδίως τα τελευταία χρόνια, με τη “βοήθεια” και της επιστήμης μπορεί να γίνει φρικωδέστερη και βασανιστικότερη. Η σύγχρονη επιστήμη μπορεί να μετατρέψει το βασανισμό του σώματος αλλά και του πνεύματος σε πολύχρονη διαδικασία, που μπορεί να “ικανοποιήσει” και τους πιο σαδιστές ανάμεσα στα κάθε λογής υποχείρια του διαβόλου. Ίσως γι΄αυτό λέγεται ἀπό τους εκκλησιαστικούς Πατέρες ότι οι μάρτυρες των εσχάτων καιρών, της εποχής του Αντιχρίστου, θα είναι ίσως, οι μεγαλύτεροι της υπερδισχιλιετούς ιστορίας της αγωνιζόμενης Εκκλησίας.

 

ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΝΤΑΝΙΕΛΑΣ: Αυτό το ευώδες άνθος του Λειμώνα των Μαρτύρων άνθισε στη Ρουμανία το 1967. Από μικρή ηταν πολύ κοντά στο Θεό. Όταν έβγαινε από το σχολείο της, περνούσε πάντοτε από την εκκλησία. Γι’ αυτό ο πατέρας της, ένας άθεος γιατρός, κατά το τότε επικρατόν σύστημα της χώρας, τήν μάλωνε σκληρά με λόγια όπως: «Πού ήσουν; Όλη μέρα στην εκκλησία πας με τους παπάδες σου; Τι σου πρόσφερε ο Θεός;» Κι εκείνη δεν του απαντούσε, απλώς και μόνο δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια της. Ήταν γενικά ευλαβής και προσευχόταν πολλές ώρες. Όταν τέλειωσε το Λύκειο, δεν θέλησε να πάει στον καθιερωμένο σχολικό χορό. Η καθηγήτριά της τήν παρακαλούσε να πάει κι αυτή μαζί τους, ενώ εκείνη ευγενικά σε όλους απαντούσε: «Δεν μπορώ. Ξέρετε ότι σας αγαπώ όλους πολύ, μα συγχωρήστε με, δε μπορώ να έρθω στο τραπέζι». Είχε χαρακτήρα πράο καί ήταν καλή με όλους. Βοηθούσε τους συμμαθητές της, ενώ συχνά καθόνταν ξάγρυπνη τη νύχτα κι έγραφε γι’ αυτούς! Είχε πάντα πολύ καλές επιδόσεις και στο σχολείο της και αρφγότερα στο Πανεπιστήμιο. Ήταν ακόμη πολύ εργατική. Όλα τα ρούχα της τα έραβε μόνη της. Πνευματικό πατέρα είχε τον πατέρα Σοφιανό από τη μονή Αντίμ.

ΚΑΛΟΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΗΣ: Όταν ήταν φοιτήτρια περιποιούνταν μία παράλυτη γριά ξεχασμένη από συγγενείς και φίλους, την κυρα-Ιωάννα. Η Ντανιέλα πήγαινε καθημερινά, το πρωί, πριν το μάθημα στη Σχολή της, αλλά και το βράδυ. Εκείνη κατοικούσε αρκετά μακριά κι ο κόπος της ήταν μεγάλος. Την έπλενε, την περιποιούνταν, της έκανε τα ψώνια, της τραγουδούσε, της διάβαζε και γενικά έφερνε μεγάλη χαρά στην ψυχή της γριάς. Κάποτε κάποιος χτύπησε άδικα την οσία Ντανιέλα αν και ήταν αθώα. Αφού υπέμεινε σιωπηλά το ξύλο, γονάτισε και φίλησε το πόδι αυτού που με τόση αγριότητα την είχε χτυπήσει! Ήταν γενικά πολύ πράος χαρακτήρας, πραγματικός αμνός του Θεού καί ελεούσε τους ἄλλους. Ποτέ δεν κατηγορούσε κανέναν και πάντα έριχνε τό φταίξιμο στον εαυτό της!

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΓΑΜΟ: Η οικογένειά της προσπαθούσε να την πείσει να παντρευτεί, μα εκείνη πάντα απαντούσε: «Όχι, όχι, θέλω νά μείνω με το Θεό». Μα εκείνοι της αντέτειναν: «Μπορείς να είσαι με το Θεό και παντρεμένη». Κι εκείνη απαντούσε με το εξής απλό επιχείρημα: “Ναι, αλλά αν θά παντρευτώ σημαίνει ότι θα βάλω λίγο το Θεό στην άκρη κι εγώ δεν το θέλω αυτό. Θέλω να δώσω όλο μου το είναι σ’ Εκείνον!”. Κάθε νύχτα η Ντανιέλα συνέχιζε να προσεύχεται πολλές ώρες και δεν έπεφτε να κοιμηθεί χωρίς να κάνει τον κανόνα της. Τ΄ αδέλφια της τήν μάλωναν και την περιγελούσαν: “Τι σου δίνει ο Θεός σου, τι μας ζαλίζεις με τους παπάδες σου, τί σου δίνει η πίστη σου; Αφού ο πατέρας σου δίνει φαγητό. Γιατί πήγες στο πανεπιστήμιο, για να μπεις μια μέρα στο μοναστήρι;”

ΣΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ: Πραγματικά, όταν τελείωσε το πανεπιστήμιο πήγε στό μοναστήρι. Ο πατέρας της τήν έψαχνε πολύ καιρό και, αφού την ανακάλυψε, την έφερε στο σπίτι βίαια και τη χτύπησε φριχτά. Μετά από πολλές μέρες, την τελευταία βραδιά πριν την τελευταία αναχώρησή της γιά τό μοναστήρι, έκλαψε προσευχόμενη ασταμάτητα. Έκανε χίλιες μετάνοιες ζητώντας φωτισμό από την Παναγία.

Ξημερώματα αποκοιμήθηκε. Όταν ξύπνησε πήρε την εικονίτσα τη Θεοτόκου που της είχε χαρίσει ο πνευματικός της, έκανε το σταυρό της, φίλησε τήν εικονίτσα και, αποφασισμένη, μάζεψε τα πράγματά της κι έφυγε. Έπειτα έδωσε ένα γράμμα σε μία φίλη της για να το δώσει στον π. Σοφιανό, τον Γέροντά της. Αυτό έλεγε: “Πάτερ, είδα στο όνειρό μου την εικόνα της Παναγίας. Την είδα να ζωντανεύει και η Παναγία με κοίταζε προσεχτικά. Εγώ τη ρώτησα τι να κάνω. Τότε είδα ότι με κοίταζε με πολύ πόνο. Και είδα δάκρυα στο μάγουλό της. Ξαφνικά άπλωσε τά χέρια της να προσευχηθεί καί ένα δάκρυ έσταξε στο χέρι μου. Όταν μ΄ ακούμπησε το δάκρυ Της, ξύπνησα αοφασίζοντας να φύγω”. Και πράγματι έφυγε. Στο δρόμο του Σταυρού, στο δρόμο του Σωτήρος Χριστού.

ΠΡΟΣ ΤΟ ΜΑΚΡΟΧΡΟΝΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ: Όμως ο πατέρας της τή βρήκε και πάλι. Όταν την έφερε από το μοναστήρι τη χτύπησε και πάλι άγρια. Τη φορά αυτή της έσχισε την μοναχική ενδυμασία μ΄ ένα ψαλίδι και την πέταξε στα σκουπίδια. Αρπάζοντάς της το σταυρό από το λαιμό της, της φώναξε: “Οι παπάδες σου και η εκκλησία…”. Τότε εκείνη λιποθύμησε. Όταν συνήλθε είπε στον πατέρα της: “Σε παρακαλώ, άφησέ μου τουλάχιστον τις εικόνες, δε μπορώ να ζήσω χωρίς αυτές!”. Κι εκείνος, έβαλε τις εικόνες κάτω, τις ποδοπάτησε και στη συνέχεια τις εξαφάνισε. Κι η Ντανιέλα θαρετά του είπε: “Πάρ΄τα μου όλα, μα την ψυχή δε μπορείς να μου τήν πάρεις”. Κι από τότε προσευχόνταν μόνο έτσι: “Παναγία, βοήθησέ με, Κύριε Ιησού Χριστέ μη με αφήνεις”. Βλέποντας ο πατέρας της ότι δε μπορεί να την απομακρύνει από την ορθόδοξη πίστη, σκέφτηκε κάτι πραγματικά σατανικό. Βρήκε κάποιους συναδέλφους του γιατρούς οι οποίοι έβγαλαν “διάγνωση” που αποφαινόταν πως η Ντανιέλα πάσχει από: “παρανοϊκή σχιζοφρένεια συνοδευόμενη από μυστικιστικό ντελίριο!”. Μέχρι το τέλος της μαρτυρικής της ζωής ήταν υποχρεωμένη να παίρνει φάρμακα “για να ησυχάσει!”. Τα δύο τελευταία χρόνια της σύντομης ζωής της τα πέρασε στο νοσοκομείο με σωληνάκια στη μύτη. Εξαιτίας των ψυχοφαρμάκων ήταν σχεδόν πάντα αναίσθητη! Ο πατέρας της τή φύλαγε νυχθημερόν μην τυχόν κι έρθει

σε επαφή με πιστά πρόσωπα.

ΣΤΑΣ ΑΙΩΝΙΟΥΣ ΜΟΝΑΣ: Η ακινησία της στο κρεββάτι και τα φάρμακα που της έδινε ο ψυχίατρος της προκάλεσαν παράλυση και απόφραξη του εντέρου [ειλεός]. Έτσι βασανιζόμενη πέθανε την Μεγάλη Τρίτη, στις 6 Απριλίου 2004. Η αναχώρησή της για τις αγκάλες του αγαπημένου της Κυρίου συνέβη περίπου στις 22.00. Επειδή ο πατέρας της δε θα δεχόταν να έρθει ιερέας, κατά θαυμαστό τρόπο έμαθε για το θάνατό της ένας ιερέας, ο π. Κωνσταντίνος, και στις 23.00 τέλεσε την ακολουθία εις κεκοιμημένους. Ο πατέρας της “έτυχε” για πρώτη φορά να λείπει, αν και προηγουμένως τον είχαν δει να περιφέρεται στο νοσοκομείο.

ΘΑΥΜΑΣΤΟΣ Ο ΚΥΡΙΟΣ ΕΝ ΤΟΙΣ ΑΓΙΟΙΣ ΑΥΤΟΥ: Στον τάφο της οσίας σύντομα άρχισαν να γίνονται θαύματα. Το πρώτο θαύμα έγινε την Τετάρτη 12 Μαΐου 2004. Ένας νέος που επί οκτώ χρόνια έπασχε από “ανίατη” για τους γιατρούς νόσο θεραπεύτηκε. Τον ίδιο χρόνο, έκανε καλά έναν φοιτητή που έπασχε από μία ασθένεια των αγγείων και την επόμενη χρονιά, έναν νεαρό που είχε κρίση σκωληκοειδίτιδος [περιτονίτις]. Ο τάφος της οσίας Ντανιέλας βρίσκεται στό κοιμητήριο Αντρονάκε στή συνοικία Κολεντίνα στό Βουκουρέστι.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Ιοάν Βλαντούκα, περιοδικό ATITUDINI: Η μάρτυς Ντανιέλα από το Βουκουρέστι.