Πρωτοπρεσβυτέρου π. Γεωργίου Μεταλληνού

Κοσμήτορος της Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών

 

 

Στοχοθεσία αυτού του κειμέ­νου είναι η προσέγγιση, κατά το δυνατόν, των όρων της τρίπτυχης θεματικής, πολιτισμός-ήχος-εικόνα, μέσα από την εκκλησιαστική προοπτική, για να φανεί η συμβολή της ορθόδοξης πίστεως στην πολιτισμική δημιουργική συνέχεια τού Ελληνι­σμού, στη χριστιανική διάρκειά του. Κάτι που γίνεται ιδιαίτερα αισθητό σε περιοχές όπως το Δεσποτάτο της Ηπείρου, όπου η σχέση με το πολιτικό και πνευ­ματικό κέντρο της Ρωμηοσύνης, την Κωνσταντινούπολη – Νέα Ρώμη, διατηρείται πάντα ισχυρή, ανεξάρτητα από τις ιστορικές περιπέτειες του Γένους.

1. Η Εκκλησία ως «σώμα Χριστού» (Α’ Κορ., 12,27) υπάρ­χει για τον άνθρωπο και συνεχώς «προσλαμβάνει» το ανθρώπινο για την εν Χριστώ αποκατάστα­ση και τελείωσή του. Μαζί, δηλα­δή, με τον άνθρωπο αγιάζονται εκκλησιαστικά και η ζωή και τα έργα του, διότι ο θεοφόρος άνθρωπος γίνεται θεοκίνητος, με τη θεοκεντρική και θεόνομη έκφραση και πραγμάτωσή του. Ακριβώς δε, η πραγμάτωση του ανθρώπου ως κοινωνικού όντος αποτυπώνεται στον ιστορικό χρόνο και χώρο ως πολιτισμός˙ ενσυνείδητη δηλαδή και σκόπιμη, σύμφωνη με τις συγκεκριμένες αξιολογικές του προϋποθέσεις, δραστική επέμβαση στη φύση και το περιβάλλον και ανάλογη δόμηση της ζωής του. Έτσι, μολονότι η Εκκλησία ως Κυριακόν Σώμα, δεν εγκλωβίζεται στο καιρικό και Ιστορικό, αφού πορεύεται συνεχώς (In via) προς τον «ερχόμενο» Κύριο της (Αποκ., 22, 20), αφήνει συνεχώς τα ίχνη της ιστορικής της παρου­σίας ως πολιτισμική δημιουργία.

ΗΕλληνική Εκκλησία, ήδη από τον β’-γ’ αι., αναδεί­χθηκε σε παράγοντα και φορέα του ελληνικού πολιτισμού (γλώσσας, παιδείας, τέχνης, λαϊ­κού βίου), με ηθική και κοινωνική δύναμη και έξω από τα όρια της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (Ρωμα­νίας). Είναι, άλλωστε, χαρακτη­ριστική η ερμηνευτική μετάπλαση τού Ματθ. 28, 19 από τον «Πίν­δαρο της εκκλησιαστικής ποιήσεως» Ρωμανό τον Μελωδό, στο κοντάκιο του στους Αγ. Απο­στόλους : «Πορευθέντες μαθη­τεύσατε (= εκχριστιανίσατε) έθνη και βασιλείας». Είναι η (λειτουρ­γική μάλιστα) έκφραση της συνειδήσεως, ότι οι Λαοί κα­λούνται ολόκληροι, με όλη την κοινωνική δομή τους, στο εκκλη­σιαστικό σώμα. Αυτό συνέβη και με το Ελληνικό έθνος, που βαθμιαία εισήλθε ολόκληρο στην Εκκλησία, μεταμορφώνοντας τις κοινωνικές και πολιτισμικές δομές και εκφράσεις του στους κόλπους της. Και αυτό, διότι «η πρόσληψη των εθνών στην Εκκλησία κατα­ξιώνει μεν τη νόμιμη πολιτιστική τους ιδιαιτερότητα στο σχέδιο της Θείας Οικονομίας, αλλά συγχρό­νως την αναφέρει πλέον στην εσχατολογική προοπτική της υπερβάσεως των εθνικών διακρί­σεων, η οποία βιώνεται ως εσχατολογικό γεγονός στην όλη μυστη­ριακή εμπειρία των πιστών» (βλ. Φειδάς).

Κύριο στοιχείο της ορθόδο­ξης πολιτισμικής δημιουρ­γίας είναι η συνεχής ζήτηση Χάρης, για την πραγμάτωση του «εν Χριστώ» ανθρώπου (πρβλ. Γαλ., 5, 24) ήδη στην ενδοϊστορική του πορεία. Ο Χριστιανός Έλληνας (Ρωμηός) ζει μόνιμα με την αίσθηση της παρουσίας του Άκτιστου στη ζωή του και με τη βεβαιότητα του θαύματος ως απτής επιβεβαιώσεως της θείας παρουσίας. Στη νεοελληνική γλώσσα η αξία ή απαξία του ανθρώπου προσδιορίζεται θεοκεντρικά : θεοφοβούμενος ή αθεόφο­βος (θεομπαίκτης), αυτός που «δεν έχει Θεό μέσα του» διότι η ενοίκηση του Θεού στον άνθρωπο (πρβλ. τα προχριστιανικά ήδη : ένθους/ ένθεος, ενθουσιασμός) ισχύει στη συλλογική λαϊκή συνεί­δηση ως στοιχείο της καταξιώσεως του ανθρώπου. Έτσι, αποβαίνει ο ορθόδοξος πολιτισμός βίωση της προτεραιότητας του προσώπου ως ετερότητας και ελευθερίας, στα όρια της εν Χριστώ διαπροσω­πικής σχέσεως και κοινωνίας.

Η εκκλησιαστική ιστορία της Ελλάδος αποτελεί μία πλευρά της ιστορίας του πολιτισμού της χώρας (Kulturge-schichte). Όλα τα πολιτισμικά δημιουργήματά της εξελίχθηκαν κάτω από την επίδραση της Ορθοδοξίας, η οποία διακρατεί τον Έλληνα άνθρωπο σε ένα κλίμα εσχατολογικής αναμονής («προσδοκίας» πρβλ. «προσ­δοκώ ανάστασιν νεκρών και ζωήν του μέλλοντος αιώνος») και συνεπώς, Χριστοκεντρικότητας που διαποτίζει κάθε όψη της ζωής, αποδεικνύοντας στην ίδια την πράξη, πόσο τραγικοί είναι «οι μη έχοντες ελπίδα» (Α’ Θεσσ. 4,13), αφού τελικά τα έργα τους αναδύουν «οσμήν θανάτου εις θάνατον» (Β’ Κορ. 2,16). Καρδιά του Χριστιανικού Ελληνικού πολιτισμού έγινε η δύναμη του «φωτισμού» και της «θεώσεως», διότι η πολιτισμική έκφραση του Χριστιανικού Ελληνισμού δεν έχει πρωτογενώς στόχο τη δημι­ουργία πολιτισμού, αλλά την εν Χριστώ ολοκλήρωση του πιστού ανθρώπου στο Χριστό. Ό,τι, συνεπώς, χαρακτηρίζεται εκ των υστέρων «πολιτιστική δημιουρ­γία» (πρβλ. τα εκθέματα τού Αγ. Όρους στη Θεσσαλονίκη ή τη Νέα Υόρκη) δεν είναι παρά φανέρω­ση της ζυμωμένης μέσα στην αναζήτηση Χάρης ελληνικής υπάρξεως και όχι εργαστηριακά κατασκευάσματα «κατά παραγγελίαν»! Η ιστορία της Ελλη­νικής Εκκλησίας έγινε σημαντι­κότατο κεφάλαιο της ιστορίας τού Ελληνισμού και σπονδυλική στήλη της εθνικής επιβιώσεως και ιστορικής διάρκειας του.

2. Η ζωή και το πνεύμα της Εκκλησίας, ως σώματος, διαμορ­φώνουν επί αιώνες την ελληνική κοινωνία, ασκώντας ευεργετική επιρροή σ’ αυτήν, μέσω κυρίως της λατρείας, στην οποία διαπλάσσεται κυριολεκτικά η ζωή και συνείδηση του λαϊκού σώμα­τος. Το ελληνορθόδοξο ήθος μορφώνεται διαχρονικά στα όρια της λατρείας, προεκτεινόμενο ταυτόχρονα στη συλλογική καθη­μερινή ελληνική ύπαρξη, που διαμορφώνεται ευχαριστιακά, ως «λειτουργία μετά τη λειτουργία», μέσα από τις κοινωνικές δομές (κοινότητα, κοινόβιο), που μετα­βάλλουν τη ζωή της καθημερινό­τητας σε λατρεία αγάπης, αμοι­βαιότητας, φιλότιμου, θυσίας. Ο Ελληνικός Λαός σώθηκε, κυριο­λεκτικά, σε κρίσιμες ιστορικές περιόδους του, μέσα στη λατρεία, όπου νοηματοδοτούνται και τα μέσα της Τέχνης, που προσλαμ­βάνει η Εκκλησία για την πνευ­ματική οικοδομή του «λαού τού Θεού», στα όρια κυρίως της «συνάξεως» και έξω από αυτήν.

Εκκλησιαστικά, δηλαδή ορθό­δοξα, η Τέχνη νοηματοδοτείται ως φανέρωση του «έσω ανθρώπου», του πνευματι­κού αποθέματος της καρδιάς. Γι’ αυτό εκκλησιαστικά παύει η Τέχνη να είναι αυτοσκοπός, μεταβαλλόμενη σε ποιμαντικό μέσο διακονίας και αγιασμού τού ανθρώπου και του κόσμου-κοινωνίας. Γι’ αυτό η χριστιανική τέχνη έχει πάντα λειτουργικό χαρακτήρα, μετέχοντας στη λυ­τρωτική συνάντηση κτιστού και Ακτίστου, αφού λατρεύει και αυ­τή τον Κτίστη και όχι τα κτίσμα­τα, και τεκμηριώνοντας το ήθος του εκκλησιαστικού σώματος. Έτσι, μετέχει και η τέχνη στην άκτιστη θεία δόξα και γι’ αυτό θαυματουργεί (π.χ. οι εικόνες), φανερώνοντας τη Χάρη, που ενσκηνώνει στα διάφορα είδη της. Η τέχνη, εκκλησιαστικά, θεολογεί με όλες της τις εκφράσεις.

Η Εκκλησία εξ’ άλλου, συμ­βάλλει στη ζωογόνηση και διακράτηση της ενότητας του λαϊκού σώματος με τη βοή­θεια της τέχνης, προς δύο κατευ­θύνσεις : α) με τη λειτουργική καταξίωση των ειδών της καλλι­τεχνικής δημιουργίας και ιδιαίτε­ρα με την υμνογραφία (ποίηση), την εικονογραφία και τη μουσική, προσφέροντας λαλήματα, ορά­ματα και ακούσματα, που διεισ­δύουν στην καθημερινότητα και την διαποτίζουν β) με την επέ­κταση και διάχυση τού ύφους και του ήθους της εκκλησιαστικής καλλιτεχνικής δημιουργίας στον κοινωνικό χώρο. Κυρίως δε η ζωγραφική και η μουσική του λαϊκού κοινωνικού βίου διέσωσαν επί αιώνες την ταύτισή τους (δομικά, υφολογικά, αισθη­τικά) με τη λειτουργική ζωγραφι­κή και μουσική της Εκκλησίας/ Λατρείας, δημιουργώντας έτσι συνείδηση καθολικής ενότητας βίου. Η ενότητα αυτή διατη­ρείται σήμερα κυρίως με τη λεγό­μενη λαϊκή ζωγραφική και τη «δημοτική» μουσική, που είναι η (κυριολεκτικά) λαϊκή μας μουσι­κή, ως «ρωμαίικη», δηλαδή ορθόδοξη-εκκλησιαστική. Είναι δε αξιοπρόσεκτο το γεγονός, ότι η αναγέννηση της μουσικής τέχνης και η δημιουργία καθαρά εθνικής (κοσμικής) μουσικής (ελληνικό τραγούδι), με πρωταγωνιστές στην προσπάθεια αυτή το Μ. Χατζηδάκη και το Μ. Θεοδωρά­κη, θεμελιώθηκε στην αναζήτηση προτύπων στην εκκλησιαστική («βυζαντινή») μουσική παράδο­ση και στην ομοφυή μουσική τεχνοτροπία των δημοτικών τρα­γουδιών μας, δηλαδή στους δύο αλληλοπεριχωρούμενους χώρους της ενιαίας εθνικής μας μουσικής παρακαταθήκης. Ήταν δε αληθι­νή ευλογία για το Έθνος μας η κίνηση αυτή στη δεκαετία του 1960 (συνέπεσε με την επανανακάλυψη του Αγίου Όρους), διότι ήλθε να αντισταθεί στις μόνιμες από τον 19οαιώνα φυγόκεντρες τάσεις, που τροφοδοτούντολαό μας με ακούσματα αναιρετικά της εθνικής μουσικής παραδόσε­ως, προερχόμενα από τη Δύση.

Το ίδιο, βέβαια, ισχύει και για τους άλλους χώρους της καλλιτεχνικής δημιουργίας (π.χ. ζωγραφική/αγιογραφία), όπου τη λειτουργικότητα της εθνικής/εκκλησιαστικής παραδόσεως, δείγματα υψηλά της οποίας σώζει στους ναούς της η Άρτα με όλο το Δεσποτάτο, διασπάσθηκε με τις δυτικές και εδώ απομιμή­σεις, ώσπου να έλθει ο «Θεοδω­ράκης» του εικαστικού μας χώ­ρου, πολύ πιο πριν, ο μακαριστός Φώτης Κόντογλου με όλη τη Σχο­λή του. Η επανεκτίμηση, μάλι­στα, από τον Κόντογλου της «βυ­ζαντινής» ζωγραφικής (αγιογρα­φίας), με την επανεύρεση του πατερικού νοήματος της (θεολο­γία της εικόνας) συμπορεύθηκε με την αποτίμηση και της συμ­φυούς λαϊκής ζωγραφικής του Θεόφιλου και των συνεχιστών του. Όλοι αυτοί οι «πρωτομά­στορες» της ανανεωμένης λαϊκής μας δημιουργίας, μας ξανασυνέδεσαν με την παράδοση μας, που παλεύει σήμερα με τα εισαγόμε­να της αμερικανικής υποκουλ­τούρας, τη ζωγραφική των κόμικς και τη «μουσική του θορύβου».

3. Ήχος και Εικόνα στη σημε­ρινή ελληνική πραγματικότητα ξαναβρήκαν τη χαμένη συνέχειά τους, στα πρόσωπα των παραπά­νω δημιουργών και των μαθητών τους, διότι παράλληλα και η εκ­κλησιαστική αγιογραφία και μου­σική, μετά από μία ανίερη βαβυ­λώνια αιχμαλωσία στον δυτικό αισθησιασμό, ξαναβρήκαν θεο­λογικά την παραδοσιακή ταυτό­τητα τους. Ο εικονικός χαρακτή­ρας της ορθοδόξου θεολογίας επανέκτησε την εκφραστική δυ­ναμική του στη λειτουργική ει­κόνα. Η εικόνα συνιστά, άλλω­στε, τον ασφαλέστερο δρόμο προς τη «Θεία γνώση», αφού προϋποθέτει (και συνιστά) σχέση και κοινωνία κτιστού και Άχτιστου.

Οι ειδικές εορτές για τις εικόνες και τη θεολογία τους (μνήμη Ζ’ Οικουμεν. Συνόδου – 787 ή της αναστυλώσεως των αγίων εικό­νων – 843) τεκμηριώνουν τη λει­τουργία της εικόνας στην ορθό­δοξη πνευματικότητα. Ο δυτικός νατουραλισμός μένει πάντα ξένος προς την αγιοπατερική πνευμα­τική παράδοση, την αγιοπατερι­κή εμπειρία των Θεουμένων (Αγίων) όλων των αιώνων. Η δογματικοθεολογική θεώρηση μιας εκκλησιαστικής γιορτής (μέσω της υμνογραφίας) και η ζωγραφική απεικόνισή της είναι σε απόλυτη ενότητα, διότι και οι δύο «εικονίζουν» το ίδιο μυστή­ριο.

Ηεκκλησιαστική εικόνα μένει σ’ όλους τους αιώνες το «γλωττοφόρον βιβλίον» της Εκκλησίας (άγ. Ιω. Δαμασκη­νός), ενοποιώντας το πολυδιά­στατο βίωμα της λατρείας. Γι’ αυτό ο ορθόδοξος πιστός δεν προσεγγίζει τη λειτουργική ει­κόνα ως έργο τέχνης, διανοητικά, αλλ’ ως μαρτυρία «άλλης βιωτής», που διαρρηγνύει τους όρους της φθοράς, με τη μετάνοια και την ταπεινή προσκύνησή της. Ο πιστός προσκυνεί «εν πίστει το μυστήριον» της εικόνας ως σύμ­βολο της ουράνιας βασιλείας και φανέρωση της νέας δημιουργίας. Οι ιεροί κανόνες απαγορεύουν την εισαγωγή στην αγιογραφία κάθε αλληγορισμού ή «απεικονι­στικού συμβολισμού». Διότι η εικόνα δεν «απεικονίζει», αλλά φανερώνει, δηλοποιεί το εικονι­ζόμενο, αποτελώντας ενταυτώ παρουσία και κοινωνία. Γι’ αυτό και απουσιάζει στην Ελλαδική Ορθοδοξία κάθε ευχή ή χρίση της εικόνας για τον αγιασμό της, διό­τι την ιερότητά της αντλεί από το εικονιζόμενο πρόσωπο ή γεγονός, όπως και ο Σταυρός από μόνο το σχήμα του αντλεί την ιερότητα και τη δύναμή του.

Η εικόνα διακονεί στη λα­τρεία την πίστη και γίνεται στόμα θεολογικό για την Εκκλησία. Τα εικονιζόμενα ιερά πρόσωπα και σωτηριολογικά γεγονότα θεώνται μέσα στο φως της Χάρης, με ωραιότητα θεία, όχι επίγεια, ως φανέρωση του άρρητου κάλλους τού ουρανώμενου κόσμου. Η εικονογραφία του ορθόδοξου Ναού υπογραμμίζει τη συντελούμενη σ’ αυτόν σύναξη γης και ουρανού, στρατευόμενης και θριαμβεύουσας Εκκλησίας, ουρανίων και επιγείων, όπου «τα πάντα και εν πάσι Χριστός» (Α’ Κορ., 15, 28). Οι εικόνες στον ορθόδοξο Ναό καλύπτουν κάθε επιφάνεια του, όχι διακοσμητικά, αλλά υπομνηστικά: υπομνηματίζουν σιωπηρά την πίστη τού εκ­κλησιαστικού σώματος και κατα­θέτουν συνεχώς μαρτυρία τού γεγονότος της θεώσεως στα πρό­σωπα των εικονιζόμενων Αγίων. Προσφέρουν, έτσι, πρότυπα ομολογίας και πιστότητας στην κλήση τού Ευαγγελίου, αλλά και επιβεβαίωση της αλήθειας του, ως κλήσεως στην εν Χριστώ σω­τηρία.

Ηεπιδιωχθείσα ωραιοποίηση της λατρείας τον 18οαι. μέσα στο ακατάσχετο σύν­δρομο τού εξευρωπαϊσμού, οδή­γησε στις παραχαράξεις και της «βυζαντινής» μουσικής, με την εναρμόνιση της παραδοσιακής μελωδίας και τη δυτικότροπη τετραφωνία, ή ακόμη τη χρήση μουσικών οργάνων στη λατρεία, που ανατρέπει την πρόταξη τού λόγου των ύμνων, ως φορέα τού θεολογικού – λυτρωτικού μηνύ­ματος της λειτουργικής θεολο­γίας. Αυτή η ιεράρχιση υμνικού λόγου και μουσικής του είναι κυρίαρχο και καθοριστικό στοι­χείο της ορθοδόξου λατρείας. Η υμνογραφία είναι το ασίγητο στόμα και η φωνή της Εκκλησίας, ενώ η μελωδία (μουσική) το κατάλληλο ένδυμά της. Η μου­σική υπάρχει μόνο για το λόγο, των «ρημάτων την δύναμιν» και δεν μπορεί να υπάρξει ποτέ χωρίς αυτόν, ως αυτόνομη μουσι­κή τέχνη. Γι’ αυτό και στόχος της μουσικής της εκκλησιαστικής λατρείας δεν είναι η τέρψη ή η συναισθηματική διέγερση, αλλά η κατάνυξη (συντριβή), η αυτομεμψία και τελικά η μετάνοια. Η εκκλησιαστική μουσική δεν μπο­ρεί να καταστεί μουσική ακροά­ματος (συναυλίας), διότι είναι λειτουργική. Φυσικός χώρος της είναι η λατρεία, την οποία διακο­νεί και για την οποία υπάρχει. Μέσα από τη διακονία τού μυ­στηρίου της Χάριτος μετέχει στη Χάρη και μεταδίδει Χάρη, στα όρια του εκκλησιαστικού σώματος, της συνάξεώς του. Ο ρόλος της μελωδίας εκκλησιαστικά συ­νίσταται στο να «εμποιή» στην ψυχή «σώφρονα λογισμόν» εφόσον ο Θεός δεν ζητεί στη λατρεία τού Λαού Του «κάλλος ουδέ συνθήκην ρημάτων, αλλά ψυχής ώραν» (ομορφιά). Σε τελευταία ανάλυση «ουκ έστι θέατρον η Εκκλησία, ινα προς τέρψιν ακούωμεν» (Ι. Χρυσόστο­μος)!

Στους καιρούς της Πανευρώπης και της Νέας Εποχής (New Age), της πλανητικής ανακατασκευής, ο σεβασμός της εκκλησιαστικής μας παραδόσεως θα αποβεί ευεργετικός στη διάσωση και της ιστορικής φυσιογνωμίας τού Έθνους μας, της πολιτισμικής συνέχειάς του. Ο ιστορικός ρόλος της Εκκλησίας ως «κιβωτού» τού Έθνους απο­δεικνύεται, μάλιστα, κατ’ εξοχήν δυναμικός και δημιουργικός, δηλαδή παραδοσιακός, με την ορθή κατανόηση του όρου (παράδοση= συνέχεια ενός τρόπου υπάρξεως και εκφράσεως, δηλ. ζωής). Ενώ η Ορθοδοξία, συνδε­δεμένη αδιάρρηκτα με την ταυτό­τητα του Έθνους, τη διασώζει, η Μη-Ορθοδοξία, σ’ όποια έκφρασή της, ξένη προς αυτή την ταυτότη­τα, την περιθωριοποιεί και, τελι­κά, την αφανίζει.

 

«ΕΚ ΤΟΥ ΠΕΡΙΣΣΟΥ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ»

Έτος 8ον, Τεύχος 48ον· ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ – ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2006

ΔΙΜΗΝΙΑΙΟΝ ΕΝΟΡΙΑΚΟΝ ΦΥΛΛΑΔΙΟΝ Ι.Ν. ΑΓ. ΣΤΕΦΑΝΟΥ Ν. ΙΩΝΙΑΣ

Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον    www.egolpion.com

Read more:http://www.egolpion.com/politismiki_sinexia.el.aspx#ixzz44lACXvTg